Οι προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024 στις ΗΠΑ έριξαν ουσιαστικά την αυλαία της πληρέστερης εκλογικής χρονιάς των τελευταίων ετών σε διεθνές επίπεδο, καθώς διαφόρων ειδών εκλογικές αναμετρήσεις έλαβαν χώρα σε περίπου 80 χώρες (μεταξύ των οποίων οι εθνικές εκλογές σε Ρωσία, Ινδία, Μ. Βρετανία, οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, αλλά και οι ευρωεκλογές σε όλα τα κράτη της ΕΕ) καλώντας συνολικά στις κάλπες περίπου 4 δισεκατομμύρια ψηφοφόρους ανά τον πλανήτη. Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, οι πρόσφατες εκλογές κλείνουν τον ιστορικό κύκλο της τελευταίας οκταετίας, που σημαδεύτηκε από την παρουσία του D. Trump στην κεντρική πολιτική σκηνή, με τις τρεις συνεχόμενες υποψηφιότητές του για την προεδρία εκ μέρους των Ρεπουμπλικάνων, από τη στιγμή που η δεύτερη αυτή νίκη του στερεί το δικαίωμα νέας υποψηφιότητας στο μέλλον.
Ο Τραμπισμός και η πόλωση
Πράγματι, την περίοδο 2016-2024 ο πολιτικός ανταγωνισμός στην υπερατλαντική υπερδύναμη σφραγίστηκε από την κυριαρχία του ρεύματος του τραμπισμού στη δημόσια πολιτική διαμάχη. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο σύστημα πολιτικών ιδεών, που συχνά αντιμετωπίζεται ως η αμερικανική εκδοχή της σύγχρονης ακροδεξιάς (ή εναλλακτικής δεξιάς, alt-right), με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την ανάδειξη των πιο ακραίων αιτημάτων ή αξιών της συντηρητικής ατζέντας και έναν πολιτικό λόγο φορτισμένο κατεξοχήν από εθνικολαϊκιστική, ξενοφοβική και σεξιστική ρητορική[1], που αυτοπροβάλλεται συχνά ως αντισυστημικός (παρά την υψηλή οικονομική επιφάνεια του πολιτικού ηγέτη και την άσκηση ήδη μιας προεδρικής θητείας από τον ίδιο). Παράλληλη είναι και η προώθηση ενός απολύτως αυταρχικού ηγετικού προτύπου, που στρατηγικά αποσκοπεί στον πλήρη έλεγχο της εξουσίας και φτάνει μέχρι την αμφισβήτηση των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών (αποκορύφωμα η μη αποδοχή του αποτελέσματος των προηγούμενων προεδρικών εκλογών), υποδαυλίζοντας έναν πολιτικό διχασμό που διοχετεύεται ευθέως και στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας[2].
Αποτέλεσμα είναι η κατακόρυφη όξυνση της πόλωσης στην αμερικανική πολιτική, που στο επίπεδο των εκλογικών δεδομένων αποτυπώνεται τελικά στη σχεδόν συμμετρική (και πολύ πιο έντονη από όσο τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν) διχοτόμηση του εκλογικού σώματος ως προς τις βασικές δημογραφικές ή κοινωνιολογικές μεταβλητές ή τις γενικότερες πολιτικές στάσεις των Αμερικανών ψηφοφόρων. Πρωτίστως όμως αντανακλάται στις συνήθως μικρές διαφορές ανάμεσα στα συνολικά ποσοστά των υποψηφίων, που κατά κανόνα καθιστούν αμφίρροπες τις τελευταίες αναμετρήσεις, με την ένταση της πολιτικής διαμάχης να συντηρείται σε υψηλά επίπεδα, ακόμα και εκτός των επίσημων προεκλογικών περιόδων.
Ανάλογη εικόνα έδιναν όλες σχεδόν οι δημοσκοπικές προβλέψεις και για την τελευταία αναμέτρηση, αφού μετά την απόσυρση από την εκλογική κούρσα του προέδρου J. Biben (21.7.2024), το διαμορφωμένο μέχρι τότε προβάδισμα του Trump (που είχε φτάσει μέχρι και τις 5 μονάδες) έδειξε να ανατρέπεται πλήρως τις τελευταίες εβδομάδες πριν την εκλογή, χωρίς όμως να φτάνει σε ασφαλή επίπεδα υπέρ της αντιπροέδρου και νέας υποψήφιας K. Harris[3]. Η εικόνα αυτή των αμφίρροπων εκλογικών αναμετρήσεων είναι φαινόμενο που συνάδει άλλωστε με τη γενικότερη εξέλιξη του εκλογικού ανταγωνισμού στις ΗΠΑ τον 21o αιώνα, κατά τον οποίο τα ποσοστά των υποψηφίων των δύο βασικών αντιμαχόμενων κομμάτων συγκλίνουν μεταξύ τους και, συνεπώς, τα τελικά αποτελέσματα δεν θυμίζουν σε τίποτε τις προηγούμενες ευρείες (landslide) εκλογικές νίκες άλλων προέδρων στο παρελθόν.
Οι αμφίρροπες εκλογικές μάχες
Πράγματι, στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, με εξαίρεση τις οριακές αναμετρήσεις του 1960, του 1968 και του 1976, όλες οι υπόλοιπες μέχρι το 1996 κρίνονταν με σαφή υπεροχή του νικητή έναντι του ηττημένου, ανώτερη των 5 ποσοστιαίων μονάδων, που στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνούσε το 10% (και αντίστοιχα το ποσοστό του νικητή το 55%, βλ. διάγραμμα 1). Αντίθετα, από το 2000 και μετά, η διαφορά στο εκλογικό αποτέλεσμα μόνο το 2008 υπερέβη το 5% (στην πρώτη εκλογή του B. Obama με 52,9% έναντι 45,7% του McKain). Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι οι υποψήφιοι πρόεδροι αδυνατούν πλέον να διεισδύσουν στα προνομιακά κοινά του αντίπαλου κόμματος στον ίδιο βαθμό που κάτι τέτοιο συνέβαινε στο παρελθόν. Η βασική εκλογική στρατηγική τους πλέον επικεντρώνεται όχι στην απεύθυνσή τους σε ευρύτερα τμήματα του εκλογικού σώματος, αλλά κυρίως στη συσπείρωση του κομματικού τους ακροατηρίου και πολύ περισσότερο στην αντισυσπείρωση του αντιπάλου, γεγονός που ανατροφοδοτεί την ιδεολογική πόλωση (αλλά και την ομογενοποίηση στο εσωτερικό των κομμάτων)[4].
Διάγραμμα 1. Απόλυτη Εκλογική Διαφορά (Ψήφων%) στις προεδρικές εκλογές 1928-2024
Το εκλογικό σύστημα
Η οριακή αυτή συνθήκη ωστόσο έμελλε να επιδράσει αμφίδρομα με την αύξηση της έντασης του εκλογικού ανταγωνισμού, αναδεικνύοντας ίσως για πρώτη φορά σε τέτοια διάρκεια, ιδιαίτερα στις τελευταίες τρεις αναμετρήσεις, τη σημασία και τις ιδιαιτερότητες του εκλογικού συστήματος για την προεδρία των ΗΠΑ (πλειοψηφικό ενός γύρου σε πολυεδρικές περιφέρειες, με ξεχωριστό ψηφοδέλτιο ανά υποψήφιο πρόεδρο). Στην ουσία πρόκειται για ένα σύστημα έμμεσης εκλογής, με 50+1 ταυτόχρονες αλλά ξεχωριστές μεταξύ τους τοπικές αναμετρήσεις (στις 50 πολιτείες + 1 εκλογική περιφέρεια της Washington DC), όπου ο νικητής σε κάθε μία από αυτές, εφόσον συγκεντρώσει τη σχετική πλειοψηφία των ψήφων (first-past-the-post), κερδίζει και το σύνολο των κατά τόπους εκλεκτόρων (winner-take-all).
Έτσι, το ζητούμενο για την τελική εκλογή ενός υποψηφίου προέδρου είναι να επικρατήσει (έστω και οριακά) σε τόσες πολιτείες, που θα του επιτρέψουν να συγκεντρώσει αθροιστικά τουλάχιστον 270 από τους 538 συνολικά εκλέκτορες, ακόμα και αν στις υπόλοιπες πλειοψηφεί ο αντίπαλος και μάλιστα με συνολική διαφορά αριθμητικά υπέρτερη, ενδεχομένως και συντριπτική. Θεωρητικά λοιπόν είναι δυνατή η αντιστροφή της λαϊκής ψήφου, δηλαδή ο υποψήφιος που εκλέγεται πρόεδρος (με την πλειοψηφία των εκλεκτόρων) να μην έχει κερδίσει ταυτόχρονα και την πλειοψηφία των ψήφων στο σύνολο της αμερικανικής επικράτειας[5]. Το τελικό αποτέλεσμα είναι δηλαδή δυνατό να κρίνεται από σχετικά μικρές τοπικές διαφορές σε αριθμό ψήφων, αθροιστικά πολύ μικρότερες από εκείνη των εθνικών ποσοστών.
Η τεχνική αυτή παρενέργεια[6] του αμερικανικού εκλογικού συστήματος είχε πράγματι ανακύψει δύο φορές στα τέλη του 19ου αιώνα (1876, 1888) και επαναλήφθηκε στις εκλογές του 2000 (στην πρώτη εκλογική νίκη του G. W. Bush). Παρόλα αυτά, βάσει των οριακών αποτελεσμάτων των τελευταίων ετών, η πιθανότητα ενός αντίστοιχου «παραδόξου» έχει αυξηθεί πλέον σημαντικά, αποτελώντας μια σταθερή συστηματική δυνατότητα, καθώς πράγματι αυτό συνέβη στην πρώτη εκλογή του D. Trump το 2016 και λίγο έλειψε να επαναληφθεί το 2020 (βλ. παρακάτω), ενώ μια ανάλογη εξέλιξη φαινόταν αρκετά πιθανή και στην πρόσφατη αναμέτρηση. Καταλυτικό φυσικά ρόλο για τη διαμόρφωση αυτού του φαινομένου παίζει η κατανομή και η τελική αποτύπωση της εκλογικής γεωγραφίας, δηλαδή των τοπικών εκλογικών συσχετισμών ανά πολιτεία.
Ι. Το εκλογικό αποτέλεσμα και η γεωγραφία του
Με γνώμονα όλα τα παραπάνω δεδομένα, η διεκδίκηση μιας δεύτερης θητείας από τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο προσέδιδε στη συγκεκριμένη αναμέτρηση χαρακτήρα δημοψηφισματικής αξιολόγησης του τραμπισμού συνολικά ως πολιτικού φαινομένου. Τελικά, το εκλογικό αποτέλεσμα κινήθηκε για άλλη μια φορά στο ίδιο περίπου πλαίσιο των οριακών διαφορών. Παρόλα αυτά, η οριακή νίκη του D. Trump με 1,5% (49,8% έναντι 48,3% της K. Harris) σηματοδότησε την ολική επαναφορά του στην αμερικανική προεδρία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο νέος πρόεδρος ανέκτησε και στη λαϊκή ψήφο το προβάδισμα από τους Δημοκρατικούς, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια, καθώς ενίσχυσε τη δύναμή του σε απόλυτο αριθμό ψήφων κατά 3 εκατομμύρια περίπου (τη στιγμή που η αντίπαλός του εμφάνισε απώλειες πάνω από 6 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με την προηγούμενη επίδοση του J. Biden το 2020). Παράλληλα, οι Ρεπουμπλικάνοι εξέλεξαν 312 εκλέκτορες, τους περισσότερους από το 1988. Η νίκη του Trump, μάλιστα, επισφραγίστηκε με την ανάκτηση της πλειοψηφίας στη Γερουσία και τη διατήρηση του ελέγχου στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Είναι επιπλέον χαρακτηριστικό ότι η επανεκλογή του Trump προσέλαβε εντυπωσιακά ομοιογενείς διαστάσεις στο επίπεδο της εκλογικής γεωγραφίας, καθώς οι εκλογικοί συσχετισμοί βελτιώθηκαν υπέρ του (είτε πλειοψήφησε είτε μειοψήφησε) και στις 50+1 εκλογικές περιφέρειες-πολιτείες αλλά και στο 90% των επιμέρους κομητειών. Συνεπώς, η επικράτησή του έλαβε τον χαρακτήρα μιας γενικευμένης «κόκκινης πλημμυρίδας», η οποία δεν αναμένονταν προεκλογικά, ειδικά με βάση τις προβλέψεις της τελευταίας στιγμής. Ο Trump, άλλωστε, επικράτησε και στις 7 δημοσκοπικά αμφίρροπες πολιτείες (swing states), οι οποίες αναμενόταν να καθορίσουν το τελικό αποτέλεσμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 6 από αυτές (πλην της N. Carolina) το 2020 είχε κερδίσει ο Biden: Pennsylvania, Michigan, Wisconsin, Georgia, Arizona και Nevada (στην τελευταία ο Trump δεν είχε κερδίσει ούτε το 2016 (βλ. χάρτη 1).
Χάρτης 1. Αποτελέσματα Πρ. Εκλογών ΗΠΑ 2016-2024 (3 αναμετρήσεις)
Για τρίτη συνεχόμενη φορά, «κλειδί» για την έκβαση των προεδρικών εκλογών αποδείχθηκαν κυρίως τα αποτελέσματα στις Μεσοδυτικές Πολιτείες, οι οποίες μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν την περισσότερο αμφίρροπη και εκλογικά ενδιάμεση μείζονα γεωγραφική ενότητα των ΗΠΑ. Πρόκειται για την περιοχή που εκλογικά κινείται ανάμεσα στις συντριπτικά «Δημοκρατικές» ζώνες της Δυτικής και της Βορειοανατολικής Ακτής και των ελεγχόμενων από τους Ρεπουμπλικάνους πολιτειών του αμερικανικού Νότου και της Δυτικής Ενδοχώρας, όπως αυτές ορίζονται (και ονομάζονται) σύμφωνα με τον επίσημο γεωγραφικό διαχωρισμό του Ομοσπονδιακού Γραφείου Απογραφών (US Census Bureau, βλ. χάρτη 2)[7]. Στις τελευταίες δύο αναμετρήσεις, οι επιδόσεις των υποψηφίων των δύο κομμάτων στις Μεσοδυτικές Πολιτείες σχεδόν συμπίπτουν με εκείνες στη Δυτική Ενδοχώρα, προσφέροντας (όπως και το 2016) σε αμφότερες τις περιοχές την πλειοψηφία στον Trump (βλ. πίνακα 1). Αξίζει, βέβαια, να επισημανθεί ότι στις τελευταίες εκλογές η υπεροχή του στις Μεσοδυτικές Πολιτείες ήταν 5,8% (52% προς 46,2%), προσφέροντάς του την μερίδα του λέοντος των εκλεκτόρων (85-30). Από την άλλη πλευρά, το 2020 μια μικρότερη διαφορά μόλις 2,4% (50,2% προς 47,8%) οδήγησε σε μια απολύτως ισορροπημένη κατανομή (61-57), η οποία αποδείχθηκε βασική για τη νίκη του J. Biden, σε συνδυασμό με την επικράτησή του στη γειτονική Pennsylvania και δευτερευόντως στη Georgia και την Arizona.
Χάρτης 2. Γεωγραφική Διαίρεση ΗΠΑ
Πίνακας 1. Εκλογικό αποτέλεσμα 2024 ανά γεωγραφική ενότητα
* συμπεριλαμβάνεται η περιφέρεια της Washington D.C.
** συμπεριλαμβάνονται οι πολιτείες της Alaska και της Hawaii
Οι κρίσιμες οριακές πολιτείες
Στην πραγματικότητα, από το 2016 μέχρι σήμερα, μεταξύ όλων των προαναφερόμενων πολιτειών, σε σταθερά καθοριστικές έχουν αναδειχθεί το Michigan, η Pennsylvania και το Wisconsin, καθώς οι διαφορές σε αυτές ανάμεσα στους εκάστοτε δύο υποψήφιους βρίσκονται διαρκώς μεταξύ των οριακών (<3%) της κάθε εκλογικής αναμέτρησης (βλ. πίνακα 2). Έτσι η επικράτηση του D. Trump και στις τρεις αυτές πολιτείες το 2016 (με συνολική διαφορά μόλις 77.744 ψήφων) αρκούσε για να του προσφέρει τους 45 αθροιστικά τοπικούς εκλέκτορες και μια συνολική πλειοψηφία 306 έναντι 232 της H. Clinton (που μετά από 7 ανεξαρτητοποιήσεις μεταβλήθηκε σε 304-227), παρά την υστέρησή του στην εθνική λαϊκή ψήφο κατά 2.780.000 περίπου (2,1%). Αντιστρόφως, οι ίδιες ακριβώς πολιτείες κερδήθηκαν από τον Joe Biden το 2020 με συνολική διαφορά 255.425 ψήφων. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή ο Biden έχανε τις συγκεκριμένες πολιτείες, θα μπορούσε να είχε στερηθεί τη νίκη σε εθνικό επίπεδο, παρότι η υπεροχή του στη λαϊκή ψήφο ήταν ακόμα μεγαλύτερη από του 2016 (έφτανε τα 7.000.000 ή το 4,5%)[8]. Αντιστοίχως, στις τελευταίες εκλογές, η επικράτηση του Trump στις ίδιες τρεις πολιτείες έφτανε αθροιστικά τις 229.766 ψήφους, αλλά μια πιθανή απώλειά τους ήταν ικανή να δώσει τη νίκη στην Harris, παρά την επικράτηση του ρεπουμπλικάνου υποψήφιου σε εθνικό επίπεδο με 2,3 εκατομμύρια ψήφους διαφορά. Τα συγκεκριμένα στοιχεία αναδεικνύουν σαφώς την ιδιόμορφη λειτουργία του αμερικάνικου εκλογικού συστήματος, η οποία περιγράφηκε παραπάνω.
Πίνακας 2. Οριακές Εκλογικές Διαφορές (<3%) ανά Πολιτεία 2016-2024
* με «+» οι διαφορές υπέρ του D. Trump, με «-» υπέρ των Δημοκρατικών υποψηφίων
Οι Μεσοδυτικές πολιτείες και η Rust Belt
Αν θέλει να είναι κανείς ακριβέστερος, αξίζει να επισημάνει ότι η οριακή έκβαση των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων δεν κρίνεται γενικότερα στις Μεσοδυτικές Πολιτείες, αλλά ειδικότερα στην επίμαχη γεωγραφική «ζώνη της σκουριάς» (Rust Belt), που απλώνεται στις πολιτείες γύρω από τις Μεγάλες Λίμνες, συμπεριλαμβάνοντας τη γειτονική Pennsylvania και τη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για μια περιοχή που τα τελευταία 40 χρόνια, και ειδικά μετά την οικονομική κρίση του 2008, έχει υποστεί τις δραματικές κοινωνικές συνέπειες της αποβιομηχάνισης, της υποβάθμισης της μεταποιητικής δραστηριότητας, της αύξησης της ανεργίας και της μείωσης του πληθυσμού ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Με βασική εξαίρεση τη «ρεπουμπλικανική» Indiana, οι πολιτείες της περιοχής από το 1992 μέχρι το 2012 έδιναν σταθερά δημοκρατικές πλειοψηφίες («μπλε τείχος») και είχαν αποδειχθεί συνολικά καθοριστικές (μαζί με τη Δυτική και τη Βορειοανατολική Ακτή) για τη νίκη στις 4 από τις 6 προεδρικές εκλογές (βλ. χάρτη 3). Η δραματική όμως κοινωνική υποβάθμιση των τελευταίων ετών, η απώλεια των κεκτημένων και η φτωχοποίηση των μικρομεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, οδήγησαν σε μια ριζική πολιτική και εκλογική μεταστροφή[9].
Χάρτης 3. Αποτελέσματα Πρ. Εκλογών ΗΠΑ 1992-2012 (6 αναμετρήσεις)
Η συγκεκριμένη εξέλιξη αντικατοπτρίζεται εξίσου στο σύνολο της ευρύτερης γεωγραφικής ενότητας των Μεσοδυτικών Πολιτειών, οι οποίες από μια εκλογικά ενδιάμεση περιοχή, με ποσοστά κοντά στο εθνικό αποτέλεσμα, έχει πλέον μετατραπεί σε προπύργιο των Ρεπουμπλικάνων[10], ισοδύναμο της Δυτικής Ενδοχώρας (βλ. διάγραμμα 2). Το γεγονός αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη μεταβολή στην αμερικάνικη εκλογική γεωγραφία των τελευταίων 30 ετών. Αρκεί να παρατηρηθεί ότι από το 2008 μέχρι το 2024 το ποσοστό των Ρεπουμπλικάνων υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές (μέσω της ψήφου στον Trump) έχει αυξηθεί κατά 7,5% στις Μεσοδυτικές Πολιτείες (από 44,6% σε 52%), δηλαδή με ρυθμό σχεδόν διπλάσιο από ό,τι τα αντίστοιχα εθνικά ποσοστά (+4,5%, από 45,7% σε 49,8%), ενώ ανάλογη σχεδόν είναι η εξέλιξη και στις εκλογές για το Κογκρέσο[11].
Διάγραμμα 2. Ποσοστά Ρεπουμπλικάνων υποψηφίων προέδρων ανά γεωγραφική ενότητα 2000-2024
Στην αμερικανική ιστορία τέτοιου είδους μεταβολές στην εκλογική γεωγραφία συχνά συνδέονται με τη μεταστροφή της εκλογικής συμπεριφοράς ολόκληρων επιμέρους κοινωνικών ομάδων και εντέλει σηματοδοτούν ανασυνθέσεις της εκλογικής βάσης των δύο μεγάλων κομμάτων, γνωστές ως αναστοιχίσεις (electoral realignments)[12], καθώς προκαλούν οριστική αναδιάταξη της μορφής του κομματικού (και ευρύτερου πολιτικού) συστήματος, με διάρκεια μέσα στον χρόνο[13]. Οι μεταβολές αυτές ενίοτε αντιστοιχούν σε ιστορικά σχίσματα. Κάποιες φορές μπορεί να ενεργοποιούνται και να ολοκληρώνονται στο πλαίσιο μίας μόνο κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης (critical elections)[14] που χαρακτηρίζεται από μαζικές μετατοπίσεις των ψηφοφόρων, με κυριότερο ιστορικό παράδειγμα τις εκλογές του New Deal το 1932. Άλλες φορές μπορεί να αποτελούν ένα εν εξελίξει φαινόμενο (secular realignment), προσλαμβάνοντας όμως και πάλι συχνά ένα σαφώς εντοπισμένο γεωγραφικό αποτύπωμα[15].
Για παράδειγμα, η μεταστροφή του αμερικανικού Νότου από προπύργιο των Δημοκρατικών σε προπύργιο των Ρεπουμπλικάνων ξεκίνησε μετά τη δεκαετία του 1960, σηματοδοτώντας το τέλος της εποχής της κοινωνικής συμμαχίας του New Deal, και ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 (με τελευταία αναλαμπή των Δημοκρατικών τη νίκη του J. Carter το 1976). Άλλο παράδειγμα αποτελεί η μεταστροφή της Δυτικής και της Βορειοανατολικής Ακτής (ειδικά της Νέας Αγγλίας) υπέρ του Δημοκρατικού Κόμματος από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η οποία άνοιξε μια νέα περίοδο κυριαρχίας των Δημοκρατικών, τουλάχιστον ως προς τον έλεγχο της προεδρίας[16]. Αντίστοιχη συζήτηση υπάρχει σχετικά με το αν σηματοδότησε electoral realignment η εμφάνιση του Trump στην κεντρική εκλογική σκηνή ήδη από τη νίκη του το 2016, με έμφαση στη γεωγραφική μεταστροφή των Μεσοδυτικών Πολιτειών[17], η οποία φάνηκε να επαληθεύεται στην τελευταία αναμέτρηση.
Ο παράγοντας της αποχής
Παρόλα αυτά, στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές πρέπει να παρατηρηθεί ότι η άνοδος των Ρεπουμπλικάνων στη συγκεκριμένη γεωγραφική ενότητα, μέσω της ψήφου στον Trump, ήταν ουσιωδώς χαμηλότερη (+1,9%) από εκείνη σε εθνικό επίπεδο (+3%, βλ. πίνακα 1). Από την άλλη πλευρά, αισθητά μεγαλύτερη εμφανίζεται η ενίσχυση της επιρροής τους σε παραδοσιακά «κάστρα» των Δημοκρατικών τόσο στη Δυτική Ακτή (+4% στην California), όσο και στη Βορειοανατολική (+5,6% στη Νέα Υόρκη, +4% σε New Jersey και Massachusetts), όπου το συνολικό ποσοστό τους (43,1%) είναι το υψηλότερο για Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο από το 1988, δίνοντας έντονα την εντύπωση διείσδυσης σε προπύργια του Δημοκρατικού κόμματος. Εντούτοις, σε αυτές τις περιπτώσεις, η άνοδος των ποσοστών του D. Trump ενισχύθηκε από τη σημαντική πτώση της συμμετοχής (που αντί για -2% στο σύνολο της χώρας, στις προαναφερόμενες πολιτείες κυμάνθηκε από -6% έως -4%, σημειώνοντας ειδικά στην California το ρεκόρ του -9,3% στην ηπειρωτική χώρα) και συνοδεύτηκε από εξίσου μεγάλη υποχώρηση στα ποσοστά της K. Harris (περίπου -5% αντίστοιχα) σε σύγκριση με τα προηγούμενα του J. Biden.
Οι μεταβολές στη συμμετοχή σε όλες τις πρόσφατες αμφίρροπες εκλογές στις ΗΠΑ έχουν ούτως ή άλλως αναχθεί σε έναν κρίσιμο παράγοντα για την έκβαση των αναμετρήσεων[18]. Όμως ειδικά στις τελευταίες προεδρικές εκλογές υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η αποχή εκ μέρους των Δημοκρατικών υπερβαίνει σημαντικά τα 3 εκατομμύρια (-2%) που καταγράφηκαν στην προηγούμενη αναμέτρηση. Ερωτηματικό το οποίο μεγιστοποιείται από το εύρημα του exit poll ότι το 8% των ψηφοφόρων που προσήλθαν στις κάλπες ψήφιζαν για πρώτη φορά, δίνοντας σημαντικό προβάδισμα υπέρ του Trump (55%-44%)[19]. Αυτή η κατανομή ελάχιστα παραπέμπει σε εκλογείς νεότερης ηλικίας, που παραδοσιακά είναι πλειοψηφικά διακείμενοι υπέρ των Δημοκρατικών. Υπό αυτήν την έννοια η μείωση της συνολικής συμμετοχής φαίνεται πως είναι η τελική συνισταμένη μιας αριθμητικά ευρύτερης ανασύνθεσης του εκλογικού σώματος, με μαζικότερη προσέλευση ψηφοφόρων (καινούργιων ή ανενεργών έως τώρα) υπέρ του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου και υπερδιπλάσιες απώλειες εκ μέρους των Δημοκρατικών. Συνεπώς, η τελική επιρροή των τελευταίων δίνει την εντύπωση της εκλογικής «μπλε αμπώτιδος», αντίστροφης από εκείνη της «κόκκινης πλημμυρίδας» για τους αντιπάλους τους, που οφείλεται σε απώλειες κυρίως προς την αποχή, παρά στις (υπαρκτές μολαταύτα) διαρροές και προς εκείνους.
Αντίστοιχες ενδείξεις άλλωστε για την αποχή παρέχουν και επιμέρους στοιχεία του exit poll σχετικά με κάποιες από τις βασικές δημογραφικές κατηγορίες που σταθερά ευνοούν τους Δημοκρατικούς, όπως οι φυλετικές μειονότητες και οι νεότερες ηλικίες. Πράγματι, η συμμετοχή τους στο δείγμα εμφανίζεται μειωμένη κατά 3%-5% ως προς το 2020, μεταβολή που αντιστοιχεί σε εκτιμώμενη απώλεια 5-8 εκατομμυρίων ψηφοφόρων (ή στο 6%-10% της συνολικής δύναμής τους στις προηγούμενες εκλογές). Από τη μία πλευρά, ο εντοπισμός της κυρίως σε «δημοκρατικές» πολιτείες με βέβαιο το εκλογικό αποτέλεσμα, λίγα περιθώρια θα άφηνε για την ανατροπή της επανεκλογής Trump. Από την άλλη, όμως, η απαιτούμενη μεταστροφή 229.766 ψήφων σε Pennsylvania, Michigan και Wisconsin (βλ. πίνακα 2) ισοδυναμεί μόνο στο 2,9% της αθροιστικής τοπικής τους εκλογικής δύναμης, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ήταν ενδεχομένως δυνατή. Το βασικό (ανοιχτό) ερώτημα είναι σε πιο βαθμό η αποχή αυτών των ψηφοφόρων αποδίδεται απλώς στη χαμηλή τους διάθεση κινητοποίησής υπέρ του Δημοκρατικού κόμματος ή στην οριστική τους αποκοπή από αυτό.
ΙΙ. Η Κοινωνιολογία της Ψήφου
Στα επιμέρους δημογραφικά ή κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά της ψήφου με βάση το exit poll[20], επιβεβαιώθηκαν κατ’ αρχήν οι κύριες διαχωριστικές γραμμές (ως προς το φύλο, την ηλικία, το θρήσκευμα, τις φυλετικές ομάδες, την εκπαίδευση, το εισόδημα, την αστικότητα του τόπου κατοικίας)[21], που σχεδόν σταθερά διέπουν τον εκλογικό ανταγωνισμό στις ΗΠΑ και που εντάθηκαν ιδιαίτερα μετά το 2016 και την κάθοδο του Trump στην κούρσα για την προεδρία. Η κρίσιμη διαφορά, όμως, των τελευταίων εκλογών είναι ότι ειδικά σε αυτή την ανάλυση, η νίκη του επανεκλεγέντα προέδρου εκ πρώτης όψεως δεν φάνηκε να προκύπτει τόσο από την αύξηση της επιρροής του στα συνήθη προνομιακά για αυτόν κοινά, όσο κυρίως από την ενίσχυσή της σε υποσύνολα του εκλογικού σώματος που παραδοσιακά ήταν τα πιο «αρνητικά», ιδιαίτερα προς αυτόν (αλλά και προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα γενικότερα), και αντίστοιχα από την υποχώρηση σε αυτά της επιρροής των Δημοκρατικών.
Το φύλο
Κατεξοχήν χαρακτηριστική επ’ αυτού είναι η διαφοροποίηση της ψήφου κατά φύλο, όπου μεταξύ των γυναικών επιβεβαιώθηκε μεν εκ νέου η παραδοσιακή υστέρηση του D. Trump, με την K. Harris να εξασφαλίζει μια υπεροχή 8 μονάδων (53%-45%), η οποία όμως είναι πολύ μικρότερη από τις αντίστοιχες διαφορές υπέρ του J. Biden και της H. Clinton το 2016 και το 2020 (15% και 13% αντίστοιχα, βλ. πίνακα 3). Είναι επιπροσθέτως χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό της K. Harris μεταξύ των γυναικών εμφανίστηκε κατά 4% μειωμένο σε σύγκριση με το αντίστοιχο του Biden στις προηγούμενες εκλογές (53% από 57%). Πρόκειται για υποχώρηση διπλάσια από την αντίστοιχη στην ψήφο των ανδρών (43% από 45%) και επιπλέον χωρίς να συνοδεύεται από διαφοροποίηση στην εκλογική συμμετοχή των δύο φύλων σε σχέση με το 2020.
Πίνακας 3. Στοιχεία Exit Poll 2016-2024
Πηγή 2016: https://edition.cnn.com/election/2016/results/exit-polls
Πηγή 2020: https://edition.cnn.com/election/2020/exit–polls/president/national–results/0
Πηγή 2024: https://edition.cnn.com/election/2024/exit-polls/national-results/general/president/0
Η απροσδόκητη αυτή καταγραφή συνδυάζεται με το γενικότερο παράδοξο ότι ο D. Trump, ο υποψήφιος με τον πιο ακραίο σεξιστικό πολιτικό λόγο, από τις τρεις φορές που διεκδίκησε την προεδρία, κερδίζει σε εκείνες τις δύο που είχε γυναίκα αντίπαλο. Το εν λόγω όμως δημοσκοπικό στοιχείο αποτελεί και την ισχυρότερη ένδειξη ότι η (σχεδόν μονοσήμαντη) επικέντρωση της εκστρατείας των Δημοκρατικών σε ζητήματα δικαιωμάτων, όπως το θέμα των αμβλώσεων (που ούτως ή άλλως μόνο κατά 14% θεωρήθηκε το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας) ή στην καταδίκη της σεξιστικής (και ομοφοβικής) ρητορικής του τραμπισμού δεν απέδωσε τα αναμενόμενα εκλογικά οφέλη, παρά μόνο σε συγκεκριμένα, πιο «ευαισθητοποιημένα» στα συγκεκριμένα θέματα, ή σε αξιακά πιο φιλελεύθερα κοινά. Αξιοσημείωτο είναι ότι μία από τις λίγες κοινωνικές κατηγορίες, στις οποίες το προβάδισμα της Harris εμφανίστηκε ενισχυμένο σε σχέση με τα αντίστοιχα του παρελθόντος, ήταν τα μέλη της LBGT κοινότητας (υπεροχή 71% έναντι του D. Trump), όπως και οι αγνωστικιστές/μη θρησκευόμενοι κυρίως στη Βορειοανατολική Ακτή (υπεροχή 44% έναντι 34% του J. Biden το 2020 και 42% της H. Clinton το 2020). Γενικότερα πάντως είναι γεγονός ότι η παράμετρος της έμφυλης διαφοροποίησης παραμένει ίσως η ισχυρότερη διακρίνουσα μεταβλητή της ψήφου, που διατέμνει οριζόντια όλα σχεδόν τα επόμενα δημογραφικά υποσύνολα του εκλογικού σώματος των Αμερικανών.
Η ηλικία
Παρόμοια βεβαίως εικόνα δίνει η κατανομή της ψήφου ανά ηλικιακή ομάδα, με τη σαφώς μεγαλύτερη ενίσχυση των ποσοστών του D. Trump (σχεδόν 7%) να παρατηρείται στους ψηφοφόρους κάτω των 30 ετών, όπου παράλληλα η K. Harris έχασε 6 μονάδες σε σύγκριση με τον Biden, ενώ πιο περιορισμένες, αλλά επίσης εμφανείς, είναι οι αντίστοιχες μεταβολές (+4% και -5%) στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών. Αντιστρόφως, στην κατηγορία άνω των 65 ετών, η υπεροχή του D. Trump εμφανίζεται εντελώς οριακή πλέον (50%-49%), ουσιαστικά εκμηδενισμένη δηλαδή σε σχέση με τις 7 και 5 μονάδες του παρελθόντος (2016 και 2020 αντίστοιχα). Συνεπώς, καταγράφεται μια γενικότερη σύγκλιση στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων άνω και κάτω των 45 ετών.
Παρόλα αυτά, σε αρκετές περιπτώσεις η ηλικιακή παράμετρος εξακολουθεί να διαχωρίζει αρκετές από τις παρακάτω κοινωνικές κατηγορίες, όχι όμως με την ίδια ένταση όσο το φύλο. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η διασταύρωση των δύο αυτών μεταβλητών, εξακολουθεί να αναδεικνύει με ιδιαίτερη ένταση τη διαφοροποίηση της εκλογικής συμπεριφοράς ανάμεσα στις γυναίκες κάτω των 45 ετών (40%-58% υπέρ της Harris) και στους άνδρες άνω των 45 ετών (58%-41% υπέρ του Trump) και μάλιστα περισσότερο συμμετρικά σε σύγκριση με το 2020 (38%-61% και 57%-42% αντίστοιχα), λόγω της προαναφερόμενης μεγαλύτερης ενίσχυσης του Trump στις γυναίκες αλλά και στους νεότερους ψηφοφόρους. Φαίνεται δηλαδή ότι οι μεταβλητές του φύλου και της ηλικίας λειτουργούν στο αμερικάνικο εκλογικό σώμα αντίστροφα η μία προς την άλλη για την αποδοχή ή όχι της alt-right πολιτικής ατζέντας.
Οι μειονότητες
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία ωστόσο ήταν η διείσδυση της επιρροής του Trump στις μειονότητες (που παραδοσιακά διάκεινται με μεγάλες διαφορές υπέρ των Δημοκρατικών) και ειδικά στον χώρο των Ισπανόφωνων, όπου το προβάδισμα της K. Harris περιορίστηκε μόλις στις 5 μονάδες έναντι 32 για τον Biden το 2020 (46%-51% από 33%-65% αντίστοιχα), ενώ και σε αυτό το σημείο η έμφυλη διαφοροποίηση αποδείχθηκε κρίσιμη, καθώς μεταξύ των ισπανόφωνων ανδρών ο επανεκλεγείς πρόεδρος κέρδισε την πλειοψηφία (54%-44%). Το στοιχείο αυτό προκάλεσε και τις περισσότερες συζητήσεις σχετικά με την ερμηνεία του, συνδυαζόμενο με τις επιθετικές και ακραίες τοποθετήσεις του Trump για το μεταναστευτικό, με πιθανή την εξήγηση της συντηρητικοποίησης των ισπανόφωνων ως μιας ήδη ενσωματωμένης εθνοτικής ομάδας και γεωγραφικά της πρώτης απειλούμενης από τα νέα κύματα εισόδου μεταναστών.
Η άνοδος της ψήφου των Ρεπουμπλικάνων εντός της μειονότητας των ισπανόφωνων αποδείχθηκε καταλυτική για την ασφαλή τελικά επικράτηση του D. Trump σε φαινομενικά αμφίρροπες πολιτείες όπως η Arizona και η Nevada, ενώ προσέλαβε ακόμα εντονότερες διαστάσεις στις νοτιότερες (συνοριακές) περιοχές του Texas, αλλά και της Florida με τους παραδοσιακά συντηρητικότερους κουβανούς μετανάστες[22]. Είναι πάντως γενικότερα αξιοσημείωτο ότι στις συγκεκριμένες εκλογές η φυλετική καταγωγή φάνηκε να υποχωρεί ως κριτήριο προσδιορισμού της εκλογικής συμπεριφοράς, ειδικά στις νεότερες γενιές ψηφοφόρων, ηλικίας κάτω των 45 ετών. Αντιθέτως, στις ηλικίες άνω των 65, η υπεροχή του Trump μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων (56%-43%) και αντίστροφα εκείνη των Δημοκρατικών μεταξύ των μαύρων και των ισπανόφωνων (93%-6% και 58%-41% αντίστοιχα) διατηρούνται σχεδόν στα ίδια επίπεδα με εκείνα του 2020.
Η ψήφος των Καθολικών
Παρομοίως, εντυπωσιακή ήταν η επανεπέκταση της επιρροής του D. Trump και στην πολυπληθή (18% στο σύνολο της χώρας) θρησκευτική μειονότητα των Καθολικών, όπου για δεύτερη φορά (μετά το 2016) συγκεντρώνει την πλειοψηφία και μάλιστα με την ιστορικά ευρύτερη μέχρι τώρα υπεροχή για Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο (59%-39%, βλ. διάγραμμα 3). Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί ευθεία συνέπεια της μεταβολής των συσχετισμών στους ισπανόφωνους (στους λατίνους Καθολικούς το προβάδισμα του Trump είναι πολύ μικρότερο: 53%-46%), αλλά περισσότερο φαίνεται να οφείλεται μάλλον στο «ευαίσθητο» για το καθολικό δόγμα ζήτημα των αμβλώσεων (μεταξύ των Καθολικών γυναικών ο Trump επίσης πλειοψήφησε με 55%-45%).
Διάγραμμα 3. Διαφορά Ψήφων% (Ρεπουμπλικάνοι Vs Δημοκρατικοί) ανά ομάδα θρησκεύματος 1972-2024
Πηγή: Exit Polls 1972-2024
* οι θετικές τιμές σημαίνουν υπεροχή των Ρεπουμπλικάνων, οι αρνητικές των Δημοκρατικών
Η μεταστροφή της ψήφου των Kαθολικών δεν μπορεί παρά να θεωρείται βαρομετρική για την επικράτηση του D. Trump στις κρίσιμες πολιτείες της Rust Belt, όπου το ποσοστό τους υπερβαίνει κατά πολύ το 20%, ενώ αντίστροφα είχε αποτελέσει κρίσιμο πυλώνα για τη νίκη του Biden το 2020 (47%-52% υπέρ του), δεδομένου ότι επρόκειτο για τον δεύτερο μόλις Καθολικό πρόεδρο (και μάλιστα ιρλανδικής καταγωγής) στην ιστορία των ΗΠΑ μετά τον J. Kennedy[23]. Εντούτοις, η νέα αυτή διευρυμένη επικράτηση του Trump στους Καθολικούς δεν είναι μια ακόμα συγκυριακή μεταστροφή της ψήφου τους υπέρ των Ρεπουμπλικάνων (όπως είχε συμβεί ανάλογα στο παρελθόν το 1972, το 1980-1988 και το 2004), αλλά εντάσσεται σε μία γενικότερη μετατόπιση της συγκεκριμένης θρησκευτικής ομάδας σε πιο συντηρητική πολιτική τοποθέτηση[24]. Οι συσχετισμοί, άλλωστε, από το 2000 και μετά είναι όλο και πιο συχνά περισσότερο ευνοϊκοί για τους Ρεπουμπλικάνους υποψηφίους σε σχέση με το εθνικό αποτέλεσμα, ενώ καταγράφονται πρόσκαιρες μόνο ανακοπές, όπως το 2020 λόγω της υποψηφιότητας Biden. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια συνολικότερη μεταστροφή ενός βασικού δεδομένου της αμερικανικής εκλογικής κοινωνιολογίας, στην οποία από το 1944 το καθολικό θρήσκευμα είχε αναχθεί από τη Σχολή του Columbia σε μία από τις τρεις κύριες μεταβλητές του προσδιορισμού της θετικής πολιτικής προδιάθεσης των (λευκών) Αμερικανών ψηφοφόρων προς το κόμμα των Δημοκρατικών (μαζί με τη χαμηλή κοινωνικοοικονομική θέση και την υψηλή αστικότητα του τόπου κατοικίας)[25]. Βεβαίως, τα υψηλότερα ποσοστά του Ρεπουμπλικάνου προέδρου εξακολουθούν παραδοσιακά να καταγράφονται στην πληθυσμιακά κυρίαρχη θρησκευτική ομάδα των Προτεσταντών (63%-36%) και ειδικά να κορυφώνονται σε συντριπτικά επίπεδα (82%-17%) στο υποσύνολο των λευκών Ευαγγελικών («Αναγεννημένων Χριστιανών») του Αμερικανικού Νότου («Ζώνη της Βίβλου»).
Η εκπαίδευση
Ίσως η μόνη περίπτωση μεταβλητής με βάση την οποία τα ποσοστά του D. Trump δεν ενισχύονται περισσότερο στα συνήθως μη προνομιακά για αυτόν κοινά είναι εκείνη της εκπαίδευσης, όπου μεταξύ των αποφοίτων πανεπιστημίου αναπαράγονται σχεδόν αυτούσιοι οι εκλογικοί συσχετισμοί του 2020 (42%-56% υπέρ της K. Harris), ενώ αντίθετα στους ψηφοφόρους χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση η επιρροή του επανεκλεγέντα προέδρου ενισχύεται κατά 6 μονάδες (56%-43% από 50%-48% το 2020). Καταγράφονται, συνεπώς, δύο απολύτως συμμετρικές διαφοροποιήσεις του εκλογικού σώματος στις δύο πληθυσμιακά σχεδόν ισοδύναμες αυτές κατηγορίες, όπως περίπου είχε αποτυπωθεί και το 2016, αλλά με αυξημένη ένταση αυτή τη φορά, συνιστώντας μια ακόμη διχοτομική διαίρεση της αμερικανικής ψήφου, όπως εκείνη με βάση το φύλο.
Είθισται ο εν λόγω διαχωρισμός να παραπέμπει σε διαφοροποιήσεις πολιτισμικού χαρακτήρα και πολικής κουλτούρας εντός του εκλογικού σώματος. Το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, εξάλλου, θεωρείται παράγοντας ισχυρότερης σύνδεσης με την εκσυγχρονιστική («προοδευτική») πολιτική ατζέντα των Δημοκρατικών έναντι των λαϊκιστικών παρεμβάσεων του D. Trump (ο οποίος πράγματι μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση – 38% του εκλογικού σώματος – κυριαρχεί απόλυτα: 66%-32%). Είναι δε αξιοσημείωτο ότι, ειδικά σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, καταγράφονται σημαντικές διαφοροποιήσεις της ψήφου ανάμεσα σε όλες τις διακριτές βαθμίδες της εκπαίδευσης (βλ. πίνακα 3), με την αντίθεση να μεγιστοποιείται στις δύο ακραίες θέσεις: 38%-59% υπέρ των Δημοκρατικών για τους κατόχους Μεταπτυχιακού, 62%-36% υπέρ των Ρεπουμπλικάνων για τους απόφοιτους Λυκείου. Εντούτοις, αυτή τη φορά η εν λόγω διαβάθμιση φαίνεται ότι έχει και περισσότερο κοινωνικά ή ταξικά χαρακτηριστικά από ό,τι συνήθως, παραπέμποντας σε διαφορετικά ιεραρχημένα κοινωνικά στρώματα, όπως αποκαλύπτουν οι αντίστοιχες διαφοροποιήσεις της ψήφου ανά επίπεδο ετήσιου (οικογενειακού) εισοδήματος.
Η ανατροπή στα εισοδήματα
Πράγματι, σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που εντοπίζεται η πλέον σημαντική ανατροπή των παραδοσιακών συσχετισμών του αμερικανικού εκλογικού ανταγωνισμού, όχι απλά επειδή ο Trump επικράτησε στα χαμηλότερα εισοδήματα (51%-47%, κάτω των $100,000)[26], αλλά κυρίως επειδή τα ποσοστά του σε αυτά υπερβαίνουν πλέον εκείνα μεταξύ των υψηλότερων εισοδημάτων. Στα τελευταία επικρατούν οι Δημοκρατικοί (47%-51%), με τις δύο κατηγορίες ωστόσο να μην παρουσιάζουν τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ τους. Εν προκειμένω παρατηρείται μια αντιστροφή πρωτόγνωρη για τα αμερικανικά εκλογικά δεδομένα των τελευταίων 100 χρόνων (επίσης ανατρεπτική για τη Σχολή του Columbia και του κοινωνικού ντετερμινισμού της ψήφου). Αξίζει να σημειωθεί ότι από την εποχή του New Deal το Δημοκρατικό Κόμμα είχε εγκαθιδρύσει μια μακρά κυριαρχία στα εργατικά στρώματα και στα χαμηλότερα εισοδήματα συνολικότερα (με μοναδική εξαίρεση την πλειοψηφία του R. Reagan το 1984)[27], επιτυγχάνοντας σταθερά μέχρι τώρα σε αυτά ευνοϊκότερους συσχετισμούς έναντι του Ρεπουμπλικανικού Kόμματος από ό,τι στα υψηλότερα κοινωνικά και εισοδηματικά στρώματα (βλ. διάγραμμα 4).
Διάγραμμα 4. Εκτιμώμενη Διαφορά Ψήφων% (Ρεπουμπλικάνοι Vs Δημοκρατικοί) ανά επίπεδο οικογενειακού εισοδήματος 1976-2024
Πηγή: Exit Polls 1976-2024
* οι θετικές τιμές σημαίνουν υπεροχή των Ρεπουμπλικάνων, οι αρνητικές των Δημοκρατικών
Είναι γεγονός ότι από όλα τα δεδομένα του exit poll, το συγκεκριμένο είναι το πιθανόν περισσότερο επηρεασμένο από ένα ρεύμα αποχής των Δημοκρατικών ψηφοφόρων, κυρίως προερχόμενων από τα χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα, όπου παρατηρούνται και οι μεγαλύτερες (έως και παράδοξες) μεταβολές στη σύνθεση των ερωτώμενων[28]. Από την άλλη πλευρά, η τάση διείσδυσης του Trump στα λαϊκά στρώματα είχε διαφανεί ήδη από το 2016 (μέσω και της διχαστικής λαϊκίστικής ρητορικής του), φτάνοντας τώρα στην κορύφωσή της, ενώ ανάλογη είναι η εισχώρησή του και στους ψηφοφόρους με οργανωμένη συμμετοχή στα συνδικάτα, με άνοδο 5% στο ποσοστό του (45% από 40% το 2020)[29].
Άλλωστε, στο θέμα της οικονομίας φαίνεται να εντοπίζεται η βασική αιτία της ήττας των Δημοκρατικών. Σε ό,τι αφορά είτε την αντίληψη της πορείας της εθνικής αμερικανικής οικονομίας είτε την εξέλιξη του ατομικού/οικογενειακού βιοτικού επιπέδου (κατόπιν της πληθωριστικής κρίσης και της ακρίβειας που ακολούθησαν την πανδημία και διατηρήθηκαν μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, παρά την όποια ονομαστική αύξηση του εισοδήματος), η αξιολόγηση των ψηφοφόρων στο exit poll ήταν κυρίαρχα αρνητική για την προηγούμενη τετραετία της προεδρίας του J. Biden (68% και 47% αντίστοιχα). Την ίδια στιγμή ο D. Trump εμφανιζόταν ως ο καταλληλότερος για τη διαχείριση της οικονομίας με 53%-46% (παρόμοιο προβάδισμα κατέγραφε στο θέμα της μετανάστευσης και της εγκληματικότητας), ενώ η K. Harris συγκέντρωνε την προτίμηση των ψηφοφόρων μόνο για τη διαχείριση του ζητήματος των αμβλώσεων. Σε κάθε περίπτωση, το παραπάνω πλαίσιο άφηνε πολλά περιθώρια για τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα να εκφραστούν μέσω της «οικονομικής ψήφου» (σύμφωνα με την οποία οι εκλογές αποτελούν πρωτίστως απολογιστικό δημοψήφισμα για τα οικονομικά πεπραγμένα της εκάστοτε κυβέρνησης)[30] ή ενδεχομένως ορθότερα μέσω της «οικονομικής αποχής».
Με ανοιχτό έτσι το ερώτημα του βαθμού συμμετοχής ή, με άλλα λόγια, της μερικής ανασύνθεσης του εκλογικού σώματος, το ζήτημα της οικονομίας παραμένει σταθερά υψηλά στην ιεράρχηση των Αμερικανών ψηφοφόρων, αν και με σχετικά μειωμένα αυτή τη φορά ποσοστά: 32%, αντί 35% το 2020 και 52% το 2016. Είναι βέβαια άξιο αναφοράς ότι το 2020 εγείρονταν το υπαρκτό (και φλέγον τότε) πρόβλημα της πανδημίας (17%), αλλά και η κοινωνική ένταση που είχε προκληθεί στο ζήτημα των φυλετικών ανισοτήτων (20%), με το ξέσπασμα του κινήματος «black lives matter». Αντιθέτως, στις τελευταίες εκλογές, ως βασικό αντίβαρο εντοπιζόταν το (ιδεολογικά μεν φορτισμένο, αλλά αντικειμενικά πιο αφηρημένο και γενικόλογο) αίτημα της προστασίας του δημοκρατικού καθεστώτος («state of democracy», 34%).
Αλλαγή υποδείγματος;
Σε κάθε περίπτωση, η μονοδιάστατη και σχεδόν εμμονική προβολή από τους Δημοκρατικούς της υπεράσπισης των ταυτοτικών δικαιωμάτων και της περίφημης «woke ατζέντας» φαίνεται ότι προσλαμβάνονταν συχνά είτε ως μια ελιτίστικη απαξίωση των καθημερινών προβλημάτων είτε ως μια προσχηματική (και κυρίως ανέξοδη) επιχείρηση συγκάλυψης του κοινωνικού ελλείματος στην πολιτική του κόμματος. Η τάση αυτή ουσιαστικά ισοδυναμεί με το πρόταγμα των μεταϋλιστικών έναντι των (αναζωπυρωμένων πλέον) υλιστικών αιτημάτων. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την αμερικάνικη εκδοχή της «βραχμανικής αριστεράς», που απευθύνεται πλέον πρωτίστως στις ανώτερες μορφωμένες ελίτ και δευτερευόντως την εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα[31], που με τη σειρά τους γίνονται έτσι όλο και πιο δεκτικά και πρόσφορα στα δήθεν αντισυστημικά εθνικολαϊκιστικά κηρύγματα του τραμπισμού.
Η εξέλιξη αυτή είναι προφανές ότι προκάλεσε μια σημαντική υποχώρηση της δύναμης του Δημοκρατικού Κόμματος, όχι μόνο στους ενδιάμεσους πολιτικά ψηφοφόρους που μέχρι τώρα διέκειντο ευμενέστερα προς αυτό, αλλά ακόμα και (κυρίως ίσως) στην ίδια την καρδιά των ταυτισμένων μέχρι πρόσφατα με αυτό. Για τον λόγο αυτό και το πιο τρανταχτό εύρημα του τελευταίου exit poll είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία των προεδρικών εκλογών (τουλάχιστον από την εποχή που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) οι Δημοκρατικοί χάνουν το προβάδισμα στον δείκτη κομματικής ταύτισης, δηλαδή την πλειοψηφία μεταξύ εκείνων των ψηφοφόρων που σαφώς αυτοτοποθετούνται υπέρ του ενός ή του άλλου μεγάλου κόμματος (βλ. διάγραμμα 5), καταγράφοντας απώλεια 6 μονάδων σε σύγκριση με το 2020 (31% από 37%) έναντι μόνο 1 των Ρεπουμπλικάνων (35% από 36%). Μέχρι σήμερα αυτή η υπεροχή των Δημοκρατικών δεν είχε αμφισβητηθεί ποτέ (με σημειακή εξαίρεση την ισοπαλία των δύο κομμάτων το 2004), καθώς ακόμα και σε περιπτώσεις συντριπτικής ήττας στις προεδρικές εκλογές (π.χ. 1984, 1972, 1952-1956), η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων συγκροτούνταν μόνο με την ενσωμάτωση του κύριου όγκου των ουδέτερων/αδέσμευτων ψηφοφόρων (που σε αυτές τις εκλογές εμφανίστηκαν αυξημένοι από 26% σε 34%) και σε κάποιες περιπτώσεις ενός μέρους των «δηλωμένων» Δημοκρατικών, χωρίς όμως η προεδρική ψήφος να διαταράσσει την κομματική τους ταύτιση (με βάση το exit poll)[32].
Διάγραμμα 5. Κομματική Ταύτιση/Αυτοτοποθέτηση 1972-2024
Η εν λόγω καταγραφή συνιστά ίσως την πιο έντονη ένδειξη της αποστασιοποίησης ή ενδεχομένως της «αποκοπής» σημαντικού και κρίσιμου μέρους των παραδοσιακών ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος από αυτό και της «απόσυρσής» τους από την εκλογική διαδικασία. Ειδικά αν πρόκειται για οριστική αλλαγή πολιτικής ταυτότητας και ρήξης των συναισθηματικών δεσμών με το Δημοκρατικό Κόμμα, οφείλει να παρατηρηθεί ότι οι τελευταίες εκλογές συγκεντρώνουν όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά της ολοκλήρωσης ενός electoral realignment, που όμως έχει ουσιαστικά ξεκινήσει ήδη από το 2016 και σηματοδοτείται σε γεωγραφικό επίπεδο με τη μείζονα εκλογική μεταστροφή των Μεσοδυτικών Πολιτειών και κοινωνιολογικά με μία συνολικότερη ανασύνθεση της εκλογικής βάσης των δύο μεγάλων κομμάτων. Πράγματι, οι Ρεπουμπλικάνοι, έχοντας ριζοσπαστικοποιηθεί επί το συντηρητικότερο, ενσωματώνουν πλέον όλο και περισσότερα λαϊκά και εργατικά στρώματα, ακόμα και ιστορικές εθνοτικές μειονότητες (ισπανόφωνους και Καθολικούς), σε μια ευρύτερη κοινωνική εκλογική συμμαχία, που εξ αντανακλάσεως έχει ως αποτέλεσμα (ή ως αίτιο) ένα φαινόμενο εκλογικής «αμπώτιδος» των Δημοκρατικών, εγείροντας σημαντικά ερωτήματα αναφορικά με το αβέβαιο πολιτικό μέλλον για τους τελευταίους.
Το αβέβαιο μέλλον
Φυσικά το κομβικό μακροπρόθεσμο ερώτημα είναι αν οι παραπάνω μεταβολές θα αποδειχθούν και ριζικές διατηρώντας μια διάρκεια μέσα στον χρόνο και σηματοδοτώντας μια γενικότερη αλλαγή υποδείγματος ή αν, αντιθέτως, η αποχώρηση του D. Trump από την κεντρική πολιτική σκηνή στο τέλος της τετραετίας θα εξαλείψει και τις γενικότερες επιδράσεις της παρουσίας του στον εκλογικό ανταγωνισμό. Παρόλα αυτά, ο έλεγχος που ο ίδιος και ο κύκλος του ασκούν πλέον στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν δίνει πολλές ελπίδες προς αυτή την κατεύθυνση. Για την ώρα, η έναρξη της νέας θητείας του, η επιλογή των άμεσων συνεργατών και συμμάχων του, η αυξημένη εμπλοκή και παρέμβαση του Elon Musk στο πλευρό του και οι πρώτες εξαγγελίες, που συχνά αγγίζουν τα όρια της παραφροσύνης, δημιουργούν πολλαπλές ανησυχίες σε ένα ούτως ή άλλως όλο και πιο ανησυχητικό διεθνές περιβάλλον.
[1] Schaffner B.F. & Macwilliams M. & Ntenta T., «Understanding White Polarization in the 2016 Vote for President: The Sobering Role of Racism and Sexism», Political Science Quarterly, 133 (1), 2018, σ. 9-34.
[2] Tarrow S., Movements and Parties: Critical Connections in American Political Development, Cambridge University Press, Cambridge, UK; New York, NY, 2021, σ. 175-206.
[3] https://www.270towin.com/2024-presidential-election-polls/national (πρόσβαση: 15.01.2025).
[4] DeSilver D., «The polarization in today’s Congress has roots that go back decades», Pew Research Center, 10 March 2022 https://www.pewresearch.org/short-reads/2022/03/10/the-polarization-in-todays-congress-has-roots-that-go-back-decades/ (πρόσβαση: 15.01.2025)
[5] Νικολακόπουλος Ηλ., Εισαγωγή στη Θεωρία και την Πρακτική των Εκλογικών Συστημάτων, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1989, σ. 32-34.
[6] Σύμφωνα πάντως με τον Alexis de Tocqueville, η δυνατότητα της μειοψηφίας να μετατρέπεται κάποιες φορές σε πλειοψηφία αποτελεί μία από τις τρεις βασικές συνθήκες που καθιστούν λειτουργικό ένα πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα (με αναφορά σε εκείνο των ΗΠΑ). Βλ. Nohlen D., Sistemas Electorales del Mundo, Centro des Estudios Constitutionales, Madrid, 1981, σ. 88.
[7] Η μοναδική παραλλαγή αφορά τον αμερικανικό Νότο βλ. https://www2.census.gov/geo/pdfs/maps-data/maps/reference/us_regdiv.pdf (πρόσβαση: 12.12.2024), από τον οποίο στην εδώ κατάτμηση αποκόπτονται οι ιστορικά «συνοριακές» πολιτείες Maryland και Delaware, όπως και η σημερινή περιφέρεια της Washington D.C., ώστε να συμπεριληφθούν στη Βορειοανατολική Ακτή, με εκλογικά κυρίως κριτήρια, καθώς (σε αντίθεση με τον ιστορικό Νότο) συνιστούν σταθερά προπύργια του Δημοκρατικού Κόμματος.
[8] Εναλλακτικά, κάτι αντίστοιχο θα συνέβαινε αν αντί της Pennsylvania και του Michigan (που κερδήθηκαν από τον Biden με διαφορές 80.555 και 154.188 χιλιάδων ψήφων αντίστοιχα), o Trump είχε κερδίσει την Arizona, τη Georgia και τη Nevada (που αθροιστικά χάθηκαν για 55.832 ψήφους). Μαζί με το Wisconsin, δηλαδή, αρκούσε μία μεταστροφή (σε 4 πολιτείες) μόλις 76.514 ψήφων για να ανατρέψει το τελικό αποτέλεσμα. Ενδέχεται μάλιστα οι 6 εκλέκτορες (και οι 33.596 ψήφοι της Nevada) να μην ήταν απαραίτητοι, αφού και χωρίς αυτούς ο Trump πιθανότατα θα εκλέγονταν: η συνολική κατανομή των εκλεκτόρων θα ήταν ισόπαλη (269-269) και η εκλογή θα κρίνονταν σε έκτακτη ψηφοφορία (contingent election) των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων ανά πολιτεία (βλ. άρθρο 2, τμήμα.1, παράγραφος 3 του Αμερικανικού Συντάγματος), όπου οι Ρεπουμπλικάνοι έλεγχαν την πλειοψηφία στις 26 από τις 50.
[9] McQuarrie M., «The revolt of the Rust Belt: place and politics in the age of anger», The British Journal of Sociology, 68, 2017, σ. S120-S152.
[10] Σε αυτή τη μεταστροφή, ακριβώς, εν πολλοίς οφείλεται η παύση της λειτουργίας του Ohio ως της κατεξοχήν βαρομετρικής πολιτείας («bellwether» state) από τις εκλογές του 2020, καθώς μέχρι τότε ο τοπικός νικητής ήταν και ο τελικός κινητής των εκλογών σε όλες τις (14 συνεχόμενες) αναμετρήσεις από το 1964.
[11] Amlani S. & Algara C., «Partisanship & nationalization in American elections: Evidence from presidential, senatorial, & gubernatorial elections in the U.S. counties, 1872–2020», Electoral Studies, 73, 2021, σ. 102387, (διαθέσιμο στο DOI: 10.1016/j.electstud.2021.102387) και Hopkins D. J., The Increasingly United States. How and Why American Political Behavior Nationalized, University of Chicago Press, Chicago and London, 2018.
[12] Burnham W. D., «Party Systems and the Political Process», στο Chambers W. N. & Burnham W. D. (eds.), The American Party Systems: Stages of Political Development, Oxford University Press, New York, 1967, σ. 289-303.
[13] Burnham W. D., Critical Elections and the Mainsprings of American Politics, Norton, New York, 1970, σ. 8-10, 135-136, 181.
[14] Key V. O. Jr., «A Theory of Critical Elections», Journal of Politics, 17, 1955, σ. 3-18.
[15] Για έναν προσδιορισμό των realignments μέσω της ανάλυσης των γεωγραφικών δεδομένων της ψήφου, βλ. Pomper G. M., «Classification of Presidential Elections», Journal of Politics, 29, 1967, σ. 535-566.
[16] Η πρώτη από τις δύο αυτές ιστορικές τομές αναφέρεται στη ρήξη του Δημοκρατικού κόμματος με το «δουλοκτητικό» παρελθόν του στον αμερικανικό Νότο (Dixiecrats), ιδιαίτερα μετά τον νόμο για τα Πολιτικά Δικαιώματα (Civil Rights Act) το 1964 και την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων από τον L. Johnson, που σηματοδότησε τη μετατόπιση του περιεχομένου του εκλογικού ανταγωνισμού από την κοινωνικοοικονομική στην «αξιακή» ψήφο. Η δεύτερη ιστορική τομή (λόγω της εκλογικής μεταστροφής των ακτών) εδράζεται στην επέκταση της επιρροής των Δημοκρατικών στα ανώτερα μεσαία στρώματα, η οποία επέφερε την πολιτική μετατόπιση του κόμματος προς το Κέντρο από τον Bill Clinton και την εμπέδωσή της στη συνέχεια, μέσω της στρατηγικής της «τριγωνοποίησης». Βλ. Κουστένης Π., «Προς τις Αμερικανικές Εκλογές του 2020: Γεωγραφικές, Κοινωνικές και Ιδεολογικές Διαστάσεις της Ψήφου», Σύγχρονα Θέματα, 149, 2020, σ. 40-50.
[17] Ενδεικτικά, βλ. Kitschelt H. P. & Rehm Ph., «Secular Partisan Realignment in the United States: The Socioeconomic Reconfiguration of White Partisan Support since the New Deal Era», Politics & Society, 47(3), 2019, σ. 425–479 (διαθέσιμο στο: DOI: 10.1177/0032329219861215) και Cavari A. & Powell R. J. & Mayer K. R. (eds.), The 2016 Presidential Election: The Causes and Consequences of a Political Earthquake (Voting, Elections, and the Political Process), Lexington Books, Lanham, 2017.
[18] Το αντίστοιχο αναμενόμενο «κόκκινο κύμα» στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 (δηλαδή της απόκτησης του συνολικού ελέγχου του Κογκρέσου από τους Ρεπουμπλικάνους με την επίτευξη της πλειοψηφίας τους και στη Γερουσία) θεωρήθηκε ότι απετράπη λόγω της μαζικής κινητοποίησης των Δημοκρατικών ψηφοφόρων από τις νεότερες κυρίως ηλικίες. Βλ. Hartig H. & Daniller A. & Keeter S. & Van Green T., «Republican Gains in 2022 Midterms Driven Mostly by Turnout Advantage. An examination of the 2022 elections, based on validated voters», Pew Research Center, 12 July 2023 στο: https://www.pewresearch.org/politics/2023/07/12/republican-gains-in-2022-midterms-driven-mostly-by-turnout-advantage/ (πρόσβαση: 04.01.2025). Ανάλογες ενδείξεις μπορούσαν να ανιχνευθούν στο εκλογικό αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020, όπου η συμμετοχή των Δημοκρατικών ψηφοφόρων εμφανίστηκε πιο συντεταγμένη σε σύγκριση με το 2016 (και ιδιαιτέρως αυξημένη σε αρκετές πολιτείες που στις προκριματικές εκλογές του κόμματος είχε σημειώσει υψηλές επιδόσεις ο B. Sanders: Idaho, Nevada, Utah, Washington, Arizona, California, Colorado, Vermont)..
[19] Τα ανάλογα ποσοστά στις δύο προηγούμενες εκλογές (2016 και 2020) ήταν 10% και 14%, αλλά με συντριπτικές πλειοψηφίες υπέρ των Δημοκρατικών υποψηφίων H. Clinton και J. Biden (57%-38% και 64%-32% αντίστοιχα).
[20] Πρέπει εκ προοιμίου να επισημανθεί ότι στο τελευταίο αυτό exit poll εφαρμόστηκε μια μεθοδολογική καινοτομία μείωσης της γεωγραφικής κάλυψης του δείγματος, με παράλληλη αύξηση του μεγέθους του (από 15.590 ερωτώμενους σε 24 πολιτείες το 2020, το τωρινό δείγμα περιλαμβάνει 22.966 από 10 μόλις πολιτείες). Αυτό το στοιχείο πρέπει να ληφθεί υπόψη σε οποιαδήποτε αναδρομική σύγκριση των τελευταίων αναλυτικών δεδομένων με παλαιότερες αντίστοιχες εκτιμήσεις.
[21] Ο βαθμός αστικότητας του τόπου κατοικίας είναι η μόνη από τις τρεις μεταβλητές που παραμένει ακλόνητη ως προς τη διάκριση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, με την αντίθεση μεταξύ των πόλεων και της υπαίθρου να αποτελεί τα τελευταία χρόνια την ισχυρότερη αντίθεση στο επίπεδο της εκλογικής γεωγραφίας. Πράγματι, στις τελευταίες εκλογές η μεν K. Harris διατήρησε αυτούσιο το προβάδισμα του 2020 στις αστικές περιοχές (38%-60%), ο δε D. Trump ενίσχυσε κατά 7-8 μονάδες τη δύναμή του στις αγροτικές (64%-34% από 57%-42% το 2020), ενώ απέκτησε και ένα ελαφρύ προβάδισμα στις ενδιάμεσες ημιαστικές/προαστιακές περιοχές (51%-47% από 48%-50% αντίστοιχα).
[22] Bishin B.G. & Klofstad C.A., «The Political Incorporation of Cuban Americans: Why Won’t Little Havana Turn Blue?», Political Research Quarterly, 65 (3), 2012, σ. 586-599.
[23] Gayte M. & Chelini-Pont Bl., Rozell M. J. (eds.), Catholics and US Politics After the 2020 Elections. Biden Chases the ‘Swing Vote’, George Mason University, Arlington, VA, USA, 2022.
[24] Prendergast W. B., The Catholic Voter in American Politics: The Passing of the Democratic Monolith, Georgetown University Press, Washington, D.C., 1999, σ. 125.
[25] Τσίρμπας Γ., «Πολιτική και Εκλογική Συμπεριφορά», στο Ελευθερίου Κ. & Τσίρμπας Γ. & Κολιαστάσης Π. & Καναούτη Σ. (επιμ.), Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, Gutenberg, Αθήνα, σ. 237-277.
[26] Από την προηγούμενη κυριαρχία τους οι Δημοκρατικοί διατήρησαν μόνο μια μικρή πλειοψηφία (46%-50%) στα πιο χαμηλά εισοδήματα κάτω των $30,000/έτος.
[27] O Reagan στα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχε επιτύχει προς στιγμή μια αξιοσημείωτη διείσδυση στα λαϊκά στρώματα και στην εργατική τάξη και μάλιστα σε σημαντική μερίδα ψηφοφόρων που αυτοπροσδιορίζονταν ως «Δημοκρατικοί», από όπου και επικράτησε ο όρος «Reagan Democrats». Βλ. Borquez J., «The Reagan Democrat Phenomenon: How Wise Was the Conventional Wisdom?», Politics & Policy, 33 (4), 2005, σ. 672-705.
[28] Από 74% οι ψηφοφόροι με εισόδημα κάτω των $100,000 το 2020, στο τελευταίο exit poll αποτελούν μόλις το 59% του δείγματος.
[29] Πρόκειται για την μεταβλητή «Union Household», η οποία στην εκλογική κοινωνιολογία των ΗΠΑ αντιμετωπίζεται παραδοσιακά ως ο βασικός δείκτης «ταξικότητας» της ψήφου, υποτιμώντας τον συντεχνιακό χαρακτήρα που μπορεί συχνά να προσλαμβάνει. Βλ. Sheppard S., «Race, Class, and Values in Post-New Deal Presidential Politics: Inverted Class Loyalties as a Trend in Presidential Elections, 2000-2012», New Political Science, 35 (2), 2013, σ. 272-306.
[30] Τσίρμπας Γ., ό.π.
[31] Piketty Th., «“Βραχμανική Αριστερά” εναντίον Εμπορευόμενης Δεξιάς: Αυξανόμενη ανισότητα και η μεταβαλλόμενη δομή της πολιτικής σύγκρουσης στη Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, 1948-2020», στο Gethin A. & Martínez-Toledano Cl. & Piketty Th., Πολιτικές διαιρετικές τομές και κοινωνικές ανισότητες. Μια μελέτη είκοσι πέντε δημοκρατιών, 1948-2020, Τόπος, Αθήνα, 2024, σ. 101-156.
[32] Brady D. & Cain Br., «Are Our Parties Realigning?», National Affairs, 62, 2025 στο: https://www.nationalaffairs.com/publications/detail/are-our-parties-realigning (πρόσβαση: 18.01.2025).
Ο Παναγιώτης Κουστένης είναι εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Μαθηματικών και του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) «Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Το 2013 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, με τίτλο «Ιστορία και Αριθμητική των Μεθόδων Αντιπροσώπευσης: Διερεύνηση του Ελληνικού Παραδείγματος». Αντικείμενο ήταν η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης και η θεωρητική και εμπειρική ανάλυση των εκλογικών συστημάτων στην Ελλάδα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, με έμφαση στην περίοδο 1926-2012. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εντοπίζονται στον χώρο της Εκλογικής Κοινωνιολογίας, της Εκλογικής Ιστορίας και της Συγκριτικής Πολιτικής. Έχει διδάξει ως εντεταλμένος διδασκαλίας στο ΠΜΣ «Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία» του Παντείου Πανεπιστημίου (2014-2018), ως διδάσκων του ΠΔ 407/80 στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (2019-2020), ως μέλος ΣΕΠ στο Πρόγραμμα Δημόσιας Διοίκησης του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου (2021-2024) και ως εντεταλμένος διδάσκων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης (2023-2024). Διετέλεσε μέλος της επιστημονικής ομάδας των Exit Polls για το Mega Channel (2007-2015) και εκλογικός αναλυτής στην παρουσίαση των εκλογικών αποτελεσμάτων των διπλών εκλογών του 2023 στην ΕΡΤ. Αρθρογραφεί σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες. Παράλληλα εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα ως στατιστικός αναλυτής και ερευνητής.