Όταν προ καιρού ο Αλέξης Τσίπρας και ο Μιχάλης Καλογήρου μου ζήτησαν να συμμετάσχω στην σημερινή ημερίδα, ομολογώ πως δίστασα για λίγο. Παραδοσιακά, σκέφτηκα, και με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, η Αριστερά δεν ενδιαφέρεται να βελτιώσει το Σύνταγμα και τους θεσμούς γενικότερα, γιατί τους θεωρεί «αστικά κατάλοιπα». Με εξαίρεση την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων –και ιδιαίτερα των κοινωνικών– η αντίληψή της γι’ αυτό είναι κυρίως εργαλειακή, αφού την απασχολεί κυρίως το πώς το Σύνταγμα και οι νόμοι θα την διευκολύνουν –ή, έστω, δεν θα την εμποδίσουν– να καταλάβει την εξουσία και στη συνέχεια να την διατηρήσει και όχι το πώς θα υπηρετηθεί καλύτερα η δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Η αντίληψη αυτή άρχισε να σπάει στην Ευρώπη, όταν ο Φρανσουά Μιτεράν εξελέγη πρόεδρος στη Γαλλία, το 1981, και άσκησε την εξουσία για 14 χρόνια με ένα Σύνταγμα, που την κατάρτισή του, το 1958, και την εφαρμογή του από τον στρατηγό Ντε Γκολ την είχε χαρακτηρίσει «διαρκές πραξικόπημα». Είχε εκδώσει μάλιστα βιβλίο με αυτόν τον τίτλο, το 1963. Και σε μας, όμως, συνέβη κάτι ανάλογο, αφού με το ισχύον Σύνταγμα και εκλογικό σύστημα την ενισχυμένη αναλογική, που από παλιά κατάγγελνε ως καλπονοθευτική, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο κέρδισε τις εκλογές του 2015, αλλά κυβέρνησε επί 4,5 χρόνια. Στη θητεία του, άλλοι ήταν οι θεσμοί που τον εμπόδισαν να ασκήσει την πολιτική του, και όχι το Σύνταγμα.
Μήπως, λοιπόν, στην Ευρώπη γενικότερα και την Ελλάδα πιο ειδικά, εξέλιπαν οι λόγοι της αριστερής δυσπιστίας προς το Σύνταγμα και τους «αστικούς» θεσμούς γενικότερα; Αν και η πρόκληση είναι μεγάλη, δεν θα το ισχυρισθώ. Διότι ούτε το Σύνταγμα, ούτε οι θεσμοί είναι ιδεολογικοπολιτικά ουδέτεροι. Θα υποστηρίξω, τουναντίον, ότι, με κριτήριο το πώς υπηρετούνται καλύτερα η δημοκρατία και το κράτος δικαίου, υπάρχουν καλοί και κακοί θεσμοί. Και ότι η Αριστερά, αν δεν ενδιαφέρεται μόνο να διαμαρτύρεται και να καταγγέλλει το «αστικό» κράτος, αλλά να ασκήσει την εξουσία, οφείλει να μετάσχει στη συζήτηση για τη βελτίωσή τους. Με επιχειρήματα και θέσεις, όπως ακριβώς θέλει να κάνει με τη σημερινή ημερίδα.
Για μένα, λοιπόν, στη σημερινή συγκυρία, της πλήρους κοινοβουλευτικής επικράτησης, της αλαζονείας και του κυνισμού της Δεξιάς στη χώρα μας, σε μια συγκυρία όπου, λόγω κατακερματισμού της αντιπολίτευσης, καμιά αξιόπιστη εναλλακτική λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα και όπου, τουναντίον, η άκρα Δεξιά επελαύνει σε όλες σχεδόν της ευρωπαϊκές χώρες, η Αριστερά στο πεδίο του Συντάγματος και των θεσμών, πρέπει να επιδιώξει έναν κεντρικό στόχο, που μακροπρόθεσμα θα την ωφελήσει: να αναβαθμίσει την πολιτική και να συμβάλει στην αναζωογόνησή της με καλά μελετημένες προτάσεις που θα καταστήσουν την πολιτική της πιο αξιόπιστη και την πολιτική αντιπαράθεση πιο ενδιαφέρουσα και πιο ελκυστική.
Στη χώρα μας, το να κυβερνά απρόσκοπτα η πλειοψηφία, χωρίς να την εμποδίζουν παράγοντες εκτός κοινοβουλευτικού τόξου, όπως ο στρατός, το στέμμα και οι «σύμμαχοι», ήταν ο στόχος τριών τουλάχιστον γενιών αγωνιστών της Αριστεράς και του δημοκρατικού Κέντρου, από τον Μεσοπόλεμο έως τις μέρες μας. Ήταν το αίτημα για δημοκρατία και αναγνώριση της λαϊκής κυριαρχίας. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε τελικά μόλις το 1974, με την πτώση της δικτατορίας (το 1981 για τους πιο δύσπιστους). Από εκεί και πέρα, το άλλο σκέλος της σύγχρονης συνταγματικής δημοκρατίας, δηλαδή το κράτος δικαίου, ώστε η εκάστοτε πλειοψηφία λογοδοτεί και να μην κυβερνά ασύδοτα, υποβαθμίστηκε. Όπως έδειξαν το σκάνδαλο Κοσκωτά, στο τέλος της δεκαετίας του 1980, η καταστροφική πορεία προς τα Μνημόνια, μετά το 2008, και σήμερα οι μαύρες τρύπες των υποκλοπών, του ναυαγίου της Πύλου και η τραγωδία των Τεμπών, η λογοδοσία και ο αποτελεσματικός έλεγχος των κυβερνώντων παραμένουν ακόμη ζητούμενα.
Ως παλαιότερος, δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι το κράτος δικαίου έχει καταλυθεί στη χώρα μας. Θα πρέπει να είσαι βαθιά ανιστόρητος για να αρνηθείς ότι το 1974 πραγματοποιήθηκε ένα ποιοτικό άλμα. Το ότι, για παράδειγμα, ανήκω στην πρώτη γενιά των Ελλήνων πανεπιστημιακών που, από συστάσεως ελληνικού κράτους, μπόρεσε να σταδιοδρομήσει, χωρίς να διωχθεί για τα φρονήματά της, είναι ένα αντικειμενικό γεγονός, που κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Πιστεύω, ωστόσο, ότι στο κράτος δικαίου, έτσι όπως λειτουργεί στη χώρα μας, υπάρχουν σοβαρά κενά, το σπουδαιότερο από τα οποία είναι η αναξιοπιστία της δικαιοσύνης: με εξαιρέσεις, που πολύ φοβούμαι ότι επιβεβαιώνουν τον κανόνα, τα δικαστήριά μας είναι ο μεγάλος ασθενής της Μεταπολίτευσης. Είναι κάτι για το οποίο, ως καθηγητής της Νομικής επί τέσσερις δεκαετίες, υπέχω και εγώ τις ευθύνες μου. Οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης είναι το πρώτο και προφανέστερο σύμπτωμα αυτής της ασθένειας, για την θεραπεία του οποίου κανένα Σύνταγμα δεν μπορεί να βοηθήσει. Ο υπέρμετρος νομικισμός, η προσήλωση στους τύπους και η εμμονή στη διδασκαλία περισσότερο της δικονομίας παρά του ουσιαστικού δικαίου είναι τα βαθύτερα αίτια αυτής της νοοτροπίας, και μόνον με μια ριζική μεταρρύθμιση των νομικών σπουδών και, συνακόλουθα, μια ριζική μεταβολή των νοοτροπιών μπορούν να αντιμετωπιστούν. Από εκεί και πέρα, προέχει το άνοιγμα της δικαιοσύνης προς τον έξω κόσμο και η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της. Στόχος στην επίτευξη του οποίου δυστυχώς δεν συνέβαλε η Σχολή Δικαστών, στην οποία πολλοί από μας είχαμε εναποθέσει πολλές ελπίδες.
Σε ό,τι αφορά το «άνοιγμα» των δικαστηρίων, θα μπορούσε να επιτευχθεί με την καθιέρωση της δυνατότητας αν όχι να σταδιοδρομούν, τουλάχιστον να διορίζονται με θητεία ως δικαστές έμπειροι δικηγόροι αλλά και μη νομικοί, όπως οικονομολόγοι, περιβαλλοντολόγοι, αν όχι και γιατροί, όπως συμβαίνει σήμερα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Σημειωτέον ότι τη δυνατότητα αυτή προέβλεπε μόνον για διαπρεπείς νομικούς –δικηγόρους ή καθηγητές– ο ιδρυτικός νόμος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Όσο για την ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας, εκτός από την αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης –ένα πολυσυζητημένο ζήτημα, στο οποίο φαντάζομαι θα επανέλθουμε μετά– πιστεύω χρειάζονται μέτρα που να δείχνουν ότι το πολιτικό σύστημα εμπιστεύεται τους δικαστές. Τέτοια μέτρα θα ήταν, για παράδειγμα:
* Η ανάθεση σε συλλογικό δικαστικό όργανο και όχι στη Βουλή της δίωξης των υπουργών για αδικήματα που διαπράττουν στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους.
* Η αναβάθμιση του ΑΕΔ, με καθιέρωση μεγαλύτερης σε διάρκεια θητείας και μερική απασχόληση στα δικαστήριά τους για τα μέλη του, ώστε να μπορεί να ασκήσει γνωμοδοτικά και σε ταχύτατο χρόνο προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμου που θα του παραπέμπει η κυβέρνηση και ικανός αριθμός βουλευτών. (Σχετική πρόταση, αν δεν κάνω λάθος, είχε υποβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019).
* Η δυνατότητα αναπομπής από τον ΠτΔ στο αναβαθμισμένο κατά τα ως άνω ΑΕΔ –και όχι στη Βουλή– των νομοσχεδίων που περιέχουν, κατά την κρίση του, κραυγαλέες αντισυνταγματικότητες ή που ψηφίστηκαν με εξόφθαλμη παραβίαση των διαδικαστικών ρυθμίσεων του Κανονισμού της Βουλής.
Η τριβή πολλών δεκαετιών στον χώρο της δικαιοσύνης με έχει διδάξει ότι όταν αναθέτεις αρμοδιότητες στους δικαστές γενναιόδωρα, χωρίς αστερίσκους και μεμψιμοιρίες, αυτοί εκτελούν με πολύ μεγαλύτερη συνέπεια και φειδώ τα καθήκοντά τους. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τα υπουργικά αδικήματα, δεν θα παραπέμπουν στο ειδικό δικαστήριο υπουργούς για ψύλλου πήδημα (διαψεύδοντας με τη στάση τους όσους αβασάνιστα υποστηρίζουν το αντίθετο, για να διατηρήσουν άθικτο το απαράδεκτο καθεστώς του σημερινού άρθρου 86 Σ).
Αμέσως μετά από την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης αλλά και των ανεξάρτητων αρχών, που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, σήμερα, πρώτη προτεραιότητα, θα έθετα πολύ ψηλά στην ιεραρχία των στόχων μιας σύγχρονης συνταγματικής στρατηγικής, την αναβάθμιση της πολιτικής. Πρώτο βήμα γι’ αυτήν θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι η λήψη μέτρων που να καθιστούν την πολιτική πιο ελκυστική και την πολιτική αντιπαράθεση πιο ενδιαφέρουσα. Διότι η πολιτική έχει γίνει στον τόπο μας τον τελευταίο καιρό τόσο προβλέψιμη ώστε να έχει καταντήσει βαρετή. Γιατί, ειδικά ένας νέος, όταν δεν συμβαίνουν εξαιρετικά γεγονότα, όπως παλαιότερα τα Μνημόνια και σήμερα η συγκάλυψη της τραγωδίας των Τεμπών, να ασχοληθεί μαζί της όταν όλα μοιάζουν εκ των προτέρων κανονισμένα; Καλύτερα, σκέπτεται, να κάτσω στο σπίτι μου, με το ιντερνέτ μου, παρά να συμμετέχω σε κάποιες αμφίβολου ενδιαφέροντος κομματικές διαδικασίες. Δεν είναι διόλου τυχαίο λοιπόν ότι τα ποσοστά της αποχής στις τελευταίες εκλογές έχουν εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη. Πολύ επιγραμματικά, για να γίνει πιο ελκυστική η πολιτική, θα απαριθμούσα τα ακόλουθα μέτρα:
* Πρώτα-πρώτα, θα έδινα στους εκλογείς, δηλαδή στον κάθε πολίτη, περισσότερες από μια επιλογές. Σήμερα, την ημέρα των εκλογών, τι δυνατότητες έχει; Να ψηφίσει ένα μόνο κόμμα και να σταυροδοτήσει έναν ή περισσότερους υποψηφίους του ίδιου κόμματος. Αν του δινόταν περισσότερες ψήφοι, νομίζω ότι η εκλογική διαδικασία θα αποκτούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, σε τοπικό μεν επίπεδο να ψηφίζει βουλευτή και σε επίπεδο περιφέρειας κόμμα, διαφορετικό ενδεχομένως από το κόμμα στο οποίο ανήκει ο βουλευτής που επέλεξε. Το σύστημα αυτό είχε προτείνει το 2009 η Επιτροπή Ραγκούση, στην οποία μ.ά. μετείχαμε και ο αείμνηστος Ηλίας Νικολακόπουλος και ο υποφαινόμενος. Πολλαπλή ψήφος θα μπορούσε να δοθεί και στις εκλογές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης. Αν δεν κάνω λάθος, κάτι σχετικό έχει προτείνει ο Θοδωρής Λιβάνιος στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιό του.
Για τα μέτρα αυτά δεν χρειάζεται κατ’ αρχήν αναθεώρηση του Συντάγματοςˑ αρκεί η μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου. Από εκεί και πέρα:
* Για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στη λογική ότι πρέπει να αναζητηθούν θεσμικά αντίβαρα, ώστε να λειτουργήσουν ως αναχώματα στην παντοδυναμία της κυβερνώσας πλειοψηφίας –ιδίως όταν αυτή είναι μονοκομματική, όπως συνήθως συμβαίνει στη χώρας μας– νομίζω ότι η θέση του θα πρέπει να αναβαθμισθεί. Εκτός από τις δύο αρμοδιότητες που ήδη ανέφερα (δηλαδή την ανάμιξή του στην επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης και την αναπομπή αντισυνταγματικών κατά την κρίση του νομοσχεδίων στο ΑΕΔ), νομίζω ότι η αναβάθμιση αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν εκλεγόταν μόνο από τη Βουλή –και μάλιστα με απλή πλειοψηφία– όπως σήμερα, αλλά από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, που να περιλαμβάνει ίσο περίπου αριθμό βουλευτών και εκπροσώπων των ΟΤΑ. Μια ιδέα θα ήταν να συμμετέχουν σε αυτό οι 13 περιφερειάρχες και οι 332 δήμαρχοι της χώρας.
* Για τη Βουλή, χωρίς να φθάνω στο σημείο να προτείνω ο πρόεδρός της να προέρχεται υποχρεωτικά από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως στην Ιταλία, θα υποστήριζα ότι θα έπρεπε να δοθεί σε κόμματα της αντιπολίτευσης η προεδρία δύο ή τριών διαρκών επιτροπών. Νομίζω ότι η δυνατότητα που δόθηκε στην μειοψηφία, με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, να συστήνει δυο εξεταστικές επιτροπές ανά βουλευτική περίοδο είναι δώρο άδωρο, αν το προεδρείο των εν λόγω επιτροπών και η πλειοψηφία των μελών τους ανήκει στο κόμμα της πλειοψηφίας. Να θυμίσω την καταστροφική εμπειρία των εξεταστικών επιτροπών για τις υποκλοπές και για τα Τέμπη;
* Mια τελευταία ιδέα θα ήταν μήπως, όχι σε επίπεδο Ολομέλειας αλλά Επιτροπών, να αντιστραφεί ο κανόνας για την δημοσιότητα των συνεδριάσεων, να προβλεφθεί δηλαδή ότι η πρόσβαση των μέσων ενημέρωσης δεν είναι σε κάθε περίπτωση ελεύθερη, αλλά μόνο αν το ζητήσει η πλειοψηφία ή έστω μια ισχυρή μειοψηφία. Γιατί είναι άλλο να συμμετέχει ένας βουλευτής με στόχο τη συναίνεση και άλλο για να προβληθούν τα όσα έχει να πει την επομένη, σε ένα μονόστηλο έστω των εφημερίδων.
Στον κατάλογο των ευκταίων συνταγματικών αλλαγών θα μπορούσαν να προστεθούν πολλές ακόμη. Δεν θα σας κουράσω περισσότερο όμως. Κλείνοντας, θέλω απλώς να τονίσω και πάλι ότι, στη σημερινή ειδικά συγκυρία, χωρίς την ζωογόνο πνοή της Αριστεράς, η συζήτηση για την επικείμενη αναθεώρηση θα εξελιχθεί σε μια ακόμη βαρετή ανταλλαγή μονολόγων, που θα βαρύνει ακόμη περισσότερο το μουντό κλίμα της εποχής. Θέλω να ελπίζω ότι η σημερινή πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Τσίπρα θα δώσει το έναυσμα για δημιουργικές προτάσεις, για το καλό όχι μόνο της Αριστεράς, αλλά και της δημοκρατίας.
[Στο παραπάνω κείμενο διατηρήθηκε το ύφος της προφορικής εισήγησης του ομιλητή].
Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου, από το 1979 έως το 2016, δίδαξε Συνταγματικό Δίκαιο. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949, κατάγεται όμως από την Κεφαλονιά και τη Χίο. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής Αθηνών (1972), πήρε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Paris 2, το 1977. Στα βιβλία του περιλαμβάνονται «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας» (Θεμέλιο, 1983), «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία, 1800-2010» (Πόλις, 2011) και «Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω. 8+1 πολυτάραχες δεκαετίες» (Μεταίχμιο, 2020). Ασκεί ενεργό δικηγορία από το 1978 και είναι μέλος της Επιτροπής της Βενετίας.