«Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι το όνομα για το παράδοξο ότι είμαστε θεμελιωδώς εξαρτημένοι από θεσμούς από τους οποίους απαιτούμε ανεξαρτησία» (Judith Butler – EXERCISING RIGHTS Academic Freedom and Boycott Politics)
Εισαγωγή
Το κύμα φοιτητικών κινητοποιήσεων στα πανεπιστήμια της Γαλλίας ξεκίνησε ως εκδήλωση συμπαράστασης στα εξεγερμένα κατά της συντελούμενης γενοκτονίας στη Γάζα αμερικανικά πανεπιστήμια, και ιδίως στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης.[1] Η πρώτη κινητοποίηση συντελέστηκε στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού (Sciences Po Paris) στις 24 Απριλίου, όταν φοιτητές κατέλαβαν το campus του πανεπιστημίου στον αριθμό 1 της πλατείας Αγίου Θωμά Ακινάτη, εκφράζοντας την υποστήριξή τους στους Παλαιστινίους της Γάζας. Διεκδικούσαν, παράλληλα, την επίδειξη μεγαλύτερης ανοχής προς την έκφραση φιλοπαλαιστινιακών απόψεων εντός του πανεπιστημίου, καθώς και τη διακοπή κάθε συνεργασίας μεταξύ του Sciences Po Paris και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων ή άλλων φορέων που στηρίζουν τη γενοκτονία.[2] Αυτό το τελευταίο αίτημα αποτέλεσε και το μεγαλύτερο σημείο τριβής μεταξύ των εξεγερμένων φοιτητών και της Διοίκησης του πανεπιστημίου. Παρά την προσωρινή εκτόνωση της κατάστασης, λόγω της διαλλακτικής στάσης που επέδειξε αρχικά η Διοίκηση, η άρνηση της τελευταίας να εκκινήσει σχετική έρευνα οδήγησε σε νέα κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, με την εκ νέου ειρηνική κατάληψη του campus στις 2 Μαΐου, η οποία έληξε με επέμβαση της αστυνομίας και σφράγισμα των πανεπιστημιακών κτηρίων για ένα διάστημα.[3] Σύντομα οι κινητοποιήσεις επεκτάθηκαν και σε άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα της πρωτεύουσας και της περιφέρειας. Μεταξύ αυτών η πιο αξιοσημείωτη υπήρξε η κινητοποίηση των φοιτητών του ιστορικού Πανεπιστημίου της Σορβόννης, οι οποίοι πραγματοποίησαν διαμαρτυρία με αντίσκηνα εντός του προαυλίου του πανεπιστημίου. Και αυτή η κινητοποίηση έληξε πάντως με την επέμβαση της αστυνομίας στις 7 Μαΐου και την προσαγωγή 86 ατόμων, οι περισσότεροι εκ των οποίων αφέθηκαν κατόπιν ελεύθεροι.[4] Όπως ήταν εύλογο, τα περιστατικά αυτά τροφοδότησαν τον διάλογο σχετικά με τον σεβασμό της ακαδημαϊκής ελευθερίας στη χώρα, προκαλώντας την παρέμβαση αρκετών φορέων.[5]
Πράγματι, η ακαδημαϊκή ελευθερία συνδέεται εγγενώς με τη νεωτερική σύλληψη του Πανεπιστημίου. Μολονότι οι νομοθετικοί ορισμοί της δεν αφθονούν, μπορούμε να εντοπίσουμε έναν αξιοσημείωτο ορισμό της στην υπ’ αριθμόν 1966 Σύσταση της UNESCO σχετικά με το καθεστώς του προσωπικού της ανώτατης εκπαίδευσης,[6] όπου η ακαδημαϊκή ελευθερία ορίζεται ως ένα σύνολο ελευθεριών, που περιλαμβάνουν ιδίως «την ελευθερία της διδασκαλίας και του διαλόγου πέρα από κάθε δογματικό περιορισμό» και «την ελευθερία διεξαγωγής ερευνών, διάδοσής τους και δημοσίευσης των αποτελεσμάτων τους». Επίσης, η Σύσταση αναφέρει την «αυτοδιοίκηση» ως ουσιώδες στοιχείο «μιας πραγματικής αυτονομίας των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης», η οποία (αυτονομία) συνιστά «τη θεσμική έκφραση των ακαδημαϊκών ελευθεριών». Επιπλέον, στην γαλλική έννομη τάξη, ο Εκπαιδευτικός Κώδικας διακηρύσσει (σε μια μάλλον κανονιστικά ισχνή διάταξη) πως «Οι ακαδημαϊκές ελευθερίες είναι η εγγύηση της αριστείας στη γαλλική τριτοβάθμια εκπαίδευση και έρευνα. Ασκούνται σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της ανεξαρτησίας των καθηγητών-ερευνητών.» (αρ. L. 15 του νόμου 2020-1674 της 24ης Δεκεμβρίου 2020).[7]
Ορισμοί σαν κι αυτούς, που μπορούν να χρησιμεύσουν ως οδοδείκτες της παρούσας ανάλυσης, έχουν τη ρίζα τους στη φιλελεύθερη – είτε ιδεαλιστική είτε, συχνότερα, ωφελιμιστική – ιδέα του Πανεπιστημίου. Βασικός εκφραστής του ιδεαλιστικού ρεύματος υπήρξε ο Wilhelm von Humboldt, ο οποίος με το σημείωμά του «Περί της εσωτερικής και εξωτερικής οργανώσεως των Ανώτατων Επιστημονικών Ιδρυμάτων στο Βερολίνο» (1810), σκιαγράφησε μια αμιγώς φιλελεύθερη, ιδεαλιστική σύλληψη του Πανεπιστημίου ως χώρου αφιερωμένου στην «αγνή ιδέα της επιστήμης», μοναχικού, ελεύθερου και «απομονωμένου με κάθε τρόπο από το Κράτος».[8] Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η επιδραστική «Διακήρυξη αρχών περί της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ακαδημαϊκής θητείας του 1915» (όπως επικαιροποιήθηκε το 1940), έντονα επηρεασμένη από την ωφελιμιστική σκέψη του John Stuart Mill, επισημαίνει πως «Τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι προσανατολισμένα προς το κοινό καλό[9] [δημόσιο συμφέρον] και έχουν σχεδιαστεί για να εξυπηρετούν όχι τα συμφέροντα μεμονωμένων καθηγητών, αλλά εκείνα του ιδρύματος ως Όλου».[10] Κοινός τόπος των παραπάνω προσεγγίσεων είναι – με τα λόγια του Paul Ricœur – πως «στη φιλελεύθερη σύλληψη του Πανεπιστημίου, η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν έχει άλλη προέλευση από το δικαίωμα της ανθρωπότητας να επιδιώκει κάπου την αναζήτηση της αλήθειας χωρίς περιορισμούς».[11] Η ακαδημαϊκή ελευθερία συνιστά κατά τα παραπάνω μια sui generis ελευθερία, η οποία απορρέει από τη συμμετοχή του ατόμου σε μια ακαδημαϊκή κοινότητα, ιδίως με την ιδιότητα του πανεπιστημιακού ερευνητή και δασκάλου, και βρίσκει τη βέλτιστη δικαιολόγησή της στην προνομιακή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του φορέα αυτής και της επιστημονικής γνώσης και αλήθειας.
Νοώντας την ακαδημαϊκή ελευθερία κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να τη διακρίνουμε καθαρά από τη γενική ελευθερία του λόγου. Προκειμένου η ακαδημαϊκή ελευθερία να έχει κάποια αξία, δεν είναι δυνατόν να καθίσταται αντιληπτή ως η άνευ ορίων ελευθερία ενός ατόμου να λέει το οτιδήποτε επιθυμεί επί οποιουδήποτε θέματος, μόνο και μόνο εξαιτίας της ιδιότητάς του ως μέλους της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ασφαλώς, η ακαδημαϊκή ελευθερία περιλαμβάνει μια προνομιακή προστασία του επιστημονικού λόγου των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας – από κοινού με την έρευνα και τη διδασκαλία – η προστασία, όμως, αυτή οριοθετείται, αφενός, από τους εκάστοτε ισχύοντες νόμους και, αφετέρου, από τους εγγενείς περιορισμούς – ιδίως μεθοδολογικού και δεοντολογικού χαρακτήρα – που απορρέουν από τη φύση της επιστημονικής εργασίας, ενώ η τήρηση αυτών των τελευταίων ελέγχεται από τον ίδιο τον φορέα της ελευθερίας ατομικώς και από την ακαδημαϊκή κοινότητα ως σύνολο.[12] Παράλληλα, η σύλληψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας ως sui generis ατομικής ελευθερίας που αποβλέπει στην απρόσκοπτη αναζήτηση της αλήθειας επιτρέπει και να κατανοήσουμε τη διάκρισή της από – αλλά και την αλληλεξάρτησή της με – τις εγγυήσεις αυτής, όπως ιδίως το πανεπιστημιακό αυτοδιοίκητο και άσυλο.[13]
Ωστόσο, η ισορροπία του φιλελεύθερου αυτού ιδεοτύπου του Πανεπιστημίου διαταράχθηκε από την επέλευση του λεγόμενου λειτουργικού πανεπιστημίου. Ο ανταγωνιστικός αυτός ιδεότυπος εδράζεται σε μια διαφορετική εκπαιδευτική φιλοσοφία, που απορρέει από την ισχυρή εξάρτηση του θεσμού από τις οικονομικές διαδικασίες και διαμορφώνει την οργάνωσή του κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ικανοποίηση των παραγωγικών αναγκαιοτήτων.[14] Εντός του λειτουργικού πανεπιστημίου, η διδασκαλία και η έρευνα δεν είναι ποτέ εντελώς ελεύθερες, καθότι η κατεύθυνσή τους επικαθορίζεται από την επιτακτική ανάγκη αξιοποίησης της επιστημονικής παραγωγής στο πλαίσιο ενός ορισμένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος, ενώ στους φοιτητές αποδίδεται ο ρόλος των χρηστών μιας δημόσιας υπηρεσίας και των εκφραστών των κοινωνικών αναγκών.[15] Έτσι, σε μια χώρα όπως η Γαλλία, με έντονα στοιχεία από τον λειτουργικό πανεπιστημιακό ιδεότυπο,[16] εύλογα σημειώνονται εντάσεις μεταξύ της πραγματικής πανεπιστημιακής οργάνωσης και της αμιγώς φιλελεύθερης εννοιολογικής δόμησης του Πανεπιστημίου.
Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις ενάντια στη συντελούμενη γενοκτονία στη Γάζα επανέφεραν στο προσκήνιο τις εντάσεις αυτές, αναζωπυρώνοντας τη συζήτηση γύρω από τους κινδύνους για την ακαδημαϊκή ελευθερία. Δεν χωρεί αμφιβολία πως οι βίαιες και προδήλως παράνομες φοιτητικές παρεμβάσεις στον πανεπιστημιακό χώρο – όποτε συμβαίνουν και, επομένως, όχι όσον αφορά τις πρόσφατες κινητοποιήσεις που υπήρξαν γενικώς ειρηνικές – συνιστούν προσβολή της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Επίσης, προφανώς, η «βίαιη εισβολή» στην πανεπιστημιακή ζωή ενός εξωακαδημαϊκού ζητήματος, όπως η βίαιη εισβολή του Ισραήλ στη Γάζα, προκαλεί τουλάχιστον αμηχανία στον ιδεοτυπικά φιλελεύθερο πανεπιστημιακό.
Ωστόσο, η εξέταση του ζητήματος στο συγκείμενο του λειτουργικού πανεπιστημιακού ιδεότυπου δεν δύναται να εξαντλείται στις παραπάνω παραδοχές. Και τούτο διότι, εφόσον η ακαδημαϊκή ελευθερία έχει ως δικαιολογητική της βάση την επιστημονική αναζήτηση της αλήθειας, ζητούμενό της δεν (μπορεί να) είναι πλέον η περιγραφή ενός ιδεατού χώρου στεγανού σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά η βέλτιστη δυνατή προστασία του ακαδημαϊκού έργου υπό συνθήκες διαρκούς αλληλεπίδρασης μεταξύ Πανεπιστημίου και λοιπής κοινωνίας.
Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα της βέλτιστης δυνατής προστασίας της πανεπιστημιακής έρευνας κάτω από πραγματικές συνθήκες θα εξετασθούν τα ζητήματα τόσο του περιεχομένου και των υποκειμένων της ακαδημαϊκής ελευθερίας (Ι) όσο και της διακινδύνευσής της από εξωπανεπιστημιακούς παράγοντες (ΙΙ).
