Ο δημόσιος διάλογος, που διεξάγεται τις τελευταίες εβδομάδες γύρω από τη νομοθέτηση του γάμου ανεξαρτήτως φύλου, επαναφέρει –με ιδιαίτερη οξύτητα, ενίοτε– τον προβληματισμό περί νομιμοποίησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για νομοθέτηση παρά και πέρα από τις (λογιζόμενες ως) κυρίαρχες τάσεις στην κοινωνία˙ αν, δηλαδή, η επίσπευση νομοσχεδίων από τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα και, κυρίως, η συνακόλουθη υπερψήφισή τους από ευρύτερες κοινοβουλευτικές συνθέσεις οφείλουν να συνεκτιμούν –ή πάντως, να μην παραβλέπουν– τα αξιακά προτάγματα των κοινωνικών πλειοψηφιών.[1]
Στο σύντομο αυτό σημείωμα, δεν πρόκειται ασφαλώς να επιχειρηθεί η δικαιοπολιτική και φιλοσοφική ανάπτυξη του ζητήματος ως θεμελιώδους αφετηρίας της καλής νομοθέτησης. Θα περιοριστούμε, απλώς, στην ανάδειξη θέσεων από την επίκαιρη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: ΕΔΔΑ), προκειμένου να καταστούν σαφέστερα τα όρια των δεσμεύσεων του εγχώριου νομοθέτη˙ κυρίως ως προς την υποχρέωση του τελευταίου σε σχέση με την υιοθέτηση λύσεων εναρμονισμένων με τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: ΕΣΔΑ) (Ι). Στη συνέχεια, θα επιχειρήσουμε να αξιολογήσουμε, επιγραμματικά, τη συνέπεια των θέσεων του ΕΔΔΑ ως προς την ισότιμη κατοχύρωση του δικαιώματος, αδιακρίτως σεξουαλικού προσανατολισμού (ΙΙ).
Ι. Το δικαίωμα σύναψης γάμου ανεξαρτήτως φύλου υπό την αίρεση της κοινωνικής συναίνεσης;
Το θέμα της νομικής αναγνώρισης ομόφυλων ζευγαριών και των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σχέση αυτή έχει απασχολήσει το Δικαστήριο, σε σειρά αποφάσεών του, εδώ και αρκετές δεκαετίες. Εκκινώντας από την πάγια υπόμνησή του περί του «ζωντανού» χαρακτήρα της Σύμβασης ως ιδρυτικού κειμένου, επί του οποίου ερείδεται ο καταστατικός προσανατολισμός της δικαιοδοτικής λειτουργίας του, το ΕΔΔΑ αναδεικνύει ως αυτονόητη την ανάγκη ερμηνείας των επιμέρους διατάξεων «υπό το φως των αεί εξελισσόμενων συνθηκών κάθε εποχής» και αντιλήψεων που συνάδουν προς τη δημοκρατική ταυτότητα των χωρών-μελών.[2]
Περαιτέρω, το Δικαστήριο στοιχεί την ανάγκη για διεύρυνση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την προστασία του ιδιωτικού βίου[3] και υπέρ των ομόφυλων ζευγαριών με τις αξίες της δημοκρατικής κοινωνίας,[4] οι οποίες συγκροτούν τον ταυτοτικό πυρήνα της ΕΣΔΑ· ιδίως δε, μεταξύ αυτών, με τον πλουραλισμό, την ανεκτικότητα και τη συμπερίληψη.[5] Η υποχρέωση για νομική αναγνώριση του γάμου ανεξαρτήτως φύλου διασφαλίζει «τη νομιμοποίηση αυτών των ζευγαριών, ενώ εγγυάται την κοινωνική συμπερίληψή τους, αδιαφόρως σεξουαλικού προσανατολισμού. Το Δικαστήριο επισημαίνει εμφατικά ότι κάθε εκδοχή στιγματισμού συναρτώμενου προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου, αντιβαίνει πλήρως κατά την ΕΣΔΑ, προς την έννοια της δημοκρατικής κοινωνίας».[6] Η κατοχύρωση της αξιοπρέπειας κάθε υποκειμένου δικαίου, με σεβασμό στη διαφορετικότητα, την οποία η δημοκρατική κοινωνία οφείλει να αντιλαμβάνεται όχι ως απειλή αλλά ως πηγή εμπλουτισμού του πεδίου αναφοράς της, ανάγεται, κατά το ΕΔΔΑ, στις καταστατικές αρχές του νομικού μας πολιτισμού.[7]
Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι την ουσιαστική αξία της κατοχύρωσης δικαιωμάτων επιβεβαιώνει μόνο το «αποτελεσματικό αντίκρυσμά τους, στην πράξη»,[8] όταν αυτά ασκούνται από τους φορείς τους. Δεν αρκεί, δηλαδή, απλώς «η θεωρητική ή πλασματική» αποτύπωσή τους σε κανονιστικά κείμενα αρχών, ούτε η διακηρυκτική αναφορά στο περιεχόμενό τους εκ μέρους των αρμόδιων πολιτειακών οργάνων. Τουναντίον, είναι κρίσιμο οι υιοθετούμενες από τα κράτη-μέλη πρόνοιες να εγγυώνται –τόσο σε υλικό, όσο και σε ηθικό επίπεδο– «επαρκή προστασία» για το ρυθμιζόμενο, κάθε φορά, δικαίωμα. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, το δικαίωμα για τέλεση γάμου ανεξαρτήτως φύλου, το περιεχόμενο της επαρκούς προστασίας περιλαμβάνει, ενδεικτικά, επέκταση των ευνοϊκών διατάξεων φορολογικού, κληρονομικού, οικογενειακού δικαίου και στα ομόφυλα ζευγάρια, αναγνώριση του δικαιώματος στον σύζυγο για αυθεντική διατύπωση της τεκμαιρόμενης βούλησης, σε περίπτωση που ο έτερος σύζυγος απωλέσει τη συνείδηση των πραττομένων κ.ο.κ.[9] Άλλως, το δικαίωμα, παρά τα διαθέσιμα εθνικά και υπερεθνικά κανονιστικά του ερείσματα, παραμένει απλώς σε κατάσταση αβέβαιης αναμονής,[10] χωρίς η κατοχύρωσή του να εγγυάται τα αναγκαία πρακτικά ωφελήματα υπέρ των αποδεκτών του.
Το Δικαστήριο έχει προ πολλού αποφανθεί ότι οι όροι «άνδρας και γυναίκα», ως υποκείμενα του κατοχυρούμενου στο άρθρο 12 της ΕΣΔΑ δικαιώματος για σύναψη γάμου, δεν εξαντλούνται στον βιολογικό καθορισμό των φύλων, καθώς η επιταχυνόμενη εξέλιξη επιστημονικών, ιατρικών και κοινωνικών δεδομένων έχει διαμορφώσει νέες πραγματικότητες σε σχέση με τον αυτοπροσδιορισμό των υποκειμένων δικαίου.[11] Ωστόσο, ούτε από τη νομολογιακή αυτή ερμηνεία του άρθρου 12 ούτε από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ συνάγεται υποχρέωση των χωρών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης για κατοχύρωση του δικαιώματος γάμου υπέρ των ομόφυλων ζευγαριών.[12]
Το Δικαστήριο δέχεται ότι η ανομοιογενής αφομοίωση, από τις επιμέρους έννομες τάξεις, της μακραίωνης ιστορίας, της κοινωνικής σημειολογίας και του ειδικού πολιτισμικού φορτίου που φέρει ο θεσμός του γάμου, δυσχεραίνει τον χρονισμό ως προς την καθιέρωση ομοιόμορφων λύσεων. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, ότι, παρά την έντονη κοινωνική δυναμική των τελευταίων δεκαετιών και την ταχέως μεταβαλλόμενη θεώρηση των δεδομένων επί του πεδίου, δεν υφίσταται ακόμα εμπεδωμένη συναίνεση στο σύνολο των κρατών-μελών. Για τον λόγο αυτόν, το ΕΔΔΑ αυτοπεριορίζεται, καταλείποντας στα κράτη-μέλη περιθώριο διακριτικής ευχέρειας.[13] Αρνείται, με άλλα λόγια, να υποκατασταθεί στον ρόλο του εγχώριου νομοθέτη, συνομολογώντας υπέρ της εγκυρότερης γνώσης του τελευταίου λόγω εγγύτητας προς το κοινωνικό επίδικο.
Τη θέση του αυτή, όμως, το ΕΔΔΑ σπεύδει να τη σχετικοποιήσει εισάγοντας δύο απαρέγκλιτα όρια, πέραν των οποίων στοιχειοθετείται απόκλιση από τον κανονιστικό πυρήνα της Σύμβασης.
Κατ’αρχάς, αναγνωρίζεται οπωσδήποτε, ως ελάχιστη θετική υποχρέωση κάθε χώρας, η κατοχύρωση μιας κάποιας μορφής νομικού τύπου, διά του οποίου επικυρώνεται η de facto συμπόρευση των ομόφυλων ζευγαριών, με συνέπειες ισοδύναμες ή παρόμοιες με εκείνες που επάγεται η γαμήλια ένωση.[14] Στην πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ, Fedotova κ.ά. κατά Ρωσίας, για παράδειγμα, κρίθηκε ότι, καθώς το εθνικό δίκαιο δεν διέθετε κανενός είδους πρόβλεψη ως προς την προστασία του πυρήνα της ένωσης ομόφυλων προσώπων που αποδεδειγμένα συνδέονται με αμοιβαίους δεσμούς πίστης στο πλαίσιο σταθερής σχέσης, η χώρα είχε υπερβεί το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται, εν προκειμένω, από την ΕΣΔΑ.[15]
Κατά το Δικαστήριο, η επίσημη αναγνώριση της σύζευξης, στο πλαίσιο έγγαμης σχέσης ή άλλου εναλλακτικού τύπου, φέρει εγγενή αξία για τους φορείς του δικαιώματος, πέρα και ανεξάρτητα από τις νομικές συνέπειες καθαυτές, ευρείες ή περιορισμένες. Συνιστά δε νομιμοποιητική βάση και υπαρξιακή επιβεβαίωση της συζυγικής ταυτότητας των μερών προς τον εξωτερικό κόσμο.[16]
Συναφώς, στην επίσης πρόσφατη απόφαση Przybysweska κατά Πολωνίας, το ΕΔΔΑ συνεκτιμά, μεταξύ των δεδομένων που τέθηκαν υπόψη του, και αναφορές περί εντεινόμενης εχθροπάθειας και ομοφοβίας σε βάρος σεξουαλικών μειονοτήτων από υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη, ακόμα δε και από δικαστή-μέλος του Συνταγματικού Συμβουλίου της Πολωνίας.[17] Εξυπακούεται, συνεπώς, και για τον πρόσθετο αυτό λόγο, η ανάγκη θωράκισης του δικαιώματος, δεδομένου ότι, κατά τα φαινόμενα, εξακολουθούν να υπάρχουν έννομες τάξεις όπου η ακώλυτη και αποτελεσματική άσκησή του παραμένει ακόμα εν αμφιβόλω.
Το επόμενο όριο, που θέτει το Δικαστήριο στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών, αφορά την περίπτωση εμφανούς κοινωνικής ανακολουθίας επί του θέματος. Και, ενώ η ανάγκη consensus ως προς την αφομοίωση των μεταρρυθμίσεων που αφορούν τα εριζόμενα ζητήματα εντός δεδομένου πολιτειακού χωροχρόνου είναι ευκταία, εντούτοις, δεν νοείται, λόγω έλλειψής της, αναίρεση του πυρήνα του δικαιώματος. Το Δικαστήριο θυμίζει ότι η δημοκρατία δεν εξαντλείται απλώς στην επιβολή των πλειοψηφικών θέσεων, ενώ η επιδίωξη δίκαιης ισορροπίας σε σχέση με τα δικαιώματα των μειοψηφιών συνιστά διαρκές ζητούμενο ως αντίδοτο στην κατάχρηση εξουσίας.[18] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αν η κατοχύρωση δικαιωμάτων υπέρ των μειοψηφιών τελούσε υπό την αίρεση της σύμφωνης γνώμης της εκάστοτε πλειοψηφίας, τότε αυτό θα κατέλυε τον αξιακό πυρήνα καθαυτόν της Σύμβασης. Εξάλλου, έχει επίσης κριθεί ότι παραδόσεις, στερεότυπα ή κυρίαρχες κοινωνικές συμπεριφορές εντός ορισμένης δικαιοταξίας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση με κριτήριο τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Ούτε είναι ανεκτή κατά τη διαμόρφωση δημόσιων πολιτικών, υπό την πίεση της ετερόφυλης πλειοψηφίας, η επιβολή της ετεροκανονικότητας ως αποκλειστικής προϋπόθεσης για τη νομική πιστοποίηση του συμβιωτικού δεσμού.
ΙΙ. Η κοινωνική συναίνεση ως αφετηρία έμμεσης διάκρισης;
Περιοριζόμαστε σε τρεις επιγραμματικές παρατηρήσεις ως προς τις θέσεις του Δικαστηρίου.
(α) Το εύρος της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζει το ΕΔΔΑ στα κράτη-μέλη ως προς την αναγνώριση του δικαιώματος, με κριτήριο τη διαφαινόμενη συναίνεση εντός των εθνικών δικαιοταξιών, θέτει ζητήματα τόσο μεθοδολογικής όσο και δικαιοκρατικής τάξης.[19] Ως κατ’ εξοχήν αόριστη νομική έννοια, η διάγνωση της συναίνεσης είναι αντικειμενικά δυσχερής, ενώ δεν υπάρχουν ασφαλή κριτήρια για τη μετρησιμότητα και την ενιαία αποτύπωσή της στις διακριτές έννομες τάξεις των χωρών-μελών. Κυρίως, όμως, η επίκληση της συναίνεσης από το ΕΔΔΑ, ως κριτηρίου προσδιοριστικού του εύρους του δικαιώματος, ενδέχεται να επιτρέψει σε εγχώριες σκοπιμότητες, προσηλωμένες σε κοντόθωρους τακτικισμούς και μικροκομματικούς υπολογισμούς, να περιστείλουν, εφόσον διαθέτουν επιδραστικότητα εντός της κοινωνίας, την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος.
Η αποστολή, όμως, του Δικαστηρίου συνίσταται πρωτίστως στη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του συνόλου των δικαιωμάτων της Σύμβασης για τον καθένα, ειδικότερα δε στην προστασία των αποκλειόμενων μειονοτήτων. Ακόμη πιο έντονο προβληματισμό δημιουργεί η απροθυμία του Δικαστηρίου να αναγνωρίσει με σαφήνεια τις υποχρεώσεις των υπολειπόμενων χωρών-μελών, φοβούμενο ενδεχομένως ότι η μη συμμόρφωση των τελευταίων κλονίζει τη δικαιοδοτική του νομιμοποίηση και υπονομεύει τη δεσμευτικότητα των αποφάσεών του.[20] Η ρευστοποίηση, ωστόσο, του θεσμικού κύρους, που το ΕΔΔΑ έχει κατακτήσει στη διάρκεια της λειτουργίας του, αναμένεται κατ’ εξοχήν σε πεδία όπου τα διακυβεύματα άπτονται κορυφαίων πολιτικών, ηθικών, κοινωνικών ή θεολογικών διλημμάτων. Και, βεβαίως, δύσκολα θα αμφέβαλλε κανείς ότι τα ζητήματα διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού εμπίπτουν στην υπό συζήτηση διακεκαυμένη ζώνη.
(β) Και, πάντως, εφόσον η πλειοψηφική αρχή δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για την αναγνώριση απαράγραπτων δικαιωμάτων που αφορούν ανεξαιρέτως κάθε υποκείμενο δικαίου, ούτε η κοινωνική συναίνεση μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να λειτουργήσει ως τέτοια προϋπόθεση. Πλέον των παραμέτρων που ήδη επισημάναμε, αυτό δεν μπορεί να συμβεί και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο ακριβής προσδιορισμός του consensus με ασφαλή κριτήρια είναι τεχνικά ανέφικτος· εν προκειμένω, δεν υφίσταται καν η αντικειμενικότητα των αριθμών που διαμορφώνουν τα πλειοψηφικά αθροίσματα. Ο υπονομευτικός χαρακτήρας των αόριστων νομικών εννοιών συνιστά, άλλωστε, κοινό τόπο κάθε επιστημονικής απόπειρας για δικαιοκρατική θωράκιση των ατομικών δικαιωμάτων.
(γ) Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον προβληματισμό περί του εάν αρκεί η κατοχύρωση ενός οποιουδήποτε νομικού τύπου αναγνώρισης του ομόφυλου δεσμού, χωρίς να απαιτείται οπωσδήποτε και η θεμελίωση δικαιώματος πρόσβασης στον γάμο, κι εδώ το ΕΔΔΑ μοιάζει μερικώς ανακόλουθο σε σχέση με την ενδιαφέρουσα θέση που διατύπωσε στην απόφαση Fedotova κ.ά. κατά Ρωσίας. Το κρίσιμο novum αυτής της θέσης συνίσταται στην υπόμνηση ότι η ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής, ως έκφανση του ιδιωτικού βίου,[21] αφορά και τη συζυγική ένωση.[22] Με άλλα λόγια, η ελευθερία του προσώπου να διαμορφώσει την κοινωνική του ταυτότητα εγκαθιδρύοντας και καλλιεργώντας σχέσεις με άλλα πρόσωπα, χωρίς κριτήρια φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, δεν αφορά μόνο επιλογές εντός της ιδιωτικής του σφαίρας. Εκτείνεται επιπλέον και στη δυνατότητά του να συνδέεται κοινωνικά, στο πλαίσιο σχέσεων ορατών και αναγνωρίσιμων στο δημόσιο περιβάλλον, υπό τον τύπο που ελεύθερα επιλέγει ο καθένας για να επικυρώσει νομικά την ετερόφυλη ή ομόφυλη συζυγία.[23] Το δικαίωμα, δηλαδή, στην ανεμπόδιστη συγκρότηση της κοινωνικής ταυτότητας κάθε προσώπου φαίνεται να πλήττεται, όταν, ειδικά για τα ομόφυλα ζευγάρια, δεν υφίσταται, στο εθνικό δίκαιο, δυνατότητα επιλογής μεταξύ γάμου ή άλλου ισοδύναμου νομικού τύπου συζυγικής αναγνώρισης.
Η σολομώντεια επιλογή, διά της οποίας το ΕΔΔΑ επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ ελλιπούς consensus εντός των διαφορετικών χωρών-μελών, παραπέμπει στην αρχή των «διαφορετικών αλλά ίσων» υποκειμένων δικαίου.[24] Η κατοχύρωση απλώς ενός κάποιου νομικού τύπου αναγνώρισης της συζυγικής ένωσης υπονομεύει την ουσιαστική ισότητα των ομόφυλων συζύγων, καθώς ο αποκλεισμός τους από την ισότιμη πρόσβαση σε όποιου τύπου συζυγία επιλέξουν, ερείδεται στη διαφορετικότητά τους. Είναι αυτονόητο το δικαιοκρατικό έλλειμμα μιας τέτοιας προσέγγισης, όπως επίσης και η πλήρης ανακολουθία του παρωχημένου δόγματος του Supreme Court, με τα αξιακά sine qua non του σύγχρονου νομικού μας πολιτισμού.[25]
Υπό το φως των παραπάνω
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υπόθεση της πραγματικής ισότητας, στο πεδίο της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων, παραμένει ζητούμενο υπό διαρκή διεκδίκηση, ακόμα και για εκείνες τις ελευθερίες που ανάγονται στον απώτερο πυρήνα της κάθε ύπαρξης. Είναι, επίσης, γεγονός ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ούτε ο νομοθέτης εμφανίζεται ιδιαιτέρως γενναιόδωρος ούτε τα δικαιοδοτικά όργανα αρκούντως συμπεριληπτικά ως προς την αναγνώριση δικαιωμάτων σε επιμέρους κατηγορίες αποκλειομένων. Συνεπώς, η επίμονη επαναφορά κάθε δίκαιου αιτήματος συνιστά εξακολουθητική υποχρέωση εκείνων που έχουν -φύσει και, πάντως, θέσει- στοιχηθεί στην προάσπιση και διεύρυνση του δικαιοκρατικού κεκτημένου˙ κυρίως, επειδή –παραφράζοντας ανεπαισθήτως μία από τις αξιωματικές αρχές που τροφοδότησαν τη θεωρία της Γαλλικής Επανάστασης– «όπου υπάρχει κοινωνικό υποσύνολο που δε μετέχει πλήρως [στην άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων], εκεί κλονίζεται η πανανθρώπινη τάξη της δικαιοσύνης και διαρρηγνύεται το κοινωνικό συμβόλαιο».[26]
[1] Η αναφορά στους όρους «μειοψηφία», «πλειοψηφία» εντός του παρόντος κειμένου υπακούει στην καθιερωθείσα πλέον γλωσσική εκδοχή που δεν περιορίζει τη χρήση τους αποκλειστικά στα εκλογικά συγκείμενα.
[2] Βλ. από την εκτενή νομολογία του Δικαστηρίου, εντελώς ενδεικτικά ΕΔΔΑ, Fedotova and others v. Russia (aff. n° 40792/10, 30538/14, 43439/14), 17 January 2023, παρ. 167, E.B. v. France (aff. n° 43546/02), 22 janvier 2008, παρ. 92, Christine Goodwin v. the United Kingdom (aff. n° 28957/95), 11 July 2002, παρ. 74 επ. κ.ο.κ. Επ’ αυτού, βλ. επίσης, Bjorge E., “The Convention as a Living Instrument: Rooted in the Past, Looking to the Future”, Human Rights Law Journal, 2017, 36(7-12), σ. 243 et s., Letsas G., “The ECHR as a Living Instrument: Its Meaning and its Legitimacy”, www.ssrn.com, 14 Mars 2012 – διαθέσιμο at SSRN: https://ssrn.com/abstract=2021836 or http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.2021836
[3] Θυμίζουμε ότι κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του».
[4] Βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, Fedotova and others v. Russia, … , op.cit., υποσ. 2, παρ. 179, Khamtokhu and Aksenchik v. Russia (aff. n° 60367/08 and 961/11), 24 January 2017, παρ. 73, Svinarenko and Slyadnev v. Russia (aff. n° 32541/08 and 43441/08), 17 July 2014, παρ. 118 κ.ο.κ.
[5] Βλ. ενδεικτικά, ομοίως ΕΔΔΑ, Fedotova and others v. Russia, … , op.cit., υποσ. 2, παρ. 179, S.A.S. c. France (aff. n° 43835/11), 1 juillet 2014, παρ. 128, Chassagnou et autres c. France (aff. n° 25088/94, 28331/95 et 28443/95), 29 avril 1999, παρ. 112.
[6] Βλ. ενδεικτικά, ομοίως ΕΔΔΑ, Fedotova and others v. Russia, … , op.cit., υποσ. 2, παρ. 180, Βayev and οthers v. Russia (aff. n° 67667/09 etc), 20 June 2017, παρ. 83.
[7] Βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, Buhuceanu and οthers v. Romania (aff. n° 20081/19 and 20 others), 23 May 2023, παρ. 75-84, Maymulakhin and Markiv v. Ukraine (aff. no 75135/14), 1 September 2023, παρ. 72-79.
[8] Βλ. ΕΔΔΑ, Przybyszewska and others v. Poland (aff. n° 11454/17 and 9 others), 12 December 2023, παρ. 102.
[9] Βλ. ΕΔΔΑ, Przybyszewska and others v. Poland, … , ό.π., προηγούμενη υποσημείωση, παρ. 102, M.A. v. Denmark (aff. no 6697/18), 9 July 2021, παρ. 162 κ.ο.κ. Ειδικά δε για την περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών βλ. ΕΔΔΑ, Oliari and Others v. Italy (aff. n° 18766/11 and 36030/11), 21 July 2015, παρ. 169, Vallianatos and others v. Greece (aff. n° 29381/09 and 32684/09), 7 November 2013, παρ. 81.
[10] Επί λέξει, στο πρωτότυπο κείμενο: “in limbo” – βλ. ΕΔΔΑ, Przybyszewska and others v. Poland, … , ό.π., υποσ. 8, παρ. 108.
[11] Βλ. ΕΔΔΑ, Christine Goodwin v. the United Kingdom , … , ό.π., υποσ. 11, παρ. 100 επ., Schalk and Kopf v. Austria (aff. no 30141/04), 24 June 2010, παρ. 61 et s.
[12] Βλ. ενδεικτικά, ΕΔΔΑ, Fedotova and others v. Russia, … , op.cit., υποσ. 2, παρ. 165 Orlandi and others v. Italy (aff. n° 26431/12 and 3 others), 14 December 2017, παρ. 192, Oliari and Others v. Italy, … , op.cit., υποσ. 9, παρ. 191 κ.ο.κ.
[13] Βλ. ΕΔΔΑ, Oliari and Others v. Italy, … , op.cit., υποσ. 9, παρ. 163. Επίσης, πρβλ. ΕΔΔΑ, Fedotova and others v. Russia, … , op.cit., υποσ. 2, παρ. 189, όπου και σχετική αναφορά στην αρχή της επικουρικότητας. Βλ. κριτική προσέγγιση της θέσης αυτής ενδεικτικά in Heri C., “Deference, Dignity and ‘Theoretical Crisis’: Justifying ECtHR Rights Between Prudence and Protection”, Human Rights Law Review, 2024 (vol. 24) – διαθέσιμο at : https://doi.org/10.1093/hrlr/ngad032 -, O’Hara C., “Consensus, Difference and Sexuality: Que(e)rying the European Court of Human Rights’ Concept of ‘European Consensus’’, Law and Critique, 2021 (vol. 31), σελ. 91 επ., Marzano V.J., “Oliari and the European Court of Human Rights: Where the Court Failed”, Pace International Law Review, 2017 – available at SSRN: https://ssrn.com/abstract=2961245 -, Poppelwell-Scevak C., “Oliari, Orlandi and homophobic dissenting opinions: the Strasbourg approach to the recognition of same-sex marriages”, www.strasbourgobservers.com, 2 February 2018 – διαθέσιμο at: Oliari, Orlandi and Homophobic Dissenting Opinions: The Strasbourg Approach to the recognition of same-sex marriages – Strasbourg Observers
[14] Βλ. ενδεικτικά, ΕΔΔΑ, Chapin et Charpentier c. France (aff. no 40183/07), 9 juin 2016, παρ. 49 et s., Hämäläinen v. Finland (aff. no 37359/09), 16 July 2014, παρ. 83, Schalk and Kopf v. Austria, … , op.cit., υποσ. 11, παρ. 109 κ.ο.κ. Επ’ αυτών βλ. Gill-Pedro E., “No New Rights in Fedotova”, VerfBlog, 27 January 2023 – διαθέσιμο at https://verfassungsblog.de/no-new-rights-in-fedotova/, DOI: 10.17176/20230130-202753-0, Palazzo N., “Fedotova and Others v. Russia: Dawn of a New Era for European LGBTQ families?” Maastricht Journal of European and Comparative Law, 2023 (vol. 30), σ. 216 et s. – available at: SSRN: https://ssrn.com/abstract=4612696 or http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.4612696, Vikarská Z., “The many troubles of the Fedotova judgment”, VerfBlog, 24 January 2023 – διαθέσιμο at: https://verfassungsblog.de/the-many-troubles-of-the-fedotova-judgment/ -, Zago G., “A Victory for Italian Same-Sex Couples, A Victory for European Homosexuals? A Commentary on Oliari v. Italy”, www.ssrn.com, 21 August 2015 – available at: SSRN: https://ssrn.com/abstract=2689060
[15] Βλ. ΕΔΔΑ, Fedotova and others v. Russia, … , op.cit., υποσ. 2, παρ. 191 επ.
[16] Βλ. ΕΔΔΑ, Fedotova and others v. Russia, … , op.cit., υποσ. 2, παρ. 201, Oliari and Others v. Italy… , op.cit., υποσ. 9, παρ. 174, Vallianatos and others v. Greece, … , op.cit., υποσ. 9, παρ. 81.
[17] Βλ. ΕΔΔΑ, Przybyszewska and others v. Poland, … , ό.π., υποσ. 8, παρ. 117.
[18] Βλ. ΕΔΔΑ, Fedotova and others v. Russia, … , op.cit., υποσ. 2, παρ. 216, İzzettin Doğan and οthers v. Turkey (aff. no 62649/10), 26 April 2016, παρ. 109.
[19] Βλ. Lewis C.E., “The European Court of Human Rights and its Search for Common Values”, The European Convention on Human Rights Law Review, 2023 [4(2)], σ. 179 et s., Peat D., “The Tyranny of Choice and the Interpretation of Standards: Why the ECtHR Uses Consensus”, New York University Journal of International Law and Politics (JILP), 2019 – available at SSRN: https://ssrn.com/abstract=3478004 or http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.3478004
[20] Βλ. SHAHID (M.), “The Right to Same-Sex Marriage: Assessing the European Court of Human Rights’ Consensus-Based Analysis in Recent Judgments Concerning Equal Marriage Rights”, Erasmus Law Review, 2017 (vol. 10), σ. 184 et s. – κυρίως, σελ. 195 -· available at SSRN: https://ssrn.com/abstract=3104533
[21] Το Δικαστήριο αναφέρεται επί λέξει σε δικαίωμα «στον ιδιωτικό κοινωνικό βίο» [στο πρωτότυπο κείμενο: “a right to a private social life”.
[22] Βλ. ΕΔΔΑ, Fedotova and others v. Russia, … , op.cit., υποσ. 2, παρ. 143, López Ribalda and others v. Spain (aff. n° 1874/13 and 8567/13), 17 October 2019, παρ. 87, Bărbulescu v. Romania (aff. no 61496/08) 5 September 2017, παρ. 70 κ.ο.κ.
[23] Βλ. FEDELE (G.), “Milestone or missed opportunity? The ECtHR Grand Chamber judgment in Fedotova v. Russia on the legal recognition of same-sex couples”, www.ejiltalk.org, 31 January 2023 – διαθέσιμo at: Milestone or missed opportunity? The ECtHR Grand Chamber judgment in Fedotova v. Russia on the legal recognition of same-sex couples – EJIL: Talk! (ejiltalk.org)
[24] Περί του δικαιοκρατικά ξεπερασμένου δόγματος “separate but equal” που αποτέλεσε τη βάση νομιμοποίησης των φυλετικών διακρίσεων στη νομολογία του Supreme Court, βλ. εντελώς ενδεικτικά in Islam B., “Debunking the myth of «Separate but equal doctrine»? Looking at the other side of the story in Brown vs. Board of Education”, Human Rights – 60 Years After UDHR, ELCOP, 2008, σ. 46 et s., Bobek M., “Separate but Equal? The United State Supreme’s Court approach to racial segregation in the 20th century”, Common Law Review, 2001, σ. 43 et s., Bjorge E., “The Convention as a Living Instrument: Rooted in the Past, Looking to the Future”, … , ό.π., υποσ. 2, σ. 243 et s.
[25] Βλ. αντί πολλών, ZIYADOV N., “From Justice to Injustice: Lowering the Threshold of European Consensus in Oliari and Others versus Italy”, Indiana Journal of Global Legal Studies, 2019 (vol. 26), σ. 631 et s., SHAHID M., “The Right to Same-Sex Marriage: Assessing the European Court of Human Rights’ Consensus-Based Analysis in Recent Judgments Concerning Equal Marriage Rights”, … , ό.π., υποσ. 20, σελ. 193 επ.
[26] La Rochefoucauld-Liancourt, Plan du travail du comité pour l’extinction de la mendicité [Texte imprimé], présenté à l’Assemblée nationale en conformité de son décret du 21 janvier. Par M. de Liancourt, député de Clermont en Beauvaisis, Paris, Impr. nationale, 1790 – équipe FFL (projet ANR Fiches de lecture de Michel Foucault); projet EMAN (Thalim, CNRS-ENS-Sorbonne nouvelle).
Η Αικατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου του Πανεπιστημίου Panthéon – Assas, Paris II (Sorbonne). Υπήρξε μέλος στη διοίκηση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και ειδική νομική επιστήμων στον Συνήγορο του Πολίτη. Διδάσκει σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως, το πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων και τη λειτουργία των θεσμών του κράτους δικαίου. Έχει συγγράψει κεφάλαια σε συλλογικούς τόμους, άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, ενώ παρεμβαίνει επικαίρως με θέσεις της στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.