«H δημόσια τάξη αντλεί ένα μέρος του μεγαλείου της στο μυστήριο που την περιβάλλει »[1]

Η έννοια της δημόσιας τάξης στο δίκαιο είναι θεμελιώδης, καθώς συνιστά την αρχή που διασφαλίζει τη λειτουργία της κοινωνίας και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών. Αποτελεί θεμέλιο για την ομαλή συμβίωση και τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, προωθώντας τις αξίες της δικαιοσύνης και της ασφάλειας. Η δημόσια τάξη επιτρέπει τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ ατόμων και συλλογικών οντοτήτων, καθορίζοντας τα όρια εντός των οποίων οι ελευθερίες μπορούν να ασκούνται, προκειμένου να μη διαταράσσουν την κοινωνική ισορροπία.

Δύο είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν: αφενός, ποιος είναι ο λόγος να επανέλθουμε στην έννοια και την προβληματική της δημόσιας τάξης· αφετέρου, γιατί να τη μελετήσουμε στο πλαίσιο του γαλλικού διοικητικού δικαίου; Πράγματι, οι μελέτες που σχετίζονται με τη δημόσια τάξη είναι πολυάριθμες. Διδακτορικές διατριβές[2], μελέτες, άρθρα[3] και εισηγήσεις[4] καλύπτουν σχεδόν όλες τις πτυχές και τα ερωτήματα που προκύπτουν. Η εποχή κατά την οποία ο Maurice Hauriou δήλωνε ότι τα ζητήματα που αφορούν την αστυνομία δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς φαίνεται πλέον μακρινή[5]. Επιπλέον, η έννοια της δημόσιας τάξης αποτελεί κεντρική πτυχή σχεδόν όλων των νομικών συστημάτων, καθώς περιλαμβάνεται τόσο στις εσωτερικές έννομες τάξεις όσο και στις ευρωπαϊκές και τις διεθνείς.

Η απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα αναδεικνύει το ενδιαφέρον του παρόντος άρθρου, του οποίου σκοπός είναι να εστιάσει σε μία νέα και ιδιαίτερη μορφή της δημόσιας τάξης του γαλλικού δικαίου, που παραμένει άγνωστη τόσο σε πολλές εθνικές έννομες τάξεις όσο και στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η μορφή είναι η άυλη δημόσια τάξη. Ωστόσο, για να γίνει κατανοητή η άυλη δημόσια τάξη, η σημασία της και η λειτουργία της είναι απαραίτητο να παρουσιαστεί πρώτα συνοπτικά η ίδια η έννοια της δημόσιας τάξης, όπως θεμελιώνεται και λειτουργεί στο γαλλικό διοικητικό δίκαιο.

Η δημόσια τάξη αποτελεί κεντρική έννοια στενά συνδεδεμένη με το γαλλικό διοικητικό δίκαιο. Ωστόσο, παρά τη σημασία της θέσης και της λειτουργίας της, η προσπάθεια ορισμού της παραμένει ένα δύσκολο εγχείρημα. Ο όρος «δημόσια τάξη» προέρχεται από τις λέξεις «δημόσια» και «τάξη». Από τη μία πλευρά, η έννοια «τάξη» αναφέρεται στην ορθή και οργανωμένη διάταξη των στοιχείων μεταξύ τους, στην ισορροπία αυτών των σχέσεων και στο σύνολο των νομικών αξιών που το κράτος θα διευκρινίσει και θα εγγυηθεί μέσω του θετικού δικαίου[6]. Σημαίνει έτσι τόσο την προσταγή όσο και την οργάνωση[7]. Από την άλλη πλευρά, με τον όρο «δημόσια», η τάξη αυτή αποκτά μια δημόσια διάσταση. Η δημόσια τάξη εννοείται τελικά ως «ένα σύνολο κοινωνικών θεσμών που δεν μπορούν να παραβιαστούν και που είναι απαραίτητοι για τη ζωή στην κοινωνία»[8]. Πρόκειται για κανόνες δικαίου που, ως έκφραση των θεμελιωδών αξιών μιας κοινωνίας, διαθέτουν επιτακτική ισχύ, από την οποία δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνουν ούτε η δημόσια εξουσία ούτε οι πολίτες[9]. Επιπλέον, η δημόσια τάξη περιλαμβάνει τα στοιχεία των οποίων η προστασία στοχεύει στην καταπολέμηση των απειλών που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια τη διατήρηση της πολιτικής κοινωνίας και της κρατικής δομής της. Υπό αυτή την έννοια, η δημόσια τάξη σημαίνει την απουσία διαταραχών εντός της κοινότητας.

Η δημόσια τάξη γίνεται παραδοσιακά αντιληπτή μέσα από τρεις συνιστώσες: τη δημόσια ηρεμία, τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια υγεία. Η πρώτη, η δημόσια ηρεμία (tranquillité publique), σημαίνει την καλή τάξη και στοχεύει στην καταπολέμηση των διαταραχών και των ταραχών που μπορεί να προκύψουν στην κοινωνία. Η δεύτερη, η δημόσια ασφάλεια (sécurité publique), στοχεύει στην πρόληψη των κινδύνων που απειλούν την κοινωνία και τους πολίτες. Τέλος, η δημόσια υγεία (salubrité publique) επιδιώκει τη διασφάλιση της προστασίας της υγείας και της υγιεινής.  Όπως αναφέρει ο Καθηγητής Benoit Plessix «από όλους τους μύθους που διαιωνίζονται από τη δόξα του διοικητικού δικαίου, η τριλογία της γενικής δημόσιας τάξης είναι ίσως ένας από τους πιο βαθιά ριζωμένους και σημαντικούς»[10]. Βαθιά ριζωμένους, γιατί η «τριλογία» αυτή βρίσκει τις ρίζες της στα κείμενα της Γαλλικής Επανάστασης. Συγκεκριμένα, το διάταγμα της 14ης Δεκεμβρίου 1789[11] ορίζει ότι οι κάτοικοι απολαμβάνουν καλή αστυνόμευση, κυρίως υγιεινή, ασφάλεια και ηρεμία. Ήδη από τα πρώτα επαναστατικά κείμενα, λοιπόν, η «καλή αστυνόμευση» συνδεόταν με τις τρεις επιμέρους συνιστώσες. Σταδιακά, η καλή αστυνόμευση θα μεταφραστεί σε «καλή τάξη»[12] και στη συνέχεια απλά σε «δημόσια τάξη», για να περάσουν στο σύγχρονο θετικό δίκαιο και να κωδικοποιηθούν στο άρθρο 2212-2 του Code général des collectivités territoriales (CGCT)[13]. Σημαντικούς, γιατί το τρίπτυχο της δημόσιας τάξης συνδέεται με την ίδια τη διοικητική δράση.

Η δημόσια τάξη σχετίζεται, αλλά διακρίνεται, έτσι με δύο έννοιες: τη διοικητική αστυνομία και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Η διοικητική αστυνομία αποτελεί το σύνολο των κανόνων, μέτρων και μέσων που επιτρέπουν στις διοικητικές αρχές να διασφαλίσουν την τήρηση της δημόσιας τάξης. Αντίθετα, οι θεμελιώδεις ελευθερίες αναφέρονται στα δικαιώματα που παρέχουν στους πολίτες περιθώριο αυτοπροσδιορισμού, επιτρέποντας σε κάθε άτομο να επιλέγει τις συμπεριφορές του. Η αλληλεπίδραση των τριών αυτών εννοιών είναι σαφής: η διοικητική αστυνομία παρεμβαίνει θεσπίζοντας κανόνες για την προστασία της δημόσιας τάξης, οι οποίοι μπορεί να περιλαμβάνουν περιορισμούς στις ελευθερίες των πολιτών. Η εγγύηση αυτών των δικαιωμάτων απαιτεί την επέμβαση μιας δημόσιας δύναμης, η οποία είναι αναγκαία για την προστασία τους και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής[14].

Η δημόσια τάξη, σύμφωνα με τον Maurice Hauriou είναι «υλική και εξωτερική»: μέσα από τις τρεις συνιστώσες της επιδιώκει να αποτρέψει συγκεκριμένες φυσικές διαταραχές, που είναι απτές και φανερές στην κοινωνία, ενώ αδιαφορεί για τις συναισθηματικές ή τις ψυχολογικές συνέπειες που τα γεγονότα αυτά μπορεί να επιφέρουν. Ωστόσο, αυτή η υλική διάσταση πλέον έχει εξελιχθεί. Τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο μια άυλη διάσταση της δημόσιας τάξης, που περιλαμβάνει την προστασία αξιών και συναισθημάτων των πολιτών, αναγνωρίζοντας έτσι τη σημασία των κοινωνικών και ψυχολογικών παραμέτρων στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και ευημερίας.

Η έννοια του άυλου εξετάζεται από τον καθηγητή Pierre Delvolvé[15], ο οποίος επισημαίνει ότι ο ορισμός της προσεγγίζεται αρχικά αρνητικά, ως κάτι που είναι απαλλαγμένο από υλική υπόσταση. Το άυλο δεν αναφέρεται σε αντικείμενα που αλληλοεπιδρούν φυσικά, αλλά αφορά έννοιες και δικαιώματα που υπερβαίνουν τη σωματική τους διάσταση. Ενδεικτικά, τα άυλα αγαθά περιλαμβάνουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία συνιστούν εκφράσεις της δημιουργικής και πνευματικής παραγωγής. Έτσι, η έννοια του άυλου καλύπτει οτιδήποτε σχετίζεται με το πνεύμα του ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτό, το άυλο αντιτίθεται πλήρως στην κλασική αντίληψη της δημόσιας τάξης, η οποία εστιάζει σε υλικές και απτές διαστάσεις της κοινωνικής οργάνωσης.

Η ενσωμάτωση της έννοιας του αύλου ως νέα διάσταση της δημόσιας τάξης οδηγεί σε μία επαναξιολόγηση των κλασσικών και παραδοσιακών προσεγγίσεων, καθώς αναδεικνύει την ανάγκη για μια πιο διευρυμένη αντίληψη της δημόσιας τάξης. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνεται η άυλη δημόσια τάξη στη σύγχρονη κοινωνία. Για να το επιτύχουμε θα αναδείξουμε ότι, ενώ η ύπαρξη της άυλης δημόσιας τάξης είναι αδιαμφισβήτητη (Ι), η λειτουργία της παραμένει αμφισβητήσιμη (ΙΙ)

Ι. Η αδιαμφισβήτητη ύπαρξη της άυλης δημόσιας τάξης

Η άυλη δημόσια τάξη ενσωματώνει βασικές αρχές και αξίες που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή και τη συνοχή της κοινωνίας. Αυτές οι αρχές συμβάλλουν στην εξισορρόπηση ατομικών συμφερόντων και συλλογικών αναγκών, ενισχύοντας την κοινωνική ευημερία. Έτσι, η ύπαρξη της άυλης δημόσιας τάξης είναι αδιαμφισβήτητη, αφενός γιατί συνιστά ένα αντικείμενο της δημόσιας τάξης (Α) και αφετέρου επειδή συνιστά σκοπό της δημόσιας τάξης (Β).

Α. Ένα αντικείμενο της δημόσιας τάξης

Η κλασική τριλογία που περιορίζει τη δημόσια τάξη στη δημόσια ασφάλεια, την ηρεμία και την υγεία δεν καλύπτει πάντα όλες τις περιπτώσεις στις οποίες μια κοινωνική διαταραχή πρέπει να αποτραπεί με τα κατάλληλα δημόσια μέτρα. Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια της άυλης δημόσιας τάξης αναδεικνύεται ως αναγκαίο συμπλήρωμα, καθώς εστιάζει στην προστασία των θεμελιωδών αξιών διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή. Αξίζει να αναφερθούν οι βασικές συνιστώσες της άυλης δημόσιας τάξης: η δημόσια ηθική, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και οι αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Το πρώτο στοιχείο της άυλης δημόσιας τάξης είναι η δημόσια ηθική. Παρά το γεγονός ότι η ηθική είναι μια εξω-δικαιϊκή έννοια, που σχετίζεται με τους κανόνες που καθορίζουν τις αξίες και τις συμπεριφορές μιας κοινωνικής ομάδας σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, έχει ενταχθεί στο διοικητικό δίκαιο[16]. Ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα, η Διοίκηση άρχισε να τη χρησιμοποιεί ως εργαλείο επιβολής αστυνομικών μέτρων, εντάσσοντάς την έτσι στο περιεχόμενο της δημόσιας τάξης. Στο πλαίσιο αυτό, η ηθική συνδέθηκε με την έννοια της ευπρέπειας[17] και χρησιμοποιήθηκε ευρέως για τη λήψη μέτρων όπως το κλείσιμο χώρων ασυδοσίας και πορνείας, ο περιορισμός των δραστηριοτήτων τους[18], η απαγόρευση κινηματογραφικών προβολών που απεικόνιζαν εγκληματικές πράξεις[19], η απαγόρευση αγώνων πυγμαχίας[20], καθώς και η επιβολή ειδικών κανόνων για την ενδυμασία των λουόμενων στις παραλίες[21]. Παρότι αυτές οι αποφάσεις ήταν αρχικά μεμονωμένες, το Συμβούλιο της Επικρατείας κατοχύρωσε τη θέση της δημόσιας ηθικής ως συστατικού στοιχείου της δημόσιας τάξης με την απόφασή του Films Lutetia[22]. Η υπόθεση αφορούσε τη νομιμότητα της απαγόρευσης της προβολής μιας ταινίας για λόγους δημόσιας ηθικής από τον Δήμαρχο της Νίκαιας, παρά το γεγονός ότι η ταινία είχε λάβει την εθνική άδεια προβολής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε την απαγόρευση της ταινίας νόμιμη εφόσον η προβολή της ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές διαταραχές ή λόγω της ανήθικης φύσης της ταινίας και των τοπικών συνθηκών να είναι επιζήμια για τη δημόσια τάξη.

Το ζήτημα που τίθεται είναι αν η δημόσια ηθική αποτελεί μία αυτόνομη έννοια, που να συνιστά την τέταρτη συνιστώσα της δημόσιας τάξης θεμελιώνοντας με τον τρόπο αυτό την άυλη δημόσια τάξη ή αν η δημόσια ηθική συνδέεται στενά με την υλική δημόσια τάξη και απλά διευρύνει τα όριά της[23]. Πράγματι, είναι πιθανό οι απαγορεύσεις που επιβάλλονται με επίκληση της δημόσιας ηθικής να αποσκοπούν ουσιαστικά στην προστασία της υλικής δημόσιας τάξης, δεδομένου ότι η παραβίαση των ηθικών αξιών των πολιτών μπορεί να οδηγήσει σε βίαιες αντιδράσεις, που ενδέχεται με τη σειρά τους να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια. Αυτό το σκεπτικό υιοθετήθηκε, σε μια πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας τον Ιούνιο του 2023 που αφορούσε τη νομιμότητα της απαγόρευσης του χιτζάμπ για τις γυναίκες αθλήτριες ποδοσφαίρου[24]. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση πολιτικών, φιλοσοφικών, θρησκευτικών και συνδικαλιστικών ενδυμάτων ενδέχεται να εμποδίσει την ομαλή διεξαγωγή των αγώνων, κυρίως μέσω αντιπαραθέσεων ή συγκρούσεων που δεν σχετίζονται με τον αθλητισμό. Παρά το γεγονός ότι η αιτιολογία της απόφασης αυτής δέχθηκε έντονη κριτική[25], κυρίως επειδή ο κίνδυνος δεν είναι ούτε σαφής ούτε άμεσος, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι πράγματι, η επίκληση στην ηθική έχει μία υλική διάσταση[26].

Ωστόσο, η ανάλυση των προαναφερθεισών αποφάσεων, με κυριότερη τη νομολογία Lutetia, δείχνει ότι οι διαταραχές που εξετάζονται είναι κυρίως ψυχολογικής φύσης. Είναι πράγματι δύσκολο να κατανοηθεί πώς η ανήθικη φύση μιας ταινίας θα μπορούσε να θέσει σε πραγματικό κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια, την ηρεμία ή την υγεία[27]. Ο λόγος απαγόρευσης της ταινίας είναι η προστασία των πολιτών από τα μηνύματα και τις αξίες που προβάλει η ταινία. Με το σκεπτικό αυτό, οι περιορισμοί δεν αφορούν την υλική δημόσια τάξη. Αντίθετα, η δημόσια ηθική συνιστά ένα αυτόνομο και αναπόσπαστο συστατικό της δημόσια τάξης.

Το δεύτερο στοιχείο της άυλης δημόσιας τάξης είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η οποία κατοχυρώθηκε ως στοιχείο της δημόσιας τάξης με την απόφαση ορόσημο του Συμβουλίου της Επικρατείας της 27ης Οκτωβρίου 1995[28]. Η απόφαση αφορούσε τη νομιμότητα της απαγόρευσης από τις δημοτικές αρχές μιας ψυχαγωγικής δραστηριότητας στα νυχτερινά μαγαζιά, κατά την οποία οι πελάτες έριχναν κασκαντέρ, ντυμένους ως νάνους, με σκοπό να τους προσγειώσουν όσο το δυνατόν πιο μακριά. Παρόλο που το παιχνίδι αυτό διεξαγόταν με κανόνες ασφαλείας για τους κασκαντέρ και τους πελάτες και οι συμμετέχοντες κασκαντέρ έδιναν γραπτή συγκατάθεση για τη συμμετοχή τους, το Δικαστήριο έκρινε ότι η φύση της έλξης του νάνου υπονόμευε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δικαιολογώντας έτσι, ευρύτερα, τη δυνατότητα επέμβασης των διοικητικών αρχών, για λόγους που ανάγονται στην προστασία της[29]. Η νομική συζήτηση γύρω από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως συνιστώσα της Δημόσιας τάξης επανήλθε περίπου 20 χρόνια μετά, το 2014, όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας με τρεις διαφορετικές αποφάσεις έκρινε ότι η απαγόρευση ενός χιουμοριστικού θεάματος από τις διοικητικές αρχές λόγω των αντισημιτικών και αρνητικών δηλώσεών του ήταν νόμιμη λόγω της προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι έννοια που είναι στενά συνδεδεμένη με τη δημόσια ηθική[30]. Ορισμένοι συγγραφείς την αντιλαμβάνονται ως αναπόσπαστο τμήμα της δημόσιας ηθικής[31], ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι ως πιο σύγχρονη, η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την ενσωματώνει, την υπερβαίνει και τελικά την αντικαθιστά[32]. Ωστόσο, η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θα πρέπει να διακρίνεται από εκείνη της δημόσιας ηθικής. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι έννοια καθολική. Έτσι, αν η δημόσια ηθική συνδέεται με ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες που δικαιολογούν την επιβολή ενός περιορισμού, αυτό δε μπορεί να συμβεί με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που στόχο έχει τον περιορισμό συμπεριφορών που έχουν ως αποτέλεσμα τον εξευτελισμό του ανθρώπου. Η πρώτη είναι υποκειμενική ενώ η δεύτερη αντικειμενική: από τη στιγμή που μία πράξη αντιβαίνει στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια αυτό συμβαίνει παντού, ανεξαρτήτων των τοπικών συνθηκών[33]. Συνεπώς, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνιστά το πέμπτο στοιχείο της δημόσιας τάξης.

Η συμπερίληψη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως συνιστώσας της δημόσιας τάξης μπορεί να αποδοθεί στην καθυστέρηση[34] του γαλλικού δικαίου να την ενσωματώσει σε συνταγματικό επίπεδο. Σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα, τα οποία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατοχύρωσαν την αξία του ανθρώπου ως συνταγματική αρχή, το γαλλικό Σύνταγμα δεν ακολούθησε αυτό το παράδειγμα. Ούτε το Σύνταγμα του 1946 ούτε εκείνο του 1958 περιλαμβάνουν διάταξη που να αναγνωρίζει ρητά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως δικαίωμα ή θεμελιώδη αρχή. Η έννοια αυτή είχε αναγνωριστεί κυρίως από τον διοικητικό δικαστή και συνδέθηκε, αρχικά με την προσωπική ελευθερία και στη συνέχεια με την προστασία της δημόσιας τάξης. Η επίσημη συνταγματική αναγνώριση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έγινε τελικά το 1994, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο την αναγνώρισε ως αρχή με συνταγματική αξία[35].

Πρόσφατα αναδύθηκε το τρίτο στοιχείο της άυλης δημόσιας τάξης, το οποίο αφορά την προστασία των δημοκρατικών αξιών, απαραίτητων για τη συνοχή της σημερινής πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Μια τέτοια κοινωνία μπορεί να παραμείνει συνεκτική μόνο εάν στηρίζεται σε κοινές αξίες που δεν εκφράζουν απλώς την πλειοψηφία, αλλά συνιστούν το ελάχιστο πλαίσιο συναίνεσης των πολιτών της[36]. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αρχής είναι η απαγόρευση χρήσης θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσιους χώρους, με έντονη συζήτηση γύρω από την απαγόρευση κάλυψης του προσώπου, που θεσπίστηκε με τον νόμο του 2010, γνωστή και ως «νομοθεσία κατά της μπούρκα».[37]

Ο επιστημονικός διάλογος σχετικά με τη νομιμότητα και σκοπιμότητα αυτού του νόμου υπήρξε εκτενής. Το ζήτημα που τίθεται νομικά από τη σκοπιά του δικαίου των συνταγματικών ελευθεριών είναι ο τρόπος δικαιολόγησης του περιορισμού της θρησκευτικής ελευθερίας. Για τον νομοθέτη, η απαγόρευση της απόκρυψης του προσώπου στον δημόσιο χώρο βασίζεται σε μια σαφή βάση: τη προστασία της δημόσιας τάξης. Ωστόσο, σύμφωνα με μία μελέτη του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι συνήθεις περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως είναι η δημόσια ασφάλεια ή η αξία της γυναίκας, δεν επαρκούσαν για τη δικαιολόγηση του μέτρου. Αντίθετα, μία τέτοια απαγόρευση μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο με βάση την αντίληψη της δημόσιας τάξης ως ένα ελάχιστο πλαίσιο για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Παρά την προηγούμενη αντίθετη γνώμη του, το Συμβούλιο της Επικρατείας παρέπεμψε ρητά σε μία δημόσια τάξη, της οποίας η διάσταση ήταν διαφορετική.

Αυτή την αντίληψη της δημόσιας τάξης υιοθέτησε ελαφρώς παραλλαγμένα και το Συνταγματικό Συμβούλιο, το οποίο κλήθηκε να αποφανθεί για το ζήτημα της συνταγματικότητας του νόμου[38]. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε τη νομοθετική διάταξη σύμφωνη με το Σύνταγμα, κρίνοντας ότι ο νομοθέτης εξισορρόπησε διαφορετικά συνταγματικά προστατευόμενα δικαιώματα, καθώς οι πρακτικές απόκρυψης προσώπου αγνοούν τις «ελάχιστες απαιτήσεις της ζωής της κοινωνίας». Παρόλο που το Συνταγματικό Συμβούλιο δεν αποφάνθηκε ρητά για την ύπαρξη της άυλης δημόσιας τάξης, η σύνδεση του σκοπού του νόμου, της προστασίας της δημόσιας τάξης και των ελάχιστων απαιτήσεων της ζωής της κοινωνίας δείχνουν ότι πέρα της υλικής δημόσιας τάξης υπάρχει και μία άυλη διάσταση, η οποία είναι απόλυτη και σύμφυτη με την επιτακτική ανάγκη για ζωή στην κοινωνία.

Όλα τα παραπάνω παραδείγματα αποδεικνύουν ότι η άυλη δημόσια τάξη με τις συνιστώσες της αποτελεί ένα αντικείμενο της δημόσιας τάξης. Αυτή η νέα διάσταση της δημόσιας τάξης αποτελεί στην πραγματικότητα μια νομολογιακή δημιουργία. Ωστόσο, το άυλο δεν συνιστά απλά ένα αντικείμενο της δημόσιας τάξης, αλλά συνιστά και ένα σκοπό της, εντασσόμενο με τον τρόπο αυτό πλήρως στο θετικό δίκαιο.

Β. Ένας σκοπός της δημόσιας τάξης

Η άυλη δημόσια τάξη είναι στενά συνδεδεμένη με την κοινωνία, καθώς στηρίζεται στις αξίες που αυτή προασπίζεται[39]. Αυτές οι συλλογικές αξίες προέρχονται από ποικίλες πηγές: προϊστορικές παραδόσεις, όπως η απαγόρευση της αιμομιξίας, ιστορικές επιρροές, όπως η απαγόρευση της πολυγαμίας από τον Χριστιανισμό, δημοκρατικές αρχές, όπως η ελευθερία και η ισότητα, καθώς και σύγχρονες αξίες, όπως η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και ο σεβασμός προς το περιβάλλον[40]. Τελικά, αυτές οι αξίες μετατρέπονται σε απαιτήσεις που αντικατοπτρίζουν τις αντιλήψεις και τα ιδανικά της κοινωνίας. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε πώς το άυλο στοιχείο εντάσσεται νομικά στην έννοια της δημόσιας τάξης και, πιο συγκεκριμένα, στο περιεχόμενο του άρθρου 2212-2 CGCT.

Σύμφωνα με το άρθρο 2212-2 CGCT, ο σκοπός της δημοτικής αστυνομίας είναι να διασφαλίζει την τήρηση της καλής τάξης, τη δημόσια ασφάλεια και την προστασία της δημόσιας υγείας. Το άρθρο περιλαμβάνει έναν ενδεικτικό κατάλογο αρμοδιοτήτων της, όπως η διασφάλιση και η διευκόλυνση της κυκλοφορίας των πεζών σε δρόμους, αποβάθρες, πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους, η καταστολή διαταραχών της δημόσιας ειρήνης, η διατήρηση της τάξης σε δημόσιες συναθροίσεις, ο έλεγχος των καταστημάτων εστίασης και ασφάλειας των τροφίμων, η πρόληψη και η αντιμετώπιση ατυχημάτων, φυσικών καταστροφών και ρύπανσης, η λήψη μέτρων κατά των ψυχικά ασθενών, η καταπολέμηση των αδέσποτων και επικίνδυνων ζώων, καθώς και η ρύθμιση του ωραρίου λειτουργίας των αρτοποιείων.

Η διατύπωση της διάταξης αυτής είναι «εντυπωσιακή»[41], καθώς στην πρώτη πρόταση η διοικητική αστυνομία ορίζεται με βάση τους σκοπούς της δημόσιας τάξης, ενώ στη δεύτερη με βάση το αντικείμενό της, προσφέροντας έτσι ένα «εξαιρετικό παράδειγμα της νομικής ερμηνείας»[42]. Σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία του νόμου, μόνο η απαρίθμηση του αντικειμένου είναι ενδεικτική. Επομένως, προκύπτει το ερώτημα αν οι σκοποί που απαριθμούνται, οι οποίοι κατά την κλασική θεωρία και νομολογία θεωρούνται περιοριστικοί, μπορεί τελικά να θεωρηθούν ενδεικτικοί. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, θα πρέπει να αναζητηθεί αν μπορεί το άυλο να θεωρηθεί σκοπός της δημόσιας τάξης, και επομένως να ενταχθεί στους σκοπούς της.

Η διάταξη αυτή προέρχεται από επαναστατικά κείμενα, τα οποία σταδιακά αντικαταστάθηκαν με μεταγενέστερα νομοθετήματα, αντανακλώντας έτσι τις αντιλήψεις της Γαλλικής Επανάστασης, του Διαφωτισμού και του κοινωνικού συμβολαίου[43]. Έτσι, η δημόσια τάξη συνδέεται με την επιβολή κανόνων που τερματίζουν την άναρχη κατάσταση της φύσης και διασφαλίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής ειρήνης, που είναι απαραίτητο για την ομαλή κοινωνική συνύπαρξη και ευημερία. Στόχος είναι η διατήρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών με σεβασμό προς τα δικαιώματα των υπόλοιπων πολιτών[44].

Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι το δίκαιο προσαρμόζεται στις ανάγκες της κοινωνίας ή, ακριβέστερα, καλείται να τις αντιμετωπίσει. Κατά τη διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης, ο ρόλος του Κράτους και οι λειτουργίες του υπέστησαν σημαντικές μεταβολές και εξελίξεις. Μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Κράτος καθοδηγούνταν από το φιλελεύθερο όραμα της κοινωνίας[45] δίνοντας προτεραιότητα στην προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών.  Περιόριζε έτσι τις παρεμβάσεις του στην εξωτερική άμυνα, μέσω του στρατού, και στην εσωτερική ασφάλεια, μέσω της αστυνομίας και της δικαιοσύνης[46]. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της Διοίκησης ήταν περιορισμένος, καθώς η δράση της επικεντρωνόταν στην πρόληψη απτών διαταραχών της δημόσιας τάξης.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η λειτουργία του Κράτους μετασχηματίζεται σημαντικά, καθώς νέες κοινωνικές ανάγκες αρχίζουν να αναδύονται. Με τη μείωση των απειλών για την κρατική κυριαρχία, το Κράτος διευρύνει τον ρόλο του πέραν της απλής προστασίας των πολιτών, εστιάζοντας πλέον στην ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Σταδιακά, η κρατική παρέμβαση στη κοινωνική ζωή εντείνεται, με κύριο στόχο τη διασφάλιση της συλλογικής διαχείρισης λειτουργιών αλληλεγγύης, οι οποίες, από καθαρά υποκειμενικές έννοιες, αποκτούν αντικειμενική διάσταση[47]. Παράλληλα, η συνεχής κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, η παγκοσμιοποίηση και η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη προστασίας νέων αξιών, όπως είναι η πολιτιστική κληρονομιά.

Η σχέση μεταξύ δημόσιας τάξης και ελευθερίας είναι κλασική, με την ασφάλεια συχνά να συγκρούεται με τις ελευθερίες και τα δικαιώματα. Ωστόσο, οι κοινωνικές προτεραιότητες καθορίζονται από τις εκάστοτε ιστορικές και πολιτικές συνθήκες. Η παραδοσιακή, υλική αντίληψη της δημόσιας τάξης δεν αρκεί πλέον για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του σύγχρονου κράτους. Αντίθετα, η έννοια της δημόσιας τάξης εξελίσσεται και προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές[48], διαμορφώνοντας το περιεχόμενό της και τους στόχους της στις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες. Έτσι, σήμερα, το άυλο ενσωματώνεται τελικά στις επιδιώξεις της δημόσιας τάξης.

Συμπερασματικά, γίνεται κατανοητό ότι η ύπαρξη της άυλης δημόσιας τάξης είναι αδιαμφισβήτητη. Απομένει να εξεταστεί η λειτουργία της  στην πράξη, η οποία, όπως θα διαπιστώσουμε, εγείρει αμφισβητήσεις.

ΙΙ. Η αμφισβητήσιμη λειτουργία της άυλης δημόσιας τάξης

Η αναλυτική εξέταση της άυλης δημόσιας τάξης αναδεικνύει τις δυσκολίες που σχετίζονται με την ερμηνεία και εφαρμογή της. Παρόλο που η ύπαρξή της δεν αμφισβητείται, η λειτουργία της παραμένει αμφισβητήσιμη. Αυτό οφείλεται τόσο στην ασαφή φύση του περιεχομένου της (Α) όσο και στις προκλήσεις που δημιουργούνται κατά την πρακτική εφαρμογή της (Β).

A. Το ασαφές περιεχόμενο

Η έννοια της άυλης δημόσιας τάξης παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας λειτουργικής έννοιας, δηλαδή μιας έννοιας που προσδιορίζεται από τον ρόλο που επιτελεί. Όπως έχει επισημάνει ο Καθηγητής Geoges Vedel, η λειτουργία αυτή της προσδίδει μια ενότητα και συνοχή[49]. Ωστόσο, η κατανόηση της έννοιας της άυλης δημόσιας τάξης είναι δύσκολη, καθώς ο ορισμός και το περιεχόμενό της δεν είναι σαφή. Αντίθετα, το περιεχόμενό της είναι ασαφές και ευμετάβλητο, καθώς προσαρμόζεται ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες.

Η έννοια της άυλης δημόσιας τάξης προκαλεί διαφωνίες σχετικά με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε αυτήν και εγείρει το ζήτημα των πιθανών νέων συνιστωσών που μπορεί να ενσωματωθούν στο μέλλον. Έτσι, από τη μία πλευρά, παρατηρείται διχογνωμία αναφορικά με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έννοια της άυλης δημόσιας τάξης. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της αισθητικής, την οποία ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν συνιστώσα της άυλης δημόσιας τάξης, ενώ άλλοι την αποκλείουν[50]. Παρά την αρχική της παραδοξότητα, η άποψη ότι η αισθητική ενσωματώνεται στην άυλη δημόσια τάξη στηρίζεται στο γεγονός ότι τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία αναγνωρίζουν την ανάγκη διατήρησης μιας «αισθητικής τάξης», που δηλώνει την επιδίωξη της διατήρησης ή ενίσχυσης μιας ορισμένης αισθητικής ποιότητας ή αρμονίας στο δημόσιο χώρο. Αυτή η ανάγκη εξειδικεύεται μέσα από την κατοχύρωση διατάξεων πολεοδομικού και περιβαλλοντικού δικαίου, που επιβάλλουν ένα είδος «αισθητικής αστυνόμευσης». Ο νομάρχης έχει έτσι την εξουσία, για παράδειγμα, να αρνείται την έκδοση αδειών, εάν το προτεινόμενο έργο επηρεάζει αρνητικά ένα μνημείο ή τον χαρακτήρα φυσικών ή αστικών τοπίων[51]. Ωστόσο, η διοικητική δικαιοσύνη τείνει να είναι επιφυλακτική όταν εξετάζει τη νομιμότητα αυτών των διοικητικών πράξεων, γεγονός που οδηγεί μέρος της θεωρίας να απορρίπτει την ένταξη της αισθητικής στην άυλη δημόσια τάξη.

Από την άλλη πλευρά, δημιουργείται το ερώτημα ως προς το ποια στοιχεία θα μπορούσαν δυνητικά να ενταχθούν σε αυτή. Ως έννοια με λειτουργικό χαρακτήρα, η άυλη δημόσια τάξη παρουσιάζει μια ευελιξία που της επιτρέπει να προσαρμόζεται σε νέα γεγονότα. Πρόκειται για μία ανοιχτή ιδέα, «έτοιμη να εμπλουτιστεί από όλα τα απρόβλεπτα γεγονότα του μέλλοντος»[52]. Οι συνιστώσες της δεν είναι απόλυτα καθορισμένες, όπως φαίνεται από τη συζήτηση γύρω από την ενσωμάτωση σε αυτή των  δημοκρατικών αξιών της κοινωνίας. Η  Γαλλική Επανάσταση, με τις πολιτικές και νομικές αλλαγές που επέφερε, διαμόρφωσε τις σύγχρονες γαλλικές δημοκρατικές αξίες. Η Γαλλική Δημοκρατία είναι αδιαίρετη, κοσμική, δημοκρατική και κοινωνική. Αρχές όπως η ελευθερία, η ισότητα, η αδελφοσύνη, η κοσμικότητα και η καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων αποτελούν τα θεμέλια της δημοκρατίας. Ωστόσο, δεν εντάσσονται όλα αυτά τα θεμέλια στην άυλη δημόσια τάξη. Ορισμένες, όπως είναι η ελευθερία ή η ισότητα, δεν εντάσσονται εξ ορισμού, καθώς η τελευταία έρχεται να περιορίσει την άσκηση άλλων ελευθεριών. Παράλληλα, οι δημοκρατικές αξίες συνδέονται με τη κοινωνική συνοχή και τις βασικές απαιτήσεις για την κοινωνική ζωή[53]. Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρόκειται για θεμελιώδεις αξίες και αρχές, χωρίς τις οποίες η κοινωνία θα έχανε τη συνοχή της. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες αξίες και αρχές που εντάσσονται στην άυλη δημόσια τάξη παραμένουν ασαφείς και μπορεί να μεταβάλλονται. Δυνητικά, νέες αξίες, όπως η συνταγματική ταυτότητα, ο σεβασμός στο περιβάλλον, η πολιτιστική κληρονομιά ή η οικονομική σταθερότητα, θα μπορούσαν να θεωρηθούν σημαντικές για τη ζωή στην κοινωνία και να ενσωματωθούν στην άυλη δημόσια τάξη. Με τον τρόπο αυτό, η άυλη δημόσια τάξη λειτουργεί ως εργαλείο που επιτρέπει την ανανέωση των θεμελιωδών βάσεων του κοινωνικού συμβολαίου.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα της έννοιας της άυλης δημόσιας τάξης. Αυτή η πολυπλοκότητα δημιουργεί δύο βασικά νομικά ζητήματα. Από τη μία πλευρά, η ευρύτητα και η γενικότητα της άυλης δημόσιας τάξης ενδέχεται να την ταυτίσουν με το γενικό συμφέρον. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η δημόσια τάξη επιδιώκει το γενικό συμφέρον, η λειτουργία της είναι διαφορετική. Η δημόσια τάξη σχετίζεται άμεσα με τη διοικητική αστυνομία, η οποία επικεντρώνεται στην πρόληψη και την καταστολή των διαταραχών. Επομένως, το πλαίσιό της είναι πολύ πιο περιορισμένο σε σύγκριση με το ευρύτερο πλαίσιο του γενικού συμφέροντος, το οποίο συνδέεται με τη δημόσια υπηρεσία και αναφέρεται στα συμφέροντα, τις αξίες ή τους στόχους που μοιράζονται όλα τα μέλη μιας κοινωνίας[54]. Από την άλλη πλευρά, η γενικότητα και η ασάφεια της έννοιας της άυλης δημόσιας τάξης αναδεικνύουν την ανάγκη για πιο ακριβείς και συνεκτικούς ορισμούς. Η άυλη δημόσια τάξη περιορίζει ένα ευρύ φάσμα θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως την ελευθερία έκφρασης, τη θρησκευτική ελευθερία, το δικαίωμα στην εργασία και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα παρέχει αποσπασματικές αναφορές για ορισμένες συνιστώσες της, δεν προσφέρει μια σαφή και συνολική αναγνώριση της συνολικής έννοιας της άυλης δημόσιας τάξης.

Τελικά, η άυλη δημόσια τάξη δεν συνιστά απλώς μια έννοια με ετερογενές περιεχόμενο, αλλά παραμένει ανοιχτή στην ενσωμάτωση νέων εννοιών και συνιστωσών, γεγονός που επιτείνει την ανάγκη για μια πιο συνεκτική και αναλυτική προσέγγιση στην ερμηνεία και εφαρμογή της. Η ασαφής αυτή νομική βάση καθιστά ακόμη πιο περίπλοκη τη διασαφήνιση των ορίων της άυλης δημόσιας τάξης. Οι προκλήσεις που προκύπτουν από αυτή την ασαφή βάση δεν περιορίζονται μόνο στη θεωρητική ανάλυση, αλλά επηρεάζουν άμεσα την πρακτική εφαρμογή της.

Β. Πρακτικές προκλήσεις εφαρμογής

Η πολύπλοκη φύση της άυλης δημόσιας τάξης καθιστά την εφαρμογή της ιδιαίτερα δύσκολη και σύνθετη, επηρεάζοντας τόσο την επιβολή και τη διαχείρισή της όσο και τον έλεγχό της. Αυτή η πρόκληση ανακύπτει αρχικά για τη διοίκηση, η οποία είναι υπεύθυνη για την επιβολή των σχετικών αστυνομικών μέτρων. Ακολούθως, επηρεάζει τον δικαστή, ο οποίος έχει την ευθύνη να επιβλέπει τη νομιμότητα και την ορθότητα αυτών των μέτρων.

Ο νόμος είναι πράξη που εκδίδεται από αρμόδια αρχή με την ανάθεση της νομοθετικής εξουσίας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Συντάγματος, και αποτυπώνει το γενικό συμφέρον της κοινωνίας[55]. Σε ένα κράτος δικαίου, οι νομικές ρυθμίσεις ενσωματώνονται στον νόμο, περιορίζοντας τον ρόλο της διοίκησης στην εφαρμογή και εκτέλεσή του, ασκώντας την εκτελεστική εξουσία. Κατά συνέπεια, η διοίκηση έχει την ευθύνη να επιβάλει περιορισμούς στα δικαιώματα και τις ελευθερίες, πάντα εντός του καθορισμένου πλαισίου του νόμου. Ωστόσο, επειδή ο νόμος περιέχει γενικούς και απρόσωπους κανόνες δικαίου, αναδεικνύεται η ανάγκη για την εξειδίκευση και την αποσαφήνισή του[56]. Κατά την επιβολή των αστυνομικών μέτρων, η διοίκηση ασκεί διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της για την εφαρμογή τους. Η απόφασή της δεν καθορίζεται εκ των προτέρων από κάποιον κανόνα δικαίου, αλλά λαμβάνεται με βάση τις συνθήκες που καθιστούν αναγκαία την επιβολή τους. Κατά την εφαρμογή αυτών των μέτρων, η διοίκηση προχωρά σε αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών[57]: παρατηρεί την παρούσα κατάσταση, την αξιολογεί και αποφασίζει ανάλογα. Αυτή η διαδικασία εκτίμησης των πραγματικών δεδομένων προσφέρει στη διοίκηση σημαντική ευελιξία στη δράση της. Η δημόσια διοίκηση οφείλει να προσαρμόζεται διαρκώς στις ιδιαίτερες και μεταβαλλόμενες συνθήκες που δεν μπορούν να προβλεφθούν πλήρως[58]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αποτελεσματικότητα της διοίκησης εξαρτάται από το περιθώριο ευελιξίας που της προσφέρεται μέσω της συνεχούς αξιολόγησης των πραγματικών καταστάσεων.

Ωστόσο, αυτή η αξιολόγηση των συνθηκών είναι σύνθετη και εγκυμονεί τον κίνδυνο λανθασμένης λήψης αποφάσεων. Η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης είναι ευρεία, ακόμα και κυρίαρχη[59], είναι έτσι πιθανό οι διοικητικές αποφάσεις να μην ανταποκρίνονται πλήρως στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Η διοίκηση ενδέχεται να επηρεαστεί από υποκειμενικές κρίσεις, κοινωνικές πιέσεις ή άλλες εξωτερικές συνθήκες. Όπως εξηγεί ο Léon Michoud, «η υποκειμενική προσωπικότητα του διοικητικού υπαλλήλου, η στροφή του μυαλού του, οι πολιτικές και κοινωνικές του τάσεις, η μεγαλύτερη ή μικρότερη ποιότητα της νοημοσύνης του και η έκταση της κουλτούρας του επηρεάζουν συνειδητά ή ασυνείδητα την απόφασή του»[60]. Αυτές οι επιρροές μπορεί να οδηγήσουν σε υπερεκτίμηση των περιστάσεων ή των αναγκών, συνιστώντας μια μορφή διοικητικής αυθαιρεσίας.

Εάν αυτό ισχύει για όλα τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο της διοικητικής αστυνομίας, τότε στην περίπτωση της άυλης δημόσιας τάξης ο κίνδυνος ενδέχεται να διογκωθεί. Στο πεδίο της άυλης δημόσιας τάξης, οι αστυνομικές αρχές δεν περιορίζονται απλώς στην επιβολή μέτρων, αλλά τους αποδίδεται η εξουσία να καθορίζουν και να επηρεάζουν την επίσημη ηθική, την αξιοπρέπεια και την αισθητική[61]. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εφαρμογή των αστυνομικών μέτρων δεν προϋποθέτει αναγκαστικά μια υλική διατάραξη. Η εκτίμηση μιας άυλης διατάραξης εισάγει μια αξιολογική διάσταση που ενισχύει την ευρύτητα της διοικητικής εξουσίας. Κατά συνέπεια, ο ρόλος της διοικητικής αστυνομίας μεταβάλλεται: από την απλή αποκατάσταση της τάξης μετατοπίζεται στην ανίχνευση και την καταπολέμηση των βαθύτερων αιτιών των κοινωνικών προβλημάτων[62].

Η διευρυμένη διακριτική ευχέρεια στη ρύθμιση της άυλης δημόσιας τάξης εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τα όρια της αστυνομικής παρέμβασης. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Maurice Hauriou, «η διοικητική αστυνομία δεν κυνηγά τις ηθικές διαταραχές – γι’ αυτό και είναι ριζικά ανίκανη – αν προσπαθούσε, θα κατέληγε αμέσως στην Ιερά Εξέταση και την καταπίεση των συνειδήσεων»[63]. Αυτή η παρατήρηση υπογραμμίζει τον κίνδυνο που δημιουργείται, όταν οι αστυνομικές αρχές επιχειρούν να ρυθμίσουν ζητήματα ηθικής και πεποιθήσεων, παρεμβαίνοντας έτσι στην πιο εσωτερική ελευθερία, εκείνη της συνείδησης. Κατά συνέπεια, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αυθαιρεσίας στις αποφάσεις των διοικητικών αρχών, ο οποίος απαιτεί αυξημένη και αποτελεσματική εποπτεία για την αποφυγή επικίνδυνων υπερβάσεων και κατασταλτικών πρακτικών.

Γενικά, η διαχείριση της άυλης δημόσιας τάξης απαιτεί από την αστυνομική αρχή να εφαρμόσει ένα ειδικό νομικό καθεστώς, διαφοροποιούμενο από εκείνο που ισχύει για την υλική δημόσια τάξη[64]. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται και ο δικαστής, ο οποίος έχει την ευθύνη να ελέγχει τη νομιμότητα και την ορθότητα των εν λόγω μέτρων. Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί τον πυρήνα του δικαστικού ελέγχου των αστυνομικών μέτρων, καθώς σχετίζεται με την απαιτούμενη ισορροπία μεταξύ του εύλογου περιορισμού των δικαιωμάτων και ελευθεριών και της προστασίας της δημόσιας τάξης. Ειδικότερα, η διοικητική αστυνομία έχει τη δυνατότητα να περιορίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες με στόχο την προστασία της δημόσιας τάξης. Ωστόσο, αυτή η παρέμβαση, αν και αρχικά νόμιμη, καθίσταται παράνομη εάν δεν τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, κάθε αστυνομικό μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο, αναγκαίο και αναλογικό, δηλαδή να περιορίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μόνο στο αναγκαίο μέτρο και να επιβάλλεται μετά από τη δέουσα στάθμιση του μέσου και του σκοπού του[65]. Όπως κλασσικά αναφέρεται: «η ελευθερία παραμένει ο κανόνας, ενώ ο περιορισμός από την αστυνομική αρχή η εξαίρεση»[66].

Ωστόσο, στην περίπτωση της άυλης δημόσιας τάξης, η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, που είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ της διαφύλαξης της δημόσιας τάξης και της άσκησης των ελευθεριών, δεν είναι δεδομένη[67]. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Αφενός, γιατί ορισμένα στοιχεία της άυλης δημόσιας τάξης, όπως είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, έχουν χαρακτήρα γενικό και απόλυτο. Από τη στιγμή που μία πράξη παραβιάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η παραβίαση αυτή έχει καθολική ισχύ και δεν επιδέχεται διαφοροποιήσεις. Δεν είναι δυνατόν να υφίσταται διαβάθμιση της αξιοπρέπειας, καθώς δεν μπορεί κάτι να θεωρείται λιγότερο ή περισσότερο αξιοπρεπές, ώστε να δικαιολογείται ή να επιτρέπεται υπό ορισμένες συνθήκες. Στο δίκαιο των ελευθεριών η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αντιμετωπίζεται ιδιαίτερα, καθώς δεν συνιστά μόνο ένα θεμελιώδες δικαίωμα, συνιστά τη βάση όλων των υπόλοιπων δικαιωμάτων. Αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει και η νομολογία, καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας, στις περιπτώσεις που εμπλέκεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν προέβη σε έλεγχο της αναλογικότητας των μέτρων. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αντιμετωπίζεται ως μια αδιαπραγμάτευτη αξία, η προστασία της οποίας υπερισχύει οποιασδήποτε σταθμίσεως ή αναλογικότητας. Σε περιπτώσεις παραβίασής της, τα αστυνομικά μέτρα εφαρμόζονται άμεσα και χωρίς την ανάγκη εξισορρόπησης με άλλες ελευθερίες. Έτσι, η συμπερίληψη της αξιοπρέπειας στη δημόσια τάξη οδηγεί σε παράλυση του δικαστικού ελέγχου[68].

Αφετέρου, και αυτό αφορά στις υπόλοιπες συνιστώσες της άυλης δημόσιας τάξης, η αποδυνάμωση του ελέγχου της αναλογικότητας από τον δικαστή οφείλεται στο γεγονός ότι οι αξίες και τα κριτήρια που σχετίζονται με την άυλη δημόσια τάξη δεν έχουν πάντοτε απόλυτο χαρακτήρα. Ειδικότερα, έννοιες όπως η δημόσια ηθική, η αισθητική ή άλλες κοινωνικές αξίες είναι κατά κανόνα υποκειμενικές και επηρεάζονται από τις εκάστοτε πολιτιστικές και κοινωνικές αντιλήψεις[69]. Αυτές οι έννοιες δεν επιδέχονται πάντα αντικειμενική εκτίμηση και, ως εκ τούτου, καθιστούν δύσκολη την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας με σαφήνεια και ακρίβεια. Ο δικαστής καλείται να αξιολογήσει μέτρα που ενδέχεται να βασίζονται σε ευμετάβλητες και υποκειμενικές εκτιμήσεις, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητά του να διασφαλίσει ότι τα μέτρα είναι πράγματι αναλογικά και δικαιολογημένα. Από την άλλη πλευρά, σε περίπτωση διαφωνίας, αυτό μπορεί να οδηγήσει τον δικαστή να αυτό-αναγορευθεί σε « διαιτητή » του καλού και του κακού, βαδίζοντας σε επικίνδυνα μονοπάτια, έστω και υπό το πρόσχημα του ελέγχου της νομιμότητας[70]. Έτσι, η αδυναμία ακριβούς στάθμισης αυτών των κριτηρίων μπορεί να οδηγήσει σε αποδυνάμωση της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας στην άυλη δημόσια τάξη.

Για να επανέλθουμε στον κεντρικό προβληματισμό: Πώς ενσωματώνεται η άυλη δημόσια τάξη στο σύγχρονο δίκαιο και στη σημερινή κοινωνία; Η αναγνώριση αυτής της έννοιας βασίζεται στην κατανόηση ότι η κοινωνική συνοχή και η ευημερία εξαρτώνται από την προστασία τόσο του φυσικού όσο και του ψυχολογικού και αξιακού περιβάλλοντος που συνθέτει την κοινωνία. Ωστόσο, η λειτουργία της παραμένει αμφισβητούμενη, δημιουργώντας προκλήσεις στη σύγχρονη εφαρμογή της. Η αόριστη και συχνά ευρεία φύση της άυλης δημόσιας τάξης παρέχει στις αρχές εξουσίες που μπορεί να οδηγήσουν σε αυθαίρετες παρεμβάσεις, ιδίως σε ζητήματα ηθικής ή αισθητικής. Αυτό θέτει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ανάγκη καθορισμού ορίων στην αστυνομική παρέμβαση, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση εξουσίας και να προστατευτούν οι ελευθερίες των πολιτών.

Να καταργηθεί η άυλη δημόσια τάξη; Η απάντηση είναι όχι. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα απαιτούνταν η αφαίρεση από το θετικό δίκαιο όλων των στοιχείων που σχετίζονται με το άυλο, όπως η σεξουαλική επίθεση, η βεβήλωση μνημείων, η προσβολή των συμβόλων της Δημοκρατίας και άλλα παρόμοια. Ωστόσο, τόσο η Διοίκηση κατά την εφαρμογή αυτών των μέτρων όσο και οι δικαστές κατά τον έλεγχό τους πρέπει να επιδεικνύουν προσοχή, ώστε να προσδιορίζονται σαφή όρια και να διασφαλίζεται η ισορροπία. Διαφορετικά, η άυλη δημόσια τάξη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια αυθαίρετη και κατασταλτική οπισθοδρόμηση.

 

[1] Japiot R., « Des nullités en matière d’actes juridiques : essai d’une théorie nouvelle », thèse, Dijon, Librairie nouvelles de droit et de jurisprudence, 1909, σ. 302, στο Peyroux-Sissoko M-O., L’ordre public immatériel en droit public français, LGDJ, 2018, σ. 1.

[2] Βλ. ενδεικτικά Gervier P., La limitation des droits fondamentaux constitutionnels par l’ordre public, LGDJ, 2014.

[3] Βλ., ενδεικτικά, Melleray F, « Les moyens d’ordre public », AJDA 2024, σ. 787.

[4] Βλ., ενδεικτικά, Dubreuil C-A., L’ordre public : actes du colloque des 15 et 16 décembre 2011, Ed.Cujas, 2013, p. 136.

[5] Seiller B., « La notion de la police administrative », RFDA, 2015, σ. 876.

[6] Peyroux-Sissoko, ό.π, σ. 7.

[7] Romain J-F., L’ordre public : étude de droit comparé interne, PUF, 2001, σ. 21.

[8] Peyroux-Sissoko, L’ordre public immatériel en droit public français, ό.π., σ.8.

[9] Plessix B., Droit administratif général, 4eme édition, LexisNexis, 2022, σ. 893.

[10] Idem.

[11] Décret du 14 décembre 1789 relatif à la