Η υπ’ αριθ. 39/2023 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, που μπορεί να αναγνωσθεί σε συνδυασμό και με την αμέσως επόμενη, υπ’ αριθ. 40/2023 απόφαση επί υποθέσεως του ίδιου διαδίκου, αφορά σε αίτηση ακυρώσεως εταιρείας, τελούσας υπό εκκαθάριση, κατά πράξης για την ανάκληση της υπαγωγής επενδυτικού της σχεδίου στις διατάξεις του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), με επιστροφή στο Δημόσιο του συνόλου της καταβληθείσας επιχορήγησης, μετά των νόμιμων τόκων. Η απόφαση αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο αντιμετώπισης των λόγων σχετικά με την επίδραση προηγούμενης ποινικής απόφασης στην ακυρωτική δίκη, με την τελευταία να «οχυρώνεται» όχι με ένα, αλλά με τρία αιτιολογικά ερείσματα, εν είδει «Τριών Σωματοφυλάκων» της λειτουργικής της αυτονομίας, δύο εκ των οποίων αναπτύσσονται αναλυτικά και στην υπαγωγή, ενώ ένα ανευρίσκεται διατυπωμένο μόνο στη μείζονα πρόταση της απόφασης, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά στη συνέχεια.
Ειδικότερα, το επίμαχο επενδυτικό σχέδιο, για το οποίο, μάλιστα, είχε ήδη προηγηθεί η υπ’ αριθ. 2992/2003 ακυρωτική απόφαση του Δ΄ Τμήματος, αφορούσε στην ίδρυση μονάδας παραγωγής μηχανημάτων κλιματιστικών μηχανών, κρίσιμη δε στο πλαίσιο της εν λόγω υπόθεσης ήταν η προϋπόθεση της περ. γ΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του ν. 1892/1990, κατά την οποία για να θεωρηθεί μια επένδυση παραγωγική και, εντεύθεν, αυτή να υπαχθεί στις ευεργετικές ρυθμίσεις περί ενισχύσεων του εν λόγω νόμου, απαιτείται η αγορά και εγκατάσταση καινούργιων μηχανημάτων και λοιπού μηχανολογικού εξοπλισμού παραγωγής, δηλαδή μηχανημάτων και εξοπλισμού που αποδεδειγμένα δεν έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί, χωρίς να αρκούν απλώς σύγχρονης τεχνολογίας μηχανήματα ή εξοπλισμός, έστω και μεταχειρισμένα.
Για την πλήρωση των σχετικών πραγματικών προϋποθέσεων κρίσιμη στη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν η απόδειξη της πλαστότητας ή μη των, αμφισβητούμενων, εν τέλει, δικαιολογητικών για την αγορά δεξαμενών από τον επενδυτή. Δεδομένου, όμως, ότι είχε προηγηθεί απόφαση ποινικού δικαστηρίου, η οποία και αθώωσε μετόχους και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας για διάφορα αδικήματα, η αιτούσα, κατ’ επίκληση του άρθρου 6, παρ. 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), προέβαλε ότι με την προσβαλλόμενη ανακλητική πράξη παραβιάσθηκε το τεκμήριο αθωότητας των νόμιμων εκπροσώπων της. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά την ίδια, κλονίζεται και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης, περί πλαστότητας υποβληθέντων δικαιολογητικών, εφόσον με την αθωωτική αυτή απόφαση, η οποία είχε καταστεί αμετάκλητη, κρίθηκαν όλα τα ζητήματα που τίθενται στη συλλογιστική βάση της Διοίκησης για την ένδικη ανάκληση. Ο λόγος αυτός κρίθηκε απορριπτέος από τη σχολιαζόμενη, με πλείονες, όπως ήδη αναφέρθηκε, αιτιολογίες.
Πρώτο η απόφαση προτάσσει το επιχείρημα ότι, εφόσον η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου αφορούσε σε μετόχους- φυσικά πρόσωπα, η δε διοικητική διαφορά που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης αφορά τη νομιμότητα της ανάκλησης πράξης για την υπαγωγή του νομικού προσώπου στον επενδυτικό νόμο, δεν υφίσταται ταυτότητα προσώπων στις δύο αυτές διαδικασίες και, συνεπώς, προεχόντως, για τον λόγο αυτό, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των αρχών που απορρέουν από το άρθρο 6, παρ. 2, ΕΣΔΑ, αλλά και το άρθρο 4, παρ. 1, του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠ) ΕΣΔΑ. Το επιχείρημα αυτό ανάγεται, στην ουσία, στη μη συνδρομή των υποκειμενικών ορίων για την τυχόν δεσμευτική ενέργεια ποινικής απόφασης στη διοικητική δίκη, κατ’ αντιστοιχία με τα γνωστά μας υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, συμβαδίζοντας, εν προκειμένω και με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, με πρώτη και, πλέον, διαδεδομένη την- ελληνικού, μάλιστα, ενδιαφέροντος- υπόθεση Γιαννετάκης Ε. & Σ. Μεταφορική ΕΠΕ και Γιαννετάκης,[1] που αφορούσε αυτήν ακριβώς τη ratione personae μη εφαρμογή του κανόνα ne bis in idem, όταν η διοικητική δίκη αφορά σε νομικό πρόσωπο, ενώ στην ποινική διαδικασία, αναπόφευκτα, κατηγορούμενοι είναι τα φυσικά πρόσωπα των εκπροσώπων του, ελλείψει, φυσικά, ποινικής ευθύνης των νομικών οντοτήτων.
Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε στην εισαγωγή, η σχολιαζόμενη δεν μένει μόνο στην ανωτέρω αιτιολογία για το αβάσιμο του προβαλλόμενου λόγου, αλλά συνεχίζει περαιτέρω. Τούτο οφείλεται, κατά τη γνώμη μας, στο γεγονός ότι και η ίδια η προσβαλλόμενη ανακλητική πράξη έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε προηγούμενες αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, οπότε και το Δικαστήριο συνεχίζει τον δικαστικό έλεγχο, σε μια λογική που θυμίζει τη συλλογιστική της διοικητικής διαδικασίας με οικειοθελή τήρηση τύπου. Σε αυτό το πλαίσιο, η σχολιαζόμενη αναφέρει ότι κρίσιμη για τη νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης δεν ήταν η συναλλαγή για την αγορά των δεξαμενών ούτε η καταβολή σχετικών προκαταβολών από συγκεκριμένες εταιρείες, αλλά η πλαστότητα των σχετικών δικαιολογητικών, για την οποία, όμως, δεν είχε αποφανθεί το ποινικό δικαστήριο με την επικαλούμενη αμετάκλητη αθωωτική απόφαση. Έτσι, με τη δεύτερη αυτή επάλληλη αιτιολογία του, το Συμβούλιο διαπιστώνει και τη μη συνδρομή των αντικειμενικών ορίων για τη δημιουργία δέσμευσης από την ποινική απόφαση. Με άλλα λόγια, εφόσον το ζήτημα για την πλαστότητα των υποβληθέντων δικαιολογητικών που ήταν κρίσιμο για τη νομιμότητα της ανάκλησης υπαγωγής στον επενδυτικό νόμο, ήταν δηλαδή προδικαστικό ζήτημα της ακυρωτικής δίκης, δεν είχε κριθεί από το ποινικό δικαστήριο, δεν υφίσταται καν διασταύρωση μεταξύ διοικητικής και ποινικής δίκης, οπότε, ελλείψει και αντικειμενικής επαλληλίας μεταξύ της σφαίρας της διοικητικής δίκης και αυτής της ποινικής, δεν υφίσταται καν πεδίο για τη δημιουργία δεσμευτικής ενέργειας. Το μόνο που αναφέρεται, κατά τη σχολιαζόμενη, στην ποινική απόφαση ήταν μία «αόριστη παρεμπίπτουσα κρίση του ποινικού δικαστηρίου» για τον χρόνο ολοκλήρωσης της επένδυσης, δηλαδή ένα «obiter dictum», από το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν αναπτύσσεται δεσμευτική ενέργεια. Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όσα επικαλείται η αιτούσα δεν αρκούν για να κλονίσουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης.
Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι, παρά τις σχετικές νομοθετικές παλινωδίες, η επίμαχη διαφορά είναι ακυρωτική, όπως αναλυτικά επεξηγεί και η σχολιαζόμενη στην τρίτη της σκέψη. Λόγω δε ακριβώς της φύσης της διαφοράς ως ακυρωτικής, η προβληματική για την τυχόν επίδραση ποινικής απόφασης στη διοικητική δίκη εντάσσεται στον δικαστικό έλεγχο της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, σε αντίθεση με όσα ισχύουν για τις διαφορές ουσίας, που διέπονται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), άρα και από τις σχετικές προβλέψεις του άρθρου 5, παρ. 2, του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), το οποίο ρυθμίζει ειδικά το ζήτημα της δέσμευσης του δικαστή ουσίας από αποφάσεις ποινικών, αλλά και πολιτικών δικαστηρίων και, μάλιστα, με τις ουσιώδεις τροποποιήσεις μετά από το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240).
Ωσάν, όμως, να μην αρκούσαν οι δύο αυτές αιτιολογίες για την απόρριψη του λόγου της αιτούσας σχετικά με την επίδραση της ποινικής απόφασης, ελλείψει τόσο των υποκειμενικών όσο και των αντικειμενικών ορίων για την όποια δεσμευτική της ενέργεια, στη σχολιαζόμενη ανευρίσκεται και μία τρίτη αιτιολογία, ο τρίτος και ισχυρότερος, ίσως, «Σωματοφύλακας» της λειτουργικής αυτονομίας της εν λόγω διοικητικής δίκης. Η αιτιολογία αυτή βρίσκεται στη σκέψη 15 της απόφασης, όπου αναπτύσσεται η μείζων πρόταση σε σχέση με την επίδραση των ποινικών αποφάσεων στην ακυρωτική δίκη και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, έστω και εάν, στη συνέχεια, δεν αξιοποιείται διεξοδικά, κατά την υπαγωγή του Δικαστηρίου στη σκέψη 17, που επικεντρώνεται, κατά βάση, στις δύο προαναφερθείσες αιτιολογίες. Έτσι, εκκινώντας, επί της αρχής, από το δογματικό επιχείρημα του ημεδαπού δικονομικού μας συστήματος, με αναγωγή και στη συνταγματική διάκριση της δικαιοδοσίας των διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων, η σχολιαζόμενη αναφέρει ότι το ζήτημα της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων για την ανάκληση από το αρμόδιο διοικητικό όργανο πράξης περί υπαγωγής επενδυτικού σχεδίου στις διατάξεις του ν. 1892/1990, όπως και η συνακόλουθη αναζήτηση της καταβληθείσας επιχορήγησης, κρίνεται με δύναμη δεδικασμένου από τα διοικητικά δικαστήρια. Στη συνέχεια δε το Δικαστήριο προβαίνει σε εξέταση της συνδρομής των κριτηρίων Engel, καταλήγοντας στη μη πλήρωσή τους και στον, εντεύθεν, μη «ποινικό» χαρακτήρα της διαδικασίας, ακόμη και κατά την αυτόνομη έννοια της νομολογίας του Στρασβούργου και, μάλιστα, όχι in concreto για τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά αφηρημένα, για κάθε διαδικασία ανάκλησης υπαγωγής στον επενδυτικό νόμο και επιστροφής επιχορήγησης. Ειδικότερα, η απόφαση με την οποία ανακαλείται η υπαγωγή και διατάσσεται η επιστροφή της επιχορήγησης δεν έχει τον χαρακτήρα ποινικής κύρωσης, αλλά αποτελεί, κατά το Συμβούλιο της Επικρατείας, συνέπεια των διαπιστώσεων της Διοίκησης ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του νόμου, που παρέχει κίνητρα και ευεργετήματα για την πραγματοποίηση επενδύσεων, καθώς και αντίστοιχοι όροι για την υπαγωγή στον νόμο αυτόν, χωρίς, μάλιστα, να απαιτείται, άνευ ετέρου και συνδρομή υπαίτιας συμπεριφοράς του επίμαχου οικονομικού φορέα. Στις περιπτώσεις δε αυτές, η επιστροφή της επιχορήγησης διατάσσεται προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε, εξ αντικειμένου, στο Δημόσιο, με την απόδοση του αδικαιολογήτως κτηθέντος οφέλους από τον λήπτη της επιχορήγησης. Έτσι, με το σκεπτικό αυτό, αρνούμενο τον, κατά Engel, ποινικό χαρακτήρα της επίμαχης διαδικασίας, το Δικαστήριο κλείνει τις πύλες του και έναντι του «δηλητηριώδους» κανόνα ne bis in idem, κατά το άρθρο 4, παρ. 1, του 7ου ΠΠ ΕΣΔΑ, που είναι, πια, περιττό να επισημάνει κανείς πόσο διαβρωτικό έχει αποδειχθεί, στην πράξη, για τα ίδια τα συνταγματικά θεμέλια του οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών. Εκείνο που δεν είναι καθόλου περιττό να επισημανθεί είναι η επιλογή της διατύπωσης από τη σχολιαζόμενη, που κάνει λόγο για «αδικαιολογήτως κτηθέν όφελος», φρασεολογία ουδόλως τυχαία, κατά τη γνώμη μας, στον βαθμό που παραπέμπει ξεκάθαρα στην προβληματική του αδικαιολόγητου πλουτισμού («unjust enrichment»), με την οποία σημαντική μερίδα των δικαστών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όχι απλώς είναι εξοικειωμένη, αλλά αποτελεί και θεμελιώδη έννοια στα νομικά τους συστήματα, ως προς την οποία δογματικές «νοθεύσεις» θα γίνονταν ανεκτές πολύ δυσκολότερα σε σχέση με άλλα πεδία, έστω και εάν αυτά είναι εξίσου βασικά στο ηπειρωτικό δίκαιο, αλλά τυγχάνει να μην έχουν την ίδια ακτινοβολία στα αγγλοσαξονικά συστήματα.
Σκεπτόμενοι, πάντως, την, αστικολογικής προέλευσης, έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι αδύνατο να μην συσχετίσουμε τις υποθέσεις αυτές της ανάκλησης υπαγωγής στον επενδυτικό νόμο και με τη δίκη της αγωγής, αφού, πολύ συχνά, ο αρχικώς δικαιούχος της επιχορήγησης ασκεί αγωγή αποζημιώσεως, βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, προβάλλοντας το παράνομο της ανάκλησης και ζητώντας την αποκατάσταση τόσο της θετικής του ζημίας, από τυχόν δαπάνες στις οποίες είχε ήδη προβεί, αλλά και από την επιστραφείσα επιχορήγηση, όσο και διαφυγόντων κερδών του από μελλοντικές καταβολές ή κέρδη που ανέμενε από την ολοκλήρωση του επενδυτικού του σχεδίου, μαζί με χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Η αγωγή αυτή μπορεί να έπεται της άσκησης του διαπλαστικού ενδίκου βοηθήματος που προβλέπεται για τον ευθύ δικαστικό έλεγχο της πράξης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως, δεν αποκλείεται, όμως, δεδομένης της αυτοτέλειας της αγωγής, να επιδιωχθεί η παροχή έννομης προστασίας μόνο με την άσκηση αγωγής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ακυρωτική φύση του δικαστικού ελέγχου που ασκείται για την ευθεία προσβολή της πράξης είναι καθοριστικής σημασίας και για τον δικαστή της αγωγής, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αντίστοιχα διαμορφώνονται και τα όρια του παρεμπίπτοντος ελέγχου, καθώς, κατά τη νομολογία του Α΄ Τμήματος, εάν κατά της πράξης ή παράλειψης στην οποία αποδίδονται παρανομίες με την αγωγή χωρεί προσφυγή, ο, κατ’ άρθρο 80, παρ. 2, ΚΔΔ, παρεμπίπτων έλεγχος από τον δικαστή της αγωγής γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 79 ΚΔΔ, ενώ, εάν κατ’ αυτής χωρεί αίτηση ακυρώσεως, ο παρεμπίπτων έλεγχός της γίνεται εντός των ορίων που καθορίζουν τα άρθρα 48 και 50 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) και στο πλαίσιο της αγωγής.[2]
Οι συνέπειες από την παραδοχή της κλασικής αυτής μείζονος πρότασης στο εξεταζόμενο ζήτημα της επίδρασης των ποινικών αποφάσεων είναι αποκαλυπτική, ιδίως μετά από τη νομολογιακή ανατροπή που επήλθε με την υπ’ αριθ. 156/2022 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Α΄ Τμήματος, που αρνείται, πλέον, συλλήβδην την εφαρμογή του άρθρου 5, παρ. 2, ΚΔΔ στη δίκη της αγωγής των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, με το επιχείρημα ότι οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου του ΚΔΔ, υπό τη νεότερη εκδοχή του, μετά δηλαδή από την αντικατάσταση της παρ. 2 από το άρθρο 17 του ν. 4446/2016, αφορούν, κατά την αιτιολογική έκθεση και τις προπαρασκευαστικές εργασίες του τελευταίου αυτού νόμου, μόνο δίκες με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων μετά από διάπραξη διοικητικών παραβάσεων που πληρούν τα κριτήρια Engel, σε εναρμόνιση με σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ και όχι και τη δίκη της αγωγής. Έτσι, στο ερώτημα εάν στη δίκη της αγωγής, εκτός του άρθρου 5, παρ. 2, ΚΔΔ και της ρητώς προβλεπόμενης «αυτόθροης» δέσμευσης, που, όμως, αποκλείεται, τουλάχιστον επί του παρόντος, από το Α΄ Τμήμα, υφίσταται, πάντως, άλλη οδός για τυχόν επιρροή ποινικής απόφασης, οποιουδήποτε είδους, η απάντηση μπορεί να πηγάζει από τον συσχετισμό με τις παραδοχές του ίδιου Τμήματος για την έκταση του παρεμπίπτοντος ελέγχου από τον δικαστή της αγωγής. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν βλέπουμε τον λόγο να αποκλεισθεί η ένταξη μιας ποινικής απόφασης στον έλεγχο της αιτιολογίας μιας πράξης που υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως, με την αξεπέραστη ευελιξία που ο έλεγχος αυτός παρέχει στον δικαστή, ευθέως ή και αντίστοιχα παρεμπιπτόντως, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η ποινική απόφαση επιφέρει ή όχι κλονισμό της αιτιολογίας. Έτσι, ο έλεγχος της αιτιολογίας όχι μόνο υποκαθιστά την απουσία διάταξης αντίστοιχης του άρθρου 5, παρ. 2, ΚΔΔ στο π.δ. 18/1989[3], αλλά μπορεί να επιλύσει και ζητήματα από νομολογιακά προηγούμενα που θέτουν εκποδών την ίδια αυτή τη διάταξη του άρθρου 5, παρ. 2, ΚΔΔ, αφομοιώνοντας, όμως, ταυτόχρονα και απαιτήσεις από τον κανόνα ne bis in idem, αλλά και από το τεκμήριο της αθωότητας, ιδίως υπό την ουσιαστική του όψη, η οποία σημειωτέον δεν αφορά μόνον «ποινικές» διαδικασίες.[4]
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι το «μάτι» του Δικαστηρίου του Στρασβούργου δεν έχει αποσυρθεί πλήρως από τη θεματική μετά από την τροποποίηση του άρθρου 5, παρ. 2, ΚΔΔ, καθώς εξακολουθούν να εκκρεμούν ενώπιόν του σχετικές, ελληνικού ενδιαφέροντος, υποθέσεις[5], εξ ου και το Συμβούλιο Επικρατείας οχυρώνει τη σχολιαζόμενη με την προεκτεθείσα τριαδική αιτιολογία, με «Τρεις Σωματοφύλακες» στην, ακόμη εξελισσόμενη, μάχη για τη λειτουργική αυτονομία της διοικητικής δίκης.
[Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι του Ben Shahn «Artist and Politicians (1953)» και έχει ανακτηθεί από τον ιστότοπο του μουσείου Reina Sofia ( https://www.museoreinasofia.es/sites/default/files/ben_shahn_ing.pdf )]
[1] Βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 6.12.2007, Γιαννετάκης Ε. & Σ. Μεταφορική ΕΠΕ και Γιαννετάκης, αριθ. προσφυγής 29829/05.
[2] Βλ. ΣτΕ Ολομ. 2260/2013, ΣτΕ 841/2015, 2176/2012, 4109/2010, 2803/2006.
[3] Βλ. Γιαννακόπουλο Κ., Το δεδικασμένο στη δίνη του δικονομικού πλουραλισμού, Εισήγηση στο 17ο Συνέδριο της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών, 18-20.10.2019, στο: https://cyannakopoulos.gr/wp-content/uploads/2020/12/CY_4.pdf (πρόσβαση: 8.4.2024), σ. 9.
[4] Βλ. αναλ. Παυλίδου Ε., Η δεσμευτική ενέργεια των αποφάσεων της ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας στη διοικητική δίκη, 2014, σ. 66 επ.
[5] Βλ. ΕΔΔΑ ανακοινωθείσες υποθέσεις, αριθ. προσφυγών 41542/19 και 55544/19.
Η Ευαγγελία Παυλίδου είναι Πρωτοδίκης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και Διδάκτορας του Τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Τμήματος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η διδακτορική διατριβή της έχει θέμα: «Η δεσμευτική ενέργεια των αποφάσεων της ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας στη διοικητική δίκη» (2013), ενώ έχει γράψει και τη μονογραφία με θέμα: «Η συμμετοχή του τρίτου στη διοικητική δίκη: Παρέμβαση- Τριτανακοπή» (2017).