«Κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει τόσες ολέθριες συμπτώσεις»

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες – Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου

Στο Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου ο νομπελίστας συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, με αφορμή ένα έγκλημα τιμής, αποτυπώνει τη διελκυστίνδα μεταξύ μοίρας και ελεύθερης βούλησης, όπως αυτή εκτυλίσσεται στο συγκείμενο της κλειστής κοινότητας ενός χωριού της λατινοαμερικάνικης υπαίθρου. Ως εκφάνσεις μιας τέτοιας διαπάλης μπορούν να νοηθούν και οι απόπειρες διαφόρων λαών της Λατινικής Αμερικής να εδραιώσουν την πολιτική τους αυτονομία, εκκινώντας από φιλόδοξα σχέδια εκδημοκρατισμού του κράτους αλλά καταλήγοντας συχνά – σχεδόν μοιραία – σε συνταγματικές ανωμαλίες και εκτροπές.[1] Στο περιβάλλον αυτό, η περίπτωση της Χιλής είναι ιδιαίτερη, διότι, παρά τα βαθιά προβλήματα της θεσμικής και οικονομικής της οργάνωσης (τα οποία πυροδότησαν, εξάλλου, την υπό πραγμάτευση συνταγματική κρίση), είχε καταφέρει να κατακτήσει ένα συγκριτικά υψηλό επίπεδο ευημερίας. Εντούτοις, στο δημοψήφισμα της 4ης Σεπτεμβρίου 2022 – ημέρας που φέρει το συμβολικό βάρος της ανόδου του Σαλβαδόρ Αλιέντε στην εξουσία – ο λαός της χώρας απέρριψε εμφατικά (με ποσοστό 62%) το σχέδιο Συντάγματος που είχε εκπονήσει η Συντακτική Συνέλευση[2] προκειμένου να αντικαταστήσει το ισχύον Σύνταγμα κατάλοιπο της δικτατορίας του στρατηγού Αουγούστο Πινοσέτ. Ο χιλιανός λαός αρνήθηκε, λοιπόν, να αποδεσμεύσει τη χώρα από τον λατινοαμερικάνικο συνταγματικό φαταλισμό.

Κατά την εκκίνηση της συντακτικής διαδικασίας – η οποία ήταν αποτέλεσμα των μαζικών και πολύνεκρων διαδηλώσεων που έλαβαν χώρα στη Χιλή το φθινόπωρο του 2019[3] – τίποτα δεν προοιώνιζε αυτή την κατάληξη. Οι εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων είχαν αχθεί, στις 15 Νοεμβρίου, στην κατάρτιση της Συμφωνίας για την Κοινωνική Ειρήνη και το Νέο Σύνταγμα, που αποτέλεσε τον πολιτικό (νομικά μη-δεσμευτικό) «οδικό χάρτη», βάσει του οποίου οργανώθηκε η συντακτική διαδικασία. Έπειτα, οι πολίτες επιβεβαίωσαν, στο δημοψήφισμα της 25ης Οκτωβρίου 2020, τη βούληση υιοθέτησης νέου Συντάγματος (με ποσοστό 78%) και κατάρτισής του από μια ειδικά προς τούτο εκλεγμένη Συντακτική Συνέλευση (με ποσοστό 79%), ενώ προσήλθαν εκ νέου στις κάλπες στις 21 και 22 Μαΐου 2021 για την ανάδειξη των 155 μελών της. Στην κορύφωση των διεργασιών της, στις 5 Ιουλίου 2022, η Συνέλευση παρουσίασε ένα φιλόδοξο σχέδιο Συντάγματος 388 άρθρων, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως «το πλέον προοδευτικό Σύνταγμα στον Κόσμο».[4] Έμελλε, ωστόσο, να απορριφθεί στην κάλπη.

Σύνταγμα, Κυριαρχία και Κράτος

Επιχειρώντας μίαν αφαίρεση (ελπίζουμε, όμως, όχι υπεραπλούστευση), μπορούμε να πούμε πως η απόπειρα θέσπισης νέου Συντάγματος στην περίπτωση της Χιλής – όπως και σε κάθε περίπτωση – εγγράφεται από τη σκοπιά της θεωρίας του Κράτους στη γενικότερη προβληματική της αντιπροσώπευσης. Ενταγμένη δε στη μακρά παράδοση του κοινωνικού συμβολαίου, η αντιπροσώπευση, εν προκειμένω, δεν αφορά – κατά τη συνήθη συνταγματική της πρόσληψη – απλώς την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας από ένα σώμα αντιπροσώπων του λαού,[5] αλλά τη διαμεσολάβηση μεταξύ του Κράτους ως φορέα της κυριαρχίας και του πλήθους των ατόμων που συναπαρτίζουν τον λαό, ώστε να είναι νοητή η απόδοση της βούλησης του μεν στους δε.[6] Παράλληλα, η αντιπροσώπευση μπορεί να νοηθεί τόσο με τυπικό τρόπο, ως «εξουσιοδότηση» προς τον αντιπρόσωπο να δρα στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, όσο και ως ουσιαστική-καθύλην αντιπροσώπευση, που επιτρέπει την κατά το περιεχόμενο σύμπτωση των βουλήσεων των δύο.[7] Το Σύνταγμα, λοιπόν, ως «νομικό κείμενο που καθορίζει ταυτόχρονα την πολιτική συγκρότηση ενός κράτους»[8] αποτελεί μέρος του αντιπροσωπευτικού αυτού μηχανισμού που επιτρέπει την υπέρβαση της διχοτόμησης μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας των πολιτών[9] και τη θεμελίωση της πολιτικής κοινότητας.

Άλλωστε, καθώς το Σύνταγμα αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της νεωτερικής σύλληψης του Δημοσίου Δικαίου ως «[του δικαίου] που συγκροτεί την εξουσία της κυβέρνησης μόνο υπό συνθήκες στις οποίες ο νόμος αναγνωρίζεται ως όργανο αυτοκυβέρνησης»,[10] συνέχεται αναγκαίως και με τις δίδυμες έννοιες (όχι πάντως ομοζυγωτικές) της κυριαρχίας και της συντακτικής εξουσίας. Αποτελεί, κατά τούτο, την κατεξοχήν πράξη εκδήλωσης της κυριαρχίας[11] ως νομικά αδέσμευτης εξουσίας.[12] Η δε έννοια που επέτρεψε ιστορικά τον εκδημοκρατισμό του σύγχρονου κράτους, δεν ήταν άλλη από τη συντακτική εξουσία, της οποίας ο φορέας – ο λαός – θεσπίζοντας ελεύθερα, κατά το δημοκρατικό φαντασιακό, το Σύνταγμα της πολιτικής κοινότητας, νομιμοποιεί την ύπαρξη και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Με την απόδοση, δηλαδή, της συντακτικής εξουσίας στον λαό, του αναγνωρίστηκε η δυνατότητα να αυτοθεσμίζεται θεμελιώνοντας μια συγκεκριμένη μορφή πολιτικής οργάνωσης και ενότητας.[13] Εξού και ο προσφιλής ορισμός της συντακτικής εξουσίας από τον Καρλ Σμιτ ως «[της] πολιτική[ς] βούληση[ς] της οποίας η ισχύς ή η εξουσία είναι σε θέση να λάβει τη συγκεκριμένη συνολική απόφαση για το είδος και τη μορφή της ίδιας της πολιτικής ύπαρξης, με άλλα λόγια, να καθορίσει την ύπαρξη της πολιτικής ενότητας στο σύνολό της».[14]

Η ουδετεροποίηση του Πολιτικού

Για την κατανόηση της αποτυχίας της συντακτικής διαδικασίας στη Χιλή είναι αναγκαίο να την τοποθετήσουμε στο πολιτικό-οικονομικό συγκείμενό της, που μπορεί να περιγραφεί ως ένα καθεστώς ουδετεροποίησης του Πολιτικού.[15] Υπό το κράτος του (μερικώς αναθεωρημένου) χουντικού Συντάγματος του 1980, μολονότι η εξουσία ασκείται βάσει δημοκρατικών διαδικασιών, μια επιμελημένη συνταγματική μηχανική θέτει – στην πράξη – ορισμένα μείζονα οικονομικά ζητήματα εκτός πολιτικής αντιπαράθεσης. Επί της ουσίας, το λεγόμενο «Σύνταγμα της εξαπάτησης» (constitución tramposa),[16] συνδυάζοντας ένα σύνολο οργανικών-συνταγματικών νόμων που αναθεωρούνται με αυξημένη πλειοψηφία και ρυθμίζουν κρίσιμα οικονομικά θέματα, έναν εκλογικό νόμο που εξασφαλίζει ασθενείς πλειοψηφίες, την αρμοδιότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου να ασκεί προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων και μια αυστηρή διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, εξασφαλίζει τη διαφύλαξη μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας σύμφωνης με τις αρχές του προγράμματος του δικτάτορα Πινοσέτ.[17] Όταν, λοιπόν, ξέσπασαν οι αναταραχές που πυροδότησαν τη συντακτική διαδικασία, εύλογα θεωρήθηκαν ως μια ουσιωδώς πολιτική εκδήλωση μιας επιθυμίας για ρήξη με το δικτατορικό παρελθόν της χώρας.

Υπό φαινομενικά τόσο ευνοϊκές συνθήκες, είναι πραγματικά απορίας άξιο το πώς η συντακτική  διαδικασία κατέστη δυνατό να οδηγηθεί στην αποτυχία. Το χρονικό του θανάτου της, όμως, παρέχει το πλεονέκτημα της αναδρομικής εξέτασης των γεγονότων. Θα υποστηρίξουμε, λοιπόν, στην παρούσα μελέτη, πως η τελική απόρριψη του σχεδίου Συντάγματος έχει τις ρίζες της στην επιλογή (Α) ενός μετα-κυριαρχικού (postsovereign) μοντέλου άσκησης της συντακτικής εξουσίας, το οποίο – παρά τις σημαντικές αρετές του – (Β) απέτυχε κατά το ουσιώδες, να εκληφθεί, δηλαδή, ως μια πολιτική διεργασία εκ νέου θέσμισης του κράτους της Χιλής.

A. Η συντακτική εξουσία πέρα από την κυριαρχία

 Η κυριαρχία ως έννοια είναι πράγματι βαθιά ριζωμένη στη θεωρία του Κράτους. Εντούτοις, η σύμφωνη με το κυριαρχικό μοντέλο συγκεντρωτική άσκηση της συντακτικής εξουσίας, ως ενιαίας αδέσμευτης εξουσίας θέσπισης νέου Συντάγματος, έχει συνδεθεί στη σύγχρονη ιστορία της Λατινικής Αμερικής με συνταγματικές εκτροπές και καθεστώτα που έχουν χαρακτηριστεί αυταρχικά.[18] Προς αποφυγή του κινδύνου αυτού, στη Χιλή (α) επελέγη η οδός της, τρόπον τινά, τροπής της συντακτικής εξουσίας σε αρμοδιότητα νομικώς οριοθετημένη που ασκήθηκε από μια μη κυρίαρχη Συντακτική Συνέλευση. Συνέπεια αυτής της διάσπασης του ενιαίου τρόπου άσκησης της συντακτικής εξουσίας υπήρξε (β) η αποτελεσματικότερη αντιπροσώπευση των διαφόρων επιμέρους συμφερόντων που ενεπλάκησαν στη διαδικασία εκπόνησης του σχεδίου Συντάγματος.

 α) Η μη κυρίαρχη Συντακτική Συνέλευση

Η συντακτική διαδικασία στη Χιλή έχει αναλυθεί ως εκδήλωση μιας μορφής συνταγματικής παραγωγής που εκκινεί από την αποστροφή προς ορισμένα αρνητικά συνταγματικά πρότυπα (aversive constitutionalism).[19] Πρόκειται, δηλαδή, για μια διαδικασία που, τουλάχιστον εν μέρει, αποβλέπει στην αποφυγή κάποιων απορριπτέων – κατά την εκτίμηση του συντακτικού νομοθέτη – εκδοχών πολιτικής οργάνωσης.[20] Στην περίπτωση της Χιλής, προς απόρριψη δεν ήταν μόνο ο νεοφιλελεύθερος συνταγματισμός του Πινοσέτ[21] αλλά και το μπολιβαριανό παράδειγμα. Το τελευταίο χαρακτηρίζεται από την επίκληση μιας επαναστατικής εκδοχής της θεωρίας της συντακτικής εξουσίας, που προτάσσει μια απεριόριστη ελευθερία των συντακτικών συνελεύσεων στην προσπάθειά τους να αντικαταστήσουν τους προϊσχύοντες συνταγματικούς θεσμούς, ενώ συνδέεται και με μερικές αποτυχημένες περιπτώσεις συνταγματικής αλλαγής (ιδίως της Βενεζουέλας και του Εκουαδόρ).[22] Έτσι, οι πολιτικές δυνάμεις στη Χιλή – προς αποφυγή των δύο αυτών μοντέλων – επέλεξαν, με τη Συμφωνία της 15ης Νοεμβρίου, την οργάνωση της συντακτικής διαδικασίας σύμφωνα με ένα μετα-κυριαρχικό μοντέλο (postsovereign). Προέκριναν, δηλαδή, την κατάρτιση του σχεδίου Συντάγματος από μια Συνέλευση που δεν συνιστά φορέα (απόλυτης) κυριαρχίας, αλλά ασκεί μια νομικά περιορισμένη, οιονεί συντακτική αρμοδιότητα στο πλαίσιο μιας διαδικασίας πολλαπλών σταδίων, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται προσφυγή στις κάλπες, υπό το κράτος ενός μεταβατικού Συντάγματος.[23]

Κατά τούτο, για τη ρύθμιση του συνόλου της συντακτικής διαδικασίας, υιοθετήθηκε η οδός της – σύμφωνης με τη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης – ψήφισης συνταγματικών νόμων, οι οποίοι επείχαν κατ’ ουσίαν θέση μεταβατικών διατάξεων μέχρι την τελική υιοθέτηση νέου Συντάγματος,[24] και, συνεπώς, η άσκηση της συντακτικής εξουσίας έγινε υπό την επιτροπεία της συντεταγμένης εξουσίας. Σε επίπεδο συμβολικό, αυτή η επιτροπεία εκδηλώθηκε με το άρθρο 135 του αναθεωρημένου Συντάγματος που διακήρυσσε ότι «η κυριαρχία ανήκει ουσιωδώς στο Έθνος και ασκείται από τον λαό μέσω δημοψηφισμάτων και περιοδικών εκλογών, όπως καθορίζεται από το Σύνταγμα και τους νόμους, καθώς και από τις εξουσίες που θεσπίζει το παρόν Σύνταγμα» (παρ.3). Σε επίπεδο ουσιαστικό, η επιτροπεία συνίστατο στην επιβολή ενός τριπλού περιορισμού στη λειτουργία της Συντακτικής Συνέλευσης – διαδικαστικού, χρονικού και καθύλην – σύμφωνα με τις διατάξεις που εισήγαγε στο Σύνταγμα του 1980 ο συνταγματικός νόμος της 23ης Δεκεμβρίου 2019. Έτσι, το αναθεωρημένο Σύνταγμα προέβλεπε κανόνα αυξημένης πλειοψηφίας 2/3 (αρ.133 παρ.3), αυστηρή προθεσμία εννέα μηνών για τη σύνταξη του σχεδίου, με δυνατότητα μίας μόνο τρίμηνης παράτασης (αρ.137), καθώς και την ουσιαστική υποχρέωση το σχέδιο Συντάγματος «να σέβεται τον ρεπουμπλικανικό χαρακτήρα [carácter de República] του κράτους της Χιλής, το δημοκρατικό του σύστημα, τις τελεσίδικες και εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις και τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες που έχει επικυρώσει η Χιλή» (αρ.135 παρ.4). Εντούτοις, το στοιχείο που παγίωνε τον μη κυρίαρχο χαρακτήρα της Συνέλευσης ήταν η απαγόρευση να τροποποιεί τους κανόνες που διέπουν τη δική της λειτουργία (αρ.135 παρ.2) – η ρητή, δηλαδή, άρνηση της αρμοδιότητας της αρμοδιότητας – καθώς και η πρόβλεψη ενός συστήματος ελέγχου από το Συνταγματικό Δικαστήριο, που θα εξασφάλιζε την τήρηση της διάταξης αυτής (αρ.136).[25] Προκειμένου, λοιπόν, να αποφύγουν τους κινδύνους που θα εγκυμονούσε η επίκληση σε μια κυρίαρχη συντακτική εξουσία, οι πολιτικές δυνάμεις της Χιλής επέλεξαν μια συνταγματική μηχανική, η οποία απέβλεπε μεν σε μια εκ νέου θέσμιση της πολιτικής οργάνωσης της χώρας, αλλά χωρίς θραύση του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου.[26]

β) Η πολυ-αντιπροσωπευτική συνταγματική παραγωγή

Η καθυπόταξη της συντακτικής στη συντεταγμένη εξουσία επέτρεψε να ληφθούν μέριμνες οι οποίες έμελλε να ευνοήσουν μίαν αποτελεσματικότερη ουσιαστική αντιπροσώπευση[27] των διαφόρων μερίδων της χιλιανής κοινωνίας. Έτσι, οι ενορχηστρωτές της συντακτικής διαδικασίας – κατ’ ουσίαν οι πολιτικές δυνάμεις του Κογκρέσου, που ήλεγχαν τη διαδικασία δια της ψήφισης συνταγματικών νόμων – φρόντισαν ώστε η Συνέλευση να είναι έντονα κοινωνικά συμπεριληπτική. Η δε πολυ-αντιπροσωπευτικότητα αυτή αποτυπώθηκε, όπως ήταν εύλογο, και στο περιεχόμενο του συνταχθέντος σχεδίου.[28]

Όσον αφορά τη σύνθεσή της, η Συνέλευση έμεινε, κατά πρώτον, στην παγκόσμια Ιστορία ως η πρώτη με ισάριθμη εκπροσώπηση ανδρών (78) και γυναικών (77). Αυτό υπήρξε το αποτέλεσμα του συνταγματικού νόμου της 20ής Μαρτίου 2020, ο οποίος επέβαλε την ίση εκπροσώπηση των δύο φύλων όχι μόνο στο στάδιο της υποψηφιότητας, αλλά και στο στάδιο της κατανομής των εδρών.[29] Επιπλέον, προβλέφθηκε η δέσμευση 17 εδρών για αντιπροσώπους καταγόμενους από τις – επί μακρόν περιθωριοποιημένες – ιθαγενείς φυλές της χώρας.[30] Κατά τρίτον, οι κανόνες της εκλογικής διαδικασίας ήταν τέτοιοι ώστε ευνόησαν τη συμμετοχή και ανάδειξη ανεξάρτητων υποψηφίων, είτε με αυτοτελείς λίστες είτε σε συνεργασία με κάποιο κόμμα.[31] Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με την πρωτοφανώς προοδευτική λαϊκή ψήφο, οδήγησαν στην ανάδειξη μιας Συνέλευσης με 104 ανεξάρτητους αντιπροσώπους και με τις συντηρητικές παρατάξεις να συγκεντρώνουν λιγότερο από το 1/3 των εδρών.[32]

Ευλόγως – και καθότι η Δεξιά/Κέντρο-δεξιά δεν συγκέντρωνε το αναγκαίο 1/3 των εδρών ώστε να ασκεί veto – το αποτέλεσμα ήταν ένα προοδευτικό και πολυ-αντιπροσωπευτικό σχέδιο Συντάγματος. Οι καινοτομίες του σχεδίου εντοπίζονταν κυρίως στους εξής άξονες: ισότητα των φύλων, αναγνώριση των δικαιωμάτων των ιθαγενών φυλών της χώρας, προστασία του περιβάλλοντος και μεταβολή της δομής του κράτους καθώς και του ρόλου του στην οικονομία.[33] Έτσι, για παράδειγμα, στον εκτενέστατο κατάλογο «δικαιωμάτων και εγγυήσεών» του (110 άρθρα), το σχέδιο καθιέρωνε το δικαίωμα στην άμβλωση (αρ. 61) και προέβλεπε την ίση εκπροσώπηση των δύο φύλων σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα. Αναγνώριζε τον πολυεθνικό χαρακτήρα (αρ. 1) του κράτους της Χιλής, κατοχυρώνοντας μια σειρά από προστατευτικές για τους ιθαγενείς διατάξεις.[34] Απέδιδε δικαιώματα στη Φύση (αρ.103 παρ.1), όπως το δικαίωμα σεβασμού και προστασίας της ύπαρξής της, της αναγέννησης, της διατήρησης και της αποκατάστασης των λειτουργιών και των δυναμικών της ισορροπιών, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών κύκλων, των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας.[35] Καθιέρωνε, τέλος, την περιφερειακή οργάνωση του Κράτους (αρ.1) και προέβλεπε μια πληθώρα θετικών κρατικών υποχρεώσεων σε τομείς όπως η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία, η εκπαίδευση και οι υποδομές, που θα οδηγούσαν de facto προς ένα παρεμβατικό μοντέλο οικονομικής οργάνωσης.[36]

Μέσω, λοιπόν, μιας μετα-κυριαρχικής συνταγματικής παραγωγής αποφεύχθηκε ο κίνδυνος της συγκεντρωτικού τύπου άσκησης της συντακτικής εξουσίας και επιχειρήθηκε μια φιλελεύθερη σύνθεση των διαφόρων επιμέρους αντιπροσωπευόμενων ομάδων και συμφερόντων. Βασισμένη σε μια πλουραλιστική αντιπροσώπευση της κοινωνίας και σε έναν κανόνα αυξημένης πλειοψηφίας που – τουλάχιστον θεωρητικά – συμβάλλει στη διαμόρφωση ευρέων συναινέσεων,[37] η Συνέλευση παρήγαγε ένα συμπεριληπτικό, πολυ-αντιπροσωπευτικό, πλούσιο σε δικαιώματα σχέδιο Συντάγματος, το οποίο φιλοδοξούσε να διαμεσολαβήσει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας. Τι πήγε λάθος;

Β. Η συντακτική εξουσία πέρα από την πολιτική ενότητα

Το παραχθέν σχέδιο υπήρξε ένα αξιοθαύμαστα πλούσιο νομικό κείμενο. Παρείχε υψηλή συνταγματική προστασία στα συμφέροντα του συνόλου σχεδόν των ενδιαφερομένων μερών, τα οποία συμμετείχαν εξάλλου στη συγγραφή του. Ωστόσο, εξαιτίας της αναπόφευκτα διττής φύσης του[38] – νομικής και πολιτικής – ένα Σύνταγμα δεν αρκεί απλώς να χορηγεί μια πληθώρα δικαιωμάτων, χρειάζεται επιπλέον να προσδιορίζει τη μορφή μιας πολιτικής ύπαρξης, να δημιουργεί μια ορισμένη πολιτική ενότητα.[39] Η συνταγματική παραγωγή στη Χιλή απέτυχε, λοιπόν, ακριβώς σε αυτό: δεν υπήρξε (α) ούτε αρκούντως ενιαία (β) ούτε αρκούντως πολιτική.

α) Η διάρρηξη της ενότητας του συντακτικού υποκειμένου

Βασικό ελάττωμα της συντακτικής διαδικασίας που επελέγη υπήρξε η διάσπαση του συντακτικού υποκειμένου, είτε αυτό εκληφθεί ουσιαστικώς – ως οι συντάκτες του σχεδίου – είτε τυπικώς[40]– ως ο λαός που, δια του δημοψηφίσματος, λαμβάνει την τελική απόφαση σχετικά με την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου Συντάγματος.

Όσον αφορά τη διάρρηξη της ενότητας της Συντακτικής Συνέλευσης, αυτή οφείλεται τόσο στους κανόνες οργάνωσης που διείπαν τις εργασίες της όσο και στον τρόπο που αυτή λειτούργησε στο πλαίσιο των ιδιαίτερων πολιτικών συσχετισμών που δημιουργήθηκαν. Διαδικαστικά, ο βασικός ανορθολογισμός έγκειτο στη σχέση μεταξύ των θεματικών Επιτροπών της Συνέλευσης, που προετοίμαζαν τα άρθρα προς υιοθέτηση, και της Ολομέλειας της Συνέλευσης, που κατάρτιζε το τελικό σχέδιο. Η σημαντική παρουσία ανεξάρτητων αντιπροσώπων, χωρίς ενιαία και προβλέψιμη στάση σε όλα τα ζητήματα, καθιστούσε αβέβαιη τη σύμπτωση της βούλησης των Επιτροπών με αυτή της Ολομέλειας, γεγονός που επιδεινώθηκε από το ότι στις Επιτροπές δεν απαιτείτο η αυξημένη πλειοψηφία 2/3.[41] Εξάλλου, εξαιτίας αυτής της απαίτησης ειδικής πλειοψηφίας για την τελική υιοθέτηση ενός άρθρου, η Συνέλευση εγκλωβίστηκε σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να περιγραφεί ως φετιχισμός της συναίνεσης.[42] Ασφαλώς, η συναίνεση θεωρείται αρετή στο πλαίσιο μιας διαδικασίας παραγωγής συντάγματος, εφόσον αυτή αποτελεί προϊόν μιας συνειδητής πολιτικής διαπραγμάτευσης μεταξύ αντίπαλων παρατάξεων με ολοκληρωμένες πολιτικές προτάσεις.[43] Στην περίπτωση της Χιλής, όμως, η συναίνεση επιδιώχθηκε εντός ενός σώματος που έβριθε ανεξάρτητων «μονοθεματικών» αντιπροσώπων (οικολόγων, φεμινιστών, ιθαγενών κ.λπ.)[44] χωρίς ευρύτερο ενδιαφέρον για πολιτικά ζητήματα και υπό καθεστώς απαξίωσης των πολιτικών κομμάτων.[45] Κορύφωση της ανορθολογικής οργάνωσης των διεργασιών της Συνέλευσης υπήρξε η απουσία τελικής ψηφοφορίας συνολικά επί του σχεδίου Συντάγματος και η απλή ανάθεση της μορφοποίησής του σε μια Επιτροπή εναρμόνισης βάσει του συνόλου των εγκεκριμένων από την Ολομέλεια επιμέρους διατάξεων. Όπως ήταν φυσικό, η επιλογή αυτή υπονόμευσε τη διαπραγματευτική δυναμική της διαδικασίας και κατέστησε το τελικό κείμενο μια διόλου συστηματική συγκόλληση διατάξεων, που δεν εγκρίθηκε στην τελική του μορφή ούτε καν από τους ίδιους τους συντάκτες του.[46]

Διαδικαστικές παλινωδίες συντελέστηκαν, επίσης, εκτός Συντακτικής Συνέλευσης. Ασφαλώς, η έλλειψη συνοχής δεν άφησε ανεπηρέαστη τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος στο δημοψήφισμα της 4ης Σεπτεμβρίου 2022. Μολονότι το σχέδιο τυποποιούσε ως δικαιώματα μια πληθώρα διεκδικήσεων που αφορούσαν το σύνολο του φάσματος της χιλιανής κοινωνίας, έδινε – επίσης σε όλους – σοβαρά ερείσματα διαφωνίας.[47] Ωστόσο, ήταν κατά βάση ένα τεχνικό ζήτημα αυτό που καταρράκωσε την ακεραιότητα της συντακτικής διαδικασίας: οι διαφορετικοί όροι διεξαγωγής των διαφόρων εκλογικών διαδικασιών. Ενώ, δηλαδή, στο δημοψήφισμα εισόδου στη διαδικασία – όπου εκδηλώθηκε η βούληση θέσπισης νέου Συντάγματος – και στις εκλογές για την ανάδειξη της Συνέλευσης η συμμετοχή (51% και 41,5%, αντίστοιχα)[48] ήταν προαιρετική, στο δημοψήφισμα εξόδου – όπου απορρίφθηκε το κατατεθέν σχέδιο – η συμμετοχή (86%) υπήρξε υποχρεωτική.[49] Η επιγενόμενη αναντιστοιχία μεταξύ των εκάστοτε συνθέσεων του εκλογικού σώματος είναι καθοριστική για την κατανόηση των φαινομενικά αντιφατικών εκδηλώσεων της λαϊκής βούλησης, καθότι η σύσταση του εκλογικού σώματος που εξέλεξε – παραδείγματος χάριν – τη ριζοσπαστικά προοδευτική Συνέλευση, δεν ταυτίζεται με τη σύσταση του σώματος που απέρριψε το σχέδιο Συντάγματος.

Συνολικά, λοιπόν, αυτό το σχετικά ανομοιογενές κείμενο που προέκυψε από μια χαλαρά μόνο συγκροτημένη Συνέλευση, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που ενέπλεκε ετερογενείς εκδοχές του εκλογικού σώματος, εύλογο ήταν να μην ανταποκριθεί στην ενοποιητική της πολιτικής κοινότητας λειτουργία που αντιστοιχεί σε κάθε Σύνταγμα.

β) Η ατελής επανενεργοποίηση του Πολιτικού

Το ισχύον καθεστώς στη Χιλή περιγράφεται συχνά ως «κηδεμονευόμενη δημοκρατία» (protected democracy). Οι θεσμικές διαρρυθμίσεις είναι τέτοιες ώστε να θέτουν ένα ευρύ φάσμα πολιτικών θεμάτων εκτός της εμβέλειας του συνήθους δημοκρατικού διαλόγου, προκειμένου να εδραιώσουν και να θωρακίσουν το κοινωνικοοικονομικό μοντέλο που εγκαθίδρυσε ο Πινοσέτ.[50]  Απέναντι σε αυτό το status quo, η κοινωνική έκρηξη (estallido social) του 2019 – καθώς προέτασσε μια πληθώρα συλλογικών, πολιτικών αιτημάτων (σχετικά με το συνταξιοδοτικό σύστημα, την κοινωνική ασφάλιση, την εκπαίδευση, τη διαφθορά)[51] – ερμηνεύτηκε ως μια απόπειρα ανάσχεσης της πορείας εξατομίκευσης που θεωρείται σύμφυτη με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική οικονομία την οποία προστατεύει το ισχύον Σύνταγμα.[52] Εντούτοις, η συντακτική διαδικασία απέτυχε να αναδειχθεί ως μια συνταγματική στιγμή[53] ή μια συγκεκριμένη απόφαση[54] για την πολιτική οργάνωση της χώρας, ώστε να ανασύρει τη χιλιανή κοινωνία από το φάσμα της αποπολιτικοποίησης, αναγεννώντας την ελπίδα για μια διαφορετική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.[55]

Πρώτη εκδήλωση της αποτυχίας αυτής υπήρξε η περιορισμένη ή ατυχής πολιτική ενεργοποίηση των πολιτών εντός της συντακτικής διαδικασίας. Αφενός, η Συνέλευση δεν κατάφερε να ενισχύσει τη συμμετοχή μέσω του μηχανισμού της λαϊκής πρωτοβουλίας για την υιοθέτηση συνταγματικού κανόνα. Από τις 80.000 πρωτοβουλίες πολιτών που υποβλήθηκαν, μόνο 2.496 πέρασαν το «φίλτρο συμβατότητας» με τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εξ αυτών, μόνο 77 συγκέντρωσαν τις απαιτούμενες 15.000 υπογραφές και μόλις ένας μικρός αριθμός έγινε δεκτός από τη Συνέλευση.[56] Αφετέρου, δεν μπόρεσε να δημιουργήσει αρκετά ισχυρές δομές εμπλοκής των πολιτών στη συντακτική διαδικασία. Πράγματι, κατά το αρχικό διάστημα λειτουργίας της, η Συνέλευση επιχείρησε να οικοδομήσει δεσμούς με τα cabildos – αυθόρμητες τοπικές συνελεύσεις πολιτών με μακραίωνη παράδοση στην ιστορία της Χιλής – ωστόσο, ο τελικός αντίκτυπος της απόπειρας ήταν αμελητέος.[57]

Προπάντων, όμως, ακόμα και αναλυτές με αντίρροπες προσεγγίσεις φαίνεται να συμπνέουν στο ότι η Συνέλευση δεν κατάφερε να προτείνει ουσιώδεις αλλαγές σε επίπεδο οργανωτικού συντάγματος, που θα μετέβαλλαν την κοινωνικοπολιτική φυσιογνωμία της χώρας. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το σχέδιο, η ρύθμιση του εκλογικού συστήματος – βασικού μηχανισμού με τον οποίο το Σύνταγμα του 1980 περιόριζε την πολιτική δράση – ανατέθηκε στον κοινό νομοθέτη, ενώ ο ρόλος των κομμάτων – καθοριστικών παραγόντων για την οργάνωση της πολιτικής ζωής – αναγνωριζόταν σε μία μόνο περιθωριακή διάταξη.[58] Παράλληλα, το «μηχανοστάσιο του Συντάγματος» –δηλαδή, η δικαστική εξουσία, που υπό το καθεστώς του Συντάγματος λειτουργεί ανασταλτικά στις σημαντικές πολιτικές αλλαγές, η Γερουσία, η οποία δεν καταργήθηκε παρά την έντονη αντιδημοφιλία της, και η εκτελεστική εξουσία, που διατήρησε τις ενισχυμένες αρμοδιότητές της– παρέμεινε σχεδόν άθικτο.[59] Εν ολίγοις, «το σχέδιο είχε να πει πολλά για τα δικαιώματα αλλά λίγα για τη διακυβέρνηση».[60]

Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με την επικράτηση μιας έντονα μοραλιστικής ρητορικής η οποία προέτασσε έννοιες όπως η αξιοπρέπεια και η δικαιοσύνη,[61] οδήγησαν σε συσκότιση του ουσιωδώς πολιτικού διακυβεύματος της συντακτικής διαδικασίας. Κατ’ αποτέλεσμα, ο λαός της Χιλής φαίνεται να μην αναγνώρισε στο σχέδιο Συντάγματος μια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει τους όρους και το περιεχόμενο της συλλογικής πολιτικής του ύπαρξης. Ο «θάνατος», λοιπόν, της συντακτικής διαδικασίας μπορεί να ήταν πρακτικά μη προβλέψιμος, εξαιτίας του ιδιαίτερου κλίματος της περιόδου. Ωστόσο, η αναδρομική εξέταση του ζητήματος μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε αρκετά μοιραία ελαττώματα, τα οποία ήταν παρόντα εξαρχής και, με την επενέργεια των in concreto ιστορικών εξελίξεων, οδήγησαν αυτή την απόπειρα εκ νέου αυτοθέσμισης της πολιτικής κοινωνίας της Χιλής στην αποτυχία.

Η επόμενη ημέρα

Η συνταγματική περιπέτεια της Χιλής δεν τελείωσε στις 4 Σεπτεμβρίου 2022. Αντιθέτως, επιχειρήθηκε επανεκκίνηση της συντακτικής διαδικασίας. Προς τούτο, υιοθετήθηκε και πάλι, μέσω αναθεωρήσεων στο ισχύον Σύνταγμα, ένα μετα-κυριαρχικό μοντέλο διεξαγωγής της συντακτικής διαδικασίας, το οποίο περιελάμβανε τρεις βασικές φάσεις: τη σύνταξη ενός προσχεδίου Συντάγματος από μια Επιτροπή Ειδικών, την κατάρτιση του τελικού σχεδίου Συντάγματος από ένα εκλεγμένο Συνταγματικό Συμβούλιο (όργανο που αντικατέστησε τη Συντακτική Συνέλευση), και την υποβολή του σχεδίου σε δημοψήφισμα στις 17 Δεκεμβρίου 2023.[62] Τέθηκαν, επίσης, σε εφαρμογή μηχανισμοί ένταξης της κοινωνίας των πολιτών στη σύνταξη του σχεδίου,[63] ενώ τη νομιμότητα της διαδικασίας εγγυήθηκε μια τεχνική συμβουλευτική Επιτροπή.[64] Παρά τις μέριμνες που ελήφθησαν, το νέο σχέδιο Συντάγματος – αυτή τη φορά έντονα συντηρητικό, λόγω του θριάμβου της Δεξιάς στις εκλογές για την ανάδειξη του Συνταγματικού Συμβουλίου[65] – απορρίφθηκε από το εκλογικό σώμα.

Το ελλείπον ενδιαφέρον της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας γι’ αυτή τη δεύτερη φάση της συντακτικής διαδικασίας, σε συνδυασμό με την επιγενόμενη ανεπάρκεια βιβλιογραφικών πηγών, θα καθιστούσαν επισφαλή μια εκτενή πραγμάτευση του ζητήματος στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης. Όμως, οι ομοιότητες μεταξύ των δύο διαδικασιών που ακολουθήθηκαν είναι αξιοσημείωτες. Όπως φαίνεται, τόσο το 2022 όσο και το 2023, οι μετα-κυριαρχικές συντακτικές διαδικασίες δεν κατάφεραν να παραγάγουν σχέδια Συνταγμάτων που – ανεξαρτήτως της ουσιαστικής τους ποιότητας ή πολιτικής κατεύθυνσης – να καταφέρουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στις κάλπες.

Συνεισφορά της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη ενός στοιχείου που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην πορεία προς την αποτυχία αυτή: η μηχανική της συντακτικής διαδικασίας φάνηκε να παραγνωρίζει την αναπόδραστα πολιτική φύση του εγχειρήματος. Ασφαλώς, το Σύνταγμα αποτελεί νομικό κείμενο που κατοχυρώνει δικαιώματα, διέπει την οργάνωση του Κράτους και θεμελιώνει την έννομη τάξη. Παράλληλα, όμως, αποτελεί τη βάση της συνύπαρξης μιας πολιτικής κοινότητας. Βασικό ελάττωμα της συντακτικής διαδικασίας ήταν, λοιπόν, πως εγκλωβίστηκε σε μια συνταγματική παραγωγή έντονα καταμερισμένη και προεξεχόντως τεχνικής φύσεως,[66] με αποτέλεσμα, την αποξένωση του πολιτικού υποκειμένου της από το παράγωγο της διαδικασίας, το Σύνταγμα. Παρά το γεγονός πως μια τεχνοκρατική και σύμφωνη με τη συνταγματική νομιμότητα προσέγγιση της συντακτικής διαδικασίας προσφέρει, πράγματι, μια μεγαλύτερη ασφάλεια σε ορισμένα ζητήματα, φαίνεται πως η έμφαση στη συνταγματική συνέχεια και στον έλεγχο της συντακτικής διαδικασίας από τις συντεταγμένες εξουσίες δεν στάθηκε ικανή να προκαλέσει την ενεργοποίηση του λαού ως πολιτικού υποκειμένου.[67] Για την επόμενη μέρα του Δημοσίου Δικαίου, το ζητούμενο είναι η διάπλαση των θεωρητικών εννοιών και των τεχνικών διαδικασιών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καταστεί δυνατή, χωρίς να διακινδυνεύεται το δικαιοκρατικό κεκτημένο, η ομαλή ένταξη του λαού στη συνταγματική παραγωγή (καθώς και μετέπειτα συνταγματική ζωή) ως αυτοτελούς συλλογικού υποκειμένου – και όχι απλώς ως αθροίσματος ατόμων.

 

[1] Βλ. Landau D., «Constitution-Making Gone Wrong», Alabama Law Review, 64, 5/2013, σ. 923-980.

[2] Το κείμενο του σχεδίου αυτού, καθώς και των υπολοίπων συνταγματικών κειμένων που αναφέρονται στην παρούσα μελέτη, βρίσκεται αναρτημένο, τόσο στο πρωτότυπο όσο και σε αγγλική μετάφραση, στον εξής ιστότοπο: https://constituteproject.org/.

[3] Για τη φύση και το περιεχόμενο των διεκδικήσεων που συνδέθηκαν με τις διαδηλώσεις, βλ. Ansaldi O./Pardo-Vergara Μ., «What Constitution? On Chile’s Constitutional Awakening», Law and Critique, 31, 1/2020, σ. 9-11.

[4] Bartlett J., «Vote on World’s Most Progressive Constitution Begins in Chile», The Guardian, 4.9.2022, στο https://www.theguardian.com/world/2022/sep/04/constitution-approve-vote-chile (πρόσβαση: 4.2.2024).

[5] Σπυρόπουλος Φ. Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Β΄ Έκδοση, Σάκκουλας, Αθήνα 2020, 38-40.

[6] Βλ. Jouanjan O., «Échapper au concept Hobbesien de « représentation » en démocratie ?», Jus Politicum, 29, 2023.

[7] Böckenförde E. W., «Démocratie et représentation : pour une critique du débat contemporain», μτφρ. Olivier Jouanjan, Trivium, 16/2014, παρ. 30.

[8] Luhmann Ν., «Verfassung als evolutionäre Errungenschaft», Rechtshistorisches Journal, 9/1990, σ. 178.

[9] Βλ. Τερλεξής Π., «Το εγελιανό κράτος και η σύγχρονη κοινωνική θεωρία», Το Βήμα των Επιστημονικών Επιστημών, 7/1992.

[10] Loughlin M., Foundations of Public Law, Oxford University Press, Οξφόρδη 2012, σ. 7.

[11] Beaud O., La puissance de l’État, Presses Universitaires de France, Παρίσι 1994, σ. 213.

[12] Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 16-17.

[13] Kalyvas A., «Rethinking ‘Modern’ Democracy: Political Modernity and Constituent Power», στο Rosich G./ Wagner P. (επιμ.), The Trouble with Democracy: Political Modernity in the 21st Century, Edinburgh University Press, Εδιμβούργο 2016, σ. 68.

[14] Schmitt C., Théorie de la constitution, μτφρ. Lilyane Deroche-Gurcel και Olivier Beaud, Presses Universitaires de France, Παρίσι 2008, σ. 211-12.

[15] Atria F., «Chileans Finally Have a Chance to Scrap Pinochet’s Constitution», συνέντευξη στη Miriam Pensak, Jacobin, στο https://jacobin.com/2020/10/chile-democracy-augusto-pinochet-constitution-referendum (πρόσβαση: 4.2.2024)· Για την έννοια της ουδετεροποίησης του Πολιτικού στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη βλ. Γιαννακόπουλος Κ. Θ., Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Σάκκουλας, Αθήνα 2022, σ. 42-48.

[16] Βλ. Atria F., La Constitución tramposa, LOM Ediciones, Σαντιάγκο 2020.

[17] Ansaldi/Pardo-Vergara, «What Constitution?», ό.π., σ. 17-23.

[18] Landau, «Constitution-Making Gone Wrong», ό.π.

[19] Verdugo S./Prieto M., «The dual aversion of Chile’s constitution-making process», International Journal of Constitutional Law, 1/2021, σ. 149-168.

[20] Scheppele K. L., «Aspirational and aversive constitutionalism: The case for studying cross-constitutional influence through negative models», International Journal of Constitutional Law, 2/2003, σ. 300.

[21] Βλ. Alemparte B., «Towards a theory of neoliberal constitutionalism: Addressing Chile’s first constitution-making laboratory», Global Constitutionalism, 1/2022, σ. 83-109.

[22] Verdugo/Prieto, «The dual aversion of Chile’s constitution-making process», ό.π., σ. 159.

[23] Arato A., «Conventions, Constituent Assemblies, and Round Tables: Models, Principles and Elements of Democratic Constitution-Making», Global Constitutionalism, 1/2012, σ. 173-174.

[24] Verdugo/Prieto, «The dual aversion of Chile’s constitution-making process», ό.π., σ. 162.

[25] Souris N., Les assemblées constituantes dans la théorie et la pratique de la démocratie radicale, διπλ. εργασία, Université Paris-Panthéon-Assas, Παρίσι 2023, σ. 68-70.

[26] Arato, «Conventions, Constituent Assemblies, and Round Tables», ό.π., σ. 173-77.

[27] Βλ. Εισαγωγή.

[28] Για την επίδραση της διαδικασίας στο περιεχόμενο των σχεδίων συνταγμάτων βλ. Elster J., «Forces and Mechanisms in the Constitution-Making Process», Duke Law Journal, 45, 2/1995, σ. 364–96.

[29] Cerda-Guzman C., «Une nouvelle Assemblée constituante est née : la « Convención constitucional » du Chili», JP blog, 2.6.2021, στο http://blog.juspoliticum.com/2021/06/02/une-nouvelle-assemblee-constituante-est-nee-la-convencion-constitucional-du-chili-par-carolina-cerda-guzman/ (πρόσβαση: 4.2.2024).

[30] Αυτ.

[31] Landau D., «Introduction: Symposium on the Chilean Constitutional Referendum», Int’l J. Const. L. Blog, 23.9.2022, στο https://www.iconnectblog.com/introduction-symposium-on-the-chilean-constitutional-referendum/ (πρόσβαση: 4.2.2024).

[32] Larrain G./Negretto G./Voigt S., «How not to write a constitution: lessons from Chile», Public Choice, 194, 2023, σ. 5.

[33] Για μια εκτενή απαρίθμηση των καινοτόμων διατάξεων του σχεδίου βλ. Cerda-Guzman C., «Autopsie d’un échec. Retour sur le rejet du projet de Constitution pour le Chili», Jus Politicum, 29, 2023, σ. 115-120.

[34] Αυτ., σ. 117.

[35] Souris, Les assemblées constituantes dans la démocratie radicale, ό.π., σ. 43.

[36] Cerda-Guzman, «Autopsie d’un échec», ό.π., σ. 116.

[37] Issacharoff S./Verdugo S., «The Uncertain Future of Constitutional Democracy in the Era of Populism: Chile and Beyond», University of Miami Law Review, 78, 2023, σ. 8.

[38] Ansaldi/Pardo-Vergara, «What Constitution?», ό.π., σ. 35.

[39] Loughlin, Foundations of Public Law, ό.π., σ. 214.

[40] Beaud, La puissance de l’État, ό.π., 204-207.

[41] Ginsburg Τ./Elkins Z./Blount J., «Does the Process of Constitution-Making Matter?», Annual Review of Law and Social Sciences, 5, 5/2009, σ. 7.

[42] Souris, Les assemblées constituantes dans la démocratie radicale, ό.π., σ. 66.

[43] Βλ. Elster, «Forces and Mechanisms in the Constitution-Making Process», ό.π.

[44] Verdugo S., «The Paradox of Constitution-Making in Democratic Settings. A Tradeoff between Party Renewal and Political Representation?», Int’l J. Const. L. Blog, 24.9.2022, στο https://www.iconnectblog.com/i-connect-symposium-on-the-chilean-constitutional-referendum-the-paradox-of-constitution-making-in-democratic-settings-a-tradeoff-between-party-renewal-and-political-representation/ (πρόσβαση: 4.2.2024).

[45] Παραδείγματος χάριν, σύμφωνα με τις μετρήσεις της εποχής, η υποστήριξη προς τα κόμματα ήταν μόλις στο 17,6%. Βλ. συναφώς Larrain/Negretto/Voigt, «How not to write a constitution», ό.π., σ. 9.

[46] Ginsburg/Elkins/Blount, «Does the Process of Constitution-Making Matter?», ό.π., σ. 6.

[47] Ενδεικτικά αναφέρουν οι Issacharoff/Verdugo, «The Uncertain Future of Constitutional Democracy», ό.π., σ. 59–60.: «τα πρώτα στοιχεία των δημοσκοπήσεων δείχνουν τον έντονο σκεπτικισμό για πολλές από τις προτεινόμενες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, όπως η διακήρυξη ότι η Χιλή είναι ένα πολυεθνικό και περιφερειακό κράτος, η ύπαρξη νομικού πλουραλισμού, η κατάργηση της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» (ένα κρίσιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση σοβαρών αναταραχών), η παραχώρηση δικαιωμάτων βέτο στους αυτόχθονες πληθυσμούς σε θέματα που επηρεάζουν τις περιφερειακές πολιτικές, οι αλλαγές στο δικαστικό σύστημα, η απροσδιοριστία των προϋποθέσεων για την απαλλοτρίωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, το καθεστώς των υδάτινων πόρων εκτός των συνήθων ορίων των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και η ασάφεια για το κατά πόσον οι πολίτες θα έχουν εγγυημένη ατομική επιλογή σχετικά με την πρόσβαση σε ιδιωτικούς παρόχους όσον αφορά την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και την κοινωνική ασφάλιση, μεταξύ άλλων. Τα εγγυημένα δικαιώματα στην άμβλωση φαίνεται επίσης να ήταν πολύ πέρα από αυτό που θα υποστήριζε η πολιτική συναίνεση».

[48] Cerda-Guzman, «Autopsie d’un échec», ό.π., σ. 137.

[49] Αυτ., 141.

[50] Ansaldi/Pardo-Vergara, «What Constitution?», ό.π., σ. 11.

[51] Κεντρικό σύνθημα των διαδηλώσεων, τις οποίες πυροδότησε μια αύξηση ύψους 30 πέσος στην τιμή του εισιτηρίου του μετρό, ήταν το «Δεν είναι 30 πέσος, είναι 30 χρόνια». Συναφώς, βλ, Αυτ., σ. 9-11.

[52] Αυτ., σ. 35

[53] Βλ. σχετικά με την έννοια της συνταγματικής στιγμής Ackerman B. A., «The Storrs Lectures: Discovering the Constitution», The Yale Law Journal, 93, 6/1984, σ. 1013-1072.

[54] Βλ. Εισαγωγή.

[55] Sanín-Restrepo R./Machado Araujo M., «Is the Constitution the Trap? Decryption and Revolution in Chile», Law and Critique, 31, 1/2020, σ. 44-45.

[56] Cerda-Guzman C., «Le processus constituant au Chili : l’échec d’un projet de constitutionnalisme populaire ?», Révue de Droit Public, 4, 2023, σ. 5.

[57] Cerda-Guzman, «Autopsie d’un échec», ό.π., σ. 135.

[58] Issacharoff/Verdugo, «The Uncertain Future of Constitutional Democracy», ό.π., σ. 57.

[59] Gargarella R., «Rejection of the New Chilean Constitution: Some Reflections», OHRH (blog), 14.9.2022, στο https://ohrh.law.ox.ac.uk/rejection-of-the-new-chilean-constitution-some-reflections/ (πρόσβαση: 4.2.2024).

[60] Issacharoff/Verdugo, «The Uncertain Future of Constitutional Democracy», ό.π., σ. 57.

[61] Kaufmann R., «On Morals and Politics: The Chilean Constituent Process», Int’l J. Const. L. Blog, 12.10.2022, στο https://www.iconnectblog.com/i-connect-symposium-on-the-chilean-constitutional-referendum-on-morals-and-politics-the-chilean-constituent-process/ (πρόσβαση: 4.2.2024).

[62] Undurraga V., «The Chilean Constitutional Process: A Closed Chapter», ConstitutionNet (blog), 22.12.2023, στο https://constitutionnet.org/news/voices/chilean-constitutional-process-closed-chapter/ (πρόσβαση: 4.2.2024).

[63] Heiss C., «The New Chilean Constituent Process: Exercising the ‘Muscle’ of Public Participation in an Adverse Context», ConstitutionNet (blog), 29.8.2023, στο https://constitutionnet.org/news/new-chilean-constituent-process-public-participation (πρόσβαση: 4.2.2024).

[64] García Pino G./Henríquez Viñas M./Salazar Pizarro S., «Third Time’s a Charm? Chile Embarks on a New Constitution-Making Process», ConstitutionNet (blog), 3.1.2023, στο https://constitutionnet.org/news/third-times-charm-chile-embarks-new-constitution-making-process (πρόσβαση: 4.2.2024).

[65] Couso J., «Tides of Change: Analyzing the Power Shift in Chile’s Constitutional Process», ConstitutionNet (blog), 14.5.2023, στο https://constitutionnet.org/news/tides-change-analyzing-power-shift-chiles-constitutional-process (πρόσβαση: 4.2.2024).

[66] Kaufmann, «On Morals and Politics: The Chilean Constituent Process», ό.π.

[67] Cerda-Guzman, «Le processus constituant au Chili», ό.π., σ. 7.

Photo Credits: Atardecer democrático” by Lagartijapaulus

image_pdf
+ posts

Ο Νίκος Σουρής είναι υποψήφιος διδάκτορας Νομικής και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στο Δημόσιο Δίκαιο (Master 2 Droit public approfondi) του Πανεπιστημίου Paris-Panthéon-Assas. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εμπίπτουν οι θεμελιώδεις έννοιες του δημοσίου δικαίου και της συνταγματικής θεωρίας, η θεωρία του Κράτους και των πολιτικών κομμάτων, καθώς και η εξέλιξη του δημοσίου δικαίου υπό την επίδραση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του παγκόσμιου συνταγματισμού. Θέμα της διπλωματικής του εργασίας ήταν «Οι συντακτικές συνελεύσεις στη θεωρία και την πράξη της ριζοσπαστικής δημοκρατίας» (Les assemblées constituantes dans la théorie et la pratique de la démocratie radicale). Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μετάβαση στο περιεχόμενο