Λίγες μέρες πριν από τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών σε μια χρονιά που η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία συμπληρώνει πενήντα χρόνια ζωής, είναι χρήσιμος ο αναστοχασμός πάνω στη μεγάλη εικόνα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της συμμετοχής της Χώρας μας στη διαδικασία αυτή.
Εδώ και πολύ καιρό, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εγκλωβιστεί σε ένα θεσμικό τρίλημμα: μεταξύ συνταγματοποίησης του ευρωπαϊκού δικαίου, επιβίωσης των εθνικών συνταγματικών τάξεων και διασφάλισης της φιλελεύθερης και κοινωνικής δημοκρατίας. Κάθε προσπάθεια να επιτευχθούν δύο από τους τρεις αυτούς στόχους μοιάζει να αναιρεί τον τρίτο. Ο παρατεταμένος εγκλωβισμός στο παραπάνω τρίλημμα, που πολλαπλασιάζει τα αδιέξοδα, την αβεβαιότητα και τις συγκρούσεις, δεν είναι για όλους ασύμφορος. Από τη μία, εξυπηρετεί τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις σχεδόν ανεξέλεγκτες δράσεις των ισχυρών κερδοσκόπων. Από την άλλη, δίνει την ευκαιρία στις κυβερνήσεις των κρατών μελών να καλλιεργούν την πεποίθηση περί του τέλους -ή, πάντως, του αισθητού περιορισμού- της κυριαρχίας τους, ώστε να μπορούν να αποποιηθούν την ευθύνη για τις επιλογές τους. Η εξέλιξη της Ένωσης σε μια θεσμική δομή που βασίζεται στη θεμελιώδη απόφαση να μην προωθηθεί μια τελική συνταγματική επιλογή είναι περισσότερο ασύμφορη για τους πολίτες της Ένωσης, οι οποίοι αναγκάζονται να ζουν με βάση ένα δίκτυο εύπλαστων θεμελιωδών -ευρωπαϊκών και εθνικών- κανόνων μειωμένης λειτουργικότητας.
Στην Ελλάδα, όπως και στα άλλα κράτη μέλη, αυτό το δίκτυο αποτελεί το διαχρονικό πλαίσιο ευρωπαϊκών προγραμμάτων σημαντικής οικονομικής στήριξης που εμπεδώνουν μια δημοκρατία η οποία απομακρύνεται από τον λαό και αναπτύσσεται σε ένα θεσμικό περιβάλλον αγοράς και αξιών που δεν προϋποθέτει το κράτος, ανάγει το δίκαιο σε δικαίωμα, παραμερίζει τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις και υποκαθιστά τον πολίτη από το άτομο. Στις περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, αναδείχθηκαν οι θετικές πτυχές αυτών των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, τα οποία έφτασαν στο σημείο να διασφαλίζουν και την παροχή κάποιων αξιοσημείωτων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Ωστόσο, στην μακρά περίοδο κρίσεων των τελευταίων ετών, τα παραπάνω προγράμματα ενίσχυσαν δραματικά το υφιστάμενο κοινωνικό έλλειμμα τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, ενώ, στις περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, η αισιόδοξη προβολή του οράματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κάλυπτε τις δομικές ασυμμετρίες της Ένωσης, στην περίοδο των πρόσφατων κρίσεων, οι ασυμμετρίες αυτές επανήλθαν στο προσκήνιο και εντάθηκαν, με αποτέλεσμα να διευρυνθούν η ανασφάλεια, το έλλειμμα πραγματικής αλληλεγγύης και οι τάσεις εθνικής απόσυρσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ελληνικό κράτος και πολλές ελληνικές πολιτικές δυνάμεις δεν πείθουν για την ειλικρινή αφοσίωσή τους στον επίσημα διακηρυσσόμενο ευρωπαϊκό προσανατολισμό τους. Η ευρεία αποδοχή -ιδίως στις μέρες μας- μιας σχεδόν απροϋπόθετης -στην πράξη- συμμετοχής της Χώρας μας στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βασίζεται περισσότερο στην παραδοχή της αδυναμίας της Ελλάδας να υπάρξει αξιοπρεπώς ως ανεξάρτητο νεωτερικό κράτος παρά στην πίστη σε μια ρεαλιστική προοπτική σύγκλισής της με τα λοιπά κράτη μέλη της Ένωσης. Άλλωστε, ακόμη και στις πιο φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις είναι διάχυτος ένας ανομολόγητος ευρωσκεπτικισμός. Ο ευρωσκεπτικισμός αυτός δεν συνδέεται υποχρεωτικά ούτε με την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της κρατικής κυριαρχίας της Ελλάδας ούτε με ριζικές διαφωνίες ως προς τις πολιτικές επιλογές των ενωσιακών οργάνων. Πηγάζει από την πεποίθηση ότι πρωτογενώς κρίσιμη δεν είναι η συμμετοχή στην Ένωση, αλλά η συμμαχία της Χώρας μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι οποίες επικαθορίζουν την πορεία της ετερόφωτης και πλέον ιδιαίτερα εξασθενημένης διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, στην παρούσα συγκυρία, τα περιθώρια υπεράσπισης και προαγωγής της συναίρεσης πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας μοιάζουν ιδιαίτερα περιορισμένα. Τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, οι φιλελεύθερες και οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις μοιάζουν εξουδετερωμένες μπροστά στο ηγεμονικό καθεστώς που διαμορφώνουν οι συγκρούσεις και οι συνέργειες του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού με τον ακροδεξιό λαϊκισμό.
Ο Άγγελος Στεργίου, ενώ αναγνωρίζει ότι, στις μέρες μας, η Κοινωνική Ευρώπη είναι ο φτωχός συγγενής των ευρωπαϊκών πολιτικών που έχει αποκλειστική αποστολή να απορροφήσει τις ακραίες δυσλειτουργίες της ελεύθερης αγοράς, υποστηρίζει ότι η Ευρώπη παραμένει μονόδρομος για την υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο συγγραφέας τονίζει ότι το κοινωνικό κράτος δεν αντέχει την «εθνική μοναξιά». Οι κυβερνήσεις, όταν δρουν μεμονωμένα, δεν μπορούν να αποφύγουν τους οικονομικούς περιορισμούς που επιβάλλει το παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Αντίθετα, μια από κοινού δράση, στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών και, κυρίως, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική για την προστασία της κοινωνικής πολιτικής ως αντίβαρο στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Άλλωστε, ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων (2017) και το Σχέδιο Δράσης για αυτόν τον Πυλώνα (2021), αν και κινούνται στο χώρο του «μεταδικαίου», φανερώνουν μια θέληση της Ένωσης για επανεργοποίηση της κοινωνικής οδού.
Η Αθηνά Σκουλαρίκη αναλύει τη δυναμική που έχει η Άκρα Δεξιά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Διερευνώντας τα βασικά στοιχεία του ακροδεξιού λόγου και τις διαφορές μεταξύ τάσεων και κομμάτων, σκιαγραφεί τις εξελίξεις και πραγματεύεται τα αίτια της ευρύτερης επιρροής των εθνικιστικών, ξενοφοβικών και αντιδημοκρατικών ιδεών τις τελευταίες δεκαετίες. Η συγγραφέας υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου και η ετοιμότητα των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων να συνεργαστούν με όσα κόμματα της Άκρας Δεξιάς τηρούν τα δημοκρατικά προσχήματα ενισχύουν την απήχηση των τελευταίων και την πιθανότητα να κατακτήσουν την εξουσία.
Ο Κώστας Ελευθερίου αναζητά τη σημασία και τον ρόλο του «πολιτικού κέντρου». Συνιστά το «κέντρο» έναν διακριτό χώρο στην κοινή γνώμη και το εκλογικό σώμα; Αντιστοιχεί πολιτικοϊδεολογικά η κατηγορία «κέντρο» με κάποια συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα; Επιχειρώντας να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η προβληματική του κέντρου, παρότι συνδέεται καταρχάς με μια κάποιου είδους αποδοχή της αναγκαιότητας διχοτομίας Αριστεράς-Δεξιάς, καταλήγει να εκφράζει ένα αίτημα υπέρβασής της σε μια λογική τέλους των ιδεολογιών. Κατά τούτο, το κέντρο καθίσταται ένας χώρος άρνησης της πολιτικής ή καλύτερα ένας χώρος που ο μονόδρομος της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης επιβάλλεται ως ένας αδιαπραγμάτευτος κοινός τόπος που οδηγεί στο τέλος της πολιτικής. Στην Ελλάδα, ο χώρος του κέντρου, που σήμερα έλκεται από δεξιές ιδέες, είναι ένας χώρος ο οποίος αποστρέφεται την πολιτική αντιπαράθεση, κυρίως γιατί υποβιβάζει τα πολιτικά ζητήματα σε διαχειριστικά επίδικα. Αυτός ο χώρος αποτελεί κυρίως τον κοινωνικό εγγυητή της κυβερνητικής σταθερότητας. Υπό την έννοια αυτή, το να μιλά κάποιος για κέντρο, σε μια εποχή ρευστότητας, ισοδυναμεί επί της ουσίας με το να μιλά για έναν χώρο που αφορά τη νομιμοποίηση της καθεστωτικής πολιτικής.