Στις 28 Νοεμβρίου 2019 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Α΄ 187) το ψήφισμα της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής με το οποίο τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 110, η τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος. Στις 28 Νοεμβρίου 2024 συμπληρώθηκε πενταετία από την περάτωσή της. Από την επομένη μπορεί, σύμφωνα με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, να ξεκινήσει νέα αναθεώρηση. Αυτό θα συμβεί αν πενήντα τουλάχιστον βουλευτές υποβάλουν, σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος. Το αν και πότε, μετά τη συμπλήρωση πενταετίας από την προηγούμενη, θα ξεκινήσει νέα αναθεώρηση, αποτελεί μια αμιγώς πολιτική απόφαση.

Στο κείμενο αυτό θα υποστηρίξω ότι, στην τρέχουσα συγκυρία και για το άμεσα ορατό μέλλον, δεν πρέπει να ξεκινήσει αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι περιστάσεις είναι τέτοιες, που οι αρνητικές συνέπειες από μια νέα συνταγματική αναθεώρηση θα είναι μεγαλύτερες από τα όποια οφέλη της. Η απόρριψη κάθε πρωτοβουλίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος είναι, όπως μόλις ανέφερα, μια πολιτική επιλογή. Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί για μια σειρά από πολιτικούς λόγους – ο πιο προφανής: οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί είναι τέτοιοι, ώστε μια αναθεώρηση που θα ξεκινήσει τώρα θα είναι κατά πάσα πιθανότητα προς συντηρητική, αν όχι αντιδραστική, κατεύθυνση. Στο κείμενο αυτό θα περιοριστώ, ωστόσο, σε συνταγματικούς λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να ξεκινήσει αναθεώρηση του Συντάγματος. Ως τέτοιους αντιλαμβάνομαι τις αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να έχουν για το ίδιο το Σύνταγμα και την κανονιστικότητά του η αναθεώρηση και η αναθεωρητική διαδικασία.

Συγκεκριμένα, θα υποστηρίξω ότι, πλην της πρώτης συνταγματικής αναθεώρησης του 1986, οι τρεις επόμενες (του 2001, του 2008 και του 2019) συνέβαλαν – άλλη λιγότερο κι άλλη περισσότερο και για διαφορετικούς λόγους η καθεμία – στην απαξίωση του Συντάγματος. Δεν έχουμε λόγους να ελπίζουμε πως δεν πρόκειται να συμβεί το ίδιο και με μια νέα αναθεώρηση. Κυρίως, διότι, σε αντίθεση με εκείνη την πρώτη αναθεώρηση του 1986, καμία από τις επόμενες δεν ανταποκρινόταν σε μια ανάγκη που προκύπτει από την ίδια τη λογική του πολιτεύματος. Περαιτέρω, θα υποστηρίξω πως ειδικά με την τελευταία αναθεώρηση του 2019 – την πρώτη που ολοκληρώθηκε από πλειοψηφία διαφορετική εκείνης που την ξεκίνησε – απαξιώθηκε και η ίδια η αναθεωρητική διαδικασία. Στην αναθεώρηση εκείνη επιβεβαιώθηκε εμπράκτως η – και από πριν, πάντως, μάλλον κρατούσα – αντίληψη πως η αναθεωρητική (δεύτερη) βουλή δεν δεσμεύεται από τις κατευθύνσεις που δίνει η προτείνουσα βουλή. Η αντίληψη αυτή παρεισάγει στην αναθεωρητική διαδικασία ένα στοιχείο τυχαιότητας που προσομοιάζει με στοίχημα ή παίγνιο: ανάλογα με την πλειοψηφία που θα προκύψει στην αναθεωρητική βουλή, το αναθεωρητικό διάβημα μπορεί να ολοκληρωθεί είτε προς ορισμένη κατεύθυνση είτε προς την εντελώς αντίθετή της.

Η αναθεώρηση ως απαξίωση του Συντάγματος

Το ελληνικό Σύνταγμα είναι ένα από τα πιο αυστηρά συντάγματα στον κόσμο, με την έννοια ότι είναι πολύ δύσκολο να αναθεωρηθεί. Η αναθεωρητική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 110 είναι εξαιρετικά απαιτητική και χρονοβόρα. Για να αναθεωρηθεί διάταξη του Συντάγματος, απαιτείται να συμφωνήσουν δύο διαδοχικές βουλές, με αυξημένη πλειοψηφία τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών στη μία τουλάχιστον εξ αυτών. Η προτείνουσα βουλή, αυτή που εκκινεί τη διαδικασία, προσδιορίζει τις διατάξεις που μπορούν να αναθεωρηθούν και, μετά τις επόμενες εκλογές, η αναθεωρητική βουλή καθορίζει τη διατύπωση των αναθεωρημένων διατάξεων. Νέα αναθεώρηση δεν μπορεί να ξεκινήσει, όπως είδαμε, πριν συμπληρωθεί πενταετία από την προηγούμενη.

Ο παράγοντας χρόνος – και όχι οι αυξημένες πλειοψηφίες – είναι που κυρίως χαρακτηρίζει την αναθεωρητική διαδικασία του άρθρου 110. Αυτός καθιστά τόσο δυσχερή την αναθεώρηση. Αναθεώρηση με άμεση (χρονικά) ισχύ δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ, ακόμη κι αν συναινεί με απόλυτη ομοφωνία η βουλή. Για να ολοκληρωθεί αναθεώρηση, πρέπει πάντοτε να περιμένουμε τη βουλή που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές, πρέπει δηλαδή η συναίνεση να επιβεβαιωθεί δια-χρονικά σε δύο διαδοχικές βουλές.

Η αναθεώρηση ως ‘μεγάλη’ πολιτική

Θα ανέμενε κανείς – και, πάντως, αυτή φαίνεται πως ήταν η βούληση του συντακτικού νομοθέτη – πως η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι ένα εξαιρετικό συμβάν που υπερβαίνει τη συνήθη πολιτική αντιπαράθεση, έκφραση ‘μεγάλης’ (συνταγματικής) πολιτικής, μια θεσμική δυνατότητα στην οποία προσφεύγουμε με φειδώ και μετά από περίσκεψη. Θα ανέμενε επίσης κανείς – χωρίς, πάντως, αυτό να προκύπτει ευθέως από το άρθρο 110 – πως αναθεώρηση του Συντάγματος (πρέπει να) γίνεται μόνον όταν υπάρχει ανάγκη να αλλάξει κάτι ουσιώδες στη λειτουργία του πολιτεύματος, το οποίο, αφενός, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα συνήθη μέσα της πολιτικής (νομοθεσία, πολιτειακή πρακτική) και για το οποίο, αφετέρου, συντρέχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις της αναθεώρησης (συναίνεση με προοπτική επιβεβαίωσής της σε δύο διαδοχικές βουλές). Με άλλα λόγια, θα ανέμενε κανείς πως αναθεώρηση γίνεται μόνον όταν ανταποκρίνεται σε μια ανάγκη που προκύπτει από την ίδια τη λογική του πολιτεύματος και έχει ανακύψει από τη μέχρι τότε λειτουργία του[1].

Το γεγονός ότι στο Σύνταγμά μας προβλέπεται μια τόσο ασυνήθιστα (σε σχέση με άλλα συντάγματα) δυσχερής διαδικασία αναθεώρησης μάλλον σημαίνει πως η διαδικασία της αναθεώρησης επιφυλάσσεται για τις εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις που η συνταγματική αλλαγή απαιτείται προεχόντως για την εξυπηρέτηση σκοπών του πολιτεύματος – και όχι πολιτικών σκοπιμοτήτων. Στις περιστάσεις αυτές ευλόγως αναμένουμε από το πολιτικό σύστημα, το πολιτικό υποκείμενο της συνταγματικής αναθεώρησης, να υπερβεί το επίπεδο της συνήθους πολιτικής αντιπαράθεσης και να ενεργήσει πολιτειακά. Αυτό ίσως δεν προκύπτει ευθέως από το συνταγματικό κείμενο, νομίζω όμως πως προκύπτει από τη λογική του πολιτεύματος. Βεβαίως, δεδομένου ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος ανατίθεται στο πολιτικό σύστημα και η έναρξή της είναι, όπως είπαμε, μια αμιγώς πολιτική απόφαση, θα ήταν παράλογο να απαιτούμε από το πολιτικό σύστημα να κινήσει μια διαδικασία αποκαθαρμένη από πολιτικές σκοπιμότητες. Τέτοιες, όπως για παράδειγμα η δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων από την αναθεωρητική πρωτοβουλία, μοιραία θα υπάρχουν πάντοτε. Αρκεί με την αναθεωρητική πρωτοβουλία να εξυπηρετούνται, πάντως, παράλληλα και προεχόντως σκοποί του πολιτεύματος. Αντιθέτως, όταν η αναθεωρητική πρωτοβουλία εξυπηρετεί προεχόντως πολιτικές σκοπιμότητες, τότε ενέχει ένα στοιχείο καταχρηστικότητας, το οποίο βεβαίως δεν ελέγχεται ούτε νομικά ούτε, κατ’ αποτέλεσμα, πολιτικά, όμως έχει ως αποτέλεσμα την απαξίωση του Συντάγματος: το Σύνταγμα υποβιβάζεται σε μέσο για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων και η αναθεώρησή του εκφυλίζεται στο πεδίο της συνήθους (και όχι της ‘μεγάλης’) πολιτικής.

Θα υποστηρίξω στη συνέχεια – κατ’ ανάγκην, αρκετά ελλειπτικά και σχηματικά – πως, πλην της αναθεώρησης του 1986, και οι τρεις επόμενες αναθεωρήσεις του Συντάγματος χαρακτηρίζονται από αυτού του είδους την καταχρηστικότητα που είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωσή του.

Η αναθεώρηση του 1986 και η λογική του πολιτεύματος: ο κίνδυνος του προεδρισμού και η πραγματικότητα του ‘πρωθυπουργισμού’ 

Η αναθεώρηση του 1986 ανταποκρινόταν σε μια υπαρκτή πολιτειακή ανάγκη: τον κίνδυνο, έστω ενδεχόμενο και απομακρυσμένο, του προεδρισμού σε ένα κατά τα λοιπά κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Ο ιδιότυπος δυισμός της εκτελεστικής εξουσίας που καθιέρωνε το Σύνταγμα του 1975 με τις λεγόμενες υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας παρεισήγαγε ένα στοιχείο ανισορροπίας στο κυβερνητικό σύστημα. Είναι βέβαιο πως η αναθεωρητική διαδικασία κινήθηκε το 1985 προκειμένου να εξυπηρετηθούν και πολιτικές σκοπιμότητες – συνδέθηκε, άλλωστε, με την επιλογή να μην προταθεί για νέα προεδρική θητεία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Εξίσου βέβαιο, όμως, είναι πως το αναθεωρητικό διάβημα απέρρεε από την ίδια τη λογική του πολιτεύματος. Η πολιτειακή πρακτική (της μη άσκησης των λεγόμενων υπερεξουσιών), που είχε διαμορφωθεί μετά από δέκα χρόνια λειτουργίας του πολιτεύματος από δύο Προέδρους και κυβερνήσεις δύο αντίθετων πολιτικών χώρων, υποδείκνυε την ανάγκη ‘τακτοποίησης’ της πολιτειακής εκκρεμότητας[2].

Ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές σκοπιμότητες, για την αναθεώρηση του 1986 το πολιτικό σύστημα υπερέβη το επίπεδο της συνήθους πολιτικής αντιπαράθεσης, για να ασκήσει ‘μεγάλη’ πολιτική[3]. Τόσο η αναθεωρητική πρωτοβουλία όσο και το αναθεωρητικό αποτέλεσμα υπήρξαν έκφραση συνταγματικής πολιτικής που αποσκοπούσε – και πέτυχε – όχι τη διαχείριση του status quo αλλά την υπέρβαση και μεταβολή του.

Η αναθεώρηση του 1986 έλυσε ένα υπαρκτό πρόβλημα του πολιτεύματος, ωστόσο ανέδειξε, αν δεν ενέτεινε, ένα ακόμη μεγαλύτερο. Πολύ σύντομα έγινε αντιληπτό πως από τη λογική του πολιτεύματος απορρέει πλέον η ανάγκη αντιμετώπισης ενός άλλου κινδύνου – όχι ενδεχόμενου αυτή τη φορά, αλλά διαρκώς παρόντος: του, ας τον πούμε έτσι, ‘πρωθυπουργισμού’ σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα που δεν είναι απλώς, όπως συνήθως λέμε, πρωθυπουργοκεντρικό, αλλά υπό ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις (που συντρέχουν πολύ συχνά για να τις αγνοούμε) γίνεται σύστημα πολιτικής παντοδυναμίας του πρωθυπουργού[4]. Καμιά από τις τρεις επόμενες αναθεωρήσεις δεν ανταποκρίθηκε σε αυτό το κεντρικό συνταγματικό αίτημα που απορρέει από την ίδια τη λογική του πολιτεύματος. Όπως και αν αντιλαμβάνεται κάποιος τη δομή της εκτελεστικής εξουσίας στο πολίτευμά μας, πάντως είναι βέβαιο ότι κείται εκτός της λογικής του η απονομή σε έναν φορέα της εξουσιών που εν τοις πράγμασι προσομοιάζουν σε αυτές εκλεγμένου δικτάτορα[5].

Η αναθεώρηση του 2001: το Σύνταγμα ως άλλοθι της πολιτικής  

Η αναθεώρηση του 2001 ξεχώρισε κυρίως για το εύρος της: αναθεωρήθηκε ένας πρωτοφανής αριθμός συνταγματικών διατάξεων. Ωστόσο, ήταν μια αναθεώρηση χωρίς βάθος. Ουσιαστικές παρεμβάσεις στο πολίτευμα δεν έγιναν. Σε αρκετές περιπτώσεις, απλώς τυποποιήθηκαν συνταγματικά εξελίξεις που είχαν ήδη διαμορφωθεί σε νομοθεσία, νομολογία και πρακτική – εθνική και ευρωπαϊκή. Από την άποψη αυτή, η αναθεώρηση του 2001 εύστοχα αποκλήθηκε βεβαιωτική ή επιβεβαιωτική[6]. Κυρίως, όμως, η αναθεώρηση εκείνη αποκλήθηκε συναινετική[7]. Ο χαρακτηρισμός ακούγεται κάπως περίεργος. Κάθε αναθεώρηση που προϋποθέτει διαχρονικές συναινέσεις είναι, εξ ορισμού, συναινετική[8]. Παρόλα αυτά, ο χαρακτηρισμός δεν είναι πλεονασμός – ταιριάζει απολύτως εδώ. Η αναθεώρηση του 2001 αποτύπωσε τη σύγκλιση των δύο κυρίαρχων, τότε, πολιτικών κομμάτων της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς σε μια βασική δέσμη δημόσιων πολιτικών. Ο βασικός σκοπός της αναθεώρησης ήταν να τυποποιηθούν συνταγματικά – επομένως, να μην είναι εύκολο να μεταβληθούν εφεξής – οι πολιτικές αυτές. Αυτή όμως ήταν μια συναίνεση πολιτική, όχι συνταγματική. Εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες – την εδραίωση ενός νέου, συναινετικού πλέον και όχι συγκρουσιακού, δικομματισμού – και όχι πολιτειακές ανάγκες.

Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, ότι δηλαδή δεν απέρρεε από τη λογική του πολιτεύματος, – και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του εισηγητή της πλειοψηφίας να παρουσιάσει ένα συνεκτικό σχέδιο συνταγματικής πολιτικής[9] – η αναθεώρηση του 2001 δεν καθοδηγούταν από κάποια κατευθυντήρια αρχή ούτε τη διέτρεχε κάποια συνεκτική λογική. Υπήρξε ένα άθροισμα επιμέρους παρεμβάσεων που δεν έγιναν ποτέ σύνολο, δηλαδή σύστημα – «επρόκειτο για (επιμέρους) αλλαγές, χωρίς (συνολική και ουσιαστική) αλλαγή»[10].

Η αποσπασματικότητα των επιμέρους ρυθμίσεων και η απουσία μιας κεντρικής ιδέας που να λειτουργεί ως μπούσουλας υπήρξαν μοιραίες για την ουσιαστική ποιότητα και τη νομοτεχνική αρτιότητα της αναθεώρησης του 2001. Το μεγαλύτερο πλήγμα που επέφερε στην κανονιστικότητα του Συντάγματος υπήρξε αυτό που ο Αντώνης Μανιτάκης έχει αποκαλέσει ‘εκνόμευση’ του Συντάγματος[11]. Προκειμένου να χωρέσει τις δημόσιες πολιτικές στις οποίες συνέκλινε ο συναινετικός δικομματισμός, το Σύνταγμα έπαψε να αντιμετωπίζεται ως ένα κείμενο αρχών και θεμελιωδών ρυθμίσεων και υποβιβάστηκε σε μια νομοθετικού χαρακτήρα και περιεχομένου πράξη. Σχοινοτενείς διατάξεις, αφόρητες λεπτομέρειες, νομικιστικός σχολαστικισμός δεν έχουν θέση σε ένα κείμενο μακράς πνοής, όπως (θα έπρεπε να) είναι το Σύνταγμα, αλλά μόνο στον κοινό νόμο – ακριβώς, προκειμένου να μπορούν να τροποποιούνται όποτε το καλούν οι περιστάσεις.

Τελείως ενδεικτικά, αλλά απολύτως χαρακτηριστικά: προστέθηκε διάταξη-ποταμός εκατόν ογδόντα οκτώ λέξεων, που δεν αρκείται να διακηρύσσει τις αρχές της διαφάνειας και της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης και το επιχειρηματικό ασυμβίβαστο στις συναλλαγές με το Δημόσιο, αλλά επεκτείνεται σε απολύτως συγκεκριμένους κανόνες αντισυγκέντρωσης και σχολαστική ρύθμιση του ασυμβίβαστου (άρθρο 14 παρ. 9). Προστέθηκε διάταξη εξήντα δύο λέξεων με τους ορισμούς του δάσους και της δασικής έκτασης (ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 24), ωσάν να ήταν το Σύνταγμα εγχειρίδιο δασολογίας. Προστέθηκε διάταξη με αντικείμενο την «πρόσληψη [sic] υπαλλήλων στο Δημόσιο» (άρθρο 103 παρ. 7), ενώ είναι προφανές πως εννοεί το διορισμό τους – ορολογική σύγχυση ασυγχώρητη ακόμα και για φοιτητή Νομικής.

Η κανονιστική απαξίωση του Συντάγματος που επέφερε η αναθεώρηση του 2001 αποτυπώθηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στην τύχη που είχαν δύο από τις πιο προβεβλημένες επιλογές της. Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, που είχε περιληφθεί στο άρθρο 57 παρ. 1, καταργήθηκε τελικά – μετά και από καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε υπόθεση που αφορούσε τον τρόπο εφαρμογής του[12] – ελάχιστα χρόνια μετά τη θέσπισή του, με την αμέσως επόμενη αναθεώρηση του 2008[13]. Από την άλλη, παρότι δεν καταργήθηκε, η ρύθμιση περί ‘βασικού μετόχου’ στο άρθρο 14 παρ. 9 – μετά από δεκαετή δικαστική περιπέτεια, που κατέληξε στη σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο (επαν)ερμηνεία της[14] – συρρικνώθηκε κανονιστικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην έχει απομείνει παρά ως σκιά των υπερφιλόδοξων προθέσεων του αναθεωρητικού νομοθέτη[15].

Η αρνητική για την κανονιστικότητα του Συντάγματος παρακαταθήκη της αναθεώρησης του 2001 συνίσταται στο ότι μας εξοικείωσε με την ιδέα πως, εφόσον διαθέτουμε τις απαιτούμενες πλειοψηφίες, μπορούμε να περιλάβουμε κυριολεκτικά οτιδήποτε στο συνταγματικό κείμενο – οσοδήποτε τεχνικό, λεπτομερειακό, ‘νομοθετικό’ κατά τη βαθύτερη ουσία και το περιεχόμενό του και, τελικά, ασήμαντο και συγκυριακό[16]. Μας εξοικείωσε με την ιδέα ότι στο Σύνταγμα μπορούμε να ‘δοκιμάζουμε’ ρυθμίσεις που, πολύ σύντομα στη συνέχεια, στον βραχύ ιστορικό χρόνο, θα μπορούμε να αναιρούμε. Μας εξοικείωσε με την ιδέα ότι στο Σύνταγμα μπορούμε να περιλάβουμε ρυθμίσεις που ενδέχεται να καταλήξουν, αν όχι κενό γράμμα, πάντως μεγάλα λόγια με αμελητέα πραγματική, δηλαδή κανονιστική, σημασία.

Η αναθεώρηση του 2001 μάς εξοικείωσε, γενικότερα, με την ιδέα ότι μπορούμε να μεταθέτουμε στο Σύνταγμα τις αποτυχίες της πολιτικής – με ευεργετικές συνέπειες για την πολιτική τάξη και το πολιτικό προσωπικό, το οποίο μπορεί πλέον να αποδίδει στο Σύνταγμα δικές του ανεπάρκειες. Οι σχέσεις διαπλοκής μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας∙ ο ασφυκτικός έλεγχος της ενημέρωσης, επομένως και της πολιτικής επικοινωνίας, από μεγάλες επιχειρήσεις∙ το μαύρο πολιτικό χρήμα∙ η μεταφορική και κυριολεκτική εξαγορά αντιπροσώπων του έθνους από οικονομικά συμφέροντα∙ η δυστοκία ελέγχου των ισχυρών από την πολιτική εξουσία. Όλα αυτά είναι μείζονα προβλήματα της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας[17]. Με την αναθεώρηση του 2001 το πολιτικό σύστημα προσποιήθηκε ότι παίρνει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπισή τους: τον ‘βασικό μέτοχο’ και τις συναφείς ρυθμίσεις για τα μέσα ενημέρωσης (άρθρο 14 παρ. 9)∙ τη ρύθμιση της ραδιοτηλεόρασης (άρθρο 15 παρ. 2)∙ τη ρύθμιση του πολιτικού χρήματος (άρθρο 29 παρ. 2)∙ τα βουλευτικά ασυμβίβαστα (άρθρο 57)∙ τις ανεξάρτητες αρχές (άρθρο 101Α). Στο σύνολό τους, τα μέτρα απέτυχαν – λιγότερο ή περισσότερο, και ενίοτε παταγωδώς. Ας αναλογιστούμε πόσο πραγματικά έχει βελτιωθεί η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών[18] ή η ρύθμιση της ραδιοτηλεόρασης αφότου τυποποιήθηκαν συνταγματικά οι αντίστοιχες ανεξάρτητες αρχές. Και ας αναρωτηθούμε πόση πραγματική αξία έχουν οι – εντυπωσιακές, αναμφίβολα – διακηρύξεις του άρθρου 29 παρ. 2 για τις «εγγυήσεις διαφάνειας» ως προς την οικονομική διαχείριση των κομμάτων και των υποψηφίων τους και τον «έλεγχο[] των εκλογικών δαπανών» τους, που μπορεί να επισύρει μέχρι και την «έκπτωση[] από το βουλευτικό αξίωμα».

Για να το πω κάπως κυνικά: με την αναθεώρηση του 2001 το πολιτικό προσωπικό εξοικειώθηκε με την ιδέα πως το Σύνταγμα μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι. Όταν το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί ή, χειρότερα, δεν θέλει να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, τότε κάνει αναθεώρηση, για να δώσει την εντύπωση ότι, πάντως, προσπαθεί – έστω κι αν η προσπάθεια είναι στα λόγια μόνο, αυτό που οι αγγλοαμερικανοί αποκαλούν lip service.

Η προσχηματική αναθεώρηση του 2008 και η αναθεώρηση των πολιτικών εντυπώσεων του 2019

Το πολιτικό προσωπικό δεν εξοικειώθηκε απλώς με την παραπάνω ιδέα. Φαίνεται πως εθίστηκε σ’ αυτήν. Κάτι που οδήγησε σε αναθεωρητικό οίστρο[19] ή αυτό που ο Αντώνης Μανιτάκης έχει αποκαλέσει ‘αναθεωρητισμό’[20]. Νέα αναθεώρηση ξεκίνησε λίγο μετά τη συμπλήρωση πενταετίας από εκείνη του 2001. Φαίνεται πως οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις θέλησαν να επιβεβαιώσουν πως ακόμα και μετά την εναλλαγή τους στην εξουσία, και παρά τη σχετική όξυνση της μεταξύ τους αντιπαράθεσης, ο συναινετικός δικομματισμός διατηρείται. Η αντοχή του επρόκειτο να δοκιμαστεί σε αυτό που αποτελούσε (ακόμη τότε) το ιερό δισκοπότηρο του κεντρώου συνταγματικού αναθεωρητισμού: το άρθρο 16 με την απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Η προσδοκία δεν επιβεβαιώθηκε, το μέτωπο της συναίνεσης διερράγη, η αναθεώρηση ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι. Μπορεί να μη ματαιώθηκε, ωστόσο το τελικό προϊόν της ήταν τόσο φτωχό, σχεδόν αμελητέο, ώστε να μπορούμε να κάνουμε λόγο για την άδοξη και, πάντως, προσχηματική αναθεώρηση του 2008. Η μόνη ουσιαστική αλλαγή που επήλθε ήταν η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβίβαστου των βουλευτών (άρθρο 57 παρ. 1), δηλαδή απλώς αναιρέθηκε μια από τις ατυχείς επιλογές της προηγούμενης αναθεώρησης. Ακόμη κι αυτό, όμως, συνέβη επειδή τα κόμματα της Αριστεράς στην ήσσονα αντιπολίτευση θέλησαν να ολοκληρωθεί κάποια –οποιουδήποτε περιεχομένου– αναθεώρηση, προκειμένου να μην μπορεί να ανοίξει ξανά για μια πενταετία θέμα αναθεώρησης του άρθρου 16. Φαίνεται δηλαδή πως ο πραγματικός λόγος –ή πάντως, ένας από τους λόγους– για τον οποίον έγινε η αναθεώρηση του 2008 ήταν να αποκλειστεί νέα αναθεωρητική πρωτοβουλία σύντομα.

Το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να πήρε κάποιο μάθημα από την κραυγαλέα αποτυχία της αναθεώρησης του 2008[21]. Μετά το σοκ της δημοσιονομικής κρίσης και την κατάρρευση – όχι μόνο της συναίνεσης, αλλά και του ίδιου – του δικομματισμού, ο αναθεωρητισμός αναβίωσε, αυτή τη φορά με πρωτοβουλία ενός πολιτικού σχηματισμού που δεν είχε υπάρξει μέρος του συναινετικού δικομματισμού (και αναθεωρητισμού). Η αναθεώρηση του 2019 είχε δύο διαφορές σε σχέση με τις προηγούμενες. Η πρώτη, που επισημαίνεται συχνά, είναι πως, για πρώτη φορά, την αναθεώρηση ολοκλήρωσε αναθεωρητική βουλή με διαφορετική πλειοψηφία (της Νέας Δημοκρατίας) από αυτή της προτείνουσας βουλής (του ΣΥΡΙΖΑ). Και στις τρεις προηγούμενες αναθεωρήσεις, η πλειοψηφία τόσο της προτείνουσας όσο και της αναθεωρητικής βουλής προερχόταν από το ίδιο κόμμα (το ΠΑΣΟΚ στις αναθεωρήσεις του 1986 και του 2001, τη Νέα Δημοκρατία στην αναθεώρηση του 2008). Υπάρχει και μια δεύτερη διαφορά: η αναθεώρηση του 2019 ήταν η πρώτη που ξεκίνησε με πρωτοβουλία κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν διέθετε την απόλυτη, αλλά μόνο τη σχετική πλειοψηφία στη βουλή. Και στις τρεις προηγούμενες αναθεωρήσεις, η πρόταση προερχόταν από κοινοβουλευτική ομάδα που διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία.

Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν μπορεί βεβαίως να το προεξοφλήσει κανείς. Όμως και οι τρεις προηγούμενες αναθεωρήσεις είχαν ξεκινήσει από ισχυρές πλειοψηφίες που είχαν βάσιμη προσδοκία πως θα συνεχίσουν να πλειοψηφούν και μετά τις επόμενες εκλογές, ώστε να ολοκληρώσουν οι ίδιες το αναθεωρητικό διάβημα. Η αναθεώρηση του 2019 ξεκίνησε από μια εύθραυστη (σχετική μόνο) πλειοψηφία με μάλλον αβέβαιη προοπτική. Γιατί τότε ξεκίνησε; Είναι αρκετά δύσκολο – και, σε προσωπικό επίπεδο, εξαιρετικά άχαρο[22] – να αναζητά κανείς τα παραγωγικά αίτια πολιτικών πρωτοβουλιών. Θα διακινδυνεύσω δύο υποθέσεις. Η αναθεωρητική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται (εδώ με την έννοια της εικασίας) πως ξεκίνησε, πρώτον, προκειμένου ένας πολιτικός χώρος που συχνά στον δημόσιο λόγο εμφανιζόταν ως φορέας αντιθεσμικού λαϊκισμού να δείξει πως μπορεί να λειτουργεί θεσμικά, επιδιώκοντας ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις (η προϋπόθεση κάθε αναθεώρησης). Και, δεύτερον, προκειμένου μια πλειοψηφία που είχε ταπεινωτικά δεμένα τα χέρια της, λόγω του προγράμματος δημοσιονομικής πολιτικής και του ‘μνημονίου’, σε μεγάλο εύρος δημόσιων πολιτικών, να δείξει πως μπορεί να επιφέρει θετικές αλλαγές στο θεσμικό, αν μη τι άλλο, πεδίο.

Ακόμη κι αν οι παραπάνω υποθέσεις αποδειχθούν εσφαλμένες, παραμένει, νομίζω, γεγονός πως η τελευταία αναθεώρηση ξεκίνησε πρωτίστως για τη δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων. Και, πάντως, η αναθεωρητική πρωτοβουλία δεν απαντούσε σε κάποια πολιτειακή ανάγκη – δεν απέρρεε από τη λογική του πολιτεύματος. Προτείνοντας μια δέσμη επιμέρους – θετικών, κατά το μάλλον ή ήττον – αλλαγών, που όμως δεν συμπύκνωναν κάποια ουσιαστική αλλαγή[23], η αναθεωρητική πρωτοβουλία δεν έκανε κάτι διαφορετικό από αυτό που έγινε με την αναθεώρηση του 2001. Χωρίς, ωστόσο, να συντρέχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις της τελευταίας.

Μετά τις εκλογές του 2019 η Νέα Δημοκρατία διέθετε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ματαιώσει την αναθεώρηση, ώστε να ξεκινήσει νέα, επαναφέροντας τη μαξιμαλιστική πρόταση που είχε καταθέσει ένα χρόνο πριν. Δεν το έκανε. Περάτωσε την αναθεώρηση, υιοθετώντας επιλεκτικά μέρος από τις προτάσεις της προτείνουσας βουλής. Ισχυρίζομαι ότι αυτό έγινε επίσης πρωτίστως για τη δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων (όπως, άλλωστε, και η μαξιμαλιστική πρόταση της Νέας Δημοκρατίας το 2018) και, πάντως, όχι για την εξυπηρέτηση κάποιας πολιτειακής ανάγκης.

Η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται, από καθαυτό το γεγονός της περάτωσης της αναθεώρησης, είναι μιας πλειοψηφίας συναινετικής και μεγάθυμης απέναντι στον πολιτικό αντίπαλό της που, παρότι μόλις τον συνέτριψε εκλογικά, συνεχίζει τη θεσμική πρωτοβουλία του. Περαιτέρω, όσον αφορά τις ουσιαστικές επιλογές της αναθεώρησης, η νέα πλειοψηφία εμφανίζεται να υιοθετεί προτάσεις που φαίνεται πως (έχει διαμορφωθεί η αντίληψη ότι) απηχούν το λαϊκό αίσθημα. Η κατάργηση της υποχρεωτικής διάλυσης της βουλής σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής προέδρου της δημοκρατίας (άρθρο 32 παρ. 4) ενισχύει τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος στην ίδια κατεύθυνση με την αναθεώρηση του 1986. Η κατάργηση της ασφυκτικής προθεσμίας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών (άρθρο 86 παρ. 3) – άλλη μια ατυχέστατη επιλογή της αναθεώρησης του 2001 –βελτιώνει, έστω σε περιορισμένο βαθμό, τη ρύθμιση της ποινικής ευθύνης τους. Ομοίως, και σε ακόμα πιο περιορισμένο βαθμό, βελτιώνει τη ρύθμιση του ακαταδίωκτου των βουλευτών η πρόβλεψη ότι άδεια για τη δίωξή τους δίνεται υποχρεωτικά για αδικήματα που δεν συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρο 62).

Από τα παραπάνω δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί ο προσχηματικός, για τη δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων, χαρακτήρας της αναθεώρησης του 2019. Υπάρχουν όμως δύο ρυθμίσεις της που τον τεκμηριώνουν.

Η πρώτη είναι η νέα παρ. 6 του άρθρου 73, με την οποία εισήχθη για πρώτη φορά σε ελληνικό σύνταγμα ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Επρόκειτο για πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία η Νέα Δημοκρατία αρχικά είχε απορρίψει διαρρήδην, για να την υιοθετήσει παρόλα αυτά στο τελευταίο στάδιο της αναθεώρησης, με τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής ομάδας της (και πρωθυπουργό) να δηλώνει ενώπιον της βουλής: «Με συναινετική διάθεση η Κοινοβουλευτική μας Ομάδα ενσωμάτωσε στην τελική της πρόταση και τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, την οποία πρότεινε η Αντιπολίτευση. […] Δείξαμε, όμως, υιοθετώντας αυτή την πρόταση, τη διάθεσή μας να αξιοποιήσουμε αυτήν τη μακρά διαδικασία και να ενσωματώσουμε προτάσεις, οι οποίες θεωρούμε ότι κινούνται στη σωστή κατεύθυνση και οι οποίες δεν βρισκόντουσαν στον πυρήνα της δικής μας πρότασης»[24]. Η υλοποίηση του θεσμού εξαρτήθηκε στη συνταγματική διάταξη από την έκδοση εκτελεστικού νόμου, ο οποίος ωστόσο, πέντε ολόκληρα χρόνια από την αναθεώρηση, όχι μόνο δεν έχει ακόμη εκδοθεί, αλλά δεν υπάρχει ούτε καν ως απλή πρόθεση νομοθέτησης. Η πλειοψηφία φαίνεται πως υιοθέτησε μια πρόταση που – κατά την ίδια, ως αντιπολίτευση – «κολακεύει τον λαό»[25], χωρίς ωστόσο να την πιστεύει και να την εννοεί πραγματικά και, πάντως, χωρίς να έχει πρόθεση να την υλοποιήσει. Την υιοθέτησε ‘στα λόγια’, επομένως, για τη δημιουργία εντυπώσεων και μόνο.

Η δεύτερη ρύθμιση είναι η εξομοίωση, «ως προς όλα», των στρατιωτικών δικαστών με εκείνους της τακτικής δικαιοσύνης (άρθρο 96 παρ. 5). Η υλοποίηση και αυτής της ρύθμισης εξαρτήθηκε από την έκδοση εκτελεστικού νόμου. Και σ’ αυτή την περίπτωση, τέτοιος νόμος, πέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση, δεν υπάρχει ούτε ως σχέδιο[26]. Η ρύθμιση φαίνεται τελικά πως περιλήφθηκε στο Σύνταγμα προεχόντως για την υψηλή συμβολική αξία που έχει για ένα προνομιακό για την πλειοψηφία τμήμα του εκλογικού σώματος (ένοπλες δυνάμεις), χωρίς να υπάρχει πραγματική πρόθεση εφαρμογής της.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η κανονιστική υποβάθμιση του Συντάγματος είναι βαρύτατη[27]. Η αναθεώρηση του 2019 μάς εξοικείωσε, πέραν όσων είχαμε ήδη δει στην αναθεώρηση του 2001, και με μια καινούργια ιδέα: ότι μπορούμε να περιλάβουμε στο Σύνταγμα ρυθμίσεις για λόγους πολιτικών εντυπώσεων και μόνο, που δεν τις εννοούμε και δεν έχουμε την πρόθεση να τις εφαρμόσουμε, αλλά ούτε και κανέναν ενδοιασμό να τις (θέτουμε και να τις) διατηρούμε στο Σύνταγμα ως ρητορικά και συμβολικά σκιάχτρα.

Η αναθεωρητική διαδικασία ως παίγνιο

Η αναθεώρηση του 2019 είχε και μια διαδικαστική παράπλευρη συνέπεια. Ακριβώς επειδή ολοκληρώθηκε από πλειοψηφία διαφορετική εκείνης που την ξεκίνησε, τέθηκε εμπράκτως το ζήτημα αν η αναθεωρητική βουλή δεσμεύεται από τις κατευθύνσεις που έδωσε η προτείνουσα βουλή. Επικράτησε η άποψη ότι η προτείνουσα βουλή περιορίζεται αυστηρά και μόνο στον προσδιορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων, χωρίς οι κατευθύνσεις που τυχόν έδωσε για την αναθεώρησή τους να δεσμεύουν με οποιονδήποτε τρόπο την αναθεωρητική βουλή[28]. Η επιλογή αυτή έχει εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για το μέλλον της αναθεωρητικής διαδικασίας. Αν η αναθεωρητική βουλή είναι παντελώς αδέσμευτη, τότε μπορεί να δώσει οποιοδήποτε περιεχόμενο στις διατάξεις που έχουν επιλεγεί προς αναθεώρηση, ακόμη και στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που προσδιόρισε η προτείνουσα βουλή, δηλαδή αντίθετη προς την αιτία – τη συνταγματική ανάγκη – που προκάλεσε την αναθεωρητική πρωτοβουλία. Μια πρόταση, για παράδειγμα, αναθεώρησης του άρθρου 86 προς την κατεύθυνση περιορισμού της προνομιακής ρύθμισης της ποινικής ευθύνης των υπουργών, θα μπορούσε να καταλήξει, αντιθέτως, στη διεύρυνση του προνομίου τους.

Αυτό όμως, κατ’ αποτέλεσμα, ακυρώνει τον κανόνα που θέτει το άρθρο 110 για τις απαιτούμενες πλειοψηφίες στην αναθεωρητική διαδικασία. Οι παρ. 2 και 3 ορίζουν ότι η ανάγκη αναθεώρησης διαπιστώνεται με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών της προτείνουσας βουλής και, στη συνέχεια, η αναθεώρηση αποφασίζεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών της επόμενης, αναθεωρητικής, βουλής. Μπορούμε ευλόγως να υποθέσουμε ότι ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε η αυξημένη πλειοψηφία να είναι ο κανόνας στην προτείνουσα και η απόλυτη στην αναθεωρητική βουλή. Η παρ. 4 προβλέπει τη λεγόμενη εναλλαγή των πλειοψηφιών: η αναθεώρηση μπορεί να προχωρήσει ακόμη κι αν η πρόταση έλαβε την απόλυτη (αλλά όχι αυξημένη) πλειοψηφία στην προτείνουσα βουλή, αρκεί στην περίπτωση αυτή να αποφασιστεί με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων στην αναθεωρητική βουλή. Αν όμως η αναθεωρητική βουλή μπορεί να δώσει οποιοδήποτε περιεχόμενο στις αναθεωρητέες διατάξεις, τότε οι πολιτικές δυνάμεις στην προτείνουσα βουλή θα τείνουν να ψηφίζουν στρατηγικά, ώστε οι προτεινόμενες διατάξεις να υπερψηφίζονται με την απόλυτη (αλλά όχι αυξημένη) πλειοψηφία, για να μη δώσουν carte blanche στην ακόμα άγνωστη πλειοψηφία της επόμενης βουλής. Ο κανόνας δηλαδή θα αντιστραφεί. Αυτό που ο συντακτικός νομοθέτης προέβλεψε ως ρήτρα ευελιξίας της διαδικασίας (η παρ. 4) θα γίνει ο κανόνας και αυτό που προέβλεψε ως κανόνα (οι παρ. 2 και 3) θα απομείνει σπάνια εξαίρεση[29].

Ήδη αυτό συνιστά ενός είδους χειραγώγηση της αναθεωρητικής διαδικασίας. Υπάρχει και κάτι ακόμα, που είναι μάλλον σημαντικότερο και έχει να κάνει με τη φύση και τη λειτουργία του Συντάγματος. Αν η αναθεωρητική βουλή είναι παντελώς αδέσμευτη, η αναθεωρητική διαδικασία μετατρέπεται σε παίγνιο ή στοίχημα[30]. Ανάλογα με το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών, η αναθεώρηση μπορεί να ολοκληρωθεί είτε προς την κατεύθυνση που θέλησε η βουλή που διαπίστωσε την ανάγκη της αναθεώρησης (παρ. 2 του άρθρου 110) είτε προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, την ανάγκη της οποίας ωστόσο κανείς δεν διαπίστωσε ποτέ. Το Σύνταγμα υποτίθεται ότι υπάρχει για να βάζει κανόνες στο πολιτικό παίγνιο. Αυτοαναιρείται όταν γίνεται παίγνιο και το ίδιο.

Η αναθεώρηση του 2019 βαρύνεται και με μια ακόμη διαδικαστική χειραγώγηση. Εδώ η Η΄ Αναθεωρητική Βουλή δεν πρωτοτύπησε, αλλά ακολούθησε ένα εξαιρετικά προβληματικό, και δυνάμει επικίνδυνο, προηγούμενο της αναθεώρησης του 2001. Στην αναθεώρηση εκείνη προστέθηκε παρ. 5 στο άρθρο 100, η οποία προβλέπει την υποχρέωση των τμημάτων των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, που κρίνουν διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική, να παραπέμπουν το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια. Ωστόσο, αποκλειστικό αντικείμενο του άρθρου 100 (το οποίο περιλαμβανόταν στις αναθεωρητέες διατάξεις) είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Εισάγοντας μια παρέκκλιση στον διάχυτο χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων, η ρύθμιση της παρ. 5 ανήκε κανονικά στην ύλη του άρθρου 93 παρ. 4, το οποίο όμως δεν περιλαμβανόταν στις αναθεωρητέες διατάξεις και το οποίο, παρόλα αυτά, τροποποιήθηκε κατ’ ουσίαν με την προσθήκη διάταξης σε άλλο άρθρο. Η προσθήκη της παρ. 5 στο άρθρο 100 έγινε κατά παράβαση της συνταγματικής διαδικασίας, διότι μεταβλήθηκε το κανονιστικό περιεχόμενο διάταξης την οποία δεν είχε προτείνει η προτείνουσα βουλή, με το τέχνασμα της προσθήκης παραγράφου σε άλλο άρθρο, χωρίς δηλαδή τυπικά να αναθεωρηθεί η κατ’ ουσίαν μεταβληθείσα διάταξη.

Το τέχνασμα αυτό συνιστά απαξίωση της αναθεωρητικής διαδικασίας. In extremis, η αναθεωρητική βουλή δεν δεσμεύεται από την επιλογή των προς αναθεώρηση διατάξεων που κάνει η προτείνουσα βουλή, αλλά μπορεί να αναθεωρήσει περίπου τα πάντα με την προσθήκη διατάξεων σε ‘συγγενείς’ διατάξεις, που ρυθμίζουν όμως διαφορετικό αντικείμενο, αρκεί να βρεθεί (ή να εφευρεθεί) κάποιος στοιχειώδης νοηματικός δεσμός της τυπικά αναθεωρούμενης με την ουσιαστικά μεταβαλλόμενη, και μη αναθεωρητέα, διάταξη.

Το τέχνασμα επαναλήφθηκε, ακόμα πιο απροκάλυπτα, στην αναθεώρηση του 2019, με την προσθήκη της παρ. 4 στο άρθρο 54 σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των εκτός επικράτειας εκλογέων[31]. Όμως, αποκλειστικό αντικείμενο του άρθρου 54 (που περιλαμβανόταν στις αναθεωρητέες διατάξεις) είναι το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των εκτός επικράτειας εκλογέων αποτελεί αντικείμενο του άρθρου 51 παρ. 4, που δεν περιλαμβανόταν στις αναθεωρητέες διατάξεις. Η προσθήκη της παρ. 4 στο άρθρο 54 τροποποίησε, κατά παράβαση της αναθεωρητικής διαδικασίας, συνταγματική ύλη του μη αναθεωρητέου άρθρου 51 παρ. 4. Το απροκάλυπτο του πράγματος προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της νέας παραγράφου, που ξεκινά με τη φράση: «Με τον νόμο της παραγράφου 4 του άρθρου 51 [κλπ.]». Ομολογείται δηλαδή ανενδοίαστα ότι η νέα ρύθμιση μόνον ως προσθήκη στην ίδια την παρ. 4 του άρθρου 51 θα μπορούσε να έχει τεθεί (αν αυτή είχε περιληφθεί στις αναθεωρητέες διατάξεις) με τη συνήθη σ’ αυτές τις περιπτώσεις εισαγωγική φράση «Με τον ίδιο νόμο [κλπ.]».

Ζητούμενο είναι η τήρηση του Συντάγματος, όχι η αναθεώρησή του

Όλα τα παραπάνω είναι πληγές στο σώμα του Συντάγματος. Συνηθίζουμε να αξιολογούμε τις αναθεωρήσεις με βάση το ουσιαστικό περιεχόμενο των μεταβολών που επέφεραν στο συνταγματικό κείμενο. Πολλές απ’ αυτές υπήρξαν αναμφίβολα θετικές. Οι ίδιες αναθεωρήσεις, ωστόσο, μάς άφησαν με όλο και περισσότερες συνταγματικές διατάξεις αμφίβολης κανονιστικότητας, διατάξεις με μεγάλα – και, συχνά, φλύαρα – λόγια, που παραμένουν όμως τέτοια – λόγια – αποτυγχάνοντας, ενίοτε παταγωδώς, να ανταποκριθούν στις υψηλές προσδοκίες που είχαν γεννηθεί με τη θέσπισή τους. Αυτό συνεπάγεται την κανονιστική υποβάθμιση, και τελικά απαξίωση, του Συντάγματος στο σύνολό του.

Την κανονιστική έκπτωση του Συντάγματος τη διαπιστώσαμε πρόσφατα με το ν. 5094/2024 που επέτρεψε την εγκατάσταση παραρτημάτων ιδιωτικών πανεπιστημίων της αλλοδαπής. Αυτό που υπήρξε το pium desiderium και των τριών τελευταίων αναθεωρήσεων, η αναθεώρηση του άρθρου 16, τελικά δεν χρειάστηκε να συμβεί. Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ‘παρακάμφθηκε’ με ‘δημιουργικές’ – καλύτερα: ευφάνταστες – ερμηνευτικές κατασκευές[32].

Μια νέα αναθεώρηση του Συντάγματος, οσοδήποτε αγαθές κι αν είναι οι προθέσεις όσων την προτείνουν, δεν είναι προτεραιότητα αυτή τη στιγμή. Επιτακτικό ζητούμενο είναι να διασφαλίσουμε πρώτα την κανονιστικότητα και τον σεβασμό του Συντάγματος που έχουμε – όσο ατελές ή, κατά περίπτωση, προβληματικό κι αν είναι – και μετά ας συζητήσουμε για τη βελτίωσή του μέσω αναθεώρησης.

«Δεν υπάρχουν συνταγματικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν;», θα αντιτάξει ευλόγως κάποιος/α. Βεβαίως υπάρχουν. Πολλά και μεγάλα. Ας εξαντλήσουμε όμως πρώτα κάθε δυνατότητα νομοθετικής αντιμετώπισής τους, για να (απο)δείξουμε πως εννοούμε και επιθυμούμε πραγματικά την επίλυσή τους, και αν αυτή δεν έχει αποτέλεσμα, ας σκεφτούμε – τότε και με μεγάλη περίσκεψη – το ενδεχόμενο συνταγματικής αναθεώρησης.

Θα περιοριστώ σε δύο παραδείγματα αναθεωρητικών προτάσεων που έχουν τεθεί – διαχρονικά και ξανά εσχάτως, ενόψει της παρέλευσης της πενταετούς ‘προθεσμίας διάσκεψης’ του άρθρου 110 παρ. 6 – στον δημόσιο διάλογο. Για να δείξω ότι, πριν φτάσουμε στη συνταγματική αναθεώρηση, υπάρχουν κι άλλες δυνατότητες που θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε.

Έχει αρκετές φορές, και προσφάτως[33], προταθεί η αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5, που προβλέπει ότι η ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας επιλέγεται από την κυβέρνηση. Θεωρείται ότι η συνταγματική ρύθμιση ευθύνεται για φαινόμενα ή, έστω, απλώς και μόνο τον κίνδυνο αθέμιτων συναλλαγών και επιρροών που ευνοούν τον κυβερνητικό παρεμβατισμό στη δικαστική λειτουργία. Είναι ακριβώς έτσι; Ευθύνεται (μόνο) το Σύνταγμα για αυτό το, υπαρκτό πάντως, συνταγματικό πρόβλημα; Αυτή τη στιγμή, σε κάθε ένα από τα ανώτατα δικαστήρια προβλέπονται μία θέση προέδρου και δέκα αντιπροέδρων. Σύνολο έντεκα. Δώδεκα στον Άρειο Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο, αν συνυπολογίσουμε τον εισαγγελέα και τον γενικό επίτροπο. Αυτό σημαίνει ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός συμβούλων Επικρατείας, αρεοπαγιτών και συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ευλόγως, προσβλέπουν στην προοπτική της επιλογής τους στις θέσεις αυτές, κάτι που ενδεχομένως επηρεάζει τη συμπεριφορά τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι θέσεις των αντιπροέδρων δεν προβλέπονται εκ του Συντάγματος, καθορίζονται με νόμο. Δεν θα ήταν άραγε διαφορετικά τα πράγματα αν ο νόμος περιόριζε τις θέσεις αντιπροέδρων – επομένως και την εμβέλεια της συνταγματικής αρμοδιότητας της κυβέρνησης – σε μία μόνο ανά δικαστήριο;

Το άρθρο 86 για την ποινική ευθύνη των υπουργών είναι ένα άλλο, μεγάλο, συνταγματικό πρόβλημα. Η ανάθεση της αποκλειστικής αρμοδιότητας για τη δίωξη υπουργών σε ένα πολιτικό όργανο, τη βουλή, μοιραία πολιτικοποιεί μια στην ουσία της δικαστική διαδικασία. Η βουλή αποφασίζει κατά πλειοψηφία, με πολιτικά – και όχι νομικά – κριτήρια και, κατά κανόνα, στη βάση της γραμμής που δίνει η κάθε κοινοβουλευτική ομάδα. Είναι η συνταγματική αναθεώρηση ο μόνος δρόμος για να αμβλυνθεί η πολιτικοποίηση της διαδικασίας;[34] Με τροποποίηση του 2011, προβλέφθηκε στον εκτελεστικό του άρθρου 86 νόμο η δυνατότητα να ανατίθεται σε γνωμοδοτικό συμβούλιο, που συγκροτείται από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο εισαγγελείς εφετών, ο νομικός έλεγχος και η αξιολόγηση της βασιμότητας της κατηγορίας κατά υπουργού[35]. Η δυνατότητα αυτή ουδέποτε αξιοποιήθηκε – μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε για ποιο λόγο. Δεν θα αποτελούσε άραγε μια μείζονα τομή αν – με νόμο! – γινόταν υποχρεωτική η γνωμοδοτική διαδικασία, κάτι που θα καθιστούσε δυσβάσταχτη την πολιτική ευθύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να ψηφίσει αντίθετα προς μια πλήρως αιτιολογημένη και νομικά τεκμηριωμένη γνώμη δικαστικών λειτουργών υψηλού κύρους;

Ο μύθος του ψεύτη βοσκού

Τα παραπάνω δεν πρέπει να εκληφθούν με την έννοια ενός συνταγματικού σχετικισμού για τον οποίον η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι ένας θεσμός περίπου περιττός, καθώς ισοδύναμα αποτελέσματα μπορούν σχεδόν πάντοτε να επιτευχθούν με τα συνήθη μέσα της πολιτικής, τη νομοθέτηση και τη διαμόρφωση πολιτειακής πρακτικής[36]. Η αναθεώρηση παραμένει ένας αναντικατάστατος, και ενίοτε πολύτιμος, θεσμός συνταγματικής μηχανικής. Αρκεί να συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις.

Στο γνωστό μύθο, ο ψεύτης βοσκός φώναζε ‘λύκος!’ για να διασκεδάσει με τους αναστατωμένους συγχωριανούς του και, ίσως ακόμα, για να νοιώσει την ηδονή της εξουσίας που ασκεί πάνω τους μια και μόνη λέξη του. Όταν έφτασε πράγματι λύκος, οι φωνές του βοσκού δεν είχαν πια κανένα αποτέλεσμα. Ο ίδιος είχε χάσει την αξιοπιστία του, με αποτέλεσμα ο λόγος του να χάσει κάθε επιτελεστικότητα και, προφανώς, κάθε αποτελεσματικότητα.

Τρεις αναθεωρήσεις έγιναν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ τους – τα δεκαοκτώμισι χρόνια από τον Απρίλιο του 2001 έως τον Νοέμβριο του 2019 – χωρίς να υπάρχει πραγματικός συνταγματικός λόγος, δηλαδή κάποια ανάγκη (όρος που υπάρχει στο άρθρο 110 παρ. 2 και θα πρέπει ίσως να τον δούμε πιο σοβαρά) που να απορρέει από τη λογική του πολιτεύματος. Η αναθεωρητική διαδικασία έχει χάσει την αξιοπιστία της. Στις περιστάσεις αυτές, έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε για την αποτελεσματικότητα που μπορεί να έχει μια ακόμη αναθεώρηση – ανεξάρτητα από οποιοδήποτε περιεχόμενο μπορεί να έχει: η διαδικασία απαξιώθηκε, όχι το περιεχόμενο των αναθεωρητικών προτάσεων. Όσο το πολιτικό υποκείμενο της αναθεώρησης δεν ανακτά τη (συνταγματική) αξιοπιστία του, δεν έχει νόημα να ξεκινήσει νέα αναθεώρηση. Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε μια νέα αναθεώρηση χωρίς (συνταγματικό) σκοπό, που θα συμβάλει στο καθοδικό σπιράλ απαξίωσης – της αναθεωρητικής διαδικασίας, καταρχάς, αλλά τελικά και – του ίδιου του Συντάγματος.

Υπαινίχθηκα αμέσως παραπάνω ότι, για να ανακτήσει τη συνταγματική αξιοπιστία του, το πολιτικό υποκείμενο της αναθεώρησης, το πολιτικό σύστημα, οφείλει να εξαντλήσει, με ειλικρίνεια και σοβαρότητα, κάθε νομοθετική δυνατότητα αντιμετώπισης όσων εκλαμβάνει ως συνταγματικά προβλήματα. Και μόνο αν αυτά αποδειχθούν ατελέσφορα, να προχωρήσει – με ακόμα μεγαλύτερη σοβαρότητα και περίσκεψη – σε συνταγματική αναθεώρηση.

 

[1] Χρησιμοποιώ τον όρο «λογική του πολιτεύματος» με την έννοια που του δίνει ο Ευ. Βενιζέλος, Η λογική του πολιτεύματος και η δομή της εκτελεστικής εξουσίας στο Σύνταγμα του 1975, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1980.

[2] Βλ. Κατρούγκαλο Γ., «Πολιτικό σύστημα και πραγματικό Σύνταγμα της περιόδου 1974-2004: Μια πρώτη περιοδολόγηση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας», Νομικό Βήμα 2004, σ. 1909-1920.

[3] Έχω προσπαθήσει παλαιότερα να αναδείξω την έννοια της ‘μεγάλης πολιτικής’ και τη σημασία της για το συνταγματικό δίκαιο. Καϊδατζής Ακρ., «‘Μεγάλη πολιτική’ και ασθενής δικαστικός έλεγχος: Συνταγματικά ζητήματα και ζητήματα συνταγματικότητας στο ‘Μνημόνιο’», Το Σύνταγμα 2012, σ. 259-292 (267-268): «…‘μεγάλη πολιτική’ ασκείται όταν η πολιτική εξουσία αναλαμβάνει ρόλο κοινωνικού, με ευρεία έννοια, μετασχηματισμού. Σε αντίθεση με αυτό που κάπως συμβατικά θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ‘τρέχουσα’ ή ‘συνήθη’ πολιτική, η οποία κινείται εντός ενός λίγο ή πολύ δεδομένου πλαισίου, το οποίο και αναπαράγει, η μεγάλη πολιτική αμφισβητεί το πλαίσιο αυτό και επιδιώκει την επαναοριοθέτησή του. Στις περιπτώσεις αυτές η πολιτική εξουσία υπερβαίνει τη διαχείριση του status quo και θέτει επί τάπητος τα μεγάλα ζητήματα που μάς απασχολούν ως κοινωνία: ποιοι είμαστε και προς τα πού πηγαίνουμε. Ευκαιρία για την άσκηση μεγάλης πολιτικής προσφέρουν ιδίως, αλλά όχι μόνον, οι πολιτικά μεταβατικές περίοδοι και προπαντός οι περίοδοι κρίσης. Γενικότερα, εάν με τη συνήθη πολιτική εξυπηρετούνται επιμέρους συμφέροντα ως πτυχές του δημόσιου συμφέροντος, με τη μεγάλη πολιτική αναδύεται το γενικό ή υπέρτερο δημόσιο συμφέρον ως τέτοιο, το ‘καθαρό’ δημόσιο συμφέρον μεγάλης κλίμακας, που συνδέεται με μεγάλους εθνικούς στόχους ή, σε περιόδους κρίσης, με εθνικές ανάγκες». Ο ισχυρισμός που διατυπώνω εδώ είναι πως η συνταγματική αναθεώρηση θα έπρεπε, εξ ορισμού, να συνιστά άσκηση ‘μεγάλης’ πολιτικής, ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε.

[4] Μάνεσης Αρ., Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986. Μια κριτική αποτίμηση της νομικοπολιτικής σημασίας της, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1989.

[5] ‘Εκλεγμένη δικτατορία’ (elective dictatorship) έχει αποκληθεί, στην πατρίδα του κοινοβουλευτισμού και γενικότερα σε συστήματα τύπου Westminster, η πολιτική συνθήκη κατά την οποία η κυβέρνηση ελέγχει πλήρως το κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά αν(εξ)έλεγκτη, βλ. Nat Le Roux, «Elective dictatorship? The democratic mandate concept has become dangerously over-extended», blogs.lse.ac.uk, 7.8.2014.

[6] Χρυσόγονος Κ., Μια βεβαιωτική αναθεώρηση. Η αναθεώρηση των διατάξεων του Συντάγματος για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2000. Επίσης, Βενιζέλος Ευ., «Η συναινετική και επιβεβαιωτική αναθεώρηση του Συντάγματος: Μια θεωρητική σύνοψη», Το Σύνταγμα 1998, σ. 311-322.

[7] Βενιζέλος Ευ., Η συναινετική αναθεώρηση. Αναθεώρηση του Συντάγματος και αναβίωση της πολιτικής, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1996, ο ίδιος, Η αναθεώρηση του Συντάγματος. Συνολικό σχέδιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα – Συναινετική αναθεώρηση ΙΙ, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1998. Μολονότι προγενέστερος της αναθεώρησης, ο χαρακτηρισμός αυτός αποδίδει με εξαιρετική ευστοχία το αποτέλεσμα της αναθεωρητικής διαδικασίας.

[8] Η Β. Χρήστου, «Η συναίνεση και η πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση», Το Σύνταγμα 2021, σ. 31-61, διακρίνει μεταξύ της διαδικαστικής και της ουσιαστικής συναίνεσης, θεωρώντας πως μόνον η πρώτη αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της διαδικασίας του άρθρου 110. Θα εκφράσω κάποιες επιφυλάξεις για τη θέση αυτή στην επόμενη ενότητα, υποσημ. 29.

[9] Βλ. παραπάνω, υποσημ. 7.

[10] Χρυσόγονος Κ., Συνταγματικό δίκαιο, 3η έκδ., Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 131.

[11] Μανιτάκης Αντ., «Η αναγκαιότητα της αναθεώρησης μεταξύ πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού και αναθεωρητικής συναίνεσης», Το Σύνταγμα 2007, σ. 3-20, επίσης ο ίδιος, «Η συναινετική καταδολίευση της αναθεωρητικής διαδικασίας και η αντιμετώπιση του Συντάγματος σαν έναν κοινό νόμο», Ελευθεροτυπία 29.5.2006, αναδημ. constitutionalism.gr 5.2.2019.

[12] Απόφαση ΕΔΔΑ της 15.6.2006, Λυκουρέζος κατά Ελλάδας.

[13] Η τύχη του επαγγελματικού ασυμβίβαστου των βουλευτών θυμίζει κάπως την ποτοαπαγόρευση, που εισήχθη το 1919 με τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ, για να καταργηθεί το 1933 με την 21η τροποποίηση.

[14] Απόφαση ΔΕΕ της 16.12.2008, C-213/07, Μηχανική Α.Ε. κατά Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και Υπουργού Επικρατείας, ΣτΕ 3470/2011 Ολομ.

[15] Αξίζει να μνημονευτεί η καταλυτική κριτική του Αντώνη Μανιτάκη. «Με τη συνταγματική ρύθμιση του βασικού μετόχου, η πολιτική εξουσία αναζήτησε, τελικά, στο Σύνταγμα καταφύγιο και πολιτικό άλλοθι. Θεώρησε την συνταγματική αναθεώρηση ως το κατάλληλο μέσο προκειμένου να απαλλαγεί η ίδια από την κατηγορία της πολιτικής συγκάλυψης ή της ανοχής της διαπλοκής. Κατάφυγε εκεί για να δικαιολογήσει την δική της αδυναμία ή αβουλία να αντιμετωπίσει πολιτικά και θεσμικά, μέσω κυρίως των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών, όπως ήταν το ΕΣΡ, μια νοσηρή κατάσταση που υποσκάπτει τα θεμέλια του πολιτεύματος και δυσφημεί και την ίδια. […] Φευ, το καταφύγιο του τυπικού Συντάγματος και η χρησιμοποίηση της διαδικασίας της αναθεώρησης από την πολιτική εξουσία, ως πρόσχημα για μια διαφυγή προς τα εμπρός (fuite en avant) από τα δυσεπίλυτα προβλήματα της πολιτικής εξουσίας, αποδείχθηκε διέξοδος απατηλή, πρόσκαιρη και αναποτελεσματική. Διότι, όχι μόνον δεν επιτεύχθηκαν οι σκοποί της ρύθμισης, όχι απλώς δεν επήλθαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αφού η συνταγματική ρύθμιση έμεινε στην πράξη ανενεργός και ουσιαστικά ανεφάρμοστη, αλλά, το κυριότερο, άφησε τελικά ανέγγιχτη και την διαπλοκή. […] Ο τελευταίος νομοθέτης του 2005 ενεργώντας ως εκτελεστής και έμμεσα ερμηνευτής του Συντάγματος νομοθέτησε αυτή τη φορά ερμηνεύοντας τις συνταγματικές διατάξεις σε απόλυτη αρμονία με το κοινοτικό δίκαιο, συρρικνώνοντας το κανονιστικό εύρος των ασυμβιβάστων του άρθρου 14 παρ. 9, σε τέτοιο σημείο ώστε η απαγορευτική αυτή συνταγματική ρύθμιση να μείνει κενή κανονιστικού περιεχομένου. […] Με αυτή την εξέλιξη, η κανονιστική αξία του Συντάγματος καταρρακώθηκε, η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης απαξιώθηκε, η πολιτική εξουσία έχασε ένα μέρος της πολιτικής αξιοπιστίας της. Και το κυριότερο η διαπλοκή έμεινε ανέπαφη και μάλιστα φαίνεται ότι αποθρασύνθηκε»: Αντ. Μανιτάκης, «Οι θεσμικές παρενέργειες της ‘υπόθεσης του Βασικού Μετόχου’: Η εκνόμευση του συντάγματος και η παραγνώριση των άδηλων τροποποιήσεων του συντάγματος μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών», constitutionalism.gr, 7.9.2015, σ. 6-8 (η έμφαση στο πρωτότυπο).

[16] Ας μνημονευτεί πάλι η κριτική του Μανιτάκη. «Το μοιραίο, πολιτικά, λάθος της αναθεωρητικής πλειοψηφίας το 2001 οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στο γεγονός ότι υποτίμησε ή μάλλον αγνόησε την ουσιαστική διαφορά νόμου και νομοθετικής εξουσίας από τη μια μεριά, και Συντάγματος και αναθεωρητικής εξουσίας, από την άλλη. Η νομοτεχνική κατάστρωση της αναθεωρητικής διάταξης ήταν σαφώς ‘νομοθετικής κοπής και προέλευσης’ και δεν ταίριαζε καθόλου σε Σύνταγμα. Αδυνατούσε από μόνη της να λειτουργήσει, όπως ήταν λεπτομερειακή, τεχνική και φλύαρη, αποτελεσματικά και να πετύχει τον στόχο, που είχε τάξει στον εαυτό της. Δεν ανήκει στο τυπικό Σύνταγμα να ρυθμίζει ύλη που δεν είναι συνταγματικού χαρακτήρα από άποψη ουσίας, όπως π.χ. να προβλέπει διαδικασίες αποτροπής του κινδύνου και να απαριθμεί ασυμβίβαστα, όπως η ιδιότητα του βασικού μετόχου ή οι επαγγελματικές αναξιότητες. Το Σύνταγμα είναι για τα βασικά και θεμελιώδη, π.χ. για να καθορίζει τους σκοπούς της συγκεκριμένης συνταγματικής ρύθμισης ή την γενική αρχή που την διέπει. […] Αυτήν την ουσιαστική διάκριση νόμου και συντάγματος αγνόησε ή υποτίμησε ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 και αυτή την συνταγματική απερισκεψία, που ονόμασα αλλού εκνόμευση του Συντάγματος, πλήρωσε το πολιτικό σύστημα, η Δικαιοσύνη και έμμεσα ο τόπος, με τις ανελαστικές, πληθωρικές και λεπτομερειακές συνταγματικές διατάξεις που είτε έμειναν ανεφάρμοστες είτε η εφαρμογή τους προκάλεσε αρνητικές κρίσεις και αντιφατικές αποφάσεις της νομολογίας»: Μανιτάκης, «Οι θεσμικές παρενέργειες της ‘υπόθεσης του Βασικού Μετόχου’», ό.π., σ. 8-10 (η έμφαση στο πρωτότυπο).

[17] Βλ. Σωτηρέλη Γ., Σύνταγμα και δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, 2η έκδ., Παπαζήσης, 2022.

[18] Για υποβάθμιση κάνει λόγο ο – εκ των κατεξοχήν αρμοδίων – Χρ. Ράμμος, «Η υποβάθμιση ενός ούτως ή άλλως δυσχερούς και ευαίσθητου δικαιώματος. (Η περίπτωση του άρθρου 19 του Συντάγματος)», nomarchia.gr, 12.2.2024.

[19] Βενιζέλος Ευ., «Συνταγματική αυτοσυνειδησία ή αναθεωρητικός οίστρος; Μετά και πριν από μια αναθεώρηση του Συντάγματος», σε: Ξ. Κοντιάδη (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, τόμ. Β΄, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σ. 987-1073.

[20] Μανιτάκης Αντ., Ο ελληνικός συνταγματισμός αντιμέτωπος με τον συναινετικό αναθεωρητισμό, Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς, 2006.

[21] Μανιτάκης Αντ., «Η μίνι αναθεώρηση του 2008 και τα διδάγματά της», constitutionalism.gr, 17.1.2019.

[22] Για λόγους τάξης, οφείλω να δηλώσω πως είχα κάποια – σχετικά περιορισμένη και, πάντως, άτυπη – εμπλοκή στην αναθεωρητική πρόταση που υπέβαλε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ το 2018, ως εκ της θεσμικής ιδιότητάς μου ως γενικού γραμματέα, τότε, της κυβέρνησης σε συνδυασμό με την επιστημονική ιδιότητά μου ως ειδικού περί το συνταγματικό δίκαιο. Όσα ακολουθούν μπορούν να εκληφθούν και ως ένα είδος – και στο βαθμό που μου αναλογεί – αυτοκριτικής.

[23] Κατά τη σχετική ρήση του Κώστα Χρυσόγονου για την αναθεώρηση του 2001, βλ. παραπάνω, υποσημ. 10.

[24] Βουλή των Ελλήνων, Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή, Πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής και Ψηφοφορία, 2020, σ. 471, Συνεδρίαση της 25.11.2019 (Κ. Μητσοτάκης). Αυτήν, όπως και την αναφορά της επόμενης υποσημείωσης, αντλώ από Χίου X., «Κανονιστική υποβάθμιση του Συντάγματος: Η περίπτωση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας», nomarchia.gr, 4.10.2024.

[25] Ο γενικός εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας επί της αναθεώρησης δήλωνε ενώπιον της προτείνουσας βουλής: «Ως προς τις αµεσοδηµοκρατικές σας πρόνοιες, επαναλαμβάνω ότι δεν υπάρχει σ’ αυτή τη φάση κανένας λόγος να κολακεύουμε κανέναν και ιδίως τον λαό. Εμείς πιστεύουμε µε αυτοπεποίθηση στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία». Βουλή των Ελλήνων, Περίοδος ΙΖ΄, Δ΄ Σύνοδος, Πρακτικά των συνεδριάσεων και έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, 2019, σ. 507 (Κ. Τασούλας).

[26] Κοντιάδης Ξ., «Η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης μετά την αναθεώρηση του 2019», syntagmawatch.gr, 28.2.2022.

[27] Χίου, «Κανονιστική υποβάθμιση του Συντάγματος», ό.π.

[28] Για την αντίθετη άποψη, βλ. προπαντός Γιαννακόπουλο Κ., «Η δυνατότητα δέσμευσης της Αναθεωρητικής Βουλής από τις ουσιαστικές κατευθύνσεις της προτείνουσας Βουλής», constitutionalism.gr, 27.11.2018. Μια καλή παρουσίαση των αντίθετων απόψεων με τις επιμέρους παραλλαγές τους δίνει η Χρήστου, «Η συναίνεση και η πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση», ό.π.

[29] Στην επιστημονική συζήτηση έχουν διατυπωθεί, με σοβαρά και υποστηρίξιμα επιχειρήματα εκατέρωθεν, τόσο η άποψη για τη δεσμευτικότητα των κατευθύνσεων που δίνει η προτείνουσα βουλή όσο και η αντίθετή της. Χωρίς να θέλω εδώ να υπεισέλθω περισσότερο στο θέμα (για το οποίο βλ. τις αναφορές στην προηγούμενη υποσημείωση, όπου και περαιτέρω εξαντλητικές παραπομπές), περιορίζομαι να επισημάνω ότι, κατά τη γνώμη μου, καταλυτικό υπέρ της πρώτης άποψης είναι το επιχείρημα από τις διαδικαστικές διατάξεις των παρ. 2-4 του άρθρου 110. Από τη λογική των διατάξεων αυτών απορρέει η απαίτηση για ένα μίνιμουμ ουσιαστικής συναίνεσης που πρέπει να επιβεβαιωθεί διαχρονικά και το οποίο δεν αφορά βεβαίως το περιεχόμενο, αλλά μόνο την επί της αρχής κατεύθυνση της αναθεώρησης.

[30] Γιαννακόπουλος Κ., «Η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι πολιτικό στοίχημα», Εφημερίδα των Συντακτών, 2.1.2019, αναδημ. constitutionalism.gr, 28.1.2019.

[31] Καϊδατζής Ακρ., «Πέντε παρατηρήσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση», Εφημερίδα των Συντακτών, 28.11.2019, αναδημ. constitutionalism.gr, 29.11.2019.

[32] Για τη σχετική επιστημονική αντιπαράθεση βλ. Φάκελος «Ιδιωτικά Α.Ε.Ι. και Σύνταγμα», σε: https://www.constitutionalism.gr/category/idiotika-aei-syntagma/.

[33] Ράμμος Χρ., «Η ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων», nomarchia.gr, 8.11.2024.

[34] Πρβλ. Καϊδατζή Ακρ./Θεοχάρη Ασπ., «Αντισυνταγματικότητα του κανόνα της εφάπαξ υποβολής πρότασης για άσκηση δίωξης κατά υπουργού», nomarchia.gr, 19.7.2024.

[35] Άρθρο 2 του ν. 3961/2011, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 του ν. 3126/2003.

[36] Μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή αυτής της αντίληψης ανάγει σε κεντρική την έννοια της συνταγματικής ευελιξίας, που επιτρέπει στην εθνική έννομη τάξη – μέσω των άδηλων ή άτυπων τροποποιήσεων του Συντάγματος που επιφέρουν η ενσωμάτωση της διεθνούς και ενωσιακής νομιμότητας και η συνταγματική νομολογία – «χωρίς συνταγματική αναθεώρηση να τροποποιεί το περιεχόμενο ή να αλλάζει το πρωτογενές νόημα των διατάξεών του»: Μανιτάκης Αντ., «H εντυπωσιακή, παρά την κρίση, ανθεκτικότητα του Συντάγματος χάρη στην άδηλη μεταβολή του κανονιστικού νοήματός του», constitutionalism.gr, 12.5.2020, σ. 5.

image_pdf
+ posts

Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τα κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντά του είναι οι σχέσεις δικαίου και πολιτικής, ο δικαστικός έλεγχος του νόμου, η ελληνική συνταγματική ιστορία και ιστορία του συνταγματικού δικαίου. Είναι επιστημονικός υπεύθυνος στο ερευνητικό πρόγραμμα PopCon (Populist Constitutionalism, Λαϊκιστικός συνταγματισμός). Έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό επιστημονικών μελετών και τρεις μονογραφίες: «Ο συνταγματισμός του Εικοσιένα: Η συνταγματική πρακτική της Επανάστασης μέσα από τις πηγές, 1821-1827» (2021), «Ο δικαστικός έλεγχος των νόμων στην Ελλάδα, 1844-1935» (2016), και «Συνταγματικοί περιορισμοί των ιδιωτικοποιήσεων» (2006).

Μετάβαση στο περιεχόμενο