Κοινή συνισταμένη των μεταρρυθμίσεων της τελευταίας δεκαπενταετίας στην ελληνική κοινωνική ασφάλιση είναι ο δραστικός περιορισμός των παροχών και η ενίσχυση της ανταπόδοσης, ως στενότερου συνδέσμου εισφορών και παροχών.[1] Η ευρύτερη κατεύθυνση του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι αυτή του έμμεσου περιορισμού του δημόσιου χαρακτήρα του[2] και η αποδυνάμωση του αναδιανεμητικού-αλληλέγγυου ρόλου του.[3] Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την υποχώρηση της αρχής της υποχρεωτικότητας του θεσμού. Η αδυναμία εφαρμογής του υποχρεωτικού χαρακτήρα των ρυθμίσεων κοινωνικής ασφάλισης σταδιακά συνδυάζεται ή και αντικαθίσταται από μία νέα προσπάθεια θεμελίωσης της εφαρμογής των επιμέρους διατάξεων στο ατομικό συμφέρον και όχι στην εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών.

1. Η αποδυνάμωση της αρχής της υποχρεωτικότητας στην κοινωνική ασφάλιση

Το δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης είναι κατ’ εξοχήν αναγκαστικό δίκαιο εξαιτίας του αναδιανεμητικού σκοπού του, γι’ αυτό η κοινωνικο-ασφαλιστική έννομη σχέση ιδρύεται χωρίς τη σύμπραξη ασφαλισμένου/εργοδότη. O υποχρεωτικός χαρακτήρας δεν εξαντλείται, μάλιστα, στην υπαγωγή στην κοινωνική ασφάλιση, αλλά αφορά το σύνολο της έννομης ασφαλιστικής σχέσης.[4] Το κοινωνικό καθήκον αλληλέγγυας συμπεριφοράς είναι το αναγκαίο μέσο εκπλήρωσης της κοινωνικής αλληλεγγύης, ο δε επιθυμητός βαθμός αλληλεγγύης για την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου ζωής θέτει τον πήχη του βαθμού υποχρεωτικότητας.[5] Με άλλα λόγια, εάν επιτρέψει κανείς την αποφυγή του καθήκοντος, αυτόματα υποσκάπτει την οργάνωση της αλληλεγγύης, εθνικής ή τοπικής.

Οι τεκτονικές αλλαγές που γνώρισε το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως στην αρχιτεκτονική της κοινωνικής ασφάλειας, καθώς και η ενίσχυση των ιδιωτικών μορφών ασφάλισης ως συμπληρωματικής προστασίας συνιστούν υποχώρηση του υποχρεωτικού δημόσιου 1ου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης. Ο κύριος χαρακτήρας της δημόσιας ασφάλισης έγκειται στο ότι ο ρόλος του 1ου πυλώνα ασφάλισης είναι να εξασφαλίζει την επαρκή κοινωνική κάλυψη των ασφαλισμένων,[6] χωρίς να είναι αναγκαία η συμπληρωματικού χαρακτήρα προστασία από τον 2ο ή τον 3ο πυλώνα. Τούτου δοθέντος, η ραγδαία υποβάθμιση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των παροχών συνεπάγεται την αθέατη ιδιωτικοποίηση του θεσμού.[7]

Ταυτόχρονα, στο δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης οι υποχρεώσεις εργαζόμενων και εργοδοτών συνδέονται με την απονομή κοινωνικών δικαιωμάτων. Το καθήκον αλληλεγγύης εμφανίζεται ως η κρυφή όψη του κοινωνικού δικαιώματος, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίησή του και διαφοροποιείται ανάλογα με τις μεταλλάξεις των παρεχόμενων δικαιωμάτων. Εφόσον περιορίζεται η εγγυητική ευθύνη του κράτους, περιορίζονται και οι αξιώσεις υποχρεωτικότητας των ρυθμίσεων. Το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης υφίσταται σταδιακές αλλαγές που διαβρώνουν τα χαρακτηριστικά του θεσμού μέσα από ένα πλέγμα επιμέρους ρυθμίσεων που αποδυναμώνουν την αρχή της υποχρεωτικότητας, επιχειρώντας να ενισχύσουν την ελεύθερη ατομική επιλογή των ασφαλισμένων. Αυτό συμβαίνει λόγω παράλληλων τάσεων που εκδηλώνονται: αυτή της δραστικής μείωσης του επιπέδου προστασίας σε όλους τους κοινωνικούς κινδύνους και αυτή της στενής ατομικής ανταπόδοσης με δραστική μείωση των αναδιανομών που επιτελεί ο θεσμός. Επειδή το δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης καθορίζεται από τα δικαιώματα που εξασφαλίζει, η αρχή της υποχρεωτικότητας επηρεάζεται άμεσα από τις αλλαγές στα παρεχόμενα δικαιώματα. Εφόσον ο θεσμός εγγυάται κοινωνικές αναδιανομές αξιοπρεπούς διαβίωσης των ατόμων ως ισότιμων μελών της κοινωνίας, τότε είναι επιβεβλημένη η άσκηση δημόσιας εξουσίας για την εξασφάλιση των αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Χαρακτηριστική είναι η απόφαση Ολ ΣτΕ 2287/2015, η οποία υιοθετεί μία θεώρηση της επάρκειας της σύνταξης που δεν λαμβάνει αποκλειστικά υπόψη την περιουσιακή αξία των καταβαλλόμενων εισφορών, αλλά και τη συμμετοχή του ατόμου στην παραγωγή του κοινωνικού πλούτου αναγνωρίζοντας την «ατομική προσφορά μίας κοινωνικά ωφέλιμης εργασίας».[8] Η συστηματική ερμηνεία των άρθρων 22 παρ. 1, 22 παρ. 5 και 106 παρ. 1 υποδεικνύει έναν εγγυητικό ρόλο του Κράτους, που συνδέεται με την ευθύνη διαμόρφωσης πολιτικών για την αγορά εργασίας και την οικονομία, που θα δημιουργούν τις πρόσφορες συνθήκες για την ομαλή χρηματοδότηση του συστήματος.[9]

Εάν, όμως, η κοινωνική ασφάλιση περιορίζεται στην εγγύηση ατομικώς ανταποδοτικών (περιουσιακών) δικαιωμάτων, τότε είναι εύλογο να καταλαμβάνει μεγαλύτερο περιθώριο η ατομική πρωτοβουλία, όπως γίνεται κατεξοχήν στην ιδιωτική συμπληρωματική προστασία υγείας/γήρατος. Η υποχρεωτικότητα επιβάλλεται από τον κοινωνικό ρόλο του θεσμού,[10] ενώ, αντίστροφα, όταν ενισχύεται η ατομική ανταπόδοση, ο ρόλος της υποχρεωτικής ένταξης σε έννομα καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης χάνει τη δικαιολογητική του βάση. Ενδεικτική μίας αντίθετης τάσης είναι η απόφαση Ολ ΣτΕ 1891/2019, η οποία μετά τη νομοθέτηση των «ανταποδοτικών» κύριων συντάξεων (άρθρα. 2, 7, 28 και 34 του ν. 4387/2016) και των άκρως εξατομικευμένων επικουρικών συντάξεων της νοητής κεφαλαιοποίησης καθορισμένων εισφορών (ν. 4052/2012), αναγνωρίζει την αρχή της ανταποδοτικότητας ως κομβικής αρχής του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης.[11] Ως συνέπεια της νομολογιακής αναβάθμισης της ανταπόδοσης ύστερα από τη νομοθετική της αναβάθμιση, το ΣτΕ έκρινε ανεπαρκή την ανταπόδοση που παρέχεται στα ασφαλισμένα άτομα άνω του μέσου χρόνου ασφάλισης, χωρίς να βρίσκει προβληματικά τα μειωμένα επίπεδα των ελάχιστων συντάξεων 15ετίας.[12]

Ως αποδυνάμωση της αρχής της υποχρεωτικότητας του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα εντοπίζονται τρεις τάσεις: πρώτον, η μείωση της έκτασης των υποχρεωτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, δεύτερον, η αδυναμία υλοποίησης της υποχρεωτικότητας στην πράξη και, τρίτον, η εισαγωγή στοιχείων προαιρετικότητας στις δημόσιες εισφορές.

2. Η περίπτωση του εργόσημου ως κατ’ επίφαση υποχρεωτικότητα

Το Κράτος οφείλει να μεριμνά για την ικανοποίηση του κοινωνικού δικαιώματος και την εκπλήρωση του χρέους αλληλεγγύης κατά την παρ. 4 του άρθρου 25 του Συντάγματος,[13] κυρίως μεριμνώντας για την εξασφάλιση επαρκών πόρων.[14] Η δημοσιονομική κρίση αποτέλεσε το πραγματιστικό επιχείρημα για την υπαναχώρηση από τον σεβασμό δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης και για τη «μη συνταγματική αντίληψη ότι το ελληνικό Κράτος, εάν δεν έχει οικονομικούς πόρους, μπορεί – έστω προσωρινώς – να μην είναι (κοινωνικό) κράτος δικαίου».[15] Η αδυναμία, όμως, είσπραξης εισφορών και εντοπισμού των πραγματικών εισοδημάτων είναι φαινόμενο που συναντάται και πριν τη δημοσιονομική κρίση του 2010.

Η αρχή της υποχρεωτικότητας είναι διαχρονικά εξασθενημένη και έχει παγιωθεί η εκτεταμένη μη συμμόρφωση, ιδίως μετά την εμφάνιση των επιμέρους μορφών της ανασφάλιστης εργασίας.[16] Η θεωρία που δίνει προτεραιότητα στην ευελιξία της αγοράς εργασίας εντοπίζει ως βασική αιτία της μη συμμόρφωσης στους κανόνες του εργατικού και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης την υπερβολική ρύθμιση και την υπερβολική επιβάρυνση των επιχειρήσεων.[17] Η ένσταση του «εφικτού» χρησιμοποιείται και στην υλοποίηση της αρχής της υποχρεωτικότητας και στον σχεδιασμό των ρυθμίσεων υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση. Η επίκληση μιας αντικειμενικής αδυναμίας βεβαίωσης/είσπραξης εισφορών αποτέλεσε διαχρονικά τη βάση για την υστέρηση δημόσιων πόρων και την αναντιστοιχία προς τις ανάγκες χρηματοδότησης κοινωνικών δικαιωμάτων.[18] Η παραίτηση από τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών του ελληνικού κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος και η τελική παγίωση της επίκλησης αντικειμενικής αδυναμίας οδηγεί στην προσαρμογή της ελεγκτικής νομοθεσίας και την εισαγωγή ειδικών ρυθμίσεων.[19]

Ως σημαντικότερη μεταρρύθμιση στο όνομα της αδυναμίας ελέγχου και καταπολέμησης της ανασφάλιστης εργασίας το 2010 εισάγεται το εργόσημο (άρθρο 24 του ν. 3863/2010). Η διαδεδομένη σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ρύθμιση της «επιταγής υπηρεσιών» μεταφέρεται ως ένας μηχανισμός πλήρους εγκατάλειψης των μηχανισμών ελέγχου και θεμελίωσης της συμμόρφωσης στους κανόνες σε ατομικά φορολογικά κίνητρα (άρθρο 74 του ν. 4144/2013, ΕΓΚ. ΙΚΑ 43/2013). Δεν είναι μόνο η ατυχής μετάφραση του όρου από το γαλλικό πρότυπο, αλλά και η αποσπασματική μεταφορά ενός θεσμού με έλλειψη ουσιωδών πτυχών, που θα τον καθιστούσαν αποτελεσματικό.[20]

Η ελληνική εκδοχή του εργόσημου περιορίζεται στο να περιγράψει έναν απλό τρόπο πληρωμής και ασφάλισης για τα νοικοκυριά-εργοδότες, θεωρώντας ότι η ανασφάλιστη εργασία οφείλεται στην πολυπλοκότητα και το διαχειριστικό κόστος. Έχει εισπρακτικό και κοινωνικό χαρακτήρα[21] στον βαθμό που διευκολύνει λόγω απλότητας και λιγότερου κόστους το νοικοκυριό-εργοδότη που ήδη επιθυμεί να δηλώσει νόμιμα το άτομο που παρέχει υπηρεσίες κατ’ οίκον. Η ελληνική εκδοχή του «εργόσημου» είναι προβληματική τόσο για τον ανεπαρκή σχεδιασμό που θα διασφάλιζε τη συμμόρφωση στους κανόνες, όσο και για τη διεύρυνση του ασφαλιζόμενου πληθυσμού σε μορφές εργασίας που δεν ανήκουν στα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών κατ’ οίκον σε νοικοκυριά. Μετά από συνεχείς διευρύνσεις του κύκλου τον υπαγόμενων προσώπων (άρθρο 74 του ν. 4144/2013, άρθρο 6 του ν. 4225/2014, άρθρο 69 του ν. 4554/2018, άρθρο 279 του ν. 4555/2018, άρθρο 129 του ν. 4611/19), με το εργόσημο καλύπτονται κατηγορίες περιστασιακά εργαζομένων που δεν ανήκουν στον πυρήνα των υπηρεσιών κατ΄ οίκον σε πολλαπλούς εργοδότες.[22] Παράλληλα, στο εργόσημο των μισθωτών του τ. ΙΚΑ προστίθενται η ασφάλιση με το εργόσημο των εργατών γης του τ. ΟΓΑ, εγκαταλείποντας συνολικά το ενδεχόμενο οργάνωσης αποτελεσματικών ελέγχων στην αγροτική παραγωγή.

Ο θεσμός της ασφάλισης με εργόσημο βασίζεται στη στάθμιση του ατομικού συμφέροντος. Εφόσον δεν μπορεί να λειτουργήσει ο ελεγκτικός μηχανισμός, η συμμόρφωση στον κανόνα δικαίου αποτελεί επιλογή που εξαρτάται από τη σχέση εργαζόμενου/εργοδότη επιτρέποντας την à la carte συμμόρφωση, την εικονική ασφάλιση και την ανασφάλιστη εργασία. Εκ του αποτελέσματος, οι υπαγόμενες στο εργόσημο κατηγορίες ασφαλισμένων μόνο κατ’ επίφαση υπάγονται υποχρεωτικά στις ρυθμίσεις του εργόσημου. Με μεταγενέστερη πληρωμή-δήλωση της εργασίας, η οποία δεν αναγράφει τον χρόνο, τη διάρκεια και τον τόπο της εργασίας παρά αναφέρει μόνο ένα ποσό, η ελεγκτική διαδικασία είναι ανέφικτη. Το εργόσημο ορίζεται ως υποχρεωτικό, ενώ δεν είναι στην πράξη. Το καθήκον αλληλεγγύης και η συμμόρφωση σε κανόνες αντικαθίσταται από την «ελκυστικότητα» ρυθμίσεων συναίνεσης. Η υποχώρηση της αρχής της υποχρεωτικότητας οδηγεί στη διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου που θεμελιώνεται στο ατομικό συμφέρον των δύο πλευρών της σχέσης και την πρόβλεψη «ατομικών κινήτρων».

3. Η περίπτωση των εισφορών μη μισθωτών

Το ισχύον καθεστώς ελεύθερων επαγγελματιών (τ. ΟΑΕΕ και τ. ΕΤΑΑ) και αγροτών (τ. ΟΓΑ) θεσπίζεται το 2020 σε αντικατάσταση του μοντέλου υπολογισμού των άρθρων 39 και 40 του ν. 4387/2016, το οποίο βασιζόταν στη σύνδεση του ποσού εισφοράς με τα δηλωθέντα στη φορολογική δήλωση του προηγούμενου φορολογικού έτους και την προσπάθεια πρόβλεψης όμοιων κανόνων και ποσοστών εισφοράς με τους μισθωτούς. Το μοντέλο αυτό κρίθηκε αντισυνταγματικό με το σκεπτικό ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας που επιτάσσει την ανόμοια μεταχείριση των ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων και η αρχή της ανταποδοτικότητας των εισφορών που δεν επιτρέπει την υπέρμετρη επιβάρυνση των ασφαλισμένων μη μισθωτών.[23]

Βασικός άξονας της μεταρρύθμισης που ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 2020 ήταν η ανακατανομή ευθύνης από τη συλλογική στην ατομική ευθύνη με αναφορά στην ελευθερία του ασφαλισμένου, την ευελιξία των ρυθμίσεων και την ανταποδοτικότητα στη σχέση εισφορών/παροχών.[24] Με τον ν. 4670/2020 προωθείται «ένα σύστημα καταβολής εισφορών όπου η κατανομή ανάμεσα στη συλλογική και ατομική ευθύνη αποκτά δεσπόζουσα σημασία […] Υιοθετείται ένα καινοτόμο και απλό σύστημα, […] μέσα από τα οποία διασφαλίζεται ελευθερία και ευελιξία στον κάθε ασφαλισμένο να επιλέγει μία εκ των έξι ασφαλιστικών κατηγοριών, την οποία θα μπορεί να διαφοροποιεί ετησίως».[25]

Το θεσμικό πλαίσιο του ν. 4670/2020, επιχειρώντας να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της ΟλΣτΕ, δήλωσε ότι διορθώνει την άνιση μεταχείριση μη μισθωτών και την υπέρμετρη επιβάρυνση εισοδημάτων. Η υλοποίηση της εξαγγελίας γίνεται όμως με πλήρη αποσύνδεση από την – πραγματική ή τεκμαιρόμενη – εισφοροδοτική ικανότητα των μη μισθωτών και με την αύξηση του βάρους εισφοράς στην κατώτατη (και μοναδική πλέον) υποχρεωτική κατηγορία. Με τις ρυθμίσεις του ν. 4670/2020 (άρθρα 35-38 και 45) οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αγρότες καλούνται να επιλέγουν ελεύθερα το βάρος αλληλεγγύης που τους αναλογεί πέραν της ελάχιστης υποχρεωτικής εισφοράς. Με τον τρόπο αυτό βέβαια αποσυνδέεται η εισφοροδοτική ικανότητα από το καθήκον χρηματοδότησης του συστήματος. Τα αποτελέσματα είναι αντιστρόφως αναδιανεμητικά στο βαθμό που  η εισφοροδοτική επιβάρυνση μειώνεται όσο ανεβαίνει κάθε μη μισθωτός την εισοδηματική κλίμακα. Για μη μισθωτούς και αγρότες ακόμη και οι εισφορές επικουρικής σύνταξης είναι ζήτημα επιλογής μεταξύ τριών κατηγοριών. Η καταβολή επιπλέον της ελάχιστης υποχρεωτικής εισφοράς αποτελεί ζήτημα ατομικής επιλογής και στάθμισης.

Το ΣτΕ έκρινε, το 2019, ότι η εξομοίωση στον τρόπο υπολογισμού και την επιβάρυνση ως προς τις εισφορές μεταξύ μισθωτών και μη μισθωτών συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας. Αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι με το νέο σύστημα εμφανίζονται αντιστρόφως αναδιανεμητικά αποτελέσματα που θέτουν ζητήματα πλήρους αποσύνδεσης του καθήκοντος αλληλεγγύης στην υγεία και τη σύνταξη από την εισφοροδοτική ικανότητα. Με δεδομένη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας, όπου εμφανίζεται ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό ευέλικτης εργασίας χωρίς χαρακτηριστικά τυπικής απασχόλησης, το νέο μοντέλο εισφορών ενδεχομένως καταλήγει σε άνιση μεταχείριση μεταξύ των μη μισθωτών, στον χώρο των οποίων συμπεριλαμβάνονται εξαιρετικά ανόμοιες καταστάσεις ως προς τις συνθήκες εργασίας, τις σχέσεις εξάρτησης και τις ανάγκες κοινωνικής προστασίας.

Στην Ελλάδα, όπου το 26,9% των ασφαλισμένων είναι μη μισθωτοί και αγρότες, ποσοστό διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ των 27 (13,1%),[26] η πρόβλεψη ενός υποχρεωτικού κατ’ αποκοπή ποσού (230,35 ευρώ για το 2023) για όλους τους μη μισθωτούς (1.310.404 το 2023) και η μόνο προαιρετική δυνατότητα υψηλότερης εισφοράς, με ετήσια επιλογή μεταξύ 5 προαιρετικών κατηγοριών, συνεπάγονται επιπλέον επιβάρυνση για τους μη μισθωτούς χαμηλών εισοδημάτων και μεγάλη ελάφρυνση για εκείνους με υψηλά εισοδήματα. Ενδεικτικά, ενώ το 2019 η μέση μηνιαία εισφορά κύριας ασφάλισης μη μισθωτών πρ. ΟΑΕΕ ανερχόταν στα 223,12 ευρώ,[27] η κατώτατη εισφορά για το 2024 ανέρχεται στα 248 ευρώ. Είτε λόγω οικονομικής αδυναμίας, είτε λόγω έλλειψης ατομικού συμφέροντος, το 90% των μη μισθωτών (1.173.302) μένουν στην υποχρεωτική κατηγορία το 2023.

Εν προκειμένω, η αποτυχία, η αδυναμία και η παράλειψη οργάνωσης ενός αποτελεσματικού φορολογικού μηχανισμού για να εντοπιστεί η φορολογητέα ύλη λειτουργεί ως μόνη εφικτή πραγματικότητα για την εγκατάλειψη του στόχου κοινωνικής αναδιανομής. Το κράτος εγκαταλείποντας την υποχρέωση να αναπτύξει ένα φορολογικό σύστημα που θα εντοπίζει τη φοροδοτική ικανότητα των μη μισθωτών και τους πραγματικούς μισθούς των μισθωτών, εγκαταλείπει την ευθύνη να διενεργήσει αναδιανεμητικές κοινωνικές μεταβιβάσεις μέσω της κοινωνικο-ασφαλιστικής δαπάνης. Η ελλειμματική προστασία των μη μισθωτών[28] σε αυτές τις συνθήκες καθίσταται έτσι πολλαπλά προβληματική. Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού που εμφανίζεται ως μη μισθωτό, στην πραγματικότητα ανήκει στις πλέον ευάλωτες κατηγορίες εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη, επισφαλή και χαμηλά αμειβόμενη εργασία.

Εκ του αποτελέσματος, η άρνηση του νομοθέτη να εντοπίσει τη βάση υπολογισμού εισφορών ανάλογα με τις πραγματικές δυνατότητες των ασφαλισμένων έχει τις ακόλουθες συνέπειες: πρώτον, εξομοιώνει μία ευρεία κατηγορία ασφαλισμένων που εμφανίζονται ως μη μισθωτοί, ενώ σε πολλές περιπτώσεις υφίσταται ουσιαστική οικονομική εξάρτηση από εργοδότες-πελάτες και, δεύτερον, εφόσον δεν καταλογίζει εισφορές ανάλογα με τη φοροδοτική δυνατότητα, όπως επιτάσσει το άρθρο 4, παρ. 5, του Συντάγματος, καταλήγει να επιβαρύνει υπέρμετρα τα χαμηλότερα εισοδήματα, ενώ ελαφρύνει δυσανάλογα τα βάρη των υψηλότερων εισοδημάτων μη μισθωτών.

4. Φυγόκεντρες δυνάμεις

Ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης ως δημόσιο διανεμητικό κέντρο που οργανώνει την κατανομή κοινωνικών μεταβιβάσεων για την προστασία έναντι κοινωνικών κινδύνων υποχωρεί, ενώ την ίδια στιγμή αναδύονται ασφαλιστικά καθεστώτα διακινδύνευσης εντός των οποίων τα άτομα αναλαμβάνουν την ευθύνη διαχείρισης της προστασίας τους. Ασφαλώς, εντοπίζεται μία τάση υποχώρησης των στοιχείων υποχρεωτικότητας, η οποία συνοδεύει την ενίσχυση της ατομικής ανταπόδοσης και την αποδυνάμωση της αλληλέγγυας λειτουργίας.

Παράλληλα, οι αλλαγές στον τρόπο διαμόρφωσης της υποχρέωσης εισφοράς δεν περιορίζονται στους μη μισθωτούς και αγρότες αλλά επεκτείνονται από το 2020 στη μείωση των εισφορών υπέρ ανεργίας (ν. 4670/2020 και ν. 4756/2020). Η μείωση των εισφορών για τους υψηλότερους μισθούς εισάγεται δυναμικά στη μεταρρυθμιστική ατζέντα, πρώτον με τη μείωση του πλαφόν εισφοράς και τη συνακόλουθη μείωση της έκτασης της υποχρεωτικότητας[29] και δεύτερον με τον σχεδιασμό των εισφορών υγείας κατά το πρότυπο των εισφορών μη μισθωτών.[30] Ταυτόχρονα, εργοδοτικές οργανώσεις ζητούν την επέκταση της ασφάλισης με εργόσημο και στον κλάδο του επισιτισμού-τουρισμού.

Οι τεκτονικές αλλαγές που υφίσταται η ελληνική κοινωνική ασφάλιση από το 2010 συνέβαλαν σε μία πλήρη οργανωτική ενοποίηση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και ένα σημαντικό βαθμό ενοποίησης των κανόνων προστασίας στον 1ο πυλώνα. Από τον οργανωτικό κατακερματισμό φορέων κοινωνικής ασφάλισης με κριτήριο την εργασιακή συλλογικότητα, που χαρακτηρίζει το κορπορατιστικό μοντέλο στα κοινωνικo-ασφαλιστικά συστήματα της παράδοσης Bismarck, επανεμφανίζεται ένας κατακερματισμός της κοινωνικής προστασίας σε δύο κατευθύνσεις. Η υποβάθμιση των παροχών κοινωνικής ασφάλισης, η χρηματοδοτική ατροφία και η ευρύτερη απαξίωση του θεσμού συμβάλλουν στην ανάπτυξη φυγόκεντρων δυνάμεων. Ανάλογα με τη θέση στον καταμερισμό εργασίας και την κοινωνική θέση, οι φυγόκεντρες τάσεις εκδηλώνονται μέσω ενός θεσμικού και ενός άτυπου κατακερματισμού της κοινωνικής προστασίας.

Από τη μία πλευρά, ένα τμήμα του ασφαλισμένου πληθυσμού επιχειρεί να καλύψει την ανεπάρκεια του 1ου πυλώνα  προστρέχοντας σε μορφές ατομικής ή ομαδικής ασφάλισης, κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή μη κερδοσκοπικής επαγγελματικής ασφάλισης, μεταθέτοντας τον κατακερματισμό της προστασίας από τον 1ο πυλώνα στις περιορισμένες συλλογικότητες του 2ου πυλώνα. Ενώπιον των σημαντικών προεκτάσεων που συνεπάγεται η αξιοποίηση των big data, το εύρος του τι θεωρείται τυχαίο περιορίζεται σημαντικά ενισχύοντας τόσο την κοινωνική πόλωση για τον ρόλο των δημόσιων ασφαλίσεων όσο και την τάση διαμόρφωσης μικρών ομοιογενών ασφαλιστικών ομάδων[31] περιορισμένης αναδιανομής και ίσης διακινδύνευσης.[32]

Αυτή η κατηγορία του εργαζόμενου πληθυσμού καλείται να ρυθμίσει μέσω της ελεύθερης ατομικής επιλογής το απαραίτητο πλέον συμπλήρωμα προστασίας. Καλείται να αναπτύσσει τις αρετές της προνοητικότητας και της υπευθυνότητας όσο και να αναλαμβάνει την ευθύνη για την προστασία της εντός μιας μικτής οικονομίας της κοινωνικής προστασίας. Οι νέες ευθύνες συνεπάγονται νέες δεξιότητες διαχείρισης, όπως αυτή του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού.

Απέναντι στις επενδυτικές στρατηγικές προστασίας, στο πλέον επισφαλές τμήμα του ασφαλισμένου πληθυσμού εμφανίζονται ατομικές στρατηγικές επιβίωσης που φέρνουν σε αντιπαράθεση τον έμμεσο συλλογικό μισθό των εισφορών με τον ανεπαρκή άμεσο/καθαρό μισθό. Απέναντι στην επιλογή μεταξύ προσφερόμενων επενδυτικών επιλογών και προγραμμάτων, αναπτύσσεται μία «οιονεί αγορά» μεθόδων προστασίας έναντι της ακραίας ευελιξίας, η οποία δεν μπορεί να έχει θεσμικά χαρακτηριστικά αλλά στοιχεία παγιωμένων δομών μη συμμόρφωσης.[33] Τα πλέον επισφαλή τμήματα των εργαζόμενων αναπτύσσουν ατομικές στρατηγικές επιβίωσης που κινούνται μεταξύ à la carte συμμόρφωσης, εικονικής ασφάλισης και απεύθυνσης στην προνοιακή προστασία.

Ο νομοθέτης φαίνεται να μετακινείται από την αντικειμενική αδυναμία να εκπληρώσει το χρέος κάλυψης των κοινωνικών δικαιωμάτων στην ανάγκη να μοιραστεί το βάρος της ευθύνης με τα άτομα. Η κοινωνική ασφάλιση πρέπει να μετατραπεί από εμπόδιο σε μοχλό ανάπτυξης.[34] Η υπαναχώρηση του Κράτους από τον κοινωνικό και αναδιανεμητικό του ρόλο δεν θεμελιώνεται πλέον σε μία προσωρινή επιφύλαξη του εφικτού όσο σε μία μόνιμη ένσταση για το σκόπιμο. «Η μείωση του φορολογικού και του ασφαλιστικού βάρους στην επίσημη εργασία»[35] αποτελεί κεντρικό άξονα για την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, οδηγώντας όμως τη μείωση της κοινωνικής αλληλεγγύης σε όλες τις πιθανές εκφάνσεις της και εκφράζοντας τη μετάβαση από την κρίση ως ευκαιρία στην κρίση ως κανονικότητα.

 

[1] Κουμαριανός Β., Η ελληνική κοινωνική ασφάλιση την περίοδο της κρίσης στο Κουζής Γ./Δημουλά Κ., Κρίση και Κοινωνική Πολτική: Αδιέξοδα και λύσεις, εκδ. Τόπος, 2018.

[2] Στεργίου Α., Η κρίση της κοινωνικής ασφάλισης ως κρίση του δημόσιου χαρακτήρα της, ΕΔΚΑ, 2006, σ. 721 επ.

[3] Κουμαριανός Β., Αλληλεγγύη και κοινωνική ασφάλιση: παραλλαγές σε μία σχέση, ΔτΚΑ, 3/2023, σ.515-519.

[4] Αγγελοπούλου Όλ., Η υποχρεωτικότητα ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής ασφάλισης, εκδ. Σάκκουλα, 2004. σ. 33-36. Η υποχρεωτικότητα της κοινωνικής ασφάλισης με την έννοια του άρθρου 1 του ν. 2868/1922 αφορά όλα τα στάδια της ασφαλιστικής σχέσης και όλο το σύμπλεγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και τον επιτακτικό χαρακτήρα των στόχων του θεσμού.

[5] Aυτ., σ. 50-51.

[6] Στεργίου, Α. Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, εκδ. Σάκκουλα, 2023, σ. 353-354. ΟλΣτΕ, 5024/87.

[7] Στεργίου, Η κρίση της κοινωνικής ασφάλισης ως κρίση του δημόσιου χαρακτήρα της, ό.π.

[8] Κοντογεωργοπούλου, Π. Σκέψεις για την επάρκεια των συντάξεων, ΔτΚΑ, 4/2019, σ. 750-762.

[9] Στεργίου Α., Η συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης, εκδ. Σάκκουλα, 1994, σ. 220 επ.

[10] Στεργίου Α., Δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης, όπ. π., σ. 349-350.

[11] Παπαρρηγοπούλου Π. Κρατική εγγύηση, επάρκεια των συντάξεων, ανταποδοτικότητα και ενοποιήσεις στην πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ για την κοινωνική ασφάλιση, ΔτΚΑ 4/2019. σ. 712-715.

[12] Ήδη για αυτό το τμήμα ασφαλισμένων οι παροχές είναι σε επίπεδο καταπολέμησης της ακραίας φτώχειας. Βλ. Στοιχεία Έκθεσης «Ήλιος» της ΗΔΙΚΑ, 01/2023 όπου το 30% των μικτών συντάξεων γήρατος ανέρχονται κατά μ.ο. στα 373 € και το 57% των συντάξεων αναπηρίας κατά μ.ο. στα 380 €.

[13] Κατρούγκαλος Γ., Η συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης και η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, e-Πολιτεία, 9/2024, σ. 91.

[14] Μάνεσης Α. Η προβληματική της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο, Μάνεση Α. (επιμ) Συνταγματική θεωρία και πράξη (1980-2000) τ. ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα, 2007, σ.579.

[15] Γιαννακόπουλος Κ., Το ελληνικό σύνταγμα και η επιφύλαξη του εφικτού της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων: «να είστε ρεαλιστές, να ζητάτε το αδύνατο», Εφημ ΔΔ, 4/2015, σσ. 417-442.

[16] Καψάλης Α. Κουμαριανός Β. Αυγέρης Ν., Η παραβατικότητα στην εργασία. Η περίπτωση του επισιτισμού-τουρισμού, Μελέτες ΙΝΕ ΓΣΕΕ, νο 48, 2020, σ. 43-68.

[17] Becker K.F., The informal economy: Fact finding Study. Stockholm: Swedish International Development Agency, 2004 ⸱ De Soto, H., The mystery of capital, London: Bantam Press, 2001 ⸱London, T. & Heart, S., Reinventing strategies for emerging markets: Beyond the transnational model, Journal of International Business Studies, 2001, 35(5), σ. 350-370.

[18] Η κοινωνική δαπάνη φτάνει τη δεκαετία του 2000 με καθυστέρηση τον μέσο όρο της ΕΕ αλλά ποτέ δεν αντλήθηκαν τα αναγκαία δημόσια βάρη για τη χρηματοδότηση της. Βλ. Petmesidou, M. Is social protection in Greece at a crossroads? European Societies, 2013 Vol. 15, No. 4, σ. 597-616.

[19] Η απόκλιση από τη διαδικασία δήλωσης ασφάλισης, τον έλεγχο και τον υπολογισμό εισφορών των κοινών επιχειρήσεων στο τ. ΙΚΑ για τις οικοδομικές εργασίες βασίστηκε από τη δεκαετία του 1990 στην αδυναμία του ελεγκτικού μηχανισμού να καλύψει την οικοδομική δραστηριότητα και οδήγησε στην εισαγωγή τεκμαρτού υπολογισμού των ενσήμων. Το άρθρο 46 του ν. 4387/2016 ανοίγει ένα παράθυρο επέκτασης του «αντικειμενικού συστήματος τεκμαρτού τρόπου υπολογισμού» των εισφορών και των ενσήμων, το οποίο μέχρι τώρα δεν έχει αξιοποιηθεί.

[20] Το Chèque Emploi Service Universel (CESU) στη Γαλλία επιχειρεί σε σημαντικό βαθμό να αναλάβει το Κράτος την ευθύνη οργάνωσης μίας αγοράς παροχής υπηρεσιών κατ’ οίκον. Βασίζεται σε κίνητρα προς επιχειρήσεις που θα παρέχουν επιταγές υπηρεσιών επιπλέον των μισθών για την κάλυψη αναγκών σε υπηρεσίες κατ’ οίκον. Στόχος η διαμόρφωση μίας οργανωμένης αγοράς προσφοράς υπηρεσιών κατοίκων που θα μπορεί να ελέγχεται και θα είναι πιο ορατή και η οποία θα μπορεί να εισπράττει και να εξαργυρώνει «επιταγές υπηρεσιών». Σε αυτόν τον μηχανισμό πληρωμής και υπαγωγής στην ασφάλιση, τα νοικοκυριά-εργοδότες έχουν μόνο ένα ενδιάμεσο ρόλο χρήστη των «επιταγών υπηρεσιών».

[21] Πατέστου, Β. Το εργόσημο, ΔτΚΑ, 3/2019, σ. 442-450.

[22] Ενδεικτικά υπάγονται οι εξής εργασίες ή υπηρεσίες, όπως οι υπηρεσίες οικογενειακής βοηθητικής φροντίδας (ενδεικτικά: οικιακοί βοηθοί για οικιακή καθαριότητα και γενικό νοικοκυριό, οδηγοί), οι κηπουρικές εργασίες, η φύλαξη και μεταφορά παιδιών, νηπίων και βρεφών, η υποστήριξη με την παροχή κάθε μορφής βοήθειας και φροντίδας σε ηλικιωμένα άτομα και σε άτομα με ειδικές ανάγκες, συμπεριλαμβανομένης και της διευκόλυνσης των ατόμων αυτών για συμμετοχή τους σε πολιτιστικές, θρησκευτικές, ψυχαγωγικές και κοινωνικές δραστηριότητες, αισθητικές φροντίδες (κομμωτική, περιποίηση προσώπου και σώματος), οι υπηρεσίες που παρέχονται σε προγράμματα αποκατάστασης ατόμων σε ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή σε Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης Ατόμων με Αναπηρία, που χαρακτηρίζονται από νοητική στέρηση (Σ. Υ. Α), η παράδοση ιδιαίτερων μαθημάτων.

[23] ΟλΣτΕ 1882/2019, σκ. 13.

[24] Αιτιολογική έκθεση του ν. 4670/2020, σ. 2.

[25] σ. 47-48.

[26] European Labour Force Survey (EU LFS) 2021.

[27] Πηγή: Διεύθυνση Μελετών ΕΦΚΑ από Θεοδωρουλάκης Μ., Κουμαριανός Β., Ελαστικές μορφές απασχόλησης και οι επιπτώσεις στο ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισηςΚοινωνική Πολιτική, 2021, σ. 25, Πίνακας 7.

[28] Στεργίου Α., Αυτοαπασχολούμενος και μισθωτός στην κοινωνική ασφάλιση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα, 2005⸱ Κουμαριανός Β., Προκλήσεις και προοπτικές για το ασφαλιστικό των ελεύθερων επαγγελματιών. Η μεταρρύθμιση του Ν. 4387/2016 και οι προσαρμογές της, Μελέτες – Έρευνες ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, 2019.

[29] OECD, Pensions at a Glance 2023: OECD and G20 Indicators, OECD Publishing, 2023, σ. 209 ⸱ ΙΟΒΕ, Συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και ανάπτυξη, 2019, σ. 45-46.

[30] Πισσαρίδης Χ., Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, Νοέμβριος 2020.

[31] Iversen T. & Rehm P., Big Data and the Welfare State. How the Information Revolution Threatens Social Solidarity, Cambridge University Press, 2022.

[32] Κουμαριανός, Αλληλεγγύη και κοινωνική ασφάλιση: παραλλαγές σε μία σχέση, ό.π., σ. 510-513.

[33] Moita, E. The nature and impacts of noncompliance, Hart Publishing, 2023, σ. 17 επ.

[34] Πισσαρίδης Χ., Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, ό.π., σ. 105.

[35] Αυτ., σ. 239.

image_pdf
+ posts

Ο Βαγγέλης Κουμαριανός είναι δικηγόρος και Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου του Πανεπιστημίου Paris 1 Pantheon Sorbonne. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως το πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης. Συμμετέχει με δημοσιεύσεις σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια, έχει συγγράψει άρθρα σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά και έχει επιμεληθεί συλλογικούς τόμους. Το βιβλίο του «Η κοινωνική ασφάλιση ως θεσμός αλληλεγγύης» κυκλοφόρησε το 2023 από τις εκδόσεις Τόπος.

Μετάβαση στο περιεχόμενο