Στη Χώρα μας, αλλά και διεθνώς, η προστασία του περιβάλλοντος, μολονότι έχει περιβληθεί με το σύνολο σχεδόν των θεμελιωδών νομικών εγγυήσεων, τείνει να καταλήξει σε ένα γενικό αλλά ασαφές αίτημα που λειτουργεί συχνά ως νομιμοποιητικό άλλοθι κάθε κυρίαρχης οικονομικής επιλογής. Η αναζωογόνηση του οικολογικού κινήματος μέσω της διεθνούς ευαισθητοποίησης γύρω από την κλιματική αλλαγή είναι, άραγε, ικανή να αναστρέψει την παραπάνω τάση;
Το ελληνικό δίκαιο, πρωτοπορώντας ως προς την περιβαλλοντική προστασία, την αναγόρευσε σε αντικείμενο ενός μικτού -κοινωνικού, ατομικού και πολιτικού- δικαιώματος και ενός συλλογικού αγαθού που, ως έκφανση του δημόσιου συμφέροντος, δικαιολογεί περιορισμούς άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σταδιακά, η προστασία του περιβάλλοντος πλαισιώθηκε από ένα σύνθετο πλέγμα διατάξεων και αρχών που, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, συγκρότησε ένα πολυεπίπεδο και κανονιστικά πυκνό «οικολογικό Σύνταγμα». Το τελευταίο αποτέλεσε τη βάση ενός διευρυμένου και έντονου δικαστικού ελέγχου που εκσυγχρόνισε, συστηματοποίησε και εμβάθυνε σημαντικά τη δικαιοκρατική θέσμιση της κρατικής δράσης στον περιβαλλοντικό τομέα. Αυτός δε ο έλεγχος αναγόρευσε τον δικαστή σε αξιόλογο θεσμικό αντίβαρο της πολιτικής εξουσίας, καθώς, μέσω της νομολογιακής εμπέδωσης της αρχής της ενσωμάτωσης, η ολιστική πλέον προστασία του περιβάλλοντος αναγορεύτηκε σε λυδία λίθο νομιμοποίησης σχεδόν κάθε είδους κρατικής πολιτικής. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο ακμής του νομικού καθεστώτος της περιβαλλοντικής προστασίας, αναδείχτηκαν η λειτουργική του ασάφεια, η μειωμένη αποτελεσματικότητά του και, τελικά, η συμβολή του στην εξελισσόμενη συνταγματική απορρύθμιση.
Η προστασία του περιβάλλοντος, παρότι συνιστά προεχόντως μια θεμελιώδη υποχρέωση όλων -και όχι μόνο του Κράτους- απέναντι στις σημερινές και τις μελλοντικές γενεές, αφομοιώθηκε από την κυρίαρχη ατομοκεντρική αντίληψη σύμφωνα με την οποία θεμελιώδη αγαθά που χρήζουν πλήρους νομικής προστασίας θεωρούνται μόνο τα δικαιώματα και, μάλιστα, τα ατομικά. Η διασύνδεση της περιβαλλοντικής προστασίας με τη δυναμική ενός τέτοιου δικαιώματος, της πρόσφερε ένα προνομιακό καθεστώς, το οποίο δεν απαντάται σε άλλα κοινωνικά δικαιώματα και το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, εξηγείται από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλες κοινωνικές πολιτικές, η προστασία αυτή δεν συνδυάστηκε, τουλάχιστον κατά τρόπο άμεσο, με μια κρίσιμη ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου. Στην ανάπτυξη αυτού του προνομιακού καθεστώτος συνέβαλε σημαντικά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προώθησε την προσαρμογή της περιβαλλοντικής προστασίας στη λογική της οικονομίας της αγοράς.
Την ίδια στιγμή, ο δικαστικός έλεγχος αναπτύχθηκε σε ένα πλαίσιο ιδιαίτερης αβεβαιότητας, ιδίως ως προς τις πηγές και τις μεθόδους ερμηνείας του δικαίου του περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα ο κλάδος αυτός του δικαίου να καταστεί πεδίο εμφάνισης των πλέον δυσδιάκριτων αποχρώσεων μεταξύ δικαστικού ακτιβισμού και αυτοσυγκράτησης. Αφενός, ο μικτός χαρακτήρας του δικαιώματος στο περιβάλλον επέτρεψε στον δικαστή να κινείται ανέλεγκτα στο εσωτερικό της ασαφούς διάκρισης μεταξύ επιχειρημάτων αρχής, που νομιμοποιούν έναν πλήρη έλεγχο, και δικαιοπολιτικών επιχειρημάτων, που δικαιολογούν έναν οριακό έλεγχο. Αφετέρου, οι πολυάριθμες γενικές αρχές που περιλαμβάνονται στο δίκαιο του περιβάλλοντος διεύρυναν περισσότερο από το συνηθισμένο τη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, καθώς, πέραν της εγγενούς απροσδιοριστίας τους, που εντείνεται από τον πλουραλισμό των πηγών του περιβαλλοντικού δικαίου και τη συνύπαρξή τους με ποικίλες εκφάνσεις του soft law, οι εν λόγω αρχές συνυφαίνονται με πολυειδείς επιστημονικές έρευνες και αξιολογήσεις η αξιοπιστία των οποίων δεν γίνεται πάντοτε αντικείμενο σαφούς δικαστικής εκτίμησης.
Η παραπάνω αβεβαιότητα συνδυάστηκε με την αναποτελεσματικότητα της νομικής προστασίας του περιβάλλοντος, η οποία προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την έκδηλη και συστηματική άρνηση των δημόσιων φορέων και των ιδιωτών να συμμορφωθούν στις σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Η αναποτελεσματικότητα αυτή ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν τα δικαστήρια να εγκαταλείψουν τον ριζοσπαστικό περιβαλλοντισμό για να κατευθυνθούν προς έναν περιβαλλοντικό ρεαλισμό, ακόμη και πριν από την περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης. Η νομολογία περί «περιβαλλοντικού κεκτημένου» σχετικοποιήθηκε. Οι βαθμιαίες εκλεπτύνσεις της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης στέρησαν σιγά-σιγά από την προστασία του περιβάλλοντος την πρωτοκαθεδρία απέναντι στην οικονομική ανάπτυξη. Σε κάθε περίπτωση, η στάθμιση μεταξύ των εν λόγω συνταγματικών αγαθών επικαθορίστηκε από συνεπειοκρατικούς συλλογισμούς και έγινε ιδιαίτερα περιπτωσιολογική και, κατά τούτο, δύσκολα προβλέψιμη.
Τα τελευταία χρόνια, πάντως, η γενικευμένη προβολή της ανάγκης λήψης δραστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών της ανθρωπογενούς κλιματικής κρίσης θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο ανάταξης της προϊούσας απορρύθμισης του οικολογικού συνταγματισμού. Ο συναγερμός που έχουν σημάνει οι επιστημονικές έρευνες για το μέγεθος του κινδύνου και τον περιορισμένο χρόνο που έχει η ανθρωπότητα για την αντιμετώπιση της κρίσης αυτής θα έπρεπε κανονικά να έχει ήδη δρομολογήσει, σε παγκόσμιο επίπεδο, τη διαμόρφωση ενός πνεύματος ειλικρινούς αλληλεγγύης, τη συντονισμένη θεσμική διασφάλιση της αναλογικής κατανομής των σχετικών ευθυνών και βαρών και, αναπόδραστα, μια ριζική αμφισβήτηση του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι στρατηγικές και οι μηχανισμοί αντιμετώπισης της κρίσης καθορίζονται από εκείνους που ευθύνονται πρωτίστως για αυτήν. Η αναζήτηση λύσεων έχει ανατεθεί, κατά βάση, στις δυνάμεις της «αγοράς». Στους όποιους σχεδιασμούς πρωταγωνιστούν οι πλούσιες χώρες και οι πιο ισχυρές πολυεθνικές εταιρίες, δηλαδή οι ιστορικά μεγαλύτεροι ρυπαντές του περιβάλλοντος, οι οποίοι ευαγγελίζονται εκ νέου την ανάπτυξη μέσω της εξαγοράς της προόδου φτωχότερων κρατών και πληθυσμών. Έτσι, από αληθινό πρόβλημα, η ανθρωπογενής κλιματική κρίση εξελίσσεται, προς το παρόν, σε ιδεολόγημα προώθησης θεσμικών μεταρρυθμίσεων, όπως είναι οι «αγορές ρύπων» και ορισμένες κερδοσκοπικές δομές ενίσχυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μέσω των οποίων το αφήγημα για τη βιώσιμη ανάπτυξη καταλήγει, στην πράξη, να εμπεδώνει μια πράσινη νεο-αποικιοκρατία. Θα κατορθώσει, άραγε, ποτέ η επίκληση της κλιματικής κρίσης να γίνει το αφήγημα που θα ανατρέψει -ή, τουλάχιστον, θα αμβλύνει- τις οικονομικές, πολιτικές και θεσμικές ασυμμετρίες του σημερινού κόσμου;
Στην εκτενή μελέτη του (εδώ, το διάγραμμα), ο Ραφαήλ Ζώρζος αναλύει διεξοδικά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούν οι προσφυγές για την επίλυση διαφορών σχετικών με την κλιματική αλλαγή, προκειμένου να κριθούν παραδεκτές από καθένα από τα δύο ευρωπαϊκά δικαστήρια, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Ο συγγραφέας αναδεικνύει το παράδοξο, από τη μία, ενώ η ενωσιακή έννομη τάξη διαθέτει πληθώρα ρητών νομικών βάσεων για την προστασία του κλίματος, το ΔΕΕ να αρνείται σχεδόν εμμονικά τον δικαστικό έλεγχο μιας σειράς κλιματικών πράξεων, κλείνοντας με ένταση τον δρόμο σε κάθε ευθεία προσφυγή ενώπιόν του, και, από την άλλη, ενώ η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στερείται ρητής νομικής βάσης, το ΕΔΔΑ να κατορθώνει να προστατεύει τους ιδιώτες έναντι των δημόσιων πολιτικών που δεν κατατείνουν στον αποτελεσματικό μετριασμό της κλιματικής κρίσης.