Θα πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι η Ευρώπη είναι μονόδρομος για την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Σε πραγματικό επίπεδο προστασίας των τελευταίων, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, έχει αναδειχθεί το διεθνές και περιφερειακό πεδίο. Άλλως, ματαιοπονούμε. Το κοινωνικό κράτος δεν αντέχει την «εθνική μοναξιά». Οι κυβερνήσεις, όταν δρουν μεμονωμένα, δεν μπορούν να αποφύγουν τους οικονομικούς περιορισμούς που επιβάλλει το παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Αντίθετα, μια από κοινού δράση, στο πλαίσιο των Διεθνών Οργανισμών και κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), θα ήταν εν τέλει πιο αποτελεσματική για την προστασία της κοινωνικής πολιτικής[1]. Στην προοπτική αυτή, τα κοινωνικά δικαιώματα μπορούν να αποτελέσουν ισχυρό αντίβαρο στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση[2].
Είναι καιρός να ξαναθυμηθούμε τα ανωτέρω. Οι ευρωεκλογές της επόμενης Κυριακής είναι η κορυφαία ευκαιρία να συζητήσουμε ως πολιτικά όντα (όχι ως Έλληνες, αλλά ως ευρωπαίοι πολίτες) για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλα αυτά, τα κοινωνικά ζητήματα είναι απόντα από το δημόσιο διάλογο. Το δίλημμα που τίθεται συνήθως, είναι αν τάσσεται κανείς υπέρ ή κατά της Ευρώπης. Ευρωπαϊστές ή αντιευρωπαϊστές; Κανέναν δεν απασχολεί «ποια» Ευρώπη θέλουμε να οικοδομήσουμε. Ακόμη κι οι υπέρμαχοι της ευρωπαϊκής ιδέας την αποδέχονται γενικά και αφηρημένα. Ως «λευκή επιταγή»; Όμως, το πραγματικό διακύβευμα βρίσκεται ακριβώς εκεί. Κι αυτό γιατί το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξαρτάται από το «ποια» Ευρώπη ονειρευόμαστε. Ονειρευόμαστε προς τα εμπρός ή προς τα πίσω;
Σήμερα, η Κοινωνική Ευρώπη είναι περισσότερο μια ιδέα παρά απτή πραγματικότητα. Φτωχός συγγενής των ευρωπαϊκών πολιτικών, παραμένει όρος έντονα διφορούμενος. Εκφράζει πόθους, αιτήματα, διεκδικήσεις, αυταπάτες, ρητορεία. Κανένας δεν τολμά να κάνει λόγο για Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο που άνθισε μεταπολεμικά τη χρυσή τριακονταετία στη Δυτική Ευρώπη. Ακούγεται πλέον παρωχημένο, ξεπερασμένο από τις ακολουθούμενες πολιτικές που υποτάσσουν το κοινωνικό στοιχείο σε οικονομικές και δημοσιονομικές σκοπιμότητες. Παρά τις επίσημες διακηρύξεις, το λεγόμενο «κοινωνικό κεκτημένο» δεν έχει το ίδιο πολιτικό βάρος με τους οικονομικούς στόχους της Ένωσης. Αυτός είναι ο κυρίαρχος βηματισμός των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. Δεν είναι όμως αυτό που επιθυμούν οι ευρωπαίοι πολίτες, δηλαδή μια πιο εξισορροπημένη ανάπτυξη οικονομικής και κοινωνικής διακυβέρνησης[3].
Η νομοθέτηση στην Ε.Ε. διέρχεται το δύσβατο μονοπάτι των εθνικών συμβιβασμών. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει κοινωνική σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών, αλλά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Λ.χ. ο κατώτατος μισθός διαφέρει σημαντικά από κράτος σε κράτος (τα δύο άκρα : στη Βουλγαρία 399 ευρώ και το Λουξεμβούργο 2.387 ευρώ). Η Ευρώπη διακατέχεται από διαφορετικές εθνικές ευαισθησίες και αντιλήψεις ως προς τα κοινωνικά ζητήματα, καθώς κι από διάφορες οικονομικές πραγματικότητες. Τα κράτη μέλη οχυρώνονται πίσω από την αρχή της επικουρικότητας κι έτσι η υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων εξαρτάται από ατέρμονες και δύστοκες διαπραγματεύσεις μεταξύ τους. Εντέλει, σβήνει το κοινωνικό όραμα για τον ευρωπαίο εργαζόμενο και αναδύεται μια ελάχιστη κοινά αποδεκτή προστασία.
Συχνά, οι ίδιες οι κυβερνήσεις ενεργούν ως τροχοπέδη στην προώθηση του κοινωνικού κράτους. Τα κοινωνικά ζητήματα γίνονται αντικείμενο διακρατικής πολεμικής. Κι εδώ βρίσκεται το πρόβλημα: η Ε.Ε. οφείλει να ωθεί προς το υψηλότερο δυνατό επίπεδο παρά να αποτυπώνει τις εθνικές επιφυλάξεις και να αναζητά ανώδυνους συμβιβασμούς. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η Οδηγία για την Gig Economy. Η Γερμανία απείχε, λόγω εσωτερικής διαμάχης του συνασπισμού, ενώ οι άλλες χώρες απομόνωσαν την τελευταία στιγμή τη Γαλλία με την αναβλητικότητά της. Ως φυσικόν, το τελικό αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί κανέναν.
Ακόμη, οι αντιθέσεις ενυπάρχουν μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση ως αντιπαλότητα ανάμεσα στην οικονομική διακυβέρνηση («gouvernance économique») και τα κοινωνικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Η στάση αυτή είναι «διπολική», αφού οι θεσμοί από τη μια προτείνουν την ευελιξία, κύριο αίτημα των επιχειρήσεων, κι από την άλλη διακηρύσσουν την προστασία. Ας θυμηθούμε ότι η σκληρή δημοσιονομική πολιτική χρησίμευσε μέχρι πρότινος ως «δούρειος ίππος» για την διάλυση του κοινωνικού κράτους των κρατών μελών (A. Supiot).
Στην πραγματικότητα, επανερχόμαστε στο αρχικό δόγμα ότι η οικονομική ανάπτυξη θα είναι εκείνη που θα υποκαταστήσει τα κοινωνικά δικαιώματα, ενώ ο ρόλος των τελευταίων θα είναι περισσότερο επικουρικός. Η αμφισβήτηση του κοινωνικού κράτους δεν περιορίζεται μόνο στην έντασή του, αλλά εκτείνεται και στην ποιότητά του. Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως στη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ανεργία. Το ευαγγελιζόμενο νέο κοινωνικό κράτος είναι κάτι το διαφορετικό από αυτό που γνωρίσαμε μέχρι πρότινος και πάντως λιγότερο γενναιόδωρο. Πρόκειται γι’ ένα κοινωνικό κράτος με ροπή προς τα κάτω, με αποκλειστική αποστολή να απορροφήσει τις ακραίες δυσλειτουργίες της ελεύθερης αγοράς.
Μετά την πανδημία, ενόψει της κλιματικής αλλαγής και των νέων τεχνολογιών[4], η Ε.Ε. προσπάθησε δειλά – δειλά να επαναφέρει την κοινωνική πολιτική στο προσκήνιο. Πιο συγκεκριμένα, η κρίση γέννησε ένα Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο, τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων (2017) – μια συμβατική περισσότερο προσέγγιση («contractual approach» του κοινωνικού), με την έννοια της συμφωνημένης από όλους πολιτικής. Ένα restart για μια διαφορετική Κοινωνική Ευρώπη εκτός συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου[5]. Από μια άποψη, απορεί κανείς γιατί χρειαζόταν μια νέα διακήρυξη των κοινωνικών δικαιωμάτων τη στιγμή που έχουμε τα δικαιώματα αλληλεγγύης του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
Η κληρονομιά του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου λαμβάνει πλέον τη μορφή ενός πολιτικού σχεδίου, στο οποίο όλοι προσχωρούν[6]. Γίνεται λόγος για πυλώνα, δηλαδή για κάτι πολύ βασικό, θεμελιακό. Θέτει στόχους και έχει κυρίως ένα χαρακτήρα διαδικαστικό, αφού καθοδηγεί τη δράση της Ε.Ε. στο κοινωνικό πεδίο. Προδιαγράφει τα επόμενα βήματα της Ένωσης και αναμένει την ανταπόκριση των κρατών μελών. Οι 20 αρχές του Ευρωπαϊκού Πυλώνα θα αποτελέσουν τη βάση του ευρωπαϊκού κοινωνικού δικαίου. Το μεγαλύτερο μέρος του αναφέρεται στην κοινωνική προστασία, καθώς και στην κοινωνική ένταξη. Απευθύνεται δε για την υλοποίησή του στους εθνικούς νομοθέτες – μη θεσμοθετώντας νέες ενωσιακές αρμοδιότητες ούτε ατομικές αξιώσεις.
Για κάποιους, όχι αδίκως, πρόκειται για μια φιλελεύθερη ανάγνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων[7]. Χαρακτηριστική είναι ότι η πέμπτη αρχή του Ευρωπαϊκού Πυλώνα που καθιερώνει σε ανώτατο πλέον επίπεδο τη γνωστή «flexicurity» (ασφαλής και ευπροσάρμοστη απασχόληση). Μια ανθεκτική αντίληψη που παραμένει κυρίαρχο δόγμα της Κοινωνικής Ευρώπης, ακόμη και μετά από τις διαδοχικές και πρωτόγνωρες κρίσεις. Πρόκειται για ένα πάντρεμα δύο διαφορετικών στόχων που δύσκολα συμβιώνουν.
Η ευρωπαϊκή συναίνεση για την εξειδίκευση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα επετεύχθη στην Κοινωνική Σύνοδο Κορυφής στο Πόρτο (7 και 8 Μαΐου 2021) που καθόρισε την κοινωνική στρατηγική (agenda) για το 2030. Επαναπροσδιόρισε την Κοινωνική Ευρώπη εκ των άνω. Η Διακήρυξη του Πόρτο και το Σχέδιο Δράσης που συνδέθηκε με αυτή, αντί μιας ευρείας αναδιανομής του πλούτου και καταπολέμησης των ανισοτήτων, μετέτρεψε το κοινωνικό μοντέλο σε εργαλείο της οικονομικής πολιτικής. Η Κοινωνική Ευρώπη εμφανίζεται όχι ως αυτόνομος στόχος, ως άξονας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά ως επιθετικός προσδιορισμός της οικονομικής ανάπτυξης, ως «Μια Ευρώπη πιο πράσινη και κοινωνική»[8].
Καθορίστηκαν τρεις θεμελιώδεις στόχοι: απασχόληση, εκπαίδευση (δεξιότητες), φτώχεια[9]. Αυτό είναι το τρίπτυχο της νέας ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής. Στις 4 Μαρτίου 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το Σχέδιο Δράσης για τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων που εξειδικεύει τις αρχές του ΕΠΚΔ σε δράσεις και θέτει συγκεκριμένους στόχους που πρέπει να έχουν επιτευχθεί έως το 2030. Στη Σύνοδο αυτή, η Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι εκπρόσωποι της ΚτΠ (κοινωνία των πολιτών) και οι κοινωνικοί εταίροι (αναθέρμανση κοινωνικού διαλόγου) κατέληξαν στην «Κοινωνική δέσμευση του Πόρτο», με την οποία δεσμεύτηκαν να θέσουν τον ΕΠΚΔ στο επίκεντρο της στρατηγικής για μια χωρίς αποκλεισμούς, βιώσιμη, δίκαιη και πλούσια σε θέσεις εργασίας ανάκαμψη που θα βασίζεται σε μια ανταγωνιστική οικονομία και δεν θα αφήνει κανέναν πίσω[10].
Πέρα από την ανωτέρω στοχοθεσία, ποσοτικοποιήθηκε η υλοποίησή της. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον πρώτο στόχο, τουλάχιστον το 78% του πληθυσμού ηλικίας 20 έως 64 ετών θα πρέπει να απασχολείται έως το 2030. Σύμφωνα με το δεύτερο στόχο, τουλάχιστον το 60% όλων των ενηλίκων θα πρέπει να συμμετέχουν στην εκπαίδευση κάθε χρόνο. Στον εν λόγω στόχο περιλαμβάνονται και επιμέρους, ένας εκ των οποίων είναι ότι θα πρέπει τουλάχιστον το 80% των ατόμων ηλικίας 16-74 ετών να έχει βασικές ψηφιακές δεξιότητες, προϋπόθεση για ένταξη και συμμετοχή στην αγορά εργασίας και την κοινωνία σε μια ψηφιακά μετασχηματισμένη Ευρώπη. Ο τρίτος στόχος αφορά τον αριθμό των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό: θα πρέπει να μειωθεί κατά τουλάχιστον 15 εκατομμύρια έως το 2030. Σε άλλες εποχές θα μιλούσαμε για αύξηση μισθών, επάρκεια συντάξεων, αξιοπρεπή διαβίωση, υψηλού επιπέδου υγεία, κοινωνική στέγαση. Σήμερα, ο πήχης τοποθετήθηκε χαμηλά. Για την Ελλάδα είναι δύσκολο (ή δεν το επιθυμεί) να υλοποιήσει τους ανωτέρω στόχους, αφού βρίσκεται κάτω κι από τον πήχη: χαμηλοί μισθοί, υψηλή ανεργία (10,4 % Δεκ. 2023). Η συμμετοχή στην αγορά εργασίας είναι κάτω από το μέσο όρο της Ε.Ε. 61,8% έναντι 70,5% (Έκθεση ΙΟΒΕ). Μια ζωή, ανάμεσα στους «κακούς μαθητές» της Ευρώπης. Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα των ευρωεκλογών.
Αξίζει, προκειμένου να κατανοήσουμε τις πολιτικές και να αποσαφηνίσουμε «το κοινωνικό στοιχείο» των Συνθηκών, να ανατρέξουμε στην αρχαιολογία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, στις κρυμμένες ιδεολογικές καταβολές της[11]. Έντονα καλλιεργείται ένας μύθος ευρωπαϊκής οικοδόμησης ως αναχώματος στην αγγλοσαξονική βαρβαρότητα, στον αμερικάνικο υπερ-φιλελευθερισμό. Ωστόσο, πίσω από μια ευρωπαϊκή αυτο-ικανοποίηση κρύβεται μια άλλη πραγματικότητα. Όχι αντίθεσης αλλά σύμπλευσης. Δεν άλλαξε και σε μεγάλο βαθμό η φιλοσοφία της Ρώμης: η ευημερία προσεγγίζεται ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού κι ενός χώρου ελεύθερων συναλλαγών.
Ωστόσο, δεν επιτρέπεται πάντα ο πεσιμισμός. Ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων και το Σχέδιο Δράσης, αν και κινούνται στο χώρο του «μεταδικαίου»[12], φανερώνουν μια θέληση της Ένωσης για επανεργοποίηση της κοινωνικής οδού. Όλα αυτά θα πρέπει να τα γνωρίζουν οι ψηφοφόροι για να εκπέμψουν το μήνυμά τους. Η εκ των υστέρων μεμψιμοιρίες είναι δείγμα παθητικών θεατών. Τα κόμματα θα πρέπει να τοποθετηθούν πάνω στο ζήτημα της υλοποίησης του νέου αυτού ευρωπαϊκού καταλόγου κοινωνικών δικαιωμάτων και ταχθούν υπέρ μιας πιο προωθημένης ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής. Θέλοντας και μη το ευρωπαϊκό όραμα περνά μέσα από τις ευρωεκλογές που έχουν ένα έντονο εθνικό χρώμα.
«At the end of the day», ο οδικός χάρτης για την προώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας ταυτίζεται με την απορρόφηση της εθνικής αλληλεγγύης από την ενωσιακή. Όπως η αλληλεγγύη αποτελεί συστατικό της εθνικής ταυτότητας, έτσι θα πρέπει να εμποτίσει και την ευρωπαϊκή. Παρά τις εθνικές εσωστρέφειες, δεν θα πρέπει να σβήσει το όραμα μιας ευρωπαϊκής κοινωνικής ιθαγένειας (citoyenneté sociale européenne), μιας αλληλεγγύης στα όρια της Ευρώπης. Η ουτοπία του σήμερα είναι η πραγματικότητα του αύριο.
[1] Αν και, συχνά, η Ε.Ε. λειτουργεί ως τροχοπέδη στην προαγωγή της κοινωνικής προστασίας.
[2] Βλ. Deakin S., «Social rights in a globalized economy» στο Alston P. (επιμ.), Labour Rights as human rights, Οξφόρδη 2005, σ. 25.
[3] Βλ. Vandenbroucke F., «Why we need a European Social Union», Reflets et perspectives de la vie économique 2/2013 (ΤΟΜΕ LII), σ. 97.
[4] Βλ. Αγγελάκη Μ., «Η κοινωνική πολιτική την εποχή της πανδημίας (και μετά)», ΔτΚΑ 4/2021, σ. 824.
[5] Βλ. Becker U., «Le socle européen des droits sociaux … Analyse d’un outil original», Dr. soc. 2023, σ. 20.
[6] Βλ. Laulom S. –Lhernould J-P., «Quelle Europe sociale nous prépare le socle des droits sociaux?», RDT 2017, σ. 455.
[7] Βλ. Lhernould J-P., «Socle européen des droit sociaux: le discours et la méthode», RDT 2017, σ. 455.
[8] Βλ. Petit B., «Sommet social de Porto: le plein de légitimité avant les difficultés», Revue de l’Union européenne 2021, σ. 324.
[9] Βλ. Τσέτουρα Α., «Τα διακυβεύματα της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής», ΔτΚΑ 3/2022, σ. 661.
[10] Βλ., εκτενώς, Σωτηροπούλου Ν. στο ΔτΚΑ 1/2024 (υπό δημοσίευση).
[11] Πρόκειται για ηθελημένη συσκότιση γύρω από την καταβολή του όρου «κοινωνική οικονομία της αγοράς» που παρουσιάζεται ως συνώνυμο της Κοινωνικής Ευρώπης. Ο όρος αυτός αποτελεί έκφραση του γερμανικού νεοφιλελευθερισμού που δεν πρέπει να συγχέεται με τον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό, προήλθε από την ηγεμονία του δόγματος Ordoliberalismus (Περιοδικό Ordo που εξέφραζε τους θιασώτες της «soziale Marktwirtschaft», 1948). Δεν αρνείται το ισχυρό κράτος. Το τελευταίο πρέπει να αποτρέπει την υπερσυγκέντρωση της οικονομικής δύναμης, να κάνει σεβαστούς τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ο κρατικός παρεμβατισμός (θεσμική αγορά) γίνεται αντιληπτός όχι ως εμπόδιο στην αγορά, αλλά ως εργαλείο για σεβασμό των μηχανισμών της αγοράς και του ανταγωνισμού.
[12] Βλ. Petit B., ό.π., σ. 324.
Ο Άγγελος Στεργίου γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1957 στη Θεσσαλονίκη. Μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1980, έλαβε τον μεταπτυχιακό τίτλο D.E.A. στο Droit social του Πανεπιστημίου Paris I. Τον Δεκέμβριο 1985 αναγορεύτηκε Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Paris I - Panthéon- Sorbonne. Για τη διατριβή του βραβεύτηκε από το Centre Français de Droit Comparé. Αφού πέρασε από όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες, τον Δεκέμβριο 2005 εκλέχτηκε τακτικός Καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης. Από το 1982 είναι δικηγόρος στον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης.