Το άρθρο 86 του Συντάγματος ρυθμίζει κατά τρόπο προνομιακό, κατά παρέκκλιση όσων ισχύουν γενικά, την ποινική ευθύνη των υπουργών. Η ρύθμιση έχει δύο κύριες όψεις. Πρώτον, την απόφαση για το αν θα ασκηθεί ποινική δίωξη κατά μέλους της Κυβέρνησης ή υφυπουργού για αδίκημα που τέλεσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του δεν την παίρνει εισαγγελέας, αλλά η Βουλή. Και, δεύτερον, εάν ασκηθεί δίωξη, το αδίκημα δεν εκδικάζεται από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, αλλά από ειδικό δικαστήριο που συγκροτείται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς. Το προνόμιο του άρθρου 86 είναι αμιγώς δικονομικό. Αφορά αποκλειστικά την ποινική διαδικασία και όχι το αν ο υπουργός έχει ή δεν έχει ποινική ευθύνη, κάτι που κρίνεται βάσει των κοινών κανόνων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου[1].
Η συνταγματική ρύθμιση συμπληρώνεται –ακριβέστερα: εξειδικεύεται– στο κοινό δίκαιο με τις διατάξεις του εκτελεστικού του άρθρου 86 νόμου περί ευθύνης υπουργών και του σχετικού κεφαλαίου του Κανονισμού της Βουλής. Ο εκτελεστικός νόμος και ο Κανονισμός της Βουλής περιέχουν δύο διατάξεις που φαίνεται να διευρύνουν το υπουργικό προνόμιο πέραν όσων απαιτεί το άρθρο 86 του Συντάγματος. Πρόκειται για τις διατάξεις που απαγορεύουν να υποβληθεί νέα πρόταση για την άσκηση δίωξης κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις σε περίπτωση που όμοια πρόταση απορρίφθηκε από τη Βουλή, είτε ευθύς μετά την υποβολή της, ως προδήλως αβάσιμη, είτε μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή. Στη μελέτη αυτή υποστηρίζουμε ότι, εάν οι συγκεκριμένες διατάξεις εκληφθούν με την έννοια πως το απαράδεκτο της υποβολής νέας πρότασης είναι απόλυτο και, άρα, η απόρριψη υποβληθείσας πρότασης συνεπάγεται σε κάθε περίπτωση την αμετάκλητη απαλλαγή υπουργού από την ποινική ευθύνη για τις πράξεις που του αποδίδονται, είναι αντισυνταγματικές κατά το ότι δεν καλύπτονται από το δικονομικό προνόμιο του άρθρου 86 και αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας. Ο εκτελεστικός του άρθρου 86 νομοθέτης οφείλει να καταργήσει τις δύο διατάξεις, προκειμένου να εναρμονιστεί με όσα προβλέπονται στους κοινούς δικονομικούς κανόνες. Μέχρι να συμβεί αυτό, οι διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται με την έννοια ότι δεν κωλύεται η υποβολή νέας πρότασης για την άσκηση δίωξης κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις, εφόσον γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών ή στοιχείων που δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης.
Το δικονομικό προνόμιο του άρθρου 86
Το άρθρο 86 του Συντάγματος απονέμει στη Βουλή την αποκλειστική αρμοδιότητα για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά μελών της Κυβέρνησης ή υφυπουργών για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (παρ. 1). Η κοινοβουλευτική διαδικασία διαρθρώνεται σε δυο στάδια. Το πρώτο στάδιο εκκινεί με την πρόταση για άσκηση δίωξης που υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές, επί της οποίας η Βουλή αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή έχει, περιοριστικά, δύο επιλογές: είτε απορρίπτει την πρόταση ως προδήλως αβάσιμη είτε την κάνει δεκτή και συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (παρ. 3, εδ. α΄-β΄). Εάν η Βουλή αποφασίσει να συγκροτήσει τέτοιαν επιτροπή, ακολουθεί το δεύτερο στάδιο. Η επιτροπή συντάσσει πόρισμα επί της πρότασης για την άσκηση δίωξης και αυτό εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει, ομοίως με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, για την άσκηση ή μη της δίωξης (παρ. 3, εδ. γ΄-δ΄). Εάν η Βουλή αποφασίσει την άσκηση δίωξης, ακολουθεί η δικαστική διαδικασία και η υπόθεση εκδικάζεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 (παρ. 4).
Το Σύνταγμα δεν προβλέπει κάτι άλλο ουσιώδες για την ενώπιον της Βουλής διαδικασία, αλλά επιφυλάσσεται υπέρ του εκτελεστικού νόμου (παρ. 1: «όπως νόμος ορίζει»), στην έννοια του οποίου πρέπει να θεωρήσουμε πως υπάγεται, για τα θέματα του άρθρου 65, παρ. 1,, και ο Κανονισμός της Βουλής. Ήδη πάντως από τις συνταγματικές ρυθμίσεις του άρθρου 86 μπορούμε να συναγάγουμε ένα πρώτο συμπέρασμα: η Βουλή ασκεί βεβαίως εν προκειμένω δικαστική αρμοδιότητα, όμως κατά την ενάσκησή της δεν καθίσταται δικαστικό όργανο. Σ’ αυτά τα δύο πρώτα στάδια, μέχρι την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης, η διαδικασία παραμένει αμιγώς κοινοβουλευτική. Οι βουλευτές αποφασίζουν, δηλαδή ψηφίζουν επί της πρότασης (στο πρώτο στάδιο) ή επί του πορίσματος της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής (στο δεύτερο στάδιο) κατά συνείδηση σύμφωνα με το άρθρο 60, παρ. 1 ,του Συντάγματος. «Κατά συνείδηση» σημαίνει ότι δεν αποφασίζουν απαραιτήτως, και πάντως όχι αποκλειστικά, κατά το νόμο, αλλά συνεκτιμώντας και πολιτικές σκοπιμότητες. Στην πράξη, τα μέλη της κάθε κοινοβουλευτικής ομάδας ψηφίζουν συνήθως en bloc, στη βάση ορισμένης κομματικής γραμμής. Η απόφαση της Βουλής, τόσο στο πρώτο στάδιο επί της πρότασης όσο και στο δεύτερο στάδιο επί του πορίσματος της επιτροπής, παραμένει μια (πολιτική) απόφαση, δεν καθίσταται (δικανική) κρίση. Σ’ αυτό, άλλωστε, συνίσταται και η ουσία του δικονομικού προνομίου του άρθρου 86: η απόφαση για την άσκηση δίωξης κατά υπουργού ανατίθεται σε πολιτικό όργανο, ακριβώς προκειμένου να λαμβάνεται βάσει όχι αποκλειστικά νομικών, αλλά και πολιτικών κριτηρίων.
Η διεύρυνση του προνομίου στην εκτελεστική του άρθρου 86 νομοθεσία
Εκτελεστική του άρθρου 86 του Συντάγματος νομοθεσία είναι, αφενός, ο νόμος 3126/2003 «Ποινική ευθύνη των Υπουργών» (Α΄ 66) και, αφετέρου, το κεφάλαιο ΣΤ΄ (άρθρα 153-158), με τίτλο «Παραπομπή σε δίκη των μελών της Κυβέρνησης, των Υφυπουργών και του Προέδρου της Δημοκρατίας», του Τέταρτου Μέρους του Κανονισμού της Βουλής. Κατά το μέρος που αφορούν την οργάνωση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας –τα δύο πρώτα στάδια στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω– οι διατάξεις του νόμου και του Κανονισμού κατά βάση ταυτίζονται.
Η εκτελεστική νομοθεσία περιέχει δύο κατηγορίες διατάξεων: αφενός, διατάξεις που εξειδικεύουν και διευκρινίζουν τις συνταγματικές ρυθμίσεις και, αφετέρου, διατάξεις που τις συμπληρώνουν με πρωτότυπες ρυθμίσεις. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν, για παράδειγμα, η διάταξη του άρθρου 5, παρ. 1, του ν. 3126/2003 και η, κατ’ ουσίαν όμοια, του άρθρου 154, παρ. 3, εδ. α΄, ΚτΒ, σύμφωνα με τις οποίες η πρόταση για την άσκηση δίωξης πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια τις αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις που αποδίδονται στον υπουργό και να μνημονεύει τις διατάξεις που παραβιάστηκαν[2]. Ομοίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5, παρ. 5, του νόμου και 156, παρ. 5, ΚτΒ, το πόρισμα της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει ιδίως τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προέκυψαν κατά την προκαταρκτική εξέταση, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και σαφή πρόταση για την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης. Οι διατάξεις αυτής της κατηγορίας περιέχουν αναγκαίες και εν πολλοίς αυτονόητες ρυθμίσεις, που αποσαφηνίζουν το κανονιστικό περιεχόμενο των συνταγματικών ρυθμίσεων ενόψει γενικών αρχών του δικαίου. Κατά τούτο, αποτελούν αναγκαίο παρακολούθημα των διατάξεων του άρθρου 86 του Συντάγματος, του οποίου συνιστούν «εκτέλεση» με την πιο στενή και κυριολεκτική σημασία του όρου.
Από την άλλη, στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν διατάξεις που δεν απορρέουν κατ’ ανάγκην από το άρθρο 86, αλλά συνιστούν πρωτότυπες επιλογές του εκτελεστικού νομοθέτη. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, οι διατάξεις των άρθρων 5, παρ. 2-3, του νόμου και 155, παρ. 3-5, ΚτΒ, σύμφωνα με τις οποίες, μετά την υποβολή πρότασης για την άσκηση δίωξης, η Βουλή έχει τη δυνατότητα να αναθέσει σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο, που συγκροτείται από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς εφετών, τον νομικό έλεγχο των στοιχείων της κατηγορίας και την αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητάς τους[3]. Οι διατάξεις αυτής της κατηγορίας οφείλουν να εναρμονίζονται με το κανονιστικό περιεχόμενο των συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 86. Το τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο δεν θίγει τη συνταγματικά απονεμημένη αρμοδιότητα της Βουλής, αλλά απλώς την υποστηρίζει, εμπλουτίζοντας τη διαδικασία με ένα προαιρετικό στάδιο μη δεσμευτικής νομικής αξιολόγησης της κατηγορίας.
Σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία διατάξεων της εκτελεστικής νομοθεσίας περιλαμβάνονται και δύο διατάξεις για τις έννομες συνέπειες, αφενός, της απόρριψης της πρότασης για άσκηση δίωξης, στο πρώτο στάδιο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, και αφετέρου, της απόφασης να μην ασκηθεί δίωξη, στο δεύτερο στάδιο. Η πρώτη διάταξη είναι αυτή του άρθρου 5, παρ. 7, του ν. 3126/2003 (και η, κατ’ ουσίαν όμοια, του άρθρου 155, παρ. 10, ΚτΒ): «Εάν η Ολομέλεια της Βουλής απορρίψει … ως προδήλως αβάσιμη την πρόταση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτη»[4]. Η δεύτερη διάταξη είναι του άρθρου 6, παρ. 4, του νόμου (και η, κατ’ ουσίαν όμοια, του άρθρου 157, παρ. 5, εδ. α΄, ΚτΒ): «Μετά την … απόρριψη από την Ολομέλεια της Βουλής της πρότασης για την άσκηση ποινικής δίωξης, νέα πρόταση που αφορά τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες πράξεις, έστω και με διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό, είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτη»[5]. Οι δύο διατάξεις προβλέπουν την ίδια έννομη συνέπεια. Σε περίπτωση που πρόταση για την άσκηση δίωξης απορριφθεί από τη Βουλή, είτε ευθύς μετά την υποβολή της ως προδήλως αβάσιμη είτε μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, απαγορεύεται εφεξής να υποβληθεί νέα πρόταση για την άσκηση δίωξης κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις –ή, με άλλη διατύπωση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά. Με τις διατάξεις αυτές ο εκτελεστικός νομοθέτης θέτει τον κανόνα της εφάπαξ υποβολής πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού.
Ο κανόνας αυτός δεν προβλέπεται στο άρθρο 86 του Συντάγματος ούτε μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά από αυτό. Η παρ. 3 ορίζει απλώς ότι πρόταση υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές και επ’ αυτής αποφασίζει η Βουλή, η οποία μπορεί να την απορρίψει είτε ευθύς μετά την υποβολή της είτε μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Το Σύνταγμα δεν συνδέει την υποβολή της πρότασης με οποιαδήποτε έννομη συνέπεια ούτε προβλέπει οτιδήποτε για το ενδεχόμενο υποβολής νέας πρότασης μετά την απόρριψη υποβληθείσας. Εάν ο εκτελεστικός νομοθέτης δεν είχε θεσπίσει τον κανόνα της εφάπαξ υποβολής, μπορούμε ευλόγως να υποθέσουμε ότι θα ίσχυαν, προφανώς αναλογικά, οι κανόνες της κοινής δικονομικής νομοθεσίας.
Οι κανόνες αυτοί τυποποιούνται στο άρθρο 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σύμφωνα μ’ αυτό, ο εισαγγελέας μπορεί καταρχάς, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφασή του, να θέσει στο αρχείο μήνυση ή αναφορά που δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (παρ. 3). Μπορεί επίσης να θέσει στο αρχείο την υπόθεση, αν μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί ποινική δίωξη –αν και, στην περίπτωση αυτή, ο εισαγγελέας εφετών έχει τη δυνατότητα, εάν διαφωνεί, να παραγγείλει είτε τη συμπλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης είτε την άσκηση ποινικής δίωξης (παρ. 4). Σε κάθε περίπτωση, ο εισαγγελέας μπορεί να ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο, όταν αναφαίνονται νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία ή γίνεται επίκλησή τους, τα οποία δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης (παρ. 6).
Σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής δικονομικής νομοθεσίας, η αρχειοθέτηση μήνυσης ή αναφοράς, είτε χωρίς τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης είτε μετά το πέρας της, περιβάλλεται από μια σειρά δικαιοκρατικών εγγυήσεων: α) Ενεργείται, μετά από δικανική αξιολόγηση και κρίση, με αιτιολογημένη απόφαση εισαγγελικού λειτουργού, δηλαδή προσώπου εξοπλισμένου με εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. β) Ειδικά στην περίπτωση που έχει διενεργηθεί προκαταρκτική ανάκριση, η πράξη αρχειοθέτησης ελέγχεται από εισαγγελικό λειτουργό ανώτερου βαθμού. γ) Κυρίως, η αρχειοθέτηση δεν επιφέρει αμετάκλητη απαλλαγή από ποινική ευθύνη, αλλά η υπόθεση μπορεί να ανασυρθεί από το αρχείο, εφόσον, προκειμένου να διασφαλίζεται και η αρχή ne bis in idem, γίνει επίκληση ή αναφανούν νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέτασή της. Υπό την έννοια αυτή, η πράξη αρχειοθέτησης παράγει ένα αποτέλεσμα που μπορεί να αποκληθεί οιονεί προσωρινό δεδικασμένο[6].
Οι εγγυήσεις αυτές δεν συντρέχουν όταν κατηγορείται υπουργός. Ειδικότερα, α) Η απόρριψη της πρότασης για την άσκηση δίωξης, είτε ευθύς μετά την υποβολή της είτε μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ενεργείται χωρίς να προηγηθεί δικανική κρίση, από ένα πολιτικό όργανο, τη Βουλή, τα μέλη της οποίας διαθέτουν βεβαίως ανεξαρτησία, αλλά όχι αμεροληψία –το ακριβώς αντίθετο: οι βουλευτές κατά κανόνα ψηφίζουν υπέρ της δίωξης πολιτικών αντιπάλων και κατά της δίωξης πολιτικών φίλων[7]. β) Η απόφαση της Βουλής είναι σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή κι αν δεν προηγήθηκε προκαταρκτική εξέταση, ανέλεγκτη. γ) Κυρίως, οι κανόνες που τίθενται με τα άρθρα 5, παρ. 7, και 6, παρ. 4, του ν. 3126/2003 (και 155, παρ. 10, και 157, παρ. 5, ΚτΒ) για την εφάπαξ υποβολή της πρότασης δεν είναι καθόλου σαφές αν επιτρέπουν να «ανασυρθεί» η υπόθεση, σε περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων κατηγορήθηκε υπουργός συμπληρωθούν με νέα ή με νέα αποδεικτικά στοιχεία.
Θα μπορούσε βεβαίως να υποστηριχθεί πως, παρά τη σιωπή του εκτελεστικού νομοθέτη, οι διατάξεις αυτές μπορούν να ερμηνευτούν με την έννοια πως νέα πρόταση κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις μπορεί να υποβληθεί, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 43, παρ. 6, Κ.Π.Δ., σε περίπτωση που γίνεται επίκληση νέων (συμπληρωματικών) πραγματικών περιστατικών ή νέων αποδεικτικών στοιχείων που δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης[8]. Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, κάθε άλλο παρά προφανής είναι. Καταρχάς, εάν γίνει δεκτή, εάν δηλαδή καταλήγουμε ούτως ή άλλως κατ’ αποτέλεσμα στην αναλογική εφαρμογή του άρθρου 43, παρ. 6, Κ.Π.Δ., είναι ασαφές τί ακριβώς εξυπηρετούν οι συγκεκριμένες διατάξεις της εκτελεστικής νομοθεσίας: θα μπορούσαν κάλλιστα να λείπουν και το ερμηνευτικό αποτέλεσμα θα ήταν ακριβώς το ίδιο. Περαιτέρω, τίθεται ένα καθόλου αμελητέο διαδικαστικό ζήτημα: ποιος θα κρίνει αν η νέα πρόταση επικαλείται πράγματι νέα περιστατικά ή στοιχεία ή –κι αυτό είναι μια διαφορετική κρίση– αν τα επικαλούμενα νέα περιστατικά ή στοιχεία είναι τέτοια που δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης (και όχι τελείως επουσιώδη ή προσχηματικά); Το προεδρείο της Βουλής, που θα αποφασίσει αν η νέα πρόταση θα εισαχθεί προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια; Ή μήπως η ίδια η Ολομέλεια, στην οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εισαχθεί η νέα πρόταση; Στην πρώτη περίπτωση έχουμε συνταγματικό πρόβλημα, καθώς ανατίθεται εισαγγελική εξουσία σε ένα όργανο της Βουλής, το προεδρείο της, στο οποίο το άρθρο 86 δεν αναθέτει καμία τέτοια εξουσία. Η παρ. 3 αναθέτει καθήκοντα εισαγγελέα στην Ολομέλεια και προανακριτικού οργάνου στην ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, εάν συγκροτηθεί τέτοια. Πέραν αυτών, κανένα άλλο όργανο της Βουλής δεν επιτρέπεται να ασκεί ποινική εξουσία. Στη δεύτερη περίπτωση καταλήγουμε σε absurdum. Εάν νέα πρόταση εισάγεται σε κάθε περίπτωση προς συζήτηση στη Βουλή, τότε οι επίμαχες διατάξεις της εκτελεστικής νομοθεσίας χάνουν κάθε κανονιστικό περιεχόμενο: δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε.
Για το λόγο αυτό θεωρούμε πως οι διατάξεις των άρθρων 5, παρ. 7, και 6, παρ. 4, του ν. 3126/2003 και 155, παρ. 10, και 157, παρ. 5, ΚτΒ μπορούν ευλόγως να εκληφθούν –και, πάντως, καθόλου δεν αποκλείεται να ερμηνευτούν– με την έννοια πως θέτουν ένα απόλυτο απαράδεκτο υποβολής νέας πρότασης κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις, ακόμη και αν γίνει επίκληση ή αναφανούν νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης. Κατά τούτο, μόνη η απόρριψη της άπαξ υποβληθείσας πρότασης επιφέρει την αμετάκλητη απαλλαγή του υπουργού, εφόσον σε καμία περίπτωση δεν μπορεί εφεξής να «ανασυρθεί» η δικογραφία (η οποία, άλλωστε, δεν αρχειοθετείται). Σε αντίθεση, έτσι, προς το οιονεί προσωρινό δεδικασμένο που παράγει η πράξη αρχειοθέτησης του άρθρου 43 Κ.Π.Δ., η απόρριψη από τη Βουλή της πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού παράγει ένα αποτέλεσμα που, χωρίς να αποτελεί κατά κυριολεξία δεδικασμένο (εφόσον δεν προηγείται δικανική κρίση αλλά, όπως είπαμε, μια πολιτική απόφαση), ισοδυναμεί πάντως εν τοις πράγμασι με δεδικασμένο[9].
Με το περιεχόμενο αυτό, οι διατάξεις της εκτελεστικής του άρθρου 86 του Συντάγματος νομοθεσίας που θέτουν τον κανόνα της εφάπαξ υποβολής πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού, απαγορεύοντας την υποβολή νέας πρότασης μετά την απόρριψη υποβληθείσας, διευρύνουν το δικονομικό προνόμιο του άρθρου 86 με πρόσθετες προνομιακές, δηλαδή ευμενέστερες των κανόνων της κοινής δικονομικής νομοθεσίας, ρυθμίσεις.
Αντισυνταγματικότητα του κανόνα της εφάπαξ υποβολής της πρότασης
Η κατά την έννοια αυτή (υπό την παραπάνω ερμηνευτική εκδοχή) διεύρυνση του προνομίου που το άρθρο 86 του Συντάγματος θέτει υπέρ των υπουργών με πρόσθετες προνομιακές ρυθμίσεις του εκτελεστικού νομοθέτη αντίκειται καταρχάς στο ίδιο το άρθρο 86. Όπως κάθε προνόμιο, έτσι και το δικονομικό προνόμιο του άρθρου 86, ως απόκλιση από γενικά ισχύοντες κανόνες, οφείλει να ερμηνεύεται στενά. Τόσο μόνο είναι επιτρεπτό όσο ακριβώς οριοθετείται στο Σύνταγμα. Ούτε λιγότερο, αλλά ούτε και περισσότερο. Κατά τα λοιπά, δηλαδή για θέματα για τα οποία το άρθρο 86 δεν διέλαβε ρύθμιση, παραμένουν εφαρμοστέοι οι γενικά ισχύοντες κανόνες, μεταξύ των οποίων και ο κανόνας ότι η αρχειοθέτηση μήνυσης ή αναφοράς χωρίς να προηγηθεί δίκη δεν συνεπάγεται την αμετάκλητη απαλλαγή από ποινική ευθύνη, καθώς η δικογραφία μπορεί να ανασυρθεί εάν προκύψουν νέα περιστατικά ή στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης. Ο κανόνας της εφάπαξ υποβολής της πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού υπερακοντίζει το σκοπό –και υπερβαίνει τα όρια– του δικονομικού προνομίου του άρθρου 86, δεδομένου ότι επιφέρει μιαν ουσιαστικού ποινικού δικαίου συνέπεια που δεν καλύπτεται από το συνταγματικό προνόμιο: την αμετάκλητη απαλλαγή από ποινική ευθύνη. Τη συνέπεια αυτή ο συνταγματικός νομοθέτης δεν την προέβλεψε και, κυρίως, δεν μπορεί να τη θέλησε, διότι το προνόμιο που θέσπισε στο άρθρο 86 είναι αποκλειστικά δικονομικό.
Κυρίως, όμως, η διεύρυνση του προνομίου με τον κανόνα της εφάπαξ υποβολής της πρότασης για την άσκηση δίωξης αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, με την ειδικότερη έννοια της ποινικής ισονομίας. Η ισότητα των πολιτών ενώπιον του ποινικού νόμου απαιτεί να υπόκεινται όλοι και όλες στους ίδιους καταρχήν κανόνες, ουσιαστικούς και δικονομικούς, παρέκκλιση από τους οποίους είναι επιτρεπτή μόνον εφόσον δικαιολογείται ειδικά και μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο[10]. Δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη η προνομιακή ποινική μεταχείριση προσώπων που ασκούν κρατική εξουσία στο ανώτατο επίπεδο όπως οι υπουργοί –το ακριβώς αντίθετο θα ανέμενε κάποιος για όσους ασκούν δημόσια εξουσία αυτού του επιπέδου[11]. Είναι, επομένως, εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να θεσπίσει οποιοδήποτε προνόμιο υπέρ υπουργών ο κοινός νομοθέτης, αν απουσίαζε το άρθρο 86 του Συντάγματος. Αλλά ούτε από τη ratio του συνταγματικού προνομίου του άρθρου 86, που είναι η αποτροπή του εκδικαστισμού της πολιτικής ζωής –όπως, άλλωστε, και η ελάχιστα συγκαλυμμένη δυσπιστία του πολιτικού συστήματος απέναντι στη δικαστική εξουσία[12]– μπορεί να δικαιολογηθεί ο κανόνας της εφάπαξ υποβολής της πρότασης για άσκηση δίωξης: όσες φορές κι αν υποβληθεί τέτοια πρόταση, η απόφαση για το αν θα ασκηθεί δίωξη παραμένει στη Βουλή και είναι, όπως είπαμε, μια απόφαση πολιτική. Εξάλλου, ούτε από τη θεμελιώδη αρχή ne bis in idem, όπως κατεξοχήν τυποποιείται στο άρθρο 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δικαιολογείται ο κανόνας της εφάπαξ υποβολής, δεδομένου ότι η αρχή αυτή δεν εμποδίζει την κίνηση ποινικής δίωξης για τις ίδιες πράξεις ύστερα από νέα μήνυση ή αναφορά που περιέχει νέα στοιχεία ή αποδείξεις και, πάντως, η εφαρμογή της αρχής προϋποθέτει ότι έχει σε κάθε περίπτωση υπάρξει μια, έστω στοιχειώδης, νομική αξιολόγηση της κατηγορίας[13].
Οι προνομιακές ρυθμίσεις, επομένως, που προσθέτει ο εκτελεστικός νομοθέτης στο συνταγματικά οριοθετημένο δικονομικό προνόμιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά αδικαιολόγητα –και προκλητικά, θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος– ευνοϊκή μεταχείριση των υπουργών έναντι των υπόλοιπων πολιτών και, κατά τούτο, αντίκεινται στην αρχή της ποινικής ισονομίας.
Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο εφαρμοστικός του άρθρου 86 νομοθέτης έχει συμπληρώσει τις συνταγματικές ρυθμίσεις με ειδικότερες ρυθμίσεις, σε μια προσπάθεια να αμβλύνει το βαθμό αυθαιρεσίας που, μοιραία, συνεπάγεται η ανάθεση της αρμοδιότητας άσκησης ποινικής δίωξης σε ένα πολιτικό όργανο. Όπως είδαμε[14], η εφαρμοστική νομοθεσία παρέχει στη Βουλή τη δυνατότητα να αναθέσει το νομικό έλεγχο των στοιχείων της κατηγορίας και την αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητάς τους σε γνωμοδοτικό συμβούλιο που αποτελείται από εισαγγελικούς λειτουργούς. Αυτό όμως συνιστά απλή ευχέρεια –της οποίας, άλλωστε, ουδέποτε έγινε χρήση μέχρι σήμερα–, ενώ το γνωμοδοτικό συμβούλιο δεν εκφέρει δικανική κρίση αλλά απλώς γνωμοδοτεί, χωρίς η γνωμοδότησή του να δεσμεύει τη Βουλή. Παρομοίως, η διάταξη του άρθρου 5, παρ. 5, εδ. α΄, του ν. 3126/2003 (και του άρθρου 154, παρ. 4, εδ. α΄, ΚτΒ) προβλέπει ότι, αν συγκροτηθεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, αυτή έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα πρωτοδικών όταν ενεργεί προκαταρκτική εξέταση και μπορεί να αναθέτει σε εισαγγελικό λειτουργό την ενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών με το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης. Όμως κι αυτή η τελευταία δυνατότητα δεν είναι παρά απλή ευχέρεια, της οποίας επίσης δεν έχει γίνει χρήση ποτέ μέχρι σήμερα.
Εξάλλου, το συμπέρασμα της αντισυνταγματικότητας του κανόνα της εφάπαξ υποβολής της πρότασης για την άσκηση δίωξης ισχύει εξίσου και για τις δύο διατάξεις που τον προβλέπουν, παρά την προφανή –αλλά όχι ουσιώδη– διαφορά που έχουν μεταξύ τους. Όπως είδαμε, η απόρριψη της πρότασης συνεπάγεται την αμετάκλητη απαλλαγή του υπουργού από ποινική ευθύνη για πράξεις που του αποδίδονται με μόνη την περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης, στο δεύτερο στάδιο (άρθρο 6, παρ. 4, του νόμου), ή και χωρίς καν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, στο πρώτο στάδιο (άρθρο 5, παρ. 7, του νόμου). Όμως, ενώ στο δεύτερο στάδιο η αμετάκλητη απαλλαγή επέρχεται, αν μη τι άλλο, μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τη σύνταξη αιτιολογημένου πορίσματος, στο πρώτο στάδιο η αμετάκλητη απαλλαγή μπορεί να επέλθει χωρίς καν να προηγηθεί οποιουδήποτε είδους έρευνα της κατηγορίας. Αν δεν συγκροτηθεί τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο (όπως είναι ο ανεξαίρετος κανόνας μέχρι σήμερα), η απόφαση της Βουλής για την απόρριψη της πρότασης ως προδήλως αβάσιμης λαμβάνεται μετά από αμιγώς κοινοβουλευτική διαδικασία και, επομένως, μοιραία, με αμιγώς πολιτικά κριτήρια. Αυτή είναι μια εξωφρενική ρύθμιση. Επιτρέπει την –αμετάκλητη!– απαλλαγή υπουργού από κάθε ποινική ευθύνη για αδίκημα που του αποδίδεται για μόνο το λόγο ότι έτσι θέλησε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία δεν απαιτείται καν να αιτιολογήσει έστω και υποτυπωδώς την απόφασή της.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως η απαλλαγή υπουργού στο δεύτερο στάδιο πληροί έστω και στοιχειώδεις δικαιοκρατικές εγγυήσεις. Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή δεν είναι ποτέ συγκρίσιμη με αυτή που ενεργείται κατά τους κοινούς δικονομικούς κανόνες. Η Βουλή, άλλωστε, αποφασίζει χωρίς να δεσμεύεται από το πόρισμα της επιτροπής και, επομένως, είναι στην απόλυτη ευχέρειά της να απορρίψει την πρόταση του πορίσματος είτε για άσκηση είτε για μη άσκηση δίωξης. Αν δεν ανατεθεί σε εισαγγελικό λειτουργό η διενέργεια πράξεων της προκαταρκτικής εξέτασης (όπως είναι ο ανεξαίρετος κανόνας μέχρι σήμερα), η μετά το πέρας της απόφαση της Βουλής για τη μη άσκηση δίωξης παραμένει μια αμιγώς κοινοβουλευτική, δηλαδή πολιτική, διαδικασία, που περατώνεται με τη λήψη απόφασης από πρόσωπα, τους βουλευτές, που εξ ορισμού μεροληπτούν πολιτικά. Πρόκειται δηλαδή, όπως προεκτέθηκε, για μια (πολιτική) απόφαση που δεν μπορεί ποτέ να εξομοιωθεί με (δικανική) κρίση.
Το πιο εξωφρενικό όλων, όμως, –κι αυτό αφορά αμφότερα τα στάδια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας– είναι πως ο κανόνας της εφάπαξ υποβολής της πρότασης για άσκηση δίωξης εμπεριέχει το σπέρμα της κατάχρησής του. Μια πολιτικά αδίστακτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία –δηλαδή αποφασισμένη να αρνηθεί να αποδώσει πολιτική ευθύνη στην κυβέρνηση την οποία στηρίζει– έχει τη δυνατότητα να απαλλάξει αμετακλήτως από κάθε ποινική ευθύνη οποιονδήποτε υπουργό για οποιοδήποτε αδίκημα: αρκεί να «προκαλέσει» την υποβολή πρότασης για την άσκηση δίωξης από τριάντα βουλευτές, την οποία στη συνέχεια η ίδια θα απορρίψει, ώστε να απαλλαγεί πανηγυρικά και δια παντός ο υπουργός από κάθε ευθύνη για αδίκημα που διέπραξε.
Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της επιβεβαίωσης του συμπεράσματος που προεκτέθηκε: Εφόσον θεωρηθεί πως θέτει απόλυτο απαράδεκτο υποβολής νέας πρότασης, ο κανόνας της εφάπαξ υποβολής της πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού, δηλαδή οι διατάξεις των άρθρων 5, παρ. 7, και 6, παρ. 4, του ν. 3126/2003 και οι, κατ’ ουσίαν όμοιες, των άρθρων 155, παρ. 10, και 157, παρ. 5, ΚτΒ, είναι ευθέως και κατάφωρα αντισυνταγματικές.
Συνέπειες της αντισυνταγματικότητας
Η διατήρηση σε ισχύ των διατάξεων που θέτουν τον κανόνα της εφάπαξ υποβολής της πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από την έννομη τάξη. Εάν μεν ερμηνευτούν με την έννοια ότι επιτρέπουν την υποβολή νέας πρότασης, μετά την απόρριψη υποβληθείσας, κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις σε περίπτωση επίκλησης νέων περιστατικών ή στοιχείων, τότε είναι περιττές. Το αποτέλεσμα αυτό θα επερχόταν ούτως ή άλλως, ακόμη κι αν έλειπαν οι συγκεκριμένες διατάξεις, με την αναλογική εφαρμογή των κοινών δικονομικών κανόνων, εν προκειμένω του άρθρου 43, παρ. 6, Κ.Π.Δ. Θα ήταν τουλάχιστον παράδοξο, και ασύμβατο με τη συστηματικότητα της έννομης τάξης, να παραμένουν σε ισχύ διατάξεις που δεν έχουν καμία κανονιστική σημασία, που καταλήγουν στο ίδιο ακριβώς έννομο αποτέλεσμα είτε είναι γραμμένες στο νόμο είτε απαλειφθούν απ’ αυτόν. Από την άλλη, εάν ερμηνευτούν με την έννοια ότι θέτουν ένα απόλυτο απαράδεκτο υποβολής νέας πρότασης ακόμη και σε περίπτωση που γίνεται επίκληση νέων περιστατικών ή στοιχείων, τότε είναι, όπως προεκτέθηκε, αντισυνταγματικές.
Προκειμένου να αρθεί το παράδοξο διατάξεων που δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε (υπό την πρώτη εκδοχή) ή η αντισυνταγματικότητα (υπό τη δεύτερη), ο εκτελεστικός του άρθρου 86 του Συντάγματος νομοθέτης οφείλει να καταργήσει τα άρθρα 5, παρ. 7, και 6, παρ. 4, του ν. 3126/2003 και 155, παρ. 10, και 157, παρ. 5, ΚτΒ. Εάν απαλειφθούν οι διατάξεις αυτές, η απόρριψη πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού θα ισοδυναμεί κατ’ αποτέλεσμα, παρότι δεν ταυτίζεται τυπικά, με αρχειοθέτηση μήνυσης ή αναφοράς κατά την έννοια του άρθρου 43, παρ. 3 και 4, Κ.Π.Δ. Και, βεβαίως, θα είναι αναλογικά εφαρμοστέα και η παρ. 6 του ίδιου άρθρου, που προβλέπει ανάσυρση της υπόθεσης από το αρχείο με απόφαση εισαγγελέα εάν αναφανούν νέα περιστατικά ή στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέτασή της. Δεδομένου ότι κατά το Σύνταγμα εισαγγελική εξουσία σε υποθέσεις ποινικής ευθύνης υπουργών ασκεί η Βουλή σε Ολομέλεια, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κάθε νέα πρόταση για την άσκηση δίωξης κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις θα πρέπει να εισάγεται υποχρεωτικά στην Ολομέλεια. Αυτή θα κρίνει αν η πρόταση περιέχει νέα περιστατικά ή στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης, οπότε θα την κάνει δεκτή και θα συγκροτήσει ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ή όχι, οπότε θα την απορρίψει εκ νέου ως προδήλως αβάσιμη.
Η κατάργηση του αδικαιολόγητου προνομίου των διατάξεων με τις οποίες τίθεται ο κανόνας της εφάπαξ υποβολής πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού είναι το ελάχιστο που μπορεί και οφείλει να πράξει κάθε πολιτική δύναμη που διατείνεται πως επιδιώκει τον εξορθολογισμό του δικονομικού προνομίου του άρθρου 86 του Συντάγματος και η έμπρακτη απόδειξη ότι εννοεί όσα διατείνεται. Η διατήρηση του απαράδεκτου και αντισυνταγματικού αυτού προνομίου εκθέτει, πολιτικά και συνταγματικά, όσες κυβερνήσεις και κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες απέχουν από τη νομοθετική πρωτοβουλία και την ψήφιση της κατάργησής του.
Για όσο πάντως παραμένουν τυπικά σε ισχύ, και μέχρις ότου καταργηθούν, οι συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών και του Κανονισμού της Βουλής οφείλουν να ερμηνεύονται από τη Βουλή κατά τρόπο που δεν έρχεται σε σύγκρουση προς το Σύνταγμα, δηλαδή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 43, παρ. 6, Κ.Π.Δ., με την έννοια ότι δεν κωλύεται η υποβολή νέας πρότασης κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις, εφόσον περιέχει συμπληρωματικά πραγματικά περιστατικά ή νέα αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης[15]. Και, δεδομένου ότι την (εισαγγελική) εξουσία να κρίνει αν η νέα πρόταση περιέχει πράγματι νέα περιστατικά ή στοιχεία ή αν αυτά που περιέχει δικαιολογούν πράγματι την επανεξέταση της υπόθεσης την έχει η Ολομέλεια της Βουλής, αυτό σημαίνει ότι κάθε νέα πρόταση για την άσκηση δίωξης κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις θα πρέπει να εισάγεται υποχρεωτικά στην Ολομέλεια.
[1] Το άρθρο 61 του Συντάγματος θεσπίζει υπέρ βουλευτών –επομένως, και υπουργών που έχουν τη βουλευτική ιδιότητα– ένα ουσιαστικό ποινικό προνόμιο, απαλλάσσοντάς τους από ποινική ευθύνη για γνώμη ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων τους (με την εξαίρεση της συκοφαντικής δυσφήμισης). Όμως το προνόμιο περιορίζεται, εξ ορισμού, σε αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση βουλευτικών καθηκόντων. Καταλαμβάνει μεν αδικήματα που τέλεσε υπουργός ενεργώντας υπό τη βουλευτική ιδιότητά του, όχι όμως και κατά την ενάσκηση των υπουργικών καθηκόντων του. Το ουσιαστικό ποινικό προνόμιο του άρθρου 61, επομένως, δεν τέμνεται με το δικονομικό προνόμιο του άρθρου 86.
[2] Παρότι κατ’ ουσίαν όμοιες, η διαφορετική διατύπωση αρκετών διατάξεων στο νόμο και στον Κανονισμό ενδέχεται να προκαλέσει ερμηνευτικά προβλήματα. Για παράδειγμα, η διατύπωση στο άρθρο 5, παρ. 1, του ν. 3126/2003 είναι: «με συγκεκριμένη αναφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης και μνεία των διατάξεων που παραβιάστηκαν», ενώ στο άρθρο 154, παρ. 3, εδ. α΄, ΚτΒ: «πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια τις πράξεις ή τις παραλείψεις που σύμφωνα με το νόμο για την ευθύνη των Υπουργών είναι αξιόποινες και να μνημονεύει τις διατάξεις που παραβιάστηκαν». Κατά το μέρος που αναφέρονται στην κοινοβουλευτική διαδικασία, πρέπει να θεωρήσουμε ότι, σε περίπτωση αντίφασης, υπερισχύουν, ενόψει του άρθρου 65, παρ. 1, του Συντάγματος, οι διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής.
[3] Η ρύθμιση αυτή προστέθηκε στο νόμο περί ευθύνης υπουργών με το άρθρο 2 του ν. 3961/2011 (Α΄ 97) και στον Κανονισμό της Βουλής με την από 16.5.2011 απόφαση της Ολομέλειάς της (Α΄ 119).
[4] Η διατύπωση του άρθρου 155, παρ. 10, ΚτΒ έχει ως εξής: «Αν η Βουλή αποφασίσει να μη συγκροτηθεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση άσκησης δίωξης στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά».
[5] Η διατύπωση του άρθρου 157, παρ. 5, εδ. α΄, ΚτΒ έχει ως εξής: «Αν απορριφθεί το πόρισμα της επιτροπής, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση άσκησης δίωξης εναντίον του ίδιου προσώπου στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά».
[6] Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σ. 454, Άγγ. Μπουρόπουλος, Ερμηνεία Κώδικος Ποινικής Δικονομίας κατ’ άρθρον, τόμ. Α΄, χ.ε., Αθήναι 1957, σ. 66.
[7] Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 3η έκδ., Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 674: η πολιτική αμεροληψία των βουλευτών είναι εξ ορισμού ανύπαρκτη.
[8] Προς την κατεύθυνση αυτή, Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, 6η έκδ., Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2021, σ. 525: αν ανακύψουν διαφορετικά περιστατικά, η Βουλή μπορεί να επανέλθει επί του ζητήματος.
[9] Επιχείρημα εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 43 Κ.Π.Δ. Πρβλ. Μ. Παπαχρήστου, «Άρθρο 43», στο Αθ. Ζαχαριάδη – Λ. Μαργαρίτη (επιμ.), Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4620/2019, τόμ. Ι΄, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2024, πλαγιάρ. 45, σ. 169, Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες, ό.π., σ. 454, Αδ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, 10η έκδ., Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2021, σ. 269.
[10] Για την αντίθεση στην αρχή της ισότητας του προνομίου «εξαιρέσεως από του ποινικού νόμου» βλ. ήδη την ιστορική, καθότι «ιδρυτική» του ελέγχου τήρησης της συνταγματικής αρχής της ισότητας, απόφαση ΑΠ 31/1936, Θέμις 1936, σ. 500, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η εξαίρεση των ανδρών της χωροφυλακής από την ποινική ευθύνη για πταίσματα. Για την απόφαση βλ. Φ. Βεγλερή, «Η αρχή της ισότητας και το Σύνταγμα», στο Π. Παυλόπουλος, Θ. Τζώνος, Γ. Παπαγεωργίου (επιμ.), Δικαιοσύνη και Δίκαιο. Πνευματικό αφιέρωμα στον Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλο, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 67 επ., Ακρ. Καϊδατζή, Ο δικαστικός έλεγχος των νόμων στην Ελλάδα, 1844-1935, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σ. 460 επ.
[11] Μπορούμε να αντλήσουμε πολύτιμα συμπεράσματα από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 16.11.2006, Τσαλκιτζής κατά Ελλάδας (αίτηση 11801/04) και της 11.2.2010, Συγγελίδης κατά Ελλάδας (αίτηση 24895/07) για τα βουλευτικά προνόμια.
[12] Ευ. Βενιζέλος, «Η ποινική ευθύνη των υπουργών στο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στα αρχαϊκά και στα εξελιγμένα χαρακτηριστικά ενός κοινοβουλευτικού συστήματος», Υπεράσπιση 1993, σ. 451 επ. (456).
[13] Βλ. την απόφαση ΔΕΕ της 19ης Οκτωβρίου 2023, C‑147/22, Központi Nyomozó Főügyészség, σκ. 53-54.
[14] Παραπάνω, στο κείμενο πάνω από την υποσημ. 3.
[15] Κατ’ αποτέλεσμα, επομένως, υιοθετούμε, για όσο διάστημα οι διατάξεις παραμένουν τυπικά σε ισχύ, την ερμηνεία που φαίνεται να προτείνει ο καθηγητής Μαυριάς, βλ. παραπάνω, υποσημ. 8.