1.O ν. 3838/2010, ευρύτερα γνωστός ως «νόμος Ραγκούση», αποτέλεσε τομή στον τρόπο κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας από αλλογενείς αλλοδαπούς, εισάγοντας για πρώτη φορά κριτήρια βασιζόμενα στο δίκαιο του εδάφους (jus soli) και όχι αποκλειστικά στο δίκαιο του αίματος (jus sanguinis), όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Δίνοντας τη δυνατότητα πολιτογράφησης σε αλλοδαπούς οι οποίοι έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα από γονείς που διαμένουν νόμιμα επί πέντε τουλάχιστον έτη στη χώρα ή σε εκείνους που έχουν φοιτήσει επί εξαετία σε ελληνικό σχολείο, ο εν λόγω νόμος θέσπιζε τυπικά τεκμήρια που στόχο είχαν να επιτρέψουν την πλήρη κοινωνική, οικονομική και πολιτική συμμετοχή του αλλοδαπού στη χώρα, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος.[1]
Είναι αλήθεια ότι κατά τη σχεδόν απολύτως κρατούσα άποψη σε θεωρία και νομολογία, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύτατα περιθώρια ως προς τον καθορισμό των όρων απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας. Η μόνη σχετική συνταγματική διάταξη, το άρθρο 4 παρ. 3, αναφέρει λιτά ότι «Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος». Λαμβάνοντας δε υπόψη τη θεμελιώδη σημασία της απονομής ιθαγένειας για το κράτος και το δημόσιο συμφέρον, καθόσον έχει άμεση συνέπεια στη σύνθεση του λαού και κατ’ επέκταση στην άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, εύλογα ο νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει ελευθέρως, καταρχήν, τόσο τις ουσιαστικές προϋποθέσεις όσο και τη σχετική διαδικασία.[2]
2.Αν ξεκινήσει κανείς τον συλλογισμό του από αυτή την παραδοχή τότε θα πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο δικαστικός έλεγχος της συμφωνίας των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων με τους υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες δικαίου είναι, στην καλύτερη περίπτωση, εξαιρετικά περιορισμένος. Ιδίως αν ληφθεί ως δεδομένο ότι το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνουν ατομικό δικαίωμα κτήσης ή ακόμα και διατήρησης της ιθαγένειας.[3] Αυτή η, μάλλον, κοινότοπη εκτίμηση δεν επιβεβαιώθηκε, πάντως, στην πράξη.
Τόσο η παραπεμπτική απόφαση 350/2011 της 7μελούς σύνθεσης του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) όσο και η απόφαση 460/2013 της Ολομέλειας διενήργησαν εντατικό έλεγχο συνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 3838/2010, καταλήγοντας εκ των πραγμάτων στην ανατροπή της νομοθετικής πρωτοβουλίας[4] ή ακόμη και στην υποκατάστασή της.[5] Έτσι, παρότι το Δικαστήριο αναγνώρισε, σε πρώτο χρόνο, την ευρύτατη ευχέρεια του νομοθέτη «να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγενείας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο» έκρινε, τελικώς, ότι «ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνήσιου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία», ο οποίος μπορεί να τεκμηριωθεί μόνον αν τα -τυχόν προβλεπόμενα- τυπικά κριτήρια κτήσης της ιθαγένειας συνδυάζονται με ουσιαστικά.[6] Αμφότερες οι αποφάσεις σχολιάστηκαν με κριτική διάθεση από το σύνολο σχεδόν της θεωρίας τόσο λόγω των ερμηνευτικών τους παραδοχών (σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου) όσο και ενόψει του τρόπου διενέργειας του ελέγχου (αντι)συνταγματικότητας των κρίσιμων κανόνων δικαίου (σε επίπεδο δικονομικού δικαίου), στο πλαίσιο του οποίου αξιοποιήθηκαν -μάλλον ανοίκεια για έναν νομικό συλλογισμό (και τη νομική ιδιόλεκτο)- ιστορικά (ή, κατά μία άποψη, ανιστόρητα[7]) και πολιτικά επιχειρήματα.[8]
Προφανώς, τη διάθεση παρέμβασης για τα επίμαχα θέματα επέτεινε η ισχυρότατη μειοψηφία της Ολομέλειας που «θωράκισε» τη θέση της βάσει της σχέσης της δικαστικής με τη νομοθετική λειτουργία: Γι’ αυτήν την πειστικότερη άποψη[9] ο ακυρωτικός δικαστής «περιορίζεται να ελέγξει μόνον εάν οι ουσιαστικές εκτιμήσεις του νομοθέτη, όσον αφορά τόσο τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, όσον και την προσφορότητα των θεσπιζόμενων, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, κριτηρίων της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς είναι, αντικειμενικά και λογικά, καταδήλως εσφαλμένες και συνεπώς παράλογες.».[10]
3. Παρά το γεγονός ότι, μετά το ν. 3838/2010 όλα τα νομοθετήματα που αφορούν την ιθαγένεια[11] διατηρούν ρυθμίσεις για την απόκτησή της από μετανάστες «δεύτερης γενιάς», η σχετική διαδικασία έχει υποστεί εκτεταμένες τροποποιήσεις προς την κατεύθυνση της αυστηροποίησής της. Ο ισχύων νόμος περιλαμβάνει μεταξύ των ουσιαστικών προϋποθέσεων που αποδεικνύουν την ομαλή οικονομική ένταξη του αλλοδαπού στη χώρα την «ύπαρξη σταθερής εργασίας» και την «εν γένει οικονομική του δραστηριότητα», εξουσιοδοτώντας τον Υπουργό Εσωτερικών να καθορίσει «τα ειδικότερα στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια οικονομικής και κοινωνικής ένταξης του αιτούντος».[12] Η εκδοθείσα υπουργική απόφαση[13] (όπως ειδικότερα ερμηνεύτηκε από την 81/4.02.2022 εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα Ιθαγένειας) καθορίζει συγκεκριμένο «ελάχιστο επαρκές εισόδημα» το ύψος του οποίου ισούται με τις κατώτατες αποδοχές βάσει βασικού μισθού ή ημερομισθίου το οποίο πρέπει να αποδεικνύεται κατά τα τελευταία έτη κατά την υποβολή της αίτησης και για κάθε έτος χωριστά. Σε περίπτωση μη πλήρωσης του εισοδηματικού κριτηρίου τεκμαίρεται αυτομάτως ότι ο αλλοδαπός δεν διαθέτει επαρκές επίπεδο διαβίωσης ώστε να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και η αίτηση πολιτογράφησης απορρίπτεται.
4. Το ζήτημα της συμφωνίας των τελευταίων ρυθμίσεων με το Σύνταγμα δεν άργησε να ανακύψει στα δικαστήρια και δη στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών (ΔΕφΑθ), ενώπιον του οποίου ασκήθηκαν αιτήσεις ακύρωσης κατά απορριπτικών (των αιτήσεων πολιτογράφησης) αποφάσεων των αρμόδιων αρχών. Σίγουρα προκαλεί εντύπωση (όχι απαραίτητα αρνητική[14]) το γεγονός ότι το ΔΕφΑθ δεν απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΣτΕ κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 ν. 3900/2010 παρά την -σχετικά πρόσφατη και σίγουρα πλούσια- προϊστορία του δικαίου της ιθαγένειας στην ελληνική νομολογία.
Σε κάθε περίπτωση, τα ασκηθέντα ένδικα βοηθήματα απορρίφθηκαν αφού το δικαστήριο εστίασε (μάλλον αναμενόμενα) στην ευχέρεια του νομοθέτη να προσδιορίζει «κατ’ αρχήν, ελευθέρως, τόσο τους ουσιαστικούς όρους και τις προϋποθέσεις κτήσεως της ιθαγένειας, όσο και την σχετική διαδικασία» και στη μη κατοχύρωση του δικαιώματος κτήσης ιθαγένειας στο Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ.[15] Έτσι, η πρόβλεψη για την απόκτηση ορισμένου ύψους ετήσιου εισοδήματος αποτελεί μία νόμιμη, από συνταγματική άποψη, επιλογή του νομοθέτη διότι με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται ότι ο ενδιαφερόμενος διαθέτει «ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της Χώρας και, εν γένει, το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία».[16] Με άλλες λέξεις, ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος υπό το πρίσμα του οποίου αξιολογήθηκαν οι επίμαχες ρυθμίσεις είναι η μη επιβάρυνση «του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας της Χώρας από την ενσωμάτωσή τους (εννοείται: των αλλογενών αλλοδαπών) στο ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία (…)».[17] Ταυτόχρονα, η απουσία μεταβατικών ρυθμίσεων κρίθηκε θεμιτή -με την αξιοσημείωτη, πάντως, μειοψηφία του Προέδρου του Τμήματος στην απόφαση 81/2023- διότι οι σχετικές διατάξεις τυγχάνουν εφαρμογής «σε όλες ανεξαιρέτως τις εκκρεμείς κατά την 1η.4.2021 αιτήσεις πολιτογραφήσεως»[18] με συνέπεια να μην προσκρούουν στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου ενώ δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται «στην διακρίβωση της πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των αιτούντων την ελληνική ιθαγένεια αλλοδαπών»[19]. Τέλος, δεν εντοπίστηκαν προβλήματα κατά την αξιοποίηση της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 5Α παρ. 2 Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας από τον κανονιστικό νομοθέτη.[20]
5.Το δικαστήριο τόνισε τη διευρυμένη ευχέρεια του νομοθέτη στο εξεταζόμενο πεδίο· εισήλθε, όμως, όπως και το ΣτΕ, στην ουσία του ζητήματος, «επικυρώνοντας» τελικώς τη συμφωνία της νομοθετικής παρέμβασης με το Σύνταγμα. Φυσικά, η -νομική και πολιτική- εμβέλεια μίας δικαστικής απόφασης που διαπιστώνει το ανίσχυρο ενός κανόνα δικαίου είναι μεγαλύτερη σε σχέση με αυτήν που τον εφαρμόζει. Εκ των πραγμάτων, στην τελευταία περίπτωση το παραδοσιακό ζήτημα της σχέσης δικαστικής και νομοθετικής εξουσίας δεν ανακύπτει με την ίδια σφοδρότητα. Στην «αποσυμφόρηση» εξυπακούεται ότι συμβάλλει και το ίδιο το αντικείμενο του ελέγχου του ΔΕφΑθ που, σε αντίθεση με το ΣτΕ, δεν εξετάζει ευθέως ούτε και ακυρώνει κανονιστικές πράξεις.[21] Στο ίδιο πλαίσιο, το ΔΕφΑθ στηρίχθηκε αποκλειστικά στην αιτιολογική έκθεση του νόμου και δεν αξιοποίησε εξίσου «φορτισμένες» ερμηνευτικές προσεγγίσεις για να στηρίξει τα συμπεράσματά του. Παρότι, πάντως, το αποτέλεσμα της κρίσης του ΔΕφΑθ είναι αντίθετο σε σχέση με αυτήν του ΣτΕ[22] -αφού το τακτικό διοικητικό δικαστήριο κατέληξε στη συμφωνία των εξεταζόμενων ρυθμίσεων με το Σύνταγμα, ενώ το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο στην αντίθεση τους- μπορεί να υποστηριχθεί ότι το πνεύμα των (πλειοψηφιών των) αποφάσεων είναι κοινό σε ένα αφηρημένο επίπεδο: Το ΣτΕ «απέτρεψε» την διευκόλυνση μερίδας αλλοδαπών να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια και το ΔΕφΑθ «επέτρεψε» την δυσχέρανση των σχετικών προϋποθέσεων.
Την ίδια στιγμή, όμως, μπορεί να αμφισβητηθεί κατά πόσο η συμπερίληψη του κριτηρίου του επαρκούς εισοδήματος ως αυτοτελούς προϋπόθεσης χορήγησης της ιθαγένειας (πρακτικά ενός on/off κριτηρίου αποσυνδεδεμένου από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο) συμβαδίζει με την απαίτηση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου για την τεκμηρίωση «γνήσιου δεσμού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία»[23] κατά την εξέταση της αίτησης πολιτογράφησης.[24] Παραδόξως θα μπορούσε να επιχειρηματολογηθεί ότι η κρίση του ΔΕφΑθ έρχεται σε αντίθεση (και) με την άποψη της μειοψηφίας της ΟλΣτΕ 460/2013 μιας και η ουσιαστική εκτίμηση του κανονιστικού (και όχι του τυπικού) νομοθέτη μπορεί να ελεγχθεί ως καταδήλως -αντικειμενικά και λογικά- εσφαλμένη.[25] Πράγματι, από πληθώρα στατιστικών δεδομένων προκύπτει η αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσης της επίμαχης προϋπόθεσης για σημαντικότατη μερίδα του μεταναστευτικού πληθυσμού εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας ενώ, σε κάθε περίπτωση, η οικονομική τους ένταξη στην κοινωνία μπορεί να αποδειχθεί από πλείστα άλλα στοιχεία.[26]
Πέραν των ανωτέρω, εύλογο προβληματισμό μπορεί να προκαλέσει η συμφωνία της εξουσιοδοτικής διάταξης του νόμου με το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β’ Συντάγματος. Ο τυπικός νομοθέτης εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να καθορίσει με κανονιστική πράξη «τα ειδικότερα στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια οικονομικής και κοινωνικής ένταξης του αιτούντος».[27] Όχι, όμως, και να προβλέψει το πρώτον μία νέα αυστηρή προϋπόθεση χορήγησης της ιθαγένειας που δεν ρυθμίζεται -ούτε καν σε γενικό πλαίσιο- στον νόμο.[28] Αξίζει άλλωστε να επισημανθεί ότι η αρχικώς προταθείσα συμπερίληψη του ελάχιστου επαρκούς εισοδήματος στο ν. 4375/2020 απορρίφθηκε την τελευταία στιγμή ως ιδιαιτέρως αυστηρή[29] για να (επαν)εισαχθεί λίγους μόνο μήνες αργότερα, αυτή τη φορά από τον κανονιστικό νομοθέτη.
Τέλος, ειδική προσοχή πρέπει να δοθεί στο ζήτημα της, κατ’ ουσίαν αναδρομικής, εφαρμογής του νέου νομοθετικού πλαισίου σε όλες τις εκκρεμείς αιτήσεις ανεξαρτήτως του χρόνου υποβολή τους. Πρακτικά, οι αιτούντες ιθαγένεια καταλήγουν να επιβαρύνονται με την πολυετή αδράνεια της διοίκησης, η οποία, αν είχε ανταποκριθεί εγκαίρως στις αιτήσεις τους, θα τις είχε κρίνει υπό εντελώς διαφορετικό νομικό καθεστώς· μετατρέπονται, δηλαδή, σε απλά αντικείμενα της διοικητικής διαδικασίας.[30] Επομένως, η άποψη της μειοψηφίας -που διέκρινε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας στην απουσία μεταβατικών ρυθμίσεων[31]– είναι σαφώς πειστικότερη ως προς το συμπέρασμά της.[32]
6.Συνοψίζοντας, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς το γεγονός ότι το ελάχιστο όριο της ύπαρξης «γνήσιου δεσμού» που τίθεται, κατά το ΣτΕ, στην ευχέρεια του νομοθέτη για τον καθορισμό των όρων απονομής της ιθαγένειας αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο όταν ερμηνεύεται με βάση έννοιες προερχόμενες από το Σύνταγμα (όπως αυτή του έθνους) ακόμα και από υπερεθνικές πηγές (όπως αυτή της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης),[33] κατευθύνοντας ουσιαστικά τη (μελλοντική) επιλογή του νομοθέτη προς τον περιορισμό ή, πάντως, τη μη διεύρυνση των αλλοδαπών που μπορούν να πολιτογραφηθούν. Την γενικότερη αυτή παραδοχή επιβεβαιώνει το ΔΕφΑθ στις πρόσφατες αποφάσεις του στις οποίες, χωρίς να αποφεύγει επί της ουσίας τον έλεγχο των προϋποθέσεων πολιτογράφησης (παρά την περί του αντιθέτου διακήρυξη του), επισφραγίζει το σύνολο των νομοθετικών επιλογών.
Η απονομή ιθαγένειας αποτελεί ένα «θέμα υψηλής πολιτικής»· ένα πεδίο «κατεξοχήν πολιτικού χαρακτήρα».[34] Με την παρέμβασή του σε αυτό[35] το ΣτΕ δεν επιβεβαίωσε τη γενικότερη – τουλάχιστον κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης – τάση περί μείωσης της έντασης του δικαστικού ελέγχου. Εύλογα, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς πώς θα αντιδράσει στις νέες ρυθμίσεις στην εποχή της «πολυκρίσης»· και εν προκειμένω, όταν κληθεί να αποφανθεί επί των εφέσεων που θα ασκηθούν κατά αποφάσεων του ΔΕφΑθ.
[1] Βλ. την αιτιολογική έκθεση του νόμου, διαθέσιμη στο https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/S-METAGEN-EIS.pdf. (πρόσβαση: 30.01.2024).
[2] Βλ., αντί άλλων, Κουβαράς H., «Σύνταγμα, Κατ’άρθρον ερμηνεία, Άρθρο 4», στο Βλαχόπουλος Σ./ Κοντιάδης Ξ./Τασόπουλος Γ. (επιμ.), Ιούνιος 2023, διαθέσιμο στο https://www.syntagmawatch.gr/wp-content/uploads/2023/06/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF-4-me-cover.pdf (πρόσβαση: 30.01.2024).
[3] Βλ. ΟλΣτΕ 1831/2021, 460/2013, ΣτΕ 2798/2009, 2060/2008, 1242/2007, 3070/2002, 209/1993. Βλ., επίσης, Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 5ης έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2023, σ. 250. Για τα όρια που τίθενται στη σχετική ευχέρεια του νομοθέτη από το ενωσιακό δίκαιο, βλ. Γώγος Κ., σε Σκουρής Β. (επιμ.), Συνθήκη της Λισσαβώνας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2020, σ. 418-419· για τα όρια που τίθενται από το διεθνές δίκαιο και ιδίως για την απόφαση Nottebohm του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης της 6ης Απριλίου 1955, βλ. Παπασιώπη-Πασιά Ζ., «Εξελίξεις στην αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτείας να ρυθμίζει η ίδια τα ζητήματα κτήσης και απώλειας της ιθαγένειας», ΕφημΔΔ 2014, σ. 69 επ· για τα όρια που τίθενται από την ΕΔΔΑ, βλ. Παπαστυλιανός Χ., «Οι αλλαγές ως προς την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας και το καθεστώς πολιτογράφησης υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας του ΕΔΔΑ», ΕφημΔΔ 2010, σ. 883 επ. · Για τα ισχύοντα στα παλαιότερα Συντάγματα, βλ. Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο-Ατομικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012, σ. 1138 επ.
[4] Για την «διαδρομή» των αποφάσεων στο πολιτικό πεδίο, βλ. Καϊδατζής Α., «Πολιτικός συνταγματισμός: δικαστικός έλεγχος του νόμου και ο φόβος της δημοκρατίας», ΕφημΔΔ 2019, σ. 627, ο ίδιος, «Τι ακριβώς «ακύρωσε» το Δικαστήριο; Σκέψεις για τον έλεγχο συνταγματικότητας και τη νομική μας παιδεία, με αφορμή την υπόθεση της ιθαγένειας», 2013, διαθέσιμο στο https://auth.academia.edu/AkritasKaidatzis/Comments-on-Case-Law (πρόσβαση: 26.01.2024).
[5] Έτσι ο Πατσίκας Δ., Η συνταγματική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 458.
[6] Βλ. ΟλΣτΕ 460/2013, σκ. 6. Βλ., σχετικά, Αντωνίου Θ., «Απονομή ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών και συμμετοχή αλλοδαπών σε εκλογές ΟΤΑ, μεταξύ δικαίου και πολιτικής», ΔτΑ 2014, σ. 145 επ., Ζακαλκάς Δ., Η πρόσβαση των μεταναστών στην ελληνική ιθαγένεια και το ζήτημα της πραγματικής ένταξης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σ. 223.
[7] Βλ. Μαντζούφας Π., Οικονομική κρίση και Σύνταγμα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σ. 191.
[8] Βλ., ενδεικτικά, Ανθόπουλος Χ., «Τα θεμελιώδη δικαιώματα στην μεταπολιτευτική συνταγματική εμπειρία. Το Σύνταγμα του 1975, η αναθεώρηση του 2001 και οι μεγάλες κρίσεις», ΕφΔΔ 2021, σ. 737· Βενιζέλος Ε., Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων και ερμηνεία του Συντάγματος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 66· Βλαχογιάννης Α., Το Σύνταγμα στη νέα ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2018, σ. 225 επ. · Καϊδατζής Α., «Ποιος καθορίζει τον λαό και το εκλογικό σώμα; Η σχέση νόμου και Συντάγματος σε υποθέσεις υψηλής πολιτικής», Αρμ 2013, σ. 789 επ. · Καραβοκύρης Γ., «Οι συνταγματικές απορίες του λαϊκισμού», στον Τιμητικό Τόμο Α.Μανιτάκη, Το Σύνταγμα εν εξελίξει, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2019, σ. 299· Κατρούγκαλος Γ., «Παρατηρήσεις στην ΣτΕ Ολ 460/2013-Έθνος, λαός και δικαιώματα στην απόφαση ΣτΕ Ολ 460/2013», ΘΠΔΔ 2013 σ. 31 επ. · Κουτσούκος Ι., «Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 350/2011», ΕφημΔΔ 2011, σ. 84 επ. · Μήτας Σ., «Η αρχή της αλληλεγγύης-εν όψει και του άρθρου 25 παρ. 4 του Συντάγματος», ΕφημΔΔ 2013, σ. 719 επ. · Παπαδοπούλου Λ., «Οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας. 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821», στον Τιμητικό Τόμο Α.Μανιτάκη, Το Σύνταγμα εν εξελίξει, ό.π., 2019, σ. 656· Παπαστυλιανός Χ., «Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 350/2011», ΕφημΔΔ 2011, σ. 84 επ. · Παπασιώπη-Πασιά Ζ., «Η αρχή του αίματος: Εθνικότητα ή ελληνικότητα; Εξελίξεις και σύγχρονες τάσεις του ελληνικού δικαίου ιθαγένειας», ΕφημΔΔ 2012, σ. 293 επ. · Πρεβεδούρου Ε., «Ο σεβασμός της εθνικής ταυτότητας ως αρχή του Ενωσιακού Δικαίου», στο Το Δικαστήριο της ΕΕ. Εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας της Ένωσης και των δικαιωμάτων των πολιτών, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σ. 58-59· Ράμμος Χ., «Σύνταγμα και νομικός ρεαλισμός», ΔτΑ 2019, σ. 16-17· Τάκης Α., «Νομικός Ρεαλισμός, ένας γοητευτικός αντίπαλος», ΔτΑ 2019, σ. 45-46, υποσημ. 35· Τσολάκου Θ., «Η ελληνική ιθαγένεια μεταξύ εθνικής ενσωμάτωσης και πολιτικής ένταξης», διαθέσιμο στο https://www.constitutionalism.gr/2012-i-elliniki-itageneia-metaxy-etnikis-enswmatwsis-ka/ (πρόσβαση: 26.01.2024), Χρυσόγονος Κ./Βλαχόπουλος Σ./Χριστοφορίδου Σ., Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 4η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 209-210· Χρυσόγονος Κ., «Το «δίκαιο του αίματος» και η πολιτική συμμετοχή αλλοδαπών στην τοπική αυτοδιοίκηση-Παρατηρήσεις στη ΣτΕ 350/2011», ΘΠΔΔ 2011, σ. 113. Βλ., όμως, και Δικαίος Ε., «Τα συνταγματικά όρια απονομής ιθαγένειας και εκλογικών δικαιωμάτων σε αλλοδαπούς», ΔιΔικ 2012, σ. 1 επ.
[9] Βλ., πάντως, Αντωνίου, «Απονομή ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών και συμμετοχή αλλοδαπών σε εκλογές ΟΤΑ, μεταξύ δικαίου και πολιτικής», όπ. π., κατά την οποία και η άποψη της μειοψηφίας καταλήγει να υποκαθιστά το νομοθέτη.
[10] Βλ. ΟλΣτΕ 460/2013, σκ. 6.
[11] Πρόκειται κυρίως για τους νόμους 4332/2015, 4604/2015, 4375/2020 και τον ισχύοντα ν. 4873/2021.
[12] Βλ. το άρθρο 5Α του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του Ν.4873/2021.
[13] Πρόκειται για την Υπουργική Απόφαση 29845/2021 (ΦΕΚ Β’ 1652), όπως τροποποιήθηκε με την Υπουργική Απόφαση 58050/2021 (ΦΕΚ Β’ 3967) και στη συνέχεια με την Υπουργική Απόφαση 96289/2021 (ΦΕΚ Β’ 6402).
[14] Η στάση που τηρεί κανείς στο σχόλιο της παρένθεσης εξαρτάται, φυσικά, από τη στάση του σε έναν θεσμό συγκέντρωσης του ελέγχου συνταγματικότητας, όπως είναι το προδικαστικό ερώτημα του άρθρου 1 παρ. 2 ν. 3900/2010.
[15] Βλ. ΔΕφΑθ 2280/2023, σκ. 7, 81/2023, σκ. 7.
[16] Ibidem.
[17] Ibidem.
[18] Βλ. το άρθρο 18 ν. 4735/2020.
[19] Βλ. ΔΕφΑθ 2280/2023, σκ. 7, 81/2023, σκ. 7.
[20] Βλ. ΔΕφΑθ 2280/2023, σκ. 11.
[21] Για την μετατροπή του ελέγχου συνταγματικότητας από συγκεκριμένο σε αφηρημένο όταν αντικείμενο του ελέγχου είναι μία κανονιστική πράξη, βλ. Καϊδατζής A., «Έλεγχος συνταγματικότητας ισχυρού και ασθενούς τύπου. Η διάκριση του Mark Tushnet και το ελληνικό σύστημα», στο M. Tushnet, Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων – Η συγκριτική άποψη, μτφρ. Α. Καϊδατζής, Εκδ. Παπαζήση 2013, σ. 41-42.
[22] Αφού το πρώτο κατέληξε στη συμφωνία των εξεταζόμενων ρυθμίσεων με το Σύνταγμα ενώ το δεύτερο στην διαπίστωση της αντίθεσής τους.
[23] Βλ. ΟλΣτΕ 460/2013, σκ. 6.
[24] Πρβλ. Αρχοντάκη Α., Golden Visa, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σ. 9-10.
[25] Βλ. τη σχετική κριτική της Νικολοπούλου Α., «Παρατηρήσεις στην ΔΕφΑθ 81/2023 (Ακυρ)-Η αντοχή του «ελάχιστου επαρκούς εισοδήματος» στον ακυρωτικό έλεγχο των ουσιαστικών προϋποθέσεων πολιτογράφησης», ΘΠΔΔ 2023, σ. 536 επ.
[26] Βλ. σχετικά, Generation 2.0 for Rights, Equality & Diversity/Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Η Ιθαγένεια στην Πράξη-Έκθεση Προτάσεων, 2023, σ. 36 επ.
[27] Βλ. το άρθρο 5Α παρ. 2 του ν. 3284/2004, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4735/2020.
[28] Βλ., εντελώς ενδεικτικά, ΣτΕ 2356/2011. Για μία εισαγωγή στην ερμηνεία της εν λόγω συνταγματικής διάταξης, βλ., μεταξύ πολλών, Πρεβεδούρου Ε., «Η αρχή της νομιμότητας» στο Θ. Αντωνίου (επιμ.), Γενικές Αρχές Δημοσίου Δικαίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2014, σ. 150 με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία.
[29] Ο τότε αρμόδιος Υπουργός Τάκης Θεοδωρικάκος είχε δηλώσει τα εξής: «Πιστεύουμε ότι με αυτόν τον τρόπο ρυθμίζουμε με μέτρο και λογική ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να δημιουργηθεί και θα καθιστούσε απαγορευτικό για πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων, που επιθυμούν να γίνουν Έλληνες και που συμπληρώνουν όλα τα υπόλοιπα τεκμήρια που προβλέπει ο Κώδικας Ιθαγένειας […]».
[30] Για την διατύπωση, πρβλ. την ανάλυση του Κ. Γώγου, Η δικαστική προσβολή παραλείψεων της διοίκησης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005, σ. 147.
[31] Βλ. ΔΕφΑθ 81/2023, σκ. 7, 10, 11.
[32] Έτσι και ο Κυβέλος Σ., «Παρατηρήσεις στην ΔΕφΑθ 81/2023», Αρμ 2023, σ. 1518-1519.
[33] Βλ. ΟλΣτΕ 460/2013, σκ.6.
[34] Βλ. ΟλΣτΕ 460/2013, σκ. 6 (μειοψ.).
[35] Βλ., παραπάνω, υπό 2.