Στις μέρες μας, η ακαδημαϊκή ελευθερία δοκιμάζεται όχι μόνο από άμεσες ή έμμεσες παρεμβάσεις της κρατικής εξουσίας στην αυτοδιοίκηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά και -προεχόντως- από το γεγονός ότι, ολοένα και περισσότερο, τα τελευταία ελέγχονται από ιδιωτικά κέντρα εξουσίας ή, πάντως, οργανώνονται και λειτουργούν σύμφωνα με ιδιωτικοοικονομικές μεθόδους. Στα πανεπιστήμια, η μόρφωση υποκαθίσταται, σταδιακά, από την κατάρτιση, το άνοιγμα στην κοινωνία από τις απαιτήσεις των αγορών, η άμιλλα από τον ανταγωνισμό και η αναγνώριση του κόπου και της πρωτοτυπίας της έρευνας από τη θετική αξιολόγηση από την οποία εξαρτάται η χρηματοδότηση κάθε ιδρύματος. Η ακαδημαϊκή ελευθερία απομακρύνεται από το ιδεώδες της «απροϋπόθετης σκέψης», εργαλειοποιείται από δημόσιες ή ιδιωτικές πολιτικές, εγκλωβίζεται στη λογική των τυποποιημένων κριτηρίων κατάταξης των πανεπιστημίων και γίνεται αντικείμενο συστηματικής επιτήρησης ή ακόμη και αστυνόμευσης.

Τα συμπτώματα αυτού του είδους αλλοίωσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας συνεχώς πολλαπλασιάζονται. Στη Χώρα μας, ο κυρίαρχος αναθεωρητισμός προώθησε, τα τελευταία χρόνια, μια σειρά από πολιτικές αποδόμησης των συνταγματικών εγγυήσεων αυτής της ελευθερίας, απομακρύνοντας την οργάνωση των πανεπιστημίων από την εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής, καταργώντας τη δωρεάν παροχή μεταπτυχιακών σπουδών, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα διαρκούς αστυνόμευσης των πανεπιστημιακών χώρων και, πρόσφατα, επιτρέποντας ρητώς την εγκατάσταση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τους τελευταίους μήνες κατέστη φανερή η πλήρης αδυναμία ακόμη και των πιο φημισμένων μη κρατικών πανεπιστημίων να διατηρήσουν την αυτονομία τους, όταν οι μεγάλοι χορηγοί τους αποφάσισαν να εμποδίσουν την άσκηση κριτικής, εκ μέρους φοιτητών και καθηγητών, κατά του Ισραήλ και υπέρ της Παλαιστίνης. Παράλληλα, τόσο σε αμερικανικά όσο και σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια πολυάριθμες εκδηλώσεις τέτοιας κριτικής κατεστάλησαν με επεμβάσεις της αστυνομίας.

Ο Νίκος Σουρής διερευνά το περιεχόμενο, τα υποκείμενα και τη διακινδύνευση της ακαδημαϊκής ελευθερίας στη Γαλλία υπό το πρίσμα των πρόσφατων κινητοποιήσεων στα πανεπιστήμια της χώρας αυτής υπέρ της Παλαιστίνης. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η φιλελεύθερη σύλληψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας, ως sui generis ατομικής ελευθερίας που αποβλέπει στην απρόσκοπτη αναζήτηση της αλήθειας, έχει κλονισθεί από την επέλευση του λεγόμενου λειτουργικού πανεπιστημίου, εντός του οποίου η διδασκαλία και η έρευνα δεν είναι ποτέ εντελώς ελεύθερες, διότι η κατεύθυνσή τους επικαθορίζεται από την επιτακτική ανάγκη αξιοποίησης της επιστημονικής παραγωγής στο πλαίσιο ενός ορισμένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι, εφόσον η ακαδημαϊκή ελευθερία εξακολουθεί, πάντως, να έχει ως δικαιολογητική της βάση την επιστημονική αναζήτηση της αλήθειας, ζητούμενό της δεν (μπορεί να) είναι πλέον η περιγραφή ενός ιδεατού χώρου στεγανού σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά η βέλτιστη δυνατή προστασία του ακαδημαϊκού έργου υπό συνθήκες διαρκούς αλληλεπίδρασης μεταξύ του πανεπιστημίου και της λοιπής κοινωνίας.

Στον Μεσοπόλεμο, ο K. Loewenstein, εισάγοντας στη νομική ορολογία τον όρο μαχητική δημοκρατία, υπογράμμισε ότι η δημοκρατία πρέπει να είναι «μαχητική», ώστε να μην επιτρέψει στους εχθρούς της «να εισέλθουν στην πόλη με τον δούρειο ίππο», και «άγρυπνη», ώστε να γνωρίζει και να προσδιορίζει τον εχθρό για να μπορέσει να τον πολεμήσει. Έκτοτε, η θεωρία της μαχητικής δημοκρατίας προβάλλει την ανάγκη θέσπισης μηχανισμών ενεργού άμυνας των δημοκρατικών θεσμών, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος οι θεσμοί αυτοί να κλονιστούν από τυχόν καταχρηστική άσκηση των ίδιων των συνταγματικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωριστεί ότι ελλοχεύει πάντοτε κι ο αντίστροφος κίνδυνος: η υπερβολική προστασία της δημοκρατίας να αναιρέσει την ίδια τη δημοκρατία, υπονομεύοντας τον πλουραλισμό στην κοινωνία και οδηγώντας στην εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος που δεν ανέχεται τις διαφορές. Σήμερα, αυτό το διαχρονικό δίλημμα ανακύπτει κατ’ επανάληψη με ποικίλες μορφές και εντάσεις, καθώς, στις διάφορες χώρες, η αποδυναμωμένη και φοβισμένη αντιπροσωπευτική δημοκρατία μεταλλάσσεται, προσπαθώντας να διασώσει την ταυτότητά της.

Ο Γεώργιος Καράντζιος διερευνά την ανάπτυξη, τα τελευταία χρόνια, μιας «μαχητικής» εκδοχής της αρχής της κοσμικότητας (laïcité) που αποτελεί στοιχείο της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας της Γαλλίας. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι, κατ’ επίκληση της ανάγκης αντιμετώπισης του κοινοτισμού και των αποσχιστικών επιρροών που απειλούν τη συνοχή της République, τα όρια εφαρμογής της παραπάνω συνταγματικής αρχής μετατοπίζονται από το Κράτος προς την Κοινωνία των πολιτών και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προς τη θρησκευτική παρουσία του Ισλάμ. Διερωτάται δε εάν, στο θεσμικό πλαίσιο αυτής της νέας κοσμικότητας, οι κοινωνοί του δικαίου εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ισότιμα, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους συνείδηση, τις λατρευτικές εκδηλώσεις τους και την έκφραση της θρησκευτικής τους γνώμης.

Τo φορολογικό δίκαιο αποτελεί προνομιακό πεδίο μελέτης των σύγχρονων μετασχηματισμών του δημόσιου δικαίου τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Καταρχάς, στον κλάδο αυτόν του δικαίου γίνεται εύκολα αντιληπτή η κρίση της κρατικής κυριαρχίας, καθώς, σε έναν τομέα, όπως η φορολόγηση, που ανήκει στον σκληρό πυρήνα του κράτους, το τελευταίο αποδεικνύεται ανήμπορο να δαμάσει αποτελεσματικά τη σύνθετη και μεταβλητή γεωμετρία της επιχειρηματικής δραστηριότητας των πολυεθνικών ομίλων. Εξάλλου, η επιβολή φόρων αποτελεί μία από τις πολυάριθμες πτυχές της κρατικής δράσης που προοδευτικά συμβασιοποιούνται, υπό την έννοια ότι περνούν από ένα σύστημα στο οποίο οι δημόσιες αρχές επιβάλλουν τη βούλησή τους από τα πάνω, βάσει ενός γενικού και απρόσωπου κανονιστικού πλαισίου, σε ένα σύστημα στο οποίο αποτελούν μέρος μιας συμφωνίας βουλήσεων, η οποία επηρεάζεται σημαντικά από προσωπικές σχέσεις πίστης και εξάρτησης. Περαιτέρω, στο πεδίο της φορολογικής διοίκησης αναδεικνύεται ο διττός ρόλος της τεχνολογικής προόδου, η εκμετάλλευση της οποίας, την ίδια στιγμή που, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, μοιάζει να ενισχύει την ασφάλεια δικαίου, κατά βάθος εμπεδώνει τη ρευστότητα που προάγει η διακυβέρνηση με αριθμούς.

Η Χριστίνα Γεωργοπούλου αναλύει τα ζητήματα που εγείρει ο προσδιορισμός της φορολογικής υποχρέωσης των επιμέρους επιχειρήσεων ενός ομίλου, και δη πολυεθνικού, μέσω συμφωνιών προέγκρισης μεθοδολογίας τιμολόγησης, δηλαδή μέσω διευθετήσεων που έχουν ως αντικείμενο την εκ των προτέρων συμφωνία μεταξύ των φορολογούμενων και των αρμόδιων φορολογικών αρχών ως προς το ενδεδειγμένο σύνολο κριτηρίων που θα χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της τιμής των ενδοoμιλικών συναλλαγών για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι, στη Χώρα μας, η ασυμβατότητα των συμφωνιών προέγκρισης με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της νομιμότητας του φόρου οφείλεται σε ορισμένες αστοχίες της εθνικής νομοθεσίας και όχι σε εγγενή μειονεκτήματα της εν λόγω πρακτικής. Η τελευταία δύναται, με τη βοήθεια της τεχνολογικής προόδου, να ενισχύσει σημαντικά την ασφάλεια δικαίου σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των ρυθμίσεων περί ενδοομιλικής τιμολόγησης και, συνακόλουθα, της άμεσης μεθόδου προσδιορισμού των αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων πολυεθνικών ομίλων, η οποία διασφαλίζει σε μεγαλύτερο βαθμό τη φορολογική κυριαρχία των κρατών, σε σύγκριση με την έμμεση μέθοδο.

image_pdf
Μετάβαση στο περιεχόμενο