Οι σοβαροί προβληματισμοί γύρω από την απορρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης που επέρχεται, μετά την ψήφιση του Ν. 5094/2024, λόγω της δυνατότητας λειτουργίας στη Χώρα μας μη κρατικών πανεπιστημίων, δεν συνδέονται μόνο με την ανάγκη υπεράσπισης του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημιακών σπουδών. Αφορούν επιπλέον την ίδια την προάσπιση του Κράτους Δικαίου και, πιο συγκεκριμένα, την τήρηση των θεμελιωδών, εθνικών και ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου. Διότι, οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις βασίστηκαν τόσο σε μειωμένης αξιοπιστίας συνταγματικές ερμηνείες που υποβαθμίζουν το κύρος του άρθρου 16 του Συντάγματος όσο και σε αμφισβητούμενες προσεγγίσεις του ενωσιακού δικαίου.
Συνεχίζοντας τη σχετική συζήτηση που έχει ξεκινήσει στη Νομαρχία, ο Βασίλης Χατζόπουλος αναδεικνύει διάφορες πτυχές της μη συμβατότητας του Ν. 5094/2024 με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη νομοθετική μεταρρύθμιση, μολονότι θεμελιώθηκε στην επίκληση της ανάγκης συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου, παρερμηνεύει και παραβιάζει πολλαπλά το δίκαιο της Εσωτερικής αγοράς και τον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ακαδημαϊκή αναγνώριση των ευρωπαϊκών τίτλων σπουδών στη Χώρα μας συνιστά πολιτική επιλογή και όχι νομική αναγκαιότητα επιβεβλημένη από το ενωσιακό δίκαιο. Η θέσπιση των Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στρεβλώνει τους ήδη διαμορφωμένους όρους της αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Οι δε επί μέρους όροι αδειοδότησης και λειτουργίας των νεοπαγών αυτών νομικών προσώπων βρίθουν περιορισμών οι οποίοι, ακόμη κι αν ήταν δυνατόν να δικαιολογηθούν από κάποιον επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν αναγκαίοι και stricto sensu αναλογικοί.
Σε ένα κράτος δικαίου, οι φορολογικές αρχές οφείλουν να συμβιβάζουν την αποτελεσματικότητα του φορολογικού ελέγχου με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των φορολογουμένων και την απαίτηση κοινωνικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, στις μέρες μας, για την αντιμετώπιση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και τη διακρίβωση της πραγματικής φορολογητέας ύλης, ο νομοθέτης αναθέτει στις φορολογικές αρχές ευρύτατες ελεγκτικές εξουσίες, η δικαιοκρατική πλαισίωση των οποίων συναντά ολοένα και περισσότερες δυσκολίες, μεταξύ άλλων, εξαιτίας και του ψηφιακού μετασχηματισμού της φορολογικής διοίκησης. Προνομιακό πεδίο μελέτης αυτών των δυσκολιών αποτελεί το ζήτημα της επιλογής των φορολογικών υποθέσεων προς έλεγχο. Για την επιλογή αυτή, η άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας των φορολογικών αρχών στηρίζεται σε λιγότερο ή περισσότερο αδιαφανή κριτήρια, τα οποία όχι μόνον δεν κοινοποιούνται εγκαίρως στους φορολογουμένους, αλλά μπορεί να προκύπτουν και από δυσανάγνωστα αλγοριθμικά μοντέλα που δεν επιτρέπουν ούτε στις ίδιες τις φορολογικές αρχές να επαληθεύουν τους σχετικούς υπολογισμούς. Πίσω από τη νομιμοποίηση της αδιαφάνειας του φορολογικού ελέγχου, την οποία επιτείνουν η εξέλιξη και ο τρόπος χρήσης των νέων τεχνολογικών μέσων, διαγράφεται το πέρασμα από την αποπολιτικοποίηση της φορολογικής διοίκησης στην αποπολιτικοποίηση και της φορολογικής νομοθεσίας, το οποίο υπονομεύει την προαγωγή ενός φορολογικού κράτους δικαίου με πραγματικά φιλελεύθερο και κοινωνικό χαρακτήρα.
Η Κατερίνα Πέρρου παρουσιάζει το σύστημα επιλογής των υποθέσεων προς έλεγχο που θεσπίζει ο νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 5104/2024) και τη γενική προβληματική της προοπτικής πλήρους αυτοματοποίησης αυτού του συστήματος. Η συγγραφέας θεωρεί ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του φορολογικού ελέγχου, τουλάχιστον κατά το στάδιο της έρευνας και της συλλογής στοιχείων, δεν αρμόζει στη φορολογική αρχή να κοινοποιεί στοιχεία και πληροφορίες στον φορολογούμενο. Ως προς δε τη χρήση πλήρως αυτοματοποιημένων διαδικασιών για την επιλογή των υποθέσεων προς έλεγχο, η συγγραφέας παρατηρεί ότι η εμπειρία από την εφαρμογή του συστήματος Systeem Risico Indicatie στην Ολλανδία διεύρυνε την αντίληψη ότι η δημιουργία και η χρήση αλγορίθμων είναι σκόπιμο να εποπτεύονται από ανεξάρτητη αρχή.
Η διαχείριση της πανδημίας του Covid-19 δεν οδήγησε ούτε σε ανατροπή ούτε σε ουσιώδη αναθεώρηση του κυρίαρχου δόγματος της ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς. Στο εθνικό επίπεδο, το τεράστιο κύμα κρατικού παρεμβατισμού -ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής- μπορεί να ενίσχυσε, κατά τρόπο άμεσο, χαμηλά κοινωνικά στρώματα, για να αποτραπεί μια γενική οικονομική και κοινωνική κατάρρευση, πλην όμως ο νέος κρατικός παρεμβατισμός -ιδίως στην Ευρώπη- φάνηκε να στηρίζει προεχόντως επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας των εθνικών οικονομιών. Στο επίπεδο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, η χαλάρωση της δημοσιονομικής αυστηρότητας και η εξαιρετική χρηματοδότηση των εθνικών οικονομιών με βάση κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό, ακόμη και αν προβλήθηκε ως στρατηγική απόκλιση από τη λογική της λιτότητας που θα προοιώνιζε ένα διαφορετικό μέλλον, είχε τελικά ως ορίζοντα την ανθεκτικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, καθώς και την προάσπιση των βασικών αρχών του προϋφιστάμενου συστήματος διακυβέρνησης που δίνει έμφαση στην οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή αλλά όχι στην πραγματική αλληλεγγύη. Εντούτοις, σε όλα τα επίπεδα κατέστη φανερό ότι, παρά τη μυθοποίηση των δυνάμεων της αγοράς, η οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς δημόσιο χρήμα. Ειδικά για την Ελλάδα, υπό τις αιρεσιμότητες που επιβάλλουν οι κυρίαρχες πολιτικές, η επιβίωση και η ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας συναρτώνται άμεσα με τα προγράμματα δημόσιων επενδύσεων και την απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων μέσω του Εταιρικού Συμφώνου για το Πλαίσιο Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης κατά την πρόσβαση στους δημόσιους πόρους αναδεικνύονται σε κρίσιμες δικαιοκρατικές εγγυήσεις από τον σεβασμό των οποίων εξαρτώνται, εκτός των άλλων, η ειλικρίνεια και η αποτελεσματικότητα των παραπάνω χρηματοδοτικών προγραμμάτων και, συνακόλουθα, η εμπιστοσύνη των οικονομικών φορέων και της κοινωνίας στα προγράμματα αυτά.
Ο Ηλίας Κουβαράς, σχολιάζοντας τους όρους πρόσβασης στις δράσεις του ΕΣΠΑ, εμβαθύνει στους κανόνες και τη μεθοδολογία που διέπει τη ροή του δημόσιου χρήματος. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η μέθοδος της συγκριτικής αξιολόγησης των αιτήσεων χρηματοδότησης οφείλει να αποτελεί τον κανόνα κατά την κατάστρωση των προγραμμάτων υπαγωγής σε δημόσια χρηματοδότηση. Η εφαρμογή της αρχής της χρονικής προτεραιότητας κατά την υποβολή αιτήσεων χρηματοδότησης (First In-First Out) ενδέχεται να συνιστά σοβαρή απόκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, εξ ου και η επιλογή της απαιτεί ειδική τεκμηρίωση από τις διαχειριστικές υπηρεσίες με βάση την επάρκεια διαθέσιμων πόρων και τις ιδιαιτερότητες του φυσικού αντικειμένου των υπό χρηματοδότηση έργων.