Ο όρος νομικός ρεαλισμός υποδηλώνει ένα ευρύτατο σύνολο ποικίλων αντιφορμαλιστικών θεωριών που αμφισβητούν τον ακραιφνώς δεοντολογικό χαρακτήρα του δικαίου και δίνουν μικρότερη ή μεγαλύτερη έμφαση στη ζώσα πραγματικότητά του. Οι ρεαλιστικές προσεγγίσεις κυμαίνονται από μια προσπάθεια να καταστήσουν ευαίσθητη τη νομική σκέψη σε κοινωνικές θεωρήσεις ως την υιοθέτηση ενός άκρατου εμπειρισμού που ασπάζονται και πολλοί νομικοί της πράξης. Σε μια εποχή, όπως η σημερινή, στην οποία η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου διέρχονται βαθιά κρίση, η ροπή προς τον νομικό ρεαλισμό είναι γοητευτική αλλά εμφανίζει και κάποιους κινδύνους.

Από τη μια, ορισμένα στοιχεία νομικού ρεαλισμού προάγουν την απομάγευση του τεχνοκρατικού θετικισμού της δογματικής νομικής επιστήμης και αποκαλύπτουν την εργαλειοποίηση του δικαίου από την εκάστοτε εξουσία. Πρόκειται για στοιχεία που εντοπίζονται, ιδίως, στην αποδοχή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο δίκαιο και τα πραγματικά γεγονότα, στη χρονική αντίληψη των νομικών φαινομένων, στην υπέρβαση του δυϊσμού ανάμεσα στη θεώρησή τους «εκ των έσω», που συνδέεται με την κανονιστική τους φύση, και στη θεώρησή τους «εκ των έξω», η οποία αφορά την κοινωνιολογική, οικονομική, ψυχολογική και ιστορική τους πραγματικότητα, στην αναγνώριση της επίδρασης των πράξεων εφαρμογής του δικαίου στη δημιουργία του και στην αντίληψη της ερμηνείας του όχι μόνο ως γνωστικής πράξης, που αναζητά πάντοτε ένα μοναδικό νόημα στα νομικά κείμενα, αλλά και ως βουλητικού ενεργήματος, το οποίο -πλαισιωμένο από ορισμένες δεσμεύσεις- στηρίζει την επιλογή ανάμεσα σε περισσότερες δυνατές σημασίες. Αυτά τα στοιχεία νομικού ρεαλισμού μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη μιας κριτικής επεξηγηματικής επιστήμης του δικαίου με διεπιστημονικές προοπτικές (βλ. C. Yannakopoulos, «L’apport de la notion de fait administratif institutionnel à la théorie du droit administratif», Revue interdisciplinaire d’études juridiques, vol. 38, no. 1, 1997, σ. 17-84).

Από την άλλη, ορισμένες ακραίες εκδοχές του νομικού ρεαλισμού ενέχουν τον κίνδυνο να νομιμοποιήσουν την προϊούσα ρευστοποίηση του δικαίου, εμπεδώνοντας ένα καθεστώς πλήρους ανασφάλειας. Οι εκδοχές αυτές μπορεί όχι μόνο να δυσχεράνουν την επίτευξη των ίδιων των επιστημολογικών τους στόχων, αλλά, ακόμη και αν δεν έχουν την πρόθεση, να φτάσουν στο σημείο να ευνοούν αυταρχικές πολιτικές. Απέναντι στην ασύμμετρη εξέλιξη του διαλόγου των δικαστών στον οποίο βασίζεται ο σύγχρονος συνταγματικός πλουραλισμός, η πλήρης άρνηση της κανονιστικότητας του δικαίου και η παραδοχή ότι δίκαιο είναι μόνο «ό,τι πουν οι δικαστές» δεν φαίνεται να αφήνουν σημαντικά περιθώρια πρόβλεψης των δικαστικών αποφάσεων και, πάντως, δεν παρέχουν λειτουργικά επιχειρήματα, ιδίως ενώπιον των ίδιων των δικαστών. Στο δε πλαίσιο της διαρκούς κατάστασης ανάγκης, που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, ο υπερτονισμός της σπουδαιότητας των πράξεων εφαρμογής του δικαίου μπορεί να διολισθήσει σε ρόλο απολογητή της επικρατούσας αποφασιοκρατίας (décisionnisme). Αξίζει λοιπόν να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην επισήμανση ότι, στις μέρες μας, στην όποια συζήτηση γύρω από την υιοθέτηση ακραίων ρεαλιστικών θεωρήσεων του δικαίου, διακυβεύεται, μεταξύ άλλων, «η νομιμοποίηση των σημερινών μεταπολιτικών αποκλίσεων από τη δημοκρατική αρχή» (βλ. Α. Τάκη, «Νομικός ρεαλισμός, ένας γοητευτικός αντίπαλος», 72 the books’ journal #93, Δεκέμβριος 2018).

Στην εκτενή μελέτη του (εδώ, το διάγραμμα), ο Δημήτρης Τσαραπατσάνης παρουσιάζει τις μεθοδολογικές βάσεις μιας ρεαλιστικής θεωρίας που φιλοδοξεί να ανασυγκροτήσει την ελληνική επιστήμη του συνταγματικού δικαίου. Ο συγγραφέας προτείνει να δοθεί προτεραιότητα όχι στον προσδιορισμό του -υποτίθεται- μοναδικά «ορθού» περιεχομένου των συνταγματικών κανόνων μέσω μιας είτε αμιγούς είτε κατά κύριο λόγο κανονιστικής επιχειρηματολογίας, αλλά στην εξήγηση των συνταγματικών πραγμάτων ως σύνθετων δεσμίδων κοινωνικών και ψυχολογικών γεγονότων που παράγουν, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, συγκεκριμένα αποτελέσματα.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο