Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με ψήφισμα που ενέκρινε στις 7 Φεβρουαρίου 2024, εξέφρασε «σοβαρές ανησυχίες για τις πολύ σοβαρές απειλές κατά της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα».[1] Αν και η διατύπωση που επελέγη μπορεί να μην ηχεί σε κάποιους ως εμφατική καταγγελία, οι εν λόγω «σοβαρές ανησυχίες», ερμηνευόμενες στο θεσμικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, τόσο σε συμβολικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Πράγματι, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πριν ακόμα αποκτήσει τις εξουσίες έγκρισης του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΕΕ») και νομοθέτησης που διαθέτει σήμερα, είχε οικειοποιηθεί την εξουσία να διαβουλεύεται και να σχολιάζει, μέσω ψηφισμάτων που υιοθετούσε, την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση εντός των (τότε) Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους.[2] Το πρόσφατο ψήφισμα, προβλεπόμενο στο άρθρο 132 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,[3] εγγράφεται στη διαβουλευτική αυτή παράδοση, η οποία συναντάται και σε άλλες κοινοβουλευτικές συνελεύσεις διεθνών οργανισμών, όπως για παράδειγμα στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης.[4] Αξίζει κανείς να θυμηθεί πως η λεγόμενη «ελληνική υπόθεση», που οδήγησε την Ελλάδα εκτός Συμβουλίου της Ευρώπης μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967,[5] ξεκίνησε με ένα ψήφισμα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο η Συνέλευση εξέφραζε «την έντονη ανησυχία» της για την κατάσταση στην Ελλάδα και για τις πολλές και σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είχαν τότε καταγγελθεί.[6] Εκτός του συμβολικού φορτίου που η έκφραση αυτή εμπεριέχει, η «σοβαρή ανησυχία» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα δύναται να επιφέρει και την ενεργοποίηση σειράς μέτρων εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, ιδίως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με ενδεχόμενες νομικές και οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ελλάδας.[7]
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ήταν αναμενόμενη η έντονη αντίδραση της Ελληνικής Κυβέρνησης. Έτσι, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος εξέφρασε την άποψη ότι το ψήφισμα αυτό «είναι ξεκάθαρα ένα ακόμα πολιτικό παιχνίδι σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου» και ότι όσα περιγράφει είναι «συκοφαντικά».[8] Επιπλέον, προκειμένου να απαντηθούν όσα το ψήφισμα περιγράφει ως «απειλές κατά του κράτους δικαίου», η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου προχώρησε στη -μη οφειλόμενη[9]– σύγκληση της Διοικητικής Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην απόφασή της, η Διοικητική Ολομέλεια αφού υπενθύμισε ότι «τα ζητήματα επί των οποίων [εκείνη] καλείται να αποφανθεί έχουν χαρακτήρα αμιγώς θεσμικό», διαπίστωσε πως όχι μόνο δεν ισχύουν όσα αναφέρονται στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αλλά και πως με «τις ως άνω αναφορές του ψηφίσματος […] επιχειρείται παραβίαση αρχών της διάκρισης των εξουσιών, της ανεξαρτησίας δικαιοσύνης, της νομιμότητας και του τεκμηρίου αθωότητας».[10] Είναι ενδιαφέρον, πως, ενώ το ψήφισμα είναι κατά την κυβέρνηση «πολιτικό παιχνίδι», έχει, κατά τον Άρειο Πάγο, χαρακτήρα «αμιγώς θεσμικό». Μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον από την ως άνω απόκλιση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας έχει η σύγκλισή τους επί της διαπίστωσης πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει απειλή κατά του κράτους δικαίου. Και αυτό, γιατί, αν και συγκλίνουν, οι απόψεις τους ερείδονται σε διαφορετικά δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Κυβερνητικό εκπρόσωπο, δεν τίθεται θέμα κρίσης του κράτους δικαίου, γιατί μια σειρά από πρωτοβουλίες που έλαβε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν αξιολογηθεί θετικά από την ετήσια έκθεση που συντάσσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το κράτος δικαίου.[11] Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, δεν τίθεται θέμα υποχώρησης του κράτους δικαίου γιατί οι ίδιοι οι δικαστές, αφού όρισαν στην απόφαση τους τι είναι κράτος δικαίου, διαβεβαίωσαν την ελληνική και ευρωπαϊκή κοινή γνώμη πως το υπηρετούν πιστά.[12]
Ωστόσο, η αντιπαράθεση μεταξύ του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα και της έκθεσης που συντάσσει κάθε χρόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με το ίδιο θέμα, δεν μας διευκολύνει να κατανοήσουμε την κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα μας, καθότι και τα δύο αυτά κείμενα, αν και προέρχονται από θεσμικά όργανα της ΕΕ, δεν έχουν νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Επίσης, αν και ο ορισμός του κράτους δικαίου που δίνει η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στην απόφασή της έχει νομικό ενδιαφέρον, σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύει την ΕΕ στον ορισμό που εκείνη δίνει για το κράτος δικαίου. Τίθεται επομένως το ερώτημα ποιο είναι το κράτος δικαίου σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ. Και αυτό γιατί μόνο λαμβάνοντας υπόψη τα νομικώς δεσμευτικά κριτήρια για το κράτος δικαίου στην ΕΕ, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στο ερώτημα εάν η Ελλάδα αποκλίνει από αυτά. Η μελέτη αυτή επιχειρεί να προσεγγίσει τον ορισμό του κράτους δικαίου στο δίκαιο της ΕΕ (Ι) και να αναδείξει την καθοριστική συμβολή της Επιτροπής της Βενετίας στη δημιουργία του εν λόγω ορισμού (ΙΙ). Τέλος, επιχειρεί να παρουσιάσει τη σημασία και τα όρια της ενδεχόμενης αξιολόγησης του ελληνικού κράτους δικαίου από την Επιτροπή της Βενετίας (ΙΙΙ).
Ι. Αναζητώντας τον ορισμό του κράτους δικαίου στο δίκαιο της ΕΕ
Η έννοια του κράτους δικαίου αποτελεί συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού δημοσίου δικαίου,[13] εξ ου και εμφανίζεται στα πιο σημαντικά κείμενα της ΕΕ. Πράγματι, στο Προοίμιο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»), ορίζεται πως η Ένωση «ερείδεται στις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου», ενώ, επιπρόσθετα, δυνάμει του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση («ΣΕΕ»), «η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Υπενθυμίζεται πως το άρθρο 2 ΣΕΕ δεν συνιστά, κατά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ» ή «Δικαστήριο του Λουξεμβούργου»), «απλή διατύπωση κατευθύνσεων ή προθέσεων πολιτικής φύσεως, αλλά περιέχει αξίες οι οποίες […] αποτελούν μέρος της ίδιας της ταυτότητας της Ένωσης ως κοινής έννομης τάξης, αξίες οι οποίες συγκεκριμενοποιούνται μέσω αρχών που συνεπάγονται νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη».[14] Η διπλή αυτή κατοχύρωση του κράτους δικαίου στο πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ, ως αρχής και ως αξίας, συνεπάγεται, πως το κράτος δικαίου διέπει τόσο την οργάνωση και λειτουργία των (θεσμικών και μη) οργάνων της ΕΕ, όσο και την οργάνωση και λειτουργία των κρατών μελών της.[15] Με άλλα λόγια, η ΕΕ δεν συνιστά μόνο μία ένωση δικαίου, αλλά και μία ένωση κρατών δικαίου.[16] Άλλωστε, η σταθερότητα των θεσμών που εγγυώνται το κράτος δικαίου αποτελεί ένα από τα λεγόμενα κριτήρια της Κοπεγχάγης, που πρέπει να πληρούνται, προκειμένου ένα κράτος να προσχωρήσει στην ΕΕ.[17]
Εντούτοις, ούτε ο Χάρτης, ούτε η ΣΕΕ παρέχουν έναν συγκεκριμένο ορισμό της αόριστης αυτής νομικής έννοιας. Αντίθετα, είναι το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ που προβαίνει σε έναν ορισμό του κράτους δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 2 του Κανονισμού του 2020 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης ορίζει πως -έστω για τους σκοπούς του εν λόγω Κανονισμού και μόνο- το κράτος δικαίου «περιλαμβάνει τις αρχές της νομιμότητας, που υποδηλώνει διαφανή, υποκείμενη σε λογοδοσία, δημοκρατική και πλουραλιστική νομοθετική διαδικασία· ασφάλεια δικαίου· απαγόρευση της αυθαίρετης άσκησης εκτελεστικών εξουσιών· αποτελεσματική δικαστική προστασία, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, από ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια, και όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα· διάκριση των εξουσιών· απαγόρευση των διακρίσεων και ισότητα ενώπιον του νόμου». Ο ορισμός αυτός έγινε αποδεκτός από το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου,[18] το οποίο επισήμανε, επίσης, ότι όλες οι αρχές, που, σύμφωνα με τον Κανονισμό, περιλαμβάνονται στο κράτος δικαίου, προκύπτουν σαφώς μέσα από τη δική του νομολογία και είναι γνωστές και αποδεκτές από τα κράτη μέλη.[19] Συνεπώς, υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΕ, ο ορισμός του κράτους δικαίου που δίνει ο Κανονισμός περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης αποκτά ευρύτερη ακτινοβολία στην ενωσιακή έννομη τάξη και οι αρχές που προαναφέρθηκαν δύνανται να θεωρηθούν ως τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ενωσιακού κράτους δικαίου.
Μελετώντας, ωστόσο, τον ενωσιακό ορισμό του κράτους δικαίου, τίθεται το εξής ερώτημα: Γιατί επελέγησαν συγκεκριμένα αυτά τα στοιχεία, δηλαδή οι αρχές της νομιμότητας, της ασφάλειας δικαίου, της απαγόρευσης της αυθαίρετης άσκησης εκτελεστικών εξουσιών, της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, της διάκρισης των εξουσιών, της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ισότητας ενώπιον του νόμου, ως συστατικά στοιχεία του κράτους δικαίου στην ενωσιακή έννομη τάξη; Μια προσεκτικότερη ανάλυση της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο εν λόγω ορισμός αποτελεί προϊόν έμπνευσης από τα σχετικά κείμενα της Επιτροπής της Βενετίας.
II. Η συμβολή της Επιτροπής της Βενετίας στον ευρωπαϊκό ορισμό του κράτους δικαίου
Η Επιτροπή της Βενετίας ή, όπως είναι ο επίσημος τίτλος της, Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου, είναι ένα συμβουλευτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης που ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1990, προκειμένου να βοηθήσει σε επίπεδο Συνταγματικού Δικαίου τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης να πραγματοποιήσουν τη δημοκρατική τους μετάβαση.[20] Η ιδέα της δημιουργίας αυτού του οργάνου ανήκει σε ένα σημαντικό Ιταλό νομικό, τον Antonio La Pergola, ο οποίος θεωρούσε πως η ύπαρξη ενός διεθνούς forum αποτελούμενου από επιστήμονες του Συνταγματικού Δικαίου θα μπορούσε να συμβάλλει αποτελεσματικά στην προώθηση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στα πρώην κομμουνιστικά κράτη.[21] Πράγματι, σύμφωνα με το καταστατικό της, η Επιτροπή της Βενετίας έχει ως κύρια αποστολή την «προώθηση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου».[22] Στο υφιστάμενο πολιτικό πλαίσιο, η έννοια της «προώθησης» φαντάζει βέβαια περιοριστική. Και αυτό γιατί, με την ανάδυση των λεγόμενων «ανελεύθερων δημοκρατιών», η Επιτροπή της Βενετίας καλείται πλέον, όχι μόνο να προωθήσει τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου σε εκείνα τα κράτη που βρίσκονται σε δημοκρατική μετάβαση, αλλά επιπλέον να προστατέψει τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου και σε όσα κράτη βρίσκονται σε αυταρχική μετάβαση.[23] Είναι χαρακτηριστικό πως για τον πρόσθετο αυτό ρόλο της, ο πρώην Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean-Claude Juncker, την είχε αποκαλέσει «συνταγματικό πυροσβέστη της Ευρώπης».[24]
Προκειμένου να εκπληρώσει την αποστολή της, η Επιτροπή της Βενετίας ανέλαβε το καθήκον να δώσει απάντηση σε σύνθετα ερωτήματα Συνταγματικού Δικαίου.[25] Για τον λόγο αυτό, έπρεπε να αναζητήσει τα μεθοδολογικά εκείνα εργαλεία που θα της επέτρεπαν να προσφέρει την τεχνοκρατική της βοήθεια, χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολικά αφηρημένες και κατ’ επέκταση αυθαίρετες επιλογές. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή της Βενετίας στηρίχθηκε στο σύστημα των διεθνών συμβάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης και ιδίως, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»).[26] Ωστόσο, στον βαθμό που αυτές οι διεθνείς συμβάσεις επικεντρώνονται στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν αφορούν άμεσα την οργάνωση και την λειτουργία των συνταγματικών θεσμών,[27] η Επιτροπή της Βενετίας αποφάσισε να λάβει επιπλέον υπόψη της τις συνταγματικές παραδόσεις των ευρωπαϊκών κρατών. Κατά αυτόν τον τρόπο, διαμόρφωσε αυτό που αποκαλεί «ευρωπαϊκή συνταγματική κληρονομιά», δηλαδή ένα σύνολο κανόνων και αρχών του Συνταγματικού Δικαίου που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπο δημοκρατίας και κράτους δικαίου για τα ευρωπαϊκά κράτη. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή της Βενετίας επιλέγει τους κανόνες και τις αρχές που συνθέτουν την ευρωπαϊκή συνταγματική κληρονομιά διαμέσου μιας διαδικασίας σύγκρισης και σύνθεσης των εθνικών δικαίων των κρατών μελών της. Προκειμένου δε να αποφευχθεί η δημιουργία ενός ετερόκλητου συνόλου συνταγματικών κανόνων, η Επιτροπή της Βενετίας σταχυολογεί ορισμένους μόνο από τους κανόνες Συνταγματικού Δικαίου των ευρωπαϊκών κρατών με κριτήριο την ευρύτερη δυνατή αποδοχή τους από τα κράτη μέλη.[28]
Σύμφωνα με τα κείμενα της Επιτροπής της Βενετίας, η έννοια του κράτους δικαίου αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής συνταγματικής κληρονομιάς. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή της Βενετίας ενδιαφέρθηκε να συμβάλλει στον ορισμό της αφηρημένης αυτής νομικής αρχής και σε μια έκθεση που υιοθέτησε το 2011 επεδίωξε να συμφιλιώσει τη βρετανική παράδοση του Rule of law με τη γερμανική αντίληψη του Rechtsstaat, λαμβανομένων υπόψη των γαλλικών Prééminence du droit και État de droit.[29] Είναι σαφές πως για να επιτύχει την εν λόγω συμφιλίωση, η Επιτροπή της Βενετίας κλήθηκε όχι μόνο να λάβει υπόψη της μία ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφία που έχει εξετάσει από σχεδόν κάθε οπτική γωνία τις δύο αυτές έννοιες, αλλά επιπλέον να εναρμονίσει τα στοιχεία εκείνα που σύμφωνα με σημαντικούς νομικούς και πολιτικούς επιστήμονες έδειχναν αδύνατο να εναρμονιστούν.[30] Παρά τις δυσκολίες, ωστόσο, τα μέλη της Επιτροπής της Βενετίας που συνέταξαν την εν λόγω έκθεση, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως έχει επιτευχθεί συναίνεση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών σχετικά με τα βασικά συστατικά στοιχεία του κράτους δικαίου. Έτσι, σύμφωνα με την Επιτροπή της Βενετίας, τα βασικά συστατικά στοιχεία, τυπικά και ουσιαστικά, που συγκροτούν το κράτους δικαίου στην Ευρώπη είναι τα εξής: η νομιμότητα, η ασφάλεια δικαίου, η απαγόρευση της αυθαιρεσίας, η πρόσβαση στη δικαιοσύνη ενώπιον ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων, ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου και η απαγόρευση των διακρίσεων, άλλως η ισότητα ενώπιον του νόμου.[31]
Σε συνέχεια της έκθεσης που προαναφέρθηκε, η Επιτροπή της Βενετίας υιοθέτησε το 2016 έναν κατάλογο κριτηρίων για το κράτος δικαίου ως εργαλείο για να καταστήσει δυνατή μια αντικειμενική αξιολόγηση του κράτους δικαίου εντός μιας συγκεκριμένης χώρας. Τα κριτήρια αυτά επαναλάμβαναν τα στοιχεία της προηγούμενης έκθεσης, χωρίς την αναφορά στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ελέγχεται στο πλαίσιο του συστήματος της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, αν και ο κατάλογος των κριτηρίων που προτείνει η Επιτροπή της Βενετίας δεν είναι ούτε εξαντλητικός, ούτε ανεπίδεκτος επικαιροποίησης, γίνεται σαφές πως ο πυρήνας του κράτους δικαίου συγκροτείται γύρω από αυτά τα στοιχεία.[32]
Συγκρίνοντας τα στοιχεία που συγκροτούν, κατά την Επιτροπή της Βενετίας, τον πυρήνα του κράτους δικαίου με τον ορισμό του κράτους δικαίου που δίνεται στο άρθρο 2 του Κανονισμού περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, προκύπτει μια πλήρης ταύτιση. Άλλωστε, το ίδιο το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου επιβεβαιώνει την ταύτιση αυτή, όταν επισημαίνει πως τα στοιχεία που προτείνει η Επιτροπή της Βενετίας για το κράτος δικαίου αποτυπώνονται στο άρθρο 2 του εν λόγω Κανονισμού.[33] Κατά συνέπεια, γίνεται σαφές πως, αφού ο ενωσιακός ορισμός του κράτους δικαίου συμπίπτει με εκείνον της Επιτροπής της Βενετίας, κάθε φορά που ένα κράτος μέλος της ΕΕ αξιολογείται αρνητικά με βάση τα κριτήρια της Επιτροπής της Βενετίας, κινδυνεύει να βρεθεί ενώπιον των σχετικών κυρώσεων που προβλέπει το δίκαιο της ΕΕ.
ΙΙΙ. Η σημασία και τα όρια της αξιολόγησης του κράτους δικαίου στην Ελλάδα από την Επιτροπή της Βενετίας
Ο κατάλογος των κριτηρίων ελέγχου του κράτους δικαίου που προτείνει η Επιτροπή της Βενετίας δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης στην Ελλάδα, μέχρι τη στιγμή που προέκυψε το ζήτημα των παρακολουθήσεων. Έκτοτε, τα κριτήρια αυτά έχουν συχνά αναφερθεί στον δημόσιο διάλογο, προκειμένου να δώσουν μία απάντηση στο ερώτημα εάν οι παρακολουθήσεις συνεπάγονται υποβάθμιση του κράτους δικαίου στη χώρα μας.
Πιο συγκεκριμένα, η επίκληση της Επιτροπής της Βενετίας φαίνεται να γίνεται, ως επί το πλείστον, προκειμένου να αναδειχθεί ο ισχυρισμός πως η Ελλάδα, παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει, διατηρεί ακόμη σταθερούς θεσμούς που εγγυώνται το κράτος δικαίου και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί στο ίδιο επίπεδο με χώρες, όπως η Ουγγαρία ή η Πολωνία.[34] Ωστόσο, τα κριτήρια της Επιτροπής της Βενετίας είναι ένα εργαλείο αξιολόγησης του κράτους δικαίου σε μια συγκεκριμένη χώρα· δεν είναι ένα σύστημα ιεράρχησης των ευρωπαϊκών κρατών με κριτήριο τον δείκτη πληρότητας στην επίτευξη του κράτους δικαίου. Συνεπώς, κατά την εφαρμογή των κριτηρίων ελέγχου από την Επιτροπή της Βενετίας, το διακύβευμα δεν είναι η σύγκριση της Ελλάδας με την Ουγγαρία ή την Πολωνία, αλλά η αξιολόγηση, με όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά μέσα, της κατάστασης του κράτους δικαίου σε αυτή. Άλλωστε, σύμφωνα με την ίδια την Επιτροπή της Βενετίας, δεν τίθεται ζήτημα σύγκρισης μεταξύ των «παλαιών δημοκρατιών» της Δυτικής Ευρώπης, στις οποίες τοποθετείται και η Ελλάδα, και των «νέων δημοκρατιών», που προέκυψαν με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, λόγω ακριβώς της διαφορετικής τους συνταγματικής ιστορίας. Μάλιστα, σε ορισμένα κείμενα της Επιτροπής της Βενετίας, ο διαχωρισμός ανάμεσα στις «παλαιές» και τις «νέες δημοκρατίες» είναι τόσο ευδιάκριτος, που έχει οδηγήσει (μαζί με άλλα στοιχεία) την Καθηγήτρια Angelika Nussberger να αναρωτηθεί αν «η συνταγματική Ευρώπη [είναι] μία ή διαιρεμένη».[35]
Αν και μία ενδεχόμενη αξιολόγηση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα από την Επιτροπή της Βενετίας δεν μπορεί να απαντήσει ρητά στο ερώτημα εάν η χώρα μας βρίσκεται, στο πεδίο αυτό, σε καλύτερη ή χειρότερη θέση σε σχέση με άλλα κράτη, μπορεί ωστόσο να συνδράμει σε μια αντικειμενική αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης per se. Αδιαμφισβήτητα, η εν λόγω αξιολόγηση δεν δύναται να είναι πλήρης με βάση τα κριτήρια του ελληνικού Συντάγματος. Και αυτό γιατί το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, όπως το εννοεί η Επιτροπή της Βενετίας, έχει στενότερο νοηματικό περιεχόμενο από το κοινωνικό κράτος δικαίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 του ελληνικού Συντάγματος. Πιο συγκεκριμένα, τα ευρωπαϊκά κριτήρια ελέγχου, εστιάζουν στη φιλελεύθερη παράδοση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και παραγνωρίζουν τη σημασία των κοινωνικών δικαιωμάτων σε ένα κράτος δικαίου.[36] Άλλωστε, η ίδια η Επιτροπή της Βενετίας αποδέχεται πως «ο κατάλογος κριτηρίων [της] δεν είναι ούτε εξαντλητικός, ούτε οριστικός: σκοπός του είναι να καλύψει τα στοιχεία που συγκροτούν τον πυρήνα του κράτους δικαίου».[37] Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα από την Επιτροπή της Βενετίας συναντά ορισμένα όρια. Εντούτοις, αν και ελλιπής υπό το φως του ελληνικού Συντάγματος, είναι σε θέση να διαπιστώσει εάν το κράτος δικαίου στην Ελλάδα έχει συρρικνωθεί σε τέτοιο σημείο που να μην γίνονται σεβαστά ορισμένα από τα πλέον πυρηνικά χαρακτηριστικά του.
Επιπρόσθετα, η αξιολόγηση του κράτους δικαίου από την Επιτροπή της Βενετίας είναι σημαντική παρά το γεγονός πως η Ελλάδα ανήκει στις λεγόμενες «παλαιές δημοκρατίες». Και αυτό γιατί, όπως η ίδια η Επιτροπή της Βενετίας επισημαίνει, «η πλήρης επίτευξη του κράτους δικαίου παραμένει ένα διαρκές εγχείρημα, ακόμα και σε παγιωμένες δημοκρατίες».[38] Είναι χαρακτηριστικό πως κράτη όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν λάβει κατά το παρελθόν τη γνώμη της Επιτροπής της Βενετίας για ζητήματα που άπτονται άμεσα ή έμμεσα του κράτους δικαίου.[39] Υπό αυτήν την έννοια, δύσκολα γίνεται κατανοητή η σταθερή άρνηση της Ελλάδας να απευθυνθεί στην Επιτροπή της Βενετίας για μια αντικειμενική αξιολόγηση των δικαιοκρατικών της θεσμών.
Πράγματι, η σημασία της αξιολόγησης του κράτους δικαίου από την Επιτροπή της Βενετίας έγκειται στην αντικειμενικότητά της. Ακριβώς επειδή η Επιτροπή της Βενετίας εξαρχής επιδίωξε την ανεξαρτησία της, χωρίς πρόθεση να εμπλακεί στην εσωτερική πολιτική σκηνή των κρατών μελών της. Μάλιστα προκειμένου να αποφευχθεί η συμμετοχή της σε συγκρούσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ορίζεται πως μόνο η κυβέρνηση, η Βουλή και ο εκάστοτε Αρχηγός του Κράτους μπορούν να ζητήσουν την συνδρομή της, αποκλείοντας δηλαδή την αντιπολίτευση και την κοινωνία των πολιτών.[40] Σε αυτό το πλαίσιο, εάν η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί πραγματικά να ενισχύσει τους δικαιοκρατικούς θεσμούς της χώρας, μπορεί να στραφεί στην Επιτροπή της Βενετίας γνωρίζοντας πως θα λάβει μια αντικειμενική αξιολόγηση. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να είχε ζητηθεί η γνώμη της Επιτροπής της Βενετίας επί του Νόμου 5002/2022 σχετικά με τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών.[41] Αν και η αναζήτηση του περιεχομένου της αξιολόγησης που θα έκανε η Επιτροπή της Βενετίας επί του συγκεκριμένου νόμου, αλλά και γενικότερα επί της κατάστασης του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, ξεφεύγει των ορίων της παρούσας μελέτης, μπορούμε να σκεφτούμε ότι η ελληνική κυβέρνηση αποφεύγει την κρίση της Επιτροπής της Βενετίας, ακριβώς γιατί δεν επιθυμεί μια αντικειμενική αξιολόγηση. Άλλωστε, η ελληνική κυβέρνηση μάλλον γνωρίζει πως οι παρακολουθήσεις αποτελούν, σύμφωνα με ρητή δήλωση της Επιτροπής της Βενετίας, μια ιδιαίτερη πρόκληση για το κράτος δικαίου σε κάθε χώρα.[42]
[1] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ψήφισμα σχετικά με το κράτος δικαίου και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, 7 Φεβρουαρίου 2024, παρ. 1, στο https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/TA-9-2024-0069_EL.pdf (πρόσβαση: 1.3.2024).
[2] Costa O., Saint-Martin F., Le Parlement européen, La documentation française, Παρίσι 2009, σ. 63-66.
[3] Βλ. Άρθρο 132 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο του οποίου: «Το Κοινοβούλιο, όταν εγγράφει δήλωση με συζήτηση στην ημερήσια διάταξή του, αποφασίζει εάν θα περατώσει τη συζήτηση με ψήφισμα. Δεν περατώνει τη συζήτηση με ψήφισμα εφόσον αναμένεται έκθεση για το ίδιο θέμα στην ίδια ή την επόμενη περίοδο συνόδου, εκτός εάν ο Πρόεδρος υποβάλει, κατ’ εξαίρεση, διαφορετική πρόταση. Εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να περατώσει συζήτηση με ψήφισμα, μια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή βουλευτές ο αριθμός των οποίων αντιστοιχεί τουλάχιστον στο χαμηλό ελάχιστο όριο μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος».
[4] Pinon X., Le Conseil de l’Europe, une organisation au service de l’homme, LGDJ, Παρίσι 2011, σ. 81-101.
[5] Κώνστας Δ., Η ελληνική υπόθεση στο Συμβούλιο της Ευρώπης, 1967-1969. Θεωρία και πρακτική πολιτικής πιέσεως από διεθνείς οργανισμούς, Παπαζήση, Αθήνα 1976.
[6] Assemblée parlementaire du Conseil de l’Europe, Résolution sur la situation en Grèce, 23 Ιουνίου 1967, στο https://pace.coe.int/fr/files/15761/html (πρόσβαση: 1.3.2024).
[7] Πούλου Κ.-Α., «Οι αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εθνικές έννομες τάξεις: σε αναζήτηση μιας δύσκολης ισορροπίας», στο https://nomarchia.gr/οι-αξίες-της-ευρωπαϊκής-ένωσης-στις-εθ/ (πρόσβαση: 1.3.2024).
[8] Βλ. Ενημέρωση Πολιτικών Συντακτών και Ανταποκριτών Ξένου Τύπου από τον Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικό Εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη, 8 Φεβρουαρίου 2024, στο https://www.government.gov.gr/enimerosi-politikon-sintakton-ke-antapokriton-xenou-tipou-apo-ton-ifipourgo-para-to-prothipourgo-ke-kivernitiko-ekprosopo-pavlo-marinaki-9/ (πρόσβαση: 1.3.2024).
[9] Σωτηρέλης Γ., «Ένα ακόμη θεσμικό ολίσθημα του Αρείου Πάγου», www.constitutionalism.gr, στο https://www.constitutionalism.gr/ena-akomi-thesmiko-olisthima-tou-areiou-pagou/(πρόσβαση: 1.3.2024)
[10] Άρειος Πάγος, Πρακτικά και απόφαση της υπ’ αριθμ. 2/2024 Διοικητικής Ολομέλειας, 15 Φεβρουαρίου 2024.
[11] Βλ. Ενημέρωση Πολιτικών Συντακτών και Ανταποκριτών Ξένου Τύπου από τον Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικό Εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη, ό.π.
[12] Άρειος Πάγος, Πρακτικά και απόφαση της υπ’ αριθμ. 2/2024 Διοικητικής Ολομέλειας, ό.π.
[13] Stirn B., Vers un droit public européen, LGDJ, Παρίσι 2015, σ. 28.
[14] ΔΕΕ, 16.02.2022, C-156/21, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 232 και ΔΕΕ, 16.02.2022, C-157/21, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 264.
[15] Carpano É., «La définition du standard européen de l’État de droit», Revue trimestrielle de droit européen 2019/2, σ. 255-256.
[16] Αυτ.
[17] Martucci F., Droit de l’Union européenne, Dalloz, Παρίσι 2017, σ. 145.
[18] Rantos A., «Le principe de l’Etat de droit dans l’Union européenne. La jurisprudence récente de la Cour de Justice de l’Union européenne», EuR Europarecht 1/2023, σ. 65-68.
[19] ΔΕΕ, 16.02.2022, C-156/21, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψεις 236-237 και ΔΕΕ, 16.02.2022, C-157/21, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψεις 290-291.
[20] Granata-Menghini S., « La Commission de Venise du Conseil de l’Europe : méthodes et perspectives de l’assistance constitutionnelle en Europe », Les Nouveaux Cahiers du Conseil constitutionnel, 2017, νο 55-56, σ. 71, στο https://www.conseil-constitutionnel.fr/nouveaux-cahiers-du-conseil-constitutionnel/la-commission-de-venise-du-conseil-de-l-europe (πρόσβαση: 4.3.2024).
[21] Buquicchio G., Granata-Menghini S., «Conseil de l’Europe – Commission de Venise», Répertoire Droit européen, Dalloz, 2014, σ. 3.
[22] Βλ. Άρθρο 1 του Αναθεωρημένου Καταστατικού της Επιτροπής της Βενετίας.
[23] Giannopoulos C., «Les avis juridiques de la Commission de Venise : entre promotion et défense de la démocratie libérale», στο Barbé V., Combrade B.- L., Sénac C.- É. (επιμ.), La démocratie illibérale en droit constitutionnel, Éditions Bruylant, Βρυξέλλες, 2023, σ. 151-166.
[24] Αυτ. σ. 152.
[25] Giakoumopoulos C., «La contribution du Conseil de l’Europe aux réformes constitutionnelles: L’action de la Commission de Venise», στο Amato G., Braibant G., Venizelos E. (επιμ.), La révision constitutionnelle dans l’Europe d’aujourd’hui, Esperia, Λονδίνο 2002, σ. 695.
[26] Van Dijk P., Vermeulen B., «Thirty years of constitutional cooperation: the synergy between the European Court of Human Rights and the Venise Commission», σε Granata-Menghini S., Tanyar Z.-C. (επιμ.), Commission de Venise. Trente ans à la recherche de la démocratie par le droit, Juristförlaget i Lund, Λουντ, 2020, σ. 691-694.
[27] Buquicchio G., Garrone P., «Vers un espace constitutionnel commun ? Le rôle de la Commission de Venice», σε Haller B., Kruger H., Petzold H. (επιμ.), Law in Greater Europe, Kluwer, Χάγη, 2000, σ. 9.
[28] Rousseau D., «La notion de patrimoine constitutionnel européen», σε Commission européenne pour la démocratie par le droit (επιμ.), Le patrimoine constitutionnel européen, Éditions du Conseil de l’Europe, Στρασβούργο, νο 18, 1997, σ. 16-37.
[29] Commission de Venise, Rapport sur la prééminence du droit, 28 Μαρτίου 2011, παρ. 1-16, στο https://www.venice.coe.int/webforms/documents/default.aspx?pdffile=CDL-AD(2011)003rev-f (πρόσβαση: 4.3.2024).
[30] Neumann F., Η έννοια της πολιτικής ελευθερίας, Έρασμος, Αθήνα, 1989, σ. 27-29.
[31] Commission de Venise, Rapport sur la prééminence du droit, ό.π. παρ. 34-65.
[32] Commission de Venise, Liste des critères de l’ État de droit, 18 Μαρτίου 2016, στο https://www.venice.coe.int/webforms/documents/default.aspx?pdffile=CDL-AD(2016)007-f (πρόσβαση: 4.3.2024). Βλ. Συμβούλιο της Ευρώπης (Επιτροπή της Βενετίας), Το Κράτος Δικαίου: Κριτήρια ελέγχου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα, 2022, σε μετάφραση του Απόστολου Βλαχογιάννη με εισαγωγικές παρατηρήσεις του Γιώργου Καραβοκύρη, στο https://foundation.parliament.gr/flipbook/192 (πρόσβαση: 4.3.2024).
[33] ΔΕΕ, 16.02.2022, C-156/21, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψεις 229-230 και ΔΕΕ, 16.02.2022, C-157/21, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψεις 324-325.
[34] Για μια κριτική ανάλυση αυτής της θέσης, βλ. Γιαννακόπουλο Κ., «Η χαμένη τιμή του Κράτους Δικαίου», στο https://www.constitutionalism.gr/i-xameni-timi-tou-kratous-dikaiou/ (πρόσβαση: 4.3.2024).
[35] Nussberger A., L’Europe constitutionnelle : une ou divisée ?, Éditions du Collège de France, Παρίσι, 2023, σ. 45-46.
[36] Γιαννακόπουλος Κ., «Η χαμένη τιμή του Κράτους Δικαίου», ό.π.
[37] Συμβούλιο της Ευρώπης (Επιτροπή της Βενετίας), Το Κράτος Δικαίου: Κριτήρια ελέγχου, ό.π., παρ. 30.
[38] Αυτ. παρ. 29.
[39] Βλ. για παράδειγμα, Commission de Venise, France – Avis sur le Conseil supérieur de la magistrature et sur le statut de la magistrature en ce qui concerne les nominations, mutations, promotions et procédures disciplinaires, 13 Ιουνίου 2023, στο https://www.venice.coe.int/webforms/documents/?pdf=CDL-AD(2023)015-f (πρόσβαση: 5.3.2024) και Commission de Venise, Royaume-Uni – Avis sur l’exclusion éventuelle du Commissaire parlementaire à l’administration (le médiateur parlementaire) et du Commissaire aux services de santé de l’« espace sûr » prévu par le projet de loi sur la santé et les soins, 18 Οκτωβρίου 2021, στο https://www.venice.coe.int/webforms/documents/?pdf=CDL-AD(2021)041-f (πρόσβαση: 5.3.2024).
[40] Υπενθυμίζεται πως η αντιπολίτευση μπορεί να εκφράσει τις ανησυχίες της επί κάποιου πολιτικού ή νομικού θέματος στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης ζητώντας να διεξαχθεί σχετική συζήτηση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει την Συνέλευση να ζητήσει εκείνη τη συνδρομή της Επιτροπής της Βενετίας. Επίσης, στο πλαίσιο αιτήματος εκ μέρους ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου ή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η Επιτροπή της Βενετίας μπορεί να εκδίδει γνώμες amicus curiae. Βλ. Giannopoulos C., « Les avis juridiques de la Commission de Venise : entre promotion et défense de la démocratie libérale », ό.π., σ. 155.
[41] Αυτή η πρόταση είχε κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο από τον Ομότιμο Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Ν. Αλιβιζάτο. Βλ. το δημοσίευμα «Αλιβιζάτος: Δεν προβλέπεται τίποτα για την αναδρομικότητα στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τις παρακολουθήσεις», 21 Νοεμβρίου 2022, στο https://www.naftemporiki.gr/politics/1405423/alivizatos-den-provlepetai-tipota-gia-tin-anadromikotita-sto-nomoschedio-tis-kyvernisis-gia-tis-parakoloythiseis/ (πρόσβαση: 5.3.2024).
[42] Συμβούλιο της Ευρώπης (Επιτροπή της Βενετίας), Το Κράτος Δικαίου: Κριτήρια ελέγχου, ό.π., παρ. 114.
Ο Θανάσης Καλόγηρος είναι υποψήφιος Διδάκτορας Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή της Σορβόννης και μέλος του Ινστιτούτου Νομικών και Φιλοσοφικών Επιστημών της Σορβόννης (ISJPS, Université Paris 1 Panthéon-Sorbonne / CNRS). Η διδακτορική του διατριβή έχει ως θέμα την έννοια της δημοκρατίας στο δίκαιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και εκπονείται υπό την επίβλεψη του Ομότιμου Καθηγητή Bertrand Mathieu. Έχει διατελέσει επισκέπτης ερευνητής στο Ελβετικό Ινστιτούτο Συγκριτικού Δικαίου (ISDC) και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στην ελληνική και τη γαλλική γλώσσα, με θέμα την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου στην Ευρώπη.