Στις μέρες μας, η νομική επιστήμη μοιάζει να είναι, σε μεγάλο βαθμό, εγκλωβισμένη σε έναν στείρο θετικισμό, ο οποίος, στο όνομα της αξιολογικής ουδετερότητας, την αφυδατώνει και την μετατρέπει σε εργαλείο της εκάστοτε εξουσίας. Η εκ νέου εξοικείωση κάθε νομικού επιστήμονα με τις αναλύσεις άλλων επιστημών και, ιδίως, της πολιτικής επιστήμης και της φιλοσοφίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τον αναγκαίο αναπροσανατολισμό του στην κριτική ανάλυση των σύγχρονων νομικών φαινομένων. Καθώς, μάλιστα, στα περισσότερα από τα φαινόμενα αυτά αναβιώνουν προνεωτερικά μοτίβα που, αποκλίνοντας από την προσήλωση στους νόμους, διαβρώνουν τα δικαιοκρατικά κεκτημένα της νεωτερικότητας, ο αναστοχασμός ιδίως πάνω στο έργο κλασσικών πολιτικών φιλοσόφων της περιόδου του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά στην αναζωογόνηση των νομικών αναλύσεων και – γιατί όχι; – στην ανάπτυξη ενός νέου διαφωτισμού που φαίνεται να έχει ανάγκη η εποχή μας.

Ένας τέτοιος πολιτικός φιλόσοφος υπήρξε ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (28 Ιουνίου 1712 – 2 Ιουλίου 1778), ο οποίος δεχόταν ότι «δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς νόμους», δεδομένου ότι ελευθερία είναι η υπακοή στον νόμο που έχουμε ορίσει ως έκφραση της γενικής βούλησης. Γιατί άραγε μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμος σήμερα ένας αναστοχασμός πάνω στις παραδοχές αυτές του Ρουσσώ; Την απάντηση έχει δώσει η Ι. Καμτσίδου, επισημαίνοντας ότι «[σ]ε μια περίοδο όπου ο νεοφιλελευθερισμός αμφισβητεί την σημασία του νόμου και επαγγέλλεται την απελευθέρωση της κοινωνίας από το κράτος μέσω του “ήπιου δικαίου” και της ηθικής», το έργο του Ρουσσώ δείχνει ότι «ο νόμος δεν είναι κατά κύριο λόγο μέσο περιορισμού, αλλά πραγμάτωσης της ελευθερίας. Δεδομένου ότι οι κανόνες τίθενται από όλο το πολιτικό σώμα, τα μέλη του οποίου κατέχουν ισότιμη κυριαρχία και ενεργούν για την ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος, η δημοκρατική νομοθέτηση ανάγεται σε μέθοδο που εγγυάται τον αυτοπροσδιορισμό (…) Ο νόμος του Ρουσσώ (…) [α]ναδεικνύεται, στις σημερινές συνθήκες, σε προνομιακό πεδίο διεκδίκησης της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας. Ο γενικός και αφηρημένος χαρακτήρας του (…), αλλά και η γενικότητα της βούλησης που τον παράγει, παρέχουν εγγυήσεις δυσεύρετες στους άλλους τρόπους ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης. (…) Την ιστορική στιγμή που ο Ρουσσώ περιέγραφε τις ιδιότητες του νόμου, η (…) αποστολή του εκπληρωνόταν με την ανατροπή των απολυταρχικών καθεστώτων, σήμερα, μπορεί κανείς να υποστηρίξει, ότι ο νόμος μπορεί να αναδειχθεί σε ανάχωμα στον νεοφεουδαρχικό συνταγματισμό: διότι μια θέληση που δεν είναι γενική στην συγκρότησή της, όσο άριστοι και αν είναι αυτοί που την διατυπώνουν, δεν είναι σε θέση να εκφράσει ευρύτερα συμφέροντα ούτε να προαγάγει την ισότητα και την αλληλεγγύη. Με άλλα λόγια, η επανεμφάνιση του νόμου μπορεί να αναχαιτίσει τις ιδιωτικές βουλήσεις που φιλοδοξούν να καθυποτάξουν την κοινωνική συμβίωση και επιδιώκουν την επιστροφή στην ολιγαρχία.» (I. Καμτσίδου, «Κυριαρχία, αυτονομία και Σύνταγμα. Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο του Στέφανου Δημητρίου: Ο ελεύθερος άνθρωπος. Ο πολιτικός ανθρωπισμός και η “πολιτική μηχανή” του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ [Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2021]», www.constitutionalism.gr, 21.4.2023).

Στην εκτενή μελέτη της (εδώ, το διάγραμμα), η Δήμητρα Σπαρτοπούλου φιλοδοξεί να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο η γενική βούληση κατά τον Ρουσσώ δεν ταυτίζεται με την τυραννία της πλειοψηφίας, αλλά συμφιλιώνει τον κρατικό καταναγκασμό με την ελευθερία. Η συγγραφέας τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο ρουσσωικός Νόμος είναι το πολιτικό και νομικό εκείνο μεθοδολογικό εργαλείο μέσω του οποίου ο λαός υποτάσσεται στον εαυτό του, δηλαδή καθίσταται πολιτικά αυτόνομος. Η νομοθετική διαδικασία περιγράφει τη στιγμή εκείνη κατά την οποία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τον χαρακτήρα του ως πολιτικού υποκειμένου, καθώς νομοθετεί για όλο τον λαό, σαν να νομοθετούσε για τον εαυτό του. Ο ρουσσωικός Νόμος αντικατοπτρίζει την αλληλεξάρτηση της ελευθερίας με την ισότητα, η δε διπλή καθολικότητά του -όλος ο λαός αποφασίζει για όλον τον λαό- παραπέμπει σε μια μορφή διαδικαστικής δικαιοσύνης. Συναφώς, η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι ο Ρουσσώ είναι ο πρώτος φιλόσοφος που αντιλήφθηκε την «άμεση» συμμετοχή και την ίση υπακοή στον νόμο με όρους φιλελεύθερους, δηλαδή με όρους διαμεσολαβητικών διαδικασιών.

image_pdf
Μετάβαση στο περιεχόμενο