Ι. Το ιδανικό της ακαδημαϊκής ελευθερίας αντιμέτωπο με την πραγματικότητα του λειτουργικού πανεπιστημίου
Κατά τη φιλελεύθερη αντίληψη, η ακαδημαϊκή ελευθερία – εννοιολογικώς διακριτή από τη γενική ελευθερία λόγου – όχι μόνο ασκείται χάριν της προαγωγής του επιστημονικού διαλόγου, αλλά οριοθετείται και κατά το αντικείμενό της από αυτόν. Δηλαδή, δεν καταλαμβάνει καταρχήν την έκφραση επί πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων. Παράλληλα δε ως κατεξοχήν φορείς της νοούνται οι πρωταρχικοί συντελεστές στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας, οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και ερευνητές. Κατά τούτο, αξίζει να τεθεί το ερώτημα αν ratione materiae οι φιλοπαλαιστινιακές διαμαρτυρίες μπορούν να νοηθούν ως κάτι περισσότερο από μια απειλή προς την ακαδημαϊκή ελευθερία των καθηγητών (Α) και, συναφώς, αν ratione personae οι φοιτητές μπορούν να τύχουν της προνομιακής προστασίας που η ελευθερία αυτή (θα έπρεπε να) εξασφαλίζει (Β).
Α) Η θεσμική πτυχή: η διεύρυνση του αντικειμένου της ακαδημαϊκής ελευθερίας
Κρίσιμη έννοια για τη διασάφηση της σχέσης μεταξύ ακαδημαϊκής ελευθερίας και φιλοπαλαιστινιακών κινητοποιήσεων είναι η πανεπιστημιακή αυτονομία, καθότι αυτή η τελευταία αναγνωρίζεται ως μια βασική εγγύηση και «θεσμική έκφραση» της ελευθερίας αυτής. Πρόκειται για μια έννοια βαθιά ριζωμένη στη γαλλική νομική παράδοση, καθώς, όπως υπογραμμίζει ο διαπρεπής γάλλος νομικός Georges Vedel, «η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μια δημόσια υπηρεσία που διοικείται δημοκρατικά από το ίδιο το προσωπικό της. Και αυτή η δημοκρατία, η οποία βασίζεται […] σε έναν εθνικό νομικό πολιτισμό, σε ένα φιλελεύθερο νομικό και ρυθμιστικό καθεστώς, έχει ευδοκιμήσει σε μια διοικητική παράδοση που υπερβαίνει κατά πολύ τις γραπτές ελευθερίες».[17] Παράλληλα, όμως, ήδη από τον ιστορικό νόμο 68-978 της 12ης Νοεμβρίου 1968 περί του προσανατολισμού της Ανώτατης Εκπαίδευσης, η αυτονομία του πανεπιστημίου από κοινού με τη συμμετοχή των συντελεστών της πανεπιστημιακής κοινότητας στη διοίκησή του έχουν βρει νομοθετικό αντίκρισμα, καθώς έχουν αναγορευθεί σε θεμελιώδεις αρχές του γαλλικού πανεπιστημίου. Αντικείμενο δε της αυτονομίας αυτής δεν αποτελεί αποκλειστικά το διδακτικό και επιστημονικό έργο, αλλά επίσης η οικονομική και διοικητική λειτουργία του πανεπιστημίου.[18] Επομένως, η διευρυμένη αυτή εγγύηση της πανεπιστημιακής αυτονομίας συνηγορεί και στην αναγνώριση μιας θεσμικής πτυχής όσον αφορά και την ίδια την ακαδημαϊκή ελευθερία.
Μια τέτοια ευρεία σύλληψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας έτσι ώστε να άπτεται των διάφορων διοικητικών αρμοδιοτήτων – που ο νόμος αποδίδει στα πανεπιστημιακά όργανα και οι οποίες συνίστανται στον εν γένει καθορισμό της πολιτικής του εκάστοτε ιδρύματος – επιτρέπει τη βέλτιστη διαφύλαξη της ακεραιότητας του ακαδημαϊκού έργου στο πλαίσιο του λειτουργικού πανεπιστημίου. Συγκεκριμένα, εντός ενός κανονιστικού πλαισίου που φέρει έντονο το αποτύπωμα της συμβασιοποίησης των σχέσεων μεταξύ κράτους και πανεπιστημίου[19] και καθότι ο Εκπαιδευτικός Κώδικας συμπεριλαμβάνει στην αποστολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στόχους (συχνά ευγενείς μεν αλλά) αλλότριους προς την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας,[20] μια θεσμική σύλληψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας είναι σε θέση να διασφαλίσει την – κατά το δυνατόν – προτεραιοποίηση του επιστημονικού έργου. Σε αυτό, άλλωστε, συντείνει και η νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία θεωρεί τη θεσμική πτυχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας ως εγγύηση της αυτονομίας των πανεπιστημιακών και τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων έναντι της παρέμβασης εξωτερικών δυνάμεων.[21]
Κατά τα παραπάνω, οι φιλοπαλαιστινιακές κινητοποιήσεις και, ιδίως, το αίτημα των φοιτητών του Sciences Po Paris για διακοπή της συνεργασίας του ιδρύματός τους με όσα ιδρύματα και φορείς στηρίζουν την ισραηλινή εισβολή στη Γάζα, παρουσιάζουν έντονη συνάφεια με την ακαδημαϊκή ελευθερία νοούμενη ως ελευθερία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας να διαμορφώνουν αυτόνομα την πολιτική του ιδρύματός τους. Αφενός, η πρόταξη τέτοιων αιτημάτων όχι μόνο δεν συνιστά εργαλειοποίηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και τροπή της σε «ακαδημαϊκή δικαιοσύνη»,[22] αλλά αντίθετα αποτελεί αναγνώριση του εξ αρχής εργαλειακού χαρακτήρα που λαμβάνει η ακαδημαϊκή παραγωγή, εξαιτίας της υπαγωγής της στις κοινωνικοοικονομικές ανάγκες που επικαθορίζουν το λειτουργικό πανεπιστήμιο. Αφετέρου, θέτει το ζήτημα των ηθικών δεσμεύσεων της επιστημονικής κοινότητας ως προς τον τρόπο με τον οποίο η παραγόμενη γνώση συμβάλλει στην εμπέδωση μιας συγκεκριμένης πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας. Όσο και αν φαίνεται ελκυστική, η ιδέα μιας ακαδημαϊκής ελευθερίας που υπόσχεται την απάλειψη κάθε άλλης ηθικής δέσμευσης του επιστήμονα στο όνομα της αναζήτησης της αλήθειας είναι προφανώς ηθικά ανέφικτη – ίσως και αποτρόπαιη.[23]
Επομένως, η διεκδίκηση μποϋκοτάζ σε βάρος ιδρυμάτων και φορέων που στηρίζουν την ισραηλινή εισβολή αφορά καταρχήν πράγματι την ακαδημαϊκή ελευθερία. Αυτή δε η ελευθερία θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως η ελευθερία της ακαδημαϊκής κοινότητας να προσδιορίζει η ίδια τους όρους με τους οποίους συμμετέχει[24] στην κοινωνική και ακαδημαϊκή ζωή· να αξιολογεί αυτόνομα τους εγγενείς περιορισμούς της ελευθερίας της – μεθοδολογικής, δεοντολογικής αλλά και ηθικής τάξεως – όπως αυτοί απορρέουν από τη φύση του ακαδημαϊκού έργου και την ένταξή του σε ένα σύστημα κοινωνικής παραγωγής· και να μεριμνά για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας του έργου αυτού μέσω της αποσύνδεσής του από ηθικά επιλήψιμους σκοπούς.
Β) Η ενδοπανεπιστημιακή δημοκρατία: ο πολλαπλασιασμός των υποκειμένων της ακαδημαϊκής ελευθερίας
Επόμενο ζήτημα είναι αυτό των υποκειμένων της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Πως οι φοιτητές είναι φορείς της ελευθερίας αυτής με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια έκταση που είναι και οι καθηγητές τους δεν είναι καθόλου προφανές, καθότι κατά την κλασσική φιλελεύθερη αντίληψη, ο ρόλος των φοιτητών έγκειται στην ελεύθερη ανάπτυξη των πνευματικών τους δεξιοτήτων μέσω της διαδικασίας της μάθησης και στη συνεπικούρηση του ερευνητικού έργου των καθηγητών.[25] Άλλωστε, η ένωση « Qualité de la Science Française » διακήρυξε, επ’ αφορμή των κινητοποιήσεων, πως «οι διεθνείς πανεπιστημιακές συμφωνίες είναι ζήτημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας των πανεπιστημιακών και των ερευνητών και δεν εξαρτώνται από κανένα πολιτικό αίτημα».[26]
Εντούτοις, μια τέτοια απόφανση αντιβαίνει στον ρόλο που επιφυλάσσει στους φοιτητές του το γαλλικό πανεπιστήμιο ήδη από το 1968. Σύμφωνα με μια έντονα δημοκρατική λογική, η οποία βρέθηκε στο απόγειό της την επαύριο των φοιτητικών κινητοποιήσεων του 1968 και έχει επιβιώσει εν πολλοίς μέχρι και σήμερα, ο Εκπαιδευτικός Κώδικας ορίζει για τα πανεπιστήμια πως «Τα ιδρύματα αυτά διοικούνται δημοκρατικά με τη συμμετοχή όλου του προσωπικού, των φοιτητών και εξωτερικών προσωπικοτήτων» (άρθρο L. 712-2-6°). Αν και ο κανόνας της ίσης (αριθμητικά προς τους καθηγητές) συμμετοχής των φοιτητών στα πανεπιστημιακά όργανα έχει εγκαταλειφθεί προς την κατεύθυνση της λεγόμενης ισότιμης (αναλογικά) συμμετοχής, οι εκπρόσωποι των φοιτητών εξακολουθούν να συμμετέχουν στα συλλογικά όργανα του πανεπιστημίου, συμπεριλαμβανομένου του Συμβουλίου Διοίκησης.[27] Στις δε αρμοδιότητες του τελευταίου περιλαμβάνεται και η έγκριση συμφωνιών και συμβάσεων που υπογράφονται από τον πρύτανη του ιδρύματος (άρθρο L. 712-3). Από τον τρόπο οργάνωσης λοιπόν της ενδοπανεπιστημιακής δημοκρατίας στη Γαλλία προκύπτει πως, αφενός, οι σχέσεις που συνάπτει το εκάστοτε πανεπιστήμιο με τρίτα ιδρύματα και λοιπούς φορείς άπτονται της αρμοδιότητας των οργάνων μέσω των οποίων το πανεπιστήμιο αυτοδιοικείται και, αφετέρου, πως αναγνωρίζεται στους φοιτητές δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Η πανεπιστημιακή αυτονομία, δηλαδή, ως εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας των φοιτητών, παρέχει στους τελευταίους νομιμοποιητική βάση ώστε να εκφράσουν τις ενστάσεις τους επί της ακολουθούμενης από το ίδρυμα πολιτικής.
Στην περίπτωση αυτή καθίσταται κατεξοχήν πρόδηλη η φύση της ακαδημαϊκής ελευθερίας ως «ελευθερίας φτιαγμένης από ελευθερίες»,[28] καθώς ασκείται μέσω της άσκησης άλλων επιμέρους ελευθεριών των φοιτητών (ιδίως της ελευθερίας της έκφρασης). Στο πνεύμα αυτό το άρθρο L. 811-1 του Κώδικα Εκπαίδευσης ορίζει πως οι φοιτητές έχουν «ελευθερία πληροφόρησης και έκφρασης σχετικά με πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα υπό συνθήκες που δεν παρεμποδίζουν τις διδακτικές και ερευνητικές δραστηριότητες και δεν διαταράσσουν τη δημόσια τάξη». Ασχέτως λοιπόν με την επιγενόμενη προβληματική της ενδεχόμενης αντίθεσης των υπό εξέταση φοιτητικών κινητοποιήσεων στην ομαλή λειτουργία του πανεπιστημίου και στη δημόσια τάξη, πρέπει καταρχήν να αναγνωριστεί πως οι φοιτητές διαμαρτυρόμενοι κάνουν καταρχήν (έστω καθ’ υπέρβαση) χρήση της ακαδημαϊκής τους ελευθερίας, όπως αυτή (πρέπει να) τους αναγνωρίζεται ενόψει της διασφάλισης της ακεραιότητας του επιστημονικού έργου.
Έτσι, η πρόσληψη αυτή της ακαδημαϊκής ελευθερίας φαίνεται να βρίσκεται σε σύμπνοια με τα λόγια του Paul Ricœur : «Το δικαίωμα των φοιτητών να διαμαρτύρονται, η ελευθερία έκφρασης των καθηγητών στη διδασκαλία τους και η παιδαγωγική, διοικητική και οικονομική αυτονομία του Πανεπιστημίου είναι μερικοί μόνο από τους τρόπους με τους οποίους εκφράζεται αυτή η ευθύνη των μεν και των δε για τη γνώση».[29]
ΙΙ. Οι εγγυήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας αντιμέτωπες με τις θεσμικές πιέσεις
Εφόσον οι κινητοποιήσεις των φοιτητών αφορούν ένα ζήτημα το οποίο εμπίπτει καταρχήν στο πεδίο της ακαδημαϊκής ελευθερίας, είναι σημαντικό να τεθεί το ζήτημα της προστασίας των εγγυήσεών της. Και τούτο διότι οι εγγυήσεις αυτές – ήτοι το πανεπιστημιακό άσυλο[30] και η πειθαρχική εξουσία των πανεπιστημιακών οργάνων – εξυπηρετούν ακριβώς την ακώλυτη άσκηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας σε ένα περιβάλλον προστατευμένο από την επέμβαση δημόσιας δύναμης. Διασφαλίζουν δηλαδή το αγαθό της πανεπιστημιακής ειρήνης,[31] που συνιστά αναγκαίο όρο για την άνθιση του επιστημονικού διαλόγου. Ασφαλώς, κίνδυνο για την ακαδημαϊκή ελευθερία και τη δημόσια τάξη μπορεί να αποτελέσει και μια βίαιη κατάληψη ή άλλη έκνομη πράξη.[32] Επειδή ωστόσο διαχρονικά η ισχύς του κράτους έχει υπάρξει πολύ επικινδυνότερη για την ακαδημαϊκή ελευθερία σε σχέση με την ισχύ των κοινωνικών κινημάτων, αξίζει περισσότερο να εστιάσουμε στην τάση ρευστοποίησης των εγγυήσεων της ακαδημαϊκής ελευθερίας εκ μέρους της κρατικής εξουσίας τόσο μέσω της αποδυνάμωσης του πανεπιστημιακού ασύλου (Α) όσο και μέσω της αυστηρότερης αστυνόμευσης των ενδοπανεπιστημιακών κινητοποιήσεων (Β).
Α) Η αποδυνάμωση του πανεπιστημιακού ασύλου
Ο νόμος-τομή για τον προσανατολισμό της Ανώτατης Εκπαίδευσης του 1968 συμπεριελάμβανε μεταξύ των πλείστων καινοτομιών του δύο διατάξεις οι οποίες είλκαν την καταγωγή τους από το μεσαιωνικό εκκλησιαστικό προνόμιο (privilegium clericale) που εξασφάλιζε η παπική Εκκλησία χάριν των φοιτητών και των καθηγητών των πανεπιστημίων της, καθώς και από το καθεστώς του ναπολεόντειου «Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου».[33] Οι διατάξεις αυτές, που έχουν διατηρηθεί εν ισχύ μέχρι και σήμερα, παρέχουν, αφενός, αποκλειστικά στον πρύτανη του πανεπιστημίου – εκτός από την περίπτωση αυτόφωρων παραβάσεων και γραπτής εισαγγελικής εντολής – την αρμοδιότητα να καλεί την αστυνομία για την τήρηση της τάξης στους πανεπιστημιακούς χώρους (άρθρο L. 712-2-6° του Εκπαιδευτικού Κώδικα) και, αφετέρου, στα πανεπιστημιακά όργανα, τα οποία αποτελούν εξειδικευμένες διοικητικές δικαιοδοσίες, αρμοδιότητα να κρίνουν πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράττουν φοιτητές και διδάσκοντες-ερευνητές (άρθρα L. 811-5, L. 952-7 και L. 232-2 του Εκπαιδευτικού Κώδικα). Παρά τη μακρινή τους προέλευση οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν, καθώς, σύμφωνα με τον Georges Vedel, «η γονιμότητα της πανεπιστημιακής εργασίας, η αποτελεσματικότητά της στην έρευνα και τη διδασκαλία, επιτάσσει να απομακρυνθεί από τις πιέσεις της εξουσίας – όποια και αν είναι αυτή – και από κάθε σύστημα λογοκρισίας, εκφοβισμού ή ευνοιοκρατίας».[34]
Εντούτοις, στην περίπτωση των φιλοπαλαιστινιακών κινητοποιήσεων οι αντιδράσεις των πολιτικών ιθυνόντων δεν υπήρξαν ενδεικτικές της αυτοσυγκράτησης που απαιτείται στα ζητήματα αυτά. Αντιθέτως, έσπευσαν να υποδείξουν στους πρυτάνεις των υπό κατάληψη ιδρυμάτων τον τρόπο με τον οποίον όφειλαν να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους, ορισμένοι μάλιστα από αυτούς δεν δίστασαν να θέσουν ζήτημα αναστολής της χρηματοδότησής τους. Έτσι, για παράδειγμα, η υπουργός Ανώτατης Εκπαίδευσης, Sylvie Retailleau, ζήτησε από τους πρυτάνεις των πανεπιστημίων να διασφαλίσουν τη «διατήρηση της δημόσιας τάξης», χρησιμοποιώντας «στον μέγιστο βαθμό τις εξουσίες» που έχουν στη διάθεσή τους.[35] Προπάντων, όμως, η πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου της Île-de-France, Valérie Pécresse, αποφάσισε να αναστείλει τη χρηματοδότηση της Περιφέρειας προς το Sciences Po «μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση».[36]
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως οι πρυτάνεις των υπό κατάληψη ιδρυμάτων συμμορφώθηκαν προς το περιεχόμενο των πολιτικών πιέσεων καλώντας σε επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων. Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί πως η περίπτωση της διακοπής χρηματοδότησης (καίτοι, εν προκειμένω, σχετικά μικρού ύψους) καταδεικνύει την ένταση την οποία μπορεί δυνητικά να λάβει η πολιτική πίεση προς τις πανεπιστημιακές αρχές. Παράλληλα δε παραπέμπει και στον προβληματισμό της Judith Butler σχετικά με τη σύλληψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας ως μιας «εξαρτημένης ελευθερίας», της οποίας η πραγματική άσκηση τελεί υπό τον όρο της ύπαρξης και διατήρησης μιας υλικής υποδομής.[37] Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι συνεχείς και επιτακτικές παρεμβάσεις των ιθυνόντων της πολιτικής εξουσίας διαβρώνουν τις εγγυήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας, δημιουργώντας συνθήκες ακατάλληλες για την αποτελεσματική αυτοδιοίκηση του πανεπιστημίου.
Β) Η ελευθερία της έκφρασης υπό αστυνομική επιτήρηση
Συμπληρωματική προς την καταρχήν αποκλειστική αρμοδιότητα των πρυτάνεων για την τήρηση της τάξης εντός των πανεπιστημιακών χώρων είναι και η αρμοδιότητα των πανεπιστημιακών οργάνων – και όχι ιεραρχικά ανώτερων δομών – για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ασφαλώς, η αρμοδιότητα αυτή δεν στερεί από τις δικαστικές αρχές την εξουσία να ασκήσουν δίωξη κατά των αυτουργών εγκληματικών πράξεων στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής ζωής.[38] Εντούτοις, η μακρά πανεπιστημιακή παράδοση κατατείνει στο ότι, αν τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια εκπληρώνουν το ρόλο τους ευσυνείδητα και χωρίς να υποκύπτουν σε πιέσεις, η παρέμβαση των ποινικών δικαστηρίων για αδικήματα που δεν θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την ασφάλεια των προσώπων και της δημόσιας περιουσίας είναι συχνά περιττή.[39] Κατά τούτο, όχι μόνο επιτυγχάνεται αποτελεσματική αποτροπή και τιμώρηση των υπαιτίων, αλλά προπάντων προστατεύεται η πανεπιστημιακή τάξη και ειρήνη από παρεμβάσεις της κρατικής εξουσίας που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ανασταλτικά προς την ακαδημαϊκή ελευθερία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των κινδύνων που μπορεί να δημιουργήσει για την ακαδημαϊκή ελευθερία η συχνή και ανέλεγκτη επέμβαση δημόσιας δύναμης στους πανεπιστημιακούς χώρους είναι το περιστατικό της διάλυσης της κατάληψης της Σορβόννης στις 7 Μαΐου. Κατά την εκκένωση του χώρου 86 άτομα που συμμετείχαν στην κινητοποίηση κρατήθηκαν προσωρινά, ωστόσο, μόνο μία από τις προσαγωγές αυτές παρατάθηκε, ενώ όλα τα υπόλοιπα προσαχθέντα άτομα αφέθηκαν ελεύθερα. Για 34 μάλιστα εξ αυτών η υπόθεση τέθηκε οριστικά στο αρχείο. Εξάλλου, κατά τους δικηγόρους των προσαχθέντων, αυτού του τύπου οι «προληπτικές συλλήψεις» που σπανίως καταλήγουν στη στοιχειοθέτηση κάποιας αξιόποινης πράξης φαίνεται να είναι συνήθης αστυνομική πρακτική, που χρησιμοποιείται και σε άλλες περιπτώσεις προκειμένου να αποθαρρύνεται η πολιτική στράτευση στο πλαίσιο κινητοποιήσεων.[40] Εφόσον όμως κατά τον Εκπαιδευτικό Κώδικα οι φοιτητές έχουν «ελευθερία πληροφόρησης και έκφρασης σχετικά με πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα» και την ασκούν στο πλαίσιο μιας κινητοποίησης χωρίς να παραβιάζουν κάποια νομική τους υποχρέωση, η αναίτια κράτησή τους, προκειμένου να αφεθούν ελεύθεροι λίγες ώρες αργότερα, συνιστά μια προδήλως δυσανάλογη επέμβαση της δημόσιας δύναμης που διαταράσσει την πανεπιστημιακή ειρήνη. Η δε κανονικοποίηση τέτοιων αστυνομικών συμπεριφορών και ο πολλαπλασιασμός τους εντός του πανεπιστημίου – ιδιαίτερα όταν αφορούν ζητήματα συναφή με την ακαδημαϊκή ελευθερία – δύναται πράγματι να δημιουργήσει συνθήκες εκφοβισμού που να αναστέλλουν τον ελεύθερο διάλογο.
Τα παραπάνω ασφαλώς δεν σημαίνουν πως μια παρέμβαση αστυνομικής δύναμης εντός των πανεπιστημιακών χώρων είναι σε κάθε περίπτωση ανεπίτρεπτη. Θέτουν ωστόσο το ερώτημα της βέλτιστης κανονιστικής ανάγνωσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Καταρχάς, υπογραμμίζουν την ανάγκη αυστηρής τήρησης των πανεπιστημιακών εγγυήσεων επί τη βάση της ποιοτικής διακριτότητας του πανεπιστημιακού ήθους. Πράγματι, μια αστυνομική επέμβαση που συνεπάγεται δεκάδες ατεκμηρίωτες κρατήσεις, δεν συνάδει με μια παράδοση επιείκειας των πειθαρχικών οργάνων των πανεπιστημίων προς τους φοιτητές σε περίπτωση που οι πράξεις τους εμφορούνται από ευγενή κίνητρα.[41] Παράλληλα, όμως, ενδεικνύουν την ανάγκη μιας θεσμικής πρόσληψης της ακαδημαϊκής ελευθερίας όσον αφορά όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που συμμετέχουν στην αυτοδιοίκηση του πανεπιστημίου. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η πληρέστερη θωράκιση της επιστημονικής εργασίας, κανονιστικά συνεπέστερη ανάγνωση είναι η αναγνώριση και των φοιτητών ως φορέων ακαδημαϊκής ελευθερίας, εφόσον και αυτοί συμμετέχουν στην αυτοδιοίκηση του πανεπιστημίου. Πράγματι, η φιλελεύθερη ιδέα της ακαδημαϊκής ελευθερίας των πανεπιστημιακών δασκάλων και ερευνητών αποτελεί την «ατμομηχανή» της επιστημονικής προόδου. Εντούτοις, η αναγνώριση της υλικής και θεσμικής υποδομής της ελευθερίας αυτής όσον αφορά το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας προβάλλει ως η επαρκέστερη απέναντι στις προκλήσεις του σύγχρονου γαλλικού πανεπιστημίου, θωρακίζοντας την άσκηση των δικαιωμάτων των φοιτητών και καθηγητών κάτω από συνθήκες επιείκειας και πανεπιστημιακής ειρήνης.
[1] Για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού περί γενοκτονίας μπορεί κανείς να ανατρέξει, ενδεικτικώς, στην εισήγηση της «Ειδικής Απεσταλμένης του ΟΗΕ στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη» στις 24 Μαρτίου 2024 ενώπιον του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (διαθέσιμη εδώ: https://www.un.org/unispal/document/anatomy-of-a-genocide-report-of-the-special-rapporteur-on-the-situation-of-human-rights-in-the-palestinian-territory-occupied-since-1967-to-human-rights-council-advance-unedited-version-a-hrc-55/ ), καθώς και στην εκατοντασέλιδη έκθεση του University Network for Human Rights, στην οποία συμμετείχαν ειδικοί νομικοί, φοιτητές και ακαδημαϊκοί από κορυφαία διεθνώς πανεπιστήμια (διαθέσιμη εδώ: https://www.humanrightsnetwork.org/genocide-in-gaza#:~:text=After%20reviewing%20the%20facts%20established,2023%2C%20violate%20the%20Genocide%20Convention ).
[2] Groyer F., «Manifestations pro-palestiniennes : tout comprendre au mouvement en cours dans plusieurs universités du pays», France Bleu, 30.4.2024 στο https://www.francebleu.fr/infos/politique/manifestations-propalestiniennes-tout-comprendre-sur-le-mouvement-en-cours-dans-plusieurs-universites-du-pays-6064486 (πρόσβαση: 6.6.2024).
[3] Moullot P./Zaï-Gillot L., «Soutien aux Palestiniens : après le blocage de Sciences-Po, des étudiants veulent maintenir la mobilisation dans les facs françaises», Libération, 28.4.2024 στο https://www.liberation.fr/societe/education/soutien-aux-palestiniens-apres-le-blocage-de-sciences-po-des-etudiants-veulent-maintenir-la-mobilisation-dans-les-facs-francaises-20240428_KKP6JB5355ENPKNDREXTKDNDVY/ (πρόσβαση: 6.6.2024).
[4] Le Nevé S., «Mobilisation propalestinienne : 88 étudiants en garde à vue après avoir occupé un amphithéâtre à la Sorbonne», Le Monde, 8.5.2024 στο https://www.lemonde.fr/societe/article/2024/05/08/mobilisation-propalestinienne-88-etudiants-en-garde-a-vue-apres-avoir-occupe-un-amphitheatre-a-la-sorbonne_6232233_3224.html (πρόσβαση: 6.6.2024).
[5] Για παράδειγμα, η ένωση «Qualité de la Science française» παρενέβη προκειμένου να υπογραμμίσει τους κινδύνους για την ακαδημαϊκή ελευθερία που προκαλούνται τόσο από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις όσο και από τις δυσανάλογες θεσμικές αντιδράσεις. Το κείμενο διαθέσιμο στον εξής σύνδεσμο: https://www.qsf.fr/2024/05/14/universite-lieu-de-debats-ou-de-blocages-et-daffrontements-quelques-reflexions-a-la-suite-des-derniers-evenements/
[6] Διαθέσιμη στον παρακάτω σύνδεσμο: https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000126086.locale=en
[7] Για την περιπετειώδη διαδικασία υιοθέτησης του εν λόγω άρθρου βλ. Mellerey F., «Autonomie universitaire versus libertés académiques», AJDA 10/2021, σ. 561-566.
[8] Beaud Ο., Le savoir en danger, PUF, Παρίσι 2021, σ. 30-34.
[9] Η έμφαση του συντάκτη.
[10] Beaud Ο., Le savoir en danger, ό.π, σ. 34-37.
[11] Ricœur P., «Préface» στο Drèze J. H./ Debelle J., Conceptions de l’université, Éditions universitaires, Παρίσι 1969, σ. 13.
[12] Beaud Ο., Le savoir en danger, ό.π., σ. 54-60.
[13] Ibid, σ. 40.
[14] Μαντζούφας Π., Η ακαδημαϊκή ελευθερία, Σάκκουλας, Αθήνα 1997, σ. 12.
[15] Ibid., σ. 16-21.
[16] Βλ. σχετικά στο Drèze J. H./ Debelle J., Conceptions de l’université, ό.π., σ. 84-103.
[17] Vedel G., «Les libertés universitaires», Revue de l’enseignement supérieur 4/1960, σ. 138.
[18] Guiselin E.-P., «L’Université faurienne, cinquante ans après la loi d’orientation», RFDA 4/2018, σ. 715-727.
[19] Idem.
[20] Βλ. αναλυτικά το άρθρο L. 123-2 του Εκπαιδευτικού Κώδικα:
«Η δημόσια υπηρεσία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συμβάλλει: 1°A Στην επιτυχία όλων των φοιτητών , 1° Στην ανάπτυξη της έρευνας, η οποία αποτελεί απαραίτητο στήριγμα για την παρεχόμενη εκπαίδευση, στη διάδοση της γνώσης σε όλη της την ποικιλομορφία και στην άνοδο του επιστημονικού, πολιτιστικού και επαγγελματικού επιπέδου του έθνους και των ατόμων που το απαρτίζουν, 2° Στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και στην εφαρμογή μιας πολιτικής απασχόλησης που λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές και πολιτιστικές ανάγκες και την προβλεπόμενη εξέλιξή τους, 3° Στην καταπολέμηση των διακρίσεων, τη μείωση των κοινωνικών ή πολιτιστικών ανισοτήτων και την επίτευξη της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών με την εξασφάλιση ότι όλοι όσοι επιθυμούν και μπορούν έχουν πρόσβαση στις υψηλότερες μορφές πολιτισμού και έρευνας. Για τον σκοπό αυτό, συμβάλλει στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των φοιτητών, στην προώθηση της αίσθησης του ανήκειν των φοιτητών στην κοινότητα του ιδρύματός τους, στην ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών και στην ανάπτυξη συλλογικών ή ατομικών πρωτοβουλιών υπέρ της αλληλεγγύης και της εμψύχωσης της φοιτητικής ζωής, 3° bis Στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς. Για τον σκοπό αυτό, προωθεί την ένταξη των ατόμων, ανεξάρτητα από την καταγωγή, το κοινωνικό υπόβαθρο ή την κατάσταση της υγείας τους. 4° Στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού χώρου της έρευνας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. 4° bis Στην ευαισθητοποίηση και κατάρτιση σχετικά με τις προκλήσεις της οικολογικής μετάβασης και της βιώσιμης ανάπτυξης, 5° Στην ελκυστικότητα και την επιρροή των τοπικών, περιφερειακών και εθνικών περιοχών, 6° Στην ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή της εθνικής επικράτειας, μέσω της παρουσίας των ιδρυμάτων της, 7° Στην προώθηση και διάδοση της γαλλικής γλώσσης σε όλο τον κόσμο 8° Στην ενίσχυση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ επιστήμης και κοινωνίας.».
[21] Romainville C., «La liberté académique devant la Cour européenne des droits de l’homme», Revue trimestrielle des droits de l’homme 104/2015, σ. 1023.
[22] Όπως έχει υποστηριχθεί από τον Beaud Ο., Le savoir en danger, ό.π., σ. 47.
[23] Για μια εκδοχή του επιχειρήματος αυτού βλ. Butler J., «Israel/Palestine and the Paradoxes of Academic Freedom», Radical Philosophy 135/2006, σ. 9-11.
[24] Για τη διάκριση μεταξύ liberté-autonomie και liberté-participation βλ. το μέρος ΙΙ.Β της ομιλίας του Olivier Beaud, «Les libertés universitaires» που εκφωνήθηκε στην Ακαδημία Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών στις 9 Νοεμβρίου 2009, διαθέσιμη στον εξής σύνδεσμο: https://academiesciencesmoralesetpolitiques.fr/2009/11/09/les-libertes-universitaires/
[25] Beaud O., Le savoir en danger, ό.π., σ. 38.
[26] Η ανακοίνωση είναι διαθέσιμη στον εξής σύνδεσμο: https://www.qsf.fr/2024/05/14/universite-lieu-de-debats-ou-de-blocages-et-daffrontements-quelques-reflexions-a-la-suite-des-derniers-evenements/
[27] Guiselin E-P., «L’étudiant et la démocratie universitaire : contribution pour un statut», AJDA 17/2012, σ. 928-929,
[28] Vedel G., «Les libertés universitaires», ό.π., σ. 135.
[29] Ricœur P., «Préface» στο Drèze J. H./ Debelle J., Conceptions de l’université, ό.π., σ. 13.
[30] Ο όρος «πανεπιστημιακό άσυλο» χρησιμοποιείται καταχρηστικά προς διευκόλυνση των εξοικειωμένων με την ελληνική πραγματικότητα αναγνωστριών και αναγνωστών. Στα γαλλικά χρησιμοποιείται ο όρος franchise universitaire – κατά μια πιο ακριβόλογη μετάφραση «πανεπιστημιακό προνόμιο» – και αντιστοιχεί στην καταρχήν αρμοδιότητα του πρύτανη να διασφαλίζει την τήρηση της τάξης εντός του ιδρύματος.
[31] Βασιλόγιαννης Φ., «Η Συνταγματική Εγγύηση Της Πανεπιστημιακής Αστυνομικής Εξουσίας», Constitutionalism, 1.10.2020 στο https://www.constitutionalism.gr/2020-09-vassiloyannis-panepistimiaki-astynomia/ (πρόσβαση: 6.6.2024).
[32] Για μια ανάλυση των οικείων κινδύνων βλ. Beaud Ο., Le savoir en danger, ό.π., σ. 117-40.
[33] Toulemonde B., «Franchises universitaires : dans quelles conditions la police peut-elle intervenir dans les universités ?», AEF, https://www.aefinfo.fr/depeche/584175-franchises-universitaires-dans-quelles-conditions-la-police-peut-elle-intervenir-dans-les-universites-b-toulemonde (πρόσβαση: 6.6.2024).
[34] Vedel G., «Les franchises universitaires», Le Monde, 10.7.1970 στο https://www.lemonde.fr/archives/article/1970/07/10/les-franchises-universitaires_2652144_1819218.html (πρόσβαση: 6.6.2024).
[35] Houdayer G., «Mobilisation pro-palestinienne des étudiants : plusieurs campus mobilisés, les lycéens appelés à se joindre au mouvement», France Bleu, 3.5.2024 στο https://www.francebleu.fr/infos/education/mobilisation-des-etudiants-pour-gaza-le-mouvement-continue-a-s-etendre-dans-les-universites-francaises-9948444 (πρόσβαση: 6.6.2024).
[36] David R., «Mobilisation pro-palestinienne : la direction de Sciences Po « aspire » à un retour au calme», Public Sénat, 2.5.2024 στο https://www.publicsenat.fr/actualites/education/mobilisation-pro-palestinienne-la-direction-de-sciences-po-aspire-a-un-retour-au-calme (πρόσβαση: 6.6.2024).
[37] Butler J., «EXERCISING RIGHTS Academic Freedom and Boycott Politics», στο Bilgrami A./Cole J. (επιμ.), Who’s Afraid of Academic Freedom?, Columbia University Press 2015, Νέα Υόρκη, σ. 293-315.
[38] Toulemonde B., «Franchises universitaires», ό.π.
[39] Vedel G., «Les franchises universitaires», ό.π.
[40] Garcia S., «Manifestations propalestiniennes : presque toutes les personnes interpellées à la Sorbonne déjà relâchées», Libération, 11.5.2024 στο https://www.liberation.fr/societe/police-justice/manifestations-propalestiniennes-presque-toutes-les-personnes-interpellees-a-la-sorbonne-deja-relachees-20240508_MWDJ23OV25C6PG4OT7DYETAHGM/ (πρόσβαση: 6.6.2024).
[41] Vedel G., «Les franchises universitaires», ό.π.
Ο Νίκος Σουρής είναι υποψήφιος διδάκτορας Νομικής και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στο Δημόσιο Δίκαιο (Master 2 Droit public approfondi) του Πανεπιστημίου Paris-Panthéon-Assas. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εμπίπτουν οι θεμελιώδεις έννοιες του δημοσίου δικαίου και της συνταγματικής θεωρίας, η θεωρία του Κράτους και των πολιτικών κομμάτων, καθώς και η εξέλιξη του δημοσίου δικαίου υπό την επίδραση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του παγκόσμιου συνταγματισμού. Θέμα της διπλωματικής του εργασίας ήταν «Οι συντακτικές συνελεύσεις στη θεωρία και την πράξη της ριζοσπαστικής δημοκρατίας» (Les assemblées constituantes dans la théorie et la pratique de la démocratie radicale). Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.