Η σχέση της νομοθετικής εξουσίας με τη δικαστική έχει απασχολήσει εκτεταμένα τη θεωρία και τη νομολογία, ιδίως υπό την εκδοχή της επέμβασης της πρώτης στα έργα της δεύτερης. Η εν λόγω νομοθετική πρακτική, η οποία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων και αναφέρεται κυρίως στην αναδρομική θέσπιση κανόνων δικαίου με τη βούληση αυτοί να καταλάβουν δικαιώματα, σχέσεις ή καταστάσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων ή έχουν ήδη κριθεί από αυτά, θέτει επί τάπητος μείζονα ζητήματα συνταγματικής τάξης αναγόμενα στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών[1].

Την τελευταία δεκαετία –ιδίως από την εποχή των Μνημονίων και μετέπειτα– επανήλθε στο προσκήνιο η προβληματική της έντασης και των ορίων του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Αφορμή υπήρξαν σημαντικές αποφάσεις του ΣτΕ, με τις οποίες κρίθηκε η αντισυνταγματικότητα «μνημονιακών» ρυθμίσεων, κατόπιν της άσκησης ενός πιο εντατικού ελέγχου των νομοθετικών επιλογών από τον δικαστή. Βεβαίως, το ζήτημα της έντασης και των ορίων του δικαστικού ελέγχου αφορά και πάλι στην κλασική συζήτηση της διάκρισης των εξουσιών, υπό την «αντίστροφη όψη»[2]: Όταν ο δικαστής ασκεί έναν εντατικό έλεγχο, ενδέχεται να υπεισέλθει σε κρίσεις που ανήκουν κυριαρχικά στον εκλεγμένο νομοθέτη[3].

Πέραν όμως από το ζήτημα της έντασης και του τρόπου άσκησης του ελέγχου κατά τη διαμόρφωση της ουσιαστικής δικανικής κρίσης, η νομολογία των τελευταίων ετών έφερε και σημαντικές εξελίξεις στο δικονομικό επίπεδο των συνεπειών του ελέγχου. Ειδικότερα, το ζήτημα της συμμόρφωσης των πολιτειακών οργάνων στις δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν έναν νόμο αντισυνταγματικό, φαίνεται να αναδεικνύεται σε πεδίο αιχμής στις σχέσεις δικαστή και νομοθέτη, εντός του ισχύοντος συστήματος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων[4]. Φαίνεται, δηλαδή, να διαμορφώνεται σταδιακά ένα είδος θεσμικού διαλόγου μεταξύ του ΣτΕ και του νομοθέτη, ο οποίος παραπέμπει περισσότερο σε συγκεντρωτικά συστήματα ελέγχου με συνταγματικό δικαστήριο, απομακρυνόμενος από βασικές παραδοχές του ελληνικού συστήματος διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου. Χαρακτηριστικές εκφάνσεις αυτού αποτελούν, αφενός μεν, η χρονική μετάθεση των αποτελεσμάτων των αποφάσεων περί αντισυνταγματικότητας[5], αφετέρου δε, η τάση που έχει διαφανεί στη νομολογία, η οποία φαίνεται να επεκτείνει υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις και στον νομοθέτη[6].

Ιδίως η δεύτερη αυτή νομολογιακή τάση, που φαίνεται να συνάγει από το άρθρο 95 παρ. 5 Συντ. μια παράγωγη υποχρέωση συμμόρφωσης και του νομοθέτη προς τις δικαστικές αποφάσεις, και δη προς τις κρίσεις περί αντισυνταγματικότητας, δημιουργεί προβληματισμό από τη σκοπιά της διάκρισης των εξουσιών και των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του ελληνικού συστήματος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, στο μέτρο που μετουσιώνεται σε υποχρέωση του νομοθέτη να συμμορφώνεται προς τις «υποδείξεις» του δικαστή ως προς την άσκηση του νομοθετικού έργου. Παράλληλα, θέτει ερωτήματα ως προς το εύρος του ελέγχου τον οποίο νομιμοποιούνται να ασκούν τα Τριμελή Συμβούλια Συμμόρφωσης του ν. 3068/2002, ιδίως σε σχέση με τον έλεγχο που ασκούν οι δικαιοδοτικοί σχηματισμοί των δικαστηρίων.

Ι. Νοείται έλεγχος της «συμμόρφωσης» του νομοθέτη υπό το πρίσμα του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ.;

Στο πλαίσιο της παραπάνω προβληματικής, το κεντρικό ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Όταν ένας νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός, ποια είναι η νομική δέσμευση του νομοθέτη από αυτήν τη δικαστική κρίση και ποια τα περιθώρια αντίδρασής του; Συνάγεται από το 95 παρ. 5 Συντ. -που κάνει λόγο για υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης- μία αντίστοιχη/παράγωγη υπόχρεωση συμμόρφωσης και για τον νομοθέτη; Ερώτημα εξαιρετικά κρίσιμο, καθώς ο πραγματικός χαρακτήρας ενός συστήματος ελέγχου, αποκαλύπτεται ακριβώς από τη φύση και το εύρος της υποχρέωσης συμμόρφωσης του νομοθέτη σε μία δικαστική απόφαση που κρίνει έναν νόμο αντισυνταγματικό.

Αφετηρία της εν λόγω προβληματικής αποτελεί η περίφημη υπόθεση του μισθολογίου των «ενστόλων». Με τις ΣτΕ Ολ 2192-2196/2014 είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές οι «μνημονιακές» περικοπές που επέφερε ο ν. 4093/2012 στις αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών και στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και, συνακολούθα, ακυρώθηκε η κανονιστική πράξη που εκδόθηκε σε εκτέλεση του ως άνω νόμου, με την οποία ρυθμίστηκε ο τρόπος αναδρομικής περικοπής των μισθών τους και δη μέσω της παρακράτησης ποσών για το χρονικό διάστημα Αυγούστου-Νοεμβρίου 2012. Λίγους μήνες μετά, εκδόθηκαν τα πρακτικά Τριμ. Συμβ. Συμ. ΣτΕ 10-13/2014 με τα οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση της διοίκησης στις αποφάσεις αυτές και κλήθηκε το Υπουργείο Οικονομικών να συμμορφωθεί όχι μόνο στο ακυρωτικό τους αποτέλεσμα, ήτοι να επιστρέψει τα παρακρατηθέντα ποσά, αλλά και στις πρόσθετες υποχρεώσεις που απέρρεαν ως «αυτόθροη συνέπεια» της διάγνωσης της αντισυγματικότητας, ήτοι να καταβάλει -αναδρομικά, αλλά και για τον εφεξής χρόνο- τις αποδοχές που προέβλεπε το προηγούμενο («προ-μνημονιακό») μισθολόγιο το οποίο και «αναβίωνε»[7].

Ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία συμμόρφωσης της διοίκησης, εκδόθηκε ο ν. 4307/2014, ο οποίος αντικατέστησε αναδρομικά τις κριθείσες αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012 και αποκατέστησε τις αποδοχές των «ενστόλων» περίπου στο μισό σε σχέση με το «προ-μνημονιακό» μισθολόγιο. Με τον τρόπο αυτό, ο νομοθέτης προσπάθησε να «συμμορφωθεί» προς την απαίτηση του δικαστή για αύξηση των αποδοχών, στο μέτρο βέβαια που το επέτρεπαν οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας.

Εντούτοις, παρά την εισαγωγή του νέου βελτιωμένου μισθολογίου, με τις αποφάσεις Τριμ. Συμβ. Συμ. ΣτΕ 18-20/2015 κρίθηκε ότι οι νεότερες ρυθμίσεις δεν συνιστούν πλήρη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις της Ολομέλειας. Το Συμβούλιο Συμμόρφωσης έκρινε ότι «ουδόλως κωλύεται να ελέγξει την παραβατικότητα του νομοθέτη και της διοίκησης», δεδομένου ότι: α) η μερική μόνον συμμόρφωση «ομολογείται» και από τον ίδιο τον νομοθέτη στην αιτιολογική έκθεση και στις συζητήσεις της Βουλής για τον επίμαχο νόμο και β) η διαδικασία ψήφισης του νόμου αυτού άρχισε ικανό χρονικό διάστημα μετά την έναρξη της διαδικασίας συμμόρφωσης ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται ότι το Συμβούλιο Συμμόρφωσης προέβη σε μία κίνηση «δικαστικού μαξιμαλισμού»[8], καθότι δεν περιορίστηκε σε έλεγχο συμμόρφωσης της διοίκησης, αλλά ήλεγξε τη συμμόρφωση του νομοθέτη, υπό το πρίσμα του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, πάντως, από τον συνδυασμό των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 2 και 3 του Ν. 3068/2002 συνάγεται ότι στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης δεν εμπίπτει η εξέταση της συμμόρφωσης του νομοθέτη προς τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας των μισθολογικών ρυθμίσεων του νεότερου ν. 4307/2014 και, κατ’ επέκταση της νομιμότητας της κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού εκδοθείσας κανονιστικής απόφασης, εκφεύγει της αρμοδιότητας του Συμβουλίου Συμμόρφωσης και αποτελεί αντικείμενο νέας δικαστικής κρίσης επί αιτήσεων ακύρωσης κατά της εν λόγω κανονιστικής απόφασης.

Ακόμα πιο αυστηρή στάση υιοθέτησε το Δικαστήριο με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1125/2016, καθόσον έκρινε ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί, εφόσον τα αρμόδια δικαστικά όργανα, δηλαδή τα Τριμελή Συμβούλια Συμμόρφωσης, έχουν ήδη υποδείξει στην διοίκηση τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, να καθιστά, με ειδικές διατάξεις, ανενεργή την εκκρεμή διαδικασία συμμόρφωσης, καταστρατηγώντας την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις. Κατά το Δικαστήριο, οι επίμαχες ρυθμίσεις του νεότερου μισθολογίου ν. 4307/2014 ήταν αντισυνταγματικές, ως παραβιάζουσες το άρθρο 95 παρ. 5 Συντ., καθότι έδιναν στη διοίκηση το νομοθετικό έρεισμα να αποφύγει την πλήρη συμμόρφωση προς τις ΣτΕ Ολ 2192-96/2014. Κατά τον τρόπο αυτό, το Δικαστήριο κατέληξε να επεκτείνει την, κατ’ άρθρο 95 παρ. 5 Συντ., υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις και στον νομοθέτη, υπαγορεύοντάς του το περιεχόμενο της ρύθμισής του. Υπαγορεύοντας του, δηλαδή, ότι οι αποδοχές των «ενστόλων» θα έπρεπε να αποκατασταθούν πλήρως στα «προ-μνημονιακά» επίπεδα, χωρίς να δίνεται κανένα περιθώριο στον νομοθέτη να επιληφθεί διαφορετικά του ζητήματος[9].

Η παραπάνω κρίση στηρίζεται σε μία πρωτότυπη ερμηνευτική κατασκευή, η οποία έκτοτε επαλαμβάνεται συχνά στη νομολογία του ΣτΕ[10]: Σύμφωνα με αυτήν, από το άρθρο 95 παρ. 5 Συντ. δεν συνάγεται μόνο ότι η διοίκηση οφείλει να θεωρήσει ανίσχυρη την διοικητική πράξη που ακυρώθηκε και να αποκατάστησει συναφώς την διαμορφωθείσα πραγματική και νομική κατάσταση· συνάγεται περαιτέρω ότι η διοίκηση -και κατ’ επέκταση ο νομοθέτης- οφείλει να «θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στον νομικό κόσμο την νομοθετική πράξη που κρίθηκε αντίθετη προς συνταγματικές διατάξεις» και «να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε ισχύσει η κριθείσα αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθετική πράξη».

Αυτή η σκέψη βέβαια προβληματίζει, καθότι φαίνεται να εξομοιώνει τον έλεγχο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, με τον δικαστικό έλεγχο της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων, παραγνωρίζοντας τις ουσιώδεις διαφορές τους[11]. Από τη μία μεριά, ο έλεγχος των διοικητικών πράξεων είναι κύριος, οδηγεί στην erga omnes ακύρωση της παράνομης πράξης και είναι έλεγχος της συμφωνίας του περιεχομένου της διοικητικής πράξης με τον νόμο, δεδομένου ότι η διοικητική πράξη υπόκειται στην αρχή της νομιμότητας. Από την άλλη μεριά, ο έλεγχος (αντι)συνταγματικότητας των νόμων είναι παρεμπίπτων, οδηγεί όχι στην erga omnes ακύρωση του αντισυνταγματικού νόμου –δεν έχουμε, άλλωστε συνταγματικό δικαστήριο στη χώρα μας που να διαθέτει εξουσία κατάργησής του[12]– αλλά στη μη εφαρμογή της κριθείσας ως αντισυνταγματικής διάταξης στη συγκεκριμένη και μόνο περίπτωση, είναι δε έλεγχος όχι της συμφωνίας, αλλά της μη αντίθεσής της με το Σύνταγμα[13]. Δεν νοείται αρχή της «συνταγματικής νομιμότητας» που να δεσμεύει τη δράση του νομοθέτη, κατά τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που η αρχή της νομιμότητας δεσμεύει τη δράση της διοίκησης[14].

Ενόψει τούτων, δημιουργεί προβληματισμό η ερμηνευτική κατασκευή ότι από το άρθρο 95 παρ. 5 Συντ. συνάγεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να θεωρήσει «ανίσχυρη» την κριθείσα ως αντισυνταγματική διάταξη, δεδομένου ότι στο σύστημά μας, η αντισυνταγματική διάταξη απλώς παραμερίζεται, χωρίς να θίγεται κατά τα λοιπά η ισχύς της. Ομοίως, δημιουργεί προβληματισμό η σκέψη ότι ο νομοθέτης οφείλει να «αποκαταστήσει» τα πράγματα στην κατάσταση που θα βρίσκονταν αν δεν είχε ισχύσει η αντισυνταγματική διάταξη. Διότι, κάτι τέτοιο δημιουργεί το ερώτημα: Με ποιο κριτήριο πρέπει να λάβει χώρα αυτή η νομοθετική «αποκατάσταση»; Με βάση μία constitutione ferenda τοποθέτηση του Δικαστηρίου, που θα υποδεικνύει στον νομοθέτη τον πώς θα πρέπει να νομοθετήσει συμμορφούμενος προς αυτήν;

Νομίζουμε ότι η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι ότι στο σύστημά μας δεν μπορεί να γίνει λόγος για μία τέτοια νομική υποχρέωση του νομοθέτη να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις περί αντισυνταγματικότητας. Κατ’ αρχάς, λόγω του γράμματος του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ. που αναφέρεται στην υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης και όχι του νομοθέτη. Ιδιαίτερα όμως, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ο δικαστής δεν αποφαίνεται μόνο για την αντισυνταγματικότητα μιας διάταξης στη συγκεκριμένη ένδικη διαφορά, αλλά έχει λόγο και δη καθοριστικό ως προς το θετέο δίκαιο. Όμως, μία τέτοια θεώρηση στο μέτρο που προκαταλαμβάνει την νομοθετική εξουσία και την υποχρεώνει σε νομοθέτηση συγκεκριμένου περιεχομένου ρυθμίσεων, σύμφωνα με την συνταγματική ερμηνεία που προκρίνεται από τον δικαστή, ισοδυναμεί με παραβίαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντ.) και αλλοίωση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του ελληνικού συστήματος ελέγχου (άρθρα 88 παρ. 2 και 93 παρ. 4 Συντ.)[15].

Βεβαίως, η απόφαση περί αντισυνταγματικότητας ενός ανώτατου δικαστηρίου, αν και δεν δεσμεύει τυπικώς τον νομοθέτη, εντούτοις παράγει μία ευρύτερη ουσιαστική δεσμευτικότητα. Δημιουργεί ένα ισχυρό νομολογιακό προηγούμενο που μπορεί να ανοίγει έναν νέο κύκλο δικαστικών αγώνων που θα επιβαρύνει τόσο τους πολίτες όσο και τα δικαστήρια, ενώ το ζήτημα είναι κατ’ ουσίαν λυμένο. Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές η ασφαλέστερη οδός για την αντιμετώπιση των πολλαπλασιαστικών συνεπειών μίας τέτοιας απόφασης, είναι, κατ’ αρχήν, η αντίδραση του νομοθέτη με την θέσπιση ενός διορθωτικού νόμου που θα εναρμονίζεται προς το σκεπτικό του δικαστηρίου. Όμως, υπό την έννοια αυτή, μπορεί να γίνει λόγος μόνον για μία εν ευρεία εννοία δικαιοπολιτική υποχρέωση του νομοθέτη να «συμμορφωθεί» προς την απόφαση περί αντισυνταγματικότητας – όχι για υποχρέωση νομική[16].

Αν ο νομοθέτης παραλείπει να συμβάλει στην κατεύθυνση αυτή, με την κατάργηση ή την αντικατάσταση του αντισυνταγματικού νόμου, δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος να υποχρεωθεί νομικά προς τούτο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει στην ελληνική έννομη τάξη ένδικο βοήθημα με αίτημα την αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας νομοθετικής παράλειψης (σε αντίθεση με την αίτηση ακύρωσης κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της διοίκησης)[17]. Εξάλλου, σε περίπτωση που ο νομοθέτης πράγματι αποφασίσει να αντιδράσει με τη θέσπιση ενός «διορθωτικού» νόμου, διαθέτει ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς το περιεχόμενο αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κωλύεται να επιλέξει να ρυθμίσει με ένα διαφορετικό τρόπο τα σχετικά ζητήματα, μεταβάλλοντας τις κείμενες ουσιαστικές ρυθμίσεις για το μέλλον ή ακόμη και αναδρομικώς[18].

Στην περίπτωση αυτή, όμως, ο νεότερος «διορθωτικός» νόμος θα ελεγχθεί στο πλαίσιο του άρθρου 93 παρ. 4 Συντ. ως προς την τυχόν αντισυνταγματικότητά του, και όχι επί τη βάσει του άρθρου του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ., δηλαδή ως συμμόρφωση του νομοθέτη στην προηγούμενη απόφαση[19].

Εξάλλου, αν γίνει δεκτό ότι το δεδικασμένο καλύπτει και την κρίση περί αντισυνταγματικότητας, ως στοιχείο της αιτιολογίας της απόφασης συνδεόμενο άρρηκτα με το συμπέρασμα που γίνεται δεκτό στο διατακτικό της και περιλαμβανόμενο στο «κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα»[20], αυτό ισχύει αποκλειστικά μεταξύ των διαδίκων, ως προς τη συγκεκριμένη νομική και ιστορική αιτία της διαφοράς, χωρίς να αναπτύσσει νομική δεσμευτικότητα έξω από το πλαίσιο της συγκεκριμένης δίκης[21]. Το υπό αυτήν την έννοια δεδικασμένο, καλύπτει μόνο τις αρνητικές κρίσεις ως προς την αντίθεση της νομοθετικής διάταξης προς το Σύνταγμα – αυτές είναι κατ’ ακριβολογία οι κρίσεις περί αντισυνταγματικότητας. Αντιθέτως, το δεδικασμένο δεν καλύπτει κρίσεις που υποδεικνύουν θετικά το περιεχόμενο μίας συμβατής με το Σύνταγμα ρύθμισης, καθότι οι κρίσεις αυτές, έχοντας τον χαρακτήρα των obiter dicta, δεν βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το τελικό συμπέρασμα της απόφασης, ως μη αναγκαίες για την άσκηση του ελέγχου (αντι)συνταγματικότητας, ο οποίος είναι έλεγχος μη αντίθεσης και όχι συμφωνίας του νόμου με το Σύνταγμα[22].

Ενόψει των ανωτέρω, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι δεν νοείται, κατ’ αρχήν, έλεγχος του νεότερου «διορθωτικού» νόμου στο πλαίσιο του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ. και υπό το πρίσμα της παραβίασης του δεδικασμένου της κρίσης περί της αντισυνταγματικότητας του προγενέστερου νόμου, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν οι βασικές προϋποθέσεις του δεδικασμένου. Ειδικότερα:

α. Όταν ο «διορθωτικός» νόμος θεσπίζει γενικές διατάξεις με ισχύ για το μέλλον, ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι διαφορετικές, παρεμφερείς ή και ταυτόσημες με αυτές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές, δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας, δεδομένου ότι η κρίση αυτή αφορά αποκλειστικά τη συγκεκριμένη διαφορά και, επομένως, δεν μπορεί να καλύπτει τη συνταγματικότητα ή μη ενός μεταγενέστερου νομοθετήματος που δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά τη διαφορά αυτήν[23].

β. Αντίστοιχα, όταν ο «διορθωτικός» νόμος θεσπίζει γενικές διατάξεις με αναδρομική ισχύ, οι οποίες δεν είναι ταυτόσημες, κατά κανονιστικό περιεχόμενο, με αυτές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές, δεν παραβιάζεται το δεδικασμένο της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας, ακόμα κι αν οι διατάξεις καταλαμβάνουν ρυθμιστικά την κριθείσα διαφορά, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ταυτότητα νομικής βάσης – εισάγεται ρύθμιση διαφορετική από αυτήν που κρίθηκε αντισυνταγματική[24].

γ. Εξαίρεση μπορεί, ενδεχομένως, να νοηθεί, μόνο στην όλως εξαιρετική περίπτωση που: α) ο μεταγενέστερος νόμος θεσπίζει απολύτως ταυτόσημες, κατά κανονιστικό περιεχόμενο, διατάξεις με αυτές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές και β) προσδίδει σε αυτές αναδρομική ισχύ, καταλαμβάνοντας την κριθείσα διαφορά. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου (ταυτότητα νομικής και ιστορικής βάσης), ο δε μεταγενέστερος νόμος επιτρέπει στη διοίκηση να επανεκδώσει «όμοια»[25] πράξη με αυτή που ακυρώθηκε δικαστικά, εισάγοντας μία μορφή έμμεσης κύρωσής της. Επιτρέπει, δηλαδή, στην διοίκηση να επανεκδώσει πράξη που φέρει την ίδια πλημμέλεια –την ίδια αντισυνταγματικότητα των διατάξεων επί των οποίων ερείδεται, λόγω του ταυτοσήμου τους με τις αρχικές διατάξεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

Ενόψει τούτων, μόνο ίσως στην ακραία περίπτωση που ο νομοθέτης επαναθέσπιζε αναδρομικά ακριβώς αυτό που κρίθηκε αντισυνταγματικό, θα ήταν νοητός ο έλεγχος του μεταγενέστερου νόμου, υπό το πρίσμα του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ. και της παραβίασης του δεδικασμένου της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας του προγενέστερου νόμου.

Η περίπτωση αυτή θα φάνταζε, βέβαια, ως ένα τελείως θεωρητικό σενάριο, αν σε δύο πρόσφατα παραδείγματα δεν είχαμε μία τέτοια νομοθετική αντίδραση. Ειδικότερα:

α. Το πρώτο παράδειγμα αφορά την περίφημη υπόθεση της μεταβίβασης των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ προς την ΕΕΣΥΠ (το λεγόμενο Υπερταμείο). Με τις ΣτΕ Ολ 190-191/2022,  κρίθηκε ως αντίθετη προς το Σύνταγμα, η μεταβίβαση προς την ΕΕΣΥΠ του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ, ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου, με το σκεπτικό ότι το Σύνταγμα απαιτεί να τελούν οι ως άνω κοινωφελείς Εταιρείες όχι απλώς υπό την εποπτεία, αλλά υπό τον ουσιαστικό έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου, πράγμα που προϋποθέτει την κατοχή από το Δημόσιο της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου των εταιριών αυτών. Κατά συνέπεια, η μεταβίβαση κρίθηκε αντισυνταγματική, καθότι: α) δεν επιφυλάσσεται στο Δημόσιο o έλεγχος της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, ούτε εμμέσως μέσω της παρεμβαλλόμενης ΕΥΣΥΠ, εφόσον το Δημόσιο, καίτοι μοναδικός μέτοχος της ΕΕΣΥΠ δεν ασκεί πλήρη έλεγχο επί του Διοικητικού της Συμβουλίου και β) η ΕΕΣΥΠ ΑΕ, ν.π.ι.δ. παρεμβαλλόμενο μεταξύ του Δημοσίου και της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, επιδιώκει, προεχόντως, σκοπούς ταμειακούς και ταμιευτικούς, με τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας προσιδιάζοντα στην εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών, σκοποί οι οποίοι είναι εγγενώς ασύμβατοι προς τον κοινωφελή προορισμό των ως άνω εταιρειών και την υδροδότηση/αποχέτευση ως δημόσια υπηρεσία.

Αμέσως μετά την έκδοση των αποφάσεων της Ολομέλειας, ακολούθησε η αντίδραση του νομοθέτη με τη θέσπιση των άρθρων 114 και 115 του ν. 4964/2022,  τα οποία και ισχυροποίησαν την κριθείσα από το ΣτΕ ως αντισυνταγματική, μεταβίβαση των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ. Κατά τις νέες διατάξεις, «η μεταβίβαση προς την ΕΕΣΥΠ των μετοχών των εταιρειών ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, κυριότητας του ελληνικού δημοσίου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 197 του ν. 4389/2016, θεωρείται από της ισχύος του παρόντος σύννομη και ισχυρή ως προς όλες τις συνέπειες». Περαιτέρω, ορίζεται ότι δεν απαιτείται επανάληψη των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία ενεργειών και διαδικασιών που προηγούνται ή έπονται της μεταβίβασης των ανωτέρω μετοχών στην ΕΕΣΥΠ. Τέλος, αναγνωρίζονται ως έγκυρες και σύννομες όλες οι πράξεις και αποφάσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα μετά τη μεταβίβαση προς την ΕΕΣΥΠ των μετοχών των εταιρειών ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ κυριότητας του ελληνικού δημοσίου, βάσει του άρθ. 197 παρ. 1 του Ν. 4389/2016.

Με αιτήσεις ενώπιον του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης του ΣτΕ, οι αιτούντες υποστηρίξαν ότι με την εν λόγω νομοθετική επέμβαση το Δημόσιο δεν συμμορφώθηκε στα κριθέντα. Με τα πρακτικά Τριμ. Συμβ. Συμ. ΣτΕ 7-8/2023, οι αιτήσεις έγιναν δεκτές. Το Συμβούλιο Συμμόρφωσης έκρινε ότι ο νομοθέτης ενέμεινε στην αρχική του επιλογή περί της μεταβίβασης των μετοχών στο Υπερταμείο, χωρίς ωστόσο να μεταβάλλει κρίσιμες ρυθμίσεις του προηγούμενου νόμου, ενόψει των οποίων η μεταβίβαση κρίθηκε αντισυνταγματική[26]. Εξάλλου, ενόψει της ρύθμισης που αναγνωρίζει ως νόμιμες όλες τις εν τω μεταξύ εκδοθείσες πράξεις, το Συμβούλιο κρίνει ότι η ισχυροποίηση της μεταβίβασης των μετοχών επενεργεί αναδρομικά, «επικυρώνοντας κατ’ ουσίαν»[27] και τις ίδιες τις ακυρωθείσες πράξεις της μεταβίβασης. Ενόψει τούτων, και στο μέτρο που με τον μεταγενέστερο νόμο επαναθεσπίστηκαν αναδρομικά ταυτόσημες, κατά κανονιστικό περιεχόμενο, ρυθμίσεις με αυτές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές, μάλλον ορθώς, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεών μας, το Συμβούλιο Συμμόρφωσης ήλεγξε την εν λόγω νομοθετική παρέμβαση και έκρινε ότι αυτή παραβιάζει το άρθρο 95 παρ. 5 Συντ., -χρησιμοποιώντας πάντως μια συλλογιστική που δεν φαίνεται να συνέβαλε στην αποκατάσταση της δογματικής καθαρότητας[28].

β. Το δεύτερο παράδειγμα αντλείται από την πρόσφατη νομολογία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Με τη ΔΕφΑθ 1882/2023 (και σειρά όμοιων αποφάσεων του ΔΕφΑθ) κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 74 του ν. 4873/2021, που προέβλεψαν την υποχρεωτική μετάταξη του πολιτικού προσωπικού που υπηρετούσε σε ορισμένη Υποδιεύθυνση της ΕΥΠ σε συνιστώμενες προσωποπαγείς θέσεις υπηρεσιών της ΕΛΑΣ, κατά παρέκκλιση οποιασδήποτε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης. Κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου, οι επίμαχες διατάξεις ήταν αντίθετες στο Σύνταγμα, ως θεσπίζουσες ρύθμιση ατομικού χαρακτήρα εις βάρος του μετατασσόμενου προσωπικού, κατ’ απόκλιση από την συνταγματική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, χωρίς να προκύπτει ότι συντρέχουν ειδικές περιστάσεις ή επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσαν την απόκλιση αυτή.

Κατόπιν τούτων, και ενόσω εκκρεμούσε η συμμόρφωση της διοίκησης προς τις αποφάσεις αυτές, η οποία αυτονοήτως περιελάβανε την επιστροφή του μεταταχθέντος προσωπικού στις υπηρεσίες της ΕΥΠ, έλαβε χώρα νομοθετική παρέμβαση. Ειδικότερα, ψηφίστηκε ο ν. 5086/2024 με το άρθρο 32 του οποίου, προβλέφθηκε εκ νέου –και δη αναδρομικώς– η υποχρεωτική μετάταξη του συγκεκριμένου προσωπικού από την ΕΥΠ στην ΕΛΑΣ, με ταυτόχρονη κατάργηση –επίσης αναδρομικώς– της συγκεκριμένης Υποδιεύθυνσης της ΕΥΠ στην οποία υπηρετούσε το μετατασσόμενο προσωπικό. Οι αιτούντες ενώπιον του Συμβουλίου Συμμόρφωσης του ΔΕφΑθ υποστήριξαν ότι με τον νέο νόμο επιχειρείται η καταστρατήγηση της υποχρέωσης συμμόρφωσης και ζήτησαν από το Συμβούλιο να ελέγξει την νέα ρύθμιση, υπό το πρίσμα της παραβίασης του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ.

Με το πρακτικό Τριμ. Συμβ. Συμ. ΔΕφΑθ 1602/2024 (και σειρά ομοίων πρακτικών), το Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Δ΄ Τμήματος του ΔΕφΑθ έκρινε η νεότερη νομοθετική ρύθμιση, όχι μόνο δεν αποτελεί ενέργεια προς την κατεύθυνση της συμμόρφωσης, αλλά αντίθεση προς αυτήν, καθόσον με αυτήν επιχειρείται η αναδρομική ισχυροποίηση μίας νομοθετικής παρέμβασης που κρίθηκε αντίθετη προς το Σύνταγμα. Έτσι, έκανε δεκτές τις αιτήσεις συμμόρφωσης, συνεχίζοντας τη νομολογιακή γραμμή των πρακτικών Τριμ. Συμβ. ΣτΕ 7-8/2023.

Πάντως, παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι επί της ίδιας υπόθεσης, το Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Ε΄ Τμήματος του ίδιου Δικαστηρίου, διαφοροποίηθηκε από την παραπάνω κρίση του Δ΄ Τμήματος, κατά την εξέταση όμοιων αιτήσεων συμμόρφωσης. Ειδικότερα, με την απόφαση Τριμ. Συμβ. Συμ ΔΕφΑθ 2127/2024 (και σειρά ομοίων αποφάσεων), το Δ΄ Τμήμα δέχθηκε ότι η νεότερη νομοθετική ρύθμιση δεν συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης συμμόρφωσης και του δεδικασμένου που απορρέει από τις παραπάνω αποφάσεις, κρίνοντας, αφενός, ότι οι νεότερες διατάξεις δεν έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο με αυτές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές, αλλά διαφοροποιούνται σε ουσιώδη σημεία (π.χ. καταργείται η συγκεκριμένη Υποδιέυθυνση της ΕΥΠ) και, αφετέρου, ότι δεν οδηγούν σε ευθεία κύρωση των διοικητικών πράξεων που ακυρώθηκαν (απαιτείται η έκδοση νέων πράξεων μετάταξης και τοποθέτησης στην ΕΛ.ΑΣ βάσει των νέων ρυθμίσεων). Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Ε΄ Τμήματος απέρριψε τις αιτήσεις, κάνοντας δεκτό ότι η κρίση περί της τυχόν αντισυνταγματικότητας των νεότερων διατάξεων δεν ανήκει στην αρμοδιότητά του, αλλά μπορεί να ελεγχθεί μόνον στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου επί τυχόν προσβολής των διοικητικών πράξεων που θα εκδοθούν κατ’ εφαρμογή των αυτών διατάξεων.

ΙΙ. Η έκταση του ελέγχου των Τριμελών Συμβουλίων Συμμόρφωσης του ν. 3068/2002

Η παραπάνω επισκόπηση της νομολογίας φαίνεται μάλλον να επιβεβαιώνει τη θέση ότι στο σύστημά μας δεν νοείται νομική υποχρέωση συμμόρφωσης του νομοθέτη προς τις αποφάσεις περί αντισυνταγματικότητας, με την έννοια της δέσμευσής του να νομοθετήσει με συγκεκριμένο τρόπο ως δήθεν υλοποίηση της υποχρέωσής του να συμμορφωθεί προς το δεδικασμένο της απόφασης, εκτός αν επαναθεσπίζει αναδρομικά ρυθμίσεις απολύτως ταυτόσημες με τις μη εφαρμοστέες.

Για αυτόν τον λόγο και ο έλεγχος του μεταγενέστερου «διορθωτικού» νόμου θα πρέπει να ασκείται, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο του άρθρου 93 παρ. 4 Συντ., ως έλεγχος της τυχόν αντισυνταγματικότητας του με κριτήριο αναφοράς τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος, και όχι στο πλαίσιο του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ., ως έλεγχος συμμόρφωσης του νομοθέτη.

Απόρροια των παραπάνω είναι ότι στην αρμοδιότητα των Τριμελών Συμβουλίων Συμμόρφωσης του ν. 3068/2002, τα οποία, κατά το Σύνταγμα, είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο της συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, δεν εμπίπτει ο έλεγχος της «συμμόρφωσης» του νομοθέτη. Κατά τη σχετική νομολογία των Συμβουλίων Συμμόρφωσης –η οποία πάντως, εμφανίζει ενίοτε διακυμάνσεις– ο έλεγχος της συνταγματικότητας του «διορθωτικού» νόμου, δεν εντάσσεται στις αρμοδιότητές τους, αλλά αποτελεί αντικείμενο νέας κρίσης από τους δικαιοδοτικούς σχηματισμούς των δικαστηρίων επί της δικαστικής προσβολής των διοικητικών πράξεων που θα εκδοθούν κατ’ εφαρμογή του νόμου αυτού[29].

Το ζήτημα, όμως, το οποίο ήδη τέθηκε, είναι αν στα αρμοδιότητα των Συμβουλίων Συμμόρφωσης ανήκει ο έλεγχος του μεταγενέστερου νόμου, στην εξαιρετική περίπτωση που ο αυτός θεσπίζει ταυτόσημες διατάξεις με αυτές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές και προσδίδει σε αυτές αναδρομική ισχύ, καταλαμβάνοντας την κριθείσα διαφορά. Όπως είπαμε παραπάνω, μόνο σε αυτήν την ακραία περίπτωση είναι ενδεχομένως νοητός ο έλεγχος του μεταγενέστερου νόμου υπό το πρίσμα του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ., ενόψει της παραβίασης του δεδικασμένου της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας του προγενέστερου νόμου.

Τα πρόσφατο Πρακτικό Τριμ. Συμβ. Συμ. ΔΕφΑΘ 1602/2024, που επαναδιατυπώνει στην μείζονά του με πιο ευκρινή τρόπο τις σκέψεις των Πρακτικών Τριμ. Συμβ. Συμ. ΣτΕ 7-8/2023, δέχεται την αρμοδιότητα των Συμβουλίων να διενεργήσουν τον σχετικό έλεγχο στην περίπτωση αυτή, με το εξής σκεπτικό: «…από τον συνδυασμό των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 και 3 παρ. 1 του ν. 3068/2002 συνάγεται ότι στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Συμβουλίου δεν εμπίπτει, κατ’ αρχήν, ο έλεγχος της συνταγματικότητας διατάξεων τυπικού νόμου, μεταγενέστερου της δικαστικής αποφάσεως, προς την οποία την συμμόρφωση εξετάζει το Τριμελές Συμβούλιο, όταν με τον νόμο αυτόν εισάγονται στην έννομη τάξη νέες ρυθμίσεις για το μέλλον, διαφορετικές κατά περιεχόμενο από τις ρυθμίσεις του προγενέστερου νόμου που είχε αποτελέσει έρεισμα των ακυρωθεισών από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ή Διοικητικού Δικαστηρίου) διοικητικών πράξεων, στο πλαίσιο της ενώπιόν του δίκης με αντικείμενο την ακύρωση των πράξεων αυτών (πρβλ. αποφάσεις Τριμ. Συμβ. ΣτΕ 17/2022 Ολομ, 3/2020 Ολομ, 20/2019 Ολομ, 19/2017 Ολομ). Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία ο νομοθέτης – επιχειρώντας να συμμορφωθεί στα κριθέντα από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ή Διοικητικού Δικαστηρίου) ως προς συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες είχαν αποτελέσει αντικείμενο της δικαστικής κρίσης κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας τυπικού νόμου, που αποτελούσε το έρεισμα των ακυρωθεισών διοικητικών πράξεων – εισάγει νέες ρυθμίσεις σχετικές με το κριθέν ζήτημα, ενώ η κριθείσα ως αντίθετη στο Σύνταγμα νομοθετική παρέμβαση παραμένει ισχυρή, το Τριμελές Συμβούλιο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του, όχι μόνο δεν κωλύεται, λόγω της εκδόσεως του μεταγενέστερου αυτού νόμου, να εξετάσει εάν εχώρησε συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την δικαστική απόφαση, αλλά υποχρεούται να το πράξει. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε φαλκίδευση του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος να τυγχάνουν οι διάδικοι αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αλλά και σε καταστρατήγηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δεδικασμένο δικαστικών αποφάσεων, το οποίο αποτελεί ειδικότερη έκφανση της επίσης θεμελιώδους αρχής της διακρίσεως των εξουσιών (αποφάσεις Τριμ. Συμβ. ΣτΕ 8/2023 Ολομ., 18/2015 Ολομ, 19/2017 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 1125/2016 Ολομ.)»[30].

Από την παραπάνω σκέψη προκύπτει ευκρινώς ότι τα Τριμελή Συμβούλια Συμμόρφωσης δεν έχουν «κατ’ αρχήν» αρμοδιότητα ελέγχου του διορθωτικού νόμου, εντούτοις μπορούν να προβούν σε σχετικό έλεγχο υπό το πρίσμα του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ., μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που ο νομοθέτης παρεμβαίνει στην εκκρεμή διαδικασία συμμόρφωσης για να «ισχυροποιήσει» την αντίθετη προς τη Σύνταγμα ρύθμισή του, μέσω της επαναθέσπισης ταυτοσήμων διατάξεων με αναδρομική ισχύ με αυτές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

Σε κριτική της παραπάνω θέσης, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο έλεγχος ενός νόμου, ακόμα και υπό αυτό το πρίσμα, μάλλον δύσκολα μπορεί να ενταχθεί στις «διοικητικής φύσεως αρμοδιότητες» που επιφυλάσσει το Σύνταγμα, στο άρθρο 94 παρ. 4, στα Τριμελή Συμβούλια Συμμόρφωσης[31]. Εντούτοις, από την άλλη μεριά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι εφόσον τα Τριμελή Συμβούλια του ν. 3028/2002 θεσπίστηκαν ακριβώς προς εξασφάλιση της, κατ’ αρθρον 95 παρ. 5 Συντ. υποχρέωσης συμμόρφωσης, τότε νομιμοποιούνται, σε αυτήν την εξαιρετική περίπτωση, να ελέγχουν τον νόμο ως προς την παραβίαση του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ., χωρίς κατά τα λοιπά να ελέγχουν τη συνταγματικότητα του ως προς την παραβίαση των λοιπών διατάξεων του Συντάγματος, έλεγχος που ανήκει στην αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών σχηματισμών των δικαστηρίων. Εξάλλου, η παραπάνω νομολογιακή θέση φαίνεται μάλλον να κατατείνει στην πληρέστερη εξασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των διαδίκων. Και τούτο, διότι στην περίπτωση που ο νομοθέτης επαναθεσπίζει αναδρομικά ίδιες διατάξεις με αυτές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές προς τον σκοπό της ανατροπής των κριθέντων, θα ήταν μάλλον ανεπιεικές, από την άποψη της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, οι νισήσαντες διάδικοι να μην μπορούν να παραπονεθούν ενώπιον των Συμβουλίων Συμμόρφωσης, αλλά να πρέπει να επωμιστούν το βάρος ενός νέου δικαστικού αγώνα, προσβάλλοντας τις πράξεις που τυχόν θα εκδοθούν κατ’ εφαρμογή του νέου νόμου ενώπιον των δικαιοδοτικών σχηματισμών των δικαστηρίων. Άλλωστε, ενδέχεται να μην έχουν καν τη σχετική δυνατότητα, δεδομένου ότι μπορεί να μην εκδοθούν νέες πράξεις κατ’ εφαρμογή του νέου νόμου ή ακόμη και ο ίδιος ο νόμος μπορεί να αποκλείει την έκδοση νέων πράξεων –ακριβώς για να καταστεί αδύνατη η επαναφορά της υπόθεσης ενώπιον των δικαιοδοτικών σχηματισμών των δικαστηρίων[32]. Ιδίως σε αυτές τις περιπτώσεις, η αποφυγή της δημιουργίας ενός κενού δικαστικής προστασίας, φαίνεται να δικαιολογεί την άσκηση του σχετικού ελέγχου ήδη στο επίπεδο των Τριμελών Συμβουλίων Συμμόρφωσης.

Επίλογος

Το κεντρικό ερώτημα που τέθηκε στην μελέτη είναι αν η κατ’ άρθρον 95 παρ. 5 Συντ., υποχρέωση συμμόρφωσης μπορεί να επεκταθεί και στον νομοθέτη ως προς τις αποφάσεις περί αντισυνταγματικότητας. Η θέση που υποστηρίξαμε είναι ότι μία τέτοια νομική υποχρέωση συμμόρφωσης δεν υφίσταται στο σύστημά μας. Πρώτον, γιατί κάτι τέτοιο υπερβαίνει το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ. που κάνει λόγο για υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης -και όχι του νομοθέτη- στις δικαστικές αποφάσεις. Δεύτερον, διότι μία τέτοια θεώρηση στο μέτρο που μετουσιώνεται σε υποχρέωση του νομοθέτη να «συμμορφώνεται» προς τις υποδείξεις του δικαστή ως προς την άσκηση του νομοθετικού του έργου, φαίνεται να προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών και στα όρια του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας, όπως ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη.

Με αυτά τα δεδομένα, στο ελληνικό σύστημα ελέγχου, ένα σύστημα «ασθενούς τύπου» με βάση την τυπολογία του Tushnet που ακολουθεί ο Καϊδατζής[33], η συνταγματική ερμηνεία που δόθηκε από τον δικαστή στο πλαίσιο μία προηγούμενης δίκης δεν έχει το στοιχείο της κανονιστικής οριστικότητας. Δεν δεσμεύει, δηλαδή, τον νομοθέτη, ο οποίος και μπορεί να επανέλθει, εκδίδοντας ένα νέο νόμο με τον οποίο ερμηνεύει και εφαρμόζει με διαφορετικό τρόπο το Σύνταγμα, η δε συνταγματικότητα των νέων νομοθετικών επιλογών θα κριθεί εκ νέου από τον δικαστή, υπό το πρίσμα του άρθρου 93 παρ. 4 Συντ. και όχι του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ. Βεβαίως, τα ευρέα περιθώρια αντίδρασης που ο νομοθέτης, κατά το Σύνταγμα, διαθέτει απέναντι σε μία απόφαση που κρίνει παρεμπιπτόντως την αντισυνταγματικότητα ενός νόμου, δεν μπορούν να εξικνούνται μέχρι την ανατροπή δικαστικών αποφάσεων, με την επαναθέσπιση, με αναδρομική ισχύ, αυτού ακριβώς που κρίθηκε αντισυνταγματικό. Μία τέτοια νομοθετική επέμβαση φαίνεται να κινείται εκτός των ορίων που θέτουν τα άρθρα 26 και 95 παρ. 5 Συντ., ενεργοποιώντας την άσκηση του σχετικού ελέγχου από τα δικαστήρια και τα Τριμελή Συμβούλια Συμμόρφωσης.

 

[1] Από τη νομολογία του ΣτΕ που εμπλουτίσθηκε ουσιωδώς από την επίδραση και της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ, μπορούν να εντοπισθούν σχηματικά τρεις κατηγορίες περιπτώσεων επέμβασης του νομοθέτη στην απονομή της δικαιοσύνης: α) η θέσπιση αναδρομικών ρυθμίσεων που καταλαμβάνουν έννομες σχέσεις και δικαιώματα των οποίων εκκρεμεί η εκδίκαση ή τα οποία έχουν τελεσιδίκως ή αμετακλήτως κριθεί, β) η αναδρομική κύρωση διοικητικών πράξεων και γ) η θέσπιση ατομικής διοικητικής πράξης με νόμο. Βλ. ενδεικτικά  Χρήστου Β., Από την κύρωση στη θέσπιση διοικητικών πράξεων δια τυπικού νόμου, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2010 · Τσεβάς Α., «Θέσπιση διοικητικής πράξης με νόμο», στον Τιμητικό Τόμο του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 463 επ. · Μαντζούφας Π., «H επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα έργα της δικαστικής», ΕφημΔΔ 6/2008, σ. 863 επ.

[2] Πρεβεδούρου Ευ./Τσιγαρίδας Β., «Παρατηρήσεις στην ΤρΔΠρΘεσ 394/2022 (Ακυρ) – Προσδιορισμός του περιεχομένου των διοικητικών ενεργειών συμμόρφωσης», ΘΠΔΔ 4/2023, σ. 424 επ.

[3] Βενιζέλος Ευ., Η οικονομική κρίση ως δικανική πρόκληση, Η καμπύλη του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των μνημονιακών μέτρων, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2020 · Πατσίκας Δ., Η συνταγματική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.

[4] Για τη σχετική προβληματική, βλ., αναλυτικότερα, Καζάκο Ι.-Ν., Η συμμόρφωση της διοίκησης στις αποφάσεις περί αντισυνταγματικότητας ως πεδίο αιχμής στις σχέσεις δικαστή και νομοθέτη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023 · Τασόπουλο Γ.,«Η αναδιάταξη των σχέσεων του νομοθέτη και του δικαστή στο ελληνικό σύστημα της συνταγματικότητας των νόμων: από τη συμμόρφωση της διοίκησης στη συμμόρφωση του νομοθέτη;», ΘΠΔΔ 12/2019, σ. 1085 επ

[5] Βλ., συναφώς, ΣτΕ Ολ 4741/2014, 2287-90/2015, καθώς και την πρόσφατη ΣτΕ Ολ 1408/2022. Για το ζήτημα αυτό, βλ., αναλυτικότερα, Μπουκουβάλα Β., «Η μετάθεση του χρόνου έναρξης του ανίσχυρου του αντισυνταγματικού νόμου στο ελληνικό σύστημα ελέγχου αντισυνταγματικότητας των νόμων», ΔιΔικ. 1/2019, σ. 19 επ. · Χρήστου Β., «Το Συμβούλιο της Επικρατείας ενώπιον αρμοδιοτήτων συνταγματικού δικαστή», ΔτΑ 68/2016, σ. 363 επ.

[6] Βλ., συναφώς, ΣτΕ Ολ 1125/2016, 813/2019, ΣτΕ 7μ. 852/2019, ΣτΕ 668/2021, ΕιδΔικ αρ. 88 παρ. 2 Συντ. 127/2016 και Τριμ. Συμβ. Συμ. ΣτΕ Πρ. 10-13/2014, Απ. 18-21/2015, 17/2022, Πρ. 7-8/2023.

[7] Κατά την κρίση του Συμβουλίου Συμμόρφωσης, «η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του Ν. 4093/2012 είχε ως συνέπεια την αναβίωση των ειδικών μισθολογικών ρυθμίσεων για τους ένστολους, όπως αυτές ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του Ν. 4093/2012». Για την ανάλυση της κριτικής που έχουν ασκήσει μείζονες θεωρητικοί του Δημοσίου Δικαίου απέναντι στην μέθοδο της «αναβίωσης» του προγενέστερου δικαίου, ως τρόπου κάλυψης του νομοθετικού «κενού» που διαμορφώνεται μετά την απόφαση περί αντισυνταγματικότητας ενός νόμου, βλ., ενδεικτικά, Γιαννακόπουλο Κ., Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Σάκκουλας, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, 2013, αρ. περ. 317 και τις εκεί παραπομπές.

[8] Πρεβεδούρου Ευ., «Προβλήματα συμμόρφωσης της διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις: διοικητική δυστροπία ή δικαστικός μαξιμαλισμός», στον Τιμητικό Τόμο της Εταιρείας Διοικητικών Μελετών σε μνήμη Δήμητρας Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου, Σάκκουλας, 2020, σ. 123 επ.

[9] Βενιζέλος, Η οικονομική κρίση ως δικανική πρόκληση, ό.π., σ. 49 επ. · Πρεβεδούρου., «Προβλήματα συμμόρφωσης της διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις», ό.π., σ. 123 επ. · Καϊδατζής Α., «Και πάλι για το μισθολόγιο των στρατιωτικών: Υποχρέωση συμμόρφωσης του νομοθέτη στις δικαστικές αποφάσεις; Παρατηρήσεις στην απόφαση ΣτΕ 1125/2016 Ολομ», Αρμ. 2016, σ. 1806 επ.,  

[10] Βλ. Πρακτικά Τριμ. Συμβ. Συμ. ΣτΕ Ολ 7-8/2023, ΣτΕ 11/2022, ΣτΕ 7/2021, 18/2020, 3-4/2018,  ΣτΕ Ολ 1163-1167/2017, 1125-1128/2016 κ.ά.

[11] Βλ., συναφώς, τις εύστοχες παρατηρήσεις του Καϊδατζή, «Και πάλι για το μισθολόγιο των στρατιωτικών;» ό.π., σ. 1806 επ., καθώς και του ίδιου, «Είναι πράγματι «μη υφιστάμενος στο νομικό κόσμο» ένας νόμος που κρίθηκε παρεμπιπτόντως αντισυνταγματικός; Παρατηρήσεις στο Πρακτικό ΣτΕ 10/2014 ΣτΕ του αρ. 2 του ν. 3068/2002», Αρμ 2014, σ. 1932 επ.

[12] Η δικαστική «κατάργηση» μίας διάταξης τυπικού νόμου με την έννοια της παύσης ισχύος της και της αποβολής της από την έννομη τάξη προβλέπεται στο εγχώριο σύστημα ελέγχου αποκλειστικά και μόνο σε μία περίπτωση. Πρόκειται για την εξαιρετική περίπτωση του άρθρου 100 παρ. 1 περ. ε΄ Συντ. αναφορικά με την αρμοδιότητα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) να αίρει την αμφισβήτηση ως προς την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα διατάξεων τυπικού νόμου σε περίπτωση που έχουν εκδοθεί για το ζήτημα αυτό αντίθετες αποφάσεις δύο ανώτατων δικαστηρίων. Η εφαρμογή της σχετικής διάταξης οδηγεί στην περίπτωση αυτή σε συγκέντρωση του ελέγχου στο ΑΕΔ, το οποίο ασκεί κύριο και ευθύ έλεγχο, δεδομένου ότι το αντικείμενο της δίκης είναι καθαυτή η αντισυνταγματικότητα της διάταξης τυπικού νόμου. Κάμπτεται έτσι, κατά ρητή συνταγματική πρόβλεψη, ο διάχυτος και παρεμπίπτων χαρακτήρας του ελέγχου. Εφόσον δε διαπιστωθεί η τυχόν αντισυνταγματικότητα της επίμαχης διάταξης τότε, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 4 εδ. β΄ Συντ., η διάταξη «κηρύσσεται» αντισυνταγματική, με συνέπεια να είναι «ανίσχυρη από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από τον χρόνο που ορίζεται με την απόφαση». Σε αντίθεση, δηλαδή, με τις αποφάσεις όλων των υπολοίπων δικαστηρίων της ελληνικής έννομης τάξης, η αντισυνταγματικότητα δεν διαπιστώνεται/διαγιγνώσκεται απλώς στο σκεπτικό, αλλά κηρύσσεται στο διατακτικό της απόφασης του ΑΕΔ, έχοντας ως συνέπεια την erga omnes ακύρωση της αντισυνταγματικής διάταξης. Εισάγεται, δηλαδή, εξαίρεση από τον δηλωτικό χαρακτήρα του ελέγχου, ο οποίος στην περίπτωση του ΑΕΔ είναι αποφασιστικός/ακυρωτικός. Αυτή δε είναι και η μοναδική περίπτωση που μία διάταξη νόμου καθίσταται, κατά νομική ακριβολογία, «ανίσχυρη», η δε απόφαση περί αντισυνταγματικότητας δεσμεύει τους πάντες. Βλ., συναφώς, Βενιζέλο Ευ., «Η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας τυπικού νόμου με απόφαση του Α.Ε.Δ.», σε: του ίδιου, Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 33 επ.

[13]  Τούτο δε προκύπτει από το ευθέως από τη διατύπωση του άρθρου 93 παρ. 4 Συντ., σύμφωνα με την οποία: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα».

[14] Ειδικότερα, στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας, η οποία επιτάσσει την intra legem και secundum legem δράση της διοίκησης, η διοικητική πράξη μπορεί να έχει ως περιεχόμενο μόνον ό,τι επιβάλλεται ή μόνον ό,τι επιτρέπεται θετικά από τον νόμο, αναλόγως αν πρόκειται για δέσμια αρμοδιότητα ή για διακριτική ευχέρεια, της διοίκησης (Σπηλιωτόπουλος Ε., Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τ. Ι,14η εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σ. 88 επ.). Αντίθετα, η αρχή της νομιμότητας δεν ανάγεται σε ανώτερο (συνταγματικό) επίπεδο, ως κανόνας δέσμευσης του νομοθέτη, o οποίος και νομοθετεί praeter constitutionem, δεν είναι απλός εκτελεστής της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη, αλλά εξοπλισμένος με τη δημοκρατική νομιμοποίησή του, θεσπίζει νόμους που μπορεί να έχουν οποιοδήποτε περιεχόμενο, εκτός από ό,τι είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, και ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι κατά κυριολεξία έλεγχος αντι-συνταγματικότητας, έλεγχος μη αντίθεσης σε συνταγματικό κανόνα και όχι έλεγχος συμφωνίας με τον ίδιο, όπως συμβαίνει στον έλεγχο νομιμότητας. Βλ., συναφώς, Μανιτάκη Α. «Οι (αυτό)δεσμεύσεις του δικαστή από τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων», σε www.constitutionalism.gr (πρόσβαση 9.12.2024).

[15] Όπως σημειώνεται από τον Βενιζέλο, Η οικονομική κρίση ως δικανική πρόκληση, ό.π., σ. 78, η θέση αυτή δημιουργεί προβληματισμό, στο μέτρο που δεν περιορίζεται σε κατασταλτικό έλεγχο της συνταγματικότητας της κρίσιμης και κρινόμενης νομοθετικής ρύθμισης, αλλά κατά βάθος ισοδυναμεί με «προληπτικό» έλεγχο της μεταγενέστερης (διορθωτικής) νομοθετικής ρύθμισης, με βάση τις κρίσεις του δικαστηρίου που εξενέχθησαν κατά τον έλεγχο του προηγούμενου νόμου.

[16] Πρβλ., χαρακτηριστικά, τη σκ. 14 της ΣτΕ Ολ 1403/2022, η οποία ορθώς αντιδιαστέλλει την εν στενή εννοία, κατ’ άρθρον 95 παρ. 5, υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης, προς την εν ευρεία εννοία «συμμόρφωση», δηλαδή, τον «θεσμικό σεβασμό» του νομοθέτη προς τη (συνταγματική) νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων, ο οποίος καίτοι «αποτελεί, κατ’ αρχήν, ουσιώδη προϋπόθεση για την εμπέδωση του κράτους δικαίου», εντούτοις, δεν αποτελεί αντικείμενο ελέγχου βάσει του άρθρου 95 παρ. 5 Συντ.

[17] Βλ. ΣτΕ Ολ 2349/2017, καθώς και  Χρυσόγονο Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, 3η έκδ., Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2022, σ. 165 και 184.

[18] Κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, να μεταβάλει, ακόμη και αναδρομικώς, τις κείμενες ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου, δεν επιτρέπεται όμως η επέμβασή του αυτή να προσβάλει το δεδικασμένο που απορρέει από δικαστικές αποφάσεις και να οδηγεί σε ευθεία κύρωση δικαστικώς ακυρωθείσας διοικητικής πράξης, καθόσον άλλως θα παραβιαζόταν η απορρέουσα από την συνταγματική διάταξη του άρθρου 26 αρχή του σεβασμού της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων, καθώς και η αρχή της ισότητας των όπλων των διαδίκων και θα ευνοείτο ο ένας από αυτούς, συνήθως ο φορέας της δημόσιας εξουσίας (ΣτΕ 1403/2022 Ολομ, 1858/2015 Ολομ, 542/1999 Ολομ κ.ά.).

[19] Έτσι και ο Τασόπουλος, Η αναδιάταξη των σχέσεων του νομοθέτη και του δικαστή, ό.π. σ. 1106 επ.

[20] Η μάλλον κρατούσα άποψη στη θεωρία υποστηρίζει ότι επειδή η παρεμπίπτουσα κρίση περί αντισυνταγματικότητας περιλαμβάνεται στο σκεπτικό και όχι το διατακτικό της δικαστικής απόφασης, δεν περιβάλλεται ισχύ δεδικασμένου (Βλ., ενδεικτικά, Μανιτάκη Α., Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Ι, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκης, 2004, σ. 466 · Σακελλαροπούλου Αικ., «Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων υπό το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος. Δικονομική Οργάνωση του Ελέγχου ή Περιορισμός του Διάχυτου Ελέγχου;», σε Μανιτάκη Α./Φωτιάδου Α. (επιμ.), Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, σ. 23 επ.. Πρβλ. και Σκουρή Β./Βενιζέλο Ευ, Ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1985, σ. 60:, σύμφωνα με τους οποίους «η συνταγματικότητα των νόμων εξετάζεται παρεμπιπτόντως και επηρεάζει την έκβαση της δίκης, αλλά δεν συμμετέχει στο δεδικασμένο της απόφασης»). Εντούτοις, η άποψη αυτή είναι μάλλον ανακριβής, καθώς φαίνεται να εμφορείται από μία σύγχυση μεταξύ της έννοιας του erga omnes ακυρωτικού αποτελέσματος των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων και του inter partes δεδικασμένου που αυτές παράγουν. Ειδικότερα, το ακυρωτικό αποτέλεσμα πηγάζει από το διατακτικό της ακυρωτικής απόφασης και συνεπάγεται την erga omnes ακύρωση της προσβληθείσας πράξης. Από την άλλη μεριά, το δεδικασμένο, ήτοι η δεσμευτική ενέργεια της δικαστικής απόφασης που αναπτύσσεται inter partes ως προς το «κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα», καλύπτει όχι μόνο το διατακτικό της απόφασης, αλλά και τα στοιχεία του αιτιολογικού της που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με αυτό, όπως έχει αποφανθεί η νομολογία του ΣτΕ (Βλ., ενδεικτικά, Κουτούπα-Ρεγκάκου Ευ., «Το διοικητικής φύσεως ζήτημα στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», στον Τιμητικό Τόμο του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, Σάκκουλας, 2004, σ. 674 επ.). Ως εκ τούτου, μάλλον πειστικότερη φαίνεται η άποψη ότι το δεδικασμένο καλύπτει και την κρίση περί αντισυνταγματικότητας, εφόσον αυτή περιλαμβάνεται στο «κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα», εφόσον δηλαδή αποτελεί αιτιολογική κρίση που στηρίζει αναγκαία το συμπέρασμα που γίνεται διατακτικό της απόφασης. (Έτσι και Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 3η εκδ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018, σ. 849 · Μωυσίδης Β., Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, Στ΄ έκδ., Σάκκουλας, 2017, σ. 987. Βλ. συναφώς και Καζάκο, Η συμμόρφωση της διοίκησης στις αποφάσεις περί αντισυνταγματικότητας, ό.π., σ. 39 επ. για περαιτέρω παραπομπές σε βιβλιογραφία και νομολογία).

[21] Πινακίδης Γ., Η συνταγματική οργάνωση της Διοικητικής Δικαιοδοσίας και οι συνέπειές της στη Διοικητική Δίκη, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2020, σ. 210 επ., υποσ. 336.

[22] Πρβλ. Καϊδατζή Α., «Το Καθεστώς ανέγερσης ναών και ευκτηρίων οίκων μεταξύ δικαστικού ελέγχου και νομοθετικής πολιτικής, Σχόλιο στην ΣτΕ 2188/2010», ΕφημΔΔ 6/2010, σ. 768 επ.

[23] Πρβλ. ΣτΕ Ολ 813/2019, σκ. 19 και 24, με την οποία έγινε δεκτό ότι «..«…η προπαρατεθείσα ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018 […] δεν αντίκειται στην απορρέουσα από το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε και στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος. Εν όψει τούτων και δεδομένης της θέσπισης νεότερου νομοθετικού καθεστώτος, η ανωτέρω ρύθμιση δεν παραβιάζει ούτε το παραγόμενο από τις ως άνω ακυρωτικές αποφάσεις δεδικασμένο, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς υπό τη μορφή ταυτότητας νομικής βάσης […]. Η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, κατά το μέρος που καταλαμβάνει και τις δηλώσεις των ετών 2016 και 2017 […] δεν αποτελεί, εξάλλου, παραβίαση του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων της Ολομελείας, οι οποίες έκριναν επί της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 173 παρ.1 του ν. 4389/2016, χωρίς όμως να κρίνουν ειδικώς επί του ζητήματος της συνταγματικότητας της νεότερης ως άνω διαφοροποιημένης ρύθμισης». Εξάλλου, η κρίση περί αντισυνταγματικότητας του προγενέστερου νόμου δεν εμπεριέχει, ούτε θα μπορούσε να εμπεριέχει μία έμμεση, σιωπηρή κρίση για την τυχόν αντισυνταγματικότητα του νεότερου νόμου, ακόμα και αν αυτός είναι συναφής ή παρεμφερής με τον προγενέστερο (πρβλ. Τριμ. Συμβ. Συμ. ΣτΕ Απ. 85/2020, σκ. 9).

[24] Πρβλ. σκ. 17 της ΣτΕ Ολ 1125/2016, όπου η μειοψηφία, ορθώς, υποστήριξε ότι οι αναδρομικές ρυθμίσεις του νέου, βελτιωμένου μισθολογίου των «ενστόλων» του ν. 4307/2014 δεν αποτελούν παραβίαση του δεδικασμένου των αποφάσεων ΣτΕ Ολ 2192-2196/2014, με τις οποίες κρίθηκε η αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του ν. 4093/2012, χωρίς να κρίνουν ειδικώς επί του ζητήματος της αναδρομικής μεταβολής του μισθολογικού καθεστώτος του προγενέστερου μισθολογίου του ν. 3205/2003. Εξάλλου, κατά την άποψη της μειοψηφίας, οι επίμαχες αναδρομικές ρυθμίσεις δεν παραβιάζουν το δεδικασμένο των ΣτΕ Ολ 2192-2196/2014, καθότι με τις αποφάσεις αυτές «…ούτε κρίθηκε ότι οι αποδοχές πρέπει να διαμορφωθούν στα προ του ν. 4093/2012 επίπεδα, αλλά μόνον ότι οι αποδοχές τους δεν μπορούν να καθοριστούν σε επίπεδα ίσα ή κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί κατ’ εφαρμογή του ν. 4093/2012».

[25] Για την έννοια της «όμοιας» πράξης, βλ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου Δ., Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 30 επ.

[26] Βλ. Τριμ. Συμβ. ΣτΕ Πρ. 7/2023, σκ. 12

[27] Το Τριμελές Συμβούλιο έκρινε ότι το Δημόσιο «τελεί υπό την αντίληψη» ότι η δικαστικώς διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα της επίμαχης μεταβίβασης, θεραπεύτηκε με την έναρξη ισχύος του «διορθωτικού» νόμου με το άρθρο 114 και, συνεπώς, είναι συνταγματικώς ανεκτές και οι αναδρομικές διατάξεις του άρθρου 115 για λόγους ασφάλειας συναλλαγών. Έχοντας, απορρίψει στη σκ. 12 τους ισχυρισμούς του Δημοσίου ότι το άρθρο 114 θεραπεύει τη διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα της επίμαχης μεταβίβασης, το Συμβούλιο κρίνει τελικώς στη σκ. 13 ότι «…προδήλως δεν αποτελεί συμμόρφωση προς τα κριθέντα, με δύναμη δεδικασμένου, στην 190/2022 απόφαση του Δικαστηρίου η προσθήκη, με το άρθρο 114 του ν. 4964/2022, του άρθρου 197Α στον ν. 4389/2016. Κατά μείζονα λόγο, δεν συνιστούν συμμόρφωση, αλλά αντίθεση προς τα κριθέντα, οι επιχειρούμενες με το άρθρο 115 του ν. 4964/2022: (α) “ισχυροποίηση”, ως προς όλες τις συνέπειες, της μεταβιβάσεως προς την ΕΕΣΥΠ ΑΕ των μετοχών των ΕΥΔΑΠ ΑΕ και ΕΥΑΘ ΑΕ, (β) αναγνώριση “ως έγκυρων και σύννομων” όλων των πράξεων και αποφάσεων των ΕΥΔΑΠ ΑΕ και ΕΥΑΘ ΑΕ, καθώς και των πράξεων και αποφάσεων της ΕΕΣΥΠ ΑΕ, που αφορούν τη διοίκηση και διαχείριση των δημοσίων αυτών επιχειρήσεως και την είσπραξη και διανομή από την ΕΕΣΥΠ των κερδών από τις μετοχές τους, από 1.1.2018, και μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4964/2022 και (γ) κατ’ ουσίαν επικύρωση των ακυρωθεισών ΜΑΔΚΑΕΣ 0000692 ΕΞ 2018/20.3.2018 και ΜΑΔΚΑΕΣ 0000689 ΕΞ 2018/20.3.2018 πράξεων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και της 263/21.2.2018 αποφάσεως της Διυπουργικής Επιτροπής».

[28] Για τη σχετική κριτική, βλ., αναλυτικότερα, Καζάκο Ι.-Ν., «H επέκταση της υποχρέωσης συμμόρφωσης της διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις και στον νομοθέτη; Οι νέες εξελίξεις της προβληματικής υπό το φως των πρακτικών Τριμ. Συμβ. ΣτΕ 7-8/2023 περί της μεταβίβασης των ΕΥΔΑΠ-ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο», ΘΠΔΔ 4/2023, σ. 46 επ. Βλ. θετική αποτίμηση της προσέγγισης του Συμβουλίου Συμμόρφωσης από Κουρουνδή Χ., «Η ένταξη των εταιρειών ύδρευσης και αποχέτευσης στο «Υπερταμείο» και το κράτος δικαίου: Σχόλιο επί των ΣτΕ (Τρ. Συμβ. ν. 3068/2002) 7-8/2023», www.syntagmawatch.gr (πρόσβαση: 09.12.2024).

[29] Βλ. Τριμ. Συμβ. Συμ. ΣτΕ Απ. 17/2022, 19/2017, 11/2012, 26/2012, 7/2010, 83/2010, 104/2009. Όμως βλ. ως άνω Τριμ. Συμβ. Συμ. ΣτΕ Απ. 18/2015, όπου η πλειοψηφία έκανε δεκτό τον έλεγχο από το Συμβούλιο Συμμόρφωσης των διαφοροποιημένων ρυθμίσεων του νέου μισθολογίου των στρατιωτικών, κρίνοντας ότι ο νεότερος νομοθέτης δεν συμμορφώθηκε επαρκώς στις αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ, άρα και ο νεότερος διορθωτικός νόμος ήταν αντισυνταγματικός. Από την άλλη μεριά, μάλλον ορθότερα, η μειοψηφία ενέμεινε στην πάγια νομολογία των Συμβουλίων Συμμόρφωσης, ότι ο έλεγχος του διορθωτικού νόμου, ως προς όλες τις πτυχές του, εκφεύγει της αρμοδιότητας των Συμβουλίων και ανήκει στην αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών σχηματισμών των δικαστηρίων.

[30] Τριμ. Συμβ. Συμ. ΔΕφΑΘ 1602/2024, σκ. 3.

[31] Κατά την κρατούσα άποψη, τα πρακτικά και οι αποφάσεις των Τριμελών Συμβουλίων Συμμόρφωσης αποτελούν μεν πράξεις δικαστικών οργάνων εκδιδόμενες από ειδικούς δικαστικούς σχηματισμούς, εκδίδονται δε στο πλαίσιο άσκησης της αναφερόμενης, στο άρθρο 94 παρ. 4 Συντ, «διοικητικής φύσεως αρμοδιότητας» των οργάνων αυτών, να ελέγχουν τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις. Ενόψει τούτων, η αναγνώριση της εξουσίας των Συμβουλίων Συμμόρφωσης να ελέγχουν έναν νόμο, στο πλαίσιο της άσκησης των «διοικητικής φύσεως αρμοδιοτήτων τους», ανοίγει ενδεχομένως την ευρύτερη συζήτηση ως προς την δυνατότητα άσκησης διοικητικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, ζήτημα το οποίο παραδοσιακά ερίζεται στη θεωρία. Για την ενδιαφέρουσα αυτή συζήτηση βλ., ενδεικτικά,  Χρυσόγονο Κ., Ο αντισυνταγματικός νόμος και η δημόσια διοίκηση, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1989, σ. 65 επ. · Μαθιουδάκης Ι., «Διοικητικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων;», ΤοΣ 4/2006, σ. 1157 επ.

[32]  Βλ., χαρακτηριστικά, την αντίδραση του νομοθέτη στην υπόθεση της μεταβίβαση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο. Με το άρθρο 115 του ν. 4964/2022, πέραν της «ισχυροποίησης» της κριθείσας ως αντισυνταγματικής μεταβίβασης των μετοχών, ορίστηκε περαιτέρω ότι δεν απαιτείται επανάληψη των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία ενεργειών και διαδικασιών για τη διαδικασία της μεταβίβασης, πρόνοια που απέκλειε την έκδοση νέων διοικητικών πράξεων και, συνακολούθως, την επαναφορά της υπόθεσης ενώπιον των αρμοδίων δικαιοδοτικών σχηματισμών του ΣτΕ δια της ακυρωτικής προσβολής τους. Βλ., συναφώς, Πρεβεδούρου Ευ., «Η  υποχρέωση συμμόρφωσης στην απόφαση ΣτΕ Ολ 190/2022,τα άρθρα 114 και 115 του Ν. 4964/2022 και το άρθρο 64 του Ν. 5045/2023 (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 11-03-2024)», σε www.prevedourou.gr (πρόσβαση 09.12.2024)

[33] Καϊδατζής Α., «Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ενόψει της διάκρισης σε συστήματα ισχυρού και ασθενούς τύπου», Αρμ. 12/2014, σ. 2015 επ.

 

image_pdf
+ posts

Ο Ιωάννης-Νεκτάριος Καζάκος είναι δικηγόρος, κάτοχος με «άριστα» του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (Μ.Δ.Ε.) του Τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ασχολείται με υποθέσεις που κινούνται σε όλο τον χώρο του Δημοσίου Δικαίου. Έχει συγγράψει τη μονογραφία «Η συμμόρφωση της διοίκησης στις αποφάσεις περί αντισυνταγματικότητας ως πεδίο αιχμής στις σχέσεις δικαστή και νομοθέτη» (2023), ενώ άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε νομικά περιοδικά.

Μετάβαση στο περιεχόμενο