Εισαγωγή

Το αντικείμενο της παρούσας συμβολής προκύπτει από τον τίτλο, ο οποίος φωτογραφίζει, διά περιγραφικής αναφοράς, δύο άρθρα του Συντάγματος. Πρόκειται αφενός, για το άρθρο 62 το οποίο θεσπίζει το ακαταδίωκτο των βουλευτών, δηλαδή τη μη δίωξη του βουλευτή, σύλληψη και φυλάκισή του χωρίς άδεια της Βουλής όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, και, αφετέρου, το άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο τυποποιεί ένα ποινικό δικονομικό προνόμιο για τα μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς, καθώς η Βουλή είναι αρμόδια να ασκήσει δίωξη για αδίκημα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και, στη συνέχεια, εφόσον ασκηθεί δίωξη, το αδίκημα εκδικάζεται από το Ειδικό Δικαστήριο.

Αναντίλεκτα, αποτελεί ένα αντικείμενο συνταγματικής ύλης επί του οποίου έχει γραφτεί πλήθος μελετών, καθώς απασχολεί ευρέως και με σχεδόν συστηματικό τρόπο την επικαιρότητα. Στόχος, εν προκειμένω, είναι να αναδειχθούν σύγχρονα ερμηνευτικά ζητήματα που έχουν ανακύψει ή δύνανται να ανακύψουν κατά την ενεργοποίηση των σχετικών διατάξεων. Στο πλαίσιο αυτό, μέσα από τη διαδοχική αλλά και τη συνδυαστική εξέταση των δύο άρθρων του Συντάγματος ερευνάται σε πρώτο χρόνο η ιστορική τους προέλευση και ο σκοπός τους (Ι). Στη συνέχεια, μέσα από την εφαρμογή τους και την ανάλυση της τρέχουσας συνταγματικής αποτύπωσής τους (ΙΙ) εντοπίζονται ζητήματα, των οποίων η επίλυση κάθε άλλο παρά ευχερής είναι (ΙΙΙ).

Ι. Ιστορία και σκοπός του ειδικού καθεστώτος απόδοσης ποινικών ευθυνών

Η μελέτη της συνταγματικής ιστορίας αποτυπώνει τη συνέπεια των Συνταγμάτων που ίσχυσαν από τα επαναστατικά χρόνια ως σήμερα να συμπεριλάβουν διατάξεις σχετικά με την προστασία, τόσο του βουλευτικού έργου και τη θέσπιση του ακαταδίωκτου (Α), όσο και την ειδική ρύθμιση της αναζήτησης ποινικής ευθύνης των εχόντων το αξίωμα του Υπουργού (Β).

Α. Η προστασία της άσκησης βουλευτικού έργου και ο θεσμός του ακαταδίωκτου

Το ακαταδίωκτο καθιερώθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλική Επανάσταση[1]. Συγκεκριμένα, με ψήφισμα της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης το 1790 ορίστηκε ότι η σύλληψη βουλευτή δεν μπορούσε να λάβει χώρα παρά μόνο αν η Εθνοσυνέλευση έκρινε ότι υπήρχαν βάσιμες κατηγορίες[2].

Στην ελληνική έννομη τάξη, προβλεπόταν ήδη από τα επαναστατικά Συντάγματα της Επιδαύρου και του Άστρους[3]. Αμέσως μετά, το Σύνταγμα του 1827 (Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος), προέβλεπε την προστασία του βουλευτή από τη φυλάκιση ως εξής: «Αντιπρόσωπος δεν φυλακόνεται ενόσω διαρκούν αι συνεδριάσεις της Βουλής, και τέσσαρας εβδομάδας προ των συνεδριάσεων, και μετ’ αυτάς εις το διάστημα όμως τούτο υποβάλλεται εις δίκην». Αντίστοιχα, στο Σύνταγμα του 1832 οριζόταν ότι «κανείς αντιπρόσωπος διά πολιτικάς διαφθοράς δεν φυλακίζεται, εν όσω καιρώ διαρκεί η σύνοδος της Βουλής, και τέσσαρας εβδομάδας προ της ενάρξεως και μετά την παύσιν των συνόδων εις το διάστημα όμως τούτο κινείται η κατ αυτού αγωγή». Περαιτέρω, το άρθρο 56 του Συντάγματος του 1844, το οποίο επαναλάμβανε αντίστοιχη διάταξη του Βελγικού Συντάγματος του 1831 κατοχύρωνε το ακαταδίωκτο κατά τη διάρκεια των βουλευτικών συνόδων και τέσσερις εβδομάδες πριν την έναρξή τους, καθώς και τρεις εβδομάδες μετά την παύση τους[4]. Ανάλογες ήταν οι διατάξεις του Συντάγματος του 1864 και του 1911.

Στη συνέχεια, χαρακτηριστικό των Συνταγμάτων που ακολούθησαν ήταν η χρονική επέκταση του ακαταδίωκτου κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου και όχι μόνο μεταξύ των συνόδων. Το Σύνταγμα του 1925 για πρώτη φορά, και ακολούθως του Σύνταγμα του 1927, επεξέτειναν το ακαταδίωκτο σε όλη τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, δηλαδή, και μεταξύ των συνόδων[5].

Το ακαταδίωκτο λειτουργεί ως θεσμική εγγύηση για τον βουλευτή με στόχο την προστασία του ίδιου του θεσμού και καταλαμβάνει όλα τα εγκλήματα, κακουργήματα και πλημμελήματα, ακόμη και αυτά που είναι άσχετα προς τα καθήκοντα του βουλευτή ή που τελέστηκαν και πριν αποκτηθεί βουλευτική ιδιότητα[6], εκτός από τα αυτόφωρα κακουργήματα για τα οποία δεν απαιτείται άδεια. Το ακαταδίωκτο δεν σημαίνει σαφώς ότι ο βουλευτής δεν είναι ποινικά υπεύθυνος, σημαίνει, όμως, ότι κάθε διωκτική πράξη (σύλληψη φυλάκιση ανάκριση, απαγγελία κατηγορίας), άρα, εν γένει, η ποινική του δίωξη εκκινεί μόνο με άδεια της Βουλής[7] κατόπιν αιτήματος του εισαγγελέα.

Έτσι, η ελληνική συνταγματική διάταξη παρέχει κοινοβουλευτική προστασία εξασφαλίζοντας μίας μορφής ασυλία μέσω της απαγόρευσης δίωξης των μελών του Κοινοβουλίου χωρίς την άδεια του Σώματος. Ο θεσμός αυτός εμπεδώνει τη Δημοκρατία[8] υπηρετώντας την ανάγκη να προστατευθούν οι άμεσοι εκφραστές της λαϊκής βούλησης από προσχηματικές διώξεις με πολιτικά κίνητρα[9].

Β. Η αναζήτηση της ποινικής ευθύνης των Υπουργών

Ο καταλογισμός ποινικών ευθυνών σε Υπουργούς μέσω ενός ειδικού καθεστώτος μεταλαμπαδεύτηκε από τη Βρετανία στον ευρωπαϊκό κοινοβουλευτισμό[10] και αποτελεί κοινό τόπο των σύγχρονων δημοκρατιών με διάφορες ρυθμίσεις[11]. Πρόκειται επίσης για έναν θεσμό με χαρακτήρα δικαιοκρατικό και εγγυητικό[12], ο οποίος στόχο έχει, με τη θέσπιση ειδικής διαδικασίας απόδοσης ποινικών ευθυνών, την εξασφάλιση της λειτουργίας του υπουργικού αξιώματος υπέρ του γενικού συμφέροντος και την άσκησή του, απαλλαγμένη από τον φόβο προσχηματικών διώξεων και, ευρύτερα, την αποφυγή δικαστικοποίησης της πολιτικής ζωής[13].

Ιστορικά, στη χώρα μας και η ρύθμιση αυτή βρίσκει το αποτύπωμά της ήδη από τα επαναστατικά Συντάγματα. Ειδικότερα, στο επαναστατικό Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) προβλεπόταν ειδικό πλαίσιο αναζήτησης ποινικής ευθύνης για τα μέλη της Κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση «πολιτικού εγκλήματος» διοριζόταν επιτροπή εννέα μελών από το βουλευτικό σώμα, η οποία εξέταζε το ζήτημα και διατύπωνε τη γνώμη της. Απαιτείτο δε απόφαση των 4/5 των ψήφων του βουλευτικού Σώματος προκειμένου ο κατηγορούμενος να ελεγχθεί. Μάλιστα, αν κατέληγε η Βουλή στο πόρισμα ο Υπουργός να ελεγχθεί, τον κήρυττε έκπτωτο και στη συνέχεια δικαζόταν ως απλός πολίτης από το Γενικό της Ελλάδος Κριτήριον, δηλαδή το Ανώτατο Δικαστήριο[14]. Η ρύθμιση ήταν όμοια στο Σύνταγμα του Άστρους του 1823 αλλά, σε περίπτωση «πολιτικού εγκλήματος ή παρανομίας ενώπιον του Εκτελεστικού», η ανωτέρω επιτροπή ήταν εννεαμελής αντί επταμελής και απαιτείτο πλειοψηφία 4/5. Βασικό χαρακτηριστικό των δύο αυτών πρώιμων διατάξεων είναι ότι ο Υπουργός εξέπιπτε του αξιώματός του, ήδη από τη στιγμή της παραπομπής του στο Ανώτατο Δικαστήριο και χωρίς να αναμένεται η καταδίκη του[15]. Στη συνέχεια, στο Σύνταγμα της Τροιζήνας οι γραμματείς της Επικρατείας ήταν ποινικώς υπεύθυνοι και σε περίπτωση που υποβαλλόταν κατηγορία στη Βουλή διοριζόταν επταμελής προεξεταστική επιτροπή, η οποία συνέτασσε πρόταση επί της οποίας ψήφιζε η Βουλή. Σε περίπτωση που αποφασιζόταν να ασκηθεί δίωξη, η Βουλή μετασχηματιζόταν σε Δικαστήριο. Μόνη, όμως, ποινή που μπορούσε να επιβάλει ήταν η ποινή της έκπτωσης από το αξίωμα. Η συνέχεια της ποινικής δίωξης επί συγκεκριμένου αδικήματος ανήκε στα κοινά δικαστήρια[16]. Κατά το ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832 η Βουλή εγκαλούσε και η Γερουσία μετασχηματιζόταν σε Δικαστήριο και αποφάσιζε. Ομοίως, και στο Σύνταγμα του 1844. Στο Σύνταγμα του 1864 εμφανίζεται για πρώτη φορά η έννοια του Ειδικού Δικαστηρίου, κατ’ αναλογία προς την ισχύουσα σήμερα ρύθμιση. Έτσι, κατόπιν πρωτοβουλίας της Βουλής να κατηγορεί τους Υπουργούς, η εκδίκαση ανατίθετο στο Ειδικό Δικαστήριο κεφαλή του οποίου ήταν ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και συγκροτείτο από άλλα δώδεκα μέλη – οι οποίοι ήταν ανώτατοι δικαστές (αρεοπαγίτες, πρόεδροι εφετών και εφέτες) και διορίζονταν με κλήρωση. Ρύθμιση σχεδόν ταυτόσημη εντοπίζεται στο επόμενο Σύνταγμα του 1911 αλλά και στο Σύνταγμα του 1952, ενώ το Σύνταγμα του 1927 όριζε την αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής για την κίνηση της διαδικασίας άσκησης δίωξης και τη Γερουσία ως αρμόδιο Δικαστήριο προς εκδίκαση[17].

Κοινός άξονας των συνταγματικών ρυθμίσεων που προηγήθηκαν της σημερινής, είναι η ρύθμιση της αρμοδιότητας εκκίνησης της δίωξης κατά των Υπουργών από τη Βουλή[18]. Μάλιστα, κατά τον Ν. Ι. Σαρίπολο, η ανάθεση της δίωξης στη Βουλή «είναι το συμπλήρωμα της νομοθετικής εξουσίας ης μεταλαμβάνει η Βουλή, διότι ως ουδέν το νομοθετείν, αν μη είχεν ο νομοθέτης το δικαίωμα του επιτηρείν την εκτέλεσιν των παρ’ αυτού ψηφισθέντων νόμων, νεκρόν δε το δικαίωμα τούτο ήθελε μείνει, αν μη είχεν η Βουλή το δικαίωμα του κατηγορείν τους τεταγμένους προς εκτέλεσιν των δεδογμένων τη νομοθετική αρχή υπουργούς»[19].

Ο δε Ιωάννης Αραβαντινός ανέφερε για το ίδιο θέμα, δηλαδή την ανάθεση της ποινικής κατηγορίας, σε ένα πολιτικό όργανο, τη Βουλή ότι «δεν είναι εφεύρεσις των νεότερων νομοθεσιών, αλλ’ ούτε προϊόν τινός θεωρίας. Είναι απλούν και ιστορικώς ευεξήγητον φαινόμενον της πολιτικής ιστορίας».

Εμμένοντας στο ιστορικό πλαίσιο, αξίζει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη σταθερότητα στις προϊσχύσασες συνταγματικές διατάξεις, αναφορικά με τα αδικήματα τα οποία τιμωρούνται στο πλαίσιο της υπουργικής ευθύνης. Έτσι, το Σύνταγμα του Άστρους επί παραδείγματι κάνει λόγο για πολιτικά εγκλήματα. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (άρθρο 131) αναφέρει ότι οι Γραμματείς της Επικρατείας κατηγορούνται ενώπιον της Βουλής για προδοσία, κατάχρηση δημοσίων χρημάτων και υπογραφή διατάγματος το οποίο αντιβαίνει στους θεμελιώδεις νόμους. Το Σύνταγμα του 1864, στο άρθρο 81 ορίζει ότι η Βουλή μπορεί να κατηγορεί τους υπουργούς ένεκεν εσχάτης προδοσίας, καταχρήσεως δημόσιας περιουσίας, παρανόμου εισπράξεως και πάσης παραβάσεως των όρων του Συντάγματος και των νόμων κατά την ενέργειαν των καθηκόντων των[20].

Ο όρος «κατά την ενέργειαν των καθηκόντων των» προσιδιάζει προς την αντίστοιχη διατύπωση του σημερινού άρθρου 86 περί ευθύνης Υπουργών, το οποίο κάνει λόγο για αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

ΙΙ. Εφαρμογή των θεσμών και αναθεώρηση των διατάξεων

Κατά την αναζήτηση της εφαρμογής των οικείων διατάξεων δύο είναι τα στοιχεία εκείνα που αξίζει εξαρχής να τονιστούν. Αφενός, αναφορικά με τον θεσμό του ακαταδίωκτου, κρίσιμη για την εφαρμογή του και την αλλαγή της κοινοβουλευτικής πρακτικής, υπήρξε η νομολογία του ΕΔΔΑ και η έκδοση καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων (Α). Αφετέρου, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 86 του Συντάγματος προκαθορίζεται από τη συνθετότητα της διαδικασίας (Β).

Α. Η κοινοβουλευτική πρακτική άρσης του ακαταδίωκτου υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ

Η πρακτική του ελληνικού Κοινοβουλίου, μέχρι και πριν νομολογήσει το ΕΔΔΑ επί του ζητήματος, ήταν η πρόταξη του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας και η μη άρση της[21]. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικά τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει, ο Καθηγητής Κ. Χρυσόγονος, ότι από το 1974 έως το 2006 είχαν υποβληθεί 831 αιτήματα άρσης του ακαταδιώκτου, εκ των οποίων μόνον τα 17 έγιναν δεκτά, στο πλαίσιο «μιας κακώς εννοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης»[22]. Η τακτική αυτή του ελληνικού Κοινοβουλίου υιοθετήθηκε ακόμη και για αδικήματα που ουδεμία σχέση έχουν με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων[23].

Η ερμηνευτική αυτή κατάχρηση του ακαταδίωκτου και ο χειρισμός του από το Κοινοβούλιο ως σχεδόν απόλυτου κανόνα και όχι ως εξαίρεσης[24] οδήγησε σε καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με μία συνεπή και εδραιωμένη νομολογία τονίζει καταρχήν ότι η βουλευτική ασυλία έχει ως σκοπό να επιτρέπεται η ελευθερία λόγου για τους αντιπροσώπους του λαού και να αποτρέπεται η ανάμειξη κομματικής φύσης αιτιάσεων με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων[25]. Όμως, η βουλευτική ασυλία δεν μπορεί να επιβάλλει έναν δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως αυτό περιλαμβάνεται στο άρθρο 6 της Σύμβασης[26]. Με άξονα επομένως την αρχή της αναλογικότητας, σε δύο υποθέσεις που αφορούσαν την Ελλάδα, εξετάστηκε αν η άρνηση χορήγησης άδειας από το Κοινοβούλιο για την ποινική δίωξη βουλευτή οδηγεί σε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, με υποκείμενο το πρόσωπο που κίνησε τη σχετική διαδικασία[27]. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, και συγκεκριμένα στην υπόθεση Τσαλκιτζής[28] και στην υπόθεση Συγγελίδης[29], η Ελλάδα καταδικάστηκε.

Έτσι, στην υπόθεση Τσακιλτζής κατά Ελλάδας, η Βουλή δεν ήρε την ασυλία βουλευτή, ο οποίος είχε μηνυθεί για τα αδικήματα της εκβίασης και της παράβασης καθήκοντος, τα οποία χρονικά τοποθετούνταν πριν την εκλογή του ως βουλευτή. Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, καθώς οι επίμαχες πράξεις δεν σχετίζονταν με τα βουλευτικά καθήκοντα.

Ακολούθησε δεύτερη καταδίκη στην υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας. Στην υπόθεση αυτή, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο παραβιάσθηκε καθώς παρά το γεγονός ότι η βουλευτής παραβίασε απόφαση δικαστηρίου αναφορικά με την επικοινωνία του πρώην συζύγου της με το τέκνο τους, ο πρώην σύζυγος της δεν μπορούσε να τη διώξει ποινικά. Και σε αυτή την περίπτωση κρίθηκε ότι η επικαλούμενη μη συμμόρφωση προς τους όρους επικοινωνίας που διέταξε το εθνικό δικαστήριο δεν σχετιζόταν με την εκτέλεση των καθηκόντων της ως μέλους της Bουλής και εν γένει με τη λειτουργία και φήμη της Βουλής. Αποτελεί, σύμφωνα με το Δικαστήριο, περισσότερο μία προσωπική διαμάχη μεταξύ ενός πρώην ανδρόγυνου όσον αφορά τη ρύθμιση της επικοινωνίας με το τέκνο τους[30].

Δύο είναι τα κρίσιμα σημεία των αποφάσεων του ΕΔΔΑ. Πρώτον, το Δικαστήριο, με άξονα την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, ερευνά κατά πόσον οι επίμαχες πράξεις του βουλευτή συνδέονται με τα βουλευτικά του καθήκοντα stricto sensu ή όχι[31]. Όπως τονίζεται «ορθώς ερμηνευμένο υπό το φως του άρθρου 6 § 1, το άρθρο 62 του Ελληνικού Συντάγματος δίδει το δικαίωμα στην Ελληνική Βουλή να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια για άσκηση δίωξης μόνο όταν οι πράξεις στις οποίες στηρίζεται η δίωξη συνδέονται σαφώς με τη βουλευτική δραστηριότητα»[32]. Με τον τρόπο αυτό, το ΕΔΔΑ επικυρώνει και την υπεροχή της ΕΣΔΑ έναντι του Συντάγματος[33].

Δεύτερον, κρίνει, σε αμφότερες τις αποφάσεις, ότι η στενή ερμηνεία της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και των χρησιμοποιούμενων μέσων ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση κατά την οποία οι περιορισμοί στο δικαίωμα πρόσβασης απορρέουν από την απόφαση ενός πολιτικού οργάνου[34], δηλαδή της Βουλής.

Από τις παραπάνω αποφάσεις δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι η συνταγματική διάταξη, η οποία θεσπίζει το βουλευτικό ακαταδίωκτο αντίκειται στην ΕΣΔΑ. Η εφαρμογή της διάταξης είναι, επί της ουσίας, αυτή που αντίκειται[35] και, πρωτίστως, η άρνηση άρσης του ακαταδίωκτου για οποιαδήποτε πράξη ανεξαρτήτως του αν επρόκειτο για αδίκημα που σχετιζόταν με την άσκηση των καθηκόντων του βουλευτή ή μη.

Προκειμένου να υπάρξει συμμόρφωση στις παραπάνω αποφάσεις υιοθετήθηκε μία μάλλον ανορθόδοξη οδός. Χαρακτηρίζεται ανορθόδοξη, καθώς το άρθρο 62 δεν αποτέλεσε αρχικά αντικείμενο συνταγματικής αναθεώρησης, όπως αντίστοιχα συνέβη, επί παραδείγματι, με την διάταξη του άρθρου 57 το 2008 κατόπιν, αντίστοιχης καταδικαστικής για την Ελλάδα απόφασης[36]. Αντίστροφα, σε πρώτο χρόνο, έλαβαν χώρα δύο διαδοχικές τροποποιήσεις του Κανονισμού της Βουλής και στη συνέχεια, προς την κατεύθυνση των τροποποιήσεων του Κανονισμού της Βουλής και αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019[37].

Συγκεκριμένα, πρώτα, το 2003, αναθεωρήθηκε ο Κανονισμός της Βουλής με σκοπό η ψηφοφορία αναφορικά με το αίτημα άρσης της ασυλίας να καταστεί καταρχήν φανερή και όχι μυστική[38]. Στη συνέχεια, το 2010, αναθεωρήθηκε εκ νέου ο Κανονισμός της Βουλής[39] και όρισε ότι η Επιτροπή Δεοντολογίας, η οποία εισηγείται στη Βουλή την άρση ή μη της ασυλίας, ερευνά εάν η πράξη συνδέεται με την πολιτική ή κοινοβουλευτική δραστηριότητα του βουλευτή ή εάν η μήνυση ή η έγκληση υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα σε αντίθετη περίπτωση εισηγείται την άρση της ασυλίας.

Ουσιαστικά με την τροποποίηση αυτή, ο Κανονισμός έθεσε πια ως κανόνα την άρση της ασυλίας[40]. Μόνο αρκετά χρόνια αργότερα όμως, και συγκεκριμένα κατά την αναθεώρηση του 2019, ο εν λόγω κανόνας εισήχθη ρητώς και στο Σύνταγμα[41].

Έτσι, το άρθρο 62 ορίζει πλέον ότι η σχετική άδεια δίδεται από τη Βουλή υποχρεωτικά εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής αφορά αδίκημα, το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή. Η Βουλή, με ευθύνη του Προέδρου της, αποφαίνεται υποχρεωτικά σχετικά με το αίτημα μέσα σε τρεις μήνες αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής.

Δύο είναι τα βασικά στοιχεία της αναθεώρησης που πρέπει να τονιστούν. Το πρώτο στοιχείο είναι η χρήση, και μάλιστα δις, της λέξης υποχρεωτικά. Αυτό ιδρύει ταυτόχρονα δύο δέσμιες αρμοδιότητες από πλευράς της Βουλής[42]. Πρέπει η Βουλή να αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες και να δώσει άδεια στον εισαγγελέα προς άσκηση δίωξης για κάθε έγκλημα που δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων του ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή. Επομένως, το πεδίο του ακαταδίωκτου περιορίζεται σε ό,τι έχει να κάνει με την πολιτική και κοινοβουλευτική δράση του βουλευτή. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι το τεκμήριο της απόρριψης του αιτήματος άρσης της ασυλίας καταργείται και η άδεια πρέπει υποχρεωτικά να δοθεί, ενώ υποστηρίζεται ότι η Βουλή μπορεί, και πέραν του τριμήνου να αποφανθεί για την άρση της ασυλίας καθώς δεν προβλέπεται πια το τεκμήριο της απόρριψης[43].

Η διατύπωση επομένως επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η διάταξη τελεί σε αρμονία με τη νομολογία του ΕΔΔΑ[44]. Αξίζει να τονιστεί ότι ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, δηλαδή και πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, η εφαρμογή της διάταξης έχει εν πολλοίς εξορθολογιστεί. Έτσι, ο κανόνας έχει όντως ανατραπεί και αίρεται η ασυλία σε περίπτωση τέλεσης αδικήματος το οποίο δεν συνδέεται με τα βουλευτικά καθήκοντα[45], ενώ, δε λείπουν και οι περιπτώσεις που και οι ίδιοι οι βουλευτές ζητούν να αρθεί η ασυλία τους[46].

Β. Η σύνθετη διαδικασία αναζήτησης ποινικής ευθύνης

Όπως ήδη αναφέρθηκε, στη Βουλή ανήκει η αρμοδιότητα κίνησης της διαδικασίας δίωξης κατά μελών που είναι ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υπουργοί και σε Ειδικό Δικαστήριο ανήκει η εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης. Το άρθρο 86 πλαισιώνεται ως προς την εφαρμογή του από τα αντίστοιχα άρθρα του Κανονισμού της Βουλής (άρθρα 153-158) καθώς και τον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο 3126/2003, όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους 3961/2011 και 3994/2011.

Πρόκειται για μία συνταγματική διάταξη, η οποία ρυθμίζει με λεπτομέρεια τη διαδικασία αναζήτησης ποινικής ευθύνης των Υπουργών. Ωστόσο, παρά την εκτενή συνταγματική τυποποίηση, επαφίεται στον κοινό νομοθέτη η ρύθμιση σημαντικών δικονομικών ζητημάτων, όπως ο χρόνος της παραγραφής των ποινικών αδικημάτων, η τυποποίησή τους[47] και φυσικά, η έκδοση του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου που ρυθμίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης[48].

Η αρμοδιότητα της Βουλής συγκεκριμενοποιείται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 86 που ορίζει ότι «Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3»[49].

Το άρθρο 86 τυποποιεί και τις φάσεις της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Ειδικότερα, η διαδικασία εκκινεί με την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης από τουλάχιστον 30 βουλευτές. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής και τον νόμο περί ευθύνης υπουργών[50] προβλέπεται η δυνατότητα, αφού υποβληθεί το αίτημα για δίωξη από 30 τουλάχιστον βουλευτές στο Προεδρείο, με απόφαση που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, να ανατεθεί σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο (το γνωμοδοτικό συμβούλιο αποτελείται από έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς εφετών οι οποίοι κληρώνονται) ο νομικός έλεγχος των στοιχείων της κατηγορίας και η αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών. Με την ίδια απόφαση τάσσεται προθεσμία για την ολοκλήρωση του ελέγχου και την παράδοση της γνωμοδότησης στον Πρόεδρο της Βουλής. Ωστόσο, δεν έχει αξιοποιηθεί αυτή η δυνατότητα και η ανάμειξη της δικαστικής αρχής στο στάδιο αυτό για την αξιολόγηση της κατηγορίας.

Στη συνέχεια, με απόφαση που λαμβάνεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, η Βουλή αποφασίζει για τη συγκρότηση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τάσσεται προθεσμία για την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης. Από την Επιτροπή συντάσσεται πόρισμα το οποίο εισάγεται και συζητείται στην Ολομέλεια. Η Ολομέλεια καλείται, στη φάση αυτή να αποφασίσει για την άσκηση ή μη δίωξης με την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, πλειοψηφία που, ας σημειωθεί, συμπίπτει με την πλειοψηφία που απαιτεί το Σύνταγμα για την αποδοχή πρότασης μομφής[51]. Εφόσον αποφασισθεί η άσκηση της δίωξης, η εκδίκαση της υπόθεσης ανατίθεται αρχικά σε Δικαστικό Συμβούλιο το οποίο επιλαμβάνεται μετά την απόφαση της Βουλής για δίωξη[52] και σε περίπτωση παραπεμπτικού βουλεύματος στο Ειδικό Δικαστήριο[53].

Η συνταγματική διαρρύθμιση ειδικής διαδικασίας με βασικό παράγοντα αρχικά, τη Βουλή για την κίνηση της διαδικασίας και στην συνέχεια, το Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο συγκροτείται από ανώτατους δικαστές λειτουργεί τόσο όσο εγγύηση για τον κατηγορούμενο όσο και ως εγγύηση διασφάλισης αμερόληπτης κρίσης της δικαιοσύνης κατά την εκδίκαση ενός πολιτικού προσώπου[54]. Είναι, όμως, επίσης σαφές ότι η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών ως βασική αρμοδιότητα της Βουλής συνιστά μία απόκλιση από την αρχή διάκρισης των εξουσιών και την οριοθέτηση της δικαιοδοσίας των επί μέρους κλάδων της δικαιοσύνης[55] καθώς στη θέση της υπεισέρχεται ένα αμιγώς πολιτικό όργανο, η Βουλή. Το γεγονός αυτό, απαιτεί φυσικά την προσφυγή στον θεσμό της ποινικής ευθύνης των Υπουργών με ιδιαίτερη προσοχή και ασφαλή αποδεικτική βάση[56] και υψηλό αίσθημα ευθύνης ώστε να μην απολήγει σε πολιτική εκμετάλλευση[57].

Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 86 έχει καταστεί αντικείμενο αναθεώρησης δύο φορές. Το 2001 η αναθεώρηση ήταν ευρύτατη και αφορούσε τη συστηματοποίηση της διαδικασίας, την κατάργηση ιδιώνυμων εγκλημάτων, τον ορισμό της αποσβεστικής προθεσμίας εντός της οποίας ασκεί την αρμοδιότητά της η Βουλή, την απαγόρευση (και) της προκαταρκτικής εξέτασης χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής, τον προσδιορισμό της τύχης των συμμετεχόντων, τη συγκρότηση του Ειδικού Δικαστηρίου και τη ρύθμιση της λειτουργίας του Δικαστικού Συμβουλίου[58]. Η δεύτερη αναθεώρηση, που έλαβε χώρα το 2019 εστίασε συγκεκριμένα στην κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας εντός της οποίας μπορούσε να επιληφθεί του ζητήματος η Βουλή. Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 86 αποτελεί μία από τις ελάχιστες διατάξεις που έχουν αναθεωρηθεί δύο φορές[59] και είναι μάλλον η μοναδική που έχει αναθεωρηθεί σε τέτοια έκταση. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως θα επιχειρηθεί να αναλυθεί στη συνέχεια, οι διαδοχικές αναθεωρήσεις δεν ήταν αρκετές ώστε να αποσαφηνισθούν ερμηνευτικά ζητήματα και να καταστεί ο θεσμός λιγότερο περίπλοκος και αντιφατικός[60].

Βασικά ζητήματα ερμηνείας που προέκυψαν κατά την εφαρμογή της διάταξης ήταν αφενός, το ζήτημα του ορισμού των υπουργικών αδικημάτων και αφετέρου, το ζήτημα της αποσαφήνισης της αποσβεστικής προθεσμίας[61]. Το δεύτερο ζήτημα αντιμετωπίστηκε ουσιαστικά διά της εξάλειψης της έννοιας της αποσβεστικής προθεσμίας από τη συνταγματική διάταξη και της ταύτισης της αρμοδιότητας της Βουλής εντός του χρόνου (παραγραφής), χωρίς εντούτοις να λείπουν, ακόμη και σήμερα ερμηνευτικές δυσχέρειες λόγω της μη τροποποίησης του σχετικού εκτελεστικού του συντάγματος νόμου. Το ζήτημα έχει προκαλέσει ευρύτατη επιστημονική συζήτηση καθώς ο εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος 3126/2003 εξακολουθεί στο άρθρο 3, να αναφέρεται σε εξάλειψη του αξιοποίνου με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού. Συνεπώς, ανοικτό παραμένει το ερώτημα αν σε περίπτωση αδικήματος τελεσθέντος μετά την αναθεώρηση του 2019, θα εφαρμοσθεί η συνταγματική διάταξη ή η νομοθετική διάταξη (ως ευνοϊκότερη ποινική), δυνάμει της οποίας η Βουλή μπορεί να αποφανθεί περί δίωξης υπουργού μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης[62]. Ουσιαστικά, θα κληθεί το Ειδικό Δικαστήριο να κρίνει τί ισχύει στο πλαίσιο μιας υπόθεσης[63]. Έχει υποστηριχθεί, με πλούσια επιχειρηματολογία, ότι καταργείται σιωπηρώς η ρύθμιση του ν. 3126/2003 κατόπιν της συνταγματικής αναθεώρησης[64], και ότι η ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, όχι ως αντίθετη στο άρθρο 86 του Συντάγματος αλλά ως αντίθετη στην απορρέουσα από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ποινικής ισονομίας[65]. Αντίστροφα, τονίζεται επίσης ότι οι δύο κανόνες δικαίου δεν ρυθμίζουν το ίδιο θέμα. Η παρ. 3 του άρθρου 86 «ρυθμίζει πλέον δικονομικά ζητήματα της ποινικής προδικασίας και ουδέν διαλαμβάνει για την εξάλειψη ή μη του αξιοποίνου, η οποία ανάγεται στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο»[66] και επίσης, ότι ο τυχόν παραμερισμός και μη εφαρμογή ευνοϊκότερης νομοθετικής διάταξης ουσιαστικού ποινικού δικαίου ως αντισυνταγματικής μπορεί να προσκρούει στο άρθρο 7 του Συντάγματος[67].

Εξάλλου, μείζον ζήτημα παραμένει ο ορισμός των αδικημάτων που εμπίπτουν στην έννοια των υπουργικών αδικημάτων και ενεργοποιούν την διαδικασία περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών δυνάμει του άρθρου 86[68].

Η φράση που βρίσκεται στη συνταγματική διάταξη «κατά την άσκηση των καθηκόντων» προσδιορίζει τα αδικήματα δυνάμει ενός χρονικού και ενός ουσιαστικού κριτηρίου[69]. Σαφώς προσδιορίζεται πρώτα από όλα ένα χρονικό κριτήριο. Ο δράστης των αδικημάτων πρέπει να είναι Υπουργός. Αυτό το χρονικό και συνάμα λειτουργικό κριτήριο, αντιστοιχεί σε πράξεις που έχουν τελεστεί από τους έχοντες το Υπουργικό αξίωμα δρώντας, ως μέλη του υπουργικού συμβουλίου, ως μονομελή όργανα της διοίκησης, ως έχοντες τη διεύθυνση των Υπηρεσιών του Υπουργείου τους, ως όργανα που συντάσσουν σχέδια νόμων ή ως όργανο που διαθέτει πιστώσεις που ο Προϋπολογισμός έχει προηγουμένως απονείμει στο Υπουργείο τους[70]. Ωστόσο, το κριτήριο αυτό δεν είναι επαρκές καθώς αν το ακολουθήσουμε μόνο του καταλήγουμε να υπάγονται σχεδόν όλα τα ποινικά αδικήματα υπουργών. Εξάλλου, το γεγονός ότι το Σύνταγμα, υιοθετεί την έκφραση «κατά την άσκηση» και όχι «κατά τη διάρκεια» άσκησης, καθιστά εμφανές ότι δεν αρκείται στο χρονικό κριτήριο (γεγονός που θα οδηγούσε στην συμπερίληψη τυχόν αδικημάτων ακόμη και άσχετων με την υπουργική ιδιότητα όπως πχ ενός φόνου). Το κριτήριο που είναι εξίσου βασικό, αλλά πολλαπλάσια δύσκολο να οριστεί – σε σχέση με το χρονικό- είναι το ουσιαστικό. Ποια είναι δηλαδή τα αδικήματα εκείνα τα οποία συνιστούν πράξεις άσκησης της δημόσιας εξουσίας που το Σύνταγμα έχει παραχωρήσει σε ορισμένα πρόσωπα για ορισμένο χρονικό διάστημα[71]. Επομένως, πέρα από την χρονική περίοδο που ένα πρόσωπο έχει την υπουργική ιδιότητα, είναι κρίσιμη και η ποιοτική σχέση με τη δημόσια εξουσία[72]. Είναι όμως γεγονός ότι έτσι όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη καλύπτει ένα ευρύ φάσμα πράξεων του Υπουργού, ακόμη και τις εξ αφορμής τελούμενες[73]. Ουσιαστικά εκτός του ορισμού είναι τα εκτός χρόνου ποινικά αδικήματα (τα αδικήματα δηλαδή κατά τη διάρκεια των οποίων δεν είναι υπουργός) και τα άσχετα αδικήματα.

Στην προσπάθεια αναζήτησης των αδικημάτων που σχετίζονται, ανάγονται, συνάπτονται με την εκτέλεση των καθηκόντων του υπουργού και επομένως είναι σχετικά με τη λειτουργική αρμοδιότητα του υπουργού[74], επιχειρήθηκαν διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές. Θεωρητικές τυποποιήσεις έχουν επιχειρηθεί για την ερμηνεία του άρθρου 86 με αναφορά στις αξιόποινες πράξεις που τελούνται κατά τη διάρκεια της υπουργικής θητείας, που σχετίζονται με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων ή τέλος των πράξεων με τις οποίες εκτελούνται τα υπουργικά καθήκοντα[75]. Η τυποποίηση αν και θεωρητικά αποδεκτή, οδηγεί σε περίπλοκες καταστάσεις. Για παράδειγμα, θεωρητικά η ανθρωποκτονία ή η αποπλάνηση ανηλίκου είναι εκτός των καθηκόντων του Υπουργού. Τι συμβαίνει όμως αν ανήλικος παρανόμως διαμένων στη χώρα αποπλανείται με αντάλλαγμα τη χορήγηση άδειας παραμονής;[76]

Αξίζει να σημειωθεί ότι η θεωρητική-ερμηνευτική τυποποίηση των ασυλιών επιχειρήθηκε και πρόσφατα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ με αφορμή την ασυλία του προέδρου των ΗΠΑ. To Δικαστήριο κατέληξε σε μία τριπλή κατάταξη των «επίσημων καθηκόντων» (official duties) του Προέδρου. Ειδικότερα, όρισε ότι οι «εξουσίες πυρήνα» (“core powers”), παρέχουν απόλυτη ασυλία, οι «εξουσίες εξωτερικής περιμέτρου» (“acts within the outer perimeter”) οδηγούν σε τεκμήριο ασυλίας (“presumptive immunity”) ενώ τέλος για τις «μη επίσημες πράξεις» (“unofficial acts”) δεν υφίσταται ασυλία.

Ακόμη όμως και αυτή η κατηγοριοποίηση, πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι αν η πράξη δεν συνδέεται με ένα συγκεκριμένο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ώστε να κριθεί αν εμπίπτει ή όχι στην έννοια του ασυμβίβαστου; Όπως χαρακτηριστικά τοποθετήθηκε η Δικαστής Sotomayor η οποία μειοψήφησε στη συγκεκριμένη απόφαση, Διατάζει [ο Πρόεδρος] την ομάδα Seal Team 6 του Πολεμικού Ναυτικού να δολοφονήσει έναν πολιτικό αντίπαλο; Ασυλία. Οργανώνει πραξικόπημα για να μείνει στην εξουσία; Ασυλία. Δωροδοκείται με αντάλλαγμα να δώσει χάρη; Ασυλία, Ασυλία, Ασυλία. Φαίνεται δηλαδή ότι παρά την αρχική κατηγοριοποίηση, η ασυλία μπορεί να προσλάβει κάθε πράξη του πρέδρου. Εξ ου και η παρατήρηση, από έτερη Δικαστή που μειοψήφισε, τη Δικαστή Jackson ότι τα κριτήρια είναι «illusory», δηλαδή, απατηλά[77].

Αντίστοιχα επομένως, επιστρέφοντας στα καθ’ ημάς θα λέγαμε ότι κρίσιμα είναι δύο στοιχεία. Πρώτον, το πλέον ουσιαστικό κριτήριο πρέπει να θεωρείται η ύπαρξη ενός αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο τελεσθέν αδίκημα και στο προνομιακό καθεστώς που απορρέει από την άσκηση της δημόσιας εξουσίας[78] μέσω της υπουργικής ιδιότητας. Δεύτερον, ως εξαιρετική ρύθμιση, φαίνεται ότι πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο στενό. Αυτό προκύπτει και από το βούλευμα 1/2011 του Δικαστικού Συμβουλίου «Κατά γενική του δικαίου αρχή, διατάξεις εξαιρετικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Ο περί ευθύνης υπουργών νόμος συνιστά εξαιρετικό δίκαιο».

Εξάλλου, και το ΕΔΔΑ, στην πρόσφατη απόφασή του Μπακογιάννη κατά Ελλάδας, φαίνεται να τοποθετήθηκε υπέρ ενός στενού πεδίου εφαρμογής, όχι μόνο των βουλευτικών αλλά και των υπουργικών αδικημάτων[79], καθώς έκρινε ότι στην περίπτωση βουλευτή που ήταν και Υπουργός τα εικαζόμενα αδικήματα της εξύβρισης της δυσφήμισης και της συκοφαντικής δυσφήμισης μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στοιχειοθετούν μία επίδικη συμπεριφορά η οποία δεν συνδέεται με την άσκηση των κοινοβουλευτικών ή υπουργικών καθηκόντων του.

Συνοψίζοντας, η τυπολογία των αδικημάτων επί των οποίων τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 86 είναι μία ιδιαιτέρως σύνθετη υπόθεση η οποία παραμένει εκκρεμής[80].

ΙΙΙ. Ερμηνευτικά ζητήματα μετά την αναθεώρηση

Είναι γεγονός ότι η αναθεώρηση αμφότερων των διατάξεων συνέτειναν, αφενός, στο να θωρακιστεί η συμβατότητα του θεσμού του ακαταδίωκτου των βουλευτών με την ΕΣΔΑ και, αφετέρου, στο να επιλυθούν ορισμένα από τα μείζονα ερμηνευτικά ζητήματα που αναδεικνύει η σύνθετη διαδικασία απόδοσης ευθυνών σε Υπουργούς. H παρούσα χρονική συγκυρία επιβεβαιώνει εμφατικά την πιθανότητα ανάδυσης σημαντικών ερμηνευτικών ζητημάτων. Με βάση όσα έχουν λεχθεί ως τώρα, με αφετηρία τη συνταγματική μας ιστορία και με άξονα της ανάλυσής την έως σήμερα εφαρμογή των σχετικών διατάξεων θα ακολουθήσει μία προσπάθεια τυποποίησης ορισμένων ερμηνευτικών ζητημάτων (Α) προκειμένου στη συνέχεια να αναζητηθεί η βέλτιστη νομική προσέγγισή τους (Β).

Α. Μελέτη περιπτώσεων με αφορμή την ενεργοποίηση των διατάξεων περί ακαταδίωκτου και ποινικής ευθύνης

Μέσα από τη «μελέτη περιπτώσεων» οδηγούμαστε σε αναζητήσεις των οποίων η ερμηνευτική κρίση δεν είναι πάντοτε σαφής και ανεπίδεκτη αμφισβήτησης. Για παράδειγμα, τι συμβαίνει σε περίπτωση ενός αδικήματος όταν συντρέχει συρροή βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας στο ίδιο πρόσωπο; Καταρχήν, η άσκηση δίωξης με απόφαση της Βουλής δυνάμει του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών υπερκαλύπτει την απαίτηση του άρθρου 62 για προηγούμενη άδεια της Βουλής (και άρση του ακαταδίωκτου)[81]. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση αδικημάτων τα οποία δεν τελούνται «κατά την άσκηση» των υπουργικών καθηκόντων; Τότε η ποινική δικαιοσύνη μπορεί να προχωρήσει μόνη της. Όμως, όταν ο Υπουργός είναι και βουλευτής διώκεται μόνο κατόπιν άδειας της Βουλής[82]. Άρα ναι μεν η Δικαιοσύνη μπορεί να προχωρήσει αλλά απαιτείται άδεια από τη Βουλή. Ωστόσο, υπάρχει η περίπτωση η Βουλή να διακρατήσει το αδίκημα χαρακτηρίζοντας το η ίδια ως υπουργικό και, έτσι, να μην επιληφθεί του θέματος η δικαιοσύνη.

Τούτο μάλιστα όντως συνέβη μερικά χρόνια πριν και πάντως πριν την αναθεώρηση του άρθρου 62. Ειδικότερα, η Βουλή αρνήθηκε να εξετάσει εισαγγελικό αίτημα καθώς η Επιτροπή κοινοβουλευτικής δεοντολογίας θεώρησε ότι η δικογραφία είναι υπουργική και όχι βουλευτική. Επομένως το ζήτημα έμεινε εκκρεμές με αποτέλεσμα η υπόθεση να αχθεί ενώπιον του ΕΔΔΑ και να εκδοθεί σχετική καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση λόγω παραβίασης του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη και ειδικότερα στην ποινική δικαιοσύνη[83].

Εξάλλου, η ίδια η διάταξη του άρθρου 62 περί άρσης του ακαταδίωκτου κάνει λόγο για διττή υποχρέωση της Βουλής εντός τριμήνου να δώσει άδεια. Αφενός, υφίσταται υποχρέωση να δοθεί άδεια εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής αφορά αδίκημα, το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή και, αφετέρου, υποχρέωση, με ευθύνη του Προέδρου να αποφανθεί η Βουλή επί του αιτήματος μέσα σε 3 μήνες από τη διαβίβασή του Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που η Βουλή δεν το πράξει;

Είναι γεγονός ότι μετά την αναθεώρηση του 2019, καταργήθηκε το τεκμήριο απόρριψης του αιτήματος άρσης της ασυλίας μετά την πάροδο τριμήνου, δεν αντιστράφηκε όμως, δηλαδή, δεν ορίστηκε ότι από τη σιωπή της Βουλής τεκμαίρεται η χορήγηση της άδειας για άρση της ασυλίας[84]. Κατά συνέπεια, παραμένει εκκρεμές το ερώτημα, τί συμβαίνει στην περίπτωση που η Βουλή δεν ασκήσει εντός του τριμήνου τη δέσμια αρμοδιότητά της και δεν δοθεί άδεια; Επί του ζητήματος δεν φαίνεται να χωρεί δικαστικός έλεγχος.

Περαιτέρω, σχετικά με την ποινική ευθύνη των Υπουργών, η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας από το Σύνταγμα, λύνει όντως ερμηνευτικά ζητήματα ή μήπως χρονικά τα επεκτείνει; Αφενός, η ύπαρξη νομοθετικής διάταξης με ουσιωδώς διαφορετικό περιεχόμενο από την αντίστοιχη συνταγματική, αφήνει ακόμη ανοικτό το ενδεχόμενο διαφορετικών ερμηνειών, ιδίως, ενόψει πιθανών επικείμενων διώξεων πρώην Υπουργών. Αφετέρου, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω έχει ουσιαστικά επεκταθεί από την αναθεώρηση του 2019, η αρμοδιότητα της Βουλής, η οποία μπορεί να επιληφθεί οποτεδήποτε εντός του κατά το ποινικό δίκαιο διαστήματος παραγραφής προκειμένου να αναζητηθεί η ποινική ευθύνη των Υπουργών. Το γεγονός αυτό αποδίδει σαφώς μεγαλύτερο χρονικό εύρος ως προς την απόφαση της Βουλής. Δεν αρκεί, όμως, προκειμένου να παύσουν οι ερμηνευτικές αμφισβητήσεις του άρθρου 86. Εξακολουθεί να υφίσταται το ενδεχόμενο η κοινοβουλευτική πλειοψηφία να ανατρέχει στο βάθος της παραγραφής και να ενεργεί πράξεις ποινικής προδικασίας[85]. Παρεπόμενο είναι ότι έτσι να υφίσταται το ενδεχόμενο, η έννοια «κατά την άσκηση» των καθηκόντων, αναφορικά με το υπό δίωξη έγκλημα, να οδηγεί, κατά περίπτωση, σε ερμηνεία με ευρύτητα ή με στενότητα[86] αναλόγως της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας εντός του χρόνου της παραγραφής.

Β. Η αναζήτηση βέλτιστων λύσεων

Σαφώς, τα παραπάνω δεν εξαντλούν τον κατάλογο των ενδεχόμενων ζητημάτων που μπορεί κανείς να συναντήσει κατά την ενεργοποίηση των διατάξεων περί ακαταδίωκτου βουλευτών και αναζήτησης ποινικής ευθύνης υπουργών. Ο λόγος που επιλέχθηκε η αναφορά των συγκεκριμένων περιπτώσεων είναι γιατί πίσω από την πορεία και την εξέλιξή τους διακυβεύεται δυναμικά κάτι εξαιρετικά σοβαρό: η θεσμική απομάκρυνση από τον σκοπό που υπηρετούν οι διατάξεις των άρθρων 62 και 86 του Συντάγματος, όπως αναλύθηκε στην αρχή της παρούσας συμβολής.

Ποια θα ήταν η λύση προκειμένου να εξυπηρετηθεί με αρτιότητα ο σκοπός των διατάξεων; Παρακάτω, επιχειρείται μία απάντηση στη μελέτη περιπτώσεων καθώς και σκέψεις αναμόρφωσης των σχετικών θεσμών.

Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα περί χαρακτηρισμού ενός αδικήματος ως Υπουργικού, πρέπει να γίνει δεκτό[87] ότι μετά την αναθεώρηση του άρθρου 62 του Συντάγματος προκειμένου μία δικογραφία να χαρακτηρισθεί ως υπουργική απαιτείται προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, καθώς το Σύνταγμα επιτάσσει ότι η Βουλή με ευθύνη του Προέδρου της αποφαίνεται υποχρεωτικά για κάθε σχετικό εισαγγελικό αίτημα.

Ακολούθως, τι συμβαίνει αν η Βουλή δεν επιληφθεί εντός του οριζόμενου χρονικού διαστήματος που τάσσεται στο άρθρο 62 του Συντάγματος; Κατά μία άποψη, η παράλειψη γεννά αστική ευθύνη του Δημοσίου καθώς επίσης και ο Πρόεδρος της Βουλής αν δεν αποφανθεί εμπροθέσμως ενώ υποστηρίζεται ότι ευθύνεται για παράβαση καθήκοντος και κοινοβουλευτικά δοθέντος ότι η Βουλή μπορεί να του εκφράσει μομφή[88]. Κατά άλλη άποψη[89], η οποία φαίνεται πειστικότερη, εάν το τρίμηνο παρέλθει άπρακτο η άδεια δεν χορηγείται και ναι μεν η παράλειψη δεν υπάρχει δυνατότητα να ελεγχθεί δικαστικά ωστόσο, μπορεί η εισαγγελική αρχή να επανέλθει[90]. Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση της Βουλής, η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι ως σήμερα τηρείται με συνέπεια, δεν προκύπτει μόνο από το Σύνταγμα αλλά έμμεσα και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ επί του ζητήματος του ακαταδίωκτου.

Εξάλλου, σε σχέση ειδικότερα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, αποτελεί γεγονός ότι η διάταξη έχει καταστεί αντικείμενο κριτικής, ενώ πληθαίνουν οι απόψεις που προτείνουν την απόδοση της αναζήτησης ποινικής ευθύνης στην τακτική δικαιοσύνη[91]. Ωστόσο, με γνώμονα την ιστορία, η οποία πάγια ήδη από τα Επαναστατικά χρόνια απέδωσε την αρμοδιότητα για την κίνηση διαδικασιών άρσης ασυλιών και αναζήτησης ποινικής ευθύνης στη Βουλή, η πρωτοβουλία μπορεί να παραμείνει στο αντιπροσωπευτικό σώμα, καθώς όπως παρατηρείται, «[σ]την περίπτωση της υπουργικής ευθύνης, αν υπάρχει προνόμιο, αυτό αφορά ευθέως το κράτος και τη λειτουργία του, όχι τους λειτουργούς του»[92].

Αναφορικά με ζητήματα που προκύπτουν ως προς τον ερμηνευτικό καθορισμό των αδικημάτων, διαφαίνεται ότι προκειμένου να υπηρετηθεί με συνέπεια η νομική υπόσταση των οικείων διατάξεων, θα μπορούσε να εξετασθεί η εντονότερη εισχώρηση της δικαιοσύνης στις σχετικές διαδικασίες. Ένα πρώτο βήμα θα ήταν, ήδη υπό το ισχύον καθεστώς, της αναζήτησης ποινικής ευθύνης Υπουργών, να καταστεί υποχρεωτική η συγκρότηση γνωμοδοτικού συμβουλίου[93], όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό της Βουλής και τον νόμο περί ευθύνης Υπουργών αναφορικά με τον νομικό έλεγχο των στοιχείων της κατηγορίας και την αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών. Περαιτέρω, θα μπορούσε κατόπιν συνταγματικής αναθεώρησης η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης να ανατεθεί σε Επιτροπή με αυξημένες εγγυήσεις αποτελούμενη από δικαστές[94].

Σε σχέση με την ύπαρξη της αποσβεστικής προθεσμίας στον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο, αξίζει να τονιστεί το αυτονόητο, ήτοι η αναγκαιότητα άμεσης ευθυγράμμισης του νόμου περί ευθύνης Υπουργών με την ισχύουσα αναθεωρημένη συνταγματική διάταξη.

Τέλος, στο πλαίσιο ευρύτερης αναμόρφωσης του θεσμού αναζήτησης ποινικών ευθυνών και προκειμένου να αντιμετωπίζονται ανακύπτοντα ερμηνευτικά ζητήματα, θα ήταν σημαντικό να καταστεί ευχερέστερη η προσφυγή στο Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής για γνωμοδότηση τόσο κατά την ενεργοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 86 όσο και κατά την άρση του ακαταδίωκτου[95]. Το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής μπορεί να συνεδριάζει προκειμένου να γνωμοδοτήσει μετά από πρόσκληση του Προέδρου και οσάκις το ζητήσει ο Πρόεδρος της Βουλής[96]. Στο πλαίσιο αυτό, έχει κληθεί να γνωμοδοτήσει για σημαντικά θέματα που αφορούν την ερμηνεία σχετικών άρθρων του Συντάγματος, όπως επί παραδείγματι του άρθρου 59 παρ. 1 του Συντάγματος[97] σχετικά με τον όρκο βουλευτών ή το άρθρο 47 παρ. 2 του Συντάγματος αναφορικά με την απονομή χάρης[98]. Ιδίως στη θεματική που μελετάται, αξίζει να σημειωθεί ότι το Επιστημονικό Συμβούλιο έχει ήδη γνωμοδοτήσει σε ζητήματα που απασχόλησαν τη Βουλή κατά την εφαρμογή των οικείων διατάξεων Συντάγματος και του Κανονισμού της.

Συγκεκριμένα, το Επιστημονικό Συμβούλιο τοποθετήθηκε με γνωμοδοτήσεις του[99] στο ερώτημα ποιος μπορεί να λαμβάνει γνώση των στοιχείων του φακέλου και των πρακτικών της Επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης[100] και πότε το αποδεικτικό υλικό περιέρχεται σε γνώση όλων των βουλευτών (πέραν όσων συμμετέχουν στην Επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης)[101]. Εξάλλου, γνωμοδότησε σχετικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση που στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης από Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος, ανακύψουν στοιχεία που σχετίζονται με πρόσωπα ή αδικήματα της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος για αξιόποινες πράξεις άλλες από τις διερευνώμενες[102], καθώς και για τις προϋποθέσεις περαιτέρω ανάθεσης της διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης σε Επιτροπή που διενεργεί προκαταρκτική εξέταση[103]. Τέλος, γνωμοδότησε αναφορικά με το ζήτημα, αφενός, της κλήσης των φερόμενων ως συμμέτοχων και, αφετέρου, της κλήσης του καθ’ ου η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε περίπτωση ανανέωσης της εντολής της Βουλής προς τη διενεργούσα ήδη προκαταρκτική εξέταση Επιτροπή να διερευνήσει νέα στοιχεία επί της υπόθεσης[104].

Προκειμένου η γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου να καταστεί ένα εν δυνάμει αποτελεσματικό εργαλείο, θα μπορούσε να διευρυνθεί η δυνατότητα σύγκλησής του, πέραν της ήδη προβλεπόμενης δυνατότητας ερωτήματος από τον Πρόεδρο της Βουλής, και κατόπιν ερωτήματος, επί παραδείγματι, από έναν ορισμένο διψήφιο αριθμό βουλευτών ή τους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών Ομάδων. Εξάλλου, οι γνωμοδοτήσεις του Συμβουλίου, πρέπει να δημοσιεύονται[105], ώστε να είναι διαθέσιμες τόσο σε όλους τους βουλευτές όσο και στο ευρύ κοινό.

Η λύση αυτή, παρουσιάζει δύο καίρια πλεονεκτήματα. Αφενός, ενισχύεται με τον τρόπο αυτό η κοινοβουλευτική μειοψηφία, με αποτέλεσμα, σε ζητήματα όπως αυτά, τα οποία κατά κύριο λόγο εκφεύγουν, ως interna corporis, του δικαστικού ελέγχου, να υπάρχει μία γνωμοδοτική κρίση από ένα ανεξάρτητο όργανο, η οποία να πλαισιώνεται τις σχετικές αποφάσεις που λαμβάνονται ως επί το πλείστον δυνάμει κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αφετέρου, η απόδοση της σχετικής αρμοδιότητας σε ένα όργανο, το οποίο δρα ενδοκοινοβουλευτικά εδώ και πολλά χρόνια και έχει ανά καιρούς δώσει «δείγματα γραφής» σε σημαίνοντα ζητήματα, έχει ως βασικό αποτέλεσμα την εγγύηση άσκησης γνωμοδοτικής αρμοδιότητας με όρους αμιγώς νομικούς και όχι πολιτικούς.

Η ύπαρξη της δυνατότητας αυτής, και φυσικά η προσφυγή στην αξιοποίησή της, θα προσέφερε μία δικλείδα ασφαλείας ακόμη και στο ερμηνευτικό ζήτημα που ανέκυψε προσφάτως όταν εγκαλούμενος πρώην Υπουργός ζήτησε από την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης να παραπεμφθεί (απευθείας) στο Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 παρ. 4 υποπαρ. 2 Σ χωρίς να ακολουθηθεί η διαδικασία που διεξοδικά τυποποιείται στο Σύνταγμα και στον Κανονισμό της Βουλής[106].

Το αίτημα του εγκαλούμενου, ακολούθησε ένας πλούσιος επιστημονικός διάλογος με διάφορες αποχρώσεις στην ένταση των επιχειρημάτων σχετικά με τη συνταγματική υποχρέωση διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης από τη συγκροτηθείσα Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης[107] και, εν τέλει, μία βραχύβια λειτουργία της εν λόγω Επιτροπής, η οποία ολοκλήρωσε το έργο της, μετά την πρώτη συνεδρίαση για την εκλογή προεδρείου, σε τρεις συνεδριάσεις[108] με τη σύνταξη πορίσματος[109]. Η γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου κατά το στάδιο υποβολής του αιτήματος θα μπορούσε να πλαισιώσει με ουσιώδη τρόπο την κοινοβουλευτική διαδικασία, αποφαινόμενη, τόσο αναφορικά με την ερμηνεία του Συντάγματος και τη διαδικασία που τυποποιεί το άρθρο 86, όπως εξειδικεύεται στον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο και τον Κανονισμό της Βουλής[110], όσο και ως προς την εφαρμογή του[111], κατ’ αναφορά προς τη συγκεκριμένη περίπτωση.

Αναμφισβήτητα, για τα ζητήματα αυτά, αποκλειστικά αρμόδιος φορέας ερμηνείας είναι η Βουλή. Ωστόσο, δεχόμενη, η Βουλή, να ζητήσει τη γνώμη ενός οργάνου για ένα ζήτημα ερμηνείας, δεν της αποσπά το ερμηνευτικό μονοπώλιο, τοποθετεί ως συμμέτοχο στην ερμηνείας ένα άλλο (γνωμοδοτικό) όργανο του οποίου την άποψη εν τέλει, η Βουλή, ως πρωτογενής φορέας ερμηνείας, μπορεί να ακολουθήσει ή όχι[112].

Επίλογος

«Νομικά έχετε λάθος επειδή πολιτικά είστε μειοψηφία»[113]˙ η φράση αυτή διατυπώθηκε από έναν βουλευτή της πλειοψηφίας προς την αντιπολίτευση, κατά τη διάρκεια μιας έντονης συζήτησης στην αρχή της επταετούς θητείας του François Mitterrand και απεικονίζει μια από τις τρέχουσες αντιλήψεις για τη σχέση μεταξύ νομικού δόγματος και πολιτικής στη Γαλλία.

Επαναλαμβάνεται κι εδώ, καθώς πίσω από τη θεματική που μελετάται, υφέρπει πάντα η στενή σχέση δύο σημαντικών εννοιών: του δικαίου και της πολιτικής. Από τη μία πλευρά, αρθρώνεται η τελεολογία των θεσμών, και από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή τους με όρους πολιτικού επικαθορισμού, γεγονός που, εν μέρει, εξηγείται καταρχήν καθώς ένα όργανο με πολιτικό χαρακτήρα καλείται να ασκήσει αρμοδιότητα δικαστικής φύσης[114].

Η έννοια όμως των αδικημάτων που τίθενται υπό το προστατευτικό καθεστώς του ακαταδίωκτου και του ειδικού καθεστώτος αναζήτησης ποινικής ευθύνης Υπουργών θα πρέπει να ορισθεί ευκρινέστερα και τούτο να γίνει με κριτήρια νομικά και όχι πολιτικά. Η κρίση για το αν κάποιος παραβίασε τους ποινικούς νόμους είναι μία κρίση αμιγώς νομική, που δεν μπορεί να μετατρέπεται σε πολιτική επειδή ο παραβάτης έχει συγκεκριμένη ιδιότητα[115].

Όσο επομένως με όρους πολιτικούς γίνεται προσπάθεια τυποποίησης νομικών εννοιών και διαδικασιών, τόσο οι αποχρώσεις κατά την εφαρμογή των θεσμών θα ποικίλουν, ανάλογα με τις κοινοβουλευτικές ισορροπίες και τις πολιτικές δυνάμεις. Αντίστοιχα στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, προσάπτεται, και μάλλον όχι άδικα, ο πολιτικός επικαθορισμός προκειμένου να αποδοθεί ασυλία στον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ[116]. Η κριτική αυτή έχει βάση ιδίως αν σκεφτούμε ότι η απόφαση ελήφθη με την πλειοψηφία των έξι Δικαστών έναντι τριών και οι έξι πλειοψηφούντες ήταν διορισμένοι από Ρεπουμπλικάνους Προέδρους και δη οι τρεις από τον ίδιο τον Τραμπ, η δε μειοψηφία διατύπωσε ισχυρές επιφυλάξεις για τα κριτήρια[117], αλλά και επιφυλάξεις για την ίδια τη Δημοκρατία λόγω της επισφαλούς τριμερούς διάκρισης των αδικημάτων[118].

Τέλος, η ευρύτητα των ερμηνευτικών ζητημάτων που εμφανίζονται κατά την ενεργοποίηση των διατάξεων του άρθρου 62 και 86 του Συντάγματος, συνδέονται με δύο διαχρονικά προβλήματα˙ πρώτον, την υποβάθμιση της Βουλής και δεύτερον την ελλειμματική λειτουργία των θεσμών.

Έτσι, καμία νομοθετική ή περαιτέρω συνταγματική αναμόρφωση των διατάξεων που μελετήθηκαν δεν είναι από μόνη της ικανή να οδηγήσει σε «κάθαρση» των οικείων θεσμών. Εξάλλου, η προσπάθεια, πρωτίστως το 2001 να ρυθμίσει η διάταξη του άρθρου 86 τα μείζονα ζητήματα του παρελθόντος έδειξε πως δεν είναι αρκετή[119].

Η αναθεώρηση επομένως της αναζήτησης ποινικής ευθύνης πρέπει να επιχειρηθεί μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ουσιαστικής αναβάθμισης του αντιπροσωπευτικού σώματος, ενίσχυσης της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας[120] και των δυνατοτήτων ευρύτερου θεσμικού ελέγχου εφαρμογής του Συντάγματος.

[Το παρόν άρθρο αποτελεί ανεπτυγμένη και επικαιροποιημένη εκδοχή εισήγησης στο πλαίσιο της ημερίδας που διοργάνωσε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, με αφορμή τα 100 χρόνια από το θάνατο του Franz Kafka με θέμα «Καφκικά Σενάρια στη Διοίκηση και στα Δικαστήρια. Τα όπλα του κυρίου Κ.», την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025.]

 

[1] Παντελής Α., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Βασικές Έννοιες – Ελληνική Συνταγματική Ιστορία – Οργάνωση του Κράτους – Δικαιώματα του Ανθρώπου, σ. 348 στο https://www.eplopublications.eu/product/2862 (πρόσβαση: 3.4.2025).

[2] Στη συνέχεια, το ακαταδίωκτο περιλήφθηκε στο άρθρο 8 του Συντάγματος του 1791. Σήμερα, υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1958 το ακαταδίωκτο των βουλευτών περιορίζεται στη σύλληψή τους (άρθρο 26). Βλ., συναφώς, Χρήστου Β., «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 62» στο Βλαχόπουλος Σ., Κοντιάδης Ξ., Τασόπουλος Γ. (επιμ.) Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, syntagma watch, 2023, σ. 7 στο https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-62/(πρόσβαση: 3.4.2025).

[3] Καραβοκύρης Γ., «Ερμηνεία επί του άρθρου 62 του Συντάγματος», στο Σπυρόπουλος Φ., Κοντιάδης Ξ., Ανθόπουλος Χ., Γεραπετρίτης Γ., (επιμ.) Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 1081-1090, σ. 1082.

[4] Χρήστου, «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 62», ό. π., σ. 8.

[5] Idem˙ Καραβοκύρης, «Ερμηνεία επί του άρθρου 62 του Συντάγματος», ό. π., σ. 1082.

[6] Χρήστου, «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 62», ό. π., σ. 2-3.

[7] Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, ό. π. σ. 350. Πρέπει να σημειωθεί ότι η θέσπιση του ακαταδίωκτου δεν εμποδίζει την άσκηση αγωγής κατά του βουλευτή στα πολιτικά δικαστήρια, βλ. Χρυσόγονο Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, 3η έκδ., εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 573.

[8] Βαρβιτσιώτης Ι., Η βουλευτική ασυλία: ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 189.

[9] Κατρούγκαλος Γ., «Η ευθύνη των πολιτικών προσώπων από παράνομες πράξεις και η κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος», στο Κοντιάδης Ξ., Σπυρόπουλος Φ. (επιμ.), Το μέλλον του Ελληνικού Κοινοβουλίου, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2011, σ. 151-159 (156).

[10] Μποτόπουλος Κ., «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 86», στο Βλαχόπουλος Σ., Κοντιάδης Ξ., Τασόπουλος Γ. (επιμ.) Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, syntagma watch, 2023, σ. 10 στο https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-86/ (πρόσβαση: 3.4.2025).

[11] Κατρούγκαλος Γ., «Η σχέση πολιτικής και ποινικής ευθύνης των και ο νέος εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος», Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, 1996, σ. 54-64 (60 επ.)˙ Χρήστου, «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 62», ό. π., σ. 9-10 για συγκριτικά στοιχεία.

[12] Γεωργόπουλος Γ., «Η ποινική ευθύνη των υπουργών: θεσμική εγγύηση ή “ανευθυνότητα”; σκέψεις ενόψει μιας συνταγματικής αναθεώρησης», στο https://www.constitutionalism.gr/georgopoulos-euthuni-upourgon/, σ. 29 (πρόσβαση: 3.4.2025).

[13] Βενιζέλος Ευ., «Η ποινική ευθύνη των υπουργών στο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στα aρχαϊκά και στα εξελιγμένα χαρακτηριστικά ενός κοινοβουλευτικού συστήματος», στο Μανωλεδάκης Ι.Ε., Βενιζέλος Ε.Β., Η ποινική ευθύνη των Υπουργών μειονεκτήματα της ισχύουσας ρύθμισης- προτάσεις για την τροποποίησή της, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993, σ. 33-43 (37).

[14] Μποτόπουλος, «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 86», ό. π., σ. 11.

[15] Σοϊλεντάκης Ν., «Ερμηνεία επί του άρθρου 86 του Συντάγματος», στο Σπυρόπουλος Φ., Κοντιάδης Ξ., Ανθόπουλος Χ., Γεραπετρίτης Γ., (επιμ.) Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 1315-1329 (1317).

[16] Idem.

[17] Μαυριάς Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, 6η έκδ., εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2021, σ. 508˙ Μποτόπουλος, «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 86», ό. π., σ. 12.

[18] Μουρτοπάλλας Κ., «Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των Υπουργών (Μέρος ΙΙ)», στο https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/afieroma-o-thesmos-tis-poinikis-efthynis-ton-ypourgon-meros-ii/ , 13.12.2019, σ. 4-5 (πρόσβαση: 3.4.2025).

[19] Σαρίπολος Ν. Ι., Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, 1851, σ. 457.

[20] Δαγκλής H., Ποινική ευθύνη Υπουργών, δογματική, συγκριτική και ιστορική προσέγγιση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021, σ. 133-134.

[21] Φωτιάδου Α., «Ελευθερία του κοινοβουλευτικού λόγου και βουλευτική ασυλία», στο Κοντιάδης Ξ., Σπυρόπουλος Φ. (επιμ.), Το μέλλον του Ελληνικού Κοινοβουλίου, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2011, σ. 113-123, σ. 118.

[22] Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό. π., σ. 576-577. Πρβλ. και Παραράς Ι., «Το κατ’ άρθρο 62 του Συντάγματος ακαταδίωκτο του βουλευτή υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ» στο Το δημόσιο δίκαιο σε εξέλιξη : σύμμεικτα προς τιμήν του Καθηγητού Πέτρου Ι. Παραρά, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2012, σ. 781-790, σ. 783.

[23] Βαρβιτσιώτης, Η βουλευτική ασυλία, ό. π., σ. 19.

[24] Καραβοκύρης, «Ερμηνεία επί του άρθρου 62 του Συντάγματος», ό. π., σ. 1083.

[25] Σισιλιάνος Λ. Α., «Ερμηνεία του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ», στο Σισιλιάνος Λ. Α., Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017, σ. 258-259. Πρβλ. ΕΔΔΑ, Συγγελίδης κατά Ελλάδας, 11.2.2010, παρ. 42, Α. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 17.12.2002, παρ. 75-77, Cordova κατά Ιταλίας, 30.1.2003, παρ. 55.

[26] Βλ. ΕΔΔΑ Kart κατά Τουρκίας, 3.9.2009, παρ. 80 και Συγγελίδης κατά Ελλάδας, ό. π. παρ. 46.

[27] Παραράς, «Το κατ’ άρθρο 62 του Συντάγματος ακαταδίωκτο του βουλευτή υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ», ό. π., σ. 784.

[28] Καποτάς Π., «Σχόλιο επί της Απόφασης ΕΔΔΑ 16.11.2006, Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας», ΕφημΔΔ 1/2007, σ. 21-30.

[29] Καραβοκύρης Γ., «Σχόλιο επί της Απόφασης ΕΔΔΑ 11.2.2010 Συγγελίδης κατά Ελλάδας», ΕφημΔΔ 6/2010, σ. 798-814.

[30] ΕΔΔΑ, Συγγελίδης κατά Ελλάδας, ό. π., παρ. 46.

[31] Βενιζέλος Ευ., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2021, σ. 493.

[32] Κατρούγκαλος, «Η ευθύνη των πολιτικών προσώπων από παράνομες πράξεις και η κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος», ό. π., σ. 158.

[33] Καραβοκύρης, «Σχόλιο επί της Απόφασης ΕΔΔΑ 11.2.2010 Συγγελίδης κατά Ελλάδας», ό. π., σ. 806.

[34] ΕΔΔΑ, Kart κατά Τουρκίας, ό. π., παρ. 83 και Τσακιλτζής κατά Ελλάδας, ό. π., παρ. 49.

[35] Φωτιάδου., «Ελευθερία του κοινοβουλευτικού λόγου και βουλευτική ασυλία», ό. π., σ. 123.

[36] ΕΔΔΑ, Λυκουρέζος κατά Ελλάδας, 15.6.2006 βλ. και Καραβοκύρης, «Σχόλιο επί της Απόφασης ΕΔΔΑ 11.2.2010 Συγγελίδης κατά Ελλάδας», ό. π., σ. 807.

[37] Έτσι και Χρήστου, «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 62», ό. π., σ. 17.

[38] Άρθρο 83 παρ. 7 ΚανΒ, όπως τροποποιήθηκε στις 18.6.2003 (ΦΕΚ 161 Α’ /26.6.2003).

[39] Άρθρο 83 παρ, 3 ΚανΒ, όπως τροποποιήθηκε στις στις 16.7.2010 (ΦΕΚ 139 Α’ /10.8.2010).

[40] Κουτσουμπίνας Στ., «Η τροποποίηση του Θέρους 2010 του Κανονισμού της Βουλής», ΘΠΔΔ 12/2010, σ. 1366-1381, σ. 1378.

[41] Μαυριάς Κ., Κοινοβουλευτικό Δίκαιο, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2025, σ. 485 επ. Πλέον η διατύπωση στον ΚανΒ νοείται ως επεξηγηματική της διατύπωσης του Συντάγματος.

[42] Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, ό. π. , σ. 350-351.

[43] Έτσι ο Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό. π., σ. 576-577.

[44] Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, ό. π., σ. 493.

[45] Μαυριάς, Κοινοβουλευτικό Δίκαιο, ό. π., σ. 485-486: την ΙΗ΄ Κοινοβουλευτική Περίοδο (2019-2023) διαβιβάστηκαν στη Βουλή 77 βουλευτικές δικογραφίες και συζητήθηκαν οι 74. Από αυτές, οι 46 έγιναν δεκτές και οι 26 απορρίφθηκαν. Από τις λοιπές 3, οι 2 δεν συζητήθηκαν η μία επεστράφη, με απόφαση της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.

[46] Βλ. ομιλία βουλευτή Κ. Κυρανάκη κατά τη διαδικασία άρσης ασυλίας του ΙΗ Περίοδος Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, Α΄ Σύνοδος, Συνεδρίαση ΡΠΕ΄- 21.7.2020 σ. 16745: «Όπως είπα και στην επιτροπή έτσι και στην Ολομέλεια ζητώ τη µη χρήση της βουλευτικής ασυλίας. Χωρίς να µπω στην ουσία, θα ήθελα απλά να πω ότι επιθυμώ να δικαστώ, όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες και χαίρομαι, διότι βλέπω πολλούς συναδέλφους να συμμετέχουν σε αυτή την αλλαγή κουλτούρας εντός της ελληνικής Βουλής».

[47] Βενιζέλος, «Η ποινική ευθύνη των υπουργών στο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στα aρχαϊκά και στα εξελιγμένα χαρακτηριστικά ενός κοινοβουλευτικού συστήματος», ό. π., σ. 33.

[48] Βλ. ν. 3126/2003.

[49] Επίσης, ορίζεται ότι τα στοιχεία διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που διενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική ή διοικητική εξέταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έχει υποβληθεί ποτέ πρόταση για σύσταση Ειδικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης χωρίς να έχουν τεθεί υπόψιν των βουλευτών στοιχεία που έχουν αποσταλεί στη Βουλή και προέρχονται από τη διενέργεια ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης ή στοιχεία, τα οποία έχουν ενταχθεί σε πόρισμα εξεταστικής Επιτροπής, βλ. σχετικά Μαυριά, Κοινοβουλευτικό Δίκαιο, ό. π., σ. 918-919.

[50] Άρθρο 5 του ν. 3126/2003 και άρθρο 155 ΚανΒ.

[51] Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο 3126/2003 και τον Κανονισμό της Βουλής, εάν η Ολομέλεια της Βουλής απορρίψει, ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτη (α. 5 παρ. 7 του ν. 3126/2003, πρβλ. και άρθρο 155 παρ. 10 του Κανονισμού της Βουλής «Αν η Βουλή αποφασίσει να μη συγκροτηθεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση άσκησης δίωξης στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά»). Περαιτέρω, Αν απορριφθεί το πόρισμα της επιτροπής, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση άσκησης δίωξης εναντίον του ίδιου προσώπου στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά (πρβλ. α. 6 παρ. 4 του ν. 3126/2003 και άρθρο 157 παρ. 5 του Κανονισμού της Βουλής). Σύμφωνα με τον Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, ό. π., σ. 525, αν ανακύψουν διαφορετικά περιστατικά, η Βουλή μπορεί να επανέλθει επί του ζητήματος. Για τη συνταγματικότητα των ισχυουσών διατάξεων βλ. Καϊδατζής Α., Θεοχάρη Α., «Αντισυνταγματικότητα του κανόνα της εφάπαξ υποβολής πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού», στο https://nomarchia.gr/wp-content/uploads/2025/03/KA%CE%AA%CE%94%CE%91%CE%A4%CE%96%CE%97%CE%A3-%CE%9D%CE%9F%CE%9C%CE%91%CE%A1%CE%A7%CE%99%CE%91-20-03-2025.pdf , 19.7.2024 (πρόσβαση: 3.4.2025).

[52] Άρθρο 86 παρ. 4 υποπαρ. 2 του Συντάγματος και άρθρο 8 του ν 3126/2003.

[53] Σχετικά, Βλαχόπουλος Σπ., «Η ποινική ευθύνη των Υπουργών», ΕΔΔΔΔ 1/2013, σ. 41-48, σ. 41.

[54] Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, ό. π., σ. 532.

[55] Βενιζέλος, «Η ποινική ευθύνη των υπουργών στο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στα aρχαικά και στα εξελιγμένα χαρακτηριστικά ενός κοινοβουλευτικού συστήματος», ό. π., σ. 34˙ Μαντζούφας Π., «Η σχέση πολιτικής και ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης», στο Μαντζούφας Π., Μαργαρίτης Λ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η ποινική ευθύνη των Υπουργών, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σ. 1-18 (9).

[56] Λοβέρδος Α., Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ. 120.

[57] Μαντζούφας, «Η σχέση πολιτικής και ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης», ό. π., σ. 18.

[58] Επίσης, καταργήθηκε ο θεσμός των κατηγόρων βουλευτών που προβλεπόταν στον εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο.

[59] Αντικείμενο δύο συνταγματικών αναθεωρήσεων, πέραν του άρθρου 86, έχουν τύχει επίσης οι εξής συνταγματικές διατάξεις: 21, 32, 38, 54, 57, 68, 79, 101.

[60] Έτσι Μποτόπουλος, «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 86», ό. π., σ. 7.

[61] Πρβλ. επί του ζητήματος, Δερβιτσιώτης Αλ., «Η αποσβεστική προθεσμία παρήλθε», ΕΔΔΔ 1/2013, σ. 34-40˙ Κατρούγκαλος Γ, «Η ποινική ευθύνη των Υπουργών και το ζήτημα της αποσβεστικής προθεσμίας», ΕΔΔΔ 1/2013, σ. 23-33˙ Καραβοκύρης Γ., «Το ερμηνευτικό ζήτημα του άρθρου 86 παρ.3 του Συντάγματος: ποινική ευθύνη υπουργών και αποσβεστική προθεσμία», στο https://www.constitutionalism.gr/wp-content/mgdata/pdf/karavokiris.pdf  (πρόσβαση: 3.4.2025).

[62] Αναφορικά με τυχόν δίωξη αδικημάτων, τα οποία σχετίζονται με το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, σημειώνεται ότι αυτό συνέβη την 28η Φεβρουαρίου 2023 και η επόμενη βουλευτική περίοδος εκκίνησε την 28η Μαΐου 2023 και διήρκεσε μία μέρα (ΙΘ΄ βουλευτική περίοδος, συγκλήθηκε στις 28.5.2023, εξέλεξε Προεδρείο στις 29.5.2023 και το π.δ. διάλυσης της Βουλής εκδόθηκε την ίδια μέρα, π.δ. 71/2023). Είχαμε έτσι, για δεύτερη φορά, μετά το 2012 (ΙΔ΄ βουλευτική περίοδος, συγκλήθηκε στις 17.5.2012, εξέλεξε Προεδρείο στις18.5.2012 και το π.δ. διάλυσης της Βουλής εκδόθηκε στις 19.5.2012, π.δ. 72/2012) εξαιρετικά βραχύβια βουλευτική περίοδο. Για το ζήτημα αν είναι επιτρεπτό η ποινική δίωξη σε βάρος του Υπουργού να λάβει χώρα μετά τη λήξη της επόμενης βουλευτικής περιόδου εκείνης κατά την οποία φέρεται να τελέστηκαν τα αξιόποινα αδικήματα, σε περίπτωση που η Βουλή δεν έχει συνέλθει ουσιαστικά στην πρώτη τακτική της σύνοδο, βλ., αναλυτικά, Ξηρό Α., «H ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών. Η προκαταρκτική εξέταση, η κατ’ εξαίρεση εμπλοκή της δικαιοσύνης, η εξάλειψη του αξιόποινου και η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος», στο https://www.constitutionalism.gr/i-poiniki-efthini-ton-melon-tis-kivernisis/ (πρόσβαση: 7.4.2025) με αναφορά στο βούλευμα 1/2014 του Δικαστικού Συμβουλίου και στην απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου 1/2015, η οποία τοποθετήθηκε θετικά στο ανωτέρω ερώτημα και επομένως ότι στην περίπτωση αυτή η αποσβεστική προθεσμία εξικνείται έως το πέρας της μεθεπόμενης περιόδου.

[63] Idem και Κοντιάδης Ξ., «Υπαρκτός ο κίνδυνος παραγραφής για το έγκλημα των Τεμπών», Εφημερίδα των Συντακτών, 15.2.2025.

[64] Βλαχόπουλος Σ., «Υπαρκτός ο κίνδυνος παραγραφής για το έγκλημα των Τεμπών», Εφημερίδα των Συντακτών, 15.2.2025˙ Δαγκλής, Ποινική ευθύνη Υπουργών, δογματική, συγκριτική και ιστορική προσέγγιση, ό.π., σ. 192 επ.˙ Τσιλιώτης Χ., «Σε περίπτωση παραπομπής υπουργού στο ακροατήριο και συνεχιζομένης αυτής της νομικής κατάστασης, ποία διάταξη θα εφαρμόζει το ποινικό δικαστήριο; Θα λάβει υπόψη του μόνο το αναθεωρημένο πριν την πράξη άρθρο 86 Σ ή την ευνοϊκότερη διάταξη που προανέφερα του νόμου περί ευθύνης Υπουργών;» στο https://www.syntagmawatch.gr/ask-a-question/se-periptvsh-parapomphs-ypourgou-sto-akroathrio/ , 26.7.2024 (πρόσβαση: 3.4.2025): «Η δε διάταξη του νόμου θα πρέπει να θεωρηθεί σιωπηρά καταργημένη με την συνταγματική αναθεώρηση, άλλως αντίθετη στο άρθρο 86 παρ. 3 Σ υπό την νέα του μορφή και κατά τούτο κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 Σ μη εφαρμοστέα από τα Δικαστήρια»˙ Κουτσούκος Ι., «Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος στο ζήτημα της αποσβεστικής προθεσμίας», στο https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/η-άμεση-εφαρμογή-του-συντάγματος-στο-ζ/#:~:text=Κουτσούκος%20αναλύει%20την%20εφαρμογή%20της%20κατάργησης%20της%20αποσβεστικής,2019%2C%20παρά%20τη%20μη%20τροποποίηση%20του%20ν.%203126%2F2003, 11.2.2025 (πρόσβαση: 3.4.2025) : «το καταργηθέν εδάφιο του α 86Σ και το ά. 3 παρ. 2 του ν. 3126/2003 έχουν την ίδια ρύθμιση. Ο νομοθέτης του 2019 την καταργεί από το σύνταγμα. Πρέπει να κάνουμε δεκτό ότι καταργείται νοηματικά και η ίδια ρύθμιση του ν. 3126/2003».

[65] Καϊδατζής Α., «Αποσβεστική προθεσμία για τη δίωξη υπουργικών αδικημάτων: η πονηρία της νομοθετικής αδράνειας», στο  https://nomarchia.gr/%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%83%ce%b2%ce%b5%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%b8%ce%b5%cf%83%ce%bc%ce%af%ce%b1-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7-%ce%b4%ce%af%cf%89%ce%be%ce%b7-%cf%85%cf%80/ (πρόσβαση: 3.4.2025).

[66] Μοροζίνης Ι., «Περί της φερόμενης σιωπηρής καταργήσεως του λόγου εξαλείψεως του αξιοποίνου πράξεων υπουργών κατά το άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3126/2003», NOVA CRIMINALIA No 22, Φεβρουάριος 2025, σ. 7-9 (8).

[67] Βενιζέλος Ευ., «Συνέντευξη Ευάγγελου Βενιζέλου στη Δήμητρα Κρουστάλλη για την εφημερίδα “Το Βήμα”», Το Βήμα, 23.3.2025.

[68] Καρράς Α., «Αναμόρφωση του θεσμού της ασυλίας των βουλευτών και του νόμου περί ευθύνης υπουργών», ΠοινΧρ 1994, σ. 577-584 (580).

[69] Δημητρόπουλος Α., «Η ποινική ευθύνη των Υπουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους», ΕΔΔΔΔ 1/2013, σ. 4-17 (7).

[70] Λοβέρδος, Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ό. π., σ. 87-88.

[71] Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., «Η έννοια των “υπουργικών” αδικημάτων κατά το άθρο 86 Συντ.», στο Μαντζούφας Π., Μαργαρίτης Λ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η ποινική ευθύνη των Υπουργών, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σ. 19-34, ιδίως σ. 25.

[72] Μποτόπουλος, «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 86», ό. π., σ. 25 με τις εκεί παρατιθέμενες παραπομπές.

[73] Σαρμάς Ι., «Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών αντιβαίνει ή όχι στην ισότητα στην ισότητα όλων των πολιτών;» στο https://www.syntagmawatch.gr/ask-a-question/o-nomos-peri-efthynis-ypourgon-antivainei-i-oxi-stin-isotita-olon-ton-politon/ , 5.8.2019 (πρόσβαση: 3.4.2025).

[74] Δαγκλής, Ποινική ευθύνη Υπουργών, ό. π., σ. 143-144.

[75] Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Η έννοια των “υπουργικών” αδικημάτων κατά το άρθρο 86 Συντ.», ό. π., σ. 20.

[76] Ibid., σ. 21.

[77] Δικαστής Jackson J., dissenting, σ. 14.

[78] Μποτόπουλος, ό. π., σ. 25.

[79] ΕΔΔΑ, Μπακογιάννη κατά Ελλάδας, 12.12.2022, Βλ. σχετικά και Χρήστου, ό. π., σ. 18-19.

[80] Αναφορικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα γίνεται δεκτό ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη περί υπουργικής ευθύνης Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό, π., σ. 673. Πρβλ. και ΣυμβΕιδ Δικ 1/2011.

[81] Άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 3126/2003: «Η Απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης πρέπει να καθορίζει και να εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει και λειτουργεί ως άρση της ασυλίας, εάν ο Υπουργός έχει και τη βουλευτική ιδιότητα». Βενιζέλος Ευ., «Σχεδίασμα για την αναθεώρηση του άρθρυ 86 του Συντάγματος 1975/1986 και τη ρυθμιση της ποινικής ευθύνης των Υπουργών», στο Μανωλεδάκης Ι.Ε., Βενιζέλος Ε.Β., Η ποινική ευθύνη των Υπουργών μειονεκτήματα της ισχύουσας ρύθμισης- προτάσεις για την τροποποίησή της, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1993, σ. 48-63, σ. 56 και του ίδιου, «Συνέντευξη Ευάγγελου Βενιζέλου στη Δήμητρα Κρουστάλλη για την εφημερίδα “Το Βήμα”», ό. π.

[82] Παπασπύρου Ν., «Ασυλίες και πολιτικό σύστημα», Τα Νέα, 19 Απριλίου 2019.

[83] ΕΔΔΑ, Μπακογιάννη κατά Ελλάδας, ό. π.

[84] Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, ό. π., σ. 491.

[85] Παπασπύρου Ν., «Η φυσιογνωμία της αναθεώρησης του 2019», ΕφημΔΔ 6/2021, σ. 759-764 (762).

[86] Όπως παρατηρεί ο Κ. Γιαννακόπουλος, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 44, στις περιπτώσεις εκείνες που το Σύνταγμα εμφανίζει ασάφειες (ή αντιφάσεις) «ο απροϋπόθετος πολιτικός ανταγωνισμός επιβιώνει αναπόδραστα, ως έναν βαθμό, μέσα από τη συνταγματική ερμηνεία στην οποία προβαίνει κάθε εφαρμοστής του Συντάγματος».

[87] Παπασπύρου N., «Υπουργοί και Ισονομία», Τα Νέα, 21.12.2022.

[88] Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, ό. π., σ. 350-351.

[89] Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, ό. π., σ. 492.

[90] Idem.

[91] Αλιβιζάτος Ν. «Ένα Ανήθικο Προνόμιο», Η Καθημερινή, 10.5.2009˙ Βλαχόπουλος Σ., «Ποινική ευθύνη υπουργών: “Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι”», Το Βήμα της Κυριακής, 7.4.2024, Βλ. επίσης και την πρόταση Βλαχόπουλου, «Η ποινική ευθύνη των Υπουργών», ό. π., σ. 48 για την ανάθεση της αρμοδιότητας άσκησης δίωξης στην τακτική δικαιοσύνη σε ανώτερους εισαγγελικούς λειτουργούς ή ακόμη και σε ένα συλλογικό όργανο˙ Σωτηρέλης Γ. «Βασικές προτεραιότητες μιας στοχευμένης συνταγματικής αναθεώρησης», δημοσιευμένο σε: constitutionalism.gr.

[92] Σαρμάς Ι., «Ποιον προστατεύει το άρθρο 86 του Συντάγματος;»,Το Βήμα, 31.3.2025.

[93] Έτσι και Παπασπύρου Ν. σε Συνέντευξη τύπου Τετάρτη 5.6.2024 και ώρα 13:30 με θέμα: «Το αίτημα 1.500.000 πολιτών για την τροποποίηση της ποινικής ευθύνης Υπουργών και της βουλευτικής ασυλίας»˙ του ίδιου, «Το Άρθρο 86 υπό μεταρρύθμιση», parapolitika.gr 26.3.2025 και Χρήστου Β., στην επιστημονική ημερίδα των «Ανεξάρτητων Φοιτητών» της Νομικής Αθήνας, με θέμα τη συνταγματική αναθεώρηση (21.03.2025).

[94] Έτσι Παπασπύρου, «Η φυσιογνωμία της αναθεώρησης του 2019», ό. π. , σ. 762.

[95] Οι αρμοδιότητες του Επιστημονικού Συμβουλίου διατυπώνονται λεπτομερώς τόσο στον Κανονισμό της Βουλής Άρθρο 161 παρ. 4 ΚανΒ όσο και στον εσωτερικό κανονισμό της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής Άρθρο 1 παρ. 1 του Εσωτερικού Κανονισμού της Επιστημονικής Υπηρεσίας (ΦΕΚ Β΄ 1745/2009).

[96] Άρθρο 1 παρ. 2 του Εσωτερικού Κανονισμού της Επιστημονικής Υπηρεσίας.

[97] Γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου της 5.2.2015, βλ. Πρακτικά Βουλής, Περίοδος ΙΣΤ΄, Σύνοδος Α΄, Συνεδρίαση Α΄, 5.2.2015.

[98] Γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου της 26.1.1992 δημοσιευμένη σε ΤοΣ, 1992 σ. 273-277.

[99] Βλ. αναλυτικά για τις γνωμοδοτήσεις του Επιστημονικού Συμβουλίου και παράθεση των σχετικών χωρίων σε Μαυριάς, Κοινοβουλευτικό Δίκαιο, ό. π., σ. 911 επ.

[100] Βλ. τη γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Επιστημονικού Συμβουλίου τα Βουλής (Πρακτικό της 23ης Ιουλίου 2010 επί ερωτήματος του Προέδρου της Βουλής), καθώς και τις μεταγενέστερες συναφείς γνωμοδοτήσεις (Πρακτικά της 24ης Μαΐου 2011 και της 4ης Φεβρουαρίου 2013).

[101] Το σχετικό αποδεικτικό υλικό περιέρχεται σε γνώση των λοιπών βουλευτών, μετά την κατάθεσή του, μαζί με το πόρισμα της Επιτροπής στον Πρόεδρο της Βουλής και την ανακοίνωσή τους στη Βουλή (Γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής επί ερωτήματος του Πρόεδρου της Βουλής, Πρακτικό της 28ης Νοεμβρίου 2012). Στο εν λόγω πρακτικό τονίστηκε επίσης ότι σε περίπτωση «κατά την οποία έχουν διαβιβαστεί στη Βουλή στοιχεία (δικογραφία) κατά το άρθρο 86 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο του Συντάγματος και έχει γίνει σχετική ανακοίνωση στην Ολομέλεια της Βουλής κατά το άρθρο 153 παρ. 2 του Κανονισμού της Βουλής, οι βουλευτές δύνανται να λαμβάνουν γνώση των στοιχείων αυτών στον οικείο προς τον σκοπό αυτό διατιθέμενο χώρο της Βουλής. Η πρόσβαση στα στοιχεία αυτά αποτελεί δικαίωμα κάθε Βουλευτή, προκειμένου να σχηματίσει γνώμη σχετικά».

[102] Γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής της 28ης Φεβρουαρίου 2020.

[103] Idem.

[104] Γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής επί ερωτήματος του Προέδρου της (Πρακτικό της 15ης Ιουνίου 2020).

[105] Θα μπορούσε να γίνεται δημοσίευση στην ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων και στην κοινοβουλευτική διαφάνεια.

[106] Πρόκειται για την υπ’αρ.πρωτ.1/18.03.2025 επιστολή του κ. Χρήστου Τριαντόπουλου προς τον Πρόεδρο της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, για την ενδεχομένη τέλεση του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος (αρθρο 259 ΠΚ). Η πρόταση είχε υποστηριχθεί σε ουδέτερο χρόνο από μέρος της θεωρίας Αλιβιζάτος Ν., «Τέμπη: Υπάρχει λύση για να εκτονωθεί η ένταση», Η Καθημερινή, 9.2.2025, υπό την προϋπόθεση συναίνεσης όλων των κομμάτων.

[107] Αλιβιζάτος Ν., «Ενστάσεων αντίκρουση», Η Καθημερινή, 20.3.2025˙ του ίδιου, «Το Σύνταγμα δεν είναι Πολιτική Δικονομία», Η Καθημερινή, 30.3.2025˙ Βενιζέλος, «Συνέντευξη Ευάγγελου Βενιζέλου στη Δήμητρα Κρουστάλλη για την εφημερίδα “Το Βήμα”», ό. π.˙ του ίδιου, «Οι ποινικές διατάξεις του Συντάγματος και το κράτος δικαίου», Η Καθημερινή, 6.4.2025˙ Ανθόπουλος Χ., «Καταστρατήγηση του Συντάγματος», Τα Νέα, 20.3.2025˙ Βλαχόπουλος Σ., «Να αναθεωρήσουμε ή να κάνουμε skip το Σύνταγμα;», Η Καθημερινή, 23.3.2025˙ Καϊδατζής Α., «Εκ του πονηρού η πρόταση, γεννά ακυρότητα», στο https://www.constitutionalism.gr/ek-tou-ponirou-i-protasi-genna-akirotita/  (πρόσβαση: 3.4.2025)˙ Καραμπατζός Α., «Η πραγματική πράξη γενναιότητας», Τα Νέα, 22-23.3.2025˙ Κοντιάδης Ξ., «Δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να μη γίνει η Προανακριτική – Τεράστιας σημασίας το έργο της», Η Αυγή, 20.3.2025˙ Λαζαράτος Π., «Κατάχρηση εξουσίας η παράκαμψη της Προανακριτικής», Η Ναυτεμπορική, 20.3.2025˙ Μποτόπουλος Κ., «Άρθρο 86 και «δίωξη Τριαντόπουλου» στο https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/arthro-86-kai-diwxi-triantopoulou/ (πρόσβαση: 7.4.2025)˙ Ξηρός, «H ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών. Η προκαταρκτική εξέταση, η κατ’ εξαίρεση εμπλοκή της δικαιοσύνης, η εξάλειψη του αξιόποινου και η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος», ό. π.˙ Παπασπύρου Ν., «Πολλαπλώς προβληματική», Τα Νέα, 19.3.2025˙ Τσιλιώτης Χ., «Η fast track διαδικασία άσκησης ποινικής δίωξης κατά πρώην Υφυπουργού χωρίς την ουσιαστική συνεδρίαση της ειδικής Επιτροπής των άρθρων 86 παρ. 3 Σ και 157 ΚτΒ ως νέα απόπειρα εργαλειοποίησης του Συντάγματος», στο https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/h-fast-track-diadikasia-askhshs-poinikhs-diwkshs-kata-prwhn-yfypoyrgoy/ (πρόσβαση: 3.4.2025)˙ Χρήστου Β., «Γιατί ενοχλεί και υπονομεύεται η Βουλή», Τα Νέα, 22.3.2025˙ Σανιδάς Γ., «Περί του αιτήματος του υφυπουργού Τριαντόπουλου», Η Καθημερινή, 27.3.2025˙ Σπυρόπουλος Φ., «Η απόφαση της Βουλής και η επιτροπή», Η Καθημερινή, 20.3.2025.

[108] Η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για την ενδεχόμενη τέλεση του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 3-3-2023 και 6-3-2023 από τον πρώην Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ, κ. Χρήστο Τριαντόπουλο, κατά την άσκηση των καθηκόντων του συνεδρίασε συνολικά 4 φορές 18.3.2025: Εκλογή προεδρείου, 20.3.2025: Συζήτηση επί διαδικαστικών θεμάτων, καθώς και επί της υπ’αρ.πρωτ.1/18.03.2025 επιστολής του κ. Χρήστου Τριαντόπουλου και λήψη απόφασης επ’ αυτών, 28.3.2025: α) Παροχή εξηγήσεων χωρίς όρκο κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον πρώην Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ, κ. Χρήστο Τριαντόπουλο. β) Συζήτηση και λήψη απόφασης επί αποδεικτικών μέσων και επί λοιπών διαδικαστικών θεμάτων και 7.4.2025: Συζήτηση και έγκριση του πορίσματος της Επιτροπής). Σημειώνεται, ενδεικτικά, ότι όπως προκύπτει από τα πορίσματα των Ειδικών Επιτροπών προκαταρκτικής εξέτασης στο https://www.hellenicparliament.gr/Koinovouleftikes-Epitropes/ektheseis?search=on&commissionType=59b8c6aa-ca8a-4da0-8b39-a190bcd7533d  (πρόσβαση: 7.4.2025), η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με τη διερεύνηση αδικημάτων που τυχόν έχουν τελεσθεί από τον πρώην Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Δημήτριο Παπαγγελόπουλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του προέβη σε συνολικά 64 συνεδριάσεις, η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με τη διερεύνηση αδικημάτων που τυχόν έχουν τελεσθεί από τον πρώην Υπουργό κ. Νικόλαο Παππά κατά την άσκηση των καθηκόντων του σε 17 συνεδριάσεις και η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής που λήφθηκε κατά τη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018 σχετικά με την υπόθεση NOVARTIS σε 10 συνεδριάσεις.

[109] Διαθέσιμο στο https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/510129c4-d278-40e7-8009-e77fc230adef/%CE%A0%CF%8C%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%B1_07.04.2025.pdf  (πρόσβαση 7.4.2025) σελ. 48 «Η Επιτροπή καταλήγει στο (…) συμπέρασμα, ανεξαρτήτως της βούλησης του ιδίου να οδηγηθεί το συντομότερο δυνατό στον φυσικό δικαστή. Ανεξαρτήτως αυτού, η Επιτροπή προτείνει την άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (αρ. 259 ΠΚ) αποκλειστικά και μόνο από το συγκεντρωθέν αποδεικτικό υλικό και τις εκδοθείσες Εισαγγελικές Διατάξεις».

[110] Σημειώνεται ότι η Επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα πρωτοδικών όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση και μπορεί να αναθέτει σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών την ενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών με το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης και ότι το πόρισμα της Επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει ιδίως τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προέκυψαν κατά την προκαταρκτική εξέταση, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και σαφή πρόταση για την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης (άρθρο 5 παρ. 5 και 6 του ν. 3126/2003 και άρθρο 156 παρ. 4 και 5 του ΚανΒ).

[111] Όπως παρατηρεί ο Βενιζέλος Ευ., Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 120, υφίσταται μία λεπτή διάκριση ανάμεσα στον [δικαστικό] έλεγχο συνταγματικότητας και τη [δικαστική] εφαρμογή του Συντάγματος μέσω του ελέγχου. Η δεύτερη έννοια, αποδίδει την περίπτωση ελέγχου πραγματικών καταστάσεων, με κριτήριο τη συνταγματική διάταξη και χωρίς την παρεμβολή άλλου κανόνα δικαίου.

[112] Βλ., σχετικά, Troper M., «Le problème de 1’interprétation et la théorie de la supralégalitë constitutionnelle», στο Waline M. (avant-propos), Recueil d’études en hommage à Charles Eisenmann, éd. Cujas, Paris 1975, σ. 133-151 (148 επ.).

[113] « Vous avez juridiquement tort car vous êtes politiquement minoritaires », Cohen Tanugi L., Le droit sans l état, nouvelle édition, PUF, Paris 2007, σ. 111.

[114] Βενιζέλος, «Η ποινική ευθύνη των υπουργών στο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στα aρχαϊκά και στα εξελιγμένα χαρακτηριστικά ενός κοινοβουλευτικού συστήματος», ό. π., σ. 32.

[115] Βλαχόπουλος, «Η ποινική ευθύνη των Υπουργών», ό. π., σ. 45.

[116] Μποτόπουλος Κ., «”Τραμπ εναντίον Ηνωμένων Πολιτειών”: η κατάλυση του Κράτους Δικαίου», στο https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/trump-enantion-hnwmenwn-politeiwn/ , 9.7.2024, σ. 4-7 (πρόσβαση: 3.4.2025).

[117] Δικαστής Jackson J., dissenting, σ. 14 της απόφασης.

[118] Δικαστής Sotomayor S., dissenting, σ. 29-30 της απόφασης.

[119] Αναφερόμαστε στα ζητήματα που εμφανίστηκαν κατά την περίοδο 1989-1995 βλ. Βενιζέλο Ευ., Το αναθεωρητικό κεκτημένο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 288 επ.

[120] Επί του θέματος, η Β. Χρήστου, στην επιστημονική ημερίδα των «Ανεξάρτητων Φοιτητών» της Νομικής Αθήνας, με θέμα τη συνταγματική αναθεώρηση (21.03.2025), εισηγήθηκε την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας (κλήση μαρτύρων και την παραγγελία αποδείξεων) κατά τη λειτουργία της επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης του άρθρου 86 του Συντάγματος. Βλ. επίσης, Μακροπούλου Γ., Η Κοινοβουλευτική μειοψηφία, θεσμική κατοχύρωση, ιστορική εξέλιξη και σύγχρονες διαστάσεις, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2024, σ. 611: «ίσως, είναι σκόπιμο να παύσουμε να αναζητούμε και να δημιουργούμε περαιτέρω θεσμικά αντίβαρα εκτός Κοινοβουλίου, εάν δεν εξαντλήσουμε πρώτα τις ήδη ισχύουσες θεσμικές δυνατότητες, κατοχυρώνοντας ουσιαστική ισοτιμία ευκαιριών μεταξύ των κοινοβουλευτικών ομάδων, ιδίως όσον αφορά τις παραμέτρους του καθορισμού της διάταξης των κοινοβουλευτικών εργασιών, νομοθετικών και ελεγκτικών, σε Ολομέλεια και επιτροπές».

+ posts

Η Δάφνη Ακουμιανάκη είναι Διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Paris 1 Panthéon Sorbonne και εκπονεί μεταδιδακτορική έρευνα στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως επιστημονική συνεργάτιδα στο Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής και είναι μέλος ΣΕΠ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Αρθρογραφεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά στο πεδίο του δημοσίου και του ευρωπαϊκού δικαίου.

Μετάβαση στο περιεχόμενο