Το παρόν κείμενο φιλοδοξεί να διατυπώσει μια πρόταση για την κατανόηση του αντικειμένου «συνταγματικό δίκαιο» και την ανασυγκρότηση της ελληνικής επιστήμης του συνταγματικού δικαίου. Η πρόταση βασίζεται στην επιλεκτική ανάγνωση συγκεκριμένων ρεαλιστικών ρευμάτων στο πεδίο της γενικής θεωρίας του δικαίου. Οι προκείμενές της αναπτύσσονται στην πρώτη ενότητα. Η δεύτερη ενότητα προβαίνει, μέσω της ανάλυσης μίας σειράς συγκεκριμένων ερμηνευτικών διαμαχών με αντικείμενο το καθ’ υπόθεση «αντικειμενικά αληθές» περιεχόμενο των συνταγματικών κανόνων, σε μία διάγνωση για την τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας. Η εν λόγω ανάλυση χρησιμοποιεί τα αναπτυχθέντα στην πρώτη ενότητα θεωρητικά εργαλεία. Η τρίτη και τελική ενότητα εκφράζει μια δέσμη γενικότερων σκέψεων για τη μορφή που θα μπορούσε να έχει μία, διαφορετική από την τρέχουσα, εξηγητική εκδοχή συνταγματικής θεωρίας. Η εκδοχή αυτή, στο μέτρο που επικεντρώνεται στο ερώτημα γιατί το συνταγματικό δίκαιο, κατανοούμενο ως πλέγμα εμπειρικών (και, πιο συγκεκριμένα, ψυχολογικών και κοινωνικών) γεγονότων με προσίδιες αιτιακές ιδιότητες, έχει τη μορφή και το περιεχόμενο που έχει, διαφέρει ουσιωδώς από την μάλλον κυρίαρχη στην εγχώρια επιστημονική συζήτηση κανονιστική εκδοχή. Η τελευταία, τουλάχιστον στις πλέον συνεπείς μορφές της, διατυπώνει και αιτιολογεί θέσεις για το υπολαμβανόμενο ως «αληθές» περιεχόμενο των συνταγματικών κανόνων, κατανοώντας τους τελευταίους ως αφηρημένες κανονιστικές οντότητες που κείνται εκτός της εμπειρικής πραγματικότητας ή, πάντως, δεν μπορούν να αναχθούν σε κανένα από τα γνωρίσματα της τελευταίας (π.χ. στις νοητικές/ψυχολογικές αναπαραστάσεις περί κανόνων που έχουν τα υποκείμενα). Εξάλλου, η γνώση των εν λόγω οντοτήτων υποτίθεται ότι καθίσταται δυνατή ιδίως μέσω της κατασκευής περισσότερο ή λιγότερο συστηματικών κανονιστικών ερμηνευτικών θεωριών, στη συγκρότηση των οποίων κρίσιμο ρόλο συνήθως παίζουν διάφορα ηθικο-πολιτικά επιχειρήματα. Ο ρόλος των τελευταίων συνίσταται στο ότι καθοδηγούν, μαζί με άλλους παράγοντες (γενικές ερμηνευτικές παραδοχές, κρατούσα σε κάποιο πεδίο ζητημάτων νομολογιακή γραμμή που πρέπει να ληφθεί υπόψη έστω ως ρεαλιστικός περιορισμός των φιλοδοξιών του ερμηνευτή) την ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου ως πηγής των κανόνων. Έτσι, τα εν λόγω επιχειρήματα υποτίθεται ότι κατατείνουν στον προσδιορισμό της εκάστοτε θεωρούμενης ως (μοναδικά) «ορθής» συνταγματικής ερμηνευτικής λύσης, και στον αποκλεισμό της (ή των) «λανθασμένης» («λανθασμένων») εναλλακτικής λύσης (εναλλακτικών λύσεων). Με άλλες λέξεις, στην κυρίαρχη εκδοχή συνταγματικής θεωρίας ο προσδιορισμός του υποτίθεται μοναδικά «ορθού» περιεχομένου των συνταγματικών κανόνων μέσω μιας, είτε αμιγούς, είτε κατά κύριο λόγο κανονιστικής επιχειρηματολογίας, έχει σχεδόν απόλυτη προτεραιότητα έναντι της περιγραφής, της κατανόησης, και εν τέλει της, πρωτίστως αιτιακής, εξήγησης των συνταγματικών πραγμάτων ως σύνθετων δεσμίδων κοινωνικών και ψυχολογικών γεγονότων που παράγουν, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η παρούσα συμβολή προτείνει την αντιστροφή της εν λόγω σειράς προτεραιοτήτων.

Ι. Νομικός ρεαλισμός: από τον σκεπτικισμό στην περιγραφή και την εξήγηση.

Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να συγκροτηθεί μία περιγραφική και εξηγητική θεωρία του συνταγματικού δικαίου. Κατά βάση, οι τρόποι αυτοί εξαρτώνται, πρώτον, από το πώς ερμηνεύει κανείς τους όρους «περιγραφή» και «εξήγηση», και, δεύτερον, από το πώς αντιλαμβάνεται το (ή τα) αντικείμενο (-α) της περιγραφής και της εξήγησης. Την πλέον κλασσική και εννοιολογικά συνεπή αφετηρία μιας πρώτης προσέγγισης αυτών των θεματικών μας παρέχει το έργο του Χανς Κέλσεν (Hans Kelsen).[1] Η θεωρία του Κέλσεν βασίζεται σε μια θεμελιώδη διάκριση μεταξύ, αφενός, της νομικής δογματικής, ως επιστημικής δραστηριότητας που κατατείνει στη γνώση και περιγραφή μη-εμπειρικών κανόνων και, αφετέρου, των κοινωνικών επιστημών, ως επιστημικών δραστηριοτήτων που κατατείνουν στην αιτιακή εξήγηση των εμπειρικά διαπιστούμενων πράξεων στις οποίες προβαίνουν οι νομικώς δρώντες. Η διάκριση θεμελιώνεται, με τη σειρά της, στη διαφορά των αντικειμένων των εν λόγω δραστηριοτήτων. Στο σχήμα του Κέλσεν, από τη μια πλευρά, η «επιστήμη του συνταγματικού δικαίου», ως τμήμα της νομικής δογματικής, έχει ως αντικείμενο την αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή των συνταγματικών κανόνων, νοούμενων ως υπερεμπειρικών «πλατωνικών»[2] νοηματικών οντοτήτων, που κείνται εκτός τόπου και χρόνου, δεν διαθέτουν αιτιακές ιδιότητες και δεν μπορούν να αναχθούν σε νοητικά/ψυχολογικά γεγονότα, όπως, φερ’ ειπείν, σε νοητικές αναπαραστάσεις περί κανόνων.[3]  Με δεδομένο ότι οι κανόνες δεν νοούνται ως εμπειρικά αντικείμενα, η κατά τα ως άνω περιγραφή τους υποτίθεται ότι καθίσταται δυνατή μέσω του προσδιορισμού του περιεχομένου τους. Περαιτέρω, το εν λόγω περιεχόμενο υποτίθεται ότι προσδιορίζεται «αντικειμενικά» από το νομικό σύστημα και δεν ταυτίζεται με τις νοητικές αναπαραστάσεις που έχουν τα εκάστοτε υποκείμενα ως προς αυτό (π.χ. με τις πεποιθήσεις περί κανόνων). Οι τελευταίες αποτελούν ψυχολογικά, και επομένως εμπειρικά, αντικείμενα διακριτά από τους κανόνες νοούμενους ως αφηρημένα, και επομένως ως μη-ψυχολογικά, αντικείμενα.

Από την άλλη πλευρά, το κελσενικό σχήμα αιτιολογεί και έναν συγκεκριμένο καταμερισμό επιστημικής εργασίας, που χαρακτηρίζεται από την προτεραιότητα της νομικής δογματικής. Πιο συγκεκριμένα, η νομική δογματική, της οποίας το αντικείμενο είναι, κατά τα ως άνω, μη-εμπειρικό, καθιστά δυνατή την εμπειρική περιγραφή και αιτιακή εξήγηση τόσο της συμπεριφοράς των νομικών δρώντων όσο και των δομών – θεσμικών ή άλλων – εντός των οποίων η συμπεριφορά των δρώντων λαμβάνει χώρα, στο μέτρο που υποτίθεται ότι καθιστά δυνατή την εμπειρική ταυτοποίηση των εκάστοτε νομικών δρώντων μέσω της ταυτοποίησης του περιεχομένου των (μη-εμπειρικών) κανόνων δικαίου (συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών κανόνων) που συγκροτούν τους νομικώς δρώντες ως όργανα και τους παρέχουν αρμοδιότητες.[4] Για να το θέσουμε με πιο απλά λόγια: Κατά τον Κέλσεν, για να μπορέσουμε να περιγράψουμε εμπειρικά τις πράξεις του χ δικαστηρίου, ως δικαστηρίου, πρέπει πρώτα να εντοπίσουμε τον μη-εμπειρικό αφηρημένο κανόνα δικαίου (φερ’ ειπείν, έναν κανόνα που συγκροτεί το χ ως δικαστήριο αρμόδιο να επιλύει, ας πούμε, τις διαφορές της κατηγορίας ψ) που να μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε τις πράξεις κάποιων ατόμων, όχι ως νομικώς αδιάφορες κινήσεις ανθρώπινων σωμάτων στο χώρο και τον χρόνο αλλά, ακριβώς, ως νομικά διαφέρουσες πράξεις του δικαστηρίου χ. Πάντως, καίτοι η νομική δογματική διαθέτει, στο σχήμα αυτό, εννοιολογική προτεραιότητα έναντι των εμπειρικών/αιτιακών κοινωνικο-επιστημονικών προσεγγίσεων, ουδόλως αποκλείει επιστημολογικά την προσφυγή σε μια στιβαρή κοινωνικοεπιστημονική ανάλυση.[5] Συνακόλουθα, ακόμη και αν εκκινήσει κανείς από την ορθόδοξη κελσενική θέση, είναι δυνατή η χρήση της πλήρους γκάμας των ποσοτικών και ποιοτικών μεθόδων που προσφέρουν οι σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες με στόχο τη συστηματική καταγραφή και την αιτιακή εξήγηση της συμπεριφοράς, επί παραδείγματι, των ανώτατων δικαστηρίων μιας χώρας ή άλλων σημαντικών συνταγματικών δρώντων (ας πούμε, της κυβέρνησης), ιδίως όταν, κατά τα φαινόμενα, οι τελευταίοι παρακινούνται σε συγκεκριμένες συμπεριφορές επί τη βάσει νοητικών αναπαραστάσεων (π.χ. πεποιθήσεων) περί του νομικώς ορθού και εσφαλμένου.[6]

Επισημαίνοντας ότι η άρθρωση μιας συστηματικής κοινωνικο-επιστημονικής προσέγγισης, ακόμη και στο πλαίσιο της, κελσενικής οπτικής, θα αποτελούσε σημαντική πρόοδο ως προς την κατανόηση της συμπεριφοράς των δρώντων στα ελληνικά συγκείμενα, στο παρόν άρθρο εκκινώ από μια δέσμη πιο ριζοσπαστικών σκεπτικιστικών θέσεων. Συγκεκριμένα, ισχυρίζομαι ότι το αντικείμενο της νομικής δογματικής, αν το τελευταίο κατανοηθεί υπό την πλέον εννοιολογικά συνεπή εκδοχή του, ήτοι ως σύστημα αφηρημένων και υπερεμπειρικών κανόνων δικαίου, είτε δεν υφίσταται είτε, και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι υφίσταται, πάντως, δεν μπορεί να γίνει γνωστό (είτε εν γένει, είτε στις λεγόμενες «δυσχερείς υποθέσεις») με τις μεθόδους της νομικής δογματικής, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται, κατ’ εξοχήν, και η ηθικο-πολιτική επιχειρηματολογία. Αν αυτές οι θέσεις γίνουν δεκτές,[7] έπεται ότι η μόνη δυνατή επιστημονική προσέγγιση του αντικειμένου «δίκαιο», και άρα και του αντικειμένου «συνταγματικό δίκαιο» ως τμήματος του πρώτου, είναι μια εμπειρική κοινωνικο-επιστημονική προσέγγιση, η οποία αντικαθιστά την αντίληψη των κανόνων δικαίου ως «διακριτών» πλατωνικών αντικειμένων με εμπειρικά αντικείμενα και, συγκεκριμένα, με τις πεποιθήσεις των δρώντων περί νομικών κανόνων. Ο στόχος της είναι, πρώτον, να εντοπιστεί το περιεχόμενο των εν λόγω πεποιθήσεων, το οποίο καθίσταται προσβάσιμο μέσω της ερμηνείας, περιγραφής και εξήγησης των (γλωσσικών και εξωγλωσσικών) πράξεων των δρώντων και, δεύτερον, το περιεχόμενο αυτό να εξηγηθεί αιτιακά με χρήση των εμπειρικών εργαλείων που παρέχουν οι κοινωνικές επιστήμες. Οι πιο ριζοσπαστικές αυτές θέσεις έχουν κατεξοχήν υποστηριχθεί από στοχαστές που εγγράφονται στα πολυσχιδή ρεύματα σκέψης του νομικού ρεαλισμού, στην αδρομερή εξέταση των οποίων και περνώ αμέσως.

Στην ιστορία της σύγχρονης νομικής σκέψης, ο όρος «νομικός ρεαλισμός» χρησιμοποιείται συμβατικά για να υποδηλώσει τα ρεύματα που, εν πολλοίς, διατύπωσαν ένα σύνολο πολύπλευρων σκεπτικιστικών θέσεων και, επί τη βάσει αυτών, στράφηκαν εναντίον των φορμαλιστικών ερμηνευτικών θεωριών που κυριάρχησαν στη Γερμανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.[8] Αν θελήσουμε να εμμείνουμε στην παραδοσιακή τυπολογία, η κλασσική διάκριση, εν προκειμένω, γίνεται μεταξύ Αμερικανικού και Σκανδιναβικού νομικού ρεαλισμού,[9] που υποτίθεται ότι ανήκουν στο ευρύτερο και ενιαίο θεωρητικό πεδίο του νομικού ρεαλισμού. Η τυπολογία αυτή έχει πρόσφατα αποτελέσει αντικείμενο βάσιμης κριτικής από έγκριτους μελετητές,[10] που επισήμαναν ότι οι Αμερικανοί και οι Σκανδιναβοί νομικοί ρεαλιστές δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, να εμφορούνται από ένα στοιχειωδώς ενοποιημένο πλέγμα θεωρητικών αντιλήψεων ως προς τις ιδιότητες του αντικειμένου «δίκαιο».[11] Κατά την άποψη αυτή, η ενότητα σκέψης, που υποδηλώνει η χρήση του όρου «νομικός ρεαλισμός», είναι πλασματική και επιφανειακή. Από τη μια πλευρά, οι Αμερικανοί νομικοί ρεαλιστές δεν φαίνεται να παίρνουν θέση ως προς το κρίσιμο για την αναλυτική φιλοσοφία του δικαίου ερώτημα περί της «φύσης του δικαίου» και, στο μέτρο που απαντούν υπόρρητα στο ερώτημα αυτό, μάλλον πρέπει να θεωρηθούν ως (όχι ιδιαίτερα εκλεπτυσμένοι) νομικοί θετικιστές.[12] Από την άλλη πλευρά, οι Σκανδιναβοί θέτουν, μεν, κατεξοχήν ζητήματα οντολογίας του δικαίου, τα οποία ανήκουν στο πεδίο της αναλυτικής φιλοσοφίας του δικαίου, αλλά τα προσεγγίζουν σε ένα μάλλον αφηρημένο φιλοσοφικό επίπεδο,[13] και, πάντως, όχι υιοθετώντας την οπτική γωνία των νομικών της πράξης, σε αντίθεση με τους Αμερικανούς στοχαστές. Τώρα, όλως ανεξαρτήτως του αν η εύλογη αυτή, και μάλλον επικρατούσα, ερμηνεία των ρεαλιστικών θεωριών είναι τελικώς και ορθή, στις αναπτύξεις που ακολουθούν δεν πρόκειται να πάρω θέση ως προς το ζήτημα της σχέσης Αμερικανικού και Σκανδιναβικού νομικού ρεαλισμού, που εκφεύγει κατά πολύ των στόχων του άρθρου. Συναφώς, δεν θα προβώ σε μια λεπτομερή ιστορική ανάλυση των ρεαλιστικών ρευμάτων σκέψης του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Σε όσα ακολουθούν απλώς εμπνέομαι από τις θέσεις των εν λόγω ρευμάτων τις οποίες και θεωρώ ως κατεξοχήν υποστηρίξιμες, ώστε να κατασκευάσω και να προτείνω μία θεωρία που, πρώτον, είναι «ρεαλιστική», τουλάχιστον, υπό την έννοια, ότι χρησιμοποιεί κεντρικά στοιχεία των συμβατικά θεωρούμενων ως ρεαλιστικών παραδόσεων σκέψης, και, δεύτερον, είναι σχετικά συνεκτική.

Πιο συγκεκριμένα, το βασικό σχήμα υπέρ του οποίου συνηγορώ συνθέτει τις αντιλήψεις των Αμερικανών και των Σκανδιναβών ρεαλιστών ως εξής: Αφενός, ο Αμερικανικός νομικός ρεαλισμός διατυπώνει ένα πλέγμα πειστικών σκεπτικιστικών θέσεων ως προς τη νομική επιστημολογία, δηλαδή ως προς το ερώτημα αν οι παραδοσιακές νομικές μέθοδοι επαρκούν για τη γνώση των νομικών κανόνων ως υπερεμπειρικών οντοτήτων, απαντώντας στο ερώτημα αυτό αρνητικά είτε εν γένει (στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές του), είτε ως προς ένα σημαντικό υποσύνολο ερμηνευτικών ζητημάτων σχετικών με την ταυτοποίηση του περιεχομένου ή/και με την εφαρμογή των ήδη ταυτοποιημένων κανόνων στις λεγόμενες «δυσχερείς υποθέσεις».[14] Αφετέρου, ο Σκανδιναβικός νομικός ρεαλισμός, ιδίως, δε, ο Αλφ Ρος (Alf Ross) από το έργο του οποίου και, κυρίως, εμπνέομαι,[15] προτείνει στο οντολογικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο του «τι είναι το δίκαιο» και όχι του «πώς μπορούμε να το γνωρίσουμε», την αντικατάσταση των κανόνων δικαίου νοούμενων ως υπερεμπειρικών οντοτήτων από αμιγώς εμπειρικές οντότητες, οι οποίες και μπορούν να γίνουν γνωστές μέσω των κοινωνικών επιστημών (επιστήμες που περιλαμβάνουν, π.χ., την κοινωνιολογία, τα οικονομικά, την πολιτική επιστήμη, την κοινωνική ανθρωπολογία και την ιστορία). Το εν λόγω διάβημα, εν τέλει, συνεπάγεται ότι η παραδοσιακή νομική δογματική, ως δραστηριότητα επιστημονικής γνώσης των κανόνων, αντικαθίσταται πλήρως από εμπειρικές κοινωνικοεπιστημονικές προσεγγίσεις των νομικών πρακτικών. Καίτοι, επομένως, οι θέσεις Αμερικανών και Σκανδιναβών νομικών ρεαλιστών δεν συμπίπτουν ακριβώς, αφού οι συγγραφείς που εγγράφονται σε αυτά τα ρεύματα απαντούν σε σχετικώς διακριτά ερωτήματα, πάντως είναι τουλάχιστον λογικά συμβατές μεταξύ τους και, επιπλέον, εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι αλληλοενισχύονται Τούτο, ιδίως, διότι ο επιστημολογικός σκεπτικισμός μπορεί να αποτελέσει μία από τις πλέον σημαντικές βάσεις δικαιολόγησης μιας εμπειρικής κοινωνικοεπιστημονικής προσέγγισης ως διαβήματος αντικατάστασης της παραδοσιακής κανονιστικής νομικής δογματικής.[16] Το σκεπτικό, εν τάχει, είναι το εξής: Αφού το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται η νομική δογματική δεν μπορεί να γνωσθεί επιστημονικώς και με τον απαιτούμενο βαθμό ασφάλειας είτε εν γένει είτε εν μέρει,[17] με αποτέλεσμα να αμφισβητείται βάσιμα αν το εν λόγο αντικείμενο εν τέλει έχει αντικειμενική υπόσταση, τουλάχιστον μπορεί να γνωσθεί επιστημονικά η νομική πρακτική ως γλωσσική, ψυχολογική και κοινωνική δραστηριότητα.

Ξεκινώντας, τώρα, από τον Αμερικανικό ρεαλισμό, και συνοψίζοντας (αναγκαστικά με σχηματικό τρόπο) ένα πλέγμα κάποτε ετερογενών θέσεων,[18] μπορούμε να πούμε ότι οι Αμερικανοί νομικοί ρεαλιστές επικεντρώθηκαν στην εμπειρική ανάλυση της δικανικής κρίσης, ιδίως, των ανώτερων και ανώτατων δικαστηρίων. Η ανάλυση αυτή έδειξε, κατά τους ρεαλιστές, ότι τα ανώτερα και ανώτατα δικαστήρια, παρότι αναπτύσσουν, καταρχήν, φορμαλιστική ρητορική πάντως δεν έχουν φορμαλιστική πρακτική. Με τον όρο «φορμαλισμός» εννοούμε εδώ, έστω απλοποιώντας κάπως, ότι τα δικαστήρια φαίνεται να λένε ανοικτά ή έστω να υπαινίσσονται ότι υπάρχει «μία και μόνη» ορθή ερμηνεία των πηγών του δικαίου που μπορεί να καθοδηγήσει την «μία και μόνη» ορθή επίλυση κάθε επιμέρους βιοτικού περιστατικού.  Πιο συγκεκριμένα, στις περισσότερες περιπτώσεις υποθέσεων που άγονται ενώπιον ανώτερων και ανώτατων δικαστηρίων, οι μορφές νομικής επιχειρηματολογίας (και «νομικής μεθόδου»), που γίνονται ευρύτατα αποδεκτές από την προσίδια κοινότητα ειδικών, μπορούν, κατά κανόνα, να δικαιολογήσουν τουλάχιστον δύο διαφορετικές και – συνηθέστατα – αντιθετικές αλυσίδες νομικών συλλογισμών, που να οδηγούν σε διαφορετικά (και, συνηθέστατα, σε αντιθετικά) συμπεράσματα. Έτσι, καταλήγουν να υφίστανται τουλάχιστον δύο και ίσως και περισσότερες δυνατές «νομικώς ορθές λύσεις».[19] Εξάλλου, οι Αμερικανοί ρεαλιστές επίσης διαπίστωσαν, μέσω της εμπειρικής ανάλυσης, ότι υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες, καίτοι η κοινότητα των νομικών θα ανέμενε την επιλογή από τους δικαστές της μίας και μοναδικής «ορθής ερμηνευτικής λύσης», τα δικαστήρια διατυπώνουν, κατά συστηματικό τρόπο, κάποια άλλη τρίτη, η υιοθέτηση της οποίας εξηγείται μόνο μέσω της προσφυγής σε «εξωνομικούς» αιτιακούς παράγοντες.[20]

Στη βάση αυτής της ανάλυσης, οι Αμερικανοί ρεαλιστές διατύπωσαν δύο ειδών σκεπτικιστικές θέσεις ως προς τους κανόνες δικαίου.

Πρώτον, υποστήριξαν ότι, σε πολλές περιπτώσεις και, πάντως, σε πολύ περισσότερες από εκείνες για τις οποίες άφηναν περιθώριο οι τότε κυρίαρχες, ιδίως στις νομικές σχολές, φορμαλιστικές θεωρίες, το δίκαιο ενέχει κάποιου είδους απροσδιοριστία. Αυτό, καταρχάς, υπό την έννοια ότι η ερμηνεία των πηγών του δικαίου με χρήση των μεθόδων που γίνονται συμβατικά αποδεκτές από την εκάστοτε κοινότητα των νομικών συχνότατα καταλήγει στη διατύπωση περισσότερων του ενός δυνητικών κανόνων που μπορούν να «συναχθούν ερμηνευτικά» (με μη λογικά δεσμευτικό τρόπο) από την ίδια πηγή (π.χ., από ένα άρθρο του συντάγματος ή από μια διάταξη νόμου), ενώ οι κανόνες αυτοί μπορεί κάλλιστα να βρίσκονται σε σχέση λογικής αντίφασης ή, έστω, πρακτικής αντινομίας.[21] Παράλληλα, η χρήση των παραδεδεγμένων μεθόδων ερμηνείας δεν παρέχει την πρακτική[22] δυνατότητα να αποδειχθεί ότι αποκλειστικώς μία ερμηνεία είναι «ανώτερη» της άλλης (ή των άλλων). Πέραν τούτου, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, δεν επιτυγχάνεται συναίνεση μεταξύ των ερμηνευτών ως προς το «αληθές νόημα» των πηγών ή ως προς τη φύση, λειτουργία και ιεράρχηση των μεθόδων ερμηνείας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν «μετακανόνων» που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ρυθμίζουν την επιλογή πιθανών ερμηνειών σε περιπτώσεις συγκρούσεων μεταξύ μεθόδων ερμηνείας. Εναλλακτικά, και όταν ακόμη τέτοια συναίνεση επιτυγχάνεται, πάντως είναι συνήθως πρόσκαιρη και μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου, συμπεριλαμβανομένης και της όποιας συναίνεσης μπορεί να επιτυγχάνεται ως προς την ιεράρχηση των μεθόδων ερμηνείας.[23]

Φυσικά, πρακτικά τα ζητήματα αυτά επιλύονται συνηθέστατα de facto, μέσα από την επικράτηση κάποιας ερμηνείας που προτείνεται και επιβάλλεται «ως ορθή» από κάποιον ισχυρό δρώντα.[24] Συνήθως θα πρόκειται για κάποιο ανώτατο δικαστήριο αλλά, γενικότερα, μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει τη δυνατότητα να επιβάλει τη δική του αντίληψη περί του νοήματος κάποιας διάταξης, μεταβάλλοντας τις συναφείς με το εν λόγω νόημα πεποιθήσεις τρίτων (είτε όλων, είτε των περισσότερων, είτε a minimis εκείνων των οποίων οι πεποιθήσεις είναι οι πλέον κρίσιμες, φερ’ ειπείν των κρατικών αξιωματούχων που ελέγχουν το μονοπώλιο του νόμιμου καταναγκασμού). Ο κρίσιμος παράγοντας, εν προκειμένω, είναι ότι όλοι αυτοί οι τρίτοι, σταδιακά πλέον, αναγνωρίζουν την προταθείσα αντίληψη ως τη μόνη «ορθή» και απορρίπτουν ως «λανθασμένη» ακόμη και την άποψη που, μέχρι τότε, αντιμετώπιζαν ως «ορθή». Η διαδικασία αυτή (επανα)προσδιορισμού των πεποιθήσεων των τρίτων περί νομικής «ορθότητας», την οποία κάθε νομικός της πράξης γνωρίζει καλά, ρίχνει κι άλλο νερό στον μύλο του επιστημολογικού σκεπτικισμού, αφού υποδηλώνει ότι οι πεποιθήσεις των ερμηνευτών ως προς το «νομικά αληθές», στην πράξη, δεν ρυθμίζονται από κάποιο ιδεώδες αντικειμενικής ορθότητας, αλλά, σε τελική ανάλυση, απλώς προκαλούνται από σχετικώς τυχαία και πάντως αυθαίρετα συμβάντα όπως, π.χ., από το γεγονός ότι, με την δικαστική απόφαση χ, που – καθ’ υπόθεσίν – αποτελεί πλέον αμετάκλητο δικαστικό προηγούμενο, έτυχε να επικρατήσει η ερμηνεία ψ, που θεωρούνταν από κάποιους «λανθασμένη», και όχι η ω, που θεωρούνταν από κάποιους άλλους η «ορθή».[25] Περαιτέρω, και όταν ακόμη υφίσταται συναίνεση ως προς το ποιος ή ποιοι κανόνες συνάγονται ερμηνευτικά από τις πηγές, παραμένει το πρόβλημα της εφαρμογής τους στην εκάστοτε περίπτωση, εφαρμογή που, επίσης, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εύλογης διαφωνίας και να αφήσει σημαντικά περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στον ερμηνευτή.[26] Δεύτερον, οι Αμερικανοί ρεαλιστές υποστήριξαν τη θέση ότι, ακόμη και για τα ζητήματα ως προς τα οποία υπάρχει ευρύτατη συναίνεση εντός της κοινότητας  των ερμηνευτών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστών, και για τα οποία γίνεται συνεπώς δεκτή κάποια «μοναδικώς ορθή» ερμηνεία των πηγών (ή, πέραν της ερμηνείας, μοναδικώς ορθή εφαρμογή του συναχθέντος από τις πηγές κανόνα στα συγκείμενα μιας συγκεκριμένης βιοτικής περίπτωσης), πάντως αυτή ή ερμηνεία ή εφαρμογή αρκετές φορές δεν ασκούν αιτιώδη επιρροή στη δικανική κρίση. Αντίθετα, ασκούν αιτιώδη επιρροή τόσο οι πεποιθήσεις των δικαστών (και των άλλων ερμηνευτών) για το ποια είναι η ορθή (κατ’ αυτούς) ερμηνεία των πηγών, ακόμη και αν είναι η ακριβώς αντίθετη από εκείνη που αποδέχεται ως ορθή η κοινότητα των ερμηνευτών ως όλον, όσο και άλλες, εντελώς άσχετες με τις πηγές, πεποιθήσεις που οι ερμηνευτές τυχόν έχουν, όπως, π.χ., πεποιθήσεις για τα συναλλακτικά ήθη, την κοινωνική ή ατομική ηθική, ή πολιτικές πεποιθήσεις εν ευρεία ή εν στενή εννοία.[27] Για να περιγράψουν τέτοιες περιπτώσεις, οι Αμερικανοί νομικοί ρεαλιστές χρησιμοποίησαν τη διάκριση μεταξύ «χάρτινων» κανόνων, δηλαδή κανόνων ως προς το περιεχόμενο των οποίων υφίσταται μεν consensus (ή/και το ερμηνευτικό ζήτημα φαίνεται να λύνεται ευχερώς με χρήση των ευρέως αποδεκτών νομικών μεθόδων) αλλά δεν εφαρμόζονται από τα δικαστήρια (και εν γένει τους κρατικούς αξιωματούχους) και «πραγματικών» κανόνων, δηλαδή εκείνων που όντως εφαρμόζονται.[28] Στις περιπτώσεις αυτές, η αιτιακή επιρροή που ασκεί ο σαφής μεν πλην «χάρτινος» κανόνας είναι περιορισμένη ή/και μηδαμινή, ενώ ο κανόνας που όντως ασκεί αιτιακή επιρροή είναι ο (διαφορετικός από τον προηγούμενο) «πραγματικός» κανόνας, το περιεχόμενο του οποίου μπορεί να συναχθεί μόνο από την πρακτική των δικαστηρίων ή και των άλλων κρατικών αρχών και όχι από την ερμηνεία των μη νομολογιακών πηγών του δικαίου.

Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι κανείς αποδέχεται τα ανωτέρω σκεπτικιστικά επιχειρήματα, που αφορούν στη σχέση πηγών/κανόνων είτε εν γένει, είτε για ένα πιο περιορισμένο αλλά ποσοτικά σημαντικό υποσύνολο ερμηνευτικών ζητημάτων, δηλαδή σε ό,τι αφορά τις λεγόμενες «δυσχερείς υποθέσεις» (αν και φυσικά συνηθέστατα υπάρχει εύλογη διαφωνία για το ποιες και πόσες ακριβώς είναι οι τελευταίες). Τι συνέπειες μπορεί να έχει η εν λόγω αποδοχή ως προς τη δυνατότητα συγκρότησης της επιστήμης του δικαίου; Μία πρώτη πιθανή στάση, που απαντάται στους οπαδούς των πιο εκλεπτυσμένων μορφών νομικού θετικισμού, συνίσταται στην επιχείρηση διάσωσης της παραδοσιακής νομικής δογματικής, νοούμενης ως δραστηριότητας ηθικά ουδέτερης περιγραφής των νομικών κανόνων, μέσω της περιστολής του αντικειμένου της τελευταίας. Κατά την άποψη αυτή, η περιγραφή των κανόνων είναι μεν δυνατή, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά το υποσύνολο των ερμηνευτικών περιπτώσεων ως προς τις οποίες υπάρχει ευρύτατη συναίνεση αναφορικά με το περιεχόμενο των κανόνων, όπερ συνεπάγεται ότι το τελευταίο και μόνο μπορεί να προσδιοριστεί με τον κατάλληλο βαθμό επιστημικής βεβαιότητας.[29] Παράλληλα, αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο η επιστήμη του δικαίου να μπορεί να αποκτήσει και την πρόσθετη λειτουργία καταγραφής των «πιθανών», με βάση τις γενικώς παραδεδεγμένες μεθόδους, ερμηνειών των πηγών, από τις οποίες μπορεί να συνάγονται περισσότεροι του ενός δυνητικοί κανόνες. Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, η αξιολογική ουδετερότητα της νομικής επιστήμης επιβάλλει την απλή περιγραφή ερμηνευτικών δυνατοτήτων, χωρίς να λαμβάνεται, επιπλέον, και θέση ως προς το ποια από τις νομικά επιτρεπτές ερμηνείες των πηγών είναι η «ορθή».[30]

Μια δεύτερη στάση επιχειρεί επίσης να διασώσει τη νομική δογματική, αλλά, παράλληλα, απορρίπτει κάθε ιδέα έστω και μερικής απροσδιοριστίας του δικαίου, ενώ επιμένει και στην παραδοσιακή φορμαλιστική θέση, σύμφωνα με την οποία για κάθε ερμηνευτικό ζήτημα που αφορά στο νόημα των πηγών, αλλά και για κάθε ζήτημα εφαρμογής των κανόνων, υφίσταται «μία και μόνη ορθή λύση». Παράλληλα, επιχειρεί να αποφύγει τις σκεπτικιστικές συνέπειες της προσκόλλησης στις παραδοσιακές επιχειρηματολογικές νομικές μεθόδους, πρωτίστως εμπλουτίζοντας τις τελευταίες μέσω της απευθείας προσφυγής σε ηθικο-πολιτικά επιχειρήματα, ιδίως, δε, μέσω της επίκλησης ηθικών αρχών.[31] Στο μέτρο που οι εν λόγω ηθικές αρχές θεωρούνται, από όσους προτείνουν την εν λόγω λύση, αντικειμενικές, υποτίθεται ότι παρέχεται έτσι απάντηση και στις απορίες της πιο παραδοσιακής προσέγγισης.[32] Μάλιστα, προτείνεται, in extremis, η άποψη ότι οι ηθικές αρχές δεν αποτελούν απλώς βοηθητικά εργαλεία για την ερμηνεία ή συμπλήρωση της ερμηνείας των πηγών, μόνο όταν ανακύπτουν ζητήματα που αφορούν σε «δυσχερείς υποθέσεις», αλλά, αντίθετα, αποτελούν τον πρωταρχικό καθοριστικό παράγοντα του νομικού νοήματος των πηγών, και, ίσως, ακόμη και της ίδιας της ταυτοποίησής τους ως πηγών δικαίου.[33] Οι εν λόγω προκείμενες καταλήγουν μεν να διασώζουν μια κάποια εκδοχή της νομικής δογματικής, αλλά, πάντως, όχι ως αυθύπαρκτης επιστημικής πρακτικής. Στο συγκεκριμένο σχήμα σκέψης, η νομική δογματική καθίσταται τμήμα της εφαρμοσμένης ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας, ως δραστηριότητας ανακάλυψης του αληθινού νοήματος ηθικών αρχών.[34] Με άλλα λόγια, στο σχήμα αυτό οι καθ’ υπόθεση αντικειμενικές ηθικές αξίες καθοδηγούν επιστημικά και πρακτικά τη νομική δογματική, και η περιώνυμη – τουλάχιστον κατά τους θετικιστές – εννοιολογική διάκριση δικαίου και ηθικής σχετικοποιείται, αν δεν εκμηδενίζεται πλήρως.[35]

Ωστόσο, υπάρχει και μία ακόμη – σκεπτικιστική – στάση, που μπορεί να υιοθετηθεί εν προκειμένω, ιδίως από όσους θεωρούν, καταρχάς, ότι δεν υφίστανται αντικειμενικές ηθικές αξίες και αρχές,[36] με αποτέλεσμα η δεύτερη προσέγγιση που παρουσιάστηκε ω να είναι καταδικασμένη σε επιστημολογική αποτυχία,[37] και, στη συνέχεια, ότι το εύρος της απροσδιοριστίας των πηγών του δικαίου είναι αρκετά ή και πολύ μεγαλύτερο από όσο φαίνεται να υπαινίσσεται η πρώτη άποψη. Σημαντικό, εξάλλου, ρόλο στην αιτιολόγηση της επίμαχης σκεπτικιστικής στάσης παίζει και η απόρριψη της μη-φυσιοκρατικής αντίληψης σύμφωνα με την οποία η νομική δογματική σκοπεί στην περιγραφή του περιεχομένου κανόνων που νοούνται ως αφηρημένα υπερεμπειρικά αντικείμενα τοποθετημένα εκτός τόπου και χρόνου και στερούνται αιτιακών ιδιοτήτων.[38] Αντίθετα, η εν λόγω στάση εκκινεί από την υιοθέτηση, στο πεδίο της θεωρίας του δικαίου, μιας φυσιοκρατικής οντολογικής αντίληψης, η οποία, μέσω της προσφυγής στις πλέον εξηγητικά και προβλεπτικά επιτυχημένες κοινωνικές και φυσικές επιστήμες, περιορίζει το εύρος των οντοτήτων στην ύπαρξη των οποίων οφείλουμε να πιστεύουμε[39] και, επομένως, ορίζει το δίκαιο και το νομικό σύστημα ως σύνολο κοινωνικών και ψυχολογικών γεγονότων και τίποτε άλλο. Πρόκειται, πιο συγκεκριμένα, για την αντίληψη περί δικαίου του Σκανδιναβικού νομικού ρεαλισμού και συγγραφέων όπως ο Αλφ Ρος[40] και ο Καρλ Ολιβεκρόνα (Karl Olivecrona).[41]

Εντελώς σχηματικά, η προσέγγιση των εν λόγω συγγραφέων συνίσταται στην αντικατάσταση της νομικής δογματικής από μια εμπειρική κοινωνικοεπιστημονική προσέγγιση των νομικών φαινομένων. Υπό την πλέον συνεκτική ερμηνεία της σκέψης τους, η προτεινόμενη κοινωνικοεπιστημονική προσέγγιση εκφέρει προτάσεις οι οποίες δεν αναφέρονται πλέον απευθείας σε κανόνες, αφού ως προς το περιεχόμενο – και ενδεχομένως και την ίδια την ύπαρξη – των τελευταίων δικαιολογείται, σύμφωνα με όσα ήδη είπαμε, ένας καταρχήν σκεπτικισμός (επιστημολογικός και οντολογικός). Αντίθετα, οι εν λόγω προτάσεις αναφέρονται αποκλειστικά σε πεποιθήσεις τρίτων περί κανόνων.[42] Έτσι, φερ’ ειπείν, οι προειρημένοι προτείνουν τη συγκρότηση μίας νομικής επιστήμης η οποία, δεν διατυπώνει προτάσεις του τύπου «η διάταξη ψ του Συντάγματος σημαίνει (τον κανόνα) ω», αλλά προτάσεις του τύπου «ο νομικώς δρων χ (που μπορεί να είναι δικαστήριο, κάποιος άλλος κρατικός αξιωματούχος ή ακόμη και τρίτος που αποφαίνεται περί του νοήματος των πηγών) πιστεύει ότι η διάταξη ψ του Συντάγματος σημαίνει (τον κανόνα) ω». Οι προτάσεις αυτές δεν περιγράφουν κανόνες, δηλαδή αφηρημένα νοηματικά αντικείμενα, αλλά απλώς τις πεποιθήσεις των δρώντων περί κανόνων, τις οποίες ο Ρος αποκαλεί «νομική ιδεολογία».[43] Οι εν λόγω πεποιθήσεις, με τη σειρά τους, νοούνται ως εμπειρικά κοινωνικά και ψυχολογικά γεγονότα και εντάσσονται σε αλυσίδες αιτιακών σχέσεων στο πλαίσιο μιας πλήρως φυσιοκρατικής οντολογίας. Έτσι, αφενός, οι εν λόγω πεποιθήσεις αποτελούν αιτιατά τα οποία μπορούν να εξηγηθούν εμπειρικά μέσω της διατύπωσης υποθέσεων (του τύπου «ο δρων χ υιοθέτησε τη θεωρία ψ περί του νοήματος του συντάγματος επειδή είναι η απολύτως κρατούσα ερμηνεία στη νομολογία», με το «επειδή» να εκφράζει εν προκειμένω μια αιτιακή σχέση). Αφετέρου, και οι πεποιθήσεις αυτές, με τη σειρά τους, προκαλούν τουλάχιστον τις πράξεις τις οποίες εξηγούν, ενώ συμβάλλουν και στα περαιτέρω αιτιακά αποτελέσματα των εν λόγω πράξεων, αποτελώντας εν τέλει ένα από τα αιτιακά θεμέλια ευρύτερων κοινωνικών δομών και θεσμών, νοούμενων ως σύνθετων συνόλων ατομικών πράξεων. Ως εκ τούτου, όλες οι ανωτέρω διαστάσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εμπειρικής διερεύνησης και εξήγησης προς κάθε κατεύθυνση των συναφών αιτιακών αλυσίδων.

Η προτεινόμενη ρεαλιστική προσέγγιση είναι, επομένως, εμπειρική και κοινωνικοεπιστημονική τουλάχιστον υπό τέσσερις επόψεις.

Πρώτον, το περιεχόμενο των πεποιθήσεων των δρώντων μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με εμπειρικά μέσα και, πιο συγκεκριμένα, μέσα από την ερμηνεία των (γλωσσικών και εξωγλωσσικών) πράξεών τους.

Δεύτερον, οι νομικές πεποιθήσεις που αποδίδονται στους δρώντες ως υποθέσεις εξήγησης και πρόβλεψης της συμπεριφοράς τους δεν καθίστανται αληθείς (ή ψευδείς) βάσει του κριτηρίου της ερμηνευτικής αντιστοίχισης πηγών/κανόνων, αφού η «ορθή» ερμηνεία των πηγών, όποια και αν είναι αυτή, μπορεί κάλλιστα να μην ακολουθηθεί από τους δρώντες. Συναφώς, το κριτήριο επιλογής των πεποιθήσεων που τίθενται σε εμπειρική δοκιμασία είναι όλως ανεξάρτητο από την «ορθότητα» των εν λόγω πεποιθήσεων, στο μέτρο που η τελευταία ορίζεται βάσει κάποιου αντικειμενικού κανονιστικού και μη εμπειρικού κριτηρίου. Αν μεν εξηγούν τις πράξεις των δρώντων, και όλως ανεξαρτήτως από το αν οι εν λόγω πεποιθήσεις είναι «ορθές» ή «λανθασμένες», τότε επιβεβαιώνονται ως σχετικά έγκυρες. Η εγκυρότητά τους αυξάνεται όσο η εξηγητική τους δύναμη επιβεβαιώνεται μέσω της συσσώρευσης εμπειρικού υλικού ενώ, ταυτόχρονα, η συσσώρευση αυτή επιτρέπει στον ερευνητή να τις καθιστά ολοένα πιο εκλεπτυσμένες. Από την άλλη πλευρά, αν οι υποθέσεις δεν εξηγούν τις εν λόγω πράξεις, τότε απορρίπτονται ως ψευδείς. Στην τελευταία αυτή περίπτωση απαιτείται η επαναδιατύπωσή τους, ώστε να στοιχηθούν όσο καλύτερα γίνεται με τα εμπειρικά δεδομένα δηλαδή, καταρχάς, με τον ιστό των περιγραφόμενων πράξεων που έχουν ήδη λάβει χώρα και, στη συνέχεια, με εκείνες που μπορούν να προβλεφθούν για το μέλλον βάσει αυτών.

Τρίτον, η υιοθέτηση μιας τέτοιας εξωτερικής προς τους δρώντες οπτικής γωνίας είναι απολύτως συμβατή με ένα ερμηνευτικό διάβημα που περιγράφει λεπτομερώς την πλήρη δομή των νομικών πεποιθήσεων αλλά και τους κανόνες (όπως τους αντιλαμβάνονται οι δρώντες) μετάβασης από προκείμενες σε συμπεράσματα εντός της εν λόγω δομής.

Τέταρτον, η περιγραφή των πεποιθήσεων μπορεί κάλλιστα να είναι οντολογικά και αξιολογικά ουδέτερη. Συγκεκριμένα, ουδόλως απαιτείται ο νομικός επιστήμονας, ως κοινωνικός επιστήμονας, να λάβει θέση ως προς την αντικειμενική ύπαρξη των υπερεμπειρικών νοηματικών αντικειμένων (δηλαδή των κανόνων), τα οποία και επικαλούνται οι συμμετέχοντες στη νομική πρακτική ούτε, βέβαια, να θεωρήσει ορθές (ή λανθασμένες) τις ηθικές τους απόψεις. Οι τελευταίες ενδιαφέρουν μόνο στο μέτρο που εξηγούν τις πράξεις των δρώντων, και όλως ανεξαρτήτως του αν μπορούν, επιπλέον, να δικαιολογήσουν ή όχι τις τελευταίες. Αποτελεί πράγματι κεκτημένο της κοινωνικοεπιστημονικής περιγραφής και εξήγησης κοινωνικών πρακτικών που αναφέρονται σε οντολογικά και ηθικά διαφιλονικούμενα αντικείμενα (όπως οι θρησκείες ή οι ηθικά λανθασμένες, από την οπτική γωνία του παρατηρητή, πρακτικές) ότι τα εν λόγω αντικείμενα δεν δεσμεύουν την εξηγητική οντολογία του κοινωνικού επιστήμονα. Ο τελευταίος, για να πάρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, , ουδόλως είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί, στην ονομαστική του αξία, τον ισχυρισμό ότι ενοικεί στα πράγματα κάποιο υποτιθέμενο «πνεύμα» που υποχρεώνει τον δωρολήπτη να ανταποδώσει και ο ίδιος, με τη σειρά του, το δώρο, ώστε να αποφύγει την (νομιζόμενη) τιμωρία που θα του επιβάλει το εντός του δώρου κείμενο «πνεύμα» σε περίπτωση που δεν προβεί σε ανταπόδοση.[44] Αντίστοιχα, ουδόλως απαιτείται από εκείνον που επιχειρεί να εξηγήσει τη «χειρότερη δικαστική απόφαση όλων των εποχών»,[45] μνημονεύοντας τον αιτιακό ρόλο των ρατσιστικών πεποιθήσεων των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, να λάβει επίσης θέση και ως προς το (προφανές για τους περισσότερους από εμάς σήμερα) ζήτημα αν οι εν λόγω πεποιθήσεις είναι ηθικά εσφαλμένες ή και ειδεχθείς. Γενικότερα, δεν είναι αναγκαία για την εξήγηση των εμπειρικά παρατηρούμενων πράξεων η συναφής οντολογική ή/και ηθική δέσμευση του παρατηρητή από το σχήμα σκέψης των δρώντων. Αρκεί η ανάπτυξη αξιολογικά ουδέτερων υποθέσεων ως προς το πλέγμα πεποιθήσεων των δρώντων που χρησιμοποιούν το σχήμα σκέψης τους για να καταστήσουν κατανοητές, και σε κάποιο βαθμό προβλέψιμες, τις υπό εξέταση συμπεριφορές. Οι υποθέσεις αυτές είτε επιβεβαιώνονται για ένα ολοένα και μεγαλύτερο εύρος παρατηρούμενων πράξεων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται σταδιακά η εμπιστοσύνη του κοινωνικού επιστήμονα στην εξηγητική εγκυρότητά τους, είτε δεν επιβεβαιώνονται, οπότε αναδιατυπώνονται και τίθενται, στη συνέχεια, εκ νέου στη βάσανο της εμπειρικής διάψευσης (και ούτω καθεξής). Ο απώτατος στόχος της διαδικασίας αυτής είναι ο κοινωνικός επιστήμονας να καταλήξει (αν τελικώς τα καταφέρει) σε ένα ικανοποιητικό εξηγητικό σχήμα για ολόκληρο το εύρος του υπό εξέταση εμπειρικού υλικού.

ΙΙ. Η ελληνική επιστήμη του συνταγματικού δικαίου ως αναζήτηση της «μιας αντικειμενικά ορθής απάντησης».

Ας επιστρέψουμε, τώρα, στα της ελληνικής επιστήμης του συνταγματικού δικαίου. Το πρώτο και αναμφιβόλως εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι αν και πώς όσα αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη ενότητα έχουν την οποιαδήποτε συνάφεια με τα θεωρητικά τεκταινόμενα εντός της επιστήμης αυτής. Πιο συγκεκριμένα, σε ποιο βαθμό υιοθετεί η ελληνική επιστήμη του συνταγματικού δικαίου μία αντίληψη της νομικής δογματικής νοούμενης ως περιγραφής κανόνων, των οποίων η (προϋποτεθείσα ως) αντικειμενική ύπαρξη δεν ανάγεται σε εμπειρικά γεγονότα όπως, κατ’ εξοχήν, τα ψυχολογικά και κοινωνικά τέτοια; Η πλήρης απάντηση σε τούτο το ερώτημα, με τη σειρά της, προϋποθέτει μια ποσοτική και ποιοτική έρευνα κατά πολύ μεγαλύτερη εκείνης που ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του παρόντος άρθρου. Θα έπρεπε, πιο συγκεκριμένα, να εξεταστεί κριτικά η εν λόγω επιστήμη σε όλο το εύρος της, και σε μακρά χρονική διάρκεια, ώστε να εξαχθούν, με εμπειρικά ασφαλή τρόπο, τα ανάλογα συμπεράσματα. Με δεδομένο ότι μια τέτοιου τύπου έρευνα προϋποθέτει σημαντική διαθεσιμότητα πόρων, και πιθανότατα, λόγω της έκτασής της, δεν θα μπορούσε εύκολα – και ίσως και καθόλου – να την φέρει σε πέρας ένας μεμονωμένος ερευνητής, εδώ θα αρκεστώ να προσεγγίσω το τεθέν ερώτημα επαγωγικά. Σε αυτό το πλαίσιο, θα εξετάσω έναν μικρό αριθμό διαμαχών με αντικείμενο την ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου και τον προσδιορισμό του περιεχομένου των συνταγματικών κανόνων και, στη συνέχεια, θα διατυπώσω, στη βάση αυτής της εξέτασης, την (εμπειρικά διαψεύσιμη) υπόθεση ότι τα διδάγματα από τις διαμάχες αυτές μπορούν να γενικευθούν. Πιο συγκεκριμένα, θα δείξω ότι όσα κατά κανόνα διαλαμβάνουν οι εμπλεκόμενοι στις κάτωθι εξεταζόμενες διαμάχες μπορούν εύλογα να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι γίνονται συστηματικά από αυτούς οι εξής παραδοχές:

(α) Το περιεχόμενο των συνταγματικών κανόνων, όποιο και αν είναι αυτό, δεν μπορεί να αναχθεί, σε τελική ανάλυση, σε εμπειρικά γεγονότα. Τέτοια γεγονότα είναι, μεταξύ άλλων, το γλωσσικό νόημα των συνταγματικών διατάξεων, καθώς και οι συγκεκριμένες πεποιθήσεις που έχουν οι νομικώς δρώντες (συμπεριλαμβανομένων των συντακτών του Συνταγματικού κειμένου) ή οι ερμηνευτές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστών) ως προς το ανωτέρω περιεχόμενο. Τα γεγονότα αυτά δεν είναι καθόλου αδιάφορα, βέβαια. Ωστόσο, λαμβάνονται υπόψη μόνο καθό μέτρο υποδεικνύονται ως συναφή από κάποιον μη εμπειρικό συνταγματικό κανόνα ή/και κάποια μέθοδο ερμηνείας ή/και κάποια «θεμελιώδη αρχή». Διαφορετικά ειπωμένο, οι εμπειρικά συγκεκριμένες πεποιθήσεις των δρώντων (συμπεριλαμβανομένων των πεποιθήσεων των δικαστών) κρίνονται ως προς την ορθότητά τους με χρήση ενός κριτηρίου «αλήθειας» εξωτερικού προς αυτές, ήτοι, βάσει του «αληθούς νομικού νοήματος» των μη εμπειρικά ταυτοποιήσιμων συνταγματικών κανόνων. Και αντίστροφα, οι ερμηνευτές μπορεί να συμφωνούν (και σε πολλές περιπτώσεις όντως συμφωνούν) ως προς τα εμπειρικά γεγονότα, αλλά να διαφωνούν επί της ουσίας ως προς το τι συνάγεται νομικώς από αυτά.[46]

(β) Από την άλλη πλευρά, υφίσταται πάντοτε «μία και μόνη» ορθή – καίτοι μη βασιζόμενη σε εμπειρικά γεγονότα – λύση για κάθε ζήτημα που αφορά στην ερμηνεία και εφαρμογή του συνταγματικού κειμένου. Ο προσδιορισμός του περιεχομένου της εκάστοτε θεωρούμενης ως «ορθής» λύσης υποτίθεται ότι θεμελιώνεται στην ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου με βάση κάποιες – σχετικά τυποποιημένες – μεθόδους ερμηνείας («γραμματική», «συστηματική», «τελολογική» και ούτω καθεξής), και, ενδεχομένως, συσχετίζοντας το νόημα του κειμένου αυτού με άλλα κανονιστικά κείμενα (όπως την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ή τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι οι συναφείς ερμηνευτικές διαμάχες και διαφωνίες παρουσιάζουν μία συστηματικά κυκλική επαναληπτικότητα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς να διαφαίνεται κάποιο ρεαλιστικό ενδεχόμενο «τελικής επίλυσής» τους, δεν φαίνεται να οδηγεί τους ερμηνευτές σε σκεπτικιστικά συμπεράσματα, και, μάλιστα, ούτε καν υπό την – σχετικά μετριοπαθή – κελσενική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ενδέχεται περισσότερες της μίας ερμηνείες του συνταγματικού κειμένου να είναι νομικώς επιτρεπτές.

(γ) Οι ανωτέρω μέθοδοι ερμηνείας, ωστόσο, ποτέ δεν τυποποιούνται και δεν ιεραρχούνται πλήρως. Τούτο, υπό την έννοια, πρώτον, ότι δεν υφίσταται consensus ως προς το ποια από αυτές έχει (ή πρέπει να έχει) προτεραιότητα στην (συνηθέστατη) περίπτωση κατά την οποία οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα ως προς το «αληθές νόημα» του συνταγματικού κειμένου, δηλαδή στη διατύπωση αντιφατικών μεταξύ τους συνταγματικών κανόνων.  Δεύτερον, δεν υπάρχει συμφωνία, ούτε διαφαίνεται η ρεαλιστική πιθανότητα να υπάρξει τέτοια κάποια στιγμή στο μέλλον, ούτε καν ως προς το οι χρησιμοποιούμενες μέθοδοι ερμηνείας αποτελούν τμήματα ενός «κλειστού» ή «ανοικτού» (και άρα υποκείμενου σε εξέλιξη/αλλαγή) καταλόγου.[47]

(δ) Παράλληλα, χρησιμοποιούνται ως εργαλεία συναγωγής νομικών συμπερασμάτων και διάφορες εννοιολογικές και θεωρητικές κατασκευές που κυκλοφορούν ευρύτατα εντός του λόγου περί συνταγματικού δικαίου όπως, για παράδειγμα, θεωρίες για τη «φύση» των αυστηρών και γραπτών συνταγμάτων ή των δικαιωμάτων ή του κράτους ή, πιο πρόσφατα, του λεγόμενου «πολυεπίπεδου συνταγματισμού». Και οι θεωρίες αυτές αποτελούν συνηθέστατα αντικείμενα εύλογης διαφωνίας, είτε in abstracto (ως προς το ποιοι κανόνες συνάγονται από τις θεωρίες) είτε in concreto (ως προς το πώς οι συναγόμενοι από τις θεωρίες κανόνες εφαρμόζονται στα συγκείμενα έκαστης ειδικότερης περίπτωσης).

(ε) Επιπλέον, διατυπώνονται συνηθέστατα (αλλά όχι πάντοτε, και κατά κανόνα όχι με συστηματικό τρόπο) και ηθικο-πολιτικά επιχειρήματα, είτε ως απόπειρες «θεμελίωσης» της (σχεδόν πάντοτε in casu, και όχι γενικής) προτεραιότητας κάποιας από τις «μεθόδους ερμηνείας» (κλασικό παράδειγμα: η δημοκρατική αρχή επιβάλλει την ευρεία ερμηνεία των συναφών συνταγματικών δικαιωμάτων, πέραν των στενά πολιτικών, όπως εκείνων του εκλέγειν και εκλέγεσθαι[48]), είτε για την απευθείας συναγωγή κανονιστικών συμπερασμάτων που λειτουργούν ως προκείμενες σε συναφείς δέσμες ερμηνευτικών επιχειρημάτων.

(στ) Τέλος, γίνεται συχνότατα και η παραδοχή ότι όλα τα παραπάνω βήματα ενέχουν «κανονιστικότητα», αν και σπανίως καθίσταται απολύτως σαφές τι ακριβώς εννοείται με τον τελευταίο αυτόν όρο. ‘Ίσως ένα ηθικοπολιτικό καθήκον υπακοής στο ισχύον Σύνταγμα επειδή είναι δημοκρατικό ή/και φιλελεύθερο ή/και τα δύο, ή ίσως, πάλι, απλώς το γεγονός ότι προϋποτίθεται από τους ερμηνευτές ότι το Σύνταγμα (ή τμήμα του) διατυπώνει κανόνες και όχι διαπιστωτικές προτάσεις, χωρίς, ωστόσο, να διαυγάζεται η ηθική (ή ενδεχομένως άλλου τύπου) δεσμευτικότητα των εν λόγω κανόνων.[49]

Εν συνόψει, ο προσδιορισμός του περιεχομένου των συνταγματικών κανόνων, ως αντικειμένων της νομικής δογματικής, και, στην προκείμενη περίπτωση, της επιστήμης του συνταγματικού δικαίου, είναι, κατά βάση, μια δραστηριότητα δικαιολόγησης και κανονιστικής επιχειρηματολογίας στεγανοποιημένη από εμπειρικά δεδομένα και αυτόνομη σε σχέση με κοινωνικο-επιστημονικά εμπειρικά εξηγητικά διαβήματα, που κατατείνει στον εντοπισμό «αντικειμενικών» και «μοναδικά ορθών» λύσεων στα ερμηνευτικά προβλήματα τα οποία ανά τακτά χρονικά διαστήματα ανακύπτουν, χωρίς να τίθενται εν αμφιβόλω τα χρησιμοποιούμενα για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού επιστημολογικά εργαλεία, δηλαδή (α) οι «μέθοδοι ερμηνείας», (β) διάφορες θεωρητικές κατασκευές και έννοιες και (γ) ηθικοπολιτικά επιχειρήματα. Τούτο, μάλιστα, όλως ανεξαρτήτως από τα ειδικότερα περιεχόμενα με τα οποία τυχαίνει να επενδύονται οι συνταγματικοί κανόνες, τα οποία μπορεί κάλλιστα να είναι (και στις διαμάχες συνήθως είναι) αντιφατικά.

Σπεύδω, εντούτοις, να διευκρινίσω ότι τα σημεία (α)-(στ) συνιστούν μια ιδεοτυπική ανασυγκρότηση της δομής επιχειρηματολογίας των ερμηνευτών. Στην πράξη, οι ερμηνευτές δεν είναι πάντοτε λογικά συνεκτικοί, κάποτε, δε, ενδίδουν σε έναν λογικά αντιφατικό (αλλά ενδεχομένως ρητορικά αποτελεσματικό) εκλεκτικισμό. Επί παραδείγματι, στην πρόσφατη διαμάχη για την ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος, έχει διατυπωθεί από έναν έγκυρο ερμηνευτή του συνταγματικού κειμένου ο ισχυρισμός ότι «[…] υπάρχει πολλαπλή σύγκρουση του άρθρου 16 του Συντάγματος με το δίκαιο της ΕΕ [όπως] προκύπτει με σαφήνεια από μία πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ»,[50] άποψη η οποία σαφώς προϋποθέτει, στα πρότυπα της τρέχουσας αντίληψης για το νομικό ρεαλισμό,[51] ότι ενωσιακό δίκαιο είναι απλώς και μόνο εκείνο που το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκάστοτε λέει ότι είναι, ταυτίζοντας το περιεχόμενο του ενωσιακού κανόνα με τις συναφείς εμπειρικές πεποιθήσεις των δικαστών, και ταυτόχρονα ότι «[…] η επιστημονική αλήθεια σε εριζόμενα ζητήματα δεν είναι κτήμα της πλειοψηφίας, αλλά αποτέλεσμα της αξίας και της πειθούς των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς».[52] Η μεν πρώτη πρόταση αντιφάσκει σαφώς με τα σημείο (β) που διέλαβα ανωτέρω, δηλαδή με την άποψη ότι υπάρχει αντικειμενική νομική αλήθεια που δεν μπορεί ως τέτοια να αναχθεί στις πεποιθήσεις των ερμηνευτών (ή της πλειοψηφίας αυτών – εν τέλει και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί έναν ερμηνευτή που αποφασίζει κατά πλειοψηφία και, αν πράγματι υφίσταται αντικειμενική νομική αλήθεια, δεν υπάρχει λόγος να αποδώσουμε επιστημικό[53] προνόμιο στις νομικές πεποιθήσεις της εν λόγω πλειοψηφίας), η δε δεύτερη το ακριβώς αντίστροφο, αφού βασίζεται στα εν λόγω σημεία για να επιχειρηματολογήσει ότι η «επιστημονική αλήθεια» πρέπει να νοηθεί αντικειμενικώς και, ως τέτοια, κείται πέραν των πεποιθήσεων της πλειοψηφίας.

Τώρα, αντιφατικές αποφάνσεις όπως αυτές που μόλις εξετάσαμε θέτουν ένα σημαντικό επιστημολογικό πρόβλημα ως προς τον ρόλο του σημείου (β). Αν οι αποφάνσεις αυτές εντοπίζονται με σχετική συχνότητα στον λόγο περί συνταγματικού δικαίου, και αν υποθέσουμε ότι θέλουμε να κατασκευάσουμε έναν λογικά συνεκτικό ιδεότυπο που να αναπαριστά με σχετική πιστότητα τις προκείμενες από τις οποίες εκκινεί ο λόγος αυτός, τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα δίλημμα. Πιο συγκεκριμένα, όταν ερμηνευτές φαίνεται ταυτόχρονα να αποδέχονται και να απορρίπτουν το σημείο (β), τότε προς ποια κατεύθυνση συγκρότησης του ιδεότυπου θα έπρεπε να κινηθούμε; Προς εκείνη που αποδέχεται το σημείο (β), προς εκείνη που το απορρίπτει, ή προς καμία από τις δύο (αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο θα καθίστατο εύλογο αν θεωρούσαμε, π.χ., ότι οι αντιφατικές εννοιολογικές δεσμεύσεις υποδηλώνουν ότι το εννοιολογικό οπλοστάσιο των νομικώς δρώντων ή της νομικής επιστήμης τελεί σε καταστατική σύγχυση); Στην ανάλυση που ακολουθεί, απορρίπτω, τουλάχιστον καταρχάς, το σενάριο της καταστατικής σύγχυσης, στο μέτρο που, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, αποδίδει στους δρώντες ανορθολογικότητα.[54] Στη συνέχεια, εκκινώ από την υπόθεση ότι η αποδοχή (και όχι η απόρριψη) του σημείου (β) πρέπει να θεωρηθεί κεντρική εννοιολογική δέσμευση των ερμηνευτών του συνταγματικού κειμένου για τουλάχιστον δύο λόγους. Πρώτον,  διότι, αν οι ερμηνευτές δεν αποδέχονται, έστω υπόρρητα, το εν λόγω σημείο, δεν δύνανται να επιχειρηματολογούν με λογικά συνεκτικό τρόπο υπέρ της εκάστοτε υποστηριζόμενης από αυτούς ως «μοναδικά ορθής» λύσης στις εκάστοτε διαμάχες. Με άλλες λέξεις, μη αποδοχή του σημείου αυτού ισοδυναμεί με αποδοχή του ενδεχόμενου να μην υφίσταται «ορθή» λύση ή, υπό άλλη εκδοχή, να μην υφίσταται μοναδικά ορθή λύση ή, υπό τρίτη εκδοχή, η «ορθή» λύση να είναι απλώς εκείνη την οποία προκρίνει «η πλειοψηφία των ερμηνευτών» (όπως και αν οριστεί η τελευταία). Ωστόσο, σε όλες τις διαμάχες που εξετάζονται κατωτέρω, καθώς και εν γένει σε όλες εκείνες που, εγώ τουλάχιστον, γνωρίζω, οι εμπλεκόμενοι φαίνεται ακριβώς να αξιώνουν να γίνει δεκτή η ερμηνεία τους ως μοναδικά ορθή και αντικειμενικά αληθής. Δεύτερον, σε κάθε περίπτωση, αν – έστω υπόρρητη – δέσμευση των ερμηνευτών από μια αξίωση αντικειμενικής ορθότητας της εκάστοτε υποστηριζόμενης από εκείνους άποψης δεν υφίσταται, τότε η σκεπτικιστική αντίληψη για το περιεχόμενο των συνταγματικών κανόνων – υπέρ της οποίας τίθεται το παρόν άρθρο – θα πρέπει ευθύς εξαρχής να θεωρηθεί ως περιγραφικά ορθή, ενώ οι συστηματικά εμφανιζόμενες ρητές αξιώσεις αντικειμενικότητας θα πρέπει να αναλύονται όχι, απλώς, ως πλάνη περί τα νομικά πράγματα καλόπιστων δρώντων, αλλά μάλλον ως κυνικές (και, a limine, κακόπιστες) ρητορικές στρατηγικές των τελευταίων, οι οποίες, υπό τη σκεπτικιστική αυτή εκδοχή, υιοθετούνται κατά το δοκούν και τυχοδιωκτικά, ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε επιχειρηματολογικής περίστασης. Ωστόσο, ο λόγος περί συνταγματικού δικαίου, αν τουλάχιστον τον λάβει κανείς στην ονομαστική του αξία, δεν φαίνεται να εκκινεί, τουλάχιστον συνήθως ή κατά κανόνα, από την εν λόγω κυνική και κακόπιστη παραδοχή, και πάντως όχι expressis verbis. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι η εκδοχή του κυνικού σκεπτικισμού δεν δύναται να είναι, τελικώς, η περιγραφικά ορθότερη είτε εν γένει είτε όσον αφορά τις πραγματικές προθέσεις κάποιων από τους δρώντες. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα είναι εμπειρικό, και δεν χρειάζεται να επιλυθεί οριστικά εδώ. Η αναγνώστρια και ο αναγνώστης που θεωρούν ab initio ότι η αποδοχή του σημείου (β) δεν περιγράφει ορθά τις (υποκειμενικά οριζόμενες) δεσμεύσεις των ερμηνευτών του συνταγματικού κειμένου, δηλαδή όσοι και όσες αποδέχονται την κατά τα ως άνω κυνική ερμηνεία του συναφούς λόγου περί συνταγματικού δικαίου, μπορούν να περάσουν απευθείας στην επόμενη ενότητα, στην οποία και αναπτύσσεται ένα εναλλακτικό ρεαλιστικό υπόδειγμα ανάλυσης του συνταγματικού δικαίου.

Περνώ, τώρα, στην εξέταση συγκεκριμένων παραδειγμάτων λόγου περί συνταγματικού δικαίου που στοιχειοθετούν την προταθείσα – αναγκαστικά αδρομερή – μορφή ανάλυσης.  Παράδειγμα πρώτο, η συνέντευξη του Αριστόβουλου Μάνεση στην εφημερίδα «Εγνατία» της 24.08.1981, με αφορμή μια «μίνι» διαμάχη μεταξύ συνταγματολόγων και άλλων νομικών που είχε την εποχή εκείνη λάβει χώρα (μεταξύ άλλων, και με αρθρογραφία σε εφημερίδες), αναφορικά με το ζήτημα αν το Σύνταγμα επιτρέπει (και υπό ποιες προϋποθέσεις) την πρόωρη διάλυση της Βουλής.[55] Στη συγκεκριμένη σύντομη συνέντευξη, ο Μάνεσης παίρνει θέση ως προς το ζήτημα αυτό προτείνοντας την επίλυσή του μέσω της ερμηνείας των άρθρων 37, 38 και 41 του Συντάγματος του 1975 (όπως τότε ίσχυε). Στον λόγο του Μάνεση μπορεί να εντοπιστεί το σύνολο των μοτίβων που αντιστοιχούν στα ανωτέρω σημεία (α)-(στ). Πιο συγκεκριμένα, ως προς το (α), ο Μάνεσης αναφέρεται απευθείας σε κανόνες που συνάγονται από το συνταγματικό κείμενο, και όχι σε αντιλήψεις τρίτων περί κανόνων ή σε  κοινωνικά γεγονότα που, κατά τον Μάνεση, είναι νομικώς αδιάφορα, όπως το κονσένσους των κομμάτων.[56] Ως προς το (β), η πίστη στην αντικειμενική ορθότητα της προτεινόμενης από τον Μάνεση ερμηνείας ήδη συνάγεται από το γεγονός ότι ασκείται κριτική στις διαφορετικές αντιλήψεις τρίτων για το ίδιο ζήτημα, σε συνδυασμό με την απόφανση ότι «[η] ερμηνεία του Συντάγματος είναι […] μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση για να αποβεί έργο [επιστημικώς] αναρμοδίων».[57] Συναφώς, οι αντίθετες στην υποστηριζόμενη από τον Μάνεση ερμηνείες του συνταγματικού κειμένου συνιστούν, στην χειρότερη περίπτωση, συνταγματολογικές ακροβασίες (όταν προτείνονται από πολιτικά κόμματα)[58] και, στην καλύτερη περίπτωση (όταν προτείνονται από νομικούς), λύσεις εντός εισαγωγικών και μόνο στο μέτρο που, κατά τον Μάνεση, «[…] δεν […] αντέχουν σε επιστημονική βάσανο ούτε εναρμονίζονται προς το Σύνταγμα».[59]  Ως προς το (γ), ο Μάνεσης κάνει ρητή αναφορά στη μέθοδο της γραμματικής ερμηνείας όσον αφορά τον υπολογισμό των συνταγματικών προθεσμιών, ενώ ως προς το αν το (τότε ισχύον) Σύνταγμα του 1975 έδινε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας γενικό δικαίωμα διάλυσης της Βουλής, ο Μάνεσης εισάγει ένα ερμηνευτικό σχήμα «κανόνα»/«εξαίρεσης» (ο «κανόνας» υποτίθεται ότι είναι η εξάντληση της τετραετούς θητείας της Βουλής και η πρόωρη διάλυση η «εξαίρεση») στη βάση όχι μιας ρητής συνταγματικής διάταξης αλλά μιας τελολογικής ερμηνείας, σε συνδυασμό με την αναφορά στην αξία της πολιτικής σταθερότητας. Παράλληλα, ο Μάνεσης ενισχύει περαιτέρω το επιχείρημά του προσφεύγοντας και στη γενική ερμηνευτική αρχή σύμφωνα με την οποία «οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά». Καίτοι, εξάλλου, θα μπορούσε εκ πρώτης (και μόνο) όψεως να υποστηριχθεί η άποψη ότι στη γραμμή σκέψης του Μάνεση η «γραμματική ερμηνεία» των συνταγματικών προθεσμιών έχει κάποιου είδους προτεραιότητα, μεθοδολογική ή άλλη, στην πραγματικότητα ο Μάνεσης, αντιδιαστέλλοντας τις αυστηρές προθεσμίες του Συντάγματος από τις, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, ενδεικτικές και μόνο προθεσμίες του διοικητικού δικαίου, θεμελιώνει τη διαφορά τους όχι στο γλωσσικό νόημα των χρησιμοποιούμενων λέξεων (όπως θα αναμενόταν αν είχε η «γραμματική ερμηνεία» το μεθοδολογικό προβάδισμα), αλλά στην διακριτότητα της φύσης των συναφών αντικειμένων (Σύνταγμα/διοικητικό δίκαιο). Συνεπώς, η προσφυγή στη «γραμματική ερμηνεία» δεν είναι αυτοτελής, αλλά βασίζεται, με τη σειρά της, σε μια «θεωρία» για την φύση του Συντάγματος, δηλαδή σε προκείμενες που εκφεύγουν του κειμένου του και αποτελούν τμήμα της εν ευρεία εννοία οριζόμενης νομικής ιδεολογίας που κυκλοφορεί στο εσωτερικό της ελληνικής έννομης τάξης. Ως προς το (δ), βασική αναφορά γίνεται στην έννοια της «δημόσιας τάξεως» για να επιχειρηματολογηθεί ότι δεν επιτρέπεται κάποια άλλη από την προτεινόμενη από τον ίδιο τον Μάνεση ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου, επιχείρημα το οποίο, εξάλλου, αναφέρεται άμεσα και στην «κανονιστικότητα» του Συντάγματος (σημείο στ) ως συνόλου υποχρεωτικών κανόνων (χωρίς ωστόσο να καθίσταται σαφές τι είδους είναι η περί ης ο λόγος υποχρεωτικότητα: ηθική, στενά νομική ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το τελευταίο ή κάποιου άλλου είδους;). Τέλος, δεν λείπει και η αναφορά σε ηθικο-πολιτικά επιχειρήματα (σημείο ε), υπό τη μορφή, εν προκειμένω, της έμφασης που δίνει ο Μάνεσης στις αξίες της πολιτικής σταθερότητας και του «ομαλού πολιτικού βίου», για τις οποίες έγινε ήδη λόγος πρωτύτερα. Με άλλες λέξεις, ήδη στην περίπτωση της ανωτέρω «μίνι διαμάχης», για ένα όχι ιδιαιτέρως διαφιλονικούμενο και με χαμηλό δείκτη πολιτικής κρισιμότητας ζήτημα ερμηνείας του συνταγματικού κειμένου, ανευρίσκεται στον λόγο του Μάνεση το σύνολο των δομικών συστατικών στοιχείων ενός στιλ επιχειρηματολογίας που επαναλαμβάνεται αυτούσιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και όλως ανεξαρτήτως του ειδικότερου περιεχομένου της εκάστοτε διαμάχης.

Δεύτερο παράδειγμα: η διαμάχη για την λεγόμενη «ψήφο Αλευρά» κατά την διαδικασία ψηφοφορίας για την εκλογή, το 1985, του τότε υποψηφίου για την Προεδρία της Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη.[60] Ο Ευάγγελος Βενιζέλος[61] υποστήριξε την άποψη ότι ο Ιωάννης Αλευράς, που, ως Πρόεδρος της Βουλής, είχε αναλάβει καθήκοντα αναπλήρωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μπορούσε να μετάσχει ως βουλευτής στην ψηφοφορία εκλογής του νέου Προέδρου, καίτοι εκτελούσε ταυτόχρονα χρέη Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 34 του Συντάγματος. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που είχε τότε χρησιμοποιήσει ο Βενιζέλος ήταν το εξής: «[η] αρμοδιότητα της αναπλήρωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας ανατίθεται στον Πρόεδρο της Βουλής ή στην Κυβέρνηση συλλογικά ως όργανα. Ο προσωπικός φορέας του αξιώματος του Προέδρου της Βουλής δεν παύει να ασκεί το αξίωμα του Προέδρου της Βουλής και δεν υποκαθίσταται ως πρόσωπο στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν ενεργεί ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας (δηλαδή ως νέος προσωπικός φορέας του αξιώματος αυτού), αλλά ως Πρόεδρος της Βουλής- αναπληρωτής του Προέδρου της Δημοκρατίας (δηλαδή ως άλλο όργανο στις αρμοδιότητες του οποίου εμπίπτει και η αναπλήρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας)».[62] Δυνάμει της εν λόγω ερμηνείας, ο Βενιζέλος είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι ο Πρόεδρος της Βουλής που αναπληρώνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν υπόκειται στα ασυμβίβαστα του άρθρου 30 του Συντάγματος και, συνεπώς, δεν κωλύεται να συμμετάσχει στην ψηφοφορία για την ανάδειξη νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε αυτήν την ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου είχαν αντιταχθεί οι Αριστόβουλος Μάνεσης και Αντώνης Μανιτάκης,[63] οι οποίοι, όλως συνοπτικώς, θεωρούσαν ότι ο Πρόεδρος της Βουλής δεν αναπληρώνει τον Πρόεδρο ως όργανο αλλά ως άτομο. Βασική συνέπεια της εν λόγω διαφορετικής, από την υποστηριζόμενη από τον Βενιζέλο, ερμηνείας ήταν η παραδοχή ότι εφαρμοζόταν εν προκειμένω το άρθρο 30 του Συντάγματος και, συνακόλουθα, ότι ήταν αντίθετη στο Σύνταγμα η τότε συμμετοχή του Προέδρου της Βουλής στη σχετική ψηφοφορία.

Και η διαμάχη αυτή συγκεντρώνει το σύνολο σχεδόν των μορφολογικών χαρακτηριστικών (α)-(στ) που εντοπίστηκαν ανωτέρω. Ως προς το (α), ούτε ο Βενιζέλος ούτε οι Μάνεσης και Μανιτάκης θεμελιώνουν τα επιχειρήματά τους σε εμπειρικά γεγονότα, όπως, ας πούμε, στις πεποιθήσεις τρίτων για το περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων ή στην πρακτική των πολιτικών δρώντων. Αντιθέτως, με την μόνη εξαίρεση του γλωσσικού νοήματος των υπό εξέταση συνταγματικών διατάξεων, αναφέρονται αποκλειστικά σε υπερ-εμπειρικές νομικές έννοιες, όπως εκείνη του «οργάνου» και – ιδίως – σε θεμελιώδεις κανονιστικές αρχές, όπως, από τη μια πλευρά, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και, από την άλλη πλευρά, η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ως προς το (β), καθίσταται σαφές από τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνονται ένθεν κακείθεν τα αντικρουόμενα επιχειρήματα ότι ο μεν θεωρεί πως η δική του ερμηνεία είναι (αντικειμενικά) ορθή και των δε (αντικειμενικά) λανθασμένη, και το αντίστροφο. Κανένας συμμετέχων δεν ισχυρίζεται ότι, ενδεχομένως, και οι δύο ερμηνείες καταρχήν να επιτρέπονται επειδή, λόγου χάρη, το συνταγματικό κείμενο ενέχει κάποιου είδους απροσδιοριστία ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα. Ως προς τα σημεία (γ)-(ε), εντελώς συνοπτικά  μπορούμε να σημειώσουμε, πρώτον, ότι και από τις δύο πλευρές χρησιμοποιούνται αφηρημένες κατασκευές περί οργάνων που έχουν, κατά βάση, διαπλαστεί από τους θεωρητικούς του συνταγματικού δικαίου και, δεύτερον, ότι οι εν λόγω κατασκευές αιτιολογούνται περαιτέρω με προσφυγή σε ηθικο-πολιτικά επιχειρήματα και, πιο συγκεκριμένα, από τη μια πλευρά, με προσφυγή στη δημοκρατική αρχή (Βενιζέλος) και, από την άλλη πλευρά, με προσφυγή στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών (Μάνεσης και Μανιτάκης).

Τρίτο και τελευταίο παράδειγμα: η διαμάχη μεταξύ συνταγματολόγων με αντικείμενο το σχετικά πρόσφατο «σκάνδαλο των υποκλοπών». Χωρίς να χρειαστεί να μπούμε εδώ σε νομικές λεπτομέρειες ως προς το σύνολο των συνταγματικών πτυχών που εγείρει η ανωτέρω υπόθεση,[64] θα αναφερθούμε εδώ σε μια επιμέρους, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, πλευρά της εν λόγω διαμάχης και, πιο συγκεκριμένα, στο ερώτημα αν ήταν συνταγματικώς επιτρεπτή η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας του, κατά την κρίσιμη περίοδο, ευρωβουλευτή και υποψηφίου αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη. Ως προς το ζήτημα αυτό, ο μεν Ευάγγελος Βενιζέλος, με σειρά παρεμβάσεών του,[65] υποστήριξε την άποψη ότι, ως προς τους βουλευτές (και, συνεπώς, στο μέτρο που το νομικό καθεστώς των ευρωβουλευτών εξομοιώνεται με εκείνο των βουλευτών, και ως προς τους ευρωβουλευτές), το Σύνταγμα απαγορεύει απολύτως άρσεις απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο δε Γιώργος Γεραπετρίτης επιχειρηματολόγησε, με ένα σύντομο άρθρο του, υπέρ της άποψης ότι οι εν λόγω άρσεις υπό προϋποθέσεις επιτρέπονται.[66] Αντικείμενο της διαφωνίας τους, πιο συγκεκριμένα, αποτελούσε το «αληθές νόημα» των άρ. 19, παρ. 1 και 61, παρ. 3 του Συντάγματος. Η πρώτη διάταξη αναφέρεται στους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται άρση απορρήτου επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, ενώ η δεύτερη ορίζει ότι ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που έλαβε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Εν τη απουσία ρητής πρόβλεψης, το ερώτημα που τέθηκε ήταν πώς οι εν λόγω διατάξεις συμβιβάζονται ερμηνευτικά ως προς το ζήτημα του συνταγματικώς επιτρεπτού της άρσης απορρήτου επικοινωνιών των βουλευτών.

Δεν είναι δύσκολο να δειχθεί, εκ νέου, ότι και η – σχετικά περιορισμένη σε έκταση – διαμάχη αυτή ακολουθεί, σε γενικές γραμμές, την ιδεοτυπική μορφολογία που περιγράψαμε ανωτέρω. Πιο συγκεκριμένα, τα χρησιμοποιούμενα από τους Βενιζέλο και Γεραπετρίτη επιχειρήματα είναι εξ ολοκλήρου «ερμηνευτικά»[67] και ουδόλως παραπέμπουν σε εμπειρικά γεγονότα[68] όπως, φερ’ ειπείν, στη συμπεριφορά και τις πεποιθήσεις των κρατικών λειτουργών, στις κοινά αποδεκτές πεποιθήσεις των συνταγματολόγων για το νόημα των ανωτέρω διατάξεων ή, έστω, στις ιστορικά καταγεγραμμένες προθέσεις του συντακτικού νομοθέτη. Πέραν αυτού, και στις δύο περιπτώσεις η εκάστοτε υποστηριζόμενη άποψη παρουσιάζεται ως η μόνη αντικειμενικά αληθής (και η αντίθετή της ως αντικειμενικά ψευδής) ενώ, επιπλέον, χρησιμοποιούνται προς τούτο και κατεξοχήν ηθικο-πολιτικά επιχειρήματα. Έτσι, ο μεν Ευάγγελος Βενιζέλος εκκινεί από μία αντίληψη της διάκρισης των εξουσιών για να δικαιολογήσει μια διευρυμένη ερμηνεία της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών των βουλευτών,[69] ενώ, αντίστροφα, ο Γιώργος Γεραπετρίτης αντιτείνει ότι ακριβώς μια τέτοια διευρυμένη προστασία είναι αντίθετη στην θεμελιώδη αρχή της ίσης μεταχείρισης.[70]

Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι από τα ανωτέρω παραδείγματα, στα οποία θα μπορούσαν να προστεθούν και πάρα πολλά άλλα,[71] μπορεί να συναχθεί το γενικότερο συμπέρασμα ότι, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για «εύκολες» ή για «δυσχερείς» υποθέσεις (διάκριση η οποία ούτως ή άλλως αμφισβητείται σε αρκετές καθ’ έκαστον περιπτώσεις), οι δρώντες επιχειρηματολογούν υποθέτοντας ότι: (α) υπάρχει μια «αντικειμενικά ορθή» απάντηση σε κάθε ζήτημα ερμηνείας ή/και εφαρμογής των πηγών του δικαίου, (β) η ανωτέρω ορθότητα δεν μπορεί να δειχθεί με εμπειρικά μέσα, ιδίως, δε, δεν μπορεί να αναχθεί στις απόψεις «πλειοψηφιών» ή «μειοψηφιών» περί ορθότητας και (γ) τα επιστημολογικά εργαλεία με τα οποία προσεγγίζονται τα ερμηνευτικά ζητήματα συγκεφαλαιώνονται στη λεγόμενη «νομική μέθοδο», ενώ χρησιμοποιούνται κατά κανόνα και ηθικο-πολιτικά επιχειρήματα που αναφέρονται σε εκδοχές κατανόησης θεμελιωδών κανονιστικών αρχών (όπως η δημοκρατική αρχή, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και η αντι-πλειοψηφική φύση των ατομικών δικαιωμάτων). Κοντολογίς, οι ερμηνευτές φαίνεται, και όταν ακόμη συμφωνούν πλήρως ως προς τα εμπειρικά γεγονότα, συστηματικά να εμπλέκονται σε πολυεπίπεδες διαφωνίες για το αληθές νόημα των συνταγματικών κανόνων, διαφωνίες οι οποίες αφορούν τόσο την ορθή χρήση της (κοινά αποδεκτής) «δογματικής νομικής μεθόδου», όσο και την καλύτερη ερμηνεία των κανονιστικών θεμελιωδών αρχών, τις οποίες εκάστοτε επικαλούνται. Περαιτέρω, οι διαφωνίες αυτές όχι μόνο δεν φαίνεται να μπορούν να επιλυθούν, αλλά και αναπαράγονται ad infinitum και, μάλιστα, με ολοένα και πιο εκλεπτυσμένο τρόπο λόγω της σταδιακής αύξησης της πολυπλοκότητας των συναφών επιχειρηματολογικών πρακτικών. Φυσικά, όπως ήδη σημειώσαμε στην προηγούμενη ενότητα, οι διαφωνίες πράγματι επιλύονται τελικώς de facto, ιδίως όταν κάποιο ανώτατο δικαστήριο ή, γενικότερα, κάποιος ισχυρός συνταγματικώς δρων επιβάλει την αποδοχή μιας συγκεκριμένης λύσης «ως ορθής». Και η πάροδος χρόνου, σε συνδυασμό με την αποδοχή μιας λύσης ως απολύτως κρατούσας, πράγματι τελικώς «καταναγκάζει», υπό μία έννοια, τους συμμετέχοντες να προσαρμόσουν αντιστοίχως την επιχειρηματολογία τους. Ωστόσο, πρώτον, ο εν λόγω «καταναγκασμός» δεν συνιστά λόγο αποδοχής της ορθότητας της κρατούσας άποψης αλλά, απλώς, έναν ακόμη de facto περιορισμό και, δεύτερον, η επενέργειά του είναι σχετική και όχι απόλυτη. Στο μέτρο που ο συνταγματικός, και εν γένει νομικός, λόγος επιμένει στην αποδοχή ιδίως των προκειμένων (α) και (β), αδυνατεί να αποδεχθεί ότι η «νομική ορθότητα» ταυτίζεται με τις αποφάσεις των δικαστηρίων (ή εν γένει των ισχυρών δρώντων που αποφασίζουν σε τελική ανάλυση ως προς το «αληθές» νόημα κάποιας πηγής του δικαίου).

Αν το ανωτέρω συμπέρασμα πράγματι ισχύει, τότε η τρέχουσα εκδοχή ελληνικής συνταγματικής θεωρίας σαφώς δύναται να αποτελέσει αντικείμενο της σκεπτικιστικής ρεαλιστικής κριτικής, οι γενικές γραμμές της οποίας παρουσιάστηκαν στην πρώτη ενότητα του παρόντος άρθρου. Πιο συγκεκριμένα, μία τέτοια κριτική εκθέτει ένα πλέγμα αντιρρήσεων ιδίως ως προς τις προκείμενες της αντικειμενικότητας και της μοναδικότητας των προτεινόμενων ερμηνευτικών λύσεων αναφορικά με το «αληθές νόημα» των συνταγματικών διατάξεων. Όπως ήδη υποστηρίχθηκε, πρώτον, αμφισβητεί την επιστημολογική εγκυρότητα των κλασικών δογματικών μεθοδολογικών και ερμηνευτικών εργαλείων, διαπιστώνοντας ότι οι μέθοδοι αυτές (όπως αναδείχθηκε και από τα παραδείγματα που εξετάσαμε) οδηγούν σε περισσότερες της μίας δυνατές ερμηνευτικές ανασυγκροτήσεις των κανόνων που μπορούν να συναχθούν από τις πηγές του δικαίου. Δεύτερον, ο συνεπής νομικός ρεαλισμός απορρίπτει και την προσφυγή σε υποτιθέμενα «αντικειμενικές» ηθικές αξίες, η οποία έχει προταθεί ως δυνάμει λύση από όσες προσεγγίσεις αντιλαμβάνονται πλήρως τα όρια της επιστημολογικής εγκυρότητας της παραδοσιακής νομικής μεθόδου. Κατά τη σκεπτικιστική άποψη, η συστηματική έλλειψη consensus και η αέναη αδιέξοδη ανακύκλωση των συνταγματολογικών διαμαχών, σε συνδυασμό με την αίσθηση ματαιότητας που η εν λόγω ανακύκλωση ενίοτε επιφέρει, εξηγείται ακριβώς από το γεγονός ότι δεν υφίσταται αντικειμενικά ορθή άποψη στα ζητήματα για τα οποία διεξάγονται οι εν λόγω διαμάχες. Συνεπώς, στο μέτρο που εξακολουθεί να είναι επιθυμητή η συγκρότηση μιας επιστήμης του συνταγματικού δικαίου που να παρέχει αντικειμενική γνώση, η εκδοχή νομικού ρεαλισμού, που προκρίνει το παρόν άρθρο, προτείνει την αντικατάσταση του κλασικού δογματικού ερευνητικού προγράμματος από ένα εμπειρικό και εξηγητικό κοινωνικοεπιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα. Η επόμενη, και έσχατη, ενότητα διατρέχει, εν τάχει, κάποιες από τις παραμέτρους ενός τέτοιου προγράμματος, διατυπώνοντας πιο συγκεκριμένες υποθέσεις και προτάσεις σχετικά με τη μορφή που θα μπορούσε το πρόγραμμα αυτό να λάβει στα ελληνικά συνταγματικά και νομικά συγκείμενα.

ΙΙΙ. Ένα διαφορετικό πρόγραμμα επιστημονικής έρευνας: περιγραφή και εξήγηση της νομικής συνταγματικής ιδεολογίας αντί της αναζήτησης της «μοναδικής ορθής λύσης».

Σημείο εκκίνησής μας αποτελούν δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, η σχετική ανυπαρξία συστηματικών κοινωνικοεπιστημονικών ερευνών αναφορικά με τον προσδιορισμό των διαφορετικών εκδοχών της κατά Ρος «νομικής ιδεολογίας» των εκάστοτε δρώντων (ιδίως των ανώτερων και ανώτατων δικαστηρίων), την ορθή εμπειρική περιγραφή, «μέτρηση» και, τελικώς, εξήγηση της ιδεολογίας αυτής, αλλά και της ταυτοποίησης του ευρύτερου πλέγματος αιτιακών σχέσεων εντός των οποίων πράττουν οι δρώντες. Δεύτερον, ο προσανατολισμός των νομικών σχολών, ως κατεξοχήν τόπων αναπαραγωγής και μετάδοσης επιστημικών πρακτικών, κατά βάση στην παραδοσιακή «νομική δογματική» μέθοδο. Ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο ο δεύτερος παράγοντας ενδεχομένως μπορεί να εξηγήσει τον πρώτο, είναι σχεδόν προφανές, όπως μπορεί να φανεί από μια έστω και επιφανειακή βιβλιογραφική σύγκριση των εγχώριων εμπειρικών κοινωνικοεπιστημονικών μελετών, και μάλιστα οριζομένων εν ευρεία εννοία (δηλαδή αναφορικά με το πλήρες φάσμα των κοινωνικών επιστημών και ανεξαρτήτως «ποσοτικών» ή «ποιοτικών» μεθόδων), με αντίστοιχες που έχουν γίνει και δημοσιευθεί σε πολλές άλλες χώρες,[72] ότι η εγχώρια έρευνα υστερεί. Αυτό, φυσικά, δεν είναι πρόβλημα καθ’ εαυτό. Είναι προβληματικό αποκλειστικά και μόνο από την οπτική γωνία ενός γνωσιοθεωρητικού διαβήματος που επιδιώκει, πρώτον, να περιγράψει συστηματικά την όντως χρησιμοποιούμενη από τους δρώντες νομική συνταγματική ιδεολογία (δηλαδή τις πεποιθήσεις τους περί συνταγματικών κανόνων, πεποιθήσεις οι οποίες και εξηγούν, σε κάποιο βαθμό, τις πράξεις τους) και, δεύτερον, να αποκτήσει γνώση των αιτιακών μηχανισμών που εξηγούν τις εν λόγω πεποιθήσεις. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται η εγκατάλειψη του τρέχοντος κανονιστικού προγράμματος της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας και η συνακόλουθη επικέντρωση: (α) στην αξιολογικά ουδέτερη εμπειρική περιγραφή με στόχο την ακριβέστερη δυνατή καταγραφή των διαφορετικών εκδοχών νομικής συνταγματικής ιδεολογίας, όπως η τελευταία όντως επενεργεί σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας των δρώντων (συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων στις οποίες οι «πραγματικοί κανόνες» που χρησιμοποιούνται de facto από τους δρώντες για να προσανατολίζουν τη δράση τους είναι διακριτοί από τους «χάρτινους κανόνες» τους οποίους διατυπώνει η δογματική επιστήμη του συνταγματικού δικαίου) και (β) στη διατύπωση αιτιακών υποθέσεων εξήγησης τόσο του περιεχομένου της νομικής συνταγματικής ιδεολογίας όσο και των πράξεων που εμφορούνται από την εν λόγω ιδεολογία.

Ξεκινώντας από το διάβημα της συστηματικής κοινωνικοεπιστημονικής περιγραφής της νομικής συνταγματικής ιδεολογίας, μπορούμε να κάνουμε τριών ειδών παρατηρήσεις. Πρώτον, η περιγραφή αυτή απαιτεί και τη συμμετοχή επαγγελματιών νομικών. Στο μέτρο που οι τελευταίοι διαθέτουν επαρκή δογματική σκευή, έχουν στα χέρια τους ένα πολύτιμο εργαλείο που τους παρέχει το πλεονέκτημα της ορθής αποκωδικοποίησης της χρησιμοποιούμενης συνταγματικής επιχειρηματολογίας με τρόπο ανάλογο, φερ’ ειπείν, με εκείνον που οι κοινωνιολόγοι και ανθρωπολόγοι των φυσικών επιστημών πρέπει να είναι τουλάχιστον σε θέση να κατανοήσουν, τουλάχιστον σε αδρές γραμμές, τις επιστημονικές θεωρίες των φυσικών όταν επιχειρούν να προσφέρουν επαρκείς κοινωνιολογικές περιγραφές και εξηγήσεις των συναφών διαμαχών.[73] Δεύτερον, ωστόσο, η κοινωνικοεπιστημονική περιγραφή της νομικής ιδεολογίας είναι ουσιωδώς διαφορετική από τη δογματική ανασυγκρότηση του νομικού συστήματος. Για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία που έχει εισαγάγει ο Χαρτ,[74] το κοινωνικοεπιστημονικό διάβημα υιοθετεί μια εξωτερική προς τους δρώντες και αυστηρά τριτοπρόσωπη σκοπιά. Η υιοθέτηση ακριβώς αυτής της σκοπιάς επιτρέπει την τήρηση ουδετερότητας ως προς τις οντολογικές και αξιολογικές δεσμεύσεις των δρώντων, συμπεριλαμβανομένων και των ισχυρισμών των τελευταίων περί (μοναδικής) ορθότητας της χ ή της ψ νομικής κρίσης. Όπως ήδη παρατηρήσαμε στην πρώτη ενότητα, ο επιστημικός σκοπός της κοινωνικοεπιστημονικής περιγραφής δεν συνίσταται στη διατύπωση αξιολογικής κρίσης, από την πλευρά  του κοινωνικού επιστήμονα, αναφορικά με την ορθότητα των πεποιθήσεων των δρώντων (υπό κάποιο κριτήριο αλήθειας ή ορθότητας). Οι ψευδείς αλλά αιτιακά ενεργές πεποιθήσεις (δηλαδή ο ψευδής τρόπος με τον οποίο τα υποκείμενα αντιλαμβάνονται, από τη σκοπιά τους, τον κόσμο) εξηγούν τις πράξεις των δρώντων εξίσου καλά με τις αληθείς.[75] Συναφώς, ο σκοπός της κοινωνικοεπιστημονικής περιγραφής συνίσταται αποκλειστικά στον εντοπισμό εκείνου του πλέγματος πεποιθήσεων το οποίο μπορεί πράγματι με συστηματικό τρόπο να εξηγήσει εμπειρικά τις πράξεις των τελευταίων. Τρίτον, σε αντίθεση με όσα φαίνεται να πίστευαν οι Αμερικανοί νομικοί ρεαλιστές και ο Ρος, δεν υφίσταται κάποιος λόγος αρχής για τον οποίο ένα τέτοιου τύπου κοινωνικοεπιστημονικό νομικό διάβημα θα όφειλε να περιοριστεί στη μελέτη της συμπεριφοράς των δικαστών ή, πολλώ μάλλον, αποκλειστικώς σε εκείνη της συμπεριφοράς των ανώτατων δικαστών (καίτοι είναι εξαιρετικά σημαντικό να αποκτήσουμε, στα πρότυπα αντίστοιχων εμπειρικών ερευνών που έχουν γίνει σε άλλες χώρες, μια περιγραφικώς αληθή όσο και λεπτομερή καταγραφή του πλήρους φάσματος των νομικών πεποιθήσεων όλων των δικαστών). Η αποκλειστική προσήλωση στη συμπεριφορά των δικαστών μαρτυρεί απλώς, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι η ρήξη με το κυρίαρχο δογματικό υπόδειγμα, που κατεξοχήν επικεντρώνεται στο σχολιασμό των «σημαντικών αποφάσεων» των (ανωτάτων ιδίως) δικαστηρίων και αγνοεί τη νομική επιχειρηματολογία άλλων δρώντων, δεν είχε ολοκληρωθεί πλήρως στη σκέψη των πλέον σημαντικών νομικών ρεαλιστών της μεσοπολεμικής περιόδου. Ωστόσο, στις κοινωνίες με κράτος και κεντρικά οργανωμένες γραφειοκρατίες, η νομική ιδεολογία αναπαράγεται και κυκλοφορεί ευρύτατα, και μάλιστα όχι μόνο στο σύνολο των επιπέδων της ιεαρχίας των κρατικών αξιωματούχων, αλλά και μεταξύ των κοινωνών. Εξάλλου, στο βαθμό που οι κοινωνοί αγνοούν (ή αντιλαμβάνονται λανθασμένα) τις τεχνικές παραμέτρους της νομικής ιδεολογίας, η δράση τους διαμεσολαβείται από εκείνη ενός στρώματος επαγγελματιών νομικών/ειδικών που παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες και διαθέτουν τεχνογνωσία που τους επιτρέπει να «μεταφράσουν» αιτήματα σε περισσότερο ή λιγότερο ορθά διατυπωμένη νομική γλώσσα. Συνεπώς, η περιγραφή των ενδεχομένως συστηματικών διαφορών στην κατανόηση και πρακτική χρήση της συγκεκριμένης ιδεολογίας μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών δρώντων, με τους τελευταίους να μπορούν να τοποθετηθούν σε ένα συνεχές στο ένα άκρο του οποίου βρίσκονται οι «πλέον ειδικοί» (δικαστές και επαγγελματίες νομικοί) ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονται οι «καθημερινοί δρώντες», μπορεί να είναι εξ ίσου (ή και περισσότερο) σημαντική, ως προς τον στόχο της εξήγησης του πώς λειτουργεί η συγκεκριμένη ιδεολογία και τι ευρύτερα αιτιακά αποτελέσματα παράγει, από τη στενότερη ή και αποκλειστική επικέντρωση στο ερώτημα πώς συστηματοποιούν τη νομική ιδεολογία ειδικά οι (ανώτατοι) δικαστές. Το ανωτέρω σημείο μπορεί να καταστεί πιο συγκεκριμένο και στα ειδικότερα συγκείμενα του συνταγματικού δικαίου. Πράγματι, θα ήταν εξαιρετικά σημαντικό να διαθέταμε μια συστηματική καταγραφή του πώς αντιλαμβάνονται, ερμηνεύουν και εφαρμόζουν το συνταγματικό κείμενο οι πολιτικοί δρώντες, όταν χρησιμοποιούν συνταγματικά επιχειρήματα ή/και ακολουθούν κανόνες (όπως εκείνοι τους αντιλαμβάνονται), και μάλιστα όλως ανεξαρτήτως από το πώς ερμηνεύουν, όταν ερμηνεύουν, τους κανόνες αυτούς τα (ανώτατα) δικαστήρια. Για να το θέσω με ένα απλό και σχετικά πρόσφατο παράδειγμα: η συζήτηση ως προς το αν ήταν «ορθή» η «στρογγυλοποιητική προς τα κάτω» ερμηνεία των συναφών άρθρων του Συντάγματος, σχετικά με τον διορισμό των μελών του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου και της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, την οποία προέκρινε η κυβερνητική πλειοψηφία,[76] έλαβε, εκ νέου, τη γνωστή κανονιστική μορφή που ήδη περιγράψαμε στην προηγούμενη ενότητα, ήτοι τη διαμάχη για το «αληθές νόημα» των σχετικών συνταγματικών διατάξεων (που υποτίθεται ότι ταυτίζεται με τη γλωσσική τους διατύπωση) και τις καταγγελίες περί παραβίασης των διατάξεων αυτών. Θα ήταν όμως εξαιρετικά χρήσιμο να γνωρίζαμε, π.χ., αν αντίστοιχες ερμηνείες έχουν αρθρωθεί και από άλλους πολιτικούς δρώντες στο παρελθόν, δηλαδή να διαθέταμε πληροφορίες σχετικά με το αν οι σχετικοί κανόνες αντιμετωπίζονται από τους δρώντες ως (περισσότερο ή λιγότερο) «χάρτινοι». Αυτό, μάλιστα, όχι μόνο σε σχέση με το ειδικότερο μνημονευθέν παράδειγμα αλλά, γενικότερα, ως προς το σύνολο των διαδικαστικών κανόνων (σε συνδυασμό με συναφείς διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής) που ερμηνεύονται και εφαρμόζονται από τους ίδιους τους πολιτικούς δρώντες εν τη απουσία μηχανισμών δικαστικού ελέγχου. Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι κανονιστικά αλλά εμπειρικά, και εντάσσονται πλήρως στο πνεύμα ενός ρεαλιστικού περιγραφικού και εξηγητικού προγράμματος.

Τέλος, η εμπειρικά αληθής περιγραφή της πράγματι (και όχι από κάποια ιδεατή ή «αμιγώς κανονιστική» σκοπιά) ισχύουσας νομικής ιδεολογίας είναι κατά τα ως άνω σημαντική, αλλά η πλέον κρίσιμη παράμετρος, η οποία και αποτελεί τον απώτατο στόχο του κοινωνικοεπιστημονικού διαβήματος που υποστηρίζει το παρόν άρθρο, είναι η αιτιακή (ή άλλη – βλ. αμέσως κατωτέρω) εξήγησή της. Όπως ήδη υποστηρίχθηκε στην πρώτη ενότητα, η αλλαγή υποδείγματος με την επικέντρωση στις αιτιακά ενεργές νομικές πεποιθήσεις των δρώντων επιτρέπει, σε αντίθεση με την αμιγώς κανονιστική ανάλυση, την αιτιακή εξήγηση των εν λόγω πεποιθήσεων με τρόπο αντίστοιχο με τον οποίο κοινωνικοεπιστημονικά διαβήματα σε άλλα πεδία (φερ’ ειπείν, σε αυτά της θρησκείας, της επιστήμης, της ηθικής και της τέχνης) επιτρέπουν την εξήγηση των συναφών με τα πεδία αυτά πεποιθήσεων. Το ερώτημα αν ένα τέτοιο «εξωτερικό» προς τους δρώντες κοινωνικοεπιστημονικό διάβημα επαρκεί πλήρως και άνευ ετέρου για την εξήγηση της νομικής ιδεολογίας ή αν απαιτείται, ενδεχομένως, να συμπληρωθεί με εξηγήσεις «εσωτερικού» τύπου που αναφέρονται σε μορφές ορθολογικής επιλογής ερμηνειών βάσει της (σχετικής ή απόλυτης) «ορθότητας» των τελευταίων δεν μπορεί να απαντηθεί εδώ (και, γενικότερα, δεν μπορεί να απαντηθεί in abstracto).[77] Σε τελική ανάλυση, εξαρτάται από το αν και σε ποιο βαθμό δικαιολογείται η σκεπτικιστική ρεαλιστική στάση ως προς την ύπαρξη «αντικειμενικά μοναδικών ορθών απαντήσεων» που αναλύθηκε στην πρώτη ενότητα. Υποθέτοντας ότι η επιλογή μιας «ορθής ερμηνείας» από τους δρώντες τείνει να εξηγείται (στις περισσότερες περιπτώσεις[78]) με αναφορά στους λόγους που την θεμελιώνουν ως ορθή και τη συνακόλουθη αποδοχή της πειστικότητας των λόγων αυτών, αιτιακές εξηγήσεις θα απαιτούνται είτε για τις περιπτώσεις στις οποίες δεν ακολουθήθηκε η «ορθή ερμηνεία» αλλά κάποια άλλη, ψευδής, είτε για εκείνες στις οποίες δεν υφίσταται «μοναδική ορθή ερμηνεία». Όπως υποστηρίχθηκε στην πρώτη ενότητα, οι Αμερικανοί ρεαλιστές αναφέρονται ακριβώς (α) στις «δυσχερείς υποθέσεις» ως περιπτώσεις στις οποίες υφίστανται περισσότερες της μίας «ορθές ερμηνείες» και (β) στη διάκριση «χάρτινων» και «πραγματικών» κανόνων, για να υποδηλώσουν περιπτώσεις στις οποίες, καίτοι υφίσταται μία «ορθή ερμηνεία», πάντως, για διαφορετικές, ανά περίσταση, αιτίες, επιλέγεται από τους δρώντες μια ερμηνεία διαφορετική από «την ορθή», ή οποία και ακολουθείται συστηματικά πλέον στην πράξη. Συναφώς, τουλάχιστον στις περιπτώσεις αυτές, ένα πρόγραμμα «εξωτερικής»/κοινωνιολογικής αιτιακής εξήγησης των νομικών πεποιθήσεων των δρώντων θα είναι εξαιρετικά πρόσφορο. Χωρίς να μπορώ εδώ να εισέλθω σε περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τις ειδικότερες μορφές που θα μπορούσε ένα τέτοιο πρόγραμμα να λάβει, αρκούμαι ακροθιγώς να παρατηρήσω, πρώτον, ότι ουδόλως χρειάζεται να αποδίδει εξηγητική προτεραιότητα σε «πολιτικούς» παράγοντες, όπως κατεξοχήν συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση της εξήγησης της συμπεριφοράς των δικαστών του ανώτατου δικαστηρίου των ΗΠΑ,[79] αλλά μπορεί να συνδυάζει το πλήρες εύρος παραγόντων (συμπεριλαμβανομένων των νομικών παραγόντων) που μπορούν να εξηγήσουν τις υπό εξέταση συμπεριφορές· δεύτερον, ότι ουδόλως απαιτείται, όπως το πράττουν ιδίως οι πιο «ορθόδοξες» εκδοχές πολιτικής επιστήμης, να υιοθετεί «ποσοτικές» προσεγγίσεις και τα συναφή με αυτές στατιστικά εργαλεία και, τρίτον, ότι δύναται, ιδίως μετά τις προόδους της τελευταίας δεκαετίας σε πεδία όπως η μηχανική μάθηση και η επεξεργασία φυσικής γλώσσας, σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα δεδομένων υπό μορφή κειμένου (ιδίως των δικαστικών αποφάσεων, αλλά όχι μόνο), να διατυπώσει υποθέσεις και να προβεί σε εμπειρικά στοιχειοθετημένες διαπιστώσεις με μικρότερο κόστος και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ως προς την αξιοποίηση ερευνητικών πόρων σε σχέση ακόμη και με το σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Το αν και σε ποιο βαθμό ένα τέτοιο ερευνητικό πρόγραμμα, στα ελληνικά συνταγματικά συγκείμενα, δεν θα παραμείνει απλή δυνατότητα αλλά θα γίνει και συγκεκριμένη πραγματικότητα, μένει να φανεί.

 

[1] Βλ., μεταξύ πολλών άλλων έργων του ίδιου, Kelsen H., General Theory of Law and State, Harvard University Press, 1946, σ. 162-178.

[2] Ο όρος «πλατωνικό» εδώ χρησιμοποιείται με την ειδική τεχνική έννοια που έχει λάβει τις τελευταίες δεκαετίες στη φιλοσοφία των μαθηματικών και όλως ανεξαρτήτως του αν αποδίδει πιστά τις ειδικότερες οντολογικές αντιλήψεις του ίδιου του Πλάτωνα. Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Balaguer M., Platonism and Anti-Platonism in Mathematics, Oxford University Press, 1998.

[3] Για την εν λόγω ερμηνεία του Κέλσεν βλ. Green M.S., «Hans Kelsen’s Non-Reductive Positivism» σε Spaak T./ Mindus P. (επιμ.), The Cambridge Companion to Legal Positivism, Cambridge University Press, 2021, σ. 272-300.

[4] Βλ. Kelsen, General Theory of Law and State, ό.π., σ. 178.

[5] Βλ. Holtermann J.v.H./Madsen M.R., «Toleration, Synthesis or Replacement? The ‘Empirical Turn’ and its Consequences for the Science of International Law», Leiden Journal of International Law, 29/2016, σ. 1001-1019.

[6] Μια επισκόπηση ακόμη και ελάχιστου κλάσματος της εν λόγω εμπειρικής κοινωνικοπειστημονικής βιβλιογραφίας σε διεθνές επίπεδο είναι αδύνατη στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, λόγω του μεγέθους της εν λόγω βιβλιογραφίας. Βλ., εντελώς δειγματοληπτικά, ως προς μεν τις «ποσοτικού τύπου» αναλύσεις, Epstein L./Martin A., An Introduction to Empirical Legal Research, Oxford University Press, 2014, ως προς δε τις πιο «ποιοτικού τύπου» αναλύσεις, Mulcahy L., Legal Architecture: Justice, Due Process and the Place of Law, Taylor & Francis, 2011.

[7] Στις αναπτύξεις που ακολουθούν, και κυρίως για λόγους χώρου αλλά και στόχευσης του άρθρου (βασικό αντικείμενο του οποίου είναι η συνταγματική θεωρία), δεν πρόκειται να υπερασπιστώ τις εν λόγω σκεπτικιστικές θέσεις σε μεγάλο βάθος. Πιθανολογώ, επομένως, ότι όσοι κατεξοχήν τις αρνούνται θα πείθονταν από το εδώ αναπτυσσόμενο επιχείρημα –αν, τέλος πάντων, πείθονταν– μόνο σε περίπτωση κατά την οποία θα αναπτυσσόταν μια πολύ πιο εκτεταμένη επιχειρηματολογία από την εδώ προσφερόμενη. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη και τα συγκεκριμένα παραδείγματα που θα αναλυθούν στη δεύτερη ενότητα, παραδείγματα που δεν αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις αλλά φαίνεται να αντιστοιχούν σε ένα ανά τακτά χρονικά διαστήματα αυστηρά επαναλαμβανόμενο μοτίβο δημόσιων αντιπαραθέσεων μεταξύ συνταγματολόγων με αντικείμενο την ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου, καλώ την αναγνώστρια και τον αναγνώστη να διαβάσουν τις αναπτύξεις που ακολουθούν επί τη βάσει της δικής τους εμπειρίας και να αναρωτηθούν αν όντως πιστεύουν ότι οι αέναες διαμάχες περί της «παραβίασης» του «αληθούς νοήματος» του συνταγματικού άρθρου χ ή ψ, νοήματος που κατά κανόνα δεν ταυτίζεται με τις (εμπειρικά διαπιστούμενες) αντιλήψεις για το εν λόγω νόημα είτε των δικαστών, είτε άλλων κρατικών αξιωματούχων, είτε και τρίτων, μπορούν να επιλυθούν μέσω του εντοπισμού μιας «αντικειμενικά ορθής λύσης» ή όχι. Όσες και όσοι απαντούν αρνητικά μοιράζονται με τον συγγραφέα τις σκεπτικιστικές διαισθήσεις που αποτελούν τουλάχιστον την αφορμή, αν όχι και το θεμέλιο, των αναπτύξεων που ακολουθούν.

[8] Βλ. Martin Μ., Legal Realism: American and Scandinavian, Peter Lang, 1997, σ. 1-5.

[9] Ibid.

[10] Βλ. Leiter B., «Legal Realisms, Old and New», Valparaiso University Law Review, 47/2013, σ. 950-953.

[11] Ibid.

[12] Βλ. Leiter B., Naturalizing Jurisprudence: Essays on American Legal Realism and Naturalism in Legal Philosophy, Oxford University Press, 2007, σ. 59-80.

[13] Βλ. Leiter, «Legal Realisms, Old and New», ό.π., σ. 951.

[14] Ως προς την έννοια των «δυσχερών υποθέσεων», βλ. το κεφάλαιο 4 του κλασικού πλέον βιβλίου του Ρόναλντ Ντουόρκιν (Ronald Dworkin), Taking Rights Seriously, Bloomsbury, 2013, σ. 105-162.

[15] Βλ., ιδίως, Ross Α., On Law and Justice, Oxford University Press, 2019. Πρόκειται για μια εντελώς καινούργια και πλήρη μετάφραση στα αγγλικά από το δανέζικο πρωτότυπο έργο του 1953. Το εν λόγω βιβλίο είχε μεταφραστεί εν μέρει για πρώτη φορά στα αγγλικά το 1958, αλλά η παλαιότερη μετάφραση είχε σημαντικά ζητήματα, τα οποία, σύμφωνα με έγκυρους μελετητές, αιτιολογούν (αν και δεν δικαιολογούν) την απόρριψη του έργου από τον Χέρμπερτ Χαρτ (Herbert Hart). Βλ. Eng S., «Lost in the System or Lost in Translation? The Exchanges Between Hart and Ross», Ratio Juris, 24/2011, σ. 194-246.

[16] Βλ. Leiter, Naturalizing Jurisprudence, ό.π., σ. 30-46.

[17] Το επίρρημα «επιστημονικώς» είναι ιδιαιτέρως σημαντικό. Αν οι ρεαλιστικές θέσεις είναι ορθές, η νομική δογματική δεν επιτελεί μία λειτουργία γνώσης. Αυτό ουδόλως σημαίνει, ωστόσο, ότι είναι άχρηστη. Ισχύει μάλλον το ακριβώς αντίθετο: η νομική δογματική, καίτοι δεν προσφέρει γνώση, πάντως επιτελεί μια εξόχως πρακτική λειτουργία, ιδίως μέσω της συστηματοποίησης των ανά πάσα ιστορική στιγμή κατανοούμενων ως δυνατών ερμηνευτικών ανασυγκροτήσεων των πηγών του δικαίου. Ακριβώς αυτές οι ερμηνευτικές ανασυγκροτήσεις χρησιμοποιούνται στη συνέχεια από τους δρώντες, τουλάχιστον ως τεχνική/ιδεολογική υποστήριξη, για την επίτευξη των εκάστοτε σκοπών τους (που μπορεί κάλλιστα να περιλαμβάνουν και την «πιστή εφαρμογή του δικαίου»), όπως τους σκοπούς αυτούς αντιλαμβάνεται έκαστος των δρώντων.

[18] Βλ. Leiter, Naturalizing Jurisprudence, ό.π., σ. 26-30.

[19] Ibid. σ. 39-40.

[20] Βλ. Schauer F., «Legal Realism Untamed», Texas Law Review 91/2013, σ. 749-780.

[21] Βλ. Guastini R., «Rule-Scepticism Restated» σε Green L./Leiter B. (επιμ.), Oxford Studies in Philosophy of Law: Volume 1/2011, σ. 138-161 και Llewellyn K., «Remarks on the Theory of Appellate Decision and the Rules or Canons about How Statutes Are to Be Construed», Vanderbilt Law Review 3/1950, σ. 395-406.

[22] Βλ. M. Etchemendy, «Legal Realism and Legal Reality», Tennessee Law Review 88/2021, σ. 459-462.

[23] Εξ ου και το πολυσυζητημένο ζήτημα της «εξελικτικής ερμηνείας», τις σχετικιστικές απολήξεις της οποίας οι εκάστοτε θιασώτες της εν λόγω προσέγγισης συνήθως αποσιωπούν συστηματικά. Αν, φερ’ειπείν, το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος επιτρέπει σήμερα –αλλά δεν επέτρεπε χθες– την ίδρυση μη κρατικών/μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, τότε γιατί αύριο να μην ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβλέπει εκ νέου την απαγόρευση; Γενικότερα, αν η νομική σημασία των χρησιμοποιούμενων από κανονιστικά κείμενα όρων μεταβάλλεται ανάλογα με την εμπειρική αλλαγή των σχετικών πεποιθήσεων των ερμηνευτών και όχι βάσει κάποιου αντικειμενικού κριτηρίου ορθότητας που δεν ανάγεται στις εν λόγω πεποιθήσεις, τότε γιατί να δεχτούμε κάποιο υποτιθέμενο επιστημικό προνόμιο των σημερινών (και όχι των χθεσινών ή των αυριανών) πεποιθήσεων των ερμηνευτών; Περαιτέρω, αν τόσοι ερμηνευτές είχαν πέσει τόσο έξω για τόσες δεκαετίες ως προς το «αληθές νόημα» του άρθρου 16 Συντάγματος, τότε γιατί, άραγε, σήμερα που άλλαξαν (όσοι άλλαξαν) γνώμη, δεν υποπίπτουν εξίσου σε σφάλμα; Τα ερωτήματα αυτά αναδεικνύουν τις σχετικιστικές συνέπειες της λεγόμενης «εξελικτικής» ερμηνείας των κανονιστικών κειμένων και υπαινίσσονται ότι ο πλέον συνεκτικός τρόπος να επιχειρηματολογηθεί με μη σχετικιστικό τρόπο ότι, επί παραδείγματι, η σημερινή «νέα» προταθείσα ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος (σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η ίδρυση μη κρατικών/μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, έστω ως παραρτημάτων πανεπιστημίων του εξωτερικού) δεν είναι επιστημικά αυθαίρετη, συνίσταται στο να υποστηριχθεί ότι το άρθρο αυτό εξ αρχής (δηλαδή ήδη από την 1η Ιανουαρίου 1981, όταν και η Ελλάδα εντάχθηκε στην τότε «κοινοτική» έννομη τάξη, για να μείνουμε στην κοινοτική/ενωσιακή πτυχή του ζητήματος) αντικειμενικά επέτρεπε, και ενδεχομένως επέβαλλε, την ίδρυση μη κρατικών/μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Με άλλες λέξεις, αν πράγματι υπάρχουν αντικειμενικά ορθές ερμηνείες των πηγών του δικαίου, τότε αυτό που «εξελίσσεται» δεν είναι οι εν λόγω ερμηνείες, αλλά απλώς οι πεποιθήσεις των ερμηνευτών ως προς τις ερμηνείες αυτές. Βέβαια, αν κανείς ξεκινήσει από μια τέτοια γραμμή επιχειρηματολογίας, πρέπει επίσης κατά λογική αναγκαιότητα να δεχθεί και ότι την «αντικειμενικά ορθή» ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος δεν είχαν διαπιστώσει για πολλές δεκαετίες ούτε καν εκείνοι που επιφορτίζονται κατεξοχήν με το έργο της αποσαφήνισης του νοήματός του, δηλαδή οι δικαστές και οι καθηγητές πανεπιστημίου, αφού όλοι τούτοι φαίνεται να πίστευαν ότι η ακριβώς αντίθετη από την «καινούρια» ερμηνεία ήταν η «ορθή», θέση την οποία διατύπωναν με τον πλέον έγκυρο τρόπο τόσο σε πλήθος συγγραμμάτων και άρθρων όσο –και ιδίως– σε σειρά δικαστικών αποφάσεων ανώτατων δικαστηρίων [βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Δρόσο Γ., «Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου» στο https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/idiwtika-panepistimia-kai-h-kakometaxeirish-tou-syntagmatikou-logou/ (πρόσβαση: 20.5.2024)]. Θα αφήσω τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μόνες και μόνους τους να σκεφτούν λόγους που να εξηγούν γιατί το αντισχετικιστικό αυτό επιχείρημα, που αποτελεί τον μοναδικό, στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, εννοιολογικά συνεπή τρόπο να υποστηριχθεί μια μη αυθαίρετη μέθοδος «εξελικτικής ερμηνείας», δεν διατυπώνεται σχεδόν ποτέ ως τέτοιο και, πάντως, δεν φαίνεται να διατυπώθηκε ούτε στον πρόσφατο συναφή διάλογο για την ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος.

[24] Εξ ου και η γνωστή απόφανση, σύμφωνα με την οποία ο νομικός ρεαλισμός εξισώνει το δίκαιο με τους κανόνες που μπορούν να συναχθούν από τις αποφάσεις των δικαστηρίων (βλ., μεταξύ πολλών άλλων, για την εν λόγω ερμηνεία, Σούρλας Π., Δίκαιο και Δικανική Κρίση: Μια φιλοσοφική αναθεώρηση της μεθοδολογίας του δικαίου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2020, σ. 39, υποσ. 15). Όπως συνάγεται από όσα έχω διαλάβει ως τώρα, η εν λόγω απόφανση δεν αποτυπώνει πιστά τις θέσεις των ρεαλιστικών ρευμάτων, που είναι πιο πολύπλοκες από τη θέση σύμφωνα με την οποία «δίκαιο είναι ό,τι πουν τα δικαστήρια».

[25] Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υφίστανται μορφές επιστημικής αντίστασης στις εκάστοτε κυρίαρχες ερμηνείες, που περιλαμβάνουν και την ευθεία αμφισβήτηση της ορθότητας των τελευταίων. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχει πλήθος νομικών σχολιασμών δικαστικών αποφάσεων που διακρίνουν μεταξύ «κρατούσας» (αλλά εσφαλμένης) και «ορθής» ερμηνείας. Χωρίς να μπορώ εδώ να αναλύσω σε βάθος το συγκεκριμένο εξαιρετικά ενδιαφέρον φαινόμενο, αρκούμαι στις εξής δύο σύντομες συναφείς παρατηρήσεις. Καταρχάς, προτείνω ως εμπειρική υπόθεση εργασίας (που φυσικά υπόκειται σε διάψευση) τη διαπίστωση ότι η διάκριση μεταξύ εσφαλμένης αλλά κρατούσας και ορθής ερμηνείας σχεδόν ποτέ δεν ανευρίσκεται ως τέτοια στις πλέον επίσημες μορφές επιχειρηματολογίας, δηλαδή στα δικόγραφα και στις δικαστικές αποφάσεις. Σε ό,τι αφορά τέτοιες μορφές, στην καλύτερη περίπτωση μπορεί κανείς να εντοπίσει επιχειρήματα αμφισβήτησης της ορθότητας παλαιότερων δικαστικών αποφάσεων όταν η κυρίαρχη νομολογιακή γραμμή παρουσιάζει ρωγμές, δηλαδή όταν εκείνοι που επιχειρηματολογούν θεωρούν ότι υπάρχει κάποια εύλογη πιθανότητα μεταστροφής της «λανθασμένης» κυρίαρχης νομολογιακής γραμμής. Αντίθετα, όταν η τελευταία είναι συμπαγής, τα επιχειρήματα αυτά συνήθως (ή και πάντοτε) εκλείπουν. Δεύτερον, η πάροδος χρόνου αποτελεί βασική παράμετρο για την τελική αποδοχή της «ορθότητας» μιας ερμηνείας ανεξαρτήτως αντικειμενικών λόγων που να θεμελιώνουν την τελευταία (εννοείται: «αντικειμενικών» από την οπτική γωνία κάποιου ερμηνευτή). Ποιος, φερ’ειπείν, θεωρεί σήμερα ότι οι αρχικές αποφάσεις του (τότε) Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που διατύπωναν την αρχή της υπεροχής του (τότε) κοινοτικού δικαίου είναι ακόμη λανθασμένες και ότι, ως εκ τούτου, είναι παράνομες όλες οι αποφάσεις που βασίζονται στην αρχή αυτή, έστω και αν τις θεωρούσε λανθασμένες όταν εκδόθηκαν; Αλλά, και αν ακόμη το θεωρεί, ποιο είναι το γνωστικό status της εν λόγω πεποίθησης;

[26] Βλ. Guastini, «Rule-Scepticism Restated», ό.π.

[27] Βλ. Schauer, «Legal Realism Untamed», ό.π.

[28] Ibid.

[29] Βλ. Etchemendy, «Legal Realism and Legal Reality», ό.π.

[30] Βλ. Paulson S., «Hans Kelsen on Legal Interpretation, Legal Cognition and Legal Science», Jurisprudence 10/2019, σ. 188-221.

[31] Ο locus classicus είναι εκ νέου Dworkin, Taking Rights Seriously, ό.π., σ. 106-111.

[32] Βλ. Stavropoulos Ν., «Legal Interpretivism» σε Stanford Encyclopedia of Philosophy, διαθέσιμο εδώ:  https://plato.stanford.edu/entries/law-interpretivist/ (τελευταία πρόσβαση: 20.5.2024).

[33] Για την άποψη αυτή, βλ. Greenberg M., «The Moral Impact Theory of Law», Yale Law Journal 123/2014, σ. 1288-1342.

[34] Ibid.

[35] Βλ. Stavropoulos, «Legal Interpretivism», ό.π.

[36] Πρόκειται, φερ’ειπείν, για την περίπτωση του Ρος, ο οποίος απορρίπτει κάθε ιδέα μιας αντικειμενικής (δηλαδή εντελώς ανεξάρτητης από υποκειμενικές στάσεις και πεποιθήσεις) ηθικής και, κατά συνέπεια, μιας αντίστοιχης αντικειμενικής κανονιστικής δεσμευτικότητας του δικαίου, όπως και αν οριστεί η τελευταία. Οι πιο σύγχρονες μεταηθικές θεωρίες που υπερασπίζονται συναφείς με εκείνες του Ρος σκεπτικιστικές θέσεις εκκινούν συνήθως από την συμβολή του Μάκι (Mackie), που υποστήριξε την άποψη ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικές ηθικές αξίες και ότι η φαινομενική αντικειμενικότητα των εν λόγω αξιών συνιστά, στην πραγματικότητα, μια γνωστική πλάνη, η οποία μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά στην κοινωνική λειτουργία που έχει η ηθική για το συντονισμό ανθρώπινων πράξεων και την αποφυγή συγκρούσεων υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Βλ. Mackie J. L., Ethics: Inventing Right and Wrong, Penguin, 1990.

[37] «Καταδικασμένη σε επιστημολογική αποτυχία» ως απόπειρα γνώσης των κανόνων. Κατά τα λοιπά, μπορεί κάλλιστα η προσέγγιση αυτή να είναι εξαιρετικά επιτυχημένη ως προς τα πρακτικά της αποτελέσματα, δηλαδή πράγματι να επηρεάζει, σε κάποιο βαθμό, τις δομές πεποιθήσεων τρίτων, πείθοντάς τους ότι οι ηθικές αρχές στις οποίες αναφέρεται για να ανασυγκροτήσει ερμηνευτικά τις πηγές είναι «όντως» αντικειμενικές.

[38] Βλ. Ross Α, Towards a Realistic Jurisprudence, Einar Munksgaard, 1946.

[39] Βλ. Leiter, Naturalizing Jurisprudence, ό.π., σ. 46-52.

[40] Βλ. Ross, On Law and Justice και Towards a Realistic Jurisprudence, ό.π.

[41] Βλ. Olivecrona Κ., Law as Fact, Oxford University Press, 1939.

[42] Για το νευραλγικό αυτό σημείο, βλ. Holtermann J. v. H., «A Straw Man Revisited: Resettling the Score between H.L.A. Hart and Scandinavian Legal Realism», Santa Clara Law Review 57/2017, σ. 1-41.

[43] Βλ. Ross, On Law and Justice, ό.π., σ. 66-72.

[44] Βλ. την περίφημη ανάλυση του Μαρσέλ Μος (Marcel Mauss), Το Δώρο. Μορφές και Λειτουργίες της Ανταλλαγής στις Αρχαϊκές Κοινωνίες, Πλέθρον, 2022.

[45] Βλ. την απόφαση Dred Scott v. Sandford, 60 U.S. 393 (1856) του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, στην οποία το δικαστήριο απεφάνθη ότι οι σκλάβοι δεν είναι πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών και, επομένως, δεν έχουν δικαίωμα δικαστικής προστασίας από ομοσπονδιακό δικαστήριο.

[46] Βλ. ως προς τη διάσταση αυτή Dworkin R., «No Right Answer?» σε Hacker P.M.S./Raz J. (επιμ.), Law, Morality, and Society: Essays in Honour of H.L.A. Hart, Oxford, Clarendon Press, 1977, σ. 58–84 και, ιδίως, Dworkin R., Law’s Empire, Harvard University Press, 1986, σ. 4-6.

[47] Ως προς το σημείο αυτό, βλ. Chiassoni P., Interpretation Without Truth: A Realistic Enquiry, Springer, 2019.  Σε ένα αυστηρά εμπειρικό επίπεδο, παρατηρείται σαφώς ότι ο συγκεκριμένος κατάλογος θεωρείται από τους ερμηνευτές ανοικτός και ιστορικά κυμαινόμενος. Φερ’ειπείν, η προσθήκη του εργαλείου του «ελέγχου αναλογικότητας» στο δίκαιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων (και όχι μόνο σε αυτό) συνιστά μία σχετικά πρόσφατη εξέλιξη.

[48] Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Ανθόπουλο Χ., «Η συνταγματική διδασκαλία του Αριστόβουλου Μάνεση», ΕΦΔΔ 5/2023, σ. 474-496.

[49] Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Μάνεση Α., «Συνταγματολογικές ακροβασίες για τη διάλυση της Βουλής» σε Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, τόμος 2, 2007, σ. 689-694.

[50] Βλ. Σκουρή Β., «Υπεράσπιση του άρθρου 16 του Συντάγματος: Όψιμος και επιλεκτικός συνταγματικός πατριωτισμός» σε https://www.constitutionalism.gr/opsimos-kai-epilektikos-sintagmatikos-patriotismos/ (τελευταία πρόσβαση: 20/5/2024).

[51] Βλ. ανωτέρω, υποσημείωση 24.

[52] Σκουρής, «Υπεράσπιση του άρθρου 16 του Συντάγματος: Όψιμος και επιλεκτικός συνταγματικός πατριωτισμός», ό.π.

[53] Υπογραμμίζω εδώ τον όρο «επιστημικό», που είναι διακριτός από τον όρο «πρακτικό». Προφανώς μια (καθ’υπόθεση) «λανθασμένη» απόφαση του ΔΕΕ παράγει συγκεκριμένα κοινωνικά και ψυχολογικά αποτελέσματα και ίσως, αν υποτεθεί ότι το νομικό σύστημα περιέχει είτε ρητό είτε υπόρρητο συναφή κανόνα δυνάμει του οποίου η «λανθασμένη» ερμηνεία δεσμεύει νομικώς και τρίτους πέραν των διαδίκων, και ευρύτερα νομικά (και υπό την έννοια αυτή κανονιστικά) αποτελέσματα. Ωστόσο, από την άποψη της αντικειμενικής νομικής αλήθειας, τα εν λόγω αποτελέσματα είναι, καταρχήν τουλάχιστον, αδιάφορα. Αν υφίσταται αντικειμενική νομική αλήθεια, τότε δύο τινά (παραβλέποντας, για τις ανάγκες της εδώ συζήτησης, το τρίτο εναλλακτικό ενδεχόμενο σύμφωνα με το οποίο μπορεί η ερμηνεία της μνημονευόμενης απόφασης του ΔΕΕ να είναι η ίδια λανθασμένη, είτε υπό την έννοια ότι το ΔΕΕ δεν αποφάσισε όντως εκείνο που ο συγγραφέας της ανωτέρω μελέτης διατείνεται ότι αποφάσισε –βλ., για το σημείο αυτό, εκ νέου Δρόσο, «‘Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου», ό.π.– είτε υπό την έννοια ότι η απόφαση είναι, ως προς το συζητούμενο ζήτημα, αόριστη με αποτέλεσμα, επί τη βάσει τις αποδεκτών ως νομιμοποιημένων από την προσίδια κοινότητα ειδικών «μεθόδων ερμηνείας», να μπορεί να ερμηνευθεί προς δύο αντιφατικές κατευθύνσεις, μόνο μία από τις οποίες είναι εκείνη η οποία και προκρίνεται ως «αληθής» από το εδώ εξεταζόμενο άρθρο). Αν μεν το ΔΕΕ αποφάσισε ορθώς, τότε απλώς αναγνώρισε την αντικειμενικά ορθή ερμηνεία της ενωσιακής ελευθερίας εγκατάστασης, ερμηνεία η οποία ήταν πάντοτε «η ορθή» και δεν «έγινε» ορθή απλώς και μόνο επειδή το ΔΕΕ (που, εξάλλου, ισχυρίζεται ότι απλώς εφαρμόζει πρϋπάρχον δίκαιο και δεν «νομοθετεί»/«δημιουργεί δίκαιο») το αποφάσισε. Αν, ωστόσο, αποφάσισε εσφαλμένα, τότε το ενωσιακό δίκαιο αντικειμενικά συνεχίζει να επιτρέπει (όπως πίστευαν περίπου οι πάντες μέχρι και την έκδοση της μνημονευόμενης από τον εδώ σχολιαζόμενο συγγραφέα απόφασης) την απαγόρευση της λειτουργίας μη κρατικών/μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ: η απόφαση η ίδια ουδέν μεταβάλλει ως προς τα ανωτέρω.

[54] Η ανορθολογικότητα έγκειται στην ταυτόχρονη αποδοχή μιας πρότασης και της αντίθετής της. Σημειώνω, ωστόσο, το ενδεχόμενο η εννοιολογική σύγχυση να μην είναι ενδεικτική ανορθολογικότητας αλλά, αντίστροφα, να είναι ενδεικτική πρακτικής ορθολογικότητας υπό την εξής έννοια: οι δρώντες γνωρίζουν μεν ότι οι έννοιες που χρησιμοποιούν δεν είναι λογικά συνεκτικές αλλά ουδόλως ενδιαφέρονται για αυτό (δηλαδή για τη λογική συνοχή). Αντίθετα, εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη συνοχής, ενδιαφέρονται αποκλειστικώς για τις ρητορικές συνέπειες της χρήσης των λογικά αντιφατικών εννοιών, δηλαδή απλώς επιχειρούν να πείσουν συγκεκριμένα ακροατήρια.  Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο το σενάριο της καταστατικής εννοιολογικής σύγχυσης μπορεί μεν να απορριφθεί «καταρχάς», αλλά θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη σε μια πιο εκτεταμένη μελέτη των δομικών προϋποθέσεων του νομικού λόγου.

[55] Βλ. Μάνεση, «Συνταγματολογικές ακροβασίες για τη διάλυση της Βουλής», ό.π.

[56] Ibid.

[57] Ibid.

[58] Ibid.

[59] Ibid.

[60] Βλ. Βενιζέλο Ε., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Σάκκουλας, 2021, σ. 558-564.

[61] Ibid.

[62] Ibid. Η πλάγια γραφή είναι δική μου.

[63] Μάνεσης Α./Μανιτάκης Α., «Ο θεσμός της αναπλήρωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το ισχύον Σύνταγμα», ΝοΒ 1991, σ. 1 επ.

[64] Βλ. ως προς κάποιες από αυτές, Τσαραπατσάνη Δ., «Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό Πλαίσιο και Προτάσεις Πολιτικής», στο https://eteron.org/wp-content/uploads/2022/11/Aporrito-tsarapatsanis-2.pdf (τελευταία πρόσβαση 20.5.2024).

[65] Βλ., ιδίως, Βενιζέλο Ε., «Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και των πολιτικών προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας – Η υπόθεση Ανδρουλάκη», στο https://evenizelos.gr/mme/articlesinthepress/articles2022/6757-constitutionalism.html (τελευταία πρόσβαση 20.5.2024).

[66] Βλ. Γεραπετρίτη Γ., «Το Σύνταγμα και η άρση απορρήτου των επικοινωνιών», στο https://www.protagon.gr/apopseis/to-syntagma-kai-i-arsi-aporritou-twn-epikoinwniwn-44342556755 (τελευταία πρόσβαση 20.5.2024).

[67] Έτσι, ο Γιώργος Γεραπετρίτης αναφέρεται στη γενική ερμηνευτική αρχή σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση φαινόμενης σύγκρουσης μεταξύ κανόνων, πρέπει να εφαρμόζεται η ειδικότερη έναντι της γενικότερης διάταξης (Ibid.), ενώ δίνει έμφαση και στον (υποτιθέμενο) σκοπό των διατάξεων που χορηγούν βουλευτικές προνομίες, σε συνδυασμό με τον ερμηνευτικό κανόνα ότι «οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά» (Ibid.). Και τα δύο αυτά είδη επιχειρημάτων αποτελούν κοινό τόπο της κλασικής «νομικής μεθόδου». Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, από την πλευρά του, επιμένει, ιδίως, σε μια «συστηματική» ερμηνεία, που αναδεικνύει το «αληθές νομικό νόημα» των συνταγματικών διατάξεων μέσω της συσχέτισης και εναρμόνισης του γλωσσικού τους νοήματος, αφενός, μεταξύ τους και, αφετέρου, εντός του ευρύτερου πλαισίου του λεγόμενου «διευρυμένου συντάγματος». Χρησιμοποιεί, προς τούτο, μια θεωρητική κατασκευή σύμφωνα με την οποία, σε χοντρικές γραμμές, το «αληθές νόημα» προκύπτει μέσα από τη συσχέτιση του συνταγματικού κειμένου με άλλα –υπερεθνικά– κείμενα, όπως η ΕΣΔΑ και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Βενιζέλο, «Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου», ό.π.).

[68] Ακριβέστερα, ο Γιώργος Γεραπετρίτης διατυπώνει ένα και μοναδικό εμπειρικό επιχείρημα. Συγκεκριμένα, διερωτάται γιατί η γενική συνταγματική απαγόρευση άρση απορρήτου επικοινωνιών βουλευτή, υπέρ της οποίας επιχειρηματολόγησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, δεν είχε ποτέ, μέχρι τότε, διαπιστωθεί ως τέτοια σε κάποιο σύγγραμα του τελευταίου (βλ. Γεραπετρίτη, «Το Σύνταγμα και η άρση απορρήτου των επικοινωνιών», ό.π.). Το εν λόγω σκεπτικιστικό και ad hominem επιχείρημα έχει εντελώς δευτερεύουσα λειτουργία στο συνολικό πλαίσιο του κειμένου και –ιδίως– δεν παρουσιάζεται ως λόγος υπέρ της αποδοχής της αντίθετης άποψης από εκείνη που υποστήριξε ο Βενιζέλος, η επιχειρηματολογία υπέρ της οποίας εμφανίζεται ως αυστηρά «νομική» υπό την έννοια της χρήσης των παραδοσιακών νομικών μεθόδων.

[69] Βενιζέλο, «Τα συνταγματικά όρια στην άρση του τηλεφωνικού απορρήτου», ό.π.

[70] Βλ. Γεραπετρίτη, «Το Σύνταγμα και η άρση απορρήτου των επικοινωνιών», ό.π.

[71] Η πρόσφατη διαμάχη για την «αληθή ερμηνεία» του άρθρου 16 του Συντάγματος, την οποία ήδη υπαινιχθήκαμε ανωτέρω, καθώς και η κατά τι παλαιότερη για τη συνταγματικότητα των «μνημονίων συνεργασίας» που υπέγραψε η Ελληνική Δημοκρατία το 2010 αποτελούν προφανείς περιπτώσεις στις οποίες εμφανίζεται έντονη διαφωνία για το αληθές νόημα των υπό συζήτηση διατάξεων, καίτοι υφίσταται καταρχήν συμφωνία ως προς τα κρίσιμα εμπειρικά γεγονότα.

[72] Βλ. τις παραπομπές ανωτέρω, υποσημείωση 6.

[73] Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Shapin S., «Here and Everywhere: Sociology of Scientific Knowledge», Annual Review of Sociology 21/1995, σ. 289-321.

[74] Βλ. Hart H.L.A., The Concept of Law, Oxford University Press, 1994.

[75] Ως προς το ζήτημα αυτό, βλ. Henderson D. K., Interpretation and Explanation in the Human Sciences, State University of New York Press, 1993.

[76] Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Ανθόπουλο Χ., «Τρία πέμπτα «παρά κάτι». Η νέα μέθοδος επιλογής των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών», στο https://www.ieidiseis.gr/opinions/216671/xaralampos-anthopoulos-tria-pempta-para-kati (τελευταία πρόσβαση 20.5.2024).

[77] Το ερώτημα αυτό είχε τεθεί με ιδιαίτερη οξύτητα, πριν από κάποιες δεκαετίες, στις συζητήσεις που είχαν λάβει χώρα στο εσωτερικό εκδοχών της κοινωνιολογίας των φυσικών επιστημών από υπέρμαχους του λεγόμενου «ισχυρού προγράμματος» της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης. Εντελώς σχηματικά, οι τελευταίοι υποστήριζαν ότι μια κοινωνιολογική εξήγηση των πεποιθήσεων των φυσικών επιστημόνων, τουλάχιστον στα συγκείμενα συγκεκριμένων διαμαχών για την ορθότητα της χ ή της ψ θεωρίας, είναι απολύτως επαρκής και δεν απαιτείται, επιπροσθέτως, η αναφορά στην ίδια την ορθότητα/ορθολογικότητα της τελικώς υιοθετηθείσας ως «αληθούς» θεωρίας ή σε «εγγενή κριτήρια ορθολογικότητας» κατά την επιλογή μεταξύ αντιθετικών μεταξύ τους επιστημονικών υποθέσεων. Το «ισχυρό πρόγραμμα» υπέστη κριτική ακριβώς επειδή δεν διακρίνει μεταξύ πεδίων, όπως οι φυσικές επιστήμες, στα οποία οι «εσωτερικές» (δηλαδή οι μη αναγώγιμες σε κοινωνικούς αιτιακούς παράγοντες) εξηγήσεις αλλαγής των πεποιθήσεων είναι πιο πειστικές από τις «εξωτερικές» (δηλαδή εκείνες που οφείλονται, ακριβώς, σε μη επιστημονικούς κοινωνικούς αιτιακούς παράγοντες) και πεδίων (όπως, φερ’ειπείν, η θρησκεία) στα οποία οι «εξωτερικές» εξηγήσεις έχουν καταρχήν προτεραιότητα (σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με κριτήρια εννοιολογικής συνοχής). Για μια σύνοψη και κριτική αποτίμηση της σχετικής συζήτησης, βλ. Freedman K., «Naturalized epistemology, or what the Strong Programme can’t explain», Studies in History and Philosophy of Science 36/2005, σ. 135–148. Στο επίπεδο της εξήγησης της συμπεριφοράς των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, μια σημαντική πρόσφατη απόπειρα συνδυασμού «εσωτερικής»/νομικής και «εξωτερικής»/πολιτικής αιτιακής προσέγγισης είναι το βιβλίο των Bailey M.A./Maltzman F., The Constrained Court: Law, Politics and the Decisions Justices Make, Princeton University Press, 2011.

[78] «Στις περισσότερες» γιατί είναι, φυσικά, ανοικτό το ενδεχόμενο κάποιος δρων να υιοθέτησε την «μοναδικά ορθή ερμηνεία» τυχαία και όχι βάσει των λόγων που θεμελιώνουν την ορθότητά της (φερ’ειπείν, επειδή αγνοούσε τους λόγους αυτούς ή αποτιμούσε με λανθασμένο τρόπο την βαρύτητά τους). Υπό την εύλογη υπόθεση, ωστόσο, ότι οι δρώντες είναι, κατά κανόνα τουλάχιστον, ορθολογικοί, τέτοιες περιπτώσεις θα τείνουν να είναι σχετικά περιορισμένες.

[79] Η κλασική μελέτη είναι εκείνη των Segal J. A./Spaeth R., The Supreme Court and the Attitudinal Model, Cambridge University Press, 1993.

+ posts

Ο Δημήτρης Τσαραπατσάνης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γιορκ (Ηνωμένο Βασίλειο) και δικηγόρος Αθηνών. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος του ίδιου Πανεπιστημίου στο ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο. Αναγορεύτηκε Διδάκτορας με διάκριση από το Πανεπιστήμιο Paris X-Nanterre, στο οποίο έκανε προηγουμένως μεταπτυχιακές σπουδές (DEA) στη θεωρία του δικαίου, εκπονώντας διπλωματική εργασία σχετικά με τα προβλήματα που θέτει η κριτική των δικαιωμάτων του κινήματος Critical Legal Studies. H διδακτορική διατριβή του, υπό την επίβλεψη του Καθηγητή M. Troper, είχε θέμα «Les fondements éthiques des discours juridiques sur le statut de la vie humaine anténatale» (Presses universitaires de Paris Nanterre, 2010) και τιμήθηκε με το βραβείο Paul Ricœur. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εκτείνονται στη θεωρία του δικαίου, τη συνταγματική θεωρία, το δίκαιο και τη βιοηθική, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την τεχνητή νοημοσύνη.

Μετάβαση στο περιεχόμενο