Στον νεωτερικό συνταγματισμό, η δικαστική εξουσία, κερδίζοντας την ανεξαρτησία της από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, εξελίχθηκε όχι μόνο σε παράγοντα νομιμοποίησης της κρατικής κυριαρχίας, αλλά και σε βασική συνιστώσα του Κράτους Δικαίου, διασφαλίζοντας, ιδίως, την ισότητα και τα δικαιώματα όλων των ατόμων απέναντι σε κάθε δημόσια ή ιδιωτική εξουσία. Στις μέρες μας, τον αναπόδραστα δημιουργικό ρόλο του δικαστή ενίσχυσε περαιτέρω το ευρωπαϊκό δίκαιο, ανάγοντας τον σε προνομιακό συνομιλητή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου  και εγγυητή της σύμφωνης με το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, ο κίνδυνος ανάπτυξης μιας «κυβέρνησης δικαστών» χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση και η αέναη διεκδίκηση εκ μέρους του νομοθέτη και της διοίκησης ενός περιθωρίου ανέλεγκτης ευχέρειας είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρξουν, διαχρονικά, ποικίλες προσπάθειες οριοθέτησης της δικαστικής εξουσίας. Πρόκειται για προσπάθειες που είναι σύμφυτες με τη διαλεκτική εξέλιξη του Κράτους Δικαίου, η οποία εμφανίζεται ως μια διαρκής, συχνά παλινδρομούσα, διαδικασία νομικής θέσμισης –δηλαδή αναγωγής σε ρυθμισμένη αρμοδιότητα– κάθε επιμέρους έκφανσης της κρατικής εξουσίας.

Η οριοθέτηση του δικαστικού έργου πηγάζει μερικές φορές από την ερμηνεία ορισμένων συνταγματικών διατάξεων, όπως αυτών που θεμελιώνουν τον αποκλεισμό του ελέγχου της τυπικής συνταγματικότητας των νόμων (άρθρα 93, παρ. 4, και 100, παρ. 1, στ. ε΄, του ελληνικού Συντάγματος) ή το λεγόμενο «τεκμήριο της συνταγματικότητάς» τους (παρ. 14 του κεφαλαίου 11 του σουηδικού Συντάγματος και άρθρο 106 του φινλανδικού Συντάγματος). Καθώς, όμως, τέτοιοι επιμέρους συνταγματικοί προσδιορισμοί δεν οδηγούν σε μεθοδολογικά ασφαλή κριτήρια περιορισμού της δικαστικής εξουσίας, η θεωρία επιχείρησε, με διάφορες κατασκευές, να βασίσει αυτόν τον περιορισμό στην επιφύλαξη ενός δευτερογενούς θεσμικού ρόλου για τον δικαστή. Μήτρα τέτοιων θεωρητικών κατασκευών υπήρξαν κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), στις οποίες το Supreme Court αναδείχτηκε σταδιακά σε ένα σημαντικό αντίβαρο της πολιτικής εξουσίας. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού προήλθε η θεωρία της δικαστικής αυτοσυγκράτησης (judicial self-restraint), η οποία, όταν μεταφέρθηκε στη Γερμανία (richterliche Selbstbeschränkung), συνδυάστηκε με το «τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων», την ουδετερότητα του Συντάγματος απέναντι στην οικονομική πολιτική και τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων. Αμερικανική προέλευση έχει και η θεωρία των πολιτικών ζητημάτων (political questions doctrine), το πνεύμα της οποίας εντοπίζεται, σε άλλες χώρες, όπως στη Γαλλία και στην Ελλάδα, στη θεωρία των κυβερνητικών πράξεων. Εντούτοις, ούτε οι παραπάνω θεωρητικές κατασκευές έχουν καταλήξει σε ένα μεθοδολογικά αξιόπιστο κριτήριο διάκρισης της δικαστικής από την πολιτική εξουσία, καίτοι έχουν προσφέρει σημαντικές κριτικές αναλύσεις ως προς τον θεσμικό ρόλο και την αναγκαία οριοθέτηση της δράσης των δικαστών. Η απροσδιοριστία των συνταγματικών ρυθμίσεων, οι οντολογικές και δικαιοκρατικές αντιφάσεις της πρόσληψης του νομοθέτη ως πολιτικά «ελεύθερου» οργάνου και η αναπόδραστη δυνατότητα του δικαστή να συγκαθορίζει ερμηνευτικά τα όρια τόσο της αρμοδιότητας του νομοθέτη και της διοίκησης όσο και της δικής του αρμοδιότητας φαίνεται να εξηγούν τη, μέχρι στιγμής, αποτυχία κάθε προσπάθειας απολιτικοποίησης και αποτελεσματικού περιορισμού του δικαστικού ελέγχου. Στην αποτυχία αυτή συμβάλλει, εκτός των άλλων, και η αδυναμία οποιασδήποτε τέτοιας προσπάθειας να υποκαταστήσει, στην πράξη, τον δικαστή από κάποιον διαδικαστικά πιο αξιόπιστο εγγυητή του Κράτους Δικαίου.

Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής παρουσιάζει τις ιστορικές καταβολές και τις σύγχρονες εξελίξεις του λαϊκού συνταγματισμού, μιας κριτικής συνταγματικής θεωρίας που προέρχεται επίσης από τις ΗΠΑ και εκφράζει έναν έντονο σκεπτικισμό απέναντι στην υπεροχή της δικαστικής εξουσίας αλλά και, γενικότερα, απέναντι στον επαγγελματισμό, στον ελιτισμό και στον νομικισμό που ηγεμονεύουν στο συνταγματικό δίκαιο. Ο συγγραφέας αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, ότι πίσω από την ιδέα ότι το Σύνταγμα είναι πρωτίστως ό,τι λέει η πλειοψηφία του Κογκρέσου και όχι μια πλειοψηφία του Supreme Court διαγράφεται κατά βάθος ένα αίτημα επιστροφής των συνταγματικών αποφάσεων στον πολιτικά δρώντα λαό. Την ίδια στιγμή, όμως, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι, στη σημερινή εποχή των πολυκρίσεων, ενώ είναι αδιαμφισβήτητα αγαθές οι προθέσεις υπέρβασης της παθητικοποίησης των αντιπροσωπευομένων και ενδυνάμωσης της αυτενέργειάς τους, δεν είναι βέβαιο ότι η ικανοποίηση του αιτήματος επιστροφής της πολιτικής, υπό την έννοια της απόδοσης ξανά των πρωτείων στους πολιτικούς, θα οδηγούσε στην αναζωογόνηση της δημοκρατίας.

Οι κρίσεις που συνδέονται με την απειλή μεγάλων καταστροφών αποτελούν μια δοκιμασία που ρευστοποιεί τις σχέσεις μεταξύ δικαίου, πολιτικής και επιστήμης. Το συνταγματικό κράτος δικαίου υποκαθίσταται από ένα κράτος πρόληψης (ή και προφύλαξης). Οι θεμελιώδεις κανόνες και αρχές του δικαίου εργαλειοποιούνται. Οι επιστήμονες μοιάζουν να παίρνουν τη θέση των πολιτικών. Η πιθανολόγηση φαίνεται να κατισχύει της τεκμηριωμένης επιστημονικής απόδειξης. Η επικοινωνιακή διαχείριση της αβεβαιότητας περιθωριοποιεί τον συγκροτημένο -επιστημονικό ή πολιτικό- λόγο. Η εμπειρία της πανδημίας του Covid-19 προσέφερε ποικίλα παραδείγματα μιας τέτοιας γενικευμένης ρευστότητας. Η προστασία της υγείας, ενώ προβλήθηκε σαν απόλυτη κοινωνική και συνταγματική προτεραιότητα, λειτούργησε, σε μεγάλο βαθμό, ως νομιμοποιητικό άλλοθι των κυρίαρχων οικονομικών επιλογών. Οι πολιτικές αποφάσεις στηρίχθηκαν συχνά σε αδιαφανείς επιστημονικές γνωμοδοτήσεις που δεν εξασφάλιζαν καμία σταθερή πρόβλεψη, με αποτέλεσμα ορισμένες φορές να περιβάλλουν απλώς με αυθεντία τον άκρατο εμπειρισμό του «βλέποντας και κάνοντας». Στο πλαίσιο προώθησης του εμβολιασμού, η αυταρχική και εμπορευματική επιβολή του ορθού λόγου έγινε πηγή ανορθολογικών αντιδράσεων, δεισιδαιμονιών, αλλά και «τεχνολαϊκισμού». Την ίδια στιγμή, οι ιδιωτικές ψηφιακές πλατφόρμες, οι οποίες πρόσφεραν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, εκθειάστηκαν ως η «Γη της Επαγγελίας», χωρίς να πάψουν παράλληλα να αποτελούν και φορείς μιας πρακτικά ανέλεγκτης παραπληροφόρησης. Κοντολογίς, κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, η πραγματικότητα φάνηκε να μιμείται σενάρια κινηματογραφικών ταινιών καταστροφής. Μπροστά στη διαρκή κατάσταση ανάγκης που προδιαγράφει η κλιματική κρίση, μήπως θα ήταν πράγματι χρήσιμο να αναστοχαστούμε πάνω στις σχέσεις μεταξύ δικαίου, πολιτικής και επιστήμης μέσα και από τη ματιά του σύγχρονου κινηματογράφου;

Αυτό μας προτείνει η Στέλλα Χριστοφορίδου, η οποία, στην εκτενή μελέτη της, επιλέγει δύο αμερικανικές ταινίες, το «2012» και το «Don’t look up», για να αναλύσει τις σχέσεις μεταξύ πολιτικής εξουσίας και επιστήμης υπό το βάρος της ανάγκης διαχείρισης μιας επερχόμενης καταστροφής. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι το «Don’t look up» έρχεται, δώδεκα χρόνια μετά, να συμπληρώσει, ή ίσως και να εξειδικεύσει, ό,τι είχε προαναγγείλει το «2012». Το «2012» είχε διακηρύξει την έναρξη μιας νέας εποχής στην οποία η πολιτική ασκείται από τους επιστήμονες και, πάντως, βρίσκεται υπό κατάρρευση, έχει διαβρωθεί και απωλέσει το κύρος που είχε απέναντι στους πολίτες. Το «Don’t look up» μιλάει για την εποχή αυτή ως ένα εμπεδωμένο πια καθεστώς. Η παιδική αφέλεια που χαρακτηρίζει το «2012», ότι η ελπίδα κρύβεται στην επιστήμη που καλείται να αναλάβει τα ηνία και την τύχη του κόσμου, βρίσκει στον ρεαλισμό του «Don’t look up» την κρίσιμη ερώτηση: «λέγοντας επιστήμη, τι;».

Συνεχίζοντας τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει στη Νομαρχία γύρω από τις σχέσεις του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου, με αφορμή την ψήφιση του Ν. 5094/2024 περί λειτουργίας στη Χώρα παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων, o Γρηγόρης Ρουβάς εστιάζει τις αναλύσεις του κυρίως στην εξέλιξη της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας γύρω από την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι, καθώς μάλλον έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του άρθρου 16 του Συντάγματος, η σύγκρουση του τελευταίου με την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου μοιάζει αναπόφευκτη.

Σας ευχόμαστε Καλό Πάσχα και θα επανέλθουμε με νέες δημοσιεύσεις μετά τις 12 Μαΐου 2024.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο