Οι συχνές αλλαγές του πολιτικού προσανατολισμού των πολιτικών κομμάτων επιβεβαιώνουν τη σχετική τους αυτονομία απέναντι στην εκλογική και κοινωνική τους βάση. Η ευελιξία αυτή αποδίδεται στο βολονταριστικό χαρακτήρα του κομματικού θεσμού, αφού οι αλλαγές προκύπτουν από τις δυνατότητες που προσφέρει στα κόμματα το καταστατικό και η οργανωτική τους κουλτούρα, στοιχεία που τα διακρίνουν από κάθε άλλο θεσμό κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης. Πράγματι, τα κομματικά μέλη φαίνεται να έχουν πολύ λιγότερους περιορισμούς από εκείνους που αντιμετωπίζουν τα μέλη των συνδικάτων, των εργοδοτικών οργανώσεων ή ακόμη και των μονοθεματικών κινημάτων. Η αναγκαστική προσαρμογή των προγραμμάτων στη συνεχώς μεταβαλλόμενη κοινωνική δυναμική και η συμμετοχή τους στον εκλογικό ανταγωνισμό δικαιολογεί επομένως τις αλλαγές στην πολιτική τους στρατηγική. Οι αλλαγές αυτές φυσικά, όταν είναι δομικές και αγγίζουν το «γενετικό μοντέλο» των κομμάτων, τότε διαταράσσουν την υπαρξιακή τους ισορροπία.
Ωστόσο, ενώ ο βολονταρισμός αποτελεί στοιχείο της ζωής των πολιτικών κομμάτων, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη διαδικασία ίδρυσής τους. Η δημιουργία και κατά συνέπεια η ανάπτυξη των κομμάτων δεν μπορεί να αποτελεί αποκλειστικό αντικείμενο των υποκειμενικών απόψεων των μελών τους ή κάποιας ηγετικής ομάδας. Αντίθετα λοιπόν με την ευχέρεια κινήσεων και επιλογών που διαθέτουν τα κόμματα, και άλλες πολιτικές κινήσεις που συμμετέχουν στον εκλογικό και πολιτικό ανταγωνισμό, η ίδρυση των κομμάτων υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από μια σειρά εκ των ων ουκ άνευ κοινωνικοπολιτικών προϋποθέσεων. Αν και αυτές οι προϋποθέσεις αποτελούσαν κοινό τόπο τουλάχιστον για τη μακρά Μεταπολεμική περίοδο, φαίνεται ότι στην εποχή της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού η δημιουργία νέων κομμάτων ήταν συχνά αποτέλεσμα αυθαίρετων και υποκειμενικών επιλογών και σκοπιμοτήτων.
Οι εξελίξεις αυτές συνδέονται με τη σταδιακή και αυξανόμενη αμφισβήτηση των κομμάτων ως δομικών και απαραίτητων θεσμών επιτέλεσης της πολιτικής εκπροσώπησης και των τυπικών λειτουργιών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η πρώτη μεγάλη αμφισβήτηση των κομμάτων σημειώθηκε στο πλαίσιο των κοινωνικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών και πολιτικών συνεπειών της ανάπτυξης των κινημάτων στο τέλος της δεκαετίας του 1960. Τα κινήματα αυτά διεύρυναν τόσο την πολιτικοκοινωνική ατζέντα όσο και τα ρεπερτόρια δράσης τους και έτσι, τουλάχιστον υπαινικτικά, υπονόμευσαν τις όποιες βεβαιότητες υπήρχαν για την αποτελεσματική και ως ένα βαθμό «αποκλειστική» ικανότητα εκπροσώπησης των πολιτικών κομμάτων. Η κρίση που ακολούθησε την επόμενη δεκαετία, οπότε εγκαινιάστηκε η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου προτύπου κοινωνικής οργάνωσης, οδήγησε στην περαιτέρω αμφισβήτηση των αντιπροσωπευτικών και οργανωτικών ικανοτήτων των κομμάτων. Τέλος, η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες, που συμβάδισε τόσο με την πτώση των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού όσο και με τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, οδήγησε σε ριζικές αλλαγές στην πολιτική σκηνή κυρίως των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Αλλαγές που, με τη σειρά τους, συνέβαλαν σε σειρά σημαντικών πολιτικών (από-) και (ανά-) ευθυγραμμίσεων στην πολιτική συμμετοχή και την ένταξη των πολιτών, τροφοδοτώντας τις έντονες στάσεις πολιτικής αποχής και πολιτικού κυνισμού.
Έτσι, οι διαφορετικές εκφάνσεις της κρίσης εκπροσώπησης παγιώθηκαν ιδιαίτερα μετά τη συρρίκνωση του λεγόμενου αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Στο πλαίσιο αυτό πολλαπλασιάστηκαν τα εγχειρήματα για τη δημιουργία νέων φορέων πολιτικής εκπροσώπησης σε μια προοπτική υπέρβασης της κρίσης των κομμάτων. Ωστόσο, ακόμη και εκείνες οι προσπάθειες που δεν αποδείχθηκαν θνησιγενείς, στο βαθύ και συνεχώς διευρυνόμενο κλίμα πολιτικής και δημοκρατικής εν τέλει κρίσης, έδιναν την εντύπωση ότι η δημιουργία και η ανάπτυξη των νέων πολιτικών κομμάτων αποτελούσε απλώς ένα βουλησιαρχικό εγχείρημα χωρίς κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές προϋποθέσεις. Αφενός, η επικράτηση της «πολιτικής των ταυτοτήτων» που παραμέριζε τις λεγόμενες βαριές μεταβλητές της πολιτικής συγκρότησης και συμπεριφοράς και αφετέρου οι σαφείς αρνητικές επιπτώσεις που άφηνε το αποτύπωμα της καρτελοποίησης των υπαρχόντων κομματικών συστημάτων, συνέβαλαν στην επικράτηση διαχειριστικών λογικών παραμερίζοντας την ίδια την πολιτική (Policies VS Politics).
Μάλιστα, χωρίς ιδιαίτερη υπερβολή, θα έλεγα ότι η σχετική βουλησιαρχική λογική συχνά οδηγεί σε πρωτοβουλίες, που χαρακτηρίζονταν από πολλούς και αντίρροπους αναγωγισμούς. Για παράδειγμα, η απόδοση της έννοιας «διαιρετικές τομές» σε πρόσκαιρες διενέξεις ή δευτερεύοντα δίπολα του συρμού, που συχνά ταυτίζονται με τη φιλελεύθερη αντίληψη της πολιτικής των ταυτοτήτων, επιλέγονται ως βάση αναφοράς για την ίδρυση των κομμάτων. Ενώ σε αντίρροπη κατεύθυνση είναι εκείνες οι πρωτοβουλίες που προσπαθούν να νομιμοποιήσουν τη δημιουργία κομμάτων στην πλήρη αντιστοίχισή τους με μια κοινωνική τάξη ή κατηγορία, που ωστόσο αυτές ορίζονται συνήθως με εισοδηματικά κριτήρια. Τέλος, πολλές πρωτοβουλίες ίδρυσης κομμάτων ενθαρρύνονται από πολύ πιο απλουστευτικές παραμέτρους. Παραμέτρους που στηρίζονται ουσιαστικά στην πολιτική διαίσθηση των εμπλεκομένων, η οποία αναζητά τη νομιμοποίηση της ίδρυσης κομμάτων σε εκλογικά αποτελέσματα, δημοσκοπήσεις και εκτιμήσεις που αποκαλύπτουν μια γραμμική αντίληψη για τη δυναμική και τις δομές πολιτικής ευκαιρίας. Ωστόσο, η εκτίμηση της εκλογικής αποτελεσματικότητας ή ακόμη και η «καταμέτρηση των ψήφων», όπως προσφυώς παρατηρεί και ο Gramsci, απέχει πολύ από την πραγματική σχέση του κόμματος με την κοινωνία.[1] Από την άλλη, υποκειμενικές εμμονές ότι τα πολιτικά κόμματα μπορεί να συγκροτηθούν στη βάση μιας «μεσιτικής» προς τα κοινωνικά συμφέροντα λειτουργίας, αποτελεί μια προφανή αφέλεια. Και τούτο γιατί είναι αδύνατον κάποιο κόμμα να στεγάσει το σύνολο των συμφερόντων στην πολιτική του συγκρότηση και στρατηγική.
Κατά συνέπεια, οι κάθε είδους βολονταριστικοί αναγωγισμοί έχουν αρνητικές συνέπειες, οι οποίες μπορούν να περιοριστούν αν αποδεχθούμε ότι η δημιουργία, η παγίωση και η ανάπτυξη των κομμάτων, όπως αυτή προκύπτει τόσο από τη σχετική βιβλιογραφία της κριτικής παράδοσης όσο και εκείνης του δεσπόζοντος ρεύματος,[2] καθορίζεται κατ’ αρχήν από: α) κοινωνικές αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμούς, οι οποίοι συγκροτούν τις διαιρετικές τομές της εκάστοτε ιστορικής εμπειρίας, β) τις τυπικές, εθιμικές και πολιτιστικές ρυθμίσεις και συνθήκες του πολιτικού και του (υπάρχοντος) κομματικού ανταγωνισμού και γ) την υιοθέτηση μιας οργανωτικής πρακτικής που είναι αντίστοιχη με τη στρατηγική θέση που επιλέγουν να έχουν στο πλαίσιο του α) και του β).
Καθώς η κρίση εκπροσώπησης των τελευταίων δεκαετιών έχει αναδείξει τη δημιουργία νέων κομμάτων σε «αναπτυσσόμενη βιομηχανία» είναι απαραίτητο να διευκρινιστούν κάποιες διαστάσεις του παραπάνω πλαισίου ώστε, εκτός των άλλων, να δημιουργήσουμε ένα ερμηνευτικό σχήμα για το συχνό φαινόμενο των θνησιγενών κομμάτων ή των λεγόμενων flash και accidental parties.
Συγκεκριμένα:
Η αφετηριακή αναγνώριση των κοινωνικών αντιπαραθέσεων και των σχετικών διαιρετικών τομών θα πρέπει να αποφεύγει τουλάχιστον δύο πολύ συνηθισμένα λάθη:
- Την ευθεία αναγωγή των κοινωνικών αντιπαραθέσεων στην απλή ταξική διαστρωμάτωση του δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού. Και τούτο γιατί οι κοινωνικές τάξεις δεν αποτελούν απλές κοινωνικές ομαδώσεις, αλλά σχεδόν πάντοτε διαμεσολαβούνται από μια σειρά πολιτικών, ιδεολογικών, πολιτιστικών σχέσεων και παρεμβάσεων. Σε αυτό το σημείο, χαρακτηριστική είναι και πάλι η παρατήρηση του Gramsci ότι τα κόμματα «μέσα από την πολιτική τους και ιδεολογική τους δραστηριότητα» αναδεικνύονται σε κρίσιμους «οργανωτές των ταξικών σχέσεων».[3] Έτσι, η πραγματική υλική ύπαρξη των τάξεων συγκροτείται μόνο όταν αυτές αναλάβουν οργανωτική και πολιτική δράση, όπως άλλωστε έδειξε με πειστικό τρόπο και ο E. P. Thomson στο κλασικό ιστορικό του έργο The Making of the English Working Class. Ωστόσο, η οργάνωση και συγκρότηση των κοινωνικών τάξεων και των σχετικών κοινωνικών συμμαχιών, δεν σημαίνει μόνο την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων, όπως αυτά ορίζονται από τη συγκεκριμένη ταξική συμμετοχή σε αυτά, αλλά και την παράλληλη, συναφή και συστηματική προσπάθεια για την αποδιοργάνωση ανταγωνιστικών κοινωνικών συμφερόντων. Εν ολίγοις, τα κόμματα δεν αποτελούν «μια μηχανιστική και παθητική έκφραση των κοινωνικών και ταξικών διαιρέσεων (και διεκδικήσεων) αλλά (έναν παράγοντα) που αναλαμβάνει ενεργό δράση για την ενδυνάμωση, την παγίωση και την αποδοχή τους ως καθολικής αποδοχής».[4] Η λειτουργία αυτή των κομμάτων, ανάμεσα σε μια σειρά από άλλους λόγους, ουσιαστικά απαγορεύει την απλή και ευθεία σχέση κομμάτων και τάξεων, μια και η σχέση αυτή είναι σχεδόν πάντα εξαιρετικά πολυπαραγοντική και δύσκολα προβλέψιμη.
- Την ανάδειξη κάθε κοινωνικής διαφοράς, αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού σε «διαιρετική τομή». Πολύ συχνά η ρητορική στη δημόσια σφαίρα έχει την τάση να αναφέρεται σε διαιρετική/ές τομή/ές με τρόπο ακραία υποκειμενικό, που συνήθως νομιμοποιεί αυθαίρετες πολιτικές επιλογές. Ωστόσο, ο όρος «διαιρετική τομή» σημαίνει αναφορά σε συγκεκριμένο κοινωνικό διαχωρισμό στη βάση σημαντικών κοινωνικών εκφάνσεων με ιστορική διάρκεια και βάθος. Κάτι που συνεπάγεται και τη δυνατότητα συγκεκριμένης κοινωνικής και πολιτικής δράσης. Κατά συνέπεια, για παράδειγμα, δεν μπορεί να θεωρούνται διαιρετικές τομές τα συγκυριακά κενά που εμφανίζει η εκλογική αποτύπωση στον άξονα Αριστερά /Δεξιά.
Οι τυπικές, εθιμικές και πολιτιστικές ρυθμίσεις και συνθήκες του πολιτικού και του (υπάρχοντος) κομματικού ανταγωνισμού δεν πρέπει ποτέ να αντιμετωπίζονται στατικά είτε με την τυπική θεσμική μορφή τους είτε με την επικοινωνιακή και δημοσκοπική τους αποτύπωση.
Παρά το αυτονόητο, η παρατήρηση αυτή στη σημερινή συγκυρία αποκτά ιδιαίτερη σημασία: Η υπονόμευση και συρρίκνωση της Δημοκρατίας, καθώς μεταφέρει τη διαβόητη ΤΙΝΑ στο πολιτικό και θεσμικό πεδίο και επεκτείνει μηχανισμούς και διαδικασίες πειθάρχησης, βαθαίνει την κρίση εκπροσώπησης. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι αυτό έχει φέρει στο προσκήνιο πολλούς νέους τρόπους πολιτικής κινητοποίησης, που αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες, ουσιαστικά ανοίγουν νέες δυνατότητες δημοκρατικής συμμετοχής και κοινωνικού ελέγχου. Τα ποικίλα εγχειρήματα προς αυτή την κατεύθυνση, παρά την συχνά θνησιγενή τους κατάληξη, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με την αδιαφορία που επιβάλλει ένα είδος βουλησιαρχικής υποκειμενικότητας. Αντίθετα, ούτε ο περιορισμός στο δαιδαλώδες τυπικό και θεσμικό πλαίσιο δημοκρατικού ελέγχου και «αντιβάρων», ούτε φυσικά η απογοήτευση από την προβληματική πολιτική αποτελεσματικότητα των νέων εγχειρημάτων έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν: τον αυξανόμενο περιορισμό πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, τις συνεχείς παρεμβάσεις στο τυπικό των εκλογών (gerrymandering, εκλογικός νόμος), τη μονιμότητα της «κατάστασης εξαίρεσης», τις πολυεπίπεδες δομές επιτήρησης και τέλος σε εκείνο που, ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1960, ο R. Miliband χαρακτήρισε «ατελή ανταγωνισμό» των πολιτικών δυνάμεων στις σύγχρονες δημοκρατίες.[5]
Η σημασία της οργανωτικής λειτουργίας των κομμάτων
Ενώ όπως είδαμε στη δημιουργία νέων πολιτικών κομμάτων τα πολιτικά καταπιστεύματα και προϋποθέσεις περιορίζουν δραστικά βουλησιαρχικές πρωτοβουλίες, δεν ισχύει το ίδιο με την οργανωτική τους λειτουργία. Η εμπειρία της ιστορίας των κομμάτων καθώς και οι σχετικές θεωρητικές προσεγγίσεις επισημαίνουν με διάφορους τρόπους ότι η πολιτική αποτελεσματικότητά τους καθώς και ο ρόλος τους στη λειτουργία του πολιτεύματος επιτρέπει επιλογές βολονταριστικής λογικής. Και τούτο γιατί η οργάνωση του κόμματος δεν αρκεί να συμβαδίζει μόνο με το εκάστοτε δημοκρατικό κεκτημένο αλλά, συγχρόνως πρέπει να αποτυπώνει πειστικά τις προγραμματικές προθέσεις και τις πολιτικές δυνατότητές του. Επιπλέον, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, πρέπει να υπόσχεται έμπρακτα ότι αποτελεί μια εν δυνάμει απάντηση στη κρίση εκπροσώπησης. Για παράδειγμα, η εμφάνιση των κομμάτων στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με δεδομένο το περιορισμένο εύρος των πολιτικών δικαιωμάτων, ήταν κόμματα κοινοβουλευτικής προέλευσης. Επρόκειτο για τα επονομαζόμενα κόμματα στελεχών, ή ελίτ ή προυχόντων, κάτι που δεν μπορεί να αποτελεί σημερινή επιλογή. Ούτε φυσικά συνιστά λύση σήμερα η δημιουργία κομμάτων απολύτως καρτελοποιημένων (κόμματα του κράτους) που όχι μόνο αδυνατούν να εμποδίσουν την κρίση εκπροσώπησης αλλά στην πραγματικότητα τη διευρύνουν.
Χωρίς αμφιβολία η κοινωνική θεμελίωση του κομματικού φαινομένου σε συνδυασμό με την εξ ορισμού στόχευσή του στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας, το καθιστούν έναν εξαιρετικά σύνθετο θεσμό. Η θεμελίωση, η επιβίωση και η ανάπτυξή του αποτελεί πάντα μια δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στο σεβασμό και την ορθή ανάγνωση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών και του βαθμού ευρηματικής και συχνά διαισθητικής παρέμβασης των μελών και της ηγεσίας του. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που οι παραπάνω εισαγωγικές παρατηρήσεις απαιτούν περαιτέρω συζήτηση όχι μόνο όσων αναφέρθηκαν αλλά και σημαντικών θεμάτων που το σύντομο του κειμένου παραμέρισε. Αλλά για αυτά ελπίζω να επανέλθω.
[1] Gramsci A., Selections from the Prison Notebooks of Antonio Gramsci, International Publishers Co., Νέα Υόρκη 1971, σ. 192 κ.ε.
[2] Βλ. Ελευθερίου Κ., Το πολιτικό κόμμα, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, Αθήνα 2021.
[3] Gramsci, Selections from the Prison Notebooks of Antonio Gramsci, ό.π., σ. 148.
[4] Στο ίδιο, σ. 152 και 227.
[5] Miliband R., The State in Capitalist Society, Quartet Book Ltd, Λονδίνο 1973, σ. 131-161.
Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις πρόσφατες δημοσιεύσεις του περιλαμβάνονται τα ακόλουθα άρθρα: «State Transformations: From the "Powerless” to the "Entrepreneurial State”» (David Broder et al επιμ. Facing the State: Left Analyses and Perspectives, Λονδίνο, Merlin Press, 2023), «The Class – Party Relationship and the Challenge to Party Building for the Radical Left» (Greg Albo, Stephen Maher, Alan Zuege επιμ., State Transformations, Classes, Strategy, Socialism, Leiden, Brill, 2021), «Crisis of Transformative Politics and Challenges for the Left Theory» (Mapping new Theoretical Agendas and Ideas, Transform, Merlin Press, 2022) και «Reimagining Socialist Parties and Practice» (The Socialist Project, The Bullet, 7 September 2021).