Το πολιτικό σύστημα των Η.Π.Α. βρίσκεται στη δίνη μιας σοβαρής κρίσης εκπροσώπησης εδώ και σχεδόν μια δεκαετία. Για λόγους που εκκινούν από την όξυνση των ανισοτήτων, λόγω της εδραίωσης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στην οικονομία, και εκβάλλουν σε μια πολυδιάστατη αξιακή σύγκρουση μεταξύ συντηρητισμού και φιλελευθερισμού, η αμερικανική κοινωνία εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια βαθιά διχασμένη και φοβισμένη. Υπό το βάρος της διαρκώς αυξανόμενης αμφισβήτησης του κυρίαρχου μοντέλου διακυβέρνησης, το κομματικό σύστημα δεν θα μπορούσε παρά να εισέλθει σε μια παρατεταμένη φάση μετασχηματισμών.[1] Προϊόν αυτής της διαδικασίας αποτέλεσε πρωτίστως η έφοδος στην κεντρική πολιτική σκηνή του Donald Trump, ο οποίος, αφού παραμέρισε την παραδοσιακή ελίτ των Ρεπουμπλικάνων και κέρδισε τις εκλογές του 2016, εμφανίζεται σήμερα ως το ακλόνητο φαβορί για να λάβει το χρίσμα του κόμματός του και να διεκδικήσει, εκ νέου, το αξίωμα του Προέδρου.

Στην παρούσα συγκυρία, το ενδεχόμενο ανάληψης της πολιτικής εξουσίας από τον Τραμπ εκλαμβάνεται, τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και από μερίδα των Ρεπουμπλικάνων, ως μια υπαρξιακή απειλή για τη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών. Η έντονη αυτή ανησυχία δεν οφείλεται μόνο στις υπερσυντηρητικές απόψεις και το δημαγωγικό προφίλ του πολυεκατομμυριούχου πολιτικού, αλλά και στις πρακτικές που αποφάσισε να υιοθετήσει μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές του 2020. Ειδικότερα, η διάχυση από τον ίδιο αστήρικτων καταγγελιών περί εκλογικής νοθείας, αλλά και οι παροτρύνσεις προς τους οπαδούς του να αντιδράσουν δυναμικά, οδήγησαν στην εισβολή ενός μαινόμενου όχλου στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου 2021, που αποσκοπούσε στη διά της βίας ματαίωση της παράδοσης της εξουσίας στον Joe Biden.

Τα πρωτόγνωρα αυτά γεγονότα δεν παρουσιάζουν μόνο πολιτικό, αλλά και έντονο νομικό ενδιαφέρον, από τη στιγμή, ιδίως, που εκατοντάδες πολίτες σε ολόκληρη τη χώρα κατέθεσαν προσφυγές στα δικαστήρια τριάντα έξι διαφορετικών πολιτειών με το αίτημα να αποκλεισθεί ο Trump από τις προκριματικές εκλογές.[2] Νομική βάση των προσφυγών αποτέλεσε η 14η Τροποποίηση, η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, τον αποκλεισμό από μια σειρά δημόσιων αξιωμάτων όποιου προσώπου, υπό την ιδιότητα του αξιωματούχου, παραβίασε τον όρκο του στο Σύνταγμα και ενεπλάκη σε εξέγερση. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σχετικές διατάξεις κυρώθηκαν το 1868, αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, και αποτέλεσαν την αναγκαία θεσμική προϋπόθεση προκειμένου να γίνουν εκ νέου αποδεκτές στην Ένωση οι πολιτείες του Νότου που είχαν επιχειρήσει την απόσχισή τους.[3] Με σκοπό, λοιπόν, να αποκλείσει από την πολιτική εξουσία όσους επιχειρούν να διαταράξουν με βίαια μέσα την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, το Τμήμα 3 της 14ης Τροποποίησης του Συντάγματος ορίζει ότι: «[κ]ανένα πρόσωπο δεν γίνεται γερουσιαστής ή αντιπρόσωπος στο Κογκρέσο ή εκλέκτορας για Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο, ούτε κατέχει οποιοδήποτε αξίωμα, πολιτικό ή στρατιωτικό, υπό την εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών ή την εξουσία οποιασδήποτε Πολιτείας, εφόσον, ενώ προηγουμένως, ως μέλος του Κογκρέσου ή ως αξιωματούχος των Ηνωμένων Πολιτειών ή ως μέλος οποιουδήποτε νομοθετικού σώματος πολιτείας ή ως εκτελεστικός ή δικαστικός λειτουργός οποιασδήποτε πολιτείας, είχε ορκιστεί να υποστηρίζει το σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, έχει εμπλακεί σε εξέγερση ή ανταρσία κατά των [Η.Π.Α.] ή έχει παράσχει βοήθεια ή προστασία στους εχθρούς της. Αλλά το Κογκρέσο μπορεί, με ψήφο των δύο τρίτων κάθε σώματος, να άρει αυτή την απαγόρευση».[4]

Το φθινόπωρο του 2023, στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος βρέθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado, το οποίο αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, να ακυρώσει την προηγούμενη απόφαση του Πρωτοδικείου του Denver και, κατ’ εφαρμογή της 14ης Τροποποίησης, να αποκλείσει τον Trump από τις προκριματικές εκλογές της πολιτείας.  Η απόφαση αποκλεισμού, όμως, ανατράπηκε τον Μάρτιο του 2024 με ομόφωνη απόφαση του Supreme Court των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης θα εξετασθούν τα βασικά επιχειρήματα της πλειοψηφίας του ανώτατου πολιτειακού δικαστηρίου (Ι), οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σκέψεις της μειοψηφίας (ΙΙ), η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Supreme Court (III) και η απόφαση του τελευταίου επί της έφεσης του Προέδρου Trump (ΙV). Όπως προκύπτει τόσο από τη νομολογία, παλαιότερη και πρόσφατη, όσο και από τον εξελισσόμενο διάλογο στο πεδίο της συνταγματικής θεωρίας, δύο είναι, κατά βάση, τα αμφιλεγόμενα νομικά ζητήματα που προκύπτουν από την ερμηνεία της 14ης Τροποποίησης: α) αν είναι δυνατός ο αποκλεισμός κάποιου από τη διεκδίκηση της προεδρίας των Η.Π.Α., παρ’ ότι στο συνταγματικό κείμενο δεν υπάρχει ρητή αναφορά στο συγκεκριμένο αξίωμα, και β) αν το Τμήμα 3 είναι άμεσα εκτελεστό και, συνεπώς, μπορεί να εφαρμοσθεί από τα όργανα των πολιτειών, χωρίς να χρειάζεται προηγούμενη ψήφιση ομοσπονδιακού νόμου από το Κογκρέσο. Υπό το φως των ανωτέρω, το τελευταίο κεφάλαιο της μελέτης (V) εστιάζει στη διεθνή τάση ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων της δικαστικής εξουσίας, η οποία, στο πλαίσιο του ρόλου της ως φύλακα του πολιτεύματος, κινείται συχνά στο μεταίχμιο μεταξύ τήρησης της νομιμότητας και ακτιβισμού. Αυτού του είδους η παράτολμη άσκηση ισορροπίας, σε συνθήκες, μάλιστα, κρίσης της πολιτικής αντιπροσώπευσης, μένει να φανεί αν συμβάλλει στην αποδυνάμωση των κάθε λογής εχθρών της δημοκρατίας ή, αντιστρόφως, συντελεί στην περαιτέρω απονομιμοποίηση των συνταγματικών θεσμών.

Ι. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Colorado

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2023, μια ομάδα ψηφοφόρων της πολιτείας του Colorado, μέλη του ρεπουμπλικανικού κόμματος και ανεξάρτητοι, κατέθεσαν αίτηση ενώπιον του Πρωτοδικείου της πόλης του Denver, με την οποία ζητούσαν τον αποκλεισμό του Donald Trump από τις προκριματικές εκλογές. Στο πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης, το δικαστήριο εξέτασε αρχικά τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά την εισβολή των οπαδών του Trump στο Καπιτώλιο, προκειμένου να διαπιστώσει αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Τμήματος 3 της 14ης Τροποποίησης. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της εμπλοκής του πρώην Προέδρου στα βίαια επεισόδια, το Πρωτοδικείο δέχθηκε αρχικά ότι τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 συνιστούσαν πράγματι «εξέγερση»,  εφόσον έγινε δημόσια χρήση βίας από ομάδα ανθρώπων, με σκοπό να παρεμποδίσουν την εφαρμογή του Συντάγματος.[5] Στη συνέχεια, το δικαστήριο διαπίστωσε και την εμπλοκή του Trump στην εξέγερση, από τη στιγμή που ο τελευταίος είχε ενεργό ανάμειξη στην προώθηση του προαναφερθέντος παράνομου σκοπού.[6] Παρ’ ότι, όμως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι συνέτρεχαν οι ανωτέρω ουσιαστικές προϋποθέσεις, προχώρησε στην απόρριψη της αίτησης, καθώς, όπως υποστήριξε, η 14η Τροποποίηση δεν περιέχει ρητή αναφορά στο αξίωμα του Προέδρου των Η.Π.Α.[7] και, συνεπώς, δεν προβλέπει τη δυνατότητα αποκλεισμού κάποιου από τη διεκδίκησή του.[8]

Τρεις ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης του Πρωτοδικείου, στις 20 Νοεμβρίου 2023, τόσο οι εκλέκτορες όσο και ο Πρόεδρος Trump υπέβαλαν έφεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της πολιτείας του Colorado. Το τελευταίο αποφάσισε με οριακή πλειοψηφία (4-3) να ανατρέψει εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση και, ως εκ τούτου, να απαγορεύσει τη συμμετοχή του Trump στις προκριματικές εκλογές της 5ης Μαρτίου. Από το σύνολο της μακροσκελούς απόφασης, έκτασης 212 σελίδων, που εκδόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου, αξίζει να σταθεί κανείς, αρχικά, στις σκέψεις των δικαστών της πλειοψηφίας επί των ακόλουθων τεσσάρων ερωτημάτων: Α) Προβλέπει η 14η Τροποποίηση τη δυνατότητα αποκλεισμού ενός υποψήφιου από τη διεκδίκηση του αξιώματος του Προέδρου; Β) Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου συνιστούν εμπλοκή του Προέδρου Trump σε εξέγερση; Γ) Προστατεύεται το περιεχόμενο της ομιλίας του Trump προς τους οπαδούς του από την ελευθερία του λόγου; Δ) Αποτελεί το Τμήμα 3 της 14ης Τροποποίησης άμεσα εκτελεστό συνταγματικό κανόνα ή μήπως η εφαρμογή του προϋποθέτει την ψήφιση σχετικού νόμου από το Κογκρέσο;

Α. Σε ό,τι αφορά το πρώτο ζήτημα, το Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado εστίασε στην ερμηνεία της φράσης «ούτε κατέχει οποιοδήποτε αξίωμα», προκειμένου να διαπιστώσει αν στο εννοιολογικό της περιεχόμενο συμπεριλαμβάνεται και η δυνατότητα αποκλεισμού ενός υποψηφίου από τη διεκδίκηση της προεδρίας των Η.Π.Α.. Με γνώμονα δύο επιχειρήματα, τα οποία προκύπτουν αφενός από την ιστορική/τελολογική και αφετέρου από τη γραμματική/συστηματική ερμηνεία της διάταξης, το Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado απάντησε θετικά στο σχετικό ερώτημα. Ειδικότερα, το δικαστήριο υποστήριξε ότι σκοπός των συντακτών της 14ης Τροποποίησης ήταν να διασφαλίσουν πως «μόνο οι νομιμόφρονες θα κυβερνούν τη χώρα», ενώ οι προδότες «θα αποκλείονται από κάθε πολιτική εξουσία σε εθνικό επίπεδο».[9] Κατά συνέπεια, δεν θα ήταν συμβατό με το πνεύμα του Τμήματος 3 να επιτρέπει σε έναν υποψήφιο να διεκδικήσει το κορυφαίο πολιτειακό αξίωμα της χώρας, παρ’ ότι ο τελευταίος είχε παραβιάσει, ως πρώην Πρόεδρος, τον όρκο του.[10] Επιπλέον, οι δικαστές της πλειοψηφίας έκριναν ότι, εφόσον η προεδρία των Η.Π.Α. αναφέρεται συνολικά είκοσι πέντε φορές στο Σύνταγμα ως «αξίωμα», η εν λόγω συσχέτιση προφανώς προκύπτει ερμηνευτικά και στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να κρίνεται αναγκαία μια ακόμη ειδική αναφορά στο Τμήμα 3.[11] Για τους παραπάνω λόγους, το Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado δέχθηκε ότι η 14η Τροποποίηση προβλέπει τη δυνατότητα αποκλεισμού ενός υποψήφιου Προέδρου και, επομένως, ακύρωσε, ως προς το συγκεκριμένο σημείο, την απόφαση του Πρωτοδικείου.[12]

Β. Σε αντίθεση με το προηγούμενο ζήτημα, το Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado δεν απέκλινε από εκείνο το σκέλος της απόφασης του Πρωτοδικείου που διαπίστωνε την εμπλοκή του Donald Trump στην εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου 2021. Σύμφωνα με την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, οποιονδήποτε ορισμό της «εξέγερσης» και αν υιοθετούσε κανείς,[13] οπωσδήποτε θα ενέπιπτε σε αυτόν η συντονισμένη χρήση βίας κατά την εισβολή στο Καπιτώλιο, προκειμένου να παρεμποδισθεί η ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας στον Joe Biden.[14] Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι συστηματικές αναφορές του Trump σε εκλογική νοθεία, καθώς και οι παραινέσεις προς τους οπαδούς του να αντιδράσουν δυναμικά,[15] συνιστούσαν «εμπλοκή», δηλαδή «δημόσια και εκούσια πράξη που αποσκοπεί στην παροχή συνδρομής ή στην προώθηση του κοινού παράνομου σκοπού».[16] Βάσει του ανωτέρω συλλογισμού, το Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado έκρινε ότι πληρούνταν δύο από τις βασικές προϋποθέσεις που θέτει το Τμήμα 3 της 14ης Τροποποίησης για τον αποκλεισμό ενός αξιωματούχου από κάποιο αξίωμα, δηλαδή την πραγματοποίηση «εξέγερσης» και την «εμπλοκή» του τελευταίου σε αυτή.[17]

Γ. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado επικύρωσε ένα ακόμη σημείο της απόφασης του Πρωτοδικείου, το οποίο αφορούσε την απόρριψη του επιχειρήματος του Trump περί προστασίας του περιεχομένου της ομιλίας του από την ελευθερία του λόγου. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Ανώτατου Δικαστηρίου, η εν λόγω ελευθερία, η οποία κατοχυρώνεται στην 1η Τροποποίηση, δεν διαθέτει απόλυτο χαρακτήρα, εφόσον από το προστατευτικό της πλαίσιο εξαιρείται εκείνο το είδος του λόγου που παροτρύνει σε παράνομη συμπεριφορά. Με σκοπό να διαπιστώσει αν η κρίσιμη ομιλία του Trump καλύπτεται από την 1η Τροποποίηση, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέλυσε το περιεχόμενό της υπό το πρίσμα των τριών κριτηρίων που η νομολογία έχει ονομάσει “Brandenburg Test”.[18] Ειδικότερα, μια ομιλία δεν προστατεύεται από την ελευθερία του λόγου, εάν: α) ενθαρρύνει, ρητά ή σιωπηρά, τη χρήση βίας ή μια παράνομη δράση, β) ο ομιλητής είχε την πρόθεση να προκαλέσει τη χρήση βίας ή την παράνομη δράση, γ) η χρήση βίας ή η παράνομη δράση αποτέλεσαν το πιθανό αποτέλεσμα της ομιλίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το περιεχόμενο της ομιλίας της 6ης Ιανουαρίου 2021 πληροί το σύνολο των κριτηρίων του Brandenburg Test. Δεδομένου, δηλαδή, ότι ο απελθών Πρόεδρος χρησιμοποίησε είκοσι φορές παραλλαγές της λέξης «πολεμώ» (πρώτο κριτήριο),[19] κάλεσε το οπλισμένο πλήθος να κατευθυνθεί προς το Καπιτώλιο (δεύτερο κριτήριο)[20] και το παρότρυνε να πολεμήσει κολασμένα για να διατηρήσει τη χώρα του (τρίτο κριτήριο),[21] το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω ομιλία δεν προστατεύεται από την 1η Τροποποίηση.

Δ. Πέρα από τα θέματα που αφορούσαν την ουσία της υπόθεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado εξέτασε, επίσης, εάν τα πολιτειακά δικαστήρια διέθεταν την αρμοδιότητα να αποκλείουν κάποιον υποψήφιο από τη διεκδίκηση ενός ομοσπονδιακού αξιώματος, όπως αυτού της προεδρίας των Η.Π.Α.. Κατά το σκεπτικό της απόφασης, τα πολιτειακά δικαστήρια μπορούν να ελέγχουν τα προσόντα εκλογιμότητας των υποψηφίων για το αξίωμα του προέδρου, εφόσον το νομοθετικό σώμα της πολιτείας έχει θεσπίσει μια τέτοια διαδικασία. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την έννομη τάξη του Colorado, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχήν ότι η συγκεκριμένη αρμοδιότητα έχει απονεμηθεί στα δικαστήρια βάσει του πολιτειακού Εκλογικού Κώδικα.[22] Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις,[23] τα δικαστήρια του Colorado είναι αρμόδια να κρίνουν ένα ευρύ φάσμα διαφορών, δεδομένου ότι στα προσόντα εκλογιμότητας περιλαμβάνονται, εκτός των τυπικών που ορίζονται στο άρθρο 2 του Συντάγματος,[24] και όσα ακόμη προβλέπει ο νόμος.[25] Η γενική αυτή αναφορά στον νόμο, βέβαια, θέτει ένα επιπλέον δικονομικό ζήτημα, το οποίο αφορά  τη δικαστική κρίση επί σύνθετων συνταγματικών θεμάτων, όπως είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση αποκλεισμού ενός υποψηφίου βάσει των διατάξεων της 14ης Τροποποίησης. Το ερώτημα που τίθεται, εν προκειμένω, είναι εάν μια τέτοια απόφαση μπορεί να ληφθεί από ένα πολιτειακό δικαστήριο, δεδομένου ότι το Κογκρέσο δεν έχει ασκήσει μέχρι σήμερα την αρμοδιότητα που του απονέμει το Τμήμα 5 της 14ης Τροποποίησης, σύμφωνα με το οποίο «το Κογκρέσο έχει την εξουσία να εφαρμόσει, με την κατάλληλη νομοθεσία, τις διατάξεις αυτού του άρθρου». Με άλλα λόγια, πρέπει να ερμηνευθεί το Τμήμα 3 της 14ης Τροποποίησης, που προβλέπει τα κριτήρια αποκλεισμού ενός υποψήφιου, ως άμεσα εκτελεστό (self-executing) ή μήπως η εφαρμογή του προϋποθέτει την ψήφιση εκτελεστικού νόμου από το Κογκρέσο; Tο Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado επικαλέστηκε παλαιότερη νομολογία του ομοσπονδιακού  Supreme Court, η οποία ανέφερε, το 1883, ότι η 14η Τροποποίηση «είναι αναμφίβολα άμεσα εκτελεστή χωρίς επικουρική νομοθεσία»,[26] και, ως εκ τούτου, έκρινε ότι τα δικαστήρια της πολιτείας είναι αρμόδια να εφαρμόσουν το Τμήμα 3.[27] Έτσι, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, ότι, εφόσον πληρούνται όλα τα κριτήρια εφαρμογής της 14ης Τροποποίησης, τόσο τα ουσιαστικά όσο και τα δικονομικά, ο Πρόεδρος Trump πρέπει να αποκλεισθεί από τις προκριματικές εκλογές της 5ης Μαρτίου.

ΙΙ. Η επιχειρηματολογία του μειοψηφήσαντος Δικαστή Samour

Τρεις από τους επτά δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου του Colorado διαφώνησαν με την απόφαση της πλειοψηφίας και κατέθεσαν τις δικές τους απόψεις επί της υπόθεσης. Στην ενότητα αυτή αναλύεται η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία, έκτασης 43 σελίδων, του Δικαστή Carlos Samour, του οποίου οι σκέψεις παρουσιάζουν μεγάλη συνάφεια, όπως θα φανεί και στην επόμενη ενότητα, με την απόφαση της 4ης Μαρτίου 2024 του ομοσπονδιακού Supreme Court. Εισαγωγικά, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Samour, παρ’ ότι τάχθηκε με ισχυρά επιχειρήματα κατά του αποκλεισμού του Trump από τις προκριματικές εκλογές, θεωρείται ένας πολιτικά μετριοπαθής δικαστής, ο οποίος, μάλιστα, διορίσθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado, το 2018, με απόφαση ενός Δημοκρατικού κυβερνήτη.[28] Τρεις είναι οι βασικοί άξονες της επιχειρηματολογίας του, η οποία εστιάζει, κατά κύριο λόγο, στο δικονομικό σκέλος της υπόθεσης: Α) το Τμήμα 3 της 14ης Τροποποίησης δεν είναι άμεσα εκτελεστό, εφόσον δεν έχει ψηφισθεί εκτελεστικός νόμος από το Κογκρέσο, Β) η συγκεκριμένη άποψη βρίσκει έρεισμα στη νομολογία, και Γ) οι σοβαρές παραβιάσεις των διατάξεων του Εκλογικού Κώδικα του Colorado έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της δίκαιης δίκης.

Α. Ο Δικαστής Samour εστιάζει αρχικά σε ένα από τα βασικά επιχειρήματα της πλειοψηφίας, το οποίο περιγράφει ως οξύμωρο. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, ενώ η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου χαρακτηρίζει το Τμήμα 3 άμεσα εκτελεστό, συγχρόνως επισημαίνει ότι η 14ης Τροποποίηση μπόρεσε να εφαρμοσθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω της καθιέρωσης από την έννομη τάξη του Colorado μιας διαδικασίας επίλυσης εκλογικών διαφορών. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, προκύπτει ότι οι διατάξεις του Τμήματος 3 θα παραμείνουν εκ των πραγμάτων ανεφάρμοστες σε όσες πολιτείες δεν προβλέπουν κάποια διαδικασία αντίστοιχη με αυτήν του Εκλογικού Κώδικα του Colorado. Η διαμόρφωση μιας τέτοιας πραγματικότητας, που θα χαρακτηρίζεται από τον κατά περίπτωση αποκλεισμό του Trump από τις προκριματικές εκλογές, είναι σαφές πως θα προκαλέσει μια εικόνα χαοτική σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Πέρα, όμως, από το ζήτημα της ανομοιογένειας του νομοθετικού πλαισίου που ισχύει σε κάθε πολιτεία, ο Samour έκρινε σκόπιμο να αναδείξει και το θέμα της ακαταλληλότητας των διατάξεων του Εκλογικού Κώδικα του Colorado σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της 14ης Τροποποίησης. Σύμφωνα με την άποψή του, η εφαρμογή του Τμήματος 3 δεν μπορεί να στηρίζεται σε συντετμημένες και, επομένως, πλήρως ακατάλληλες διαδικασίες, από τη στιγμή, ιδίως, που το Τμήμα 5 εξουσιοδοτεί το Κογκρέσο να ψηφίσει την κατάλληλη νομοθεσία. Κατά συνέπεια, η ψήφιση ενός ομοσπονδιακού εκτελεστικού νόμου κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να καθιερωθούν ουσιαστικοί και δικονομικοί κανόνες, οι οποίοι θα είναι αφενός ενιαίοι για όλες τις πολιτείες και αφετέρου συμβατοί με τη φύση των σύνθετων συνταγματικών ζητημάτων που θέτει η 14η Τροποποίηση.[29]

Β. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων του, ο Δικαστής Samour αναφέρθηκε διεξοδικά στο σκεπτικό μιας εμβληματικής απόφασης του Εφετείου της περιφέρειας της Virginia, η οποία εκδόθηκε το 1869, έναν χρόνο μόλις μετά την κύρωση της 14ης Τροποποίησης. Σε ό,τι αφορά τη βαρύτητα της Griffin’s Case ως νομολογιακού προηγούμενου, αξίζει να σημειωθεί ότι στην εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης προήδρευε ο Αρχιδικαστής του Supreme Court των Ηνωμένων Πολιτειών, Salmon P. Chase.[30] Σύμφωνα με το βασικό επιχείρημα του Αρχιδικαστή, η απόφαση αποκλεισμού από ένα αξίωμα, κατ’ εφαρμογή του Τμήματος 3 της 14ης Τροποποίησης, δεν είναι δυνατό να στηρίζεται σε διακηρυκτικού χαρακτήρα διατάξεις. Αντιθέτως, είναι απαραίτητη η θέσπιση συγκεκριμένων διαδικαστικών κανόνων, οι οποίοι «μπορούν να προβλεφθούν μόνο από το Κογκρέσο». Εξάλλου, συμπληρώνει ο Chase, «αυτή η ανάγκη αναγνωρίζεται από την ίδια την Τροποποίηση, στο Πέμπτο και τελευταίο Τμήμα, το οποίο διακηρύσσει ότι “το Κογκρέσο έχει την εξουσία να εφαρμόσει, με την κατάλληλη νομοθεσία, τις διατάξεις αυτού του άρθρου”».[31] Με γνώμονα το ανωτέρω σκεπτικό, ο Samour καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Κογκρέσο είναι το μόνο αρμόδιο να καθιερώσει ένα πλέγμα ορισμών και κανόνων, οι οποίοι θα επιτρέπουν να διαπιστωθεί ποια πρόσωπα και βάσει ποιας διαδικασίας είναι δυνατόν να αποκλεισθούν από ένα αξίωμα.[32]

Γ. Σύμφωνα με το τρίτο επιχείρημα του Δικαστή Samour, η εκδίκαση σύνθετων συνταγματικών ζητημάτων δεν είναι δυνατόν να διενεργείται βάσει δικονομικών κανόνων, οι οποίοι είναι προορισμένοι να εφαρμόζονται σε περιπτώσεις ελέγχου των τυπικών προσόντων εκλογιμότητας. Ενώ, δηλαδή, οι απλές διαδικασίες και οι σύντομες προθεσμίες που καθιερώνει ο Εκλογικός Κώδικας του Colorado θεωρούνται επαρκείς για την επίλυση διαφορών αναφορικά με την ηλικία ή τον τόπο κατοικίας ενός υποψηφίου, κρίνονται ακατάλληλες για την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν την εφαρμογή της 14ης Τροποποίησης.[33] Τη θέση αυτή επαλήθευσε, άλλωστε, η προφανής αδυναμία των αρχών του Colorado να τηρήσουν το γράμμα των διατάξεων του Εκλογικού Κώδικα, προκειμένου να διακριβώσουν αν πληρούνται τα συνταγματικά κριτήρια αποκλεισμού του Donald Trump από τις προκριματικές εκλογές. Ως παραδείγματα παραβίασης της πολιτειακής νομοθεσίας αναφέρονται από τον Samour τα ακόλουθα: α) ενώ ο Εκλογικός Κώδικας (1-4-1204§4) ορίζει ότι, σε περίπτωση υποβολής ένστασης για τη συμμετοχή ενός υποψηφίου στις προκριματικές προεδρικές εκλογές, το Πρωτοδικείο οφείλει να καλέσει σε ακρόαση τους διαδίκους εντός πέντε ημερών, στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαδικασία αυτή ξεκίνησε μετά από οκτώ εβδομάδες,[34] και β) ενώ η ίδια παράγραφος του Εκλογικού Κώδικα  προβλέπει την υποχρέωση του Πρωτοδικείου να εκδώσει την απόφασή του εντός σαράντα οκτώ ωρών από την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, η απόφαση για τον αποκλεισμό του Trump εκδόθηκε κατόπιν δύο εβδομάδων.[35] Αφού ο Δικαστής Samour χαρακτήρισε τον τρόπο εφαρμογής της πολιτειακής νομοθεσίας «διαδικαστικό Frankenstein», υποστήριξε ότι η βάναυση παραβίαση του Εκλογικού Κώδικα μαρτυρά ότι οι σχετικές διατάξεις ήταν από τη φύση τους ακατάλληλες για την εκδίκαση σύνθετων συνταγματικών ζητημάτων.[36] Η ακαταλληλότητά τους, μάλιστα, δεν έγκειται μόνο στον συντετμημένο χαρακτήρα της διαδικασίας, αλλά και στην απουσία νομικών διατάξεων, τόσο ουσιαστικών όσο και δικονομικών, που θα διασφάλιζαν τη δυνατότητα του δικαστηρίου να κρίνει αν πράγματι ο υποψήφιος για την ανάδειξη σε κάποιο αξίωμα ενεπλάκη σε εξέγερση. Κατά την άποψη του Samour, επομένως, η εφαρμογή της 14ης Τροποποίησης προϋποθέτει την ψήφιση κανόνων δικαίου που, αφενός, θα περιέχουν ορισμούς των κρίσιμων νομικών όρων και, αφετέρου, θα καθιερώνουν διαδικασίες απόδειξης, προσκόμισης εγγράφων και εξέτασης μαρτύρων. Ελλείψει ενός τέτοιου νομοθετικού πλαισίου, η εκδίκαση της υπόθεσης Trump δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί σύμφωνη με την αρχή της δίκαιης δίκης. Για τον λόγο αυτό, αλλά και διότι έκρινε ότι το Τμήμα 3 της 14ης Τροποποίησης δεν είναι άμεσα εκτελεστό, ο Δικαστής Samour διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας.[37]

ΙΙΙ. Η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Supreme Court

Η υπόθεση του αποκλεισμού του Donald Trump από τις προκριματικές προεδρικές εκλογές οδηγήθηκε τελικά ενώπιον του ομοσπονδιακού Supreme Court, κατόπιν της κατάθεσης έφεσης από τον πρώην Πρόεδρο των Η.Π.Α. επί της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου του Colorado. Το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης μοιραία μεταφέρθηκε από το Denver στην Washington, από τη στιγμή που το νομικό και πολιτικό επίδικο της αναμενόμενης τελεσίδικης απόφασης υπερέβαινε πλέον το στενό πλαίσιο μιας πολιτείας και καταλάμβανε την πορεία των θεσμικών εξελίξεων σε εθνικό επίπεδο. Στις 8 Φεβρουαρίου 2024 έλαβε χώρα η ακροαματική διαδικασία, η οποία ανέδειξε τόσο τις πτυχές της υπόθεσης που κρίνονταν ως σημαντικότερες από τους ανώτατους δικαστές όσο και τις βασικές τους σκέψεις επ’ αυτών. Ως προς το πρώτο σκέλος, η συζήτηση εστίασε ελάχιστα στη νομική αξιολόγηση των γεγονότων της 6ης Ιανουαρίου 2021, καθώς οι ανώτατοι δικαστές έδωσαν προτεραιότητα στο ζήτημα της αρμοδιότητας των πολιτειακών δικαστηρίων να αποφασίζουν τον αποκλεισμό ενός υποψηφίου από ομοσπονδιακά αξιώματα. Αξίζει να σταθεί κανείς σε κάποια βασικά σημεία της ακροαματικής διαδικασίας, αφού σε αυτήν αναπτύχθηκε έντονος σκεπτικισμός για την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Colorado. Δεδομένου, μάλιστα, ότι καταγράφηκε η διατύπωση παρεμφερών θέσεων από όλους τους δικαστές, τόσο τους συντηρητικούς όσο και τους φιλελεύθερους, η διαδικασία της 8ης Φεβρουαρίου προανήγγειλε ουσιαστικά το περιεχόμενο της απόφασης του Supreme Court που θα εκδιδόταν περίπου ένα μήνα αργότερα.

Από το σύνολο των σκέψεων που ανέπτυξαν οι ανώτατοι δικαστές στο πλαίσιο της συζήτησης με τους εκπροσώπους των διαδίκων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα επιχειρήματα του Αρχιδικαστή Roberts και των Δικαστών Thomas, Kavanaugh, Kagan και Jackson. Σε ό,τι αφορά τον ιδεολογικό προσανατολισμό των συγκεκριμένων μελών του Supreme Court, οι τρεις πρώτοι εξ αυτών λογίζονται ως συντηρητικοί, καθώς διορίστηκαν από Ρεπουμπλικάνους προέδρους,[38] ενώ οι δύο τελευταίες θεωρούνται μέλη της φιλελεύθερης πτέρυγας.[39] Αν επιχειρούσε κανείς να ομαδοποιήσει τις σκέψεις τους, όπως αυτές αναπτύχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία,[40] θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως οι τέσσερις εξ αυτών αρκέστηκαν να υποστηρίξουν ότι τα πολιτειακά δικαστήρια δεν διαθέτουν την αρμοδιότητα να αποκλείσουν κάποιον υποψήφιο από ένα ομοσπονδιακό αξίωμα.[41] Ειδικότερα, τα επιχειρήματα των τεσσάρων μπορούν να συμπυκνωθούν ως ακολούθως: α) την επαύριον του Εμφυλίου Πολέμου, η 14η Τροποποίηση αποσκοπούσε στον περιορισμό της εξουσίας των πολιτειών και την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της ομοσπονδίας (Αρχιδικαστής Roberts),[42] β) δεν υπάρχει ιστορικό παράδειγμα αποκλεισμού από ομοσπονδιακό αξίωμα βάσει απόφασης πολιτειακού δικαστηρίου (Δικαστής Thomas),[43] γ) δεν είναι δυνατόν να αποφασίζει μια πολιτεία ποιος θα αναδειχθεί στο αξίωμα του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών (Δικαστής Kagan)[44] και δ) θα προέκυπτε ανομοιογένεια σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αν κάθε πολιτεία μπορούσε να αποφασίζει ποιος μπορεί να είναι υποψήφιος Πρόεδρος και ποιος όχι (Δικαστής Jackson).[45] Από την άλλη πλευρά, ο Δικαστής Kavanaugh, ο οποίος αποτέλεσε μία από τις τρεις επιλογές του Donald Trump για το Supreme Court, υιοθέτησε μεν την ίδια θέση, αλλά επιστράτευσε ένα επιπλέον επιχείρημα. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι, εφόσον το Τμήμα 5 της 14ης Τροποποίησης, επιφυλάσσει κυρίαρχο ρόλο στο Κογκρέσο, το ομοσπονδιακό αυτό σώμα πρέπει απαραιτήτως να ψηφίσει τον εκτελεστικό νόμο, ο οποίος αφενός θα ορίσει τις έννοιες του Τμήματος 3 και αφετέρου θα προβλέψει την ειδική διαδικασία εφαρμογής του.[46]

IV. Η απόφαση του Supreme Court

Στις 4 Μαρτίου 2024, την παραμονή της Σούπερ Τρίτης, οπότε διεξάγονται προκριματικές προεδρικές εκλογές σε πολλές πολιτείες των Η.Π.Α.,[47] το Supreme Court εξέδωσε την απόφασή του.[48] Το σκεπτικό της παραπέμπει συνειρμικά στο διπλό πρόσωπο του Ιανού, καθώς από τη μία πλευρά καταγράφει την ομοφωνία του Ανώτατου Δικαστηρίου ως προς το διατακτικό της απόφασης, ενώ από την άλλη αναδεικνύει τον διχασμό των δικαστών ως προς μία κρίσιμη πτυχή της αιτιολογίας.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, τα εννέα μέλη του Supreme Court έκριναν ομόφωνα ότι έπρεπε να ανατραπεί η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Colorado. Σύμφωνα με το βασικό τους επιχείρημα, τα πολιτειακά δικαστήρια διαθέτουν την αρμοδιότητα να αποκλείουν υποψήφιους από τη διεκδίκηση μόνο πολιτειακών και όχι ομοσπονδιακών αξιωμάτων. Κατά την κρίση του Supreme Court, η θέση αυτή είναι η μόνη συμβατή με τις αρχές της ομοσπονδίας, καθώς σε αντίθετη περίπτωση η δυνατότητα κάθε πολιτείας να εφαρμόζει με διαφορετικό τρόπο την 14η Τροποποίηση θα μπορούσε να προκαλέσει μια χαοτικού χαρακτήρα ανομοιογένεια σε εθνικό επίπεδο. Εξάλλου, όπως πρόσθεσε συμπληρωματικά το Ανώτατο Δικαστήριο, η ορθότητα αυτής της ερμηνείας επαληθεύεται και από τη συνταγματική ιστορία των Η.Π.Α., στο πλαίσιο της οποίας δεν έχει καταγραφεί ούτε ένα προηγούμενο αποκλεισμού από ομοσπονδιακό αξίωμα βάσει απόφασης πολιτειακού οργάνου.[49]

Το δεύτερο κεντρικό επιχείρημα του Supreme Court υποστηρίχθηκε μόνο από τους πέντε εκ των εννιά δικαστών, ενώ προκάλεσε την ιδιαίτερα έντονη αντίδραση των εκπροσώπων της μειοψηφίας. Όπως υποστήριξαν τα περισσότερα μέλη της συντηρητικής πτέρυγας (πέντε από τα έξι),[50] το Τμήμα 3 της 14ης Τροποποίησης δεν είναι άμεσα εκτελεστό. Επομένως, ο αποκλεισμός από ένα ομοσπονδιακό αξίωμα, βάσει δικαστικής απόφασης, προϋποθέτει αναγκαστικά την ψήφιση εκτελεστικού νόμου από το Κογκρέσο. Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, η συγκεκριμένη ερμηνεία προκύπτει αφενός από τη νομολογία, ιδίως τη Griffin’s Case, και αφετέρου από τη διάταξη του Τμήματος 5, η οποία ρητά εξουσιοδοτεί το Κογκρέσο να ψηφίσει την κατάλληλη νομοθεσία προκειμένου να εφαρμοσθεί η 14η Τροποποίηση.[51]

Από την άλλη πλευρά, η διαφοροποίηση των τεσσάρων δικαστών της μειοψηφίας στηρίχθηκε κατ’ αρχήν σε ένα δικονομικό επιχείρημα. Σύμφωνα με αυτό, η πλειοψηφία προχώρησε, ως μη όφειλε, στην ανάλυση του ζητήματος της εκτελεστότητας του Τμήματος 3, ενώ το αντικείμενο της δίκης αφορούσε αποκλειστικά τον έλεγχο της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου του Colorado. Επ’ αυτού του ζητήματος, το επιχείρημα περί αναρμοδιότητας ήταν από μόνο του αρκετό για να ανατραπεί η απόφαση του πολιτειακού δικαστηρίου. Η κριτική της μειοψηφίας, όμως, δεν περιορίστηκε στο πεδίο της νομικής δογματικής, καθώς οι τρεις φιλελεύθερες δικαστές δεν δίστασαν να κατηγορήσουν την πλειοψηφία, και μάλιστα με ιδιαίτερη οξύτητα, για δικαστικό ακτιβισμό που συνδέεται με πολιτικά κίνητρα.[52] Ειδικότερα, οι Δικαστές Sotomayor, Kagan και Jackson έκαναν λόγο για προσπάθεια της πλειοψηφίας «να προστατεύσει όλους τους φερόμενους ως στασιαστές από μελλοντικές προσφυγές που θα αμφισβητούν τη διατήρηση των ομοσπονδιακών αξιωμάτων τους».[53]

Υπό το φως της σφοδρής αυτής αντίδρασης, που σαφώς παραπέμπει στο πεδίο της πολιτικής, ανακύπτει εκ των πραγμάτων το ακόλουθο ερώτημα: ποια είναι η πρακτική συνέπεια της απόφασης της πλειοψηφίας να θέσει ως προϋπόθεση του αποκλεισμού από ένα ομοσπονδιακό αξίωμα την ψήφιση εκτελεστικού νόμου από το Κογκρέσο, σε μια συγκυρία, μάλιστα, κατά την οποία αυτό δεν μπορεί να νομοθετήσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των Ρεπουμπλικάνων; Κατά την πιο πιθανή ερμηνεία, τα μέλη του Supreme Court, τόσο της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας, διατύπωσαν τα νομικά τους επιχειρήματα με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, και ειδικότερα στην ενδεχόμενη επικράτηση του Donald Trump στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2024. Οι συντηρητικοί δικαστές προφανώς έκριναν σκόπιμο να αποκλείσουν την προοπτική νέων προσφυγών στη δικαιοσύνη μετά την πιθανή ανάληψη της προεδρίας από τον Trump, ενώ οι φιλελεύθεροι επεδίωξαν να αφήσουν ανοιχτό το ενδεχόμενο αποκλεισμού του από την προεδρία βάσει απόφασης ενός ομοσπονδιακού δικαστηρίου.[54] Ανεξαρτήτως της ορθότητας καθενός από τα δύο επιχειρήματα, η ανοιχτή σύγκρουση των μελών του Supreme Court, και μάλιστα όχι επί του διατακτικού της απόφασης αλλά επί της αιτιολογίας του, μαρτυρά την πραγματική επιρροή που ασκεί η δικαστική κρίση στην εξέλιξη του πολιτικού ανταγωνισμού.

V. Τα ρευστά όρια ανάμεσα στην προστασία του πολιτεύματος και την παρέμβαση στον πολιτικό ανταγωνισμό

Η συζήτηση για τους θεσμικούς τρόπους άμυνας μιας δημοκρατίας απέναντι σε αντικοινοβουλευτικά κόμματα ή δημαγωγούς με αυταρχικές αντιλήψεις δεν διεξάγεται συνήθως σε ιστορικό κενό. Δεν αποτελεί, άλλωστε, σύμπτωση ότι το θεωρητικό ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο ζήτημα, από τη σκοπιά τόσο της νομικής όσο και της πολιτικής επιστήμης, αναπτύχθηκε μετά τις δύο μεγάλες οικονομικές κρίσεις των τελευταίων εκατό χρόνων, αυτές του 1929 και του 2008. Από τις επεξεργασίες του Carl Schmitt το 1932, που υποστήριζε ότι στους εχθρούς του πολιτεύματος δεν πρέπει να δίνεται ίση ευκαιρία να κατακτήσουν την πολιτική εξουσία,[55] μέχρι τους σύγχρονους νόμους περί απαγόρευσης κομμάτων, οι δημοκρατίες συνηθίζουν να αιωρούνται μεταξύ της επιδίωξης δύο στόχων: ενός φανερού, που συνίσταται στην προστασία του σκληρού πυρήνα των συνταγμάτων τους, και ενός ανομολόγητου, ο οποίος συνδέεται με την τάση παρέμβασης στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, σε συνθήκες κρίσης εκπροσώπησης, όταν οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις απονομιμοποιούνται και ο ριζοσπαστισμός, είτε δεξιόστροφος είτε αριστερόστροφος, εισβάλλει στο κέντρο της πολιτικής σκηνής, τα όργανα του κράτους παρεμβαίνουν με σκοπό να διαφυλάξουν τη νομιμότητα, χωρίς να αποφεύγουν ενίοτε τον πειρασμό της εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων.

Ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ο διάλογος περί του καταλληλότερου φύλακα του συντάγματος έχει εξαντληθεί, καθώς στις μέρες μας αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι αυτός είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις,[56] ο δικαστής.[57] Στην αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας εμπίπτει πλέον η απόφαση για τον αποκλεισμό από τη διεκδίκηση της εξουσίας όσων παραβιάζουν τους θεμελιώδεις κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Το ερώτημα, όμως, που τίθεται εκ των πραγμάτων στην παρούσα συγκυρία είναι το ακόλουθο: ποιος είναι ο ρόλος των δικαστών στις περιπτώσεις που η έννομη τάξη δεν προβλέπει ότι τιμωρούνται με απαγόρευση συμμετοχής στον πολιτικό ανταγωνισμό συγκεκριμένες παράνομες ενέργειες πολιτικών προσώπων ή κομμάτων με αντιδημοκρατικό προσανατολισμό; Το περασμένο φθινόπωρο, τα δικαστήρια της πολιτείας του Colorado κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιας φύσης ζήτημα, δεδομένου ότι απουσίαζε το θεσμικό εκείνο πλαίσιο που θα επέτρεπε τον αποκλεισμό του Donald Trump από τις προκριματικές προεδρικές εκλογές. Ενόψει του κινδύνου να μην επιτευχθεί ένας στόχος που θεωρείτο από μεγάλο τμήμα του προοδευτικού κόσμου των Η.Π.Α. ως ωφέλιμος για τη δημοκρατία, το Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado επέλεξε τον δρόμο του ακτιβισμού. Επιχείρησε, δηλαδή, να υποκαταστήσει τον νομοθέτη, κοινό και συνταγματικό, προκειμένου να διαμορφώσει ερμηνευτικά τους όρους εφαρμογής της 14ης Τροποποίησης σε πολιτειακό επίπεδο. Η απάντηση του Supreme Court υπήρξε ηχηρή, καθώς έκρινε ότι οι δικαστές του Colorado δεν λειτούργησαν στην πραγματικότητα ως φύλακες της νομιμότητας.

Το παραπάνω παράδειγμα αμφιταλάντευσης των δικαστών μεταξύ διαφύλαξης της νομιμότητας και ακτιβισμού δεν είναι μεμονωμένο, αλλά, αντιθέτως, ενδεικτικό μιας διεθνούς τάσης ανάληψης από τη δικαστική εξουσία ισχυρού πολιτικού ρόλου.[58] Μία παρεμφερής περίπτωση, άλλωστε, καταγράφηκε πρόσφατα και στη χώρα μας, δεδομένου ότι η απόφαση 8/2023 του Τμήματος Α1 του Αρείου Πάγου ανέτρεψε την πάγια ερμηνεία του άρθρου 29 του Συντάγματος, προκειμένου να απαγορεύσει τη συμμετοχή ενός ακροδεξιού κόμματος στις εκλογές. Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο των Η.Π.Α. όσο και της Ελλάδας, αποδείχθηκε ότι η απόπειρα της δικαστικής εξουσίας να παρέμβει στον πολιτικό ανταγωνισμό λειτούργησε ευνοϊκά για εκείνους που εμφανίσθηκαν ως διωκόμενοι. Ο μεν Donald Trump σημείωσε σαρωτικές νίκες σε ολόκληρη την επικράτεια και εξασφάλισε με άνεση το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων,[59] ενώ οι Έλληνες νεοναζί κατόρθωσαν να επιτύχουν την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση μέσω της κατεύθυνσης των ψήφων τους σε ένα μέχρι πρόσφατα περιθωριακό κόμμα του ακροδεξιού χώρου.

Συμπερασματικά, οι σύγχρονες δημοκρατίες διέρχονται μια προϊούσα κρίση νομιμοποίησης. Πέρα από τα οικονομικά, κοινωνικά ή ιδεολογικά αίτια που την παράγουν, είναι σαφές ότι αυτή ανατροφοδοτείται και από τους ίδιους τους θεσμούς. Κατά συνέπεια, πρωταρχική μέριμνα κάθε κρατικού οργάνου, και ασφαλώς και των δικαστηρίων, δεν μπορεί παρά να είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη λειτουργία του πολιτεύματος. Μια δημοκρατία, όμως, που αντιδρά φοβικά απέναντι στη λαϊκή ετυμηγορία, ιδίως, μάλιστα, όταν οι αποφάσεις της δεν διαθέτουν στέρεα νομικά ερείσματα, διατρέχει τον κίνδυνο να βυθιστεί περισσότερο στη δίνη της αποσταθεροποίησης. Η αταλάντευτη προσήλωση στους κανόνες του παιχνιδιού, επομένως, δεν αποτελεί σήμερα μια αμυντική επιλογή, αλλά την ασφαλέστερη οδό για την αποκατάσταση του κύρους των θεσμών.

 

[1] Παπαγεωργίου Γ., Το πολιτικό σύστημα των Η.Π.Α. Συνταγματικοί θεσμοί και σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, Κριτική, Αθήνα 2022, σ. 419-424.

[2] Gamio L. / Smith M. / Bogel-Burroughs N., “Tracking efforts to remove Trump from the 2024 ballot”, New York Times, updated 28 February 2024, https://www.nytimes.com/interactive/2024/01/02/us/politics/trump-ballot-removal-map.html

[3] Lash K., “The Meaning and Ambiguity of Section Three of the Fourteenth Amendment” (October 3, 2023), σ.2. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση SSRN: https://ssrn.com/abstract=4591838

[4] Παπαγεωργίου, Το πολιτικό σύστημα των Η.Π.Α., όπ. π., σ. 462.

[5] Σκέψεις 240-241. Για το πλήρες κείμενο της απόφασης του Πρωτοδικείου, βλ. https://www.courts.state.co.us/userfiles/file/Court_Probation/02nd_Judicial_District/Denver_District_Court/11_17_2023%20Final%20Order.pdf

[6] Σκέψεις 254-257.

[7] Η απόφαση του Πρωτοδικείου του Denver (σκέψη 303) παραπέμπει σε αδημοσίευτο σχέδιο κειμένου του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Richmond, Kurt Lash. Σύμφωνα με ένα από τα επιχειρήματα του τελευταίου, το Τμήμα 3 αναφέρεται ρητά μόνο σε συγκεκριμένα υψηλόβαθμα αξιώματα, όπως του γερουσιαστή, του αντιπροσώπου στο Κογκρέσο και του εκλέκτορα για Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, συνάγεται ότι στο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «οποιοδήποτε αξίωμα» εμπίπτουν μόνο χαμηλόβαθμα αξιώματα και, επομένως, όχι αυτό του Προέδρου των Η.Π.Α.. Βλ. Lash K., “The Meaning and Ambiguity”, όπ. π., σ. 36-37.

[8] Σκέψεις 303-304, 311-315.

[9] Σκέψη 139. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Colorado παραπέμπει στις απόψεις επί του θέματος του Mark Graber, Καθηγητή στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Maryland. Βλ. σχετικά, Graber Μ., “Section Three of the Fourteenth Amendment: Our Questions, Their Answers” (October 3, 2023). U of Maryland Legal Studies Research Paper No. 2023-16, σ. 7, 13-14. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση, SSRN: https://ssrn.com/abstract=4591133

[10] Σκέψη 151.

[11] Σκέψεις 131-133.

[12] Σκέψη 160. Για το πλήρες κείμενο της απόφασης του Supreme Court της πολιτείας του Colorado, βλ. https://www.courts.state.co.us/userfiles/file/Court_Probation/Supreme_Court/Opinions/2023/23SA300.pdf

[13] Κατά την περίοδο της Ανοικοδόμησης, οπότε συντάχθηκε η 14η Τροποποίηση, η κοινότητα των νομικών ομονοούσε ότι τα στοιχεία που συγκροτούσαν την έννοια της εξέγερσης ήταν τα ακόλουθα: α) η συνάθροιση, β) η πραγματική αντίσταση σε έναν ομοσπονδιακό νόμο, γ) η βία ή ο εκφοβισμός, και δ) ένας δημόσιος σκοπός. Όπως υποστηρίζει ο Graber, τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου συνιστούν εξέγερση βάσει και του συγκεκριμένου ορισμού. Βλ. Graber Μ., “Section Three of the Fourteenth Amendment”, όπ. π., σ. 24 και 42-43.

[14] Σκέψεις 184-189.

[15] Στην ομιλία της 6ης Ιανουαρίου, ο Trump απευθύνθηκε στο συγκεντρωμένο πλήθος και υποστήριξε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «συγκεντρωθήκαμε σήμερα στην καρδιά της πρωτεύουσας του έθνους μας για να σώσουμε τη δημοκρατία μας», «δεν θα πάρετε πίσω τη χώρα με αδυναμία, πρέπει να δείξετε δύναμη», «όταν πιάνεις κάποιον να κάνει νοθεία, επιτρέπεται να εφαρμόσεις διαφορετικούς κανόνες», «αυτή είναι η πιο διεφθαρμένη εκλογή στην ιστορία», «αν δεν πολεμήσετε κολασμένα, δεν θα έχετε πια χώρα». Βλ. σκέψεις 198-202 και, ιδίως, 213.

[16] Σκέψη 194.

[17] Σκέψεις 223-225.

[18] Βλ. την απόφαση του Supreme Court, Brandenburg v. Ohio, 395 U.S. 444, 447 (1969) https://supreme.justia.com/cases/federal/us/395/444/ και την απόφαση του US Court of Appeals, Bible Believers v. Wayne Cnty (6th circuit, 2015) https://casetext.com/case/bible-believers-v-wayne-cnty

[19] Σκέψεις 242-243.

[20] Σκέψη 249.

[21] Σκέψη 255.

[22] Σκέψεις 32 και 86.

[23] Πρόκειται για τα Τμήματα 1-1-113 και 1-4-1204 του Εκλογικού Κώδικα του Colorado. Διαθέσιμα εδώ: https://casetext.com/statute/colorado-revised-statutes/title-1-elections/general-primary-recall-and-congressional-vacancy-elections/article-1-elections-generally/part-1-definitions-and-general-provisions/section-1-1-113-neglect-of-duty-and-wrongful-acts-procedures-for-adjudication-of-controversies-review-by-supreme-court

https://casetext.com/statute/colorado-revised-statutes/title-1-elections/general-primary-recall-and-congressional-vacancy-elections/article-4-elections-access-to-ballot-by-candidates/part-12-presidential-primary-elections/section-1-4-1204-names-on-ballots

[24] Κατά το Τμήμα 1 του Άρθρου 2, ο υποψήφιος για το αξίωμα του Προέδρου πρέπει να διαθέτει τα ακόλουθα προσόντα: α) να είναι από τη γέννησή του πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών, β) να έχει συμπληρώσει την ηλικία των τριάντα πέντε ετών και γ) να είναι για δεκατέσσερα έτη κάτοικος των Ηνωμένων Πολιτειών.

[25] Σκέψη 38.

[26] Βλ. την απόφαση Civil Rights Cases, 109 US 20 (1883). Διαθέσιμη εδώ: https://supreme.justia.com/cases/federal/us/109/3/

[27] Σκέψεις 91-92 και 106.

[28] Σχετικά με τη σταδιοδρομία του Carlos Samour στο δικαστικό σώμα, βλ. https://ballotpedia.org/Carlos_Armando_Samour_Jr.

[29] Σκέψεις 274-275.

[30] Όπως ο εξηγεί ο Samour (σκέψη 285), την εποχή εκείνη οι δικαστές του ομοσπονδιακού Supreme Court ασκούσαν συγχρόνως καθήκοντα και σε περιφερειακά δικαστήρια.

[31] Για το κείμενο της Griffin’s Case, βλ. “United States Circuit Court. District of Virginia. Ex Parte Cæsar Griffin.” The American Law Register (1852-1891) 17, no. 6 (1869): 358–67. https://doi.org/10.2307/3303523

[32] Σκέψεις 289-293.

[33] Σκέψη 327.

[34] Η ένσταση των πολιτών κατατέθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2023, ενώ η ακρόαση ξεκίνησε στις 30 Οκτωβρίου 2023.

[35] Η ακροαματική διαδικασία τελείωσε στις 3 Νοεμβρίου 2023, ενώ η απόφαση εκδόθηκε στις 17 του ίδιου μήνα.

[36] Σκέψεις 331-339. Παρόμοια επιχειρήματα σχετικά με την ακαταλληλότητα των διατάξεων του Εκλογικού Κώδικα ανέπτυξε και η δεύτερη από τους τρεις δικαστές που μειοψήφησαν, Maria Berkenkotter, βλ. σχετικά, σκέψη 369.

[37] Σκέψεις 340-342 και 350.

[38] Ο Αρχιδικαστής Roberts και ο Δικαστής Thomas διορίσθηκαν από τους George W. Bush και George H. W. Bush αντίστοιχα, ενώ ο Δικαστής Kavanaugh από τον Donald Trump.

[39] Οι Δικαστές Kagan και Jackson διορίσθηκαν από τους Barrack Obama και Joe Biden αντίστοιχα.

[40] Για τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, βλ. https://www.supremecourt.gov/oral_arguments/argument_transcripts/2023/23-719_5he6.pdf#page=76

[41] Για μια σύντομη, αλλά και αναλυτική, παρουσίαση της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, βλ. M. Lederman, “A User’s Guide to Trump v. Anderson, Addendum II: The Justices’ Principal Concern at Oral Argument, and the Possibility of a Federalism-Based Resolution”, Balkinization (15 February 2024) στο https://balkin.blogspot.com/2024/02/a-users-guide-to-trump-v-anderson_15.html

[42] σ. 70-72.

[43] σ. 67-70.

[44] σ. 75-76.

[45] σ. 95-96.

[46] σ. 72-74.

[47] Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και η πολιτεία του Colorado.

[48] Το κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Supreme Court https://www.supremecourt.gov/opinions/23pdf/23-719_19m2.pdf

[49] Τα επιχειρήματα αυτά διατυπώνονται στο Τμήμα ΙΙ.Β της απόφασης.

[50] Η ομάδα των πέντε αποτελείται από τον Αρχιδικαστή Roberts και τους Δικαστές Thomas, Alito, Gorsuch και Kavanaugh. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Δικαστής Barrett, η οποία διορίσθηκε από τον Donald Trump τον Οκτώβριο του 2020, συντάχθηκε επί της ουσίας με τη φιλελεύθερη πτέρυγα του Supreme Court, χωρίς, όμως, να υιοθετήσει εξίσου υψηλούς τόνους.

[51] Η σχετική επιχειρηματολογία αναπτύσσεται στο Τμήμα ΙΙ.Α της απόφασης.

[52] Markus R., “What’s behind the Supreme Court’s furious agreement on Trump in Colorado”, Washington Post, 4 March 2024, στο https://www.washingtonpost.com/opinions/2024/03/04/supreme-court-colorado-trump-ballot-anger/?fbclid=IwAR1g82QEgYKGgN-MhwbotVH8GZWyypAQjF8javDTabcVIaMYcDCigvJF190

[53] σ. 19.

[54] M. Lederman, “What’s dividing the Justices (and other initial reactions to the Court’s decision in Trump v. Anderson)”, Balkinization (5 March 2024) στο https://balkin.blogspot.com/2024/03/whats-dividing-justices-and-other.html

[55] Schmitt C., Legalität und Legitimität, Verlag von Duncker & Humblot, München und Leipzig 1932, σ. 31-33 και 35-38· Κεσσόπουλος Α., Η αυτοκτονία του δήμου. Πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη, Ευρασία, Αθήνα 2018, σ. 250-251.

[56] Ορισμένες έννομες τάξεις απονέμουν τον ρόλο του φύλακα του Συντάγματος και στον λαό, ιδίως όταν επιχειρείται η βίαιη κατάλυση του πολιτεύματος. Βλ., για παράδειγμα, το άρθρο 120 παρ. 4 του ελληνικού Συντάγματος.

[57] Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου ο περίφημος διάλογος μεταξύ Carl Schmitt και Hans Kelsen αφορούσε το ερώτημα αν ο καταλληλότερος φύλακας του Συντάγματος είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο δικαστής.

[58] Hirschl R., Towards juristocracy, The origins and consequences of the new constitutionalism, Harvard University Press, Cambridge and London 2007, σ. 44-49, 217.

[59] Moyn S., “The Supreme Court should overturn the Colorado ruling unanimously”, New York Times (22 December 2023), στο https://www.nytimes.com/2023/12/22/opinion/trump-colorado-ballot-ban.html

+ posts

Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, επιστημονικός συνεργάτης στο Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής και μέλος ΣΕΠ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στο συνταγματικό δίκαιο, την πολιτική και συνταγματική ιστορία, τη θεωρία του δικαίου και την πολιτική θεωρία. Από τις εκδόσεις Ευρασία κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η Αυτοκτονία του Δήμου. Πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη».

Μετάβαση στο περιεχόμενο