Εισαγωγή
Μια σειρά μελετών σε πολλές χώρες του κόσμου έχουν δείξει ότι η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων συσχετίζεται με την αυξανόμενη αποχή των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων από εκλογικές, πολιτικές και συμμετοχικές διαδικασίες, δηλαδή από αυτό που θα ονομάζαμε «δημόσιο πολιτικό χώρο»[1]. Η απώθηση εκτεταμένων κοινωνικών στρωμάτων σε μια ζώνη «κοινωνικού πολιτικού αποκλεισμού» έχει καταγραφεί ως μία κομβική εξέλιξη στα πολιτικά συστήματα, η οποία δεν περιορίζεται στην αυξανόμενη εκλογική αποχή, αλλά εκτείνεται στο γενικότερο κλίμα δυσπιστίας στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και τη Δημοκρατία. Ο ασφυκτικός περιορισμός των αντιπροσωπευτικών ορίων, η εξάρτηση των κομμάτων από τη «διακυβέρνηση» και η ιδεολογική κατίσχυση μιας συστημικής εξατομίκευσης, έχουν δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο διαχείρισης, εντός του οποίου συνωθούνται τα πολιτικά κόμματα. Η εξέλιξη αυτή με τη σειρά της έχει συντελέσει σε δύο δεδομένα: την απομάκρυνση των λαϊκών τάξεων από τον πολιτικό στίβο, γεγονός που εκφράζεται με τη μεγάλη εκλογική αποχή, και τη συνακόλουθη μείωση των δεικτών ταξικότητας της ψήφου.
Ο μετασχηματισμός αυτός έχει την επίδρασή του και στο επιστημονικό αντικείμενο της εκλογικής συμπεριφοράς. Οι εκλογές δεν είναι πια μια διαδικασία ιδεολογικής – πολιτισμικής απογραφής των κοινωνιών[2]. Τα τμήματα του πληθυσμού που δεν ασκούν το εκλογικό δικαίωμα, ή το ασκούν κατά περίπτωση και κατά διαστήματα, είναι πλέον σχεδόν πλειοψηφικά και σε πλείστες περιπτώσεις βρίσκονται έξω από το διερευνητικό φακό της εφαρμοσμένης εκλογικής ανάλυσης.
Η γενική αυτή τάση έχει προφανώς και τις εξαιρέσεις της. Κάθε φορά που η διακύβευση των εκλογών εκφεύγει από τα περιοριστικά όρια της «διακυβέρνησης» και εμφανίζονται κομματικοί – εκλογικοί σχηματισμοί που αντιστέκονται στο καρτέλ του κομματικού συστήματος, η εκλογική συμμετοχή αποκτά ευρύτερη σημασία και μεγαλώνει, δείγμα ότι η μείωση του εκλογικού σώματος είναι μια μεταβλητή που εξαρτάται από τις αλλαγές στον χαρακτήρα των πολιτικών κομμάτων και συνδέεται άρρηκτα με τη διακρινόμενη απουσία αντίπαλης προς τη «διακυβέρνηση» πολιτικής. Το εκλογικό δικαίωμα δυνητικά παραμένει ένα πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια των υποτελών κοινωνικών τάξεων, όταν βεβαίως ασκείται. Για να ασκηθεί, όμως, απαιτείται πλέον ένας συνδυασμός «εκπροσώπησης» και «χρησιμότητας» εκ μέρους των πολιτικών κομμάτων, αλλά και κάθε μορφής αντιπροσωπευτικών οργανώσεων.
Υπόθεση εργασίας
Η υπόθεση εργασίας του άρθρου είναι αν η συρρίκνωση του εκλογικού σώματος που παρατηρείται έντονα τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, είναι οριζόντιας (κοινωνικής – ταξικής) προέλευσης, ή, αντίθετα, αν διαφαίνεται σε αυτήν κάποια κοινωνική-ταξική προέλευση και ποιά. Αν, δηλαδή, οι ενδείξεις που καταγράφονται στη διεθνή εκλογική εμπειρία επιβεβαιώνονται και στην ελληνική περίπτωση.
Για τη διερεύνηση της υπόθεσης χρησιμοποιούνται συγκριτικά τα επίσημα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών σε επίπεδο Περιφέρειας και Δήμων, οι έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ για τη χωρική κατανομή της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς και παλαιότερες εργασίες που ασχολούνται με τον κοινωνικό διαχωρισμό των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων[3].
1. Η συμμετοχή στις Βουλευτικές Εκλογές
Ως πεδίο διερεύνησης της υπόθεσης εργασίας χρησιμοποιούνται οι Βουλευτικές Εκλογές της περιόδου 2009 έως και 2023. Η επιλογή της χρονικής περιόδου 2009-2023 γίνεται βάσει του γεγονότος ότι οι Βουλευτικές εκλογές του 2009 είναι οι τελευταίες εκλογές πριν την έκρηξη της οικονομικής κρίσης στη χώρα και την είσοδο στην εποχή της έντονης λιτότητας των μνημονίων. Ταυτόχρονα, ολόκληρη η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και από τον προοδευτικά αυξανόμενο αποκλεισμό ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων από συλλογικά δημόσια αγαθά.
Επιλέγεται η σύγκριση μεταξύ Βουλευτικών Εκλογών γιατί είναι «ομοειδείς εκλογές», με τις διακυβεύσεις της ψήφου να είναι ισχυρότερες και περισσότερο κινητοποιητικές. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνεται στην ανάλυση η συμμετοχή στις Ευρωεκλογές της περιόδου (2014, 2019 και 2024) και αυτό επειδή είναι γνωστό από τη βιβλιογραφία ότι αποτελούν εκλογές «β’ τάξεως[4]» που δεν προσφέρονται για ασφαλείς και μονιμότερες συσχετίσεις ως προς την υπόθεση που εξετάζεται εδώ. Ειδικά οι ευρωεκλογές του 2024 κατέγραψαν μια «ακραία τιμή» μείωσης του εκλογικού σώματος (μόλις 4.062.095 ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες, ήτοι 2.000.000 λιγότεροι ψηφοφόροι σε σχέση με τις πρώτες εκλογές του 2023, ένα μόλις χρόνο πριν), δεδομένο που δεν είναι ακόμα προφανές ότι αποτελεί ένα ασφαλές μέτρο σύγκρισης.
Μεταξύ Βουλευτικών Εκλογών 2009 και των δεύτερων Βουλευτικών Εκλογών 2023 καταγράφηκε μια γενική μείωση του εκλογικού σώματος κατά 1.770.994 εκλογείς ή, ποσοστιαία, κατά 25.1%, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1. Ακόμα και αν κανείς λάβει υπόψιν του τις «πρώτες» εκλογές του 2012, του 2015 και του 2023, υπό την έννοια ότι οι «δεύτερες» εκλογές είναι περισσότερο διεκπεραιωτικές των πρώτων, και πάλι μεταξύ 2009 και 2023 η μείωση του εκλογικού σώματος φτάνει τους 983.000 ψηφοφόρους, ήτοι καταγράφεται μια μείωση της τάξης του 14%. Η τάση μείωσης είναι συστηματική, όποιο μέτρο σύγκρισης και αν υιοθετηθεί.
Πίνακας 1: Η πτωτική πορεία της εκλογικής συμμετοχής 2009-2023.
ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ | ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΛΟΓΕΩΝ |
2009 | 7.044.066 |
2012 Α | 6.476.818 |
2012 Β | 6.216.798 |
2015 Α | 6.330.356 |
2015 Β | 5.567.930 |
2019 | 5.769.644 |
2023 Α | 6.061.040 |
2023 Β | 5.273.072 |
ΔΙΑΦΟΡΑ 2009-2023 | -1.770.994 |
Πηγή: ΥΠΕΣ, Επίσημα Εκλογικά Αποτελέσματα
Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της Γραμμικής Παλινδρόμησης (Linear Regression) για την ανάλυση των στοιχείων του Πίνακα 1 προκύπτουν τα εξής δεδομένα:
Συντελεστής κλίσης (slope): -197.378. Κάθε νέα εκλογική αναμέτρηση συνοδεύεται κατά μέσο όρο από μείωση ~197.000 ψηφοφόρων.
Συντελεστής συσχέτισης (r): -0.867. Δείχνει ισχυρή αρνητική γραμμική συσχέτιση μεταξύ χρόνου και συμμετοχής.
p-value: 0.0053. Είναι < 0.05, που σημαίνει ότι η πτώση είναι στατιστικά σημαντική σε επίπεδο εμπιστοσύνης 95%.
Επομένως, το συμπέρασμα είναι ότι παρατηρείται στατιστικά σημαντική και ισχυρά φθίνουσα τάση στην εκλογική συμμετοχή στην Ελλάδα από το 2009 έως το 2023.
2. Διαστάσεις της μείωσης του εκλογικού σώματος
α) Η μείωση του απόλυτου αριθμού εκλογέων καταγράφεται παρά το γεγονός ότι στις Εκλογές του 2019 διευρύνεται το δυνάμει εκλογικό σώμα με την καθιέρωση της ψήφου από τα 17 έτη, ενώ και στις εκλογές του 2023 υπάρχει ακόμα μία, έστω και μικρή, διεύρυνση με τη δυνατότητα αποδήμων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Με άλλα λόγια, ενώ ο δυνάμει εκλογικός πληθυσμός διευρύνεται, η εκλογική συμμετοχή μειώνεται.
β) Δεν μπορεί να αγνοηθεί, βεβαίως, ότι η μείωση του εκλογικού σώματος οφείλεται σε κάποιο βαθμό και στο λεγόμενο brain drain, δηλαδή στη μετανάστευση ανθρώπινου δυναμικού υψηλής ειδίκευσης που εξελίχθηκε έντονα μετά το 2011[5].
Σύμφωνα με μελέτη του ΣΕΒ (2020), η οποία βασίζεται σε επίσημα ελληνικά και ευρωπαϊκά στατιστικά δεδομένα, μεταξύ 2008 και 2017 από την Ελλάδα μετανάστευσαν συνολικά 467.765 άτομα, με την καθαρή μετανάστευση (εκροές – εισροές) να καταγράφεται τελικά στα 192.493 άτομα. Η μετανάστευση αυτή αρχίζει να ανακόπτεται μετά την περίοδο 2016-2017, οπότε και αυξάνονται οι ροές επιστροφής στη χώρα, χωρίς ωστόσο να ανατρέπεται πλήρως η σχέση εκροών – εισροών. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική μετανάστευση στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, μετά το 2010, έχει μια σχετική βαρύτητα στη μείωση του εκλογικού σώματος που δεν μπορεί μεν να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά και που δεν μπορεί να ξεπερνά τις 250.000 – 300.000 ψηφοφόρων ως καθαρή εκροή. Επομένως, ακόμα και αν από τη μείωση του εκλογικού σώματος κατά 1.770.994 αφαιρεθεί η (καταναγκαστική συνθήκη) καθαρής εκροής του brain drain, παραμένει ένας σκληρός πυρήνας μείωσης του εκλογικού σώματος κατά 1.500.000 περίπου ψηφοφόρους[6].
3. Από πού προέρχεται η μείωση του εκλογικού σώματος
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτή η γενική τάση μείωσης του εκλογικού σώματος είναι οριζόντιας κοινωνικής – ταξικής προέλευσης ή αν, αντίθετα, εντοπίζεται περισσότερο σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και στρώματα.
Με βάση την ΕΛΣΤΑΤ και την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (2023), ο πληθυσμός της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχεται στο 26.1%, ήτοι 2.658.400 άτομα. Οι Περιφέρειες με τα μεγαλύτερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, η Δυτική Μακεδονία, η Δυτική Ελλάδα και η Πελοπόννησος. Οι Περιφέρειες με το μικρότερο ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι η Κρήτη, το Νότιο Αιγαίο και η Ήπειρος.
Στον Πίνακα 2 καταγράφεται μια πρώτη σημαντική ένδειξη: η μεγαλύτερη μείωση του ενεργού εκλογικού πληθυσμού (ψηφοφόρων) εντοπίζεται στις Περιφέρειες εκείνες όπου το ποσοστό φτώχειας / κοινωνικού αποκλεισμού είναι πολύ μεγαλύτερο του μέσου εθνικού ποσοστού, ενώ, αντίθετα, στις περιοχές με τους χαμηλότερους δείκτες φτώχειας τα ποσοστά μείωσης του εκλογικού σώματος είναι κατά πολύ μικρότερα. Λόγω του μικρού δείγματος αριθμού περιφερειών (n=7), η στατιστική σημαντικότητα (p-value) είναι οριακή — αλλά η τάση είναι ουσιαστική. Με βάση τον συντελεστή συσχέτισης (Pearson) προκύπτει το συμπέρασμα ότι όσο υψηλότερος δείκτης φτώχειας καταγράφεται, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα μείωσης της εκλογικής συμμετοχής. Αντίστροφα, στις Περιφέρειες εκείνες που οι δείκτες φτώχειας είναι κάτω του εθνικού μέσου ποσοστού, η μείωση του εκλογικού σώματος είναι αρκετά έως πολύ μικρότερη.
Πίνακας 2: Πληθυσμός σε κίνδυνο Φτώχειας – Κοινωνικού Αποκλεισμού και Μείωση του Εκλογικού Σώματος 2009-2023 σε επίπεδο Περιφερειών
Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (ποσοστό %) | Μείωση Εκλογικού Σώματος 2009-2023 (ποσοστό %) | |
ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ | 26.1 | -25.1 |
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ ΜΕ ΤΟ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΤΩΧΕΙΑΣ | ||
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ | 35.7 | -28.8 |
ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ | 35.2 | -30.7 |
ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ | 32.7 | -31.4 |
ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – ΘΡΑΚΗ | 31.9 | -31.8 |
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ ΜΕ ΤΟ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΤΩΧΕΙΑΣ | ||
ΚΡΗΤΗ | 18.5 | -21.8 |
ΗΠΕΙΡΟΣ | 20.1 | -28.2 |
ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ | 20.5 | -21.3 |
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ 2024, ΥΠΕΣ, Εκλογικά Αποτελέσματα.
Εμβαθύνοντας τη χωρική συσχέτιση μεταξύ κοινωνικής ανισότητας / μείωσης του εκλογικού σώματος, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα δεδομένα του Πίνακα 3, ο οποίος αναφέρεται στο επίπεδο Δήμου / Δημοτικής Ενότητας στο μεγαλύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της χώρας, αυτό της Αθήνας[7]. Ο πίνακας περιλαμβάνει μεγαλύτερο απόλυτο αριθμών περιοχών, ούτως ώστε να καθιστά το στατιστικό συμπέρασμα πολύ πιο θεμελιωμένο. Το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας χωρίζεται σε πέντε βασικές κατηγορίες, ξεκινώντας από τις φτωχότερες κοινωνικο-επαγγελματικά περιοχές που βρίσκονται και στον μεγαλύτερο κίνδυνο έκθεσης σε φτώχεια και φτάνοντας στις περιοχές που κατοικούν τα περισσότερο εύπορα κοινωνικά στρώματα.
Πίνακας 3: Κοινωνική Διαστρωμάτωση και Διακύμανση του Εκλογικού Σώματος 2009-2023 σε επίπεδο Δήμων / Δημοτικών Ενοτήτων στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Αθήνας
Περιοχές / Δήμοι Λεκανοπεδίου | Διακύμανση Εκλογικού Σώματος 2009-2023 (ποσοστό %) |
ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ | -25.1 |
Α. Περιοχές με υψηλό κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού | |
Μενίδι | -19.9 |
Ζεφύρι | -32.7 |
Πέραμα | -31.2 |
Κερατσίνι | -28.0 |
Άνω Λιόσια | -23.9 |
ΣΥΝΟΛΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Α. | -25.1 |
Β. Περιοχές μισθωτών / εργατών | |
Νίκαια | -31.8 |
Περιστέρι | -23.0 |
Αιγάλεω | -29.6 |
Κορυδαλλός | -20.4 |
ΣΥΝΟΛΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Β. | -26.2 |
Γ. Μεσαίες κ/ε Περιοχές | |
Βύρωνας | -18.7 |
Ζωγράφου | -21.7 |
Γαλάτσι | -14.1 |
Ελληνικό | -9.8 |
ΣΥΝΟΛΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Γ. | -17.8 |
Δ. Υψηλές / μεσαίες περιοχές | |
Χολαργός | -8.8 |
Χαλάνδρι | -7.8 |
Αγ.Παρασκευή | -5,8 |
Βριλήσσια | +4.1 |
Μαρούσι | -5.6 |
ΣΥΝΟΛΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Δ. | -5.6 |
Ε. Υψηλές περιοχές | |
Φιλοθέη | -1.3 |
Ψυχικό | -5.6 |
Εκάλη | +8.2 |
Βούλα | +14.8 |
Βουλιαγμένη | -7.2 |
Θρακομακεδόνες | +2.9 |
ΣΥΝΟΛΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Ε. | +4.1 |
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ 2024, Εκλογικά Αποτελέσματα ΥΠΕΣ.
Xρησιμοποιώντας την τεχνική ANOVA (Analysis of Variance), προκύπτει στατιστικά σημαντική διαφορά στη διακύμανση του εκλογικού σώματος 2009–2023 μεταξύ κοινωνικών κατηγοριών σε περιοχές του Λεκανοπεδίου της Αττικής.
Όσο φτωχότερη είναι η περιοχή, τόσο μεγαλύτερη μείωση του εκλογικού σώματος εμφανίζεται. Αντίστροφα, όσο πλουσιότερη είναι η περιοχή τόσο μικρότερη είναι η μείωση ή παρατηρείται ακόμα και αύξηση του εκλογικού σώματος. Η διαφορά μεταξύ των περιοχών A-B από τη μία πλευρά και των περιοχών Δ-Ε από την άλλη είναι τεράστια (~30 ποσοστιαίες μονάδες), οπότε η ANOVA δείχνει στατιστικά σημαντική διαφορά (p < 0.01). Στις περιοχές των «μεσαίων στρωμάτων» (Κατηγορία Γ) η μείωση του εκλογικού σώματος είναι σημαντική (-17.8%), ωστόσο κατά τι μικρότερη από το μέσο ποσοστό μείωσης.
Το βασικό λοιπόν συμπέρασμα από τα στοιχεία του Πίνακα 3 είναι ότι η μείωση του εκλογικού σώματος κατά την περίοδο 2009-2023 σχετίζεται άμεσα με την επιλογή σημαντικού ποσοστού των χαμηλών (κυρίως) και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων να αποσυρθούν από τον εκλογικό χώρο. Όσο φτωχότερη είναι η περιοχή κατοικίας τόσο αυξάνεται η πιθανότητα μείωσης του εκλογικού σώματος. Ο Πίνακας 3 ενισχύει και σταθεροποιεί την ισχυρή ένδειξη του Πίνακα 2.
Η εικόνα του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Αθήνας επιβεβαιώνεται με την ίδια τεχνική στατιστικής ανάλυσης και από την αντίστοιχη του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, όπως φαίνεται στον Πίνακα 4. Η πολεοδομική πόλωση αντανακλάται και στη γεωγραφία της μείωσης του εκλογικού σώματος. Οι δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, όπου συγκεντρώνεται η μεγάλη μάζα των εργατικών – λαϊκών και μισθωτών στρωμάτων της πόλης, καταγράφουν μείωση του εκλογικού σώματος σε ανάλογα με την Αθήνα ποσοστά στις αντίστοιχες περιοχές, ενώ η ίδια, αντίστροφα, ανοδική τάση παρατηρείται και στην περίπτωση των προαστίων εκείνων όπου κατοικούν τα ανώτερα κοινωνικο-επαγγελματικά στρώματα της πόλης[8]. Η τάση και στα δύο πολεοδομικά συγκροτήματα της χώρας είναι παρόμοια.
Πίνακας 4: Κοινωνική Διαστρωμάτωση και Διακύμανση του Εκλογικού Σώματος 2009-2023 σε επίπεδο Δήμων / Δημοτικών Ενοτήτων στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης
Περιοχές / Δήμοι ΠΣΘ | Διακύμανση Εκλογικού Σώματος 2009-2023 (ποσοστό %) |
ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ | -25.1 |
Α. Περιοχές με υψηλό κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού και Περιοχές Μισθωτών / εργατών | |
Αμπελόκηποι | -26.9 |
Μενεμένη | -38.1 |
Ευκαρπία | -6.0 |
Πολίχνη | -22.1 |
Σταυρούπολη | -22.2 |
Ελευθέριο Κορδελιό | 23.5 |
ΣΥΝΟΛΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Α. | -24,2 |
Β. Μεσαίες κ/ε περιοχές | |
Καλαμαριά | -13.5 |
Γ. Υψηλές περιοχές | |
Πανόραμα | +5.4 |
Πυλαία | +4.9 |
Ωραιόκαστρο | +8.4 |
ΣΥΝΟΛΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Γ. | +6,2 |
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ 2024, Εκλογικά Αποτελέσματα ΥΠΕΣ.
Επομένως, η ομοιότητα στη συσχέτιση περιοχών και μείωσης του εκλογικού σώματος στα δύο μεγαλύτερα πολεοδομικά συγκροτήματα της χώρας, δείχνει μία τάση που κάθε άλλο μπορεί να αγνοηθεί. Η εντυπωσιακή συρρίκνωση του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα οφείλεται πολύ περισσότερο στην απόσυρση των λαϊκών στρωμάτων από την εκλογική διαδικασία, την ίδια στιγμή που τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα ενισχύουν περισσότερο το ειδικό βάρος τους μέσα στο εκλογικό σώμα.
4. Μείωση εκλογικού σώματος και μείωση της ταξικότητας της ψήφου
Η μείωση του εκλογικού σώματος έχει επίδραση στον Δείκτη ταξικότητας της ψήφου, τόσο σε ό,τι αφορά συνολικά το κομματικό σύστημα όσο και σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς.
Για τον προσδιορισμό της ταξικότητας της ψήφου θα χρησιμοποιήσουμε τον Δείκτη Alford[9], αφενός διότι είναι απλός στην κατασκευή του, και άρα εύχρηστος[10], και αφετέρου διότι επιτρέπει μια σύγκριση ομοειδών δεδομένων της σημερινής εποχής σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ο Δείκτης Alford μετρά το ποσοστό υποστήριξης ενός κόμματος ή πολιτικής παράταξης από τις εργατικές – μισθωτές τάξεις σε σύγκριση με τις υπόλοιπες μεσαίες/ανώτερες τάξεις και ορίζεται από τον εξής τύπο:
Δείκτης Alford = % εργατών που ψήφισαν Αριστερά ΜΕΙΟΝ % μη-εργατών που ψήφισαν Αριστερά
Ο Δείκτης μπορεί να λάβει:
α) Θετικές τιμές, όταν οι εργατικές – μισθωτές τάξεις προτιμούν περισσότερο την Αριστερά σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές τάξεις, δηλαδή υπάρχει ταξική πόλωση υπέρ της αριστεράς.
β) Αρνητικές τιμές, όταν οι εργατικές – μισθωτές τάξεις ψηφίζουν λιγότερο Αριστερά από τις άλλες τάξεις (φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο ιστορικά).
γ) Τιμή 0, η οποία υποδηλώνει απουσία ταξικής διαφοροποίησης στην ψήφο.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Alford δεν έθεσε συγκεκριμένα όρια για την ερμηνεία του δείκτη του, η μεταγενέστερη συγκριτική βιβλιογραφία έχει υιοθετήσει εμπειρικές ταξινομήσεις για την ένταση της ταξικής ψήφου. Έτσι, γίνεται γενικά αποδεκτό ότι τιμές του δείκτη κάτω του 10 θεωρούνται ένδειξη περιορισμένης ή ασθενούς ταξικής πόλωσης, ενώ τιμές άνω του 15 υποδηλώνουν ισχυρή ταξικότητα της ψήφου[11]. Εμβαθύνοντας την τυπολόγηση αυτή μπορούμε να ισχυριστούμε ότι:
Δείκτης 0 έως 5: | Δείχνει πολύ χαμηλή ή σχεδόν μηδενική ταξικότητα της ψήφου, |
Δείκτης 5 έως 10: | Δείχνει μέτρια ταξικότητα της ψήφου, |
Δείκτης 10 έως 20: | Δείχνει ισχυρή ταξικότητα της ψήφου |
Δείκτης πάνω από 20: | Δείχνει πολύ μεγάλη ένταση ταξικότητας της ψήφου. |
Ο Πίνακας 5 αποτυπώνει τον Δείκτη Ταξικότητας Ψήφου σε μια κλίμακα 1-100 για την περίοδο 2009-2023. Ο Δείκτης Alford δείχνει ότι οι εκλογές του 2009, του 2012 και του 2015 χαρακτηρίζονται από ισχυρή ταξικότητα της ψήφου, αντίθετα με τις εκλογές του 2019 και του 2023 που δείχνουν μέτρια ταξικότητα της ψήφου.
Πίνακας 5: Δείκτης ταξικότητας της ψήφου στην Ελλάδα βάσει της μεθοδολογίας του Alford
ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ | ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΨΗΦΟΥ ALFORD (κλίμακα 0-100) |
2009 | 11.6 |
2012 | 14.7 |
2015 | 15.0 |
2019 | 6.8 |
2023 | 6.1 |
Πηγή: Για τις Βουλευτικές Εκλογές 2009 και 2012, βλ Βερναρδάκης (2023: 133) Για τις εκλογές 2015 και 2019, Επεξεργασία Δεδομένων Εκλογικών Ερευνών της εταιρείας Prorata. Για τις εκλογές 2023, Επεξεργασία Δεδομένων Εκλογικών Ερευνών Real Polls.
Η ανοδική τάση του Δείκτη Alford από το 2009 έως και το 2015 σχετίζεται ασφαλώς με την έντονη οικονομική και κοινωνική κρίση της εποχής εκείνης και αποτελεί συστατικό στοιχείο του «εκλογικού σεισμού» του 2012, ο οποίος χαρακτηρίσθηκε από τη ραγδαία μεταβολή του κομματικού συστήματος και την αποδυνάμωση των δύο εταίρων του μεταπολιτευτικού δικομματισμού[12]. Αντίστροφα, στις εκλογές 2019 και 2023 – εκλογές που καταγράφουν μεγάλη ήττα της Αριστεράς και κυριαρχία της δεξιάς – οι δείκτες ταξικότητας μειώνονται κατά πολύ[13].
Στους Πίνακες 6 και 7 καταγράφεται ο Δείκτης Alford αφενός για κάθε επιμέρους κόμμα της «Αριστεράς» και αφετέρου για την παράταξη της «Αριστεράς» συνολικά στις εκλογές 2019 και 2023 (εκλογές του Μαΐου).
Πίνακας 7: Δείκτης ταξικής ψήφου των κομμάτων της Αριστεράς στην Ελλάδα βάσει της μεθοδολογίας του Alford, 2019
KOMMA | «ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ» (%) | «ΜΗ-ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ» (%) | ΔΕΙΚΤΗΣ ALFORD (ΚΛΙΜΑΚΑ 1-100) |
ΣΥΡΙΖΑ | 34.2 | 31.0 | 3.2 |
ΚΚΕ | 5.9 | 3.7 | 2.2 |
ΜΕΡΑ25 | 4.5 | 3.7 | 0.8 |
ΑΝΤΑΡΣΥΑ | 1.1 | 0.5 | 0.6 |
ΣΥΝΟΛΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ | 45.7 | 38.9 | 6.8 |
[ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ] | [7.3] | [11.0] | [-3.7] |
Πηγή: PRORATA, Μετεκλογική Έρευνα, Σεπτέμβριος 2019
Πίνακας 8: Δείκτης ταξικής ψήφου των κομμάτων της Αριστεράς στην Ελλάδα βάσει της μεθοδολογίας του Alford, 2023
KOMMA | «ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ» (%) | «ΜΗ-ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ» (%) | ΔΕΙΚΤΗΣ ALFORD (ΚΛΙΜΑΚΑ 1-100) |
ΣΥΡΙΖΑ | 23.7 | 21.1 | 2.6 |
ΚΚΕ | 7.6 | 5.4 | 2.2 |
ΜΕΡΑ25 | 3.2 | 2.3 | 0.9 |
ΑΝΤΑΡΣΥΑ | 1.4 | 1.0 | 0.4 |
ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ |
2.6 |
2.6 |
0 |
ΣΥΝΟΛΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ | 38.5 | 32.4 | 6.1 |
[ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ] | [6.2] | [7.0] | [-0.8] |
Πηγή: REAL POLLS, Αθροιστικό Αρχείο Προεκλογικών Ερευνών, Απρίλιος-Ιούνιος 2023
Οι δείκτες ταξικότητας αφορούν βεβαίως στο μέρος εκείνο των μισθωτών και εργατικών στρωμάτων που παρέμεινε ενεργό στο εκλογικό σώμα, δεν επέλεξε δηλαδή την απόσυρση από την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Είναι εμφανές ότι το ύψος της εκλογικής συμμετοχής των μισθωτών – λαϊκών στρωμάτων επιδρά σημαντικά στον χαμηλό Δείκτη έντασης της ταξικότητας της ψήφου και στην απώλεια ταξικής διαφοροποίησης των κομμάτων της Αριστεράς. Οι πίνακες με τους χαμηλούς Δείκτες ταξικότητας της ψήφου στην Ελλάδα για τα αριστερά κόμματα «δείχνουν» προς την κατεύθυνση μιας εκλογικής – κοινωνικής ρευστότητας των αριστερών εκλογικών σωμάτων, αλλά και, αντίστροφα, μιας απουσίας δομημένης «σχέσης εκπροσώπησης» των μισθωτών και λαϊκών στρωμάτων με τα κόμματα της Αριστεράς. Μετά την έκρηξη της οικονομικής κρίσης στη χώρα το 2010 και την υπαγωγή της σε ένα καθεστώς σκληρής νεοφιλελεύθερης λιτότητας οι αλλαγές στο κομματικό σύστημα δεν διαμόρφωσαν ισχυρές και σταθερές σε βάθος χρόνου σχέσεις εκπροσώπησης μεταξύ Αριστεράς και μισθωτής – εργατικής ψήφου. Ο ΣΥΡΙΖΑ που «εκπροσώπησε» την εργατική – λαϊκή ψήφο στις εκλογές του 2012 και του 2015, υποχώρησε δραματικά το 2019 και ακόμα περισσότερο το 2023. Το κενό της εργατικής – λαϊκής ψήφου δεν καλύφθηκε όμως ούτε από το ΚΚΕ ούτε από τα μικρότερα πολιτικά σχήματα.
Αξίζει σχετικά και μια ιδιαίτερη παρατήρηση για το ΠΑΣΟΚ, που υπήρξε ιστορικά στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης και έως τις εκλογές του 2009 ο κύριος πολιτικός εκφραστής της εργατικής – λαϊκής ψήφου. Τα δεδομένα δείχνουν ότι από το 2012 και μετέπειτα η ψήφος του ΠΑΣΟΚ περνά σε αρνητικό πρόσημο ταξικότητας, αποκαλύπτοντας την ισχυρή ιδεολογικο-πολιτική αλλά και συμβολική μετατόπιση του στίγματός του. Μετά το 2012 η αποκοπή του από την εργατική – λαϊκή ψήφο διαμορφώνει τη συνθήκη μετεξέλιξής του σε ένα μάλλον «κεντρώο» πολιτικό μόρφωμα.
Επίλογος
Η συσχέτιση κοινωνικών ανισοτήτων και πολιτικής αποχής καταγράφεται από ισχυρή έως πολύ ισχυρή στην ελληνική περίπτωση. Επιβεβαιώνεται, επομένως, η τάση που έχει παρατηρηθεί στη διεθνή πολιτική σκηνή. Η μείωση του εκλογικού σώματος έχει περισσότερες πιθανότητες να καταγραφεί στις φτωχότερες και πολύ φτωχές περιοχές και να αφορά περισσότερο τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Αντίστροφα, σταθερότητα ή και αύξηση του εκλογικού σώματος έχει περισσότερες πιθανότητες να καταγραφεί στις ανώτερες κοινωνικο-επαγγελματικά περιοχές και στα ανώτερα και πιο εξασφαλισμένα κοινωνικά στρώματα.
Ταυτόχρονα, όσο αυξάνεται η αποχή από την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος μεγάλου τμήματος των λαϊκών στρωμάτων, τόσο μειώνεται η ταξικότητα της εκφρασμένης ψήφου.
Βεβαίως, κάθε εκλογή έχει τις καθαρά δικές της διακυβεύσεις. Η μείωση του εκλογικού σώματος δεν είναι νομοτελειακή τάση. Εξαρτάται από τον τρόπο που τα πολιτικά κόμματα κινητοποιούν τους κοινωνικούς πόρους της νομιμοποίησής τους ή, αντίστροφα, τους υποτιμούν. Το στοιχείο αυτό αφορά ιδιαιτέρως τα κόμματα του αριστερού ή κεντροαριστερού πολιτικού φάσματος, καθότι φαίνεται να αποστοιχίζονται από σημαντικά μέρη των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία και αποτελούσαν τον πυρήνα της εκλογικής τους βάσης. Αντίθετα, η τάση αυτή δεν φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά τα κόμματα του δεξιού και κεντροδεξιού φάσματος, η κοινωνική – εκλογική βάση των οποίων κινητοποιείται περισσότερο και παραμένει περισσότερο ενεργή εκλογικά.
[1] Piketty Th., Κεφάλαιο και Ιδεολογία, Αθήνα 2021, Πατάκης, σ. 675-678· Gethin, A., Martinez-Toledano C., Piketty, Th. (επιμ.), Πολιτικές Διαιρετικές Τομές και Κοινωνικές Ανισότητες – Μια Μελέτη 25 Δημοκρατιών, Τόπος, Αθήνα 2024.
[2] «Πρόκειται για τη συστηματικότερη απογραφική διαδικασία που […] προσφέρει πλουσιότατο – στη συγχρονική του λεπτομέρεια και στη διαχρονική του ευρύτητα – εμπειρικό υλικό, χρήσιμο όχι μόνο για τη μελέτη των εκλογικών διαδικασιών καθαυτές, αλλά για την ανίχνευση άλλων κοινωνικών φαινομένων που συναρτώνται με αυτές». Βλ. Νικολακόπουλο Η., Η καχεκτική δημοκρατία – Κόμματα και εκλογές 1946-1967, Πατάκης, Αθήνα 2021.
[3] Μαλούτας Θ., «Κοινωνικός Διαχωρισμός στην Αθήνα», στο Μαλούτας, Θ. – Οικονόμου, Δ. (επιμ.), Κοινωνική δομή και πολεοδομική οργάνωση στην Αθήνα, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 67-140· Χριστοδούλου, Χ. (2008), Αστικοποίηση και Χώροι Κοινωνικού Αποκλεισμού: Εγκαταστάσεις Κατοίκησης στην Περιφέρεια της Θεσσαλονίκης 1980-2000, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ· VPRC – Ινστιτούτο Κοινωνικής Καινοτομίας, Κοινωνικός Αποκλεισμός στην Ελλάδα. Διερεύνηση του πεδίου για την αποτελεσματική εφαρμογή πολιτικών με χωρική βάση, Ιούνιος – Σεπτέμβριος 2004.
[4] Τεπέρογλου, Ευτ., Οι άλλες «εθνικές» εκλογές – Αναλύοντας τις Ευρωεκλογές στην Ελλάδα 1981-2014, Παπαζήσης, Αθήνα 2016.
[5] Λαμπριανίδης Λ. – Συκάς Θ., Brain Drain στην Ελλάδα. Μια περίπτωση μετανάστευσης υψηλής ειδίκευσης, εκδ. ΕΑΠ, Αθήνα 2021.
[6] Είναι γεγονός, ωστόσο, ως προς τη βασική υπόθεση εργασίας του άρθρου αυτού, ότι και η διαδικασία του brain drain, δηλαδή η μετανάστευση υψηλής ειδίκευσης, αποτελεί μια συνέπεια της έκρηξης της ανεργίας, της υπο-απασχόλησης και της ραγδαίας επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου που συντελείται στην Ελλάδα της δεκαετίας του 2010. Επομένως, η επίδραση του brain drain στη μείωση του εκλογικού σώματος είναι συσχετισμένη με τον κοινωνικό – ταξικό παράγοντα, έστω και εμμέσως.
[7] Για την ταξινόμηση των περιοχών βλ. Μαλούτας (1992), ΕΚΚΕ – EFA (2000), VPRC – ΙΚΚ (2004).
[8] Για την ταξινόμηση των περιοχών της Θεσσαλονίκης βλ. Χριστοδούλου, Αστικοποίηση και Χώροι Κοινωνικού Αποκλεισμού, όπ. π.
[9] Η χρήση των δεικτών ταξικότητας της ψήφου άπτεται μιας μεγάλης συζήτησης που αφορά τον ορισμό της σημερινής «εργατικής τάξης» και των στρωμάτων της μισθωτής εργασίας, αλλά και ευρύτερα των κοινωνικών τάξεων και των επιμέρους στρωμάτων τους. Για τις θεωρητικές προϋποθέσεις χρήσης του Δείκτη Alford στη σημερινή ιστορική περίοδο, αλλά και όλων των Δεικτών Μέτρησης Ταξικότητας της Ψήφου που έχουν προταθεί, πέραν του Δείκτη Alford, βλ. αναλυτικά Βερναρδάκης Χρ., Πολιτικά Κόμματα, Εκλογές και Κομματικό Σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010. Επίμετρο: 2011-2023, Β΄ Εκδοση, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2023, σ. 129-145.
[10] Αlford, R.R., “A Suggested Index of the Association on Social Class and Voting”, Public Opinion Quaterly 26, 1962, σ. 417-425, Alford R. R., “The role of social class in American voting behavior”, The Western Political Quarterly, 16(1), 1963, σ. 180–194 (https://doi.org/10.2307/446157).
[11] Dalton R. J., Citizen politics: Public opinion and political parties in advanced industrial democracies (6th ed.), CQ Press, 2013· Evans G. – Tilley J., The new politics of class: The political exclusion of the British working class, Oxford University Press, 2017· Manza J. – Brooks C., Social cleavages and political change: Voter alignments and U.S. party coalitions, Oxford University Press, 1999.
[12] Βούλγαρης Γ. – Νικολακόπουλος Η. (επιμ.), Ο διπλός εκλογικός σεισμός, Θεμέλιο, Αθήνα 2014.
[13] Οι αντίστοιχοι Δείκτες Alford ήταν για το 2000: 7.0, για το 2004: 6.2 και για το 2007: 6.3. Πρόκειται για δείκτες μέτριας ταξικότητας της ψήφου που αντανακλούν στην περίοδο του συγκλίνοντος δικομματισμού μετά το 1996, ο οποίος διαδέχεται τον πολωμένο δικομματισμό της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου. Βλ. Βερναρδάκη, Πολιτικά Κόμματα, Εκλογές και Κομματικό Σύστημα, όπ. π., σ. 133.
O Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο γνωστικό αντικείμενο «Πολιτική Ανάλυση: Κόμματα και Πολιτική Συμπεριφορά». Υπήρξε Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου (Α΄ Εκλογική Περιφέρεια Αθήνας) κατά την περίοδο 2015-2023. Έχει διατελέσει Γενικός Γραμματέας Συντονισμού του Κυβερνητικού Έργου (Φεβρουάριος 2015 – Ιούλιος 2015), Αναπληρωτής Υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης (Ιούλιος 2015 – Νοέμβριος 2016), Υπουργός Επικρατείας (Νοέμβριος 2016 – Ιούλιος 2019). Έχει επίσης διατελέσει μέλος των Διοικητικών Συμβουλίων της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (2008 – 2014), του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» (2004 – 2014) και του Ιδρύματος Γληνού (2008-2015). Στο πρόσφατο επιστημονικό – συγγραφικό του έργο ξεχωρίζουν τα βιβλία «Κράτος και Διακυβέρνηση. Η πολιτική εξουσία στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού» (Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη [υπό έκδοση]), και «Πολιτικά Κόμματα, Εκλογές και Κομματικό Σύστημα - Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010 (Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο επανεκδόθηκε σε Β΄ έκδοση τον Αύγουστο του 2023 συμπληρωμένο με Επίμετρο για την περίοδο 2011-2023).