Η επικράτηση, στις μέρες μας, μιας διεθνούς ρητορικής που υπερτονίζει την ανάγκη επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης, ως κρίσιμης παραμέτρου οικονομικής αποδοτικότητας, δεν προάγει μόνο την ιδιωτικοποίηση της δικαστικής εξουσίας μέσω της διεύρυνσης της προσφυγής στη διαιτησία και σε άλλες εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών με τις οποίες παρακάμπτεται η αρμοδιότητα των κρατικών δικαστηρίων. Επιπλέον, αλλοιώνει την αντίληψη και τους όρους της παροχής δικαστικής προστασίας και από τους ίδιους τους κρατικούς δικαστές. Η προσπάθεια αποφυγής καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης, όσο σημαντική κι αν είναι, δεν μπορεί να υποβαθμίζει την αξία ούτε της πληρότητας, ούτε της ποιότητας, ούτε της αποτελεσματικότητας του δικαιοδοτικού έργου. Κάθε δε οικονομική δραστηριότητα πρέπει να πλαισιώνεται από την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τις οποίες εγγυάται η παροχή προσήκουσας δικαστικής προστασίας. Η εργαλειοποίηση όλων αυτών των συνταγματικών αξιών από τη λογική των αγορών αποτελεί μια από τις πιο ανησυχητικές πτυχές της σημερινής κρίσης του Κράτους Δικαίου.
Αναλύοντας κριτικά την επίκληση -ιδίως από τον νομοθέτη- της αρχής της οικονομίας της δίκης για τη ρύθμιση των φορολογικών διαφορών στο πλαίσιο της δημοσιονομικής κρίσης, η Μαριέτα Μωραΐτη ανασκευάζει την εντύπωση ότι αυτή η αρχή θα μπορούσε να μετασχηματιστεί, ώστε να μην περιορίζεται σε αμιγώς διαδικαστικά ζητήματα, αλλά να εκτείνεται και στο περιεχόμενο της δικαστικής κρίσης, δηλαδή στον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής του ουσιαστικού δικαίου. Η συγγραφέας υποστηρίζει πως, μολονότι οι σκοποί της αρχής της οικονομίας της δίκης, όπως η επιτάχυνση και ο εξορθολογισμός στην απονομή της δικαιοσύνης, αποτελούν στόχους όχι απλώς θεμιτούς, αλλά και επιβεβλημένους ενόψει της σημασίας των συγκεκριμένων δικών για το δημόσιο συμφέρον, η επιδίωξη αυτών των σκοπών δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα μέσω δικονομικών ρυθμίσεων που υπονομεύουν τα θεμέλια της διοικητικής δικαιοσύνης και, ιδίως, το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Αν και η διαδικασία ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων πλαισιώνεται από πολυεπίπεδους κανόνες δικαίου και πολυάριθμους ελεγκτικούς μηχανισμούς, ο βαθμός εμπέδωσης του Κράτους Δικαίου στον συγκεκριμένο τομέα διοικητικής δραστηριότητας δεν είναι ο αναμενόμενος. Από τη μία, οι ειδικοί κανόνες που προωθούν το άνοιγμα της ανάθεσης των παραπάνω συμβάσεων στον ανταγωνισμό, κυρίως μέσω της διεύρυνσης της διακριτικής ευχέρειας των αναθετουσών αρχών, διασταυρώνονται με τους γενικούς κανόνες περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, οι οποίοι προσδίδουν αποφασιστικό ρόλο στις εθνικές αρχές ρύθμισης του ανταγωνισμού. Ο τρόπος με τον οποίο τα διάφορα κράτη μέλη κατανέμουν τις επιμέρους αρμοδιότητες μεταξύ των αναθετουσών αρχών και των αρχών ρύθμισης του ανταγωνισμού δεν συνάδει πάντοτε με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη, ιδίως στη Χώρα μας, δικαιοδοτικοί και μη δικαιοδοτικοί σχηματισμοί έχουν συγκροτήσει ένα περίπλοκο σύστημα ελεγκτικών φορέων, οι αρμοδιότητες των οποίων διαπλέκονται ποικιλοτρόπως. Στο πλαίσιο αυτό, δεν σπανίζουν οι περιπτώσεις στις οποίες οι φορείς αυτοί αναπτύσσουν αποκλίνουσες ερμηνείες ή στρατηγικές, υπονομεύοντας την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων. Οι αναθέτουσες αρχές και οι οικονομικοί φορείς εκμεταλλεύονται συχνά τις πολυάριθμες ρωγμές του παραπάνω συστήματος σε βάρος της διαφάνειας και της ταχείας ολοκλήρωσης των διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων. Από την πλευρά του, ο νομοθέτης δεν δείχνει ούτε τη διάθεση ούτε την ικανότητα να απλουστεύσει και να συστηματοποιήσει το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο. Έτσι, και σε αυτόν τον τομέα, η ισχύς του δικαίου δεν επικρατεί πάντοτε του δικαίου της ισχύος.
Η Ειρήνη Γιαννάκη σχολιάζει την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, στην υπόθεση C-66/22, Infraestruturas de Portugal και Futrifer Indústrias Ferroviárias, με την οποία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκανε, μεταξύ άλλων, δεκτό α) ότι τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τους προαιρετικούς λόγους αποκλεισμού που προβλέπει το άρθρο 57, παρ. 4, της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, β) ότι η δυνατότητα αποκλεισμού της προσφοράς ενός οικονομικού φορέα λόγω της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων περί συμπεριφοράς του δυνάμενης να νοθεύσει τους κανόνες ανταγωνισμού δεν μπορεί να υφίσταται μόνον κατά τη διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης στο πλαίσιο της οποίας εκδηλώθηκε τέτοιου είδους συμπεριφορά και γ) ότι αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία παρέχει αποκλειστικώς στην εθνική αρχή ανταγωνισμού την εξουσία να αποφασίζει σχετικά με τον αποκλεισμό οικονομικών φορέων από διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων λόγω παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού. Η συγγραφέας, αφού αναλύει διεξοδικά τους λόγους που οδήγησαν το ΔΕΕ σε καθεμία από τις παραπάνω κρίσεις του, εκφράζει επιφυλάξεις κυρίως ως προς την τρίτη από αυτές, θεωρώντας πως, όταν η αναθέτουσα αρχή εξετάζει εάν πρέπει να αποκλείσει έναν οικονομικό φορέα, η απόφαση της εθνικής αρχής ανταγωνισμού δεν θα έπρεπε να λαμβάνεται απλώς υπόψη, αλλά να θεωρείται ότι παράγει μαχητό τεκμήριο αξιοπιστίας ή αναξιοπιστίας του παραπάνω φορέα.