Δεν μπορεί σήμερα να αμφισβητηθεί με αξιώσεις σοβαρότητας ότι το φαινόμενο της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής θέτει την ανθρωπότητα στο σύνολό της σε κίνδυνο[1].

Η κλιματική κρίση είναι συνέπεια μια αλυσίδας παραγόντων. Η αύξηση των ανθρωπογενών ιδίως εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προκαλεί σώρευση τεραστίων ποσοτήτων των αερίων αυτών στην ατμόσφαιρα, σώρευση, η οποία με τη σειρά της εντείνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου και προκαλεί την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη. Η υπερθέρμανση, στη συνέχεια, προκαλεί σοβαρές μεταβολές των μετεωρολογικών συνθηκών, αλλά και ακραία καιρικά φαινόμενα. Μεταξύ των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής αναφέρονται όλως ενδεικτικώς, οι ξηρασίες, η μείωση των διαθεσίμων ποσοτήτων πόσιμου νερού, η άνοδος της στάθμης των ωκεανών, οι πλημμύρες, η μείωση της βιοποικιλότητας, η επιτάχυνση της διάβρωσης των εδαφών.

O Jean Jouzel, ειδήμων περί το αντικείμενο, σημείωνε πριν από περίπου μια δεκαετία ότι αν δεν γίνει κάτι προκειμένου να μετριαστεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο συνάπτεται με τις ανθρώπινες δραστηριότητες, το αποτέλεσμα θα είναι στο τέλος του τρέχοντος αιώνα να φτάσουμε σε μέση αύξηση της θερμοκρασίας κατά 4°C σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο[2]. Η δε Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel on Climate Change – IPCC), στην 6η αναφορά της (του έτους 2023)[3] αποφαίνεται με βεβαιότητα περί του ανθρωπογενούς παράγοντα ως βασικής αιτίας της κλιματικής αλλαγής.

Από μόνη της η ανθρωπογενής αιτία της κλιματικής κρίσης προκαλεί σχεδόν αναπόφευκτα την ανάμιξη του δικαίου – εσωτερικού, περιφερειακού (για τα καθ’ ημάς κυρίως ευρωπαϊκού) και διεθνούς. Ένα φαινόμενο προκαλούμενο από τον άνθρωπο, το οποίο επηρεάζει τον παγκόσμιο πληθυσμό δεν θα μπορούσε να βρίσκεται έξω από το πεδίο ενδιαφέροντος του δικαίου, το οποίο ασφαλώς δεν στοχεύει να απευθύνεται στο φαινόμενο, αλλά στους ανθρώπους που το προκαλούν ή το επιτρέπουν, στοχεύοντας στον περιορισμό των δράσεων ή αποφάσεών τους που το συντηρούν ή, ακόμη χειρότερα, το επιτείνουν[4].

Η υπογραφή της Συμφωνίας των Παρισίων για την προστασία του κλίματος αποτελεί το σημείο καμπής για το παγκόσμιο κίνημα της κλιματικής δικαιοσύνης. Παρότι η διεθνής αυτή σύμβαση υιοθέτησε μια βολονταριστική προσέγγιση, αποφεύγοντας να δημιουργήσει νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις, εντούτοις αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη για τη συστράτευση της κοινωνίας των πολιτών παγκοσμίως, προκειμένου να υλοποιηθεί η ιδέα της κλιματικής δικαιοσύνης.

Μέσα σε αυτό το διαρκώς εξελισσόμενο πλαίσιο, αναδύθηκε ένας νομικός χώρος, ξεχωριστός από αυτόν των διπλωματικών διαπραγματεύσεων, βαθιά όμως συνδεδεμένος με αυτές και πλούσιος σε κανονιστικές συνεισφορές, ο οποίος δεν είναι άλλος από τα ακροατήρια των δικαστηρίων[5]. Η διαδικασία ενώπιον του δικαστή γίνεται η ευκαιρία διεκδίκησης αιτημάτων εκ μέρους της κοινωνίας των πολιτών, τα οποία έχουν ως γνώμονα την προστασία του κλίματος.

Η έννοια της κλιματικής διαφοράς (‘climate change litigation’, ‘contentieux climatique’), μπορεί να οριστεί με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος, ευρύτερος, ονομάζει κλιματική κάθε διαφορά το αντικείμενο της οποίας, λόγω των πραγματικών ή νομικών της στοιχείων, συνδέεται με κάποιο τρόπο με το κλιματικό φαινόμενο[6]. Έτσι, κάθε δικαστική διαμάχη, στην οποία οι καταθέσεις των διαδίκων ή οι αποφάσεις του δικαστηρίου εγείρουν άμεσα και ρητά νομικά ή πραγματικά ζητήματα σχετικά με την ουσία ή τις πολιτικές για τα αίτια και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δύναται να θεωρηθεί ως κλιματική διαφορά[7]. Ο δεύτερος, στενότερος, ορισμός αποδίδει το χαρακτηρισμό της κλιματικής μόνο σε εκείνη τη διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας το κλιματικό ζήτημα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο τελικό νομικό σκεπτικό της δικαστικής απόφασης επί του θέματος[8]. Η κλιματική αλλαγή, δηλαδή, θα πρέπει να είναι το άμεσο αντικείμενο, το επίδικο της προσφυγής ή θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως κεντρικό επιχείρημα είτε των αιτημάτων των διαδίκων είτε της δικαστικής απόφασης[9]. Η παρούσα μελέτη υιοθετεί τη δεύτερη, στενότερη, εκδοχή.

Η επιλογή της δικαστικής αίθουσας ως τόπου για την επίλυση διαφορών που σχετίζονται με τις δημόσιες κλιματικές πολιτικές εγείρει δύο μείζονα ζητήματα, τα οποία αναφέρουμε εδώ παρενθετικά, καθότι δεν αποτελούν το αντικείμενο της παρούσης μελέτης. Πρώτον, η κλιματική αλλαγή αποτελεί ζήτημα, το οποίο εκ φύσεως απαιτεί λύσεις πολιτικές. Η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία, σε ένα σύστημα δημοκρατικό, το οποίο χαρακτηρίζεται από διάκριση των εξουσιών, πρέπει να απολαύουν μιας ευρείας διακριτικής ευχέρειας, στο πλαίσιο της οποίας επιλέγουν τον τρόπο δράσης απέναντι στο φαινόμενο. Ο δικαστής δεν έχει την απαιτούμενη δημοκρατική νομιμοποίηση για να αποφασίσει επί τόσο πολύπλοκων, τεχνικών και κυρίως πολιτικών επιλογών. Δεύτερον, ανακύπτει σοβαρός κίνδυνος «κλιματικού λαϊκισμού»[10]. Η έννοια αποδίδει κυρίως τη χρήση των δικαστηρίων για ζητήματα με έντονο το πολιτικό στοιχείο, ιδίως σε χώρες, όπου η κλιματική αλλαγή καταναλίσκει σημαντικό χρόνο στο δημόσιο διάλογο, θέτοντας έτσι τον κίνδυνο της εργαλειοποίησης της δικαιοσύνης, εντάσσοντάς την στο πολιτικό παιχνίδι[11].

Η πρώτη επιτυχής ευρωπαϊκή κλιματική υπόθεση κατέληξε στην έκδοση από το ολλανδικό Ανώτατο Δικαστήριο το Δεκέμβριο του 2019 μιας ιστορικής απόφασης[12], η οποία, επί τη βάσει, μεταξύ άλλων, των άρθρων 2 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), επιβάλλει στο ολλανδικό κράτος την υποχρέωση να μειώσει τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου κατά 25% σε σχέση με τις αντίστοιχες εκπομπές του 1990. Η απόφαση είναι το αποτέλεσμα της άσκησης αγωγής (‘private lawsuit’) εκ μέρους της περιβαλλοντικής οργάνωσης Urgenda και 866 ολλανδών πολιτών. Η απόφαση χαρακτηρίστηκε σύντομα πρωτοποριακή[13]. Συν τω χρόνω το παράδειγμα του ολλανδικού Ανωτάτου Δικαστηρίου ακολουθήθηκε από άλλα ευρωπαϊκά ανώτατα δικαστήρια. Το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’ État) για παράδειγμα, στην απόφασή του Commune de Grande Synthe[14] ακύρωσε την σιωπηρή άρνηση του πρωθυπουργού και άλλων υπουργών να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προς προστασία του κλίματος και, στηριζόμενο στην υποχρέωση προστασίας του κλίματος, όπως αυτή συνάγεται από το εσωτερικό[15] αλλά και το ενωσιακό δίκαιο[16], διέταξε τη γαλλική κυβέρνηση να πάρει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη του στόχου της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.

Στη Γερμανία, οι ακτιβιστές του κλίματος προσέβαλαν τον ομοσπονδιακό κλιματικό νόμο ενώπιον του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου λίγο μετά την ψήφισή του. Στις 24 Μαρτίου 2021 το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του[17], απαντώντας έτσι στις προσφυγές που κατέθεσαν ενώπιόν του ορισμένοι νεαροί πολίτες, υποστηριζόμενοι από μη κυβερνητικές οργανώσεις. Το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο θεώρησε, σε πρώτο στάδιο, ότι το κράτος απέτυχε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, όπως αυτές προβλέφθηκαν στον κλιματικό νόμο του 2019, κυρίως διότι τα μέτρα που ελήφθησαν δεν επαρκούσαν για να μειωθεί η θερμοκρασία στο επίπεδο που απαιτεί η Συμφωνία των Παρισίων. Ο νέος ομοσπονδιακός νόμος προέβλεπε εξάλλου ότι, για το διάστημα μετά το 2030, οι προγραμματισμένες μειώσεις των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, θα προσδιορίζονται με διάταγμα, ένα νομικό μέσο που απαιτεί λιγότερη συμμετοχή του κοινού και συζήτηση σε σχέση με τη νομοθετική διαδικασία στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο. Το Δικαστήριο, επί τη βάσει του άρθρου 20a του Θεμελιώδους Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι η ευθύνη του κράτους περιλαμβάνει την δια νόμου προστασία των φυσικών θεμελίων της ζωής, έκρινε ότι ο μη καθορισμός της περαιτέρω πορείας μείωσης των εκπομπών δια της νομοθετικής διαδικασίας παραβιάζει το ως άνω άρθρο, με το σκεπτικό ότι η συγκεκριμένη διαδικασία επικαιροποίησης των εκπομπών θα έπρεπε να έχει καθοριστεί επαρκώς στο νόμο για το κλίμα[18].

Δεν προκάλεσε έκπληξη, αντιθέτως δε αποτέλεσε τη λογική των πραγμάτων συνέχεια, πέραν των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, το κλιματικό φαινόμενο να φτάσει να απασχολήσει τους δικαστές των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών οργάνων: του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης[19] (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Όσον αφορά το πρώτο εξ αυτών, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), διαθέτοντας συντρέχουσα αρμοδιότητα για την προστασία του περιβάλλοντος[20], έχει εκδώσει σειρά νομοθετικών πράξεων που άπτονται της προστασίας του κλίματος[21]. Αναφορικά με το ΕΔΔΑ, και δεδομένης της έλλειψης ρητής διάταξης που να προστατεύει το περιβάλλον ή πολύ περισσότερο το κλίμα, διεφάνη ήδη από την απόφαση Urgenda του ολλανδικού Ανώτατου Δικαστηρίου ότι τα άρθρα 2 (προστασία της ζωής) και 8 (προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη νομική βάση για την προστασία κατά της κλιματικής αλλαγής. Συμπληρωματικά, το άρθρο 6 περί χρηστής απονομής δικαιοσύνης, αλλά και το άρθρο 1 του πρώτου προσθέτου Πρωτοκόλλου, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, επιστρατεύονται από τους προσφεύγοντες στην προσπάθεια εξεύρεσης συμβατικού κανόνα δικαίου, από τον οποίον να συνάγεται η υποχρέωση προστασίας του κλίματος.

Παρά τις υφιστάμενες ομοιότητές τους, η βασική διαφοροποίηση των δύο αυτών ευρωπαϊκών περιφερειακών Δικαστηρίων έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι, ενώ το ΔΕΕ λειτουργεί ως ανώτατο Δικαστήριο μιας έννομης τάξης, όχι ασφαλώς υπό την έννοια της υπεροχής έναντι των εθνικών δικαστηρίων, αλλά ως όργανο που εποπτεύει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, αποτελώντας το μοναδικό αυθεντικό ερμηνευτή του, το ΕΔΔΑ παρακολουθεί την τήρηση των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει τα συμβαλλόμενα στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ κράτη μέλη, έχοντας ως αποκλειστική ύλη την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Η πρόσβαση σε καθένα από τα δύο αυτά Δικαστήρια δεν θα μπορούσε να είναι απροϋπόθετη. Από την μία, η άσκηση ευθείας προσφυγής ενώπιον του ΔΕΕ από ιδιώτη, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αποτελεί την εξαίρεση, καθώς πέραν της δυσκολίας στην πλήρωση των προϋποθέσεων που τάσσονται για την απόδειξη εννόμου συμφέροντος, αυτός έχει τη δυνατότητα στις περισσότερες περιπτώσεις να προσφύγει ενώπιον των εθνικών δικαστών, αξιώνοντας τη σωστή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Από την άλλη, η πρόσβαση στο ΕΔΔΑ απαιτεί αφενός μεν την προηγούμενη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, αφετέρου δε την απόδειξη ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει πέσει «θύμα» παραβίασης των κατοχυρούμενων στην ΕΣΔΑ δικαιωμάτων του.

Η παρούσα σύντομη μελέτη δεν στοχεύει στην παρουσίαση ζητημάτων ουσιαστικού δικαίου προστασίας του κλίματος, παρουσιάζοντας μια ανάλυση της εκάστοτε νομικής βάσης, επί της οποίας τα δύο αυτά Δικαστήρια βασίζουν την υποχρέωση προστασίας του κλίματος. Επιχειρεί αντιθέτως να εστιάσει στις διαδικαστικές προϋποθέσεις που το καθένα από τα δύο αυτά περιφερειακά δικαιοδοτικά όργανα τάσσει, προκειμένου μια κλιματική διαφορά να φτάσει να κριθεί στην ουσία της. Στόχο έχει, με άλλα λόγια, να εντοπίσει τα εμπόδια που πρέπει να υπερκεραστούν, ούτως ώστε οι ευρωπαίοι δικαστές, καταφάσκοντας το παραδεκτό των κλιματικών προσφυγών, να φτάσουν να ασχοληθούν με την προστασία του κλίματος. Οι διαφορές στον τρόπο λειτουργίας και τους διαδικαστικούς-δικονομικούς κανόνες κάθε Δικαστηρίου προοικονομούν διαφοροποίηση και στην ελαστικότητα ως προς την αποδοχή του παραδεκτού τέτοιων προσφυγών. Η μελέτη, όμως, καταλήγει στη διαπίστωση ενός μάλλον παράδοξου συμπεράσματος: το σύστημα εκείνο το οποίο παρέχει πληθώρα ρητών νομικών βάσεων για την προστασία του κλίματος αρνείται σχεδόν εμμονικά το δικαστικό έλεγχο μιας σειράς κλιματικών πράξεων, κλείνοντας με ένταση το δρόμο σε κάθε ευθεία προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου του (Ι). Αντιθέτως, το σύστημα εκείνο που στερείται ρητής νομικής βάσης καταλήγει να προστατεύει, τουλάχιστον σε επίπεδο διαπίστωσης παραβιάσεων θεμελιωδών δικαιωμάτων, τους ιδιώτες έναντι των δημοσίων πολιτικών που δεν κατατείνουν στον αποτελεσματικό μετριασμό της κλιματικής κρίσης (ΙΙ).

Ι. Μια επίμονη άρνηση του ελέγχου των ενωσιακών κλιματικών πράξεων

Το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) διακηρύσσει ότι η Ένωση βασίζεται μεταξύ άλλων στην αξία του κράτους δικαίου, αλλά και στου σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Σύμβαση του Άαρχους[22], άλλωστε, αναγνωρίζει ότι, προκειμένου οι πολίτες να μπορούν να ζουν σε ένα περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και ευημερία τους, πρέπει ταυτόχρονα να διαθέτουν πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες, να δικαιούνται να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων και να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Παρόλα αυτά, η πρακτική, η οποία ακολουθείται αναφορικά με τον έλεγχο των πράξεων της Ένωσης που χαράσσουν την κλιματική της πολιτική δεν μπορεί παρά να προβληματίζει. Και τούτο διότι, από τη μία, η ίδια η επίκληση της ατομικής προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την κατάφαση της ενεργητικής νομιμοποίησης στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής εναντίον των ως άνω ενωσιακών πράξεων κρίνεται από το ΔΕΕ ανεπαρκής (Α), η καθιέρωση, από την άλλη, μιας δικαστικής ασυλίας για τις ενωσιακές κλιματικές πράξεις είναι προφανές ότι παραβιάζει το ίδιο το θεμέλιο της Ένωσης, την έννοια δηλαδή κράτους δικαίου (Β).

Α. Η ανεπάρκεια της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων για την πρόσβαση στα ενωσιακά δικαιοδοτικά όργανα

Είναι γνωστό ότι η πρόσβαση των φυσικών ή νομικών προσώπων στην ενωσιακή δικαιοσύνη, υπό τη συγκεντρωτική της έννοια, αυτή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), προϋποθέτει την επιτυχή υπερκέραση μιας σειράς διαδικαστικών εμποδίων, όπως αυτά συνοψίστηκαν στην απόφαση Plaumann[23]. Συμφώνως προς την παράγραφο 4 του άρθρου 263 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ο ιδιώτης μπορεί να προσφεύγει ευθέως ενώπιον του ΔΕΕ «κατά των πράξεων, των οποίων είναι αποδέκτης ή που τον αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που τον αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα». Οι προϋποθέσεις αυτές δεν συνιστούν παρά την αποτύπωση της σύλληψης των ιδιωτών ως μη προνομιούχων προσφευγόντων, σε αντιπαραβολή προς κράτη μέλη, την Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, οι οποίοι αποτελούν τους προνομιούχους διαδίκους και δύνανται να προσβάλουν τις πράξεις του ενωσιακού δικαίου ευχερέστερα.

Το ΔΕΕ, ως μοναδικός αυθεντικός ερμηνευτής του ενωσιακού δικαίου, αποφαίνεται παγίως πως ένας ιδιώτης ο οποίος δεν είναι αποδέκτης μιας απόφασης του ενωσιακού δικαίου δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτή τον αφορά ατομικά, παρά μόνον αν τον θίγει «λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως» που τον χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τον «εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη». Κατά συνέπεια, το ατομικό ενδιαφέρον δεν πρέπει να νοείται με την έννοια του «διαφορετικού επηρεασμού[24]» (‘different concern’), υπό την έννοια ότι η πράξη επιφέρει «διαφορετικά» αποτελέσματα στο εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με τα υπόλοιπα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, αλλά μάλλον με βάση το κριτήριο που αναζητά στον προσφεύγοντα το αντίστοιχο του αποδέκτη, έτσι ώστε ένας ενάγων να είναι επαρκώς εξατομικευμένος, μόνο εάν η θέση του είναι πραγματικά μοναδική μεταξύ πολλών[25]. Με άλλα λόγια, ο «διαφορετικός επηρεασμός» (‘different concern’) κρίνεται από το ΔΕΕ ως ανεπαρκές κριτήριο για να επιτρέψει την πρόσβαση των ιδιωτών ενώπιόν του, καθώς προσαπαιτείται ο «ατομικός επηρεασμός» (‘individual concern’).

Η προσέγγιση αυτή βρήκε απόλυτη εφαρμογή και στις δύο προσπάθειες ορισμένων ιδιωτών να οδηγήσουν το κλιματικό φαινόμενο ενώπιον του ενωσιακού δικαστή. Στην πρώτη εξ αυτών, ο Armando Carvalho και τριάντα έξι ακόμη αιτούντες επιδίωξαν ενώπιον του ΔΕΕ την μερική ακύρωση της Οδηγίας 2018/410[26] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2018 που στοχεύει στην ενίσχυση οικονομικά αποδοτικών μειώσεων των εκπομπών και στην προώθηση επενδύσεων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών συμφώνως προς τη Συμφωνία των Παρισίων. Οι αιτούντες απασχολούνταν στον αγροτικό και τον τουριστικό τομέα και ήταν εγκατεστημένοι στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Ρουμανία, την Κένυα και τις νήσους Φίτζι. Στους αιτούντες συγκατελέγετο και μια ένωση διεπόμενη από το σουηδικό δίκαιο, η οποία εκπροσωπούσε τον μοναδικό αυτόχθονα πληθυσμό της Ευρώπης, τους Σάμι. Κατά τους αιτούντες, το Δικαστήριο έπρεπε να κηρύξει την Οδηγία αντίθετη προς το πρωτογενές δίκαιο, στο μέτρο που επιτρέπει την εκπομπή μεταξύ 2021 και 2030 μιας ποσότητας αερίων του θερμοκηπίου που αντιστοιχεί στο 80% των επιπέδων του 1990 το 2021, η οποία μειώνεται στο 60% των επιπέδων του 1990 το 2030, θέτοντας έτσι ως στόχο την κατά 40% μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030. Οι αιτούντες ζήτησαν ακόμη από το Δικαστήριο να διατάξει το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο να θεσπίσουν μέτρα, στο πλαίσιο της νομοθετικής δέσμης σχετικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, που απαιτούν μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 τουλάχιστον κατά 50% έως 60% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η προσπάθεια αυτή προσέκρουσε στην ακαμψία των ευρωπαίων δικαστών, οι οποίοι, τόσο σε επίπεδο Γενικού Δικαστηρίου όσο και σε επίπεδο Δικαστηρίου, αρνήθηκαν να αποστούν από την πάγια νομολογία περί πρόσβασης των φυσικών και νομικών προσώπων στα ενωσιακά δικαιοδοτικά όργανα και να ερμηνεύσουν διαφορετικά την προϋπόθεση του «άμεσου και ατομικού επηρεασμού» που θα πρέπει να έχει η πράξη στον αιτούντα.

Οι προσφεύγοντες επιχείρησαν να παρακάμψουν το διαδικαστικό αυτό σκόπελο επιστρατεύοντας ένα επιχείρημα, το οποίο παλαιότερα είχε βρει ευήκοον ους στον Γενικό Εισαγγελέα Francis Geoffrey Jacobs, ερείδεται δε στη βάση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. O F. G. Jacobs επιχειρηματολόγησε υπέρ μιας ευρύτερης ερμηνείας της παραγράφου 4 του άρθρου 263 της ΣΛΕΕ, επισημαίνοντας τα τρωτά σημεία της νομολογίας Plaumann. Στο πλαίσιο της υπόθεσης Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου[27], ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε ότι ένα ενωσιακό μέτρο πρέπει να θεωρείται ότι αφορά ατομικά έναν ιδιώτη, κατά την έννοια του (σημερινού) άρθρου 263, παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ, «όταν, λόγω της θέσεως στην οποία βρίσκεται ο ιδιώτης, το μέτρο αυτό θίγει, ή είναι ικανό να θίξει, ουσιαστικώς τα συμφέροντά του»[28]. Η προσέγγιση αυτή έγινε δεκτή από το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση Jégo-Quéré κατά Επιτροπής[29], όπου κρίθηκε ότι μια ενωσιακή διάταξη γενικής ισχύος, η οποία αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο «το αφορά επίσης ατομικά, αν επηρεάζει κατά τρόπο σαφή και ενεστώτα τη νομική του κατάσταση, περιορίζοντας τα δικαιώματά του ή επιβάλλοντάς του υποχρεώσεις»[30]. Σε μια ακόμη σημαντικότερη διαπίστωση, στην οποία θα επανέλθουμε παρακάτω, υπό το φόβο της δημιουργίας μιας actio popularis[31], το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι «[ο] αριθμός και η κατάσταση άλλων προσώπων που επηρεάζονται επίσης ή επηρεάζονται δυνητικώς από την εν λόγω διάταξη δεν αποτελούν, συναφώς, εκτιμήσεις ασκούσες επιρροή»[32]. Εξάλλου κατά το ίδιο δικαιοδοτικό όργανο, «ουδέν μείζον επιχείρημα επιτρέπει να υποστηριχθεί ότι η έννοια του προσώπου το οποίο αφορά ατομικά μια διάταξη […] συνεπάγεται ότι ένας ιδιώτης που επιθυμεί να αμφισβητήσει μέτρο γενικής ισχύος πρέπει να εξατομικεύεται κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνον του αποδέκτη του μέτρου»[33].

Οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα καθώς και η ως άνω νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου[34] ώθησαν τους αιτούντες της υπόθεσης Carvalho να προβάλουν την παραβίαση των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων ως δεδομένο επαρκές, κατά την κρίση τους, για την κατάφαση του ατομικού χαρακτήρα των συνεπειών της πράξης στους ίδιους. Λόγω της απασχόλησής τους στον αγροτικό και τον τουριστικό τομέα, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι επηρεάστηκαν αρνητικά ως προς τα απορρέοντα από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης) θεμελιώδη δικαιώματά τους, λόγω συγκεκριμένων περιβαλλοντικών φαινομένων, όπως οι πλημμύρες, η ξηρασία και οι καύσωνες που προκαλούνται ή επιδεινώνονται από την κλιματική αλλαγή[35]. Εστίασαν δε ιδίως στο δικαίωμα στη ζωή (άρθρο 2), το δικαίωμα στην ακεραιότητα του προσώπου (άρθρο 3), τα δικαιώματα του παιδιού (άρθρο 24), το δικαίωμα στην εργασία και στην ελεύθερη άσκηση επιλεγμένου ή αποδεκτού επαγγέλματος (άρθρο 15), την επιχειρηματική ελευθερία (άρθρο 16), το δικαίωμα στην ιδιοκτησία (άρθρο 17) και το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση (άρθρα 20 και 21) του Χάρτη.

Το επιχείρημα, όπως αναμενόταν, δεν στάθηκε ικανό να παρακάμψει το δικονομικό αυτό εμπόδιο και να επιτρέψει στο ΔΕΕ να αποφανθεί επί της ουσίας για το ζήτημα της επάρκειας των ενωσιακών μέτρων για την αντιμετώπιση του κλιματικού φαινομένου. Οι δικαστές του Λουξεμβούργου έκριναν ότι ο «ισχυρισμός ότι οι υπό κρίση πράξεις προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα δεν αρκεί από μόνος του για να κηρυχθεί παραδεκτή η προσφυγή που ασκήθηκε από ιδιώτη, άλλως οι προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ θα καθίσταντο άνευ ουσίας»[36]. Παράλληλα, και δεδομένου ότι «οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και, συνακόλουθα, η παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι μοναδικές και διαφορετικές για κάθε άτομο», το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι επίμαχες πράξεις του ενωσιακού δικαίου «δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι θίγουν τους προσφεύγοντες, λόγω ορισμένων ιδιοτήτων τους ή λόγω πραγματικής καταστάσεως που τους διακρίνει από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τους εξατομικεύει κατά τρόπο παρόμοιο με εκείνον ενός αποδέκτη»[37]. Με τον πλέον εναργή τρόπο, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι όχι μόνον απαιτείται «διαφορετικός επηρεασμός» (‘different concern’) αλλά, ακόμη περισσότερο, το προσφεύγον φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει να επιδείξει «ατομικό επηρεασμό» (‘individual concern’). Συνοψίζοντας τις δυο αυτές απαιτήσεις σε μια φράση, ο ενωσιακός δικαστής θα τονίσει ότι οι επίμαχες διατάξεις των προσβαλλομένων μέτρων πρέπει να είναι τέτοιες, ώστε να εξατομικεύουν τους προσφεύγοντες, «κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη τους, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που θίγεται από τις διατάξεις αυτές»[38]. Έτσι, παρότι δεν αμφισβητείται ότι κάθε φυσικό πρόσωπο επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή, τούτο δεν αρκεί, ακόμη και αν δεχτούμε ότι προσβάλλονται τα θεμελιώδη δικαιώματά του, για να του επιτρέψει να ακουστεί ενώπιον του ΔΕΕ, στρεφόμενο εναντίον μέτρων γενικής ισχύος.

Μια πιο πρόσφατη υπόθεση[39] έδωσε τη δυνατότητα στους ενωσιακούς δικαστές να επανεπιβεβαιώσουν την ως άνω νομολογία, κλείνοντας έτσι οριστικά (;) την πόρτα του ΔΕΕ στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που θα ήθελαν να προσβάλουν τα μέτρα που αποτυπώνουν τη γενική κλιματική πολιτική της Ένωσης. Πρόκειται για την υπόθεση Sabo, στο πλαίσιο της οποίας υποστηρίχθηκε από τους προσφεύγοντες ότι η Οδηγία 2018/2001[40], η οποία περιλαμβάνει τη δασική βιομάζα μεταξύ των πηγών ανανεώσιμης ενέργειας, έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή των δασών. Ορισμένοι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι όχι μόνο θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που συζητήθηκαν στην υπόθεση Carvalho, αλλά, έτι περαιτέρω, η απειλή για τα δάση οδηγεί σε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής της οικογένειάς τους και του δικαιώματός τους να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση των παιδιών τους, κατά παράβαση των άρθρων 7 και 14 παράγραφος 3 του Χάρτη, επικαλούμενοι τη βαθιά προσωπική σύνδεση της οικογένειας με τα δάση της περιοχής, η οποία μεταλαμπαδεύεται στα παιδιά τους ως φιλοσοφική πεποίθηση[41]. Ούτε αυτό στάθηκε ικανό για να ανατρέψει τη θέση του ΔΕΕ[42]. Τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν μπόρεσαν ούτε στην περίπτωση αυτή να στοιχειοθετήσουν «ατομικό επηρεασμό» (‘individual concern’). Έτσι, το ΔΕΕ, καίτοι αποδέχεται την κρισιμότητα της απειλής της κλιματικής αλλαγής, απορρίπτει κάθε περίπτωση να αποτελέσει ο μηχανισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων το κλειδί που θα ανοίξει στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα την πόρτα της εισόδου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου.

Είναι φανερό ότι ο κίνδυνος μιας actio popularis αποτελεί τον καμβά, πάνω στον οποίο συνυφάνθηκαν τόσο το σκεπτικό της εκτεθείσας νομολογίας όσο και τα επιχειρήματα που προέβαλαν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη ενώπιον του Δικαστηρίου[43]. Η εν λόγω όμως νομολογία φαίνεται να είναι αντιμέτωπη με μια επιπλέον – περισσότερο σοβαρή ενδεχομένως – κριτική, που αφορά, αυτή τη φορά, τη δημιουργία μιας de facto ασυλίας ορισμένων πράξεων του ενωσιακού δικαίου, των οποίων η νομιμότητα δεν φαίνεται να μπορεί να αχθεί προς κρίση ενώπιον του ευρωπαίου δικαστή (του τελευταίου νοουμένου είτε υπό τη συγκεντρωτική του έννοια – ΔΕΕ – είτε υπό την αποκεντρωμένη του, αυτή των εθνικών δικαστηρίων, ως δικαστηρίων γενικής δικαιοδοσίας για το δίκαιο της Ένωσης).

Β. Μια ιδιότυπη δικαστική ασυλία των ενωσιακών κλιματικών πράξεων

Το ΔΕΕ αποφαίνεται σταθερά ότι το πρωτογενές ενωσιακό έχει καθιερώσει ένα «πλήρες σύστημα ενδίκων βοηθημάτων, μέσων και διαδικασιών»[44]. Η θέσπιση των άρθρων 263 και 277 της ΣΛΕΕ (που κατοχυρώνουν τις ευθείες προσφυγές ενώπιον του ΔΕΕ) αφενός, και του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ (που καθιερώνει τη διαδικασία του προδικαστικού ερωτήματος) αφετέρου, αποσκοπεί στη «διασφάλιση του δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτό στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης»[45]. Έτσι, όποτε οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για την πρόσβαση στο ΔΕΕ δεν πληρούνται, τα ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα, κινώντας μια εσωτερική δικαστική διαδικασία, να προκαλέσουν την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο ενωσιακό δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο θα έχει τη δυνατότητα να κρίνει τη νομιμότητα της υπό κρίση ενωσιακής πράξης.

Η αυτάρεσκη ενδεχομένως αυτή παραδοχή δεν φαίνεται, εντούτοις, να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, καθώς παραθεωρεί περιπτώσεις, όπου, λόγω δικονομικών προϋποθέσεων που τίθενται από το ενωσιακό δίκαιο, πέραν των ευθειών προσφυγών, αποκλείεται και η αποστολή προδικαστικού ερωτήματος. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν οι υποθέσεις που αφορούν την κλιματική αλλαγή. Ανεξαρτήτως των δυσκολιών της άσκησης προσφυγής με στόχο τον παρεμπίπτοντα έλεγχο του δικαίου της ΕΕ ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, το κρίσιμο σημείο έγκειται στη συνάφεια του προδικαστικού ερωτήματος[46]. Η αποστολή προδικαστικού ερωτήματος κατατείνει είτε στην ερμηνεία των κανόνων του ενωσιακού δικαίου είτε στην εκτίμηση του κύρους των πράξεων του δικαίου της Ένωσης.

Μεταξύ των κανόνων του παραδεκτού ενός προδικαστικού ερωτήματος το ΔΕΕ έχει νομολογήσει ότι η απόφαση που θα εκδοθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να είναι χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή προκειμένου να κρίνει την υπόθεση, η οποία έχει αχθεί ενώπιόν του. Επί παραδείγματι, κληθέν να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορούσε ερμηνεία διατάξεων του Χάρτη, το Δικαστήριο αρνήθηκε να απαντήσει, επισημαίνοντας ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 51 του Χάρτη ρητώς προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να σέβονται τις διατάξεις του, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης[47]. Δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση δεν παρουσίαζε καμία σύνδεση με το ενωσιακό δίκαιο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι μια απάντηση στο ερώτημα θα ήταν αλυσιτελής.

Η νομολογία αυτή θέτει το σημαντικότερο πρόσκομμα στο παραδεκτό ενός προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο θα αφορούσε το κύρος των πράξεων της Ένωσης που άπτονται της κλιματικής προστασίας. Οι κλιματικές διαφορές γεννώνται συνήθως από την αμφισβήτηση εκ μέρους φυσικών ή νομικών προσώπων των πράξεων εκείνων (είτε του εθνικού δικαίου είτε του ενωσιακού), οι οποίες ρυθμίζουν το επίπεδο και τον τρόπο προστασίας του κλίματος, αξιώνουν δε είτε ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας είτε αποτελεσματικότερες και τολμηρότερες μεθόδους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Κατά τη συνήθη λοιπόν πορεία των πραγμάτων, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα θα προσβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα μέτρα που έλαβε το αντίστοιχο κράτος μέλος, προκειμένου να εφαρμόσει τις πράξεις του ενωσιακού δικαίου που αφορούν την προστασία του κλίματος. Στο πλαίσιο αυτής της εθνικής δίκης, οι προσφεύγοντες θα έχουν τη δυνατότητα να θέσουν στο δικαστή το ερώτημα κατά πόσον τα ενωσιακά μέτρα, προς εφαρμογή των οποίων ελήφθησαν τα εθνικά μέτρα, συνάδουν με το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο (ενδεικτικά το άρθρο 37 του Χάρτη περί προστασίας του περιβάλλοντος[48] ή το άρθρο 191, παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ). Δεδομένου, όμως, ότι το ΔΕΕ διαθέτει την αποκλειστική αρμοδιότητα για να κρίνει το κύρος και, συνακόλουθα, να κηρύξει άκυρες τις εν λόγω πράξεις του ενωσιακού δικαίου[49], ο εθνικός δικαστής, εφόσον θεωρήσει ότι τίθεται ενδεχομένως ζήτημα συμφωνίας του δευτερογενούς με το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, θα έχει τη δυνατότητα να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του ΔΕΕ, αναστέλλοντας την ενώπιόν του διαδικασία.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί παρενθετικά ότι η απόφαση για την αποστολή του προδικαστικού ερωτήματος εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού δικαστή. Υποχρέωση αποστολής προδικαστικού ερωτήματος υφίσταται μόνον για τα δικαστήρια που δικάζουν σε τελευταίο βαθμό και για τις περιπτώσεις των λοιπών δικαστηρίων, όπου ο δικαστής αμφισβητεί το κύρος μιας πράξης του ενωσιακού δικαίου και προτίθεται να μην την εφαρμόσει στην ενώπιόν του υπόθεση ως νομική βάση της απόφασής του. Σε περίπτωση, όμως, που, αφού εξετάσουν το κύρος ενωσιακής πράξης, οι εθνικοί δικαστές κρίνουν αβάσιμους τους λόγους ακυρώσεως που επικαλούνται ενώπιόν τους οι διάδικοι, δύνανται να απορρίπτουν τους λόγους αυτούς, αποφαινόμενοι ότι η πράξη είναι καθ’ όλα έγκυρη. Το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι, «ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, [οι εθνικοί δικαστές] δεν θίγουν την υπόσταση της [ενωσιακής] πράξεως[50]. Ως εκ τούτου, οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος. Ακόμη και αν μια τέτοια ενέργεια προταθεί στο εθνικό δικαστήριο, η έκβασή της θα κριθεί τελικά από το κατά πόσον ο εθνικός δικαστής θα διατηρήσει αμφιβολίες ως προς το κύρος των ενωσιακών πράξεων, προκειμένου να κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας[51].

Πέραν όμως από αυτή την εγγενή στο μηχανισμό του προδικαστικού ερωτήματος δυσκολία, που συνάπτεται με το υποκείμενο, στο οποίο ανατίθεται η πρωτοβουλία της κίνησης της διαδικασίας της αποστολής προδικαστικού ερωτήματος, και η οποία δεν αφορά αποκλειστικά τις κλιματικές υποθέσεις, ένας άλλος φραγμός φαίνεται να τίθεται λόγω της προαναφερθείσας νομολογίας περί λυσιτέλειας του προδικαστικού ερωτήματος. Ας υποτεθεί, λοιπόν, πως ο εθνικός δικαστής, διατηρώντας εντονότατες αμφιβολίες αναφορικά με το κύρος μιας ενωσιακής πράξεως που αναφέρεται στην κλιματική πολιτική της Ένωσης και θεωρώντας ότι τίθεται ζήτημα συμβατότητάς της με το υπέρτερό της (πρωτογενές κατά βάση) ενωσιακό δίκαιο, είναι πρόθυμος να εκκινήσει τη διαδικασία αποστολής προδικαστικού ερωτήματος. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να συνεκτιμήσει κατά πόσον η απάντηση του ενωσιακού δικαστή θα είναι κρίσιμη ή ακόμη και χρήσιμη για την εκδίκαση της ενώπιόν του διαφοράς.

Προκειμένου όμως να κριθεί η λυσιτέλεια ενός τέτοιου προδικαστικού ερωτήματος, θα πρέπει πρώτα να στρέψουμε την προσοχή μας στο άρθρο 193 της ΣΛΕΕ, συμφώνως προς το οποίο τα μέτρα προστασίας που θεσπίζονται από την Ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν και να θεσπίζουν μέτρα ενισχυμένης προστασίας, στο βαθμό που τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται με τις Συνθήκες και κοινοποιούνται στην Επιτροπή. Η διάταξη αυτή αποτυπώνει ρητώς την αρχή της ελάχιστης εναρμόνισης (‘minimum harmonisation’), η οποία ορίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης θεσπίζει ελάχιστα πρότυπα, καταλείποντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θέσουν αυστηρότερα πρότυπα, από εκείνα που καθορίζονται στη συγκεκριμένη ενωσιακή πράξη (συνήθως Οδηγία). Η προστασία του κλίματος εγγράφεται σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, ερείδεται δηλαδή στην αρχή της ελάχιστης εναρμόνισης[52].

Συνεπώς, στο υποθετικό σενάριο που ο εθνικός δικαστής αποφασίσει, αμφισβητώντας τη συμβατότητα της ενωσιακής πράξης που αναφέρεται στο δίκαιο του κλίματος προς υπέρτερης τυπικής ισχύος ενωσιακές διατάξεις, να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον κίνδυνο αυτό να κριθεί απαράδεκτο. Και τούτο διότι, τίποτα δεν εμποδίζει τον εθνικό νομοθέτη να θέσει αυστηρότερους κανόνες για την προστασία του κλίματος. Με άλλα λόγια, αν το επίδικο είναι ότι οι εφαρμοστικές των ενωσιακών πράξεων εθνικές διατάξεις κρίνονται από τους προσφεύγοντες (ενδεχομένως και από τον εθνικό δικαστή) ανεπαρκείς για την προστασία του κλίματος, τούτο δεν οφείλεται αιτιωδώς στο δίκαιο της Ένωσης, το οποίο αρκείται απλώς στη θέσπιση ελάχιστων προτύπων. Κατά συνέπεια, η θέσπιση αυστηρότερων ενωσιακών διατάξεων για την προστασία από την κλιματική κρίση δεν κωλύει τον εθνικό νομοθέτη να καθιερώσει αυξημένη – εν σχέσει προς την ενωσιακή – έννομη προστασία του κλίματος. Στην περίπτωση, λοιπόν, της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής, η απάντηση του δικαστή του Λουξεμβούργου θα κριθεί ανωφελής και πιθανότατα θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Όταν οι εθνικοί εφαρμοστικοί κανόνες μπορούν να κινηθούν πέρα από τα ελάχιστα πρότυπα που θέτει η ενωσιακή νομοθεσία, η απάντηση του ΔΕΕ, έστω και αν κρίνει άκυρη την αμφισβητούμενη ενωσιακή πράξη, δεν μπορεί τεχνικά να επηρεάσει το κύρος του εθνικού εφαρμοστικού κανόνα. Ο εθνικός δικαστής θα πρέπει να αποφασίσει βασιζόμενος αποκλειστικά σε υπέρτερης τυπικής ισχύος (συνταγματικούς επί παραδείγματι) εθνικούς κανόνες[53].

Ακόμη και αν τοποθετήσουμε το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής στη βάση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, θεωρώντας ότι το παράγωγο δίκαιο παραβιάζει, επί παραδείγματι, το άρθρο 37 του Χάρτη περί προστασίας του περιβάλλοντος, η έκβαση του προδικαστικού ερωτήματος δεν θα διαφοροποιούνταν. Στη γνωστή απόφαση Melloni[54], το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές της υπεροχής, της ενότητας και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης συνεπάγονται τη δυνατότητα των κρατών μελών να διατηρούν υψηλότερα πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στο βαθμό που τα πρότυπα αυτά δεν συγκρούονται με τις αρχές αυτές. Με άλλα λόγια, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν υψηλότερα πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων μόνον σε περιπτώσεις ελάχιστης εναρμόνισης (‘minimum harmonisation’), αλλά και σε αυτήν την περίπτωση οι αρχές της υπεροχής, της ενότητας και της αποτελεσματικότητας πρέπει να γίνονται σεβαστές[55]. Όπως προαναφέρθηκε, στον τομέα της προστασίας του κλίματος η Ένωση δεν έχει προχωρήσει σε πλήρη εναρμόνιση, καταλείποντας έτσι στα κράτη μέλη της ευρύ περιθώριο για αυστηρότερα πρότυπα προστασίας του κλίματος.

Στην υπόθεση Neubauer, την προαναφερθείσα και πλέον γνωστή υπόθεση που αφορούσε την προστασία του κλίματος και ήχθη ενώπιον του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το τελευταίο ασχολήθηκε συγκεκριμένα με το ερώτημα αν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή περί αντισυνταγματικότητας (‘constitutional complaint’) κατά του ομοσπονδιακού νόμου για την κλιματική αλλαγή (‘Federal Climate Change Act’), δεδομένου ότι ο νόμος εφάρμοζε τον ενωσιακό Κανονισμό για τον επιμερισμό των προσπαθειών (‘EU’s Effort Sharing Regulation’)[56]. Συγκεκριμένα, ο γερμανός συνταγματικός δικαστή παραδέχεται ότι «ο ομοσπονδιακός νόμος για την κλιματική αλλαγή μπορεί να θεωρηθεί από ορισμένες απόψεις ως εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»[57]. Ωστόσο, διαπιστώνει επίσης ότι τόσο η νομολογία του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου όσο και εκείνη του ΔΕΕ επιτρέπουν τον συνταγματικό έλεγχο σε αυτή την περίπτωση. Κινούμενο μέσα στο πνεύμα της νομολογίας Melloni, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε τον ως άνω ομοσπονδιακό νόμο ασύμβατο με τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το εθνικό δίκαιο, αρνούμενο να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Από αυτή τη σκοπιά, η άρνηση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν συνιστά άρνηση στον διάλογο μεταξύ των ευρωπαίων δικαστών, αλλά αντιθέτως ρεαλιστική αντιμετώπιση του κινδύνου να κρινόταν απαράδεκτο το προδικαστικό του ερώτημα. Δεδομένου ότι η Γερμανία, ως κράτος μέλος της Ένωσης απολαμβάνει διακριτικής ευχέρειας ως προς τη θέσπιση μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του σεβασμού της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, η θέσπιση αυστηρότερων κανόνων όχι μόνον δεν προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης, αλλ’ αντιθέτως το ενισχύει στο βαθμό που συμβάλει στην επίτευξη του διακηρυγμένου στόχου της Ένωσης, αυτού της κλιματικής ουδετερότητας για το 2050[58].

Όπως σημειώνει προσφυώς ο Joschka Schlake η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται στο ίδιο το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, εντός του πεδίου αρμοδιότητας του ΔΕΕ. Για τον λόγο αυτό, σε αντίθεση με τη διαπίστωση του ΔΕΕ στην υπόθεση Carvalho, όπου το Δικαστήριο υποστήριξε το αφήγημα περί της ύπαρξης πλήρους συστήματος ένδικων μέσων, στην πραγματικότητα υφίσταται ένα κενό στη δικαστική προστασία, με βάση τις ίδιες τις διατάξεις της ΣΛΕΕ, το οποίο το ΔΕΕ απέφυγε να αντιμετωπίσει.

Θα μπορούσε κανείς ευλόγως να αντιτείνει ότι αυτή η θεώρηση των πραγμάτων αποκρύπτει μια άλλη δυνατότητα που αφήνει ανοιχτή η ενωσιακή δικονομία. Πρόκειται για την προσβολή των ενωσιακών πράξεων που άπτονται της προστασίας του κλίματος – με το επιχείρημα, προφανώς, της ανεπαρκούς προστασίας του, η οποία αντιβαίνει στο πρωτογενές δίκαιο – από τους προνομιούχους διαδίκους, όπως αναφέραμε παραπάνω. Παρότι το σενάριο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί[59], θα ήταν παράδοξο η προσφυγή εναντίον ορισμένων πράξεων του ενωσιακού δικαίου να εναπόκειται αποκλειστικά και μόνον σε διαδίκους (θεσμικά όργανα ή κράτη μέλη) που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνέβαλαν στην παραγωγή τους: η Επιτροπή ασκώντας τη νομοθετική πρωτοβουλία, το Κοινοβούλιο, όπως και το Συμβούλιο, αποτελώντας μέρη της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας και τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στο Συμβούλιο. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο η βιβλιογραφία δεν διστάζει να κάνει λόγο για μια «κωμική» υπόθεση εργασίας[60].

Μπορεί το άρθρο 47 του Χάρτη που θεσπίζει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, να μην εφοδιάζει τους ιδιώτες με το δικαίωμα να προσβάλουν ευθέως ενώπιον του ΔΕΕ τις πράξεις της Ένωσης, σε κάθε όμως περίπτωση υπαγορεύει ο συνδυασμός των ενδίκων βοηθημάτων, τα οποία παρέχουν οι Συνθήκες, να συγκροτούν ένα ολοκληρωμένο σύστημα δικαστικής προστασίας για τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα εναντίον των παρανόμων πράξεων όλων των ενωσιακών θεσμών[61]. Αν η μία όψη του νομίσματος είναι ότι, ελλείψει ευθείας προσφυγής, οι ιδιώτες μπορούν να επιδιώξουν την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος, η άλλη όψη υπαγορεύει, όταν οι ίδιοι οι ενωσιακοί δικονομικοί κανόνες – έστω και νομολογιακά διαπλασμένοι – αποκλείουν την προδικαστική παραπομπή, να ανοίγεται η δυνατότητα της ευθείας προσφυγής. Η ύπαρξη πράξεων οι οποίες, λόγω διαδικαστικών κατά βάση κανόνων, εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου, απολαύοντας έτσι μιας ιδιάζουσας ασυλίας, προσβάλλει την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, συστατικό στοιχείο του οποίου είναι αναμφίβολα η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Η Aurélie Laurent σημειώνοντας την απροθυμία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να επιληφθούν υποθέσεων που σχετίζονται με το κλιματικό φαινόμενο, διείδε ως νομοτελειακή αναγκαιότητα, κάποιο άλλο δικαιοδοτικό όργανο, αντιλαμβανόμενο την επίπτωση στο κράτος δικαίου μιας τέτοιας αρνησιδικίας, αλλά και συνολικότερα τη θεμελιώδη σημασία των διακυβευμάτων που θέτει η κλιματική αλλαγή για τους ευρωπαίους πολίτες, να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να δικάσει επί της ουσίας υποθέσεις που αναφέρονται στην αποτελεσματικότητα των δημοσίων πολιτικών για την προστασία του κλίματος[62]. Τη θέση αυτού του θεματοφύλακα ήλθε με σύνεση να καλύψει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην πλέον πρόσφατη νομολογία του, η οποία παρουσιάζει μια πιο απελευθερωμένη εκδοχή της πρόσβασης στα ευρωπαϊκά δικαιοδοτικά όργανα.

ΙΙ. Ένα γενναίο πλην σύμφωνο με την Σύμβαση βήμα προς υποδοχή των κλιματικών υποθέσεων

Σύμφωνα με το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, κάθε πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι θύμα παραβίασης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στη Σύμβαση μπορεί να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Απαραίτητη προϋπόθεση ως εκ τούτου, για να προσφύγει κανείς ενώπιον του ΕΔΔΑ, είναι να είναι ο ίδιος «θύμα» ή να εκπροσωπεί «θύματα». Έτσι, το άρθρο αυτό δεν αναγνωρίζει την actio popularis. Κατοχυρωμένο στην αρχαία Ρώμη, όπου οποιοσδήποτε πολίτης μπορούσε να καταγγείλει ενώπιον δικαστή ορισμένες παραβιάσεις της δημόσιας τάξης ή προσβολές της δημόσιας περιουσίας, το μέσο αυτό καθιστούσε κάθε Ρωμαίο πολίτη φύλακα του δημοσίου συμφέροντος, αναπληρώνοντας τους περιορισμένους πόρους της αστυνομίας και των δικαστών. Στο πλαίσιο του συστήματος της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί για μια διάταξη του εσωτερικού δικαίου ή μια δημόσια πράξη, απλώς και μόνο επειδή κρίνει ότι αυτή παραβιάζει τη Σύμβαση[63]. Η προστασία του κλιματικού φαινομένου παρουσιάζει εκ φύσεως χαρακτήρα προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, καθώς η κλιματική αλλαγή είναι φαινόμενο παγκόσμιο με συνέπειες σε όλα τα κράτη και – με διαφορετική ένταση – σε ολόκληρο τον πληθυσμό της υφηλίου. Η είδηση, λοιπόν, της διαπίστωσης εκ μέρους του ΕΔΔΑ της παράβασης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ από την Ελβετία, λόγω της δημόσιας πολιτικής της για το κλίμα, προκάλεσε αμέσως την αίσθηση ότι το ΕΔΔΑ δημιούργησε εν τέλει μια actio popularis (A). Μια πιο προσεκτική, οριακή ενδεχομένως, καθότι εδράζεται μεν στην απόφαση δεν προφέρεται, όμως, expressis verbis από το Δικαστήριο, ερμηνεία τείνει να παράσχει σανίδα σωτηρίας στον κανόνα της απαγόρευσης της actio popularis, παρά την έκδοση της πρόσφατης (πρώτης) κλιματικής απόφασης (Β).

Α. Μια φερόμενη καινοφανής απόκλιση από την απαγόρευση της actio popularis

Καθώς ο νομικός κόσμος ανέμενε τις αποφάσεις επί των διαφόρων εκκρεμουσών κλιματικών υποθέσεων ενώπιον του ΕΔΔΑ, πολλές επιφυλάξεις εκφράζονταν για το κατά πόσον το Δικαστήριο θα μπορέσει να υπερκεράσει τα διαδικαστικά εμπόδια και να κρίνει παραδεκτή μια έστω από τις προσφυγές αυτές. Ένα περίπου χρόνο πριν την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων, ο Nicolas Hervieu σημείωνε ως πρώτο και κύριο εμπόδιο τον χαρακτηρισμό των αιτούντων ως «θυμάτων» υπό την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ. Δεδομένων αφενός μεν του γεγονότος ότι το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένως εξηγήσει ότι δεν μπορεί να νοηθεί σε καμία περίπτωση στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ μια actio popularis, αφετέρου δε της απαίτησης ο προσφεύγων να μπορεί να αποδείξει ότι υφίσταται ευθέως τις συνέπειες του υπό κρίση εθνικού μέτρου[64], η αποδοχή των κλιματικών αυτών υποθέσεων ως παραδεκτών φαινόταν να απαιτεί σχολαστική νομική τεκμηρίωση. Παρόλα αυτά, εκφραζόταν μια συγκρατημένη αισιοδοξία, την οποίαν ενίσχυσαν οι ερωτήσεις, τις οποίες έκαναν στα διάδικα μέρη κατά την ακροαματική διαδικασία τόσο η Πρόεδρος Síofra O’Leary, όσο και ο γάλλος δικαστής Mattias Guyomar, και οι οποίες άφηναν να εννοηθεί ότι οι δικαστές του Στρασβούργου ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν σε τομές στη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να επιτρέψουν την πρόσβαση στο ακροατήριο του ΕΔΔΑ διαδίκων που διαμαρτύρονται για περιβαλλοντικά και κλιματικά ζητήματα[65].

Σε κάθε μία από τις κλιματικές υποθέσεις που ήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, οι προσφεύγοντες ήταν πολίτες που διατηρούν ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή και επικρίνουν την ανεπαρκή, κατά τους ίδιους, δράση των κρατών απέναντι σε αυτήν την απειλή. Στην υπόθεση κατά της Ελβετίας, οι αιτούσες ήταν τόσο μια ένωση που μάχεται κατά της κλιματικής αλλαγής (η Verein KlimaSeniorinnen Schweiz, η οποία διεκδικεί περισσότερες από δύο χιλιάδες ηλικιωμένες γυναίκες ως μέλη), αλλά επίσης, μεμονωμένα, τέσσερις γυναίκες ηλικίας άνω των 80 ετών, μέλη της ως άνω οργάνωσης, εκ των οποίων η μία απεβίωσε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Σε μια πολυσέλιδη απόφαση δημοσιευθείσα την 9η Απριλίου 2024[66], το ΕΔΔΑ ήλθε να επιβεβαιώσει τις αισιόδοξες εκτιμήσεις, κάνοντας δεκτή την προσφυγή της αιτούσας ένωσης, όχι όμως και αυτήν των μεμονομένων αιτουσών, και καταδικάζοντας την Ελβετία για παραβίαση του άρθρου 8, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιωτική και την οικογενειακή ζωή, αλλά και του άρθρου 6, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης.

Αναφορικά με τις τέσσερις προσφεύγουσες, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου αυτές να διαθέτουν την ιδιότητα του «θύματος», θα πρέπει, στο πλαίσιο των αιτιάσεων που αφορούν ζημία ή κίνδυνο ζημίας που προκύπτει από τη φερόμενη παράλειψη του κράτους να θεσπίσει τα απαραίτητα για την προστασία του κλίματος μέτρα, να επηρεάζονται προσωπικά (‘personnellement’) και ευθέως (‘directement’) από τις ως άνω παραλείψεις. Ερμηνεύοντας τις δύο αυτές προϋποθέσεις, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι προσφεύγουσες θα πρέπει να εκτίθεται με ιδιαιτέρως έντονο τρόπο στις βλαβερές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Οι συνέπειες δε της δράσης ή της αδράνειας του κράτους θα πρέπει να είναι αυξημένης βαρύτητας, για να επιτρέψουν την πρόσβαση των ιδιωτών στο ακροατήριο του ΕΔΔΑ. Επιπλέον, πρέπει να αποδεικνύεται σοβαρή ανάγκη διασφάλισης της ατομικής προστασίας (‘protection individuelle’) του αιτούντος, λόγω της απουσίας των κατάλληλων δημοσίων πολιτικών[67]. Εν προκειμένω, οι αιτούσες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι τα μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή που είχε ήδη λάβει η Ελβετία ήταν ανεπαρκή για να τις προστατεύσουν. Ως εκ τούτου, δεν κατέστη εφικτό να τους αναγνωριστεί ο χαρακτηρισμός του «θύματος».

Διαφορετική ήταν όμως η προσέγγιση για την αιτούσα ένωση, όπου το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων των κλιματικών υποθέσεων, η ενεργητική νομιμοποίηση μιας ένωσης (‘qualité pour agir’) (και όχι η αναγνώριση στο πρόσωπό της της ιδιότητας του «θύματος») προς άσκηση προσφυγής στο όνομα των μελών της ή άλλων φυσικών προσώπων, τα οποία επηρεάζονται από την ανεπάρκεια των δημοσίων πολιτικών για το κλίμα στις χώρες τους, δεν υπόκειται στην περαιτέρω προϋπόθεση της αναγνώρισης της ιδιότητας του θύματος σε αυτά. Μπορεί η προσφυγή να ασκείται στο όνομά τους, δεν απαιτείται όμως να είναι τα ίδια «θύματα»[68]. Κατά το Δικαστήριο, η κατάφαση της ενεργητικής νομιμοποίησης για τις ενώσεις υπηρετεί την ιδέα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης (‘bonne administration de la justice’)[69]. Η ενεργητική, βεβαίως, νομιμοποίηση δεν καταφάσκεται με τρόπο αυτόματο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη μια σειρά παραγόντων, όπως το γεγονός ότι συνεστήθη νομίμως, ότι απέδειξε ότι υπηρετεί συγκεκριμένο σκοπό, σύμφωνο με το καταστατικό της και υπέρ της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των μελών της και άλλων ατόμων που απειλούνται από την κλιματική κρίση, ότι αποτελεί μια αντιπροσωπευτική – λόγω ιδίως του αριθμού των μελών της – ένωση, η οποία, τέλος, δύναται να ενεργεί για λογαριασμό των μελών της προς προστασία της υγείας, της ζωής και της ευημερίας τους, όπως αυτές κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ και οσάκις αυτές απειλούνται από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής[70].

Το ερώτημα που ανακύπτει αβίαστα είναι το ακόλουθο: εφόσον οι μεμονωμένες προσφεύγουσες, μέλη της ως άνω ένωσης, δεν πέτυχαν να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα του θύματος, στη δε ένωση δεν αναγνωρίστηκε η ιδιότητα του θύματος, αλλά απλώς η ενεργητική νομιμοποίηση, προκειμένου να προστατεύσει ιδιώτες, των οποίων τα δικαιώματα πλήττονται από την κλιματική κρίση, ποιος τότε είναι το θύμα της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Τίνος τα δικαιώματα προστάτευσε τελικώς το Δικαστήριο, αν ούτε εκείνα της ένωσης ούτε εκείνα των (τεσσάρων συγκεκριμένων τουλάχιστον) μελών της; Εν τέλει, αφού τα μέλη της ένωσης δεν απαιτείται να έχουν την ιδιότητα του «θύματος», τα δε συγκεκριμένα τέσσερα μέλη της και ατομικώς προσφεύγουσες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις για να θεωρηθούν «θύματα», τότε για την προστασία των δικαιωμάτων τίνων έδρασε η ένωση;

Στο εύλογο αυτό ερώτημα έρχεται να απαντήσει ο βρετανός δικαστής και μέλος της σύνθεσης του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, Tim Eicke, ο οποίος υποστήριξε αντίθετη προς αυτήν την πλειοψηφίας θέση, επιχειρηματολογώντας σχετικώς στην αποκλίνουσα γνώμη του. Συμφώνως, λοιπόν, προς τη μειοψήσασα θέση, το ΕΔΔΑ με αυτήν του την απόφαση δεν έκανε τίποτε άλλο από το να δημιουργήσει αυτό που προσπάθησε να αποφύγει: μια actio popularis[71]. Η πλειοψηφία, από τη μία, ρητώς αποδέχτηκε ότι, λόγω της φύσης του κλιματικού φαινομένου, ο αριθμός των προσώπων που επηρεάζονται με τον ένα ή τον άλλον τρόπο και σε διαφόρους βαθμούς έντασης είναι απροσδιόριστος. Με μια λέξη, η κλιματική αλλαγή αγγίζει τον παγκόσμιο πληθυσμό. Συνακόλουθα, η έκβαση μιας δικαστικής διαδικασίας θα έχει εξ ορισμού συνέπειες που θα ξεπερνούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των προσώπων που ενεπλάκησαν σε αυτήν, προσανατολίζεται δε στο μέλλον, υποδεικνύει, δηλαδή, τι πρέπει να γίνει προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση, ούτως ώστε αφενός μεν να μετριαστούν τα αποτελέσματά της (‘atténuation’), αφετέρου δε να προσαρμοστεί ο πληθυσμός προκειμένου να αντιμετωπίσει όσα από αυτά τελικώς συμβούν (‘adaptation’)[72]. Με ακόμη μεγαλύτερη ενάργεια, το κείμενο της απόφασης αναγνωρίζει ότι στο πλαίσιο του κλιματικού φαινομένου, ο καθένας μπορεί να επηρεαστεί ευθέως (‘directement’) από τις αρνητικές επιπτώσεις του. Ως εκ τούτου, ένας τεράστιος αριθμός προσώπων θα μπορούσε να επικαλεστεί την ιδιότητα του «θύματος» στη βάση της ΕΣΔΑ[73].

Η πρώτη αυτή διαπίστωση πρέπει να διαβαστεί συνδυαστικά με μια δεύτερη εξίσου σημαντική, την οποία επισημαίνει επίσης ο δικαστής Eicke: ενώ υποτίθεται ότι η παρούσα απόφαση δεν αποκλίνει από την πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία μια ένωση δεν μπορεί, η ίδια, να επικαλεστεί λόγους υγείας ή οχλήσεις και προβλήματα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, τα οποία μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνο φυσικά πρόσωπα[74], εντούτοις οι ενώσεις αποκτούν πλέον την ευρύτερη δυνατότητα να επιδιώκουν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσων πλήττονται, καθώς και όσων κινδυνεύουν να πληγούν, από τις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής[75]. Έτσι, και με δεδομένο, από τη μία, ότι τα μέλη των ενώσεων δεν απαιτείται να αποδείξουν την ιδιότητα του «θύματος» και από την άλλη, ότι οι ενώσεις δύνανται να προστατεύσουν όχι μόνον τα δικαιώματα των μελών τους, αλλά και άλλων προσώπων, τα οποία επηρεάζονται από την κλιματική κρίση στις χώρες τους, το Δικαστήριο φαίνεται τελικά να δημιουργεί, όντως, μια actio popularis, αναγνωρίζοντας την ενεργητική νομιμοποίηση στις ενώσεις, οι οποίες θα δρουν στο όνομα απροσδιόριστου αριθμού προσώπων, τα οποία δεν απαιτείται να είναι «θύματα», υπό την έννοια της ΕΣΔΑ, της κλιματικής αλλαγής.

Στον ελάχιστο χρόνο που έχει διαδράμει από την έκδοση της απόφασης, οι φωνές της νομικής θεωρίας μοιάζει να ενώνονται με αυτές του δικαστή της μειοψηφίας. Ο Jeremy Letwin υποστηρίζει πως, ενώ το Δικαστήριο ισχυρίζεται ότι σέβεται την απαγόρευση της actio popularis, θέτοντας προϋποθέσεις στην αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποίησης των ενώσεων, αυτές τελικά καταλήγουν να είναι κενές περιεχομένου, όταν εξετάζει κανείς το πόσο χαμηλά έχει τεθεί στην πραγματικότητα ο πήχης για τη θεμελίωση του δικαιώματος των ενώσεων να παρίστανται εκπροσωπούσες τα δικαιώματα των μελών τους και άλλων θιγομένων προσώπων. Η πραγματικότητα, συνεχίζει, είναι ότι το Δικαστήριο έχει, καλώς ή κακώς, δημιουργήσει ένα «παραθυράκι» για τις ενώσεις σε υποθέσεις κλιματικής αλλαγής, που τους επιτρέπει να παρακάμπτουν όλους τους συνήθεις κανόνες για την ιδιότητα του θύματος[76].

Η αποκλίνουσα γνώμη διαπιστώνει ένα περαιτέρω πρόβλημα, απόρροια της ευελιξίας ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση των ενώσεων. Σημειώσαμε παραπάνω ότι η κατάφαση της ενεργητικής νομιμοποίησης δεν γίνεται αυτομάτως, αλλά ως συνέπεια της συνδρομής μιας σειράς παραγόντων – που κατά την προεκτεθείσα άποψη της θεωρίας δεν συνιστούν παρά ευκόλως αντιμετωπίσιμα εμπόδια. Μεταξύ αυτών των – μη σωρευτικών – παραγόντων συγκαταριθμείται η απαίτηση η ένωση να έχει συσταθεί νομίμως στην οικεία χώρα ή να της αναγνωρίζεται ενεργητική νομιμοποίηση, προκειμένου να προσφεύγει ενώπιον των δικαστηρίων της εν λόγω χώρας[77]. Αμέσως παρακάτω η απόφαση διευκρινίζει ότι σε περίπτωση που τίθενται περιορισμοί από εθνικούς κανόνες στη δυνατότητα μιας ένωσης που πληροί τις ως άνω απαιτήσεις της Σύμβασης να προσφύγει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο μπορεί, επίσης προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να λάβει υπόψη αν και σε ποιο βαθμό τα μεμονωμένα μέλη της ή άλλα θιγόμενα πρόσωπα είχαν πρόσβαση σε δικαστήριο στην ίδια ή σε συναφείς εθνικές διαδικασίες[78].

Τούτο σημαίνει ότι μια ένωση μπορεί να νομιμοποιείται ενεργητικώς να παρίσταται ενώπιον του ΕΔΔΑ, παρότι δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Τότε, αναρωτιέται ο Tim Eckie, πώς θα πρέπει το Δικαστήριο να αντιμετωπίσει μια προσφυγή που υποβάλλεται ενώπιόν του από μια ένωση κατά ενός συμβαλλόμενου κράτους-μέρους, του οποίου το εσωτερικό δικονομικό δίκαιο δεν προβλέπει την παροχή δικαιώματος προσφυγής στις ενώσεις (γενικά ή, τουλάχιστον, εκτός των πολύ σαφών και στενών ορίων της σύμβασης του Aarhus)[79]; Άλλωστε, στην παρούσα υπόθεση, όχι μόνο αναγνωρίζεται στην προσφεύγουσα ένωση έννομο συμφέρον παρά το γεγονός ότι ούτε η ίδια ούτε τα «μεμονωμένα μέλη της ή άλλα θιγόμενα άτομα» δεν είχαν πραγματική πρόσβαση σε δικαστήριο πριν από την προσφυγή στο ΕΔΔΑ, αλλά στην πραγματικότητα, η ίδια η απουσία πρόσβασης σε δικαστήριο για τους μεμονωμένους προσφεύγοντες στην υπό κρίση υπόθεση χρησιμοποιείται ως η τελική δικαιολογία για τη χορήγηση ενεργητικής νομιμοποίησης «προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης». Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία κρίνει ότι «οι μεμονωμένοι προσφεύγοντες δεν είχαν πρόσβαση σε δικαστήριο στο εναγόμενο κράτος. Υπό το πρίσμα των γενικών εκτιμήσεων, η παραχώρηση του δικαιώματος της προσφεύγουσας ένωσης ενώπιον του Δικαστηρίου εξυπηρετεί συνεπώς τα συμφέροντα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης»[80]. Αυτό, βέβαια, σημειώνει ο ίδιος μειοψηφήσας δικαστής, θα δημιουργήσει δυνητικά δυσκολίες σε σχέση με την απαίτηση (σύμφωνα με το άρθρο 35, παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ) το Δικαστήριο να μην επιλαμβάνεται προσφυγής «παρά μόνο αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά ένδικα μέσα», όπερ συνιστά βασικό στοιχείο της αρχής της επικουρικότητας. Έτσι, το Δικαστήριο φαίνεται να αποδέχεται ότι η απαίτηση εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων μπορεί να εκπληρωθεί με αναφορά σε πιθανές εγχώριες δικαστικές διαδικασίες που θα έχουν ασκηθεί από άλλα θιγόμενα άτομα, επί των οποίων, εξ ορισμού, η ένωση δεν θα έχει ασκήσει κανέναν έλεγχο ή επιρροή[81], παρά ταύτα, όμως, θα έχει δικαίωμα παράστασης ενώπιον του ΕΔΔΑ, προκειμένου να υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, και τα δικαιώματά τους.

Με αυτά τα δεδομένα μπορούμε ευλόγως να υποθέσουμε ένα σενάριο, όπου το εθνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει ενεργητική νομιμοποίηση για μια ένωση, η τελευταία, όμως, αποφασίζει να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο θα βρεθεί, στην πραγματικότητα, να πρέπει να εξετάσει την προσφυγή αυτή «ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο και χωρίς να επωφεληθεί από οποιαδήποτε προηγούμενη εξέταση από τα εθνικά δικαστήρια»[82]. Θα μπορεί απλώς να λάβει υπόψη του την κρίση των εθνικών δικαστηρίων επί προσφυγών άλλων φυσικών προσώπων, όπου, όμως, ιδίως λόγω των εθνικών δικονομικών κανόνων περί της ενεργητικής νομιμοποίησης των φυσικών προσώπων, η ανάλυση μπορεί να μη συνταιριάζει με αυτή που θα πρέπει να γίνει για την προσφυγή μιας ένωσης. Αυτό θα επιφόρτιζε το Δικαστήριο με έναν ρόλο για τον οποίον «δεν έχει σχεδιαστεί και γενικά δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένο για να εκπληρώσει»[83]. Το έργο δε, θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο, όταν το Δικαστήριο «βρεθεί αντιμέτωπο με τα αναπόφευκτα λεπτομερή και πολύπλοκα αποδεικτικά στοιχεία που επιδιώκουν να διαπιστώσουν, αν το εναγόμενο κράτος έχει θεσπίσει και εφαρμόσει αποτελεσματικά στην πράξη κανονισμούς και μέτρα ικανά να μετριάσουν τις υφιστάμενες και δυνητικά μη αναστρέψιμες, μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής»[84].

Είναι φανερό ότι από τις παραπάνω διαπιστώσεις προκύπτει ότι, παρά τα περί του αντιθέτου δηλούμενα, το Δικαστήριο δημιούργησε μια actio popularis, ο τρόπος δημιουργίας της οποίας αφήνει αναπάντητα ερωτήματα αναφορικά με το κατά πόσο μια τέτοια προσφυγή θα συμβαδίζει με την αρχή της επικουρικότητας, υπό την ειδικότερη έκφανσή της, αυτή της εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων. Αυτή την απόκλιση από τους παραδοσιακούς κανόνες επιχείρησε να μετριάσει μερίδα της θεωρίας, προτείνοντας ένα διαφορετικό τρόπο ανάγνωσης της απόφασης.

Β. Η προστασία των επόμενων γενεών ως σωσίβιο στην απαγόρευση της actio popularis

Δεν χρειάζεται κανείς να υποθέσει τους λόγους, οι οποίοι οδήγησαν το Δικαστήριο να επιδείξει αυτή την πρωτότυπη ευελιξία ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την αναγνώριση δικαιώματος παράστασης ενώπιόν του. Σε διάφορα σημεία της απόφασής του το καθιστά σαφές: «ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της κλιματικής αλλαγής, η οποία αφορά το σύνολο της ανθρωπότητας, και η ανάγκη να προωθηθεί ο διαγενεακός καταμερισμός των προσπαθειών στον τομέα αυτό […] συνηγορούν επίσης υπέρ της χορήγησης σε ενώσεις της δυνατότητας να προσφεύγουν ενώπιον του Δικαστηρίου σε υποθέσεις σχετικές με το κλίμα»[85]. Στη φράση αυτή συμπυκνώνεται τόσο η τελολογία της απόφασης, τουλάχιστον ως προς το διαδικαστικό της σκέλος, όσο και το αποτέλεσμα της κρίσης του ΔΕΕ, όπως αυτό προσημειώθηκε, αφού επιτρέπει σε ενώσεις να άγουν ενώπιόν του ένα θέμα που άπτεται «του συνόλου της ανθρωπότητας», δημιουργώντας έτσι, καθώς φαίνεται, μια actio popularis και νομιμοποιώντας – υπό προϋποθέσεις – τις ενώσεις να εκκινούν αυτές τις προσφυγές.

Αναλύοντας έτι περαιτέρω τα κίνητρα της ευέλικτης προσέγγισής του, το Δικαστήριο σημειώνει ότι «[δ]εδομένου του επείγοντος χαρακτήρα της καταπολέμησης των δυσμενών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και της σοβαρότητας των συνεπειών της, συμπεριλαμβανομένου του σοβαρού κινδύνου μη αναστρέψιμης εξέλιξης, τα κράτη πρέπει να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, ιδίως γενικά μέτρα για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων της Σύμβασης, όχι μόνο εκείνων που πλήττονται σήμερα από την κλιματική αλλαγή, αλλά και εκείνων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους και των οποίων η άσκηση θα μπορούσε να τεθεί σε σοβαρό και αμετάκλητο κίνδυνο στο μέλλον, αν δεν γίνει εγκαίρως τίποτε»[86]. Η εμπροσθοβαρής προσέγγιση του Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να τονιστεί με εμφαντικότερο τρόπο. Το βλέμμα των δικαστών του Στρασβούργου δεν στρέφεται τόσο στον καταλογισμό της ευθύνης των συμβαλλομένων κρατών για τα όσα ήδη έγιναν όσο κυρίως στο τι πρέπει να γίνει στο μέλλον, εντάσσοντας εμμέσως πλην σαφώς στη αρμοδιότητά του την προστασία των επόμενων γενεών. Δεν δικάζει μόνον, προκειμένου να προστατεύσει εκείνους που πλήττονται σήμερα, αλλά κυρίως προκειμένου να προστατεύσει εκείνους που θα πλήττονται αύριο με απόλυτη βεβαιότητα και με μεγαλύτερη ένταση από την πρόοδο του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, το οποίο βαίνει επιδεινούμενο.

Λόγω της πάγιας νομολογίας του, συμφώνως προς την οποία «στο σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων […] η άσκηση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής δεν μπορεί να έχει ως στόχο την αποτροπή παραβίασης της Σύμβασης»[87], αλλά μόνον την καταδίκη ήδη συντελεσμένης παραβίασης, το ΕΔΔΑ διαπιστώνει ήδη συντελεσμένη παραβίαση του άρθρου 8 από την Ελβετία. Παρόλα αυτά, μη υποδεικνύοντας το θύμα της παραβίασης, στρέφει την προσοχή του στο μέλλον, καθιστώντας σαφές ότι η νομολογία αυτή είναι απλώς η αφετηρία της εξέτασης των κλιματικών υποθέσεων[88]. Έτσι, μη παρεκκλίνοντας από την πάγια θέση του ότι, κατ’ αρχήν, μπορεί να εξετάσει μια παραβίαση μόνο a posteriori, καταφάσκει την παραβίαση της Σύμβασης δίχως όμως να υποδείξει συγκεκριμένο θύμα, μεταθέτοντας έτσι όλο το βάρος της απόφασής του στο μέλλον.

Και τούτο για τους εξής λόγους. Το ΕΔΔΑ θα κρίνει σκόπιμο, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, «να επιτραπεί σε μια ένωση να προσφύγει στη δικαιοσύνη με σκοπό να επιτύχει την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων που πλήττονται ή ενδέχεται να πληγούν από τις δυσμενείς συνέπειες της κλιματικής αλλαγής»[89], αντί να επαφεθεί η προστασία αυτή αποκλειστικά σε αγωγές που θα ασκεί ο καθένας για λογαριασμό του. Σημειώσαμε παραπάνω ότι ο αριθμός των προσώπων που επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή είναι απροσδιόριστος.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι, σε τελική ανάλυση, το φαινόμενο έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό το σύνολο του παγκοσμίου πληθυσμού. Τούτο φαίνεται να γίνεται δεκτό και από το Δικαστήριο. Μεταξύ των προϋποθέσεων που θέτει το τελευταίο προκειμένου να αναγνωρίσει το έννομο συμφέρον στην ένωση για να παρασταθεί ενώπιόν του, συγκαταλέγεται και η εκπροσώπηση ενός «μεγάλου μέρους του πληθυσμού»[90]. Εξετάζοντας δε την περίπτωση της συγκεκριμένης ένωσης, διαπιστώνει ότι αυτή εκπροσωπεί τα συμφέροντα όχι μόνον ολόκληρου του πληθυσμού (‘de la population en général’), αλλά, ακόμη περισσότερο, και των μελλοντικών γενεών. Συνάγεται, λοιπόν, με σαφήνεια ότι πέραν των παρουσών γενεών, των προσώπων που υφίστανται ήδη τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, το Δικαστήριο επιχειρεί στην παρθενική του αυτή κλιματική απόφαση να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, σημειώνοντας τις υπερπολλαπλάσιες συνέπειες, τις οποίες θα επωμιστούν οι επόμενες γενεές σε μια κατάφωρη παραβίαση της αρχής της διαγενεακής ισότητας.

Δεν φαίνεται άλλωστε να αμφισβητείται ότι «οι μελλοντικές γενεές κινδυνεύουν να επωμιστούν το αυξανόμενο βάρος των συνεπειών των σημερινών αποτυχιών και παραλείψεων στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής»[91]. Καθορίζοντας το περιεχόμενο των θετικών υποχρεώσεων, οι οποίες δυνάμει πρωτίστως του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (αλλά δευτερευόντως και του άρθρου 2, το οποίο για διαδικαστικούς λόγους δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση), το Δικαστήριο κρίνει ότι προκειμένου να υποχωρήσει η κλιματική κρίση και «να μην επιβαρυνθούν δυσανάλογα οι μελλοντικές γενεές, πρέπει να αναλάβουμε άμεσα δράση και να θέσουμε κατάλληλους ενδιάμεσους στόχους μείωσης για την περίοδο, κατά την οποία πρέπει να επιτευχθεί η κλιματική ουδετερότητα»[92].

Καταλήγοντας το ΕΔΔΑ στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αναγνωριστεί η ενεργητική νομιμοποίηση στις ενώσεις, προκειμένου αυτές να ασκούν προσφυγές προς προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων που θίγονται ή ενδέχεται να θιγούν από τις δυσμενείς συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, φαίνεται ότι απλώς λειαίνει το δρόμο για τις μελλοντικές προσφυγές και, μη αναγνωρίζοντας προς το παρόν την ιδιότητα του θύματος σε συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο, επιτρέπει να εννοείται ότι η δυνατότητα, την οποίαν παρέσχε, αφορά πρωτίστως τις επόμενες γενεές. Με άλλα λόγια, οι ενώσεις εκπροσωπούν κυρίως τα συμφέροντα και τα θεμελιώδη δικαιώματα των επόμενων γενεών.

Το συμπέρασμα αυτό πρέπει να συνδυαστεί με μια ορθή κατανόηση της actio popularis, την οποία παρουσιάζει εναργέστατα ο George Letsas σε σχόλιό του στην υπό συζήτηση απόφαση[93]. Δεν αμφισβητείται, καταρχάς, ότι το σύστημα της Σύμβασης βασίζεται στην ιδέα της ατομικής δικαιοσύνης (‘individual justice’). Όπως συνομολογούν πλειοψηφήσασα και μειοψηφήσα γνώμη στην απόφαση αυτή, η ΕΣΔΑ δεν εγγυάται δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο με αρμοδιότητα να ακυρώνει ή να παρακάμπτει τους νόμους που θεσπίζει το κοινοβούλιο και/ή να επιβάλλει την έκδοση νόμων[94]. Η λογική της Σύμβασης έγκειται αφενός μεν στην ιδέα της ύπαρξης συγκεκριμένου θύματος, το οποίο να παραπονείται για την παραβίαση των δικαιωμάτων του, αφετέρου δε στη δυνατότητα κάθε θύματος να το πράξει. Αυτό μάλιστα δεν εξαρτάται από τον αριθμό των «θυμάτων» που μπορεί να δημιουργεί η θέσπιση ενός συγκεκριμένου κανόνα δικαίου. Έτσι, επί παραδείγματι, στην υπόθεση Μοδινός κατά Κύπρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι μόνη η ύπαρξη της νομοθεσίας, η οποία ποινικοποιούσε την ομοφυλοφιλία, ήταν αρκετή για να θεωρηθεί ο προσφεύγων ως «θύμα». Η νομοθεσία δεν στρεφόταν προσωπικά εναντίον του προσφεύγοντος ούτε ξεκίνησε ποτέ εναντίον του κάποια ποινική διαδικασία. Ο νόμος αφορούσε in abstracto τους ομοφυλόφιλους. Παρότι ο αριθμός των εν δυνάμει θιγομένων ήταν απροσδιόριστος, αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο για να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή του. Όπως εύστοχα σημειώνει ο G. Letsas, στο υποθετικό σενάριο που ένα κράτος ποινικοποιεί την έκφραση κάθε πολιτικής άποψης και απειλεί να επιβάλει την απαγόρευση, κάθε φυσικό πρόσωπο θα μπορεί να θεωρηθεί «θύμα» με την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ[95].

Από αυτό συνάγεται ότι το ΕΔΔΑ δεν θέτει ως προϋπόθεση για την αναγνώριση της ιδιότητας του θύματος τη διαφοροποίηση του τελευταίου από τους άλλους. Δεν είναι συγκριτικά τα κριτήρια για την κατάφαση της ιδιότητας του «θύματος». Μπορεί κανείς να θεωρηθεί «θύμα», εφόσον επηρεάζεται άμεσα (‘directly’) από μια πράξη, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν επηρεάζεται, στον ίδιο μάλιστα βαθμό, και όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός. Τα «θύματα» μπορούν έτσι να είναι αόριστα (‘indefinite’), με την έννοια ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πάντοτε την ταυτότητα ή τον αριθμό τους. Η actio popularis δεν στοχεύει στο να αποτρέψει ένα μεγάλο αριθμό προσφυγών, ούτε επιχειρεί να ανακόψει προσφυγές, οι οποίες παράλληλα με το ατομικό υπερασπίζονται και το δημόσιο συμφέρον. Επαναλαμβάνουμε εδώ την ορθή, πλην όμως ανατραπείσα, νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «[ο] αριθμός και η κατάσταση άλλων προσώπων που επηρεάζονται επίσης ή επηρεάζονται δυνητικώς από την εν λόγω διάταξη δεν αποτελούν, συναφώς, εκτιμήσεις ασκούσες επιρροή»[96].

Το ΕΔΔΑ, το οποίο, όπως προαναφέραμε, επαναλαμβάνει σε διάφορα σημεία της απόφασής του τη μέριμνά του να μη δημιουργήσει δι’ αυτής της νομολογίας μια actio popularis, φαίνεται να υποπίπτει σε μια παρανόηση ως προς την κατανόηση της έννοιάς της. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι, αν ο κύκλος των «θυμάτων» που πλήττονται πραγματικά ή δυνητικά οριστεί με μεγάλη ευρύτητα μεταξύ του συνόλου του πληθυσμού, τούτο θα ενέχει έναν κίνδυνο υπονόμευσης των εγχωρίων συνταγματικών αρχών, καθώς και της διάκρισης των εξουσιών, ανοίγοντας ευρεία πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα ως μέσο για την επίτευξη αλλαγών στις δημόσιες πολιτικές για το κλίμα. Όπως όμως εξηγήθηκε, ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων δεν είναι στοιχείο συστατικό της έννοιας της actio popularis, ούτε υπονομεύει τη διάκριση των εξουσιών πάνω στην οποία εδράζεται η σύλληψή της. Πρόκειται περί «non-sequitur»[97]. Οι προϋποθέσεις της actio popularis στοιχειοθετούνται, όταν η προσφυγή αποσκοπεί στην προστασία αποκλειστικά και μόνον του δημοσίου συμφέροντος και όχι των ατομικών θεμελιωδών δικαιωμάτων κάποιου προσώπου. Αν η παραβίαση ατομικού θεμελιώδους δικαιώματος συνεπάγεται εν ταυτώ υπονόμευση του δημοσίου συμφέροντος, τούτο δεν μπορεί να συνιστά αιτιολογία για την άρνηση της προσφυγής ως actio popularis. Κατά τούτο, η αιτιολογία του Δικαστηρίου, ουτιλιταριστική στη βάση της, ελέγχεται ως εσφαλμένη.

Επανερχόμαστε, έτσι, στο βασικό ερώτημα, προκειμένου να εξαγάγουμε το συμπέρασμα του συλλογισμού μας. Αν η προσφεύγουσα ένωση εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των μελών της, τότε γιατί της αναγνωρίστηκε η ενεργητική νομιμοποίηση, αφού οι τέσσερις μεμονωμένες προσφεύγουσες/μέλη της ένωσης δεν θεωρήθηκαν «θύματα»; Αν από την άλλη, η ένωση εκπροσώπησε αποκλειστικά το δημόσιο συμφέρον, τότε μήπως το Δικαστήριο, καίτοι αρνείται expressis verbis τη δημιουργία μιας actio popularis, τελικώς καταλήγει στο αποτέλεσμα αυτό; Όπως συμπεραίνει ο George Letsas, το παράδοξο αυτό που δημιουργεί αυτή η απόφαση μπορεί να βρει τη λύση του, μόνον αν λάβουμε υπόψη την παραπάνω εκτεθείσα εμπροσθοβαρή προσέγγιση του Δικαστηρίου.

Παρότι δεν εξάγεται με ρητό και σαφή τρόπο από την αιτιολογία του Δικαστηρίου, μπορούμε να παρουσιάσουμε τον συλλογισμό ως εξής. Η ένωση νομιμοποιείται ενεργητικώς να παρασταθεί ενώπιον του ΕΔΔΑ. Δεν χρειάζεται να αποδείξει την ιδιότητα των μελών της ως «θυμάτων». Τα τέσσερα μέλη της που προσέφυγαν μεμονωμένα δεν θεωρήθηκαν «θύματα». Το Δικαστήριο επανέλαβε πολλές φορές ότι οι επόμενες γενεές θα επωμιστούν δυσανάλογα μεγάλο βάρος για την αντιμετώπιση του κλιματικού φαινομένου. Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, η κλιματική κρίση θα επιδεινωθεί εις βάρος τους. Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ επέτρεψε στις ενώσεις να προστατεύσουν τα συμφέροντα και τα θεμελιώδη δικαιώματα πρωτίστως των επομένων γενεών. Όπως εξάλλου νομολογείται παγίως και επαναλαμβάνεται και στην παρούσα υπόθεση, «σε ‘ιδιαίτερα εξαιρετικές περιστάσεις’ μπορεί ένα πρόσωπο είτε (α) να ζητήσει την αναθεώρηση του σχετικού νόμου και της πρακτικής in abstracto είτε (β) να ισχυριστεί ότι είναι «θύμα» σε σχέση με τον κίνδυνο ‘μελλοντικής παραβίασης’»[98]. Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε ότι λόγω της έντασης που θα προσλάβει το κλιματικό φαινόμενο, το ΕΔΔΑ δέχτηκε εμμέσως ότι πληρούνται αυτές οι «εξαιρετικές προϋποθέσεις», ούτως ώστε στο όνομα των επόμενων γενεών να μπορούν οι προσφεύγουσες ενώσεις να ζητούν την αναθεώρηση (ή ενδεχομένως την εφαρμογή) του υφισταμένου εθνικού νομοθετικού και κανονιστικού καθεστώτος.

Προκειμένου να γίνει αποδεκτή αυτή η ερμηνεία που παρέχει σωσίβιο σωτηρίας στην απόφαση αυτή, πρέπει να δεχτούμε ότι το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει προσφυγές που φέρονται προς κρίση από ενώσεις που εκπροσωπούν πρόσωπα που δεν υπάρχουν ακόμη[99]. Παρότι πάλι δεν έχουμε ρητή νομολογιακή απάντηση όσον αφορά τις επόμενες γενεές, η ίδια η απόφαση προσφέρει ένα στοιχείο. Η δεύτερη προσφεύγουσα απεβίωσε κατά τη διάρκεια της ενώπιον του ΕΔΔΑ διαδικασίας. Το Δικαστήριο «λαμβάνοντας υπόψη την πάγια νομολογία του, [θεώρησε] ότι ο γιος της κας Schaub έχει έννομο συμφέρον να συνεχίσει τη διαδικασία και έχει την ικανότητα να το πράξει»[100]. Για λόγους μάλιστα πρακτικούς, το ΕΔΔΑ συνέχισε να τη θεωρεί ως δεύτερη προσφεύγουσα[101]. Σε προγενέστερη δε νομολογία του είχε δεχθεί ότι μια ένωση μπορεί να εκπροσωπήσει νεκρά «θύματα» και μάλιστα χωρίς την εξουσιοδότησή τους[102]. Αν οι νεκροί που έχουν πάψει να υφίστανται νομικώς, μπορούν, υπό προϋποθέσεις να εκπροσωπούνται ενώπιον του ΕΔΔΑ, γιατί να μη μπορούν να εκπροσωπηθούν οι επόμενες γενεές, οι οποίες με απόλυτη πλέον επιστημονική βεβαιότητα θα υποστούν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής;

Συμπερασματικά, η απόφαση μάς αφήνει δύο δυνατότητες ερμηνείας. Η πρώτη είναι να θεωρήσουμε ότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους δικαστές της πλειοψηφίας, το ΕΔΔΑ δημιούργησε μια actio popularis. Η δεύτερη είναι να θεωρήσουμε ότι η ένωση νομιμοποιήθηκε ενεργητικώς, παρά την απουσία συγκεκριμένου «θύματος», ακριβώς διότι υποστήριξε τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των επόμενων γενεών.

Αντί επιλόγου

Έχοντας εκθέσει τη νομολογία των δύο μεγάλων Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων είναι θεωρούμε σκόπιμο, εν είδει συμπεράσματος, να εντοπίσουμε, στο μέτρο που μπορούμε να συγκρίνουμε τη νομολογία δύο δικαιοδοτικών οργάνων με διαφορετική πηγή νομιμοποίησης (δίκαιο της Ένωσης – ΕΣΔΑ) και διαφορετική στόχευση (αυθεντική ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης – προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων), το βασικό παράγοντα που καταλήγει σε αυτό το θεαματικά διαφορετικό αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου αφήνει ερμητικά κλειστή την πόρτα του στις κλιματικές υποθέσεις, ενώ το γειτονικό του Δικαστήριο του Στρασβούργου, με την παρθενική αυτή απόφαση ανοίγει το δρόμο για την εξέταση κλιματικών προσφυγών.

Η βασική λοιπόν διαφορά εντοπίζεται στο κριτήριο του «διαφορετικού επηρεασμού» (‘different concern’). Από τη μία, το ΔΕΕ θεωρεί ανεπαρκή λόγο την προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκειμένου να αναγνωρίσει έννομο συμφέρον προς παράσταση ενώπιόν του στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής (άρθρο 263 της ΣΛΕΕ), προσαπαιτώντας οι αιτούντες να είναι μέλη μιας κλειστής κατηγορίας ανθρώπων (‘closed category of people’)[103]. Από την άλλη, βασική ανησυχία του ΕΔΔΑ είναι να μη δημιουργηθεί μια actio popularis. Παρότι η πρόσφατη απόφασή του προκάλεσε μια σύγχυση ως προς την κατανόηση της έννοιάς της, ο αριθμός των «θυμάτων», όπως έχει αποφανθεί και άλλοτε το Δικαστήριο, δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του ορισμού της. Αρκεί απλώς η από νομική άποψη ευθεία και ατομική προσβολή των κατοχυρούμενων στην ΕΣΔΑ θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Αν η απόφαση του ΕΔΔΑ χρειάζεται μερικές μόνο διασαφήσεις, κυρίως προς αποκατάσταση του ορισμού της actio popularis και προς επαλήθευση του ισχυρισμού ότι οι ενώσεις δύνανται να εκπροσωπούν τις μέλλουσες γενεές, η νομολογία του ΔΕΕ χρήζει επιτακτικά αναθεώρησης, καθότι καταλήγει στο – απαράδεκτο για μια Ένωση που επαίρεται για τις προσπάθειές της στην κατεύθυνση της θεμελίωσης και ενίσχυσης του κράτους δικαίου – αποτέλεσμα να δημιουργούνται πράξεις, οι οποίες εκφεύγουν κάθε δικαστικού ελέγχου.

Υπάρχει, όμως, και ένας ακόμη λόγος που καθιστά επιτακτική αυτήν την αναθεώρηση. Όπως έχει κρίνει επανειλημμένως το ΔΕΕ «[β]άσει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και αντιστοιχούν σε δικαιώματα, τα οποία εγγυάται η [ΕΣΔΑ], πρέπει να αποδίδεται η ίδια έννοια και, τουλάχιστον, η ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αναγνωρίζει η ΕΣΔΑ»[104]. Δεδομένου ότι, όπως στο άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 2 του Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα στη ζωή και καθ’ όμοιο με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ τρόπο, το άρθρο 7 του Χάρτη θεσπίζει το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, είναι προφανές ότι η Ένωση διαθέτει στο οπλοστάσιο του πρωτογενούς της δικαίου διατάξεις που της επιτρέπουν τον έλεγχο της δευτερογενούς της νομοθεσίας δια της οποίας χαράσσει την κλιματική της στρατηγική. Είναι, λοιπόν, νομικά προκλητικό, να υπάρχει κατάλληλη δευτερογενής νομοθεσία προς έλεγχο, κατάλληλη νομική βάση για τη διενέργεια του ελέγχου, κατάλληλη διαδικασία ενώπιον κατάλληλου δικαστή και, τελικά, ο έλεγχος να καθίσταται ανέφικτος, λόγω δικονομικών και μόνον εμποδίων. Από αυτή και μόνο τη σκοπιά, η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ συνεισφέρει με τρόπο καίριο στην προστασία του κλίματος. Μένει να φανεί αν το γειτονικό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου θα λάβει το μήνυμα της αναγκαιότητας για μετατόπισή του από μια θέση που εδράζεται αποκλειστικά στον νομικό φορμαλισμό.

 

[1] Ch. Huglo, «Le contentieux climatique: une révolution judiciaire mondiale», Bruylant, Βρυξέλλες 2018, σ. 23.

[2] J. Jouzel και άλ., «Crime climatique stop! L’appel de la Sociéé civile», Seuil, Παρίσι 2015, σ. 53.

[3] IPCC, «AR6 Synthesis Report: Climate Change 2023», στο https://www.ipcc.ch/report/sixth-assessment-report-cycle/ (πρόσβαση: 05.06.2024).

[4] F. G. Trébulle, «Pensées juridiques sur le changement climatique» στο J.-M. Bonisseau, A. Mandel, Y. Toma και F.G. Trébulle (επιμ.), Penser le changement climatique, Presses Universitaires de la Sorbonne, Παρίσι 2015.

[5] M. Torre-Schaub, «L’émergence d’ un contentieux climatique comme réponse à l’urgence climatique: dynamiques, usages et mobilisations du droit» στο M. Torre-Schaub (επιμ.), Les dynamiques du contentieux climatique, Usages et mobilisations du droit, Mare & Martin, Collection de l’Institut des sciences juridique et philosophique de la Sorbonne, Παρίσι 2021, σ. 29.

[6] M. Torre-Schaub, «Le contentieux climatique: quels apports au droit de l’environnement? ou comment faire du neuf avec de l’ancien?», Dr. De l’env. 2018, 263, σ. 6-13.

[7] D. Markell και J.B. Ruhl, «An empirical assessment of climate change in the courts: a new jurisprudence or business as usual?», Fla. L. Rev. 2012, 64/15, σ. 27.

[8] M. Wilensky, «Climate change in the courts: an assessment of non-U.S. climate litigation», Duke environmental law & policy forum, Η.Π.Α. 2015, σ. 137.

[9] M. Torre-Schaub, «Le contentieux climatique: quels apports au droit de l’environnement? ou comment faire du neuf avec de l’ancien?», ό.π.

[10] C. Hilson, «Climate Populism, Courts and Science», Journal of Environmental Law 31/2019, σ. 395.

[11] I. Alogna και C. Billiet, «Climate Change Litigation before European Regional Courts» στο I. Alogna, C. Billiet, M. Fermeglia και A. Holzhausen (επιμ.), Climate Change Litigation in Europe, Intersentia 2023, σ. 41.

[12] Hoge Raad (Ολλανδία), 20 Δεκεμβρίου 2019, Urgenda, 19/00135, ECLI:NL:HR:2019:2006.

[13] M. Van der Sluis, «Climate Change as a Constitutional Topic: Environmental Constitutionalism in the Netherlands and the EU» στο I I. Alogna, C. Billiet, M. Fermeglia και A. Holzhausen (επιμ.), Climate Change Litigation in Europe, ό.π., σ. 175.

[14] CE, 6ème et 5ème ch. réunies, 19 Νοε 2020, n° 427301, Commune de Grande Synthe, Lebon, σ. 406.

[15] Άρθρο L. 100-4 του Ενεργειακού Κώδικα (‘code de l’énergie’), όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο για την ενέργεια και το κλίμα της 8ης Νοεμβρίου 2019.

[16] Κανονισμός (ΕΕ) 2018/842 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, σχετικά με τις δεσμευτικές ετήσιες μειώσεις των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τα κράτη μέλη από το 2021 έως το 2030, στο πλαίσιο της συμβολής στη δράση για το κλίμα για την τήρηση των δεσμεύσεων που απορρέουν από τη συμφωνία του Παρισιού και για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013.

[17] Bundesverfassungsgericht (BvR), Order of the First Senate of 24 March 2021, 1 BvR 2656/18, στο https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Entscheidungen/EN/2021/03/rs20210324_1bvr265618en.html (πρόσβαση: 05.06.2024).

[18] S. Handke, «Shifting Principles of Climate Cooperation: A CourtRuling in International Justice as Inspiration for the UN Climate Regime», στο I. Alogna, C. Billiet, M. Fermeglia και A. Holzhausen (επιμ.), Climate Change Litigation in Europe, ό.π., σ. 201.

[19] Επισημαίνεται ότι ακολουθείται εδώ η ονομασία των ενωσιακών δικαιοδοτικών οργάνων, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 17 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμφώνως προς το οποίο «[τ]ο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και ειδικευμένα δικαστήρια».

[20] Άρθρο 4 της ΣΛΕΕ.

[21] Ενδεικτικά, Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 2021 για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 401/2009 και (ΕΕ) 2018/1999 («ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα»), Κανονισμός (ΕΕ) 2018/841 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, σχετικά με τη συμπερίληψη των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και των απορροφήσεων από δραστηριότητες χρήσης γης, αλλαγής χρήσης γης και δασοπονίας στο πλαίσιο για το κλίμα και την ενέργεια έως το 2030, καθώς και για την τροποποίηση του Κανονισμού (EE) αριθ. 525/2013 και της απόφασης (EE) αριθ. 529/2013/ΕΕ, Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της Οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου. Πιο πρόσφατα, η δρομολόγηση της Πράσινης Συμφωνίας ενίσχυσε το έδαφος πάνω στο οποίο η Ένωση αναπτύσσει δράση στον τομέα αυτό. Ενώ η Πράσινη Συμφωνία δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε περιβαλλοντικά ζητήματα, η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής κατέχει, ωστόσο, σημαντική θέση σε αυτό. Με στόχο να καταστεί η Ευρώπη «η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος», να επιτύχει μηδενικές καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου το 2050 και να αποσυνδέσει την οικονομική ανάπτυξη από τη χρήση των πόρων, οι στόχοι της Ευρωπαίκή Ένωση είναι αναμφισβήτητα φιλόδοξοι. Υλοποιούνται στο πλαίσιο της λεγόμενης «δέσμης μέτρων Fit for 55», με στόχο τη μείωση των εκπομπών. Η δέσμη μέτρων «Fit for 55» είναι ένα σύνολο προτάσεων για την αναθεώρηση και την επικαιροποίηση της νομοθεσίας της Ένωσης και την ανάληψη νέων πρωτοβουλιών με στόχο να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές της Ένωσης συνάδουν με τους κλιματικούς στόχους, ιδίως στον τομέα της ενέργειας, των μεταφορών και της γεωργίας. E. Chevalier, «European Union law in times of climate crisis: change through continuity», French Yearbook of Public Law 1/2023, σ. 52.

[22] Την οποία υπέγραψε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα τον Ιούνιο του 1998 και η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, υλοποιήθηκε δε με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1367/2006. Η επιτροπή συμμόρφωσης της Σύμβασης του Aarhus κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ΕΕ δεν έχει συμμορφωθεί προς τη Σύμβαση, δεδομένου ότι ούτε ο Κανονισμός του Aarhus, ούτε η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ εφαρμόζει ή συμμορφώνεται προς τις διατάξεις της Σύμβασης για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

[23] Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), 15 Ιουλίου 1963, C-25/62, Plaumann κατά Επιτροπής της ΕΟΚ, ECLI:EU:C:1963:17.

[24] Ο όρος «επηρεασμός» επιλέχθηκε, διότι αποτελεί την επίσημη μετάφραση στα ελληνικά του αγγλικού όρου «concern» και του γαλλικού «intérêt», όπως αυτή εμφαίνεται στον ιστότοπο του ΔΕΕ. Έτσι, η φράση direct and individual concern (intérêt direct et individuel), αποδίδεται παγίως στις ελληνικές μεταφράσεις της ενωσιακής νομολογίας ως «άμεσος και ατομικός επηρεασμός».

[25] J. Schlake, «Closed doors in Luxembourg?: Climate Change Litigation before the CJUE in a ‘Complete System of Remedies’», στο I. Alogna, C. Billiet, M. Fermeglia και A. Holzhausen (επιμ.), Climate Change Litigation in Europe, ό.π., σ. 249.

[26] Οδηγία (ΕΕ) 2018/410 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2018, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ με σκοπό την ενίσχυση οικονομικά αποδοτικών μειώσεων των εκπομπών και την προώθηση επενδύσεων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και της απόφασης (ΕΕ) 2015/1814 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ).

[27] ΔΕΚ, 25 Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, ECLI:EU:C:2002:462.

[28] F. G. Jacobs, 21 Μαρτίου 2002, προτάσεις σε ΔΕΚ, 25 Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, ECLI:EU:C:2002:197, σκέψη 103.

[29] Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΠΕΚ), 3 Μαΐου 2002, T-177/01, Jégo-Quéré & Cie SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ECLI: ECLI:EU:T:2002:112.

[30] Ibid, σκέψη 51.

[31] N. Hervé-Fournereau, «De Greenpeance à Carvalho: Vingt-cinq années de recours déclarés irrecevables par la CJUE. Quelles dynamiques d’évolutions de la jurisprudence Plaumann pour répondre au Comité d’Examen de la Convention d’Aarhus d’ici 2021» στο M. Torre-Schaub (επιμ.), Les dynamiques du contentieux climatique, Usages et mobilisations du droit, ό.π., σ. 274.

[32] ΠΕΚ, 3 Μαΐου 2002, T-177/01, Jégo-Quéré & Cie SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ό.π., σκέψη 51.

[33] Ibid, σκέψη 49.

[34] H οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αναιρέθηκε από το ΔΕΕ με το σκεπτικό ότι μια τέτοια ερμηνεία «καταλήγει κατ’ ουσίαν στην αλλοίωση της φύσεως της προβλεπόμενης […] προϋποθέσεως, ήτοι ότι η πράξη αφορά τον προσφεύγοντα ατομικά» (ΔΕΚ, 1η Απριλίου 2004, C-263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré & Cie SA, ECLI:EU:C:2004:210, σκέψη 38).

[35] Ο. Quirico, «The European Union and global warming: A fundamental right to (live in) a sustainable climate?», Maastricht Journal of European and Comparative Law 2023, 30/3, σ. 241.

[36] ΔΕΕ, 25 Μαρτίου 2021, C-565/19 P, Carvalho κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ECLI:EU:C:2021:252, σκέψη 48.

[37] Ibid, σκέψη 49.

[38] Ibid, σκέψη 50.

[39] ΔΕΕ, διάταξη, 14 Ιανουαρίου 2021, C-297/20 P, Sabo κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ECLI:EU:C:2021:24.

[40] Οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

[41] J. Schlake, «Closed doors in Luxembourg?…», ό.π., σ. 256.

[42] Το ΔΕΕ επανέλαβε ότι «ότι ο ισχυρισμός ότι μια πράξη προσβάλλει θεμελιώδη δικαιώματα δεν αρκεί από μόνος του για να κηρυχθεί παραδεκτή η προσφυγή ενός ιδιώτη, άλλως οι προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθίστανται άνευ ουσίας. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η σπουδαιότητα της προβαλλόμενης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσφευγόντων δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιτρέψει την παράκαμψη των κριτηρίων παραδεκτού που θέτει ρητώς το άρθρο 263, εδάφιο δ, ΣΛΕΕ».

[43] N. Hervé-Fournereau, «De Greenpeance à Carvalho: Vingt-cinq années…», ό.π., σ. 274.

[44] ΔΕΚ, 23 Απριλίου 1986, C-294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, ECLI:EU:C:1986:166, σκέψη 23.

[45] ΔΕΚ, 25 Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, ό.π., σκέψη 40, ΔΕΚ, 12 Σεπτεμβρίου 2006, C-131/03 P, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2006:541, σκέψη 80, ΔΕΕ, 12 Ιουλίου 2012, C-59/11, Association Kokopelli, ECLI:EU:C:2012:447, σκέψη 34, ΔΕΕ, 3 Οκτωβρίου 2013, C-583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ECLI:EU:C:2013:625, σκέψη 92, και ΔΕΕ, 28 Μαρτίου 2017, C-72/15, Rosneft, ECLI:EU:C:2017:236, σκέψη 66.

[46] J. Schlake, «Closed doors in Luxembourg?…», ό.π., σ. 258.

[47] ΔΕΕ, 10 Φεβρουαρίου 2015, C-305/14, Băbășan, ECLI:EU:C:2015:97, σκέψη 16 και ΔΕΕ, 24 Οκτωβρίου 2019, συνεκδ. C-469/18 και C-470/18, Belgische Staat, ECLI:EU:C:2019:895, σκέψη 18.

[48] Για το ζήτημα, βλ. J. van Zeben, «The Role of the EU Charter of Fundamental Rights in Climate Litigation», German Law Journal, 2021, 22(8), σ. 1499-1510.

[49] F. Martucci, «Droit de l’Union européenne», Hypercours, Dalloz, 2021, σ. 713, παρ. 914.

[50] ΔΕΕ, 22 Οκτωβρίου 1987, C-314/85, Foto-Frost κατά Hauptzollamt Lübeck-Ost, C-314/85, ECLI:EU:C:1987:452, σκέψη 14.

[51] J. Schlake, «Closed doors in Luxembourg?…», ό.π., σ. 257.

[52] Ibid, σ. 259.

[53] Ibid, σ. 259 και G. Winter, «Not fit for purpose. Die Klagebefungis vor dem Euroäischen Gericht angesichts kollektiver Gefahren», Europarecht 2022, σ. 378.

[54] ΔΕΕ, 26 Φεβρουαρίου 2013, C-399/11, Melloni, ECLI:EU:C:2013:107.

[55] J. van Zeben, «The Role of the EU Charter of Fundamental Rights in Climate Litigation», ό.π., σ. 1503.

[56] Κανονισμός (ΕΕ) 2018/842 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ό.π.

[57] BVerG, 1 BvR 2656/18, σκέψη 5.

[58] Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, με τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία», της 11ης Δεκεμβρίου 2019 [COM(2019) 640 τελικό]. Ο στόχος αυτός περιλαμβάνεται επίσης στον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2021, για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 401/2009 και (ΕΕ) 2018/1999 («ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα») (ΕΕ 2021, L 243, σ. 1).

[59] Επί παραδείγματι, οι Κυβερνήσεις του Λουξεμβούργου και της Αυστρίας ( https://www.e-mc2.gr/el/news/i-aystria-etoimazei-prosfygi-kata-tis-ee-gia-ti-symperilipsi-tis-pyrinikis-energeias-stin ) έχουν προαναγγείλει δημοσίως την πρόθεσή τους να προσβάλουν ευθέως τη μέλλουσα να υιοθετηθεί κατ’ εξουσιοδότηση πράξη ( https://france.representation.ec.europa.eu/informations/taxinomie-de-lue-la-commission-presente-un-acte-delegue-complementaire-relatif-aux-objectifs-2022-02-02_en?prefLang=el ), η οποία – συμπληρωματική προς την κατ’εξουσιοδότηση πράξη 2021/2178 της 6ης Ιουλίου 2021 – αφορά την πράσινη ταξονομία, συμπληρώνοντας τον Κανονισμό (ΕΕ) 2020/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στο βαθμό που συμπεριλαμβάνει το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια.

[60] A. Laurent, «Face aux déconvenues du contentieux climatique de l’Union européenne, les droits fondamentaux au secours du climat?», European Papers, 2022, 7 (1), σ. 258.

[61] A. Albors-Llorens, «Judicial protection before the Court of Justice of the European Union» στο C. Barnard and S. Peers (επιμ.), European Union Law, 3η εκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη 2020, σ. 299.

[62] A. Laurent, «Face aux déconvenues du contentieux climatique…», ό.π., σ. 257.

[63] ΕΔΔΑ, 17 Ιουλίου 2014, τμήμα μείζονος συνθέσεως, Valentin Campeanu c/ Roumanie, n° 47848/08.

[64] ΕΔΔΑ, 4 Δεκεμβρίου 2015, Roman Zakharov c. Russie, n° 47143/06, § 164.

[65] N. Hervieu, «La CEDH à l’épreuve des contentieux climatiques – Entretien avec Nicolas Hervieu», Institut Montaigne, στο https://www.institutmontaigne.org/expressions/la-cedh-lepreuve-des-contentieux-climatiques-entretien-avec-nicolas-hervieu (πρόσβαση: 05.06.2024).

[66] ΕΔΔΑ, 9 Απριλίου 2024, Verein Klimaseniorinnen Schweiz και άλλες εναντίον Ελβετίας, n° 53600/20.

[67] Ibid, § 487.

[68] Ibid, § 502.

[69] Ibid, § 523.

[70] Ibid, §§ 502 και 524.

[71] T. Eicke, εν μέρει συγκλίνουσα εν μέρει αποκλίνουσα γνώμη στην ΕΔΔΑ, 9 Απριλίου 2024, Verein Klimaseniorinnen Schweiz και άλλες εναντίον Ελβετίας, ό.π., § 45.

[72] Ibid, § 479.

[73] Ibid, § 483.

[74] Ibid, § 496.

[75] Ibid, § 499 και T. Eicke, ό.π., § 45.

[76] J. Letwin, «Klimaseniorinnen: the Innovative and the Orthodox, EJIL:TALK!», Blog of the European Journal of International Law, στο https://www.ejiltalk.org/klimaseniorinnen-the-innovative-and-the-orthodox/ (πρόσβαση: 05.06.2024).

[77] ΕΔΔΑ, 9 Απριλίου 2024, Verein Klimaseniorinnen Schweiz και άλλες εναντίον Ελβετίας, ό.π., § 502.

[78] Ibid, § 503.

[79] T. Eicke, ό.π., § 47.

[80] ΕΔΔΑ, 9 Απριλίου 2024, Verein Klimaseniorinnen Schweiz και άλλες εναντίον Ελβετίας, ό.π., § 523.

[81] T. Eicke, ό.π., § 49 της αποκλίνουσας γνώμης.

[82] Ibid, § 50.

[83] Idem.

[84] Idem.

[85] ΕΔΔΑ, 9 Απριλίου 2024, Verein Klimaseniorinnen Schweiz και άλλες εναντίον Ελβετίας, ό.π., § 499.

[86] Idem.

[87] ΕΔΔΑ, 29 Ιουνίου 1999, Asselbourg και άλλοι εναντίον Λουξεμβούργου, n° 29121/95.

[88] Σημειώνουμε εδώ ότι εκκρεμούν ενώπιον του ΕΔΔΑ τέσσερις ακόμη τουλάχιστον κλιματικές διαφορές. Στην υπόθεση Engels κατά Γερμανίας (n° 46906/22), εννέα έφηβοι και νέοι ενήλικες προσέφυγαν ενώπιον του ΕΔΔΑ, θεωρώντας ότι o γερμανικός κλιματικός νόμος, όπως τροποποιήθηκε το 2021, είναι ανεπαρκής για να προκαλέσει τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου σύμφωνα με τα πρότυπα που αποτυπώθηκαν στη Συμφωνία των Παρισίων και ότι δι’ αυτού του τρόπου παραβιάζονται τα άρθρα 2 και 8 της ΕΣΔΑ. Στην Plan B. Earth και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου (n° 35057/22), μια μη κυβερνητική οργάνωση και τέσσερα φυσικά πρόσωπα, βασιζόμενα στα άρθρα 2, 3, 8 και 14 της ΕΣΔΑ ισχυρίζονται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο απέτυχε να λάβει πρακτικά και αποτελεσματικά μέτρα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ακραία κλιματική απειλή που προκλήθηκε από ανθρωπογενείς παράγοντες, αλλά και να ευθυγραμμίσει τις δημόσιες και ιδιωτικές χρηματοδοτικές ροές με τον στόχο του Παρισιού για τον 1,5°C. Στις 15 Ιουνίου 2021, η Greenpeace Nordic άσκησε ενώπιον του ΕΔΔΑ προσφυγή εναντίον της Νορβηγίας (n° 34068/21), βασιζόμενη στα άρθρα 2, 8, 13 και 14 της ΕΣΔΑ, βάλλοντας κατά της εγχώριας διαδικασίας δικαστικού ελέγχου, καθότι οι προσφεύγουσες ΜΚΟ δεν πέτυχαν την κήρυξη της ακυρότητας της απόφασης της νορβηγικής κυβέρνησης, δια της οποίας χορηγήθηκαν άδειες για την εξερεύνηση κοιτασμάτων πετρελαίου στη νορβηγική υφαλοκρηπίδα. Τέλος, τον Ιούνιο του 2022 πέντε αιτούντες από τη Γαλλία, την Κύπρο, το Βέλγιο, τη Γερμανία και την Ελβετία κινήθηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ εναντίον της Αυστρίας και 11 ακόμη κρατών, βασισμένοι στα άρθρα 2, 3 και 8 της ΕΣΔΑ (Soubeste και 4 άλλοι κατά Αυστρίας και 11 άλλων κρατών, n° 31925/22, 31932/22, 31938/22, 31943/22, 31947/22). Ειδικότερα, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η κλιματική αλλαγή προκαλείται από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων και ότι η Συνθήκη για το Χάρτη Ενέργειας (ΣΕΕ) του 1994, η οποία έχει επικυρωθεί από όλα τα εναγόμενα κράτη, προστατεύει τους μη βιώσιμους επενδυτές από ρυθμιστικές αλλαγές και τους παρέχει πρόσβαση σε υπερβολικά ένδικα μέσα, μέσω των διαδικασιών επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους, εμποδίζοντας τα εναγόμενα κράτη να λάβουν άμεσα μέτρα κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη, παρεμποδίζοντας έτσι την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων (Ο. Quirico, ό.π., σ. 245).

[89] ΕΔΔΑ, 9 Απριλίου 2024, Verein Klimaseniorinnen Schweiz και άλλες εναντίον Ελβετίας, ό.π., § 499.

[90] Ibid, § 493.

[91] Ibid, § 420.

[92] Ibid, § 549.

[93] G. Letsas, «Did the Court in Klimaseniorinnen create an action popularis?», EJIL:TALK!, Blog of the European Journal of International Law, στο https://www.ejiltalk.org/did-the-court-in-klimaseniorinnen-create-an-actio-popularis/ (πρόσβαση: 05.06.2024).

[94] Ibid, § 594 και T. Eicke, ό.π., § 53.

[95] Idem.

[96] ΠΕΚ, 3 Μαΐου 2002, T-177/01, Jégo-Quéré & Cie SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ό.π., σκέψη 51.

[97] G. Letsas, ό.π.

[98] ΕΔΔΑ, 9 Απριλίου 2024, Verein Klimaseniorinnen Schweiz και άλλες εναντίον Ελβετίας, ό.π., § 470 και T. Eicke, ό.π., § 34.

[99] G. Letsas, ό.π.

[100] ΕΔΔΑ, 9 Απριλίου 2024, Verein Klimaseniorinnen Schweiz και άλλες εναντίον Ελβετίας, ό.π., § 273.

[101] Ibid, § 274.

[102] ΕΔΔΑ, 17 Ιουλίου 2014, Centre for legal resources εκ μέρους του Valentin Câmpeanu εναντίον Ρουμανίας, n° 47848/08.

[103] A. Albors-Llorens, «Judicial protection before the Court of Justice of the European Union», ό.π., σ. 299.

[104] ΔΕΕ, 6 Οκτωβρίου 2020, C-66/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Enseignement supérieur), ECLI:EU:C:2020:792, σκέψη 223.

+ posts

Ο Ραφαήλ Μ. Ζώρζος είναι υποψήφιος Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Paris Panthéon-Assas και κάτοχος του μεταπτυχιακού διπλώματος Δημοσίου Δικαίου (Droit public approfondi) του ίδιου Πανεπιστημίου. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο έλαβε και μεταπτυχιακό δίπλωμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, με ειδίκευση στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο (European Law). Το θέμα της διδακτορικής του διατριβής αφορά την προστασία του κλίματος στο πλαίσιο του γαλλικού διοικητικού και του ενωσιακού δικαίου, εκπονείται δε υπό τη συνεπίβλεψη των Καθηγητών Anastasia Iliopoulou-Penot και Benoît Plessix. Παράλληλα με την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής εργάζεται ως assistant de recherche στην Έδρα OSE-AJIR του Πανεπιστημίου Paris Panthéon-Assas. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα συγκαταλέγονται το διοικητικό, το ενωσιακό και το περιβαλλοντικό με έμφαση στο κλιματικό δίκαιο.

Μετάβαση στο περιεχόμενο