Εισαγωγή
H Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ) χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα που αφορούν ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας. Μεταξύ των στόχων της ΕΕ είναι η ανάπτυξη κοινής πολιτικής στους τομείς του ασύλου, καθώς και της επικουρικής και της προσωρινής προστασίας, προκειμένου να παρέχεται το κατάλληλο καθεστώς σε οποιονδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας και να διασφαλίζεται ότι θα τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης. Στο πλαίσιο των σχετικών διαφορών που αναφύονται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, καίρια παρίσταται η συμβολή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ – εφεξής: Δικαστήριο), ιδίως κατά την ενάσκηση της αρμοδιότητας εκδίκασης προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλοντα από αυτά κατ’ άρθρο 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), προς τον σκοπό αφενός της διασφάλισης της ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη και αφετέρου της δικαστικής προστασίας των ιδιωτών από παραβάσεις κρατών μελών ή ενωσιακών οργάνων ή οργανισμών[1].
Κατά το πρώτο τετράμηνο του έτους 2025 δημοσιεύθηκαν από το Δικαστήριο τέσσερις ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες προδικαστικές αποφάσεις αναφορικά με τον ΧΕΑΔ και την κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου. Εξ αυτών οι δύο αφορούν σε όψεις ουσιαστικών ζητημάτων σχετικών με την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα και το εύρος της παρεχόμενης διεθνούς προστασίας. Πρόκειται, ειδικότερα, για την απόφαση C-217/23, Laghman της 27ης Μαρτίου 2025 που αφορά την έννοια της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας και τη σχέση καθεστώτων πρόσφυγα και επικουρικής προστασίας (άρθρα 2 στοιχείο δ’, 10 παρ. 1 στοιχείο δ’ και 15 στοιχεία α’ και β’ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και άρθρο 10 παρ. 2 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ), καθώς και για την απόφαση C-454/23, Κ.Α.Μ. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας της 27ης Φεβρουαρίου 2025, η οποία αφορά το ζήτημα της ανάκλησης ή άρνησης χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα σε περίπτωση συνδρομής ευλόγων λόγων, βάσει των οποίων ο πρόσφυγας ή ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους (άρθρο 14 παρ. 4 στοιχείο α’ και παρ. 5 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ). Οι έτερες δύο απόφασεις του Δικαστηρίου παρουσιάζουν ενδιαφέρον εξ επόψεως σεβασμού και τήρησης της ενωσιακής αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: Χάρτης). Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για την απόφαση της C-753/23, Krasiliva της 27ης Φεβρουαρίου 2025 που αφορά το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου επί προσωρινής προστασίας (άρθρο 8 της Οδηγίας 2001/55 ΕΚ), και την απόφαση C-283/24, Barouk της 3ης Απριλίου 2025 που αφορά το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής σε συνάρτηση με την έκταση των εξουσιών του δικαστηρίου επί της προσφυγής (άρθρο 46 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).
Ι. Η οριοθέτηση της έννοιας του πρόσφυγα ως μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας και οι συνέπειες της ανάκλησης ή άρνησης χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα επί της ιδιότητας του πρόσφυγα
Καταρχάς, μία συνοπτική παράθεση της ισχύουσας ενωσιακής νομοθεσίας δίνει κατά τρόπο αρκούντως σαφή το νομικό περίγραμμα των υποθέσεων που απασχόλησαν προσφάτως το Δικαστήριο στο πλαίσιο της κοινή πολιτικής στον τομέα του ασύλου. Στην Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[2] ορίζονται οι απαιτήσεις του ενωσιακού νομοθέτη για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας. Σύμφωνα με τους ορισμούς που δίνονται στο άρθρο 2 αυτής, ως διεθνής προστασία νοείται το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς επικουρικής προστασίας. Ως πρόσφυγας ορίζεται ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12 της Οδηγίας. Ως καθεστώς πρόσφυγα ορίζεται η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα. Ως πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία, ορίζεται ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 της Οδηγίας, και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2 της Οδηγίας, και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας. Τέλος, ως καθεστώς επικουρικής προστασίας ορίζεται η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.
Για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα οι αιτούντες προβάλλουν συχνά τον φόβο δίωξής τους, ως μελών ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Ειδικότερα, κατ’ άρθρο 10 στοιχείο δ’ της ανωτέρω Οδηγίας, ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα θεωρείται μια ομάδα, τα μέλη της ομάδας της οποίας έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει, ενώ η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Το Δικαστήριο, με την απόφαση του τρίτου τμήματος C-217/23, Laghman της 27ης Μαρτίου 2025 παρέθεσε σημαντικές σκέψεις ως προς τον ορισμό της ιδιαίτερη κοινωνικής ομάδας. Αφορμή για την εν λόγω απόφασή του το Δικαστήριο, αποτέλεσε το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Αυστρίας με απόφαση της 28ης Μαρτίου 2023, αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 10 παρ. 1 στοιχείο δ’ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Ειδικότερα, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Αυστρίας είχε διαπιστώσει τα εξής μη αμφισβητηθέντα πραγματικά περιστατικά: Στις 4 Νοεμβρίου 2015 ο A N, Αφγανικής ιθαγένειας, ο οποίος ανήκε στην εθνότητα των Παστούν και καταγόταν από την επαρχία Laghman (Αφγανιστάν), υπέβαλε στην Αυστρία αίτηση διεθνούς προστασίας. Προς στήριξη της αίτησης αυτής, ο A N ισχυρίστηκε ότι απειλείτο με δίωξη στο Αφγανιστάν λόγω βεντέτας κατά προσώπων που είχαν συγγενικό δεσμό με τον πατέρα του. Η βεντέτα αυτή οφειλόταν σε περιουσιακή διαφορά, σχετική με αγροτικό ακίνητο, μεταξύ του πατέρα του και των εξαδέλφων του πατέρα του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε ο A N, ο πατέρας και ο αδελφός του δολοφονήθηκαν από τους εξαδέλφους του πατέρα του λόγω της βεντέτας αυτής. Ο A N υφίστατο απειλές, με αρκούντως συγκεκριμένη πιθανότητα πράξεων σωματικής βίας που έφθαναν μέχρι την ανθρωποκτονία, από εξάδελφους του πατέρα του, λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους της ανωτέρω οικογένειας, η οποία αποτελούσε στόχο βεντέτας, οφειλόμενης σε περιουσιακή διαφορά. Ενόψει τούτων, το εν λόγω Διοικητικό Δικαστήριο διερωτήθηκε αν πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόσωπα που υφίστανται τέτοιες απειλές αποκλειστικώς και μόνον λόγω του ως άνω συγγενικού δεσμού ανήκουν σε «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα», κατά την έννοια του άρθρου 10 παρ. 1 στοιχείο δ’ της ανωτέρω Οδηγίας, και ότι τούτο συνιστά λόγο δίωξης βάσει του οποίου η αρμόδια εθνική αρχή μπορεί να τους αναγνωρίσει το καθεστώς πρόσφυγα. Ειδικότερα, ζήτησε από το ΔΕΕ να διευκρινισθούν: α) το περιεχόμενο της προϋπόθεσης που προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση της διάταξης αυτής, κατά την οποία μια «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» πρέπει να έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία τρίτη χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο, β) τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να εξετάζεται η ύπαρξη «ιδιαίτερης ταυτότητας» και γ) εάν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η άποψη του δράστη της δίωξης ή η άποψη της κοινωνίας στο σύνολό της ή ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας μιας χώρας ή ενός τμήματος της χώρας, κατά την αξιολόγηση του εάν μια ομάδα γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική «από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο».
Το Δικαστήριο με την εν θέματι απόφαση του, προκειμένου να αποφανθεί επί των ερωτημάτων αυτών, εκκίνησε τη συλλογιστική του με την οριοθέτηση της έννοιας του πρόσφυγα σε συνάρτηση με τον αποδεδειγμένο κίνδυνο σωματικής βίας. Προς τούτο, υπογράμμισε, καταρχάς, ότι το άρθρο 2 στοιχείο δ’ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, το γράμμα του άρθρου 1, τμήμα Α, παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης[3]. Αναγνωρίζει δε την ιδιότητα του πρόσφυγα σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, βρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας. Εντούτοις, κατά το Δικαστήριο, ο αποδεδειγμένος κίνδυνος σωματικής βίας που μπορεί να φθάσει μέχρι τη ανθρωποκτονία, δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να αναγνωριστεί το «καθεστώς πρόσφυγα», κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο ε’ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Η αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα προϋποθέτει ότι διαπιστώνεται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας είτε μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης και των πράξεων δίωξης, είτε μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης και της έλλειψης προστασίας από τους «υπευθύνους προστασίας» κατά των πράξεων αυτών που διαπράττονται από «μη κρατικούς υπευθύνους»[4].
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι από το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχείο δ’ της Οδηγίας αυτής προκύπτει ότι μια ομάδα θεωρείται ότι αποτελεί «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα», όταν πληρούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, τα μέλη της ομάδας πρέπει να έχουν τουλάχιστον ένα από τα εξής τρία αναγνωριστικά στοιχεία, τα οποία παρατίθενται στην πρώτη περίπτωση της διάταξης, ήτοι «κοινά εγγενή χαρακτηριστικά», «κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί» ή «από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει». Τα μέλη μιας οικογένειας έχουν, λόγω των οικογενειακών δεσμών τους – είτε οι δεσμοί αυτοί απορρέουν από βιολογική καταγωγή, είτε από υιοθεσία, είτε ακόμη από γάμο – «κοινά εγγενή χαρακτηριστικά» ή «κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί». Το γεγονός ότι τα μέλη μιας οικογένειας, και ειδικότερα οι άνδρες και τα αγόρια της οικογένειας αυτής, υπόκεινται λόγω της οικογενειακής καταγωγής τους σε βεντέτα, για τον λόγο ότι αυτή περνάει από γενιά σε γενιά σε πατρική γραμμή, αποτελεί επίσης μέρος ενός τέτοιου κοινού παρελθόντος, το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί και συνιστά, ως εκ τούτου, ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό που έχουν από κοινού τα άτομα αυτά. Κατά συνέπεια, μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω άτομα πληρούν την πρώτη αυτή προϋπόθεση.
Η δεύτερη προϋπόθεση που πρέπει να πληροί σωρευτικά μια ομάδα, ώστε να αποτελεί «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» είναι να έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στη χώρα καταγωγής, δηλαδή να «γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο»[5]. Όσον αφορά τη προϋπόθεση αυτή, το ζήτημα που τέθηκε, εν προκειμένω, είναι αν η διάταξη αυτή επιβάλλει να εξετάζεται η ύπαρξη «ιδιαίτερης ταυτότητας» αυτοτελώς και ανεξαρτήτως του αν η οικεία ομάδα γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Από το γράμμα του άρθρου 10 παρ. 1 στοιχείο δ’ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του, προκύπτει ότι το γεγονός ότι η οικεία ομάδα γίνεται αντιληπτή από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο ως διαφορετική έχει αποφασιστική σημασία[6]. Εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να καθορίσει ποιος «περιβάλλων κοινωνικός χώρος», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι κρίσιμος για την εκτίμηση της ύπαρξης κοινωνικής ομάδας. Ο εν λόγω κοινωνικός χώρος δύναται να συμπίπτει με ολόκληρη την επικράτεια της χώρας καταγωγής του αιτούντος διεθνή προστασία ή να μην είναι τόσο ευρύς, παραδείγματος χάριν μπορεί να περιορίζεται σε τμήμα της επικράτειάς της ή σε μέρος μόνον του πληθυσμού της. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι «η ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» πρέπει να διαπιστώνεται ανεξαρτήτως του κινδύνου πράξεων δίωξης, στον οποίο είναι εκτεθειμένα τα μέλη της ομάδας αυτής στη χώρα καταγωγής τους. To Δικαστήριο έθεσε προς τούτο το παράδειγμα της ύπαρξης στη χώρα καταγωγής ποινικής νομοθεσίας αφορώσας ειδικά τους ομοφυλοφίλους. Από την ύπαρξη αυτή μπορεί να διαπιστωθεί ότι τα πρόσωπα αυτά αποτελούν χωριστή ομάδα, η οποία γίνεται αντιληπτή από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο ως διαφορετική[7]. Ομοίως, αναλόγως των συνθηκών και ιδίως των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής, μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκουν σε «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα», κατά την έννοια του άρθρου 10 παρ. 1 στοιχείο δ’ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, τόσο οι γυναίκες της χώρας αυτής στο σύνολό τους όσο και μικρότερες ομάδες γυναικών που έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό, όπως είναι το γεγονός ότι διέφυγαν προκειμένου να μην εξαναγκασθούν στη σύναψη γάμου ή, για τις έγγαμες γυναίκες, το γεγονός ότι εγκατέλειψαν τη συζυγική εστία τους, ή ακόμη το γεγονός ότι ταυτίζονται πραγματικά με τη θεμελιώδη αξία της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών[8]. Συνεχίζοντας, το Δικαστήριο τόνισε ότι δεν μπορεί να είναι καθοριστική η αντίληψη ορισμένων μόνον ατόμων που ανήκουν στον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Για να μπορεί η ομάδα να αναγνωριστεί ως έχουσα δική της ταυτότητα στη χώρα καταγωγής, πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική «από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο» στο σύνολό του, πράγμα που συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι την αντίληψη αυτή συμμερίζεται σημαντικό μέρος των ατόμων που απαρτίζουν τον εν λόγω κοινωνικό χώρο και όχι μόνον οι μεμονωμένοι δράστες πράξεων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως πράξεις δίωξης, κατά την έννοια της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, οι εν λόγω πράξεις θα αρκούσαν για να θεωρηθούν τα πρόσωπα κατά των οποίων στρέφονται ως ανήκοντα σε «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα», πράγμα που θα στερούσε από την προϋπόθεση αυτή την πρακτική αποτελεσματικότητά της. Ομοίως, το γεγονός ότι τα ίδια τα θύματα τέτοιων πράξεων έχουν την αντίληψη ότι είναι διαφορετικά δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να έχει καθοριστική σημασία στο πλαίσιο αυτό.
Υπό περιστάσεις που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη οικογενειακής βεντέτας, η υποκειμενική αντίληψη των μελών της οικογένειας που αποτελούν στόχο της εν λόγω βεντέτας ως προς το ότι είναι διαφορετικά δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτού ότι η ομάδα, την οποία απαρτίζουν τα άτομα αυτά, γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο, όπως απαιτεί η δεύτερη περίπτωση του εν λόγω άρθρου 10 παρ. 1 στοιχ. δ’ της Οδηγίας. Ως εκ τούτου, αυτό που έχει σημασία είναι ότι μια ομάδα γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο στο σύνολό του, ιδίως λόγω των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής. Η αντίληψη αυτή στο επίπεδο του περιβάλλοντος κοινωνικού χώρου μπορεί να αποδειχθεί ιδίως βάσει συγκεκριμένων ενδείξεων όπως, για παράδειγμα, οι δυσμενείς διακρίσεις ή οι πρακτικές αποκλεισμού, ή ακόμη και ο στιγματισμός εις βάρος των μελών της οικείας ομάδας εν γένει, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίησή τους από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο A N δεν μπορούσε να διαπιστωθεί ότι ανήκε σε «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα», κατά την έννοια του άρθρου 10 παρ. 1 στοιχείο δ’ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε, επ’ αυτής της βάσης, να αναγνωριστεί σ’ αυτόν το καθεστώς πρόσφυγα.
Τέλος, το Δικαστήριο επεσήμανε την υποχρέωση της αποφαινόμενης αρχής να εξακριβώσει κατά πόσο ο A N, δικαιούτο επικουρικής προστασία, υπενθυμίζοντας ότι κατά το άρθρο 2 στοιχείο στ’ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, δικαιούται επικουρικής προστασίας ο υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος δεν πληροί μεν τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Η έννοια της «σοβαρής βλάβης» περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κατ’ άρθρο 15 στοιχ. α’ και β’ της Οδηγίας, τη θανατική ποινή, την εκτέλεση, τα βασανιστήρια, την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του. Δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν καμία διάκριση αναλόγως του αν η προσβολή διαπράττεται από κρατική αρχή ή από μη κρατικό φορέα, η έννοια αυτή καταλαμβάνει την πραγματική απειλή, την οποία βιώνει ο αιτών, ότι κινδυνεύει να δολοφονηθεί ή να υποστεί πράξεις βίας από μέλος της οικογένειάς του ή της κοινότητάς του, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλονται οι εν λόγω πράξεις[9]. Καταληκτικά το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι εναπόκειται στην αρμόδια εθνική αρχή να εκτιμήσει, ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, αν αιτών διεθνή προστασία, όπως ο A N, πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση επικουρικής προστασίας.
Η εν λόγω απόφαση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς την ανάλυσης της εξωτερικής πτυχής του όρου «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα». Η θεώρηση της ομάδας ως ιδιαίτερης από τον περιβάλλοντα χώρο μπορεί να οφείλεται σε διαφορετικούς λόγους, όπως, για παράδειγμα, στην ύπαρξη ποινικής νομοθεσίας, η οποία αφορά μία ομάδα προσώπων (λ.χ. ομοφυλόφιλους) ή στη διακριτή μεταχείριση που υφίσταται μία ομάδα (πχ. εθνοτική ομάδα γυναικών που απειλείται με τον κίνδυνο εκτομής γυναικείων γεννητικών οργάνων)[10]. Σε καμία όμως περίπτωση, όπως τόνισε, το Δικαστήριο, δεν μπορεί να είναι καθοριστική η αντίληψη ορισμένων μόνον ατόμων που ανήκουν στον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο, Αντίθετα, λαμβάνεται υπόψη η αντίληψη από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο στο σύνολό του, ιδίως λόγω των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής.
Ένα περαιτέρω ζήτημα που επίσης προσφάτως απασχόλησε το Δικαστήριο και συνδέεται με την ιδιότητα του πρόσφυγα έχει να κάνει με τις τυχόν συνέπειες που έχει επ’ αυτής η ανάκληση ή η άρνηση χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, πρόσφυγας θεωρείται το άτομο, στο πρόσωπο του οποίου πληρούται μία θετική προϋπόθεση που συνίσταται στη διαπίστωση ότι αυτός διακατέχεται από φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους δίωξης που περιγράφονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ’ της Οδηγίας. Τούτο, όμως, δεν επαρκεί, καθόσον η Οδηγία απαιτεί επιπροσθέτως στο εν λόγω άρθρο «να μην έχει εφαρμογή το άρθρο 12», δηλαδή το άτομο να μην εμπίπτει στις ρήτρες αποκλεισμού της Οδηγίας. Μεταξύ άλλων, στο συγκεκριμένο άρθρο, και ειδικότερα, στην παρ. 2 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα, όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι: α) έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί με σκοπό τη θέσπιση διατάξεων σχετικών με τα εγκλήματα αυτά· β) έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα εκτός της χώρας ασύλου πριν γίνει δεκτός ως πρόσφυγας, ήτοι πριν από τον χρόνο έκδοσης άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα· οι ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, έστω και αν διαπράττονται με υποτιθέμενο πολιτικό στόχο, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σοβαρά μη πολιτικά εγκλήματα· γ) είναι ένοχος πράξεων που αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών όπως ορίζονται στο προοίμιο και στα άρθρα 1 και 2 του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Αντίστοιχες ρήτρες αποκλεισμού προσώπων ανάξιων να τύχουν διεθνούς προστασίας υφίστανται και σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, και ειδικότερα στο άρθρο 1, Τμήμα ΣΤ της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951[11] και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954, όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλον σχετικόν προς το καθεστώς των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (εφεξής: Σύμβαση της Γενεύης). Ως αποτέλεσμα της συμφωνίας των κρατών κατά τον χρόνο σύνταξης της ανωτέρω Συμβάσεως θεσπίστηκε ότι «οι εγκληματίες πολέμου και τα άτομα τα οποία συνιστούν κίνδυνο για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη δεν πρέπει να απολαμβάνουν του καθεστώτος του πρόσφυγα»[12]. Προσέτι, στο άρθρο 33 της ιδίας Συμβάσεως προβλέπεται ότι: «1. Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, Πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία αυτών απειλούνται διά λόγους φυλής, θρησκείας εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων. 2. Το εκ της παρούσης διατάξεως απορρέον ευεργέτημα δεν δύναται πάντως να επικαλήται πρόσφυξ όστις, διά σοβαράς αιτίας, θεωρείται επικίνδυνος εις την ασφάλειαν της χώρας ένθα ευρίσκεται ή όστις, έχων τελεσιδίκως καταδικασθή δι’ ιδιαιτέρως σοβαρόν αδίκημα, αποτελεί κίνδυνον διά την Χώραν».
Περαιτέρω, σε ενωσιακό επίπεδο, στο άρθρο 14 της ως άνω Οδηγίας, υπό τον τίτλο: «Ανάκληση, τερματισμός ή άρνηση ανανέωσης του καθεστώτος πρόσφυγα» προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα από κυβερνητικό, διοικητικό, δικαστικό ή οιονεί δικαστικό όργανο, όταν: α) μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται· β) δεδομένου ότι έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού (παρ. 4) και ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 4, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην χορηγήσουν καθεστώς σε πρόσφυγα, όταν δεν έχει ληφθεί ακόμα τέτοια απόφαση (παρ. 5). Τα πρόσωπα στα οποία έχουν εφαρμογή οι ανωτέρω παράγραφοι απολαύουν, όμως, δικαιωμάτων που προβλέπονται ή είναι ανάλογα των προβλεπόμενων στα άρθρα 3, 4, 16, 22, 31, 32 και 33 της σύμβασης της Γενεύης, εφόσον είναι παρόντα στο κράτος μέλος (παρ. 6). Επίσης, στο άρθρο 21 (υπό τον τίτλο: «Προστασία από την επαναπροώθηση») της αυτής Οδηγίας προβλέπεται, αφενός μεν ότι τα κράτη μέλη σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις (παρ. 1), αφετέρου δε ότι οσάκις δεν απαγορεύεται από τις διεθνείς υποχρεώσεις κατά τα ανωτέρω, ένα κράτος μέλος δύναται να επαναπροωθήσει πρόσφυγα, ανεξαρτήτως του αν αναγνωρίζεται επισήμως ως τέτοιος, όταν: α) υφίστανται εύλογοι λόγοι για να θεωρείται ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται· ή β) δεδομένου ότι έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού (παρ. 2). Τα δε κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν ή να χορηγήσουν την άδεια διαμονής πρόσφυγα επί του οποίου έχει εφαρμογή η παράγραφος 2 (παρ. 3).
Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων, η ανάγνωση της απόφασης C-454/23, Κ.Α.Μ. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας της 27ης Φεβρουαρίου 2025 του πέμπτου τμήματος του Δικαστηρίου έχει να εισφέρει πολλά. Με αυτή το Δικαστήριο απεφάνθη επί προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της Κύπρου με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2023, το οποίο ζήτησε να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14 της προαναφερόμενης Οδηγίας – ως προς τα προβλεπόμενα τόσο στην παρ. 4 στοιχ. α’, όσο και στην παρ. 5 – έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να ανακαλέσει το καθεστώς πρόσφυγα ή να αποφασίσει να μην το χορηγήσει, όταν οι εύλογοι λόγοι βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι ο πρόσφυγας συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους αυτού στηρίζονται σε πράξεις ή συμπεριφορές του πρόσφυγα πριν από την είσοδό του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, λαμβανομένων υπόψη των εξής δύο στοιχείων: α) του γεγονότος ότι οι ως άνω πράξεις ή συμπεριφορά δεν αποτελούν λόγους αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα ρητώς προβλεπόμενους στο άρθρο 1, τμήμα ΣΤ, της Συμβάσεως της Γενεύης και στο άρθρο 12 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και β) των προϋποθέσεων που ισχύουν όσον αφορά την έννοια «επικίνδυνος εις την ασφάλειαν της χώρας», κατά το άρθρο 33 παρ. 2 της Σύμβασης αυτής, και των σοβαρών συνεπειών που προκύπτουν εντεύθεν για τον πρόσφυγα. Επίσης, διερωτήθηκε αν το εν λόγω άρθρο 14 της Οδηγίας, ως προς τα ειδικώς εκεί κατά τα ως άνω προβλεπόμενα είναι συμβατό με το άρθρο 78 παρ. 1 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 18 του Χάρτη.
Το Δικαστήριο με την εν θέματι απόφασή του, διάρθρωσε το σκεπτικό του, εστιάζοντας σε πέντε σημεία. Πρώτον, επικεντρώθηκε στην έννοια των «ευλόγων λόγων» του στοιχ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 14 της Οδηγίας. Το Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι σε καμία διάταξη της Οδηγίας δεν ορίζεται η έννοια, ούτε προκύπτει η εμβέλεια της φράσης αυτής, διατύπωσε ότι αυτή πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη συνήθη έννοιά της στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται και των σκοπών της ρύθμισης στην οποία εντάσσεται[13]. Η συγκεκριμένη φράση, λαμβανομένης υπόψη της γενικότητάς της, δεν φαίνεται να αναφέρεται σε οποιονδήποτε περιορισμό όσον αφορά τους «εύλογους λόγους», είτε γεωγραφικό ή χρονικό, είτε σχετικό με τη φύση των πραγματικών περιστατικών στα οποία αυτοί στηρίζονται[14]. Εξάλλου, σε αντίθεση με το άρθρο 14 παρ. 4 στοιχ. β’ της Οδηγίας, το οποίο αναφέρει δύο σωρευτικά στοιχεία που αφορούν την ύπαρξη τελεσίδικης καταδίκης για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα και κινδύνου για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας, το άρθρο 14 παρ. 4 στοιχ. α’ επιτρέπει την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα ενός υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ύπαρξη τέτοιας καταδίκης[15]. Ακολούθως, το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στον σκοπό της τελευταίας διάταξης που συναρτάται με την πρόληψη του κινδύνου προσβολής της ασφάλειας του κράτους μέλους που θα μπορούσε να προκληθεί λόγω της παρουσίας του ενδιαφερομένου στο έδαφός του, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η αρμόδια αρχή λαμβάνει την απόφασή της ή σε μεταγενέστερο χρόνο, τόνισε ότι η διάταξη αυτή συνιστά παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 13 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κατά τον οποίο τα κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών που πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις, και, συνεπώς, πρέπει να ερμηνεύεται στενά[16]. Επεσήμανε, όμως, στο πλαίσιο αυτής της ερμηνείας, ότι προγενέστερα περιστατικά ή συμπεριφορές που καταλογίζονται στα πρόσωπα αυτά μπορούν να συνιστούν κρίσιμες περιστάσεις για την εξακρίβωση της τάσης τους να διατηρήσουν στο μέλλον τέτοια συμπεριφορά ή να εμπλακούν σε τέτοια περιστατικά, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της σοβαρότητας των συμπεριφορών ή των περιστατικών, του χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει αφότου αυτά έλαβαν χώρα και των τυχόν μεταγενέστερων εξελίξεων[17]. Τούτων δοθέντων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να υποχρεούται να μη λαμβάνει υπόψη προγενέστερα περιστατικά ή συμπεριφορές που καταλογίζονται στον πρόσφυγα, αποκλειστικά και μόνον επειδή ανάγονται σε χρόνο πριν από την είσοδό του στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο εστίασε το Δικαστήριο αφορά την έννοια της «ασφάλειας του κράτους μέλους» του στοιχ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 14 της Οδηγίας και τη φύση των πράξεων ή των συμπεριφορών πριν από την είσοδο του πρόσφυγα στο έδαφος του κράτους μέλους, οι οποίες μπορούν να ληφθούν υπόψη για την αξιολόγηση του κινδύνου για την ασφάλεια του κράτους μέλους αυτού. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το άρθρο 14 παρ. 4 στοιχ. α’ της Οδηγίας αφορά διαφορετικό είδος κινδύνου σε σχέση με εκείνον τον οποίο αφορά το άρθρο 14 παρ. 4, στοιχ β’, το οποίο αναφέρεται σε κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους[18]. Ειδικότερα, η έννοια της «ασφάλειας του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται» ο πρόσφυγας καλύπτει τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική ασφάλεια του κάθε κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, η δημόσια ασφάλεια μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού, από τον κίνδυνο σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, ή και από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων[19]. Η έννοια της «εθνικής ασφάλειας» καλύπτει, κατά το Δικαστήριο, τις περιπτώσεις στις οποίες υπήκοος τρίτης χώρας ανήκει σε οργάνωση που υποστηρίζει τη διεθνή τρομοκρατία ή υποστηρίζει οργάνωση αυτού του είδους. Περαιτέρω, το γεγονός ότι το άρθρο 14 παρ. 4 στοιχ. α’ αναφέρεται σε «εύλογους λόγους να θεωρηθεί» ότι ο αιτών διεθνή προστασία συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται, ενώ το άρθρο 14, παρ. 4 στοιχ. β’ αφορά την περίπτωση κατά την οποία ο αιτών, ο οποίος έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, «συνιστά» κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους, υποδηλώνει ότι η πρώτη από τις διατάξεις αυτές μπορεί να καλύπτει όχι μόνο πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο, αλλά και έναν δυνητικό κίνδυνο[20]. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων το Δικαστήριο κατέληξε ότι εναπόκειται στην αρμόδια αρχή, κατά την εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 4 στοιχ. α’ και παρ. 5 της Οδηγίας, να εξετάζει, για κάθε επιμέρους περίπτωση, όλες τις ιδιαίτερες περιστάσεις αυτής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα προαναφερθέντα στοιχεία περί προγενέστερων περιστατικών ή συμπεριφορών που καταλογίζονται στον πρόσφυγα ή στον αιτούντα διεθνή προστασία. Επεσήμανε δε ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να διαθέτει περιθώριο εκτίμησης, προκειμένου να αποφασίσει αν λόγοι σχετικοί με την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους πρέπει ή όχι να οδηγήσουν στην ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή στην άρνηση χορήγησης του καθεστώτος αυτού. Το εν λόγω περιθώριο εκτίμησης αποκλείει το ενδεχόμενο η διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου για την εθνική ασφάλεια να συνεπάγεται αυτομάτως τέτοια απόφαση. Επιπλέον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το περιεχόμενο των πληροφοριών που παρέχονται από όργανα που είναι επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα (συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια) και η κρισιμότητά τους για την απόφαση αυτή πρέπει να εκτιμώνται ελεύθερα από την αρμόδια αρχή[21].
Το τρίτο σημείο στο οποίο επικεντρώθηκε το Δικαστήριο αφορά την περίπτωση της απουσίας λόγων αποκλεισμών από το καθεστώς του πρόσφυγα κατ’ άρθρο 1, τμήμα ΣΤ, της Σύμβασης της Γενεύης. Το Δικαστήριο, προτού αποφανθεί επί της ενδεχόμενης επιρροής της εν λόγω περίπτωσης στο εξεταστέο ζήτημα της συνεκτίμησης των προγενέστερων περιστατικών ή συμπεριφορών που καταλογίζονται στον πρόσφυγα ή στον αιτούντα διεθνή προστασία, θεώρησε δέον να υπενθυμίσει ότι, μολονότι η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης της Γενεύης, το άρθρο 78 παρ. 1 της ΣΛΕΕ και το άρθρο 18 του Χάρτη την υποχρεώνουν να τηρεί τους κανόνες της εν λόγω Σύμβασης. Επομένως, οι διατάξεις της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο σύμφωνο με τη Σύμβαση της Γενεύης και τις λοιπές σχετικές συμβάσεις που μνημονεύονται στο ανωτέρω άρθρο 78 της ΣΛΕΕ, καθώς και με τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο Χάρτης και ειδικότερα το άρθρο 18[22]. Εντούτοις, η υφιστάμενη διάκριση μεταξύ των λόγων αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 12 παρ. 2 της Οδηγίας και των προβλεπόμενων στο άρθρο 14 παρ. 4 και 5 της Οδηγίας λόγων ανάκλησης ή άρνησης χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα αντικατοπτρίζει, κατ’ ουσίαν, τη διάκριση μεταξύ του άρθρου 1, τμήμα ΣΤ, και του άρθρου 33 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης[23]. Εξάλλου, η ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα ή η άρνηση χορήγησής του, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 ή του άρθρου 14 παρ. 5 της Οδηγίας, δεν έχει ως αποτέλεσμα ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας να χάνει την ιδιότητα του πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. δ’ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του άρθρου 1, τμήμα A, της Σύμβασης της Γενεύης. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων το Δικαστήριο κατέληξε ότι η συνεκτίμηση των προγενέστερων περιστατικών ή συμπεριφορών που καταλογίζονται στον πρόσφυγα ή στον αιτούντα διεθνή προστασία δεν μπορεί να περιορίζεται από το γεγονός ότι τα εν λόγω περιστατικά ή οι εν λόγω συμπεριφορές δεν συνιστούν λόγους αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα ρητώς προβλεπόμενους στο άρθρο 1, τμήμα ΣΤ, της Σύμβασης της Γενεύης και στο άρθρο 12 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Το τέταρτο σημείο στο οποίο εστίασε το Δικαστήριο αφορά το ζήτημα της επαναπροώθησης. Το Δικαστήριο τόνισε την καίρια σημασία της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Πιο συγκεκριμένα, επεσήμανε ότι, εφόσον η επαναπροώθηση πρόσφυγα ή αιτούντος διεθνή προστασία που εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 14 παρ. 4 και 5 και του άρθρου 21 παρ. 2 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ θα μπορούσε να τον εκθέσει σε κίνδυνο προσβολής των θεμελιωδών του δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 4 και στο άρθρο 19 παρ. 2 του Χάρτη, τα οποία απαγορεύουν απολύτως τα βασανιστήρια και κάθε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, καθώς και την απομάκρυνση προς κράτος όπου υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να υποστεί ο ενδιαφερόμενος τέτοια μεταχείριση, το κράτος μέλος υποδοχής δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνει από την αρχή της μη επαναπροώθησης, στηριζόμενο στο άρθρο 33 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης. Υπό τις συνθήκες αυτές, στον βαθμό που το άρθρο 14 παρ. 4 και 5 της Οδηγίας προβλέπει ότι, στις εκεί οριζόμενες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να ανακαλούν το καθεστώς πρόσφυγα ή να αρνούνται τη χορήγησή του, ενώ το άρθρο 33 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης επιτρέπει στις ίδιες περιπτώσεις την επαναπροώθηση πρόσφυγα προς χώρα όπου ενδέχεται να απειλείται η ζωή ή η ελευθερία του, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει, υπέρ των προσφύγων οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών, διεθνή προστασία ευρύτερη από εκείνη που διασφαλίζει η Σύμβαση της Γενεύης[24]. Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα ή η άρνηση χορήγησής του, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 4 ή παρ. 5 της Οδηγίας, συνεπάγεται τη λήψη θέσης όσον αφορά το χωριστό ζήτημα αν το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να απομακρυνθεί προς τη χώρα καταγωγής του. Στο πλαίσιο της στάθμισης μεταξύ αφενός της εκτίμησης του κινδύνου που συνιστά ο πρόσφυγας για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο κίνδυνος αυτός δικαιολογεί την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα ή την άρνηση χορήγησής του, αφετέρου των συνεπειών που θα έχει για την κατάστασή του η ανάκληση ή η άρνηση χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα, δεν συντρέχει λόγος να λαμβάνεται ως γνώμονας ο βαθμός σοβαρότητας κινδύνου, ο οποίος είναι ικανός να δικαιολογήσει την επαναπροώθηση του ενδιαφερομένου στη χώρα καταγωγής του, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 33 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης. Ειδικότερα, ορισμένες περιστάσεις οι οποίες δεν είναι τόσο σοβαρές, ώστε να δικαιολογούν την επαναπροώθηση του αιτούντος μπορούν εντούτοις να θεωρηθούν ως «εύλογοι λόγοι» ικανοί να δικαιολογήσουν την άρνηση να του χορηγηθεί άδεια διαμονής. Η αναφορά σε «εύλογους λόγους» για να θεωρηθεί ότι ο αιτών διεθνή προστασία ή ο πρόσφυγας αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους υποδοχής αφήνει σαφώς ευρεία διακριτική ευχέρεια στο κράτος μέλος αυτό.
Το πέμπτο σημείο στο οποίο επικεντρώθηκε το Δικαστήριο αφορά το ζήτημα του κύρους των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 14 της Οδηγίας υπό το πρίσμα του άρθρου 78 παρ. 1 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 18 του Χάρτη. Το Δικαστήριο, κατ’ επίκληση της απόφασης της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ., C-391/16, C-77/17 και C-78/17, επανέλαβε ότι η ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα ή η άρνηση χορήγησής του, βάσει του άρθρου 14, παρ. 4 ή παρ. 5 της Οδηγίας δεν έχει ως αποτέλεσμα ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας να χάνει την ιδιότητα του πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο δ’ της αυτής Οδηγίας και του άρθρου 1, τμήμα A, της Σύμβασης της Γενεύης. Τούτου δοθέντος, το εν λόγω άρθρο 14 παρ. 4 και 5 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προσθέτει νέους λόγους αποκλεισμού από την ιδιότητα του πρόσφυγα σε εκείνους τους οποίους προβλέπει το άρθρο 12 παρ. 2 της Οδηγίας και το άρθρο 1, τμήμα ΣΤ, της Σύμβασης της Γενεύης, ώστε να τίθεται ζήτημα ασυμβατότητας με το άρθρο 78 παρ. 1 της ΣΛΕΕ και το άρθρο 18 του Χάρτη.
Τα καίρια συμπεράσματα που εξάγονται από τις ανωτέρω σκέψεις συμπυκνώνονται εν τέλει στις απαντήσεις που δόθηκαν από το Δικαστήριο επί των προρρηθέντων προδικαστικών ερωτημάτων. Το άρθρο 14 παρ. 4 στοιχ. α’ και παρ. 5 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ – ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 της ΣΛΕΕ και το άρθρο 18 του Χάρτη – έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να ανακαλέσει το καθεστώς πρόσφυγα ή να αποφασίσει να μην το χορηγήσει, όταν οι εύλογοι λόγοι, βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι ο πρόσφυγας συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 14 παρ. 4 στοιχ. α’ της Οδηγίας, στηρίζονται σε πράξεις ή συμπεριφορές του πρόσφυγα πριν από την είσοδό του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Είναι άνευ σημασίας το ότι οι ως άνω πράξεις ή συμπεριφορά δεν συνιστούν λόγους αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα ρητώς προβλεπόμενους στο άρθρο 1, τμήμα ΣΤ, της Συμβάσης της Γενεύης και στο άρθρο 12 της ανωτέρω Οδηγίας. Προκειμένου να εκτιμηθούν, αφενός ο βαθμός σοβαρότητας του κινδύνου που δικαιολογεί την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα ή την άρνηση χορήγησής του, αφετέρου οι συνέπειες που έχει για την κατάσταση του πρόσφυγα ή του αιτούντος η ανάκληση ή η άρνηση χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα, δεν απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις που ισχύουν όσον αφορά την έννοια «επικίνδυνος εις την ασφάλειαν της χώρας», κατά το άρθρο 33 παρ. 2 της Σύμβασης αυτής, ούτε οι σοβαρές συνέπειες που προκύπτουν εντεύθεν για τον πρόσφυγα. Εξάλλου, από την εξέταση του άρθρου 14 παρ. 4 στοιχείο α’ και παρ. 5 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της διάταξης αυτής υπό το πρίσμα του άρθρου 78 παρ. 1 της ΣΛΕΕ και του άρθρου 18 του Χάρτη.
ΙΙ. Το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και σε δίκαιη δίκη
Το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής αποτελούσε, ήδη πριν από τη διακήρυξη του Χάρτη στις 7 Δεκεμβρίου 2000, γενική αρχή του δικαίου της κοινοτικής έννομης τάξης, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών[25]. Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), ήδη πριν καταστεί ο Χάρτης πρωτογενές δίκαιο, επιβεβαίωσε τη σημασία του δικαιώματος αυτού στην εμπέδωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων εντός του κοινοτικού χώρου[26]. Η ενσωμάτωσή του στο άρθρο 47 του Χάρτη έχει οδηγήσει σε αναβάθμισή του σε «δικαίωμα συνταγματικής περιωπής», γεγονός που το καθιστά περισσότερο ορατό στους κόλπους της ενωσιακής έννομης τάξης[27]. Ενδεικτική της δυναμικής της διάταξης αυτής είναι και η νομολογία του ΔΕΕ, υπό το πρίσμα της οποίας συγκροτείται η βάση της ερμηνείας κανόνων του παραγώγου δικαίου, όπως αυτών της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. H Οδηγία αυτή εξειδικεύει τις επιταγές του Χάρτη, δεσμεύοντας τα κράτη μέλη να θεσπίσουν αποτελεσματική προσφυγή κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης ασύλου[28]. Η εν λόγω προσφυγή, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 46 αυτής πρέπει αν ασκείται ενώπιον δικαστηρίου (court ή tribunal) και τα κράτη μέλη μεριμνούν, ώστε αυτή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων.
Ειδικότερα, με την απόφαση C-283/24, Barouk της 3ης Απριλίου 2025 του πέμπτου τμήματος το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της Κύπρου με απόφαση της 29ης Μαρτίου 2024, αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 46 παρ. 1 και 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη. Εκ προοιμίου κρίσιμη παρίσταται η παράθεση της διαφοράς της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας το ανωτέρω Διοικητικό Δικαστήριο υπέβαλε τα σχετικά προδικαστικά ερωτήματα. Κατά το έτος 2018 ο B F, υπήκοος Λιβάνου, είχε υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στην Κύπρο, υποστηρίζοντας ότι οι μυστικές και στρατιωτικές υπηρεσίες του Λιβάνου τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια λόγω, μεταξύ άλλων, του πολιτικού ακτιβισμού του και της συμμετοχής του στο στρατιωτικό σκέλος ενός πολιτικού κόμματος του Λιβάνου, καθώς και ότι εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει απειλές και απόπειρες δολοφονίας, με συνέπεια να είναι πεπεισμένος ότι, σε περίπτωση επιστροφής στον Λίβανο, θα συλληφθεί στο αεροδρόμιο και υποστεί ποινή φυλάκισης ή η θανατική ποινή. Η Υπηρεσία Ασύλου εκτίμησε ότι οι δηλώσεις στις οποίες είχε προβεί ο B F ήταν ανακόλουθες, αντιφατικές και ασαφείς και απέρριψε την αίτησή του περί χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα, για τον λόγο ότι δεν υφίστατο βάσιμος φόβος δίωξης ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής στον Λίβανο.
Επιληφθέν επί προσφυγής κατά της ως άνω απόφασης, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της Κύπρου επεσήμανε ότι κατά την εξατομικευμένη αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ευάλωτη θέση του αιτούντος, δεδομένου ότι δύναται να επηρεάσει, μεταξύ άλλων, τη συνοχή των δηλώσεων στις οποίες προβαίνει ο αιτών και, ως εκ τούτου, την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του. Ωστόσο, η Υπηρεσία Ασύλου παρέλειψε να προβεί στη διενέργεια ιατρικών ή ψυχολογικών εξετάσεων του ενδιαφερομένου όσον αφορά ενδείξεις που να υποδηλώνουν διώξεις κατά το παρελθόν ή όσον αφορά συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας. Ελλείψει ιατρικών εξετάσεων του ενδιαφερομένου, το ανωτέρω Δικαστήριο αδυνατούσε να αξιολογήσει την αξιοπιστία του αιτούντος. Βάσει δε του εθνικού δικαίου, το Δικαστήριο δεν είχε την εξουσία να παραπέμψει τον αιτούντα σε τέτοιες ιατρικές εξετάσεις – καθόσον η Υπηρεσία Ασύλου ήταν αποκλειστικώς αρμόδια να παραπέμψει τον αιτούντα άσυλο σε ιατρικές εξετάσεις – ενώ η μόνη εκ του νόμου εξουσία του συνίστατο στην υποβολή ερωτήσεων στην εν λόγω αρχή, ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν διενεργήθηκαν τέτοιες εξετάσεις και, ενδεχομένως, στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ελλείψει αιτιολογίας. Ενόψει αυτής της νομοθετικής πρόβλεψης, το συγκεκριμένο Δικαστήριο διερωτήθηκε, μεταξύ άλλων, αν ήταν δυνατόν να αντλήσει από το ενωσιακό δίκαιο την εξουσία να διατάξει παραπομπή σε ιατρική εξέταση – ήτοι την εξουσία να διατάξει το ίδιο τη διενέργεια τέτοιας εξέτασης ή, τουλάχιστον, την εξουσία να διατάξει την αποφαινόμενη αρχή να προβεί σε ιατρική εξέταση και να του κοινοποιήσει τα αποτελέσματά της – και αν, λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης περί ταχείας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου, πληρούνται οι εγγυήσεις που προβλέπει το άρθρο 46 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη όταν, σε περίπτωση κατά την οποία ανακύψει ιατρικό ζήτημα κατά τη δικαστική εξέταση αίτησης ασύλου, το εθνικό δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να διατάξει τη διενέργεια ιατρικής εξέτασης, μολονότι τη θεωρεί επιβεβλημένη, δύναται, όμως, να ακυρώσει απόφαση την οποία έλαβε η αποφαινόμενη αρχή και με την οποία απέρριψε αίτηση διεθνούς προστασίας, για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη αρχή δεν παρέπεμψε τον αιτούντα διεθνή προστασία σε ιατρική εξέταση.
Το ΔΕΕ, με την εν θέματι απόφασή του, απάντησε κατά τρόπο σαφή και εξόχως περιεκτικό ότι το άρθρο 46 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ – ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 4 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) – έχει την έννοια ότι προκειμένου να πληρούται η εκεί διαλαμβανόμενη απαίτηση περί πλήρους και ex nunc εξέτασης, το πρωτοβάθμιο εθνικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία η αποφαινόμενη αρχή απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας, πρέπει να έχει την εξουσία να διατάξει την παραπομπή του αιτούντος διεθνή προστασία σε ιατρική εξέταση, όταν εκτιμά ότι η διενέργεια τέτοιας εξέτασης είναι αναγκαία ή σκόπιμη για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης αίτησης.
Για να αχθεί σε αυτή την απόφανση, το ΔΕΕ προέβη σε λεπτομερή ανάλυση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής των αιτούντων διεθνή προστασίας σε συνάρτηση με τα όρια του ελέγχου που ασκείται από το σχετικώς επιληφθέν δικαστήριο, κατ’ ενάσκηση της εξουσίας εξέτασης της προσφυγής. Η εν λόγω ανάλυση παρίσταται ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα. Αξιοπρόσεκτο σημείο της αποτελεί η διαπίστωση του Δικαστηρίου, ότι με την παρ. 3 του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ καθορίζεται το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, διευκρινιζομένου ότι τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την Οδηγία αυτή, μεριμνούν, ώστε το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της οικείας αίτησης διεθνούς προστασίας να διενεργεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την Οδηγία». Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσφυγής του άρθρου 46 της εν λόγω Οδηγίας πρέπει να καθορίζονται τηρουμένου του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο αποτελεί επιβεβαίωση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Το τελευταίο άρθρο είναι αυτοτελές και δεν απαιτείται να εξειδικεύεται με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου, προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθ’ εαυτό. Δεν είναι, επομένως, δυνατόν να μην ισχύει το ίδιο και ως προς το άρθρο 46 παρ. 3 της Οδηγίας αυτής, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη. Εξάλλου, όσον αφορά στο περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, όπως το δικαίωμα αυτό ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο της Οδηγίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μνημονευόμενη στη συγκεκριμένη διάταξη φράση «μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων» έχει την έννοια ότι, βάσει της εν λόγω διάταξης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαμορφώνουν το εθνικό δίκαιό τους ούτως ώστε η εξέταση των προσφυγών να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, τα οποία παρέχουν στον δικαστή τη δυνατότητα να προβεί σε εκτίμηση της υποθέσεως βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων. Συναφώς, ο όρος «ex nunc» αναδεικνύει την υποχρέωση του δικαστή, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της προσβαλλομένης με την προσφυγή απόφασης. Ειδικότερα, μια τέτοια εκτίμηση καθιστά δυνατή την εξαντλητική εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να χρειάζεται να αναπεμφθεί ο φάκελος της υπόθεσης στην αποφαινόμενη αρχή. Κατά συνέπεια, η εξουσία του δικαστή να λαμβάνει υπόψη νέα στοιχεία, επί των οποίων δεν αποφάνθηκε η αρχή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του σκοπού της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, ο οποίος συνίσταται ειδικότερα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική της σκέψη 18, στην εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας «το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης». Εν συνεχεία, ο επιθετικός προσδιορισμός «πλήρης» που μνημονεύεται στο άρθρο 46 παρ. 3 της Οδηγίας επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα έπρεπε να έχει λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που ανέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης της εν λόγω αρχής[29].
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν πληροί την απαίτηση του άρθρου 46 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ περί πλήρους και ex nunc εξέτασης εθνική ρύθμιση μη επιτρέπουσα σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο να διατάξει, υπό την επιφύλαξη της συναίνεσης του αιτούντος, τη διενέργεια ιατρικής εξέτασης, μολονότι το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι η εξέταση αυτή είναι αναγκαία ή σκόπιμη για την εκτίμηση του βασίμου της αίτησης διεθνούς προστασίας. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνική ρύθμιση, η οποία απλώς προβλέπει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει την απόφαση της αποφαινόμενης αρχής με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη αρχή όφειλε να παραπέμψει τον αιτούντα σε ιατρική εξέταση, δεν πληροί την απαίτηση περί πλήρους και ex nunc εξέτασης, κατά την έννοια του άρθρου 46 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, τούτο δε ακόμη και αν η συγκεκριμένη δυνατότητα επιτρέπει, κατά συνέπεια, εκ νέου εξέταση της αίτησης από την αρχή, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων ιατρικής εξέτασης του αιτούντος διεθνή προστασία. Αντίθετα, κατά το Δικαστήριο πρέπει ο οικείος δικαστής να μπορεί να διατάξει την παραπομπή σε ιατρική εξέταση, όταν υφίστανται συγκεκριμένες ενδείξεις για προβλήματα υγείας του αιτούντος διεθνή προστασία, τα οποία ενδέχεται να οφείλονται σε τραυματικό γεγονός που συνέβη, ιδίως, στη χώρα καταγωγής του, και εν γένει όταν, κατά την εκτίμηση του δικαστή, η διενέργεια τέτοιας εξέτασης είναι αναγκαία ή σκόπιμη για την αξιολόγηση των πραγματικών αναγκών διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτούντος. Οι όροι παραπομπής σε ιατρική εξέταση πρέπει να είναι σύμφωνοι με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, όπως είναι το δικαίωμα σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, τα οποία κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 1 και στο άρθρο 7 του Χάρτη[30]. Δεν είναι απαραίτητο να έχει ο δικαστής που διέταξε την παραπομπή του οικείου αιτούντος σε ιατρική εξέταση τη δυνατότητα να απευθυνθεί ο ίδιος σε κατάλληλα εκπαιδευμένο επαγγελματία του τομέα της υγείας, προκειμένου ο τελευταίος να διενεργήσει την εν λόγω εξέταση και να του διαβιβάσει τα αποτελέσματά της, δεδομένου ότι ο δικαστής μπορεί επίσης να υποχρεώσει την αποφαινόμενη αρχή να μεριμνήσει για την παραπομπή του αιτούντος διεθνή προστασία στην ιατρική εξέταση που διατάχθηκε και να του κοινοποιήσει τα αποτελέσματα της εξέτασης το συντομότερο δυνατό. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο δικαστής θα έχει τη δυνατότητα να λάβει τα στοιχεία που θεωρεί κρίσιμα ή αναγκαία για να προβεί σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, χωρίς να υπονομεύεται η επίτευξη του σκοπού της ταχείας εξέτασής της.
Τέλος, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο και το οποίο τελεί σε άμεση σχέση με την ανωτέρω απόφανσή του επί των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων συνοψίζεται στο ότι αν εθνική ρύθμιση δεν είναι σύμφωνη με την απαίτηση περί πλήρους και ex nunc εξέτασης κατά το άρθρο 46 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύσει καταρχάς την επίμαχη ρύθμιση, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο με τη συγκεκριμένη απαίτηση[31]. Σε περίπτωση, όμως, που μια τέτοια σύμφωνη ερμηνεία αποδεικνύεται αδύνατη, ο αρμόδιος δικαστής, προκειμένου να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης, οφείλει να μην εφαρμόσει τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις που παρακωλύουν ενδεχομένως την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων δικαίου της Ένωσης, οι οποίοι έχουν άμεσο αποτέλεσμα, όπως το ανωτέρω άρθρο 46, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη[32]. Επομένως, το άμεσο αποτέλεσμα το οποίο έχουν τόσο το άρθρο 47 του Χάρτη όσο και το άρθρο 46, παρ. 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ συνεπάγεται ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί στον αιτούντα διεθνή προστασία αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 47 και σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθιερώνεται με το άρθρο 4 παρ. 3 της ΣΕΕ, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης, με την οποία απορρίπτεται η αίτηση διεθνούς προστασίας, πρέπει να δύναται να διατάξει την παραπομπή του εν λόγω αιτούντος σε ιατρική εξέταση, όταν η εξέταση αυτή κρίνεται επιβεβλημένη για την αξιολόγηση της αίτησης.
Ακολούθως, με την απόφαση C-753/23, Krasiliva της 27ης Φεβρουαρίου 2025 του δεκάτου τμήματος το Δικαστήριο απεφάνθη επί προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας με απόφαση της 30ης Νοεμβρίου 2023, αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 και του άρθρου 11 της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ του Συμβουλίου[33], καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη. Ειδικότερα, το ανωτέρω Διοικητικό Δικαστήριο υπέβαλε το προδικαστικά ερώτημα, αν 1 το άρθρο 8 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ, λαμβανομένης επίσης υπόψη της συμφωνίας των κρατών μελών περί μη εφαρμογής του άρθρου 11 της εν λόγω Οδηγίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής προσωρινής προστασίας είναι απαράδεκτη, όταν ο αλλοδαπός έχει ζητήσει τη χορήγηση άδειας διαμονής σε άλλο κράτος μέλος ή του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια διαμονής σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας ρώτησε αν έχουν τα πρόσωπα που απολαύουν προσωρινής προστασίας δυνάμει της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, σε περίπτωση μη χορήγησης άδειας διαμονής από κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 8, παρ.1 της εν λόγω Οδηγίας.
Το Δικαστήριο με την εν θέματι απόφασή του, καταρχάς, περιέλαβε εντός του κρίσιμου εν προκειμένω νομικού πλαισίου τις σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και ιδίως της ανωτέρω Οδηγίας και της εκτελεστικής απόφαση (ΕΕ) 2022/382 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 2022, που διαπιστώνει την ύπαρξη μαζικής εισροής εκτοπισθέντων από την Ουκρανία κατά την έννοια του άρθρου 5 της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ και έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή προσωρινής προστασίας[34]. Μεταξύ άλλων, παρατέθηκαν αφενός μεν τα οριζόμενα στο άρθρο 8 της εν λόγω Οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου τα άτομα που απολαύουν προσωρινής προστασίας να διαθέτουν άδεια διαμονής καθ’ όλη τη διάρκεια της προσωρινής προστασίας. Προς τον σκοπό αυτό, τους χορηγούνται έγγραφα ή άλλα ισοδύναμα δικαιολογητικά. Ανεξάρτητα από τη διάρκεια ισχύος των εν λόγω αδειών διαμονής, η μεταχείριση που επιφυλάσσουν τα κράτη μέλη στα άτομα που απολαύουν προσωρινής προστασίας δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που καθορίζεται στα άρθρα 9 έως 16 της Οδηγίας. Τα δε κράτη μέλη παρέχουν, εν ανάγκη, στα άτομα που γίνονται δεκτά να εισέλθουν στο έδαφός τους με σκοπό την παροχή προσωρινής προστασίας, οποιαδήποτε διευκόλυνση για να αποκτήσουν τις απαιτούμενες θεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των θεωρήσεων διέλευσης. Περαιτέρω, στο άρθρο 29 της ιδίας Οδηγίας προβλέπεται ότι τα άτομα τα οποία έχουν αποκλειστεί από το ευεργέτημα της προσωρινής προστασίας ή της οικογενειακής επανένωσης σε κράτος μέλος, έχουν δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Ακολούθως, το Δικαστήριο διέλαβε τις εφαρμοσθείσες διατάξεις του τσεχικού δικαίου – όπου, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ως λόγος απόρριψης της αίτησης χορήγησης προσωρινής προστασίας, ως απαράδεκτης, η υποβολή αιτήματος χορήγησης προσωρινής ή διεθνούς προστασίας, άνευ, μάλιστα, χορήγησης στον θιγόμενο της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της απορριπτικής απόφασης – και παρέθεσε τη διαφορά της κύριας δίκης στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκαν τα ανωτέρω προδικαστικά ερωτήματα.
Επί του πρώτου ερωτήματος το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το άρθρο 8 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας δεν χορηγείται άδεια διαμονής σε πρόσωπο που απολαύει προσωρινής προστασίας σύμφωνα με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2022/382 του Συμβουλίου της 4ης Μαρτίου 2022. Έχει δε ως αποτέλεσμα την εφαρμογή προσωρινής προστασίας, όταν το πρόσωπο αυτό έχει ήδη ζητήσει, πλην όμως δεν έχει λάβει ακόμη τέτοια άδεια σε άλλο κράτος μέλος.
Ιδιαίτερη, όμως, σημασία παρουσιάζει η απάντηση που δόθηκε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. To Δικαστήριο τόνισε εξαρχής ότι η αναγνώριση του προβλεπόμενου στο εν λόγω άρθρο δικαιώματος πραγματικής προσφυγής σε συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέτει ότι το πρόσωπο που το επικαλείται προβάλλει δικαιώματα ή ελευθερίες τα οποία διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης[35]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 της ως άνω Οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου τα πρόσωπα αυτά να διαθέτουν άδεια διαμονής καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω προστασίας και να τους χορηγούν, προς τούτο, έγγραφα ή άλλα ισοδύναμα δικαιολογητικά. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα των εν λόγω προσώπων για τη χορήγηση άδειας διαμονής και συναφών δικαιολογητικών συνιστά δικαίωμα διασφαλιζόμενο από την έννομη τάξη της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το άρθρο 47 του Χάρτη επιτάσσει η απόφαση με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής, βάσει του άρθρου 8 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ, υποβληθείσα από πρόσωπο το οποίο απολαύει της προβλεπόμενης στην εν λόγω Οδηγία προσωρινής προστασίας, να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επέλεξε να υπενθυμίσει ότι το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο αποτελεί επιβεβαίωση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αυτοτελές και δεν χρειάζεται να εξειδικεύεται με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθ’ εαυτό. Δεν είναι επομένως δυνατόν, κατά το Δικαστήριο, να μην ισχύει το ίδιο και ως προς το άρθρο 8 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/55/ΕΚ[36]. Τέλος, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η ερμηνεία αυτή ουδόλως αναιρείται, άλλωστε, από το γεγονός ότι το άρθρο 29 της συγκεκριμένης Οδηγίας προβλέπει ρητώς το δικαίωμα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων στο οικείο κράτος μέλος μόνον για τα πρόσωπα τα οποία έχουν αποκλεισθεί από το ευεργέτημα της προσωρινής προστασίας ή της οικογενειακής επανένωσης σε κράτος μέλος.
Αντί επιλόγου
Οι αναλυθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου δίνουν σαφείς και προσηκόντως αιτιολογημένες ερμηνευτικές λύσεις σε ζητήματα που έχουν ήδη απασχολήσει τον εθνικό δικαστή, φωτίζοντας, όμως, και όψεις ζητημάτων που ενδεχομένως τον απασχολήσουν, όταν κληθεί να εφαρμόσει – σε όχι απώτερο μέλλον – τις σχετικώς προσφάτως εγκριθείσες νομικές πράξεις για τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού πλαισίου για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης, όπως, μεταξύ άλλων, τους Κανονισμούς (ΕΕ) 2024/1347 και 2024/1348 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 2024, ως προς αφενός μεν τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, αφετέρου δε τη κοινή διαδικασία διεθνούς προστασίας στην ΕΕ. Η εφαρμογή των πράξεων αυτών από το ερχόμενο έτος και εφεξής αναμφισβήτητα θα εγείρει περαιτέρω ζητήματα σχετικά με τις εν λόγω θεματικές, στις οποίες εντάσσονται προδικαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου, όπως οι ανωτέρω. Σε κάθε περίπτωση, όμως, στο μέτρο που υπό την ισχύ των νέων νομικών πράξεων πολλές από τις αναφερθείσες ρυθμίσεις παραμένουν αμετάβλητες (λ.χ. περί ανάκλησης ή μη χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα ενόψει ευλόγων λόγων στοιχειοθέτησης κινδύνου για την ασφάλεια του κράτους μέλους, κατ’ άρθρο 14 παρ. 1 και 2 του πρώτου Κανονισμού, ή περί πλήρους και ex nunc εξέτασης της προσφυγής, κατ’ άρθρο 67 παρ. 3 του δευτέρου Κανονισμού), η παραχθείσα σχετικώς νομολογία του ΔΕΕ αναμένεται να συνεχίσει να επιτελεί σημαντικό ερμηνευτικό οδηγό.
[1] Χριστιανός Β., Συνθήκη ΕΕ & ΣΛΕΕ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 1095 -1096.
[2] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, ΕΕ 2011, L 337, σ. 9.
[3] Βλ. ΔΕΕ C-391/16, C-77/17 και C-78/17, 14.05.2019, σκέψη 84.
[4] ΔΕΕ C-621/21, 16.01.2024, σκέψη 66.
[5] ΔΕΕ C-646/21, 11.06.2024, σκέψη 40 (με εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
[6] Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας (J Richard de la Tour) στα σημεία 30 έως 32 των προτάσεών του, η «ιδιαίτερη ταυτότητα» της ομάδας, στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή, συνιστά προϋπόθεση η οποία δεν πρέπει να εκτιμάται χωριστά και αυτοτελώς από την αντίληψη του περιβάλλοντος κοινωνικού χώρου, αλλά σε σχέση με αυτήν.
[7] ΔΕΕ C-199/12 έως C-201/12, 7.11.2013,σκέψη 49.
[8] ΔΕΕ C-621/21, 16.01.2024, σκέψεις 52, 53 και 62∙ΔΕΕ C-646/21, 11.06.2024, σκέψεις 49 και 64.
[9] ΔΕΕ C-621/21, 16.01.2024, σκέψεις 75 και 80.
[10] Κουτσοπούλου Αικ., Ο καθορισμός του καθεστώτος του πρόσφυγα, Ρήτρες υπαγωγής και ρήτρες αποκλεισμού, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2024, σ. 394-407.
[11] Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954).
[12] Hathaway J.C., & Foster, M., The law of refugee status,Cambridge University Press, Cambridge 2015, σ. 214.
[13] ΔΕΕ C-402/22, 06.07.2023, σκέψη 24 (με εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
[14] ΔΕΕ C-159/21, 22.09.2022, σκέψη 89 (με εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
[15] ΔΕΕ C-8/22, 06.07.2023, σκέψεις 30 και 40.
[16] ΔΕΕ C-402/22, 06.07.2023, σκέψη 32 (με εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
[17] ΔΕΕ C-8/22, 6.07.2023, σκέψεις 63 και 64 (με εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
[18] Ibid, σκέψη 41.
[19] Αντίστοιχη είναι και η έννοια της «εθνικής ασφάλειας», κατά το άρθρο 24 παρ. 1 της ίδιας Οδηγίας (ΔΕΕ C-373/13, 24.06.2015, σκέψη 78).
[20] ΔΕΕ C-715/17, C-718/17 και C-719/17, 02.04.2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), σκέψη 157.
[21] ΔΕΕ C-159/21, 22.09.2022, σκέψεις 81 και 83.
[22] ΔΕΕ C-443/14 και C-444/14, 01.03.2016, σκέψη 29 (με εκεί μνημονευόμενη νομολογία)∙ΔΕΕ C-391/16, C-77/17 και C-78/17, 14.05.2019, σκέψη 74.
[23] ΔΕΕ C-8/22, 06.07.2023, σκέψη 34 (και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
[24] ΔΕΕ C-391/16, C-77/17 και C-78/17, 14.05.2019, σκέψεις 94 – 96.
[25] Για την άσκηση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής στη γαλλική έννομη τάξη, βλ. Μπουκουβάλα Β., «Οι διαδικαστικές εγγυήσεις κατά την εξέταση της αίτησης χορήγησης ασύλου υπό το πρίσμα τεσσάρων αποφάσεων του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας», στο https://ddikastes.gr (πρόσβαση: 02.06.2025).
[26] ΠΕΚ T-377/00, 15.01.2003, σκέψεις 121-122.
[27] Τζέμος Β., «Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ», Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σ. 534.
[28] Κοψίδη Ε., «Το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής στις διαδικασίες ασύλου», ΕφημΔΔ 3/2022, σ. 391-400.
[29] ΔΕΕ C‑406/22, 04.10.2024, σκέψεις 78 και 86 – 89 (με εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
[30] ΔEE C-473/16, 25.01.2018, σκέψη 35∙ ΔΕΕ C-756/21, 29.06.2023, σκέψη 61.
[31] ΔΕΕ C-664/15, 20.12.2017, σκέψη 54 (με εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
[32] ΔΕΕ C-556/17, 29.07.2019, σκέψη 73 (με εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
[33] Οδηγία 2001/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ης Ιουλίου 2001, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές παροχής προσωρινής προστασίας σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων και μέτρα για τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή και την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής αυτών των ατόμων (ΕΕ 2001, L 212, σ. 12).
[34] ΕΕ 2022, L 71, σ. 1.
[35] ΔΕΕ C-185/23, 29.07.2024,σκέψη 71.
[36] ΔΕΕ C-406/22, 04.10.2024, σκέψη 86 (με εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
Ο Νικόλαος Ζαμπούκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985 και είναι Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων. Έλαβε με άριστα πτυχίο Νομικής και μεταπτυχιακό δίπλωμα στο αστικό δίκαιο από τη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (2008 και 2010), ενώ υπήρξε υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Άσκησε δικηγορία ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, από το 2008 έως το 2013, με πεδίο κύριας ενασχόλησης τον τομέα της ιδιωτικής ασφάλισης. Αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, έχοντας λάβει τη 2η θέση κατά τις εξαγωγικές εξετάσεις της σειράς του (2014). Έχει υπηρετήσει ως Πάρεδρος και ήδη ως Πρωτοδίκης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, με ανατεθέντα σε αυτόν καθήκοντα εισηγητή επί αποφάσεων της Διοικητικής Ολομέλειας του Δικαστηρίου αυτού περί τροποποίησης και κωδικοποίησης του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του (2022-2025). Άσκησε καθήκοντα Πρόεδρου στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Φαρμακευτικού Συλλόγου Πειραιά (2019-2022). Έχει συμμετάσχει σε ομάδες εργασίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (Τ.Δ.Δ.), με αντικείμενο τη χάραξη οδικού χάρτη στα Τ.Δ.Δ., τον καθορισμό της χωρικής αρμοδιότητας αυτών (2022) και την εκπόνηση πρότασης ενός σχεδίου ενοποιημένου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (2023-2025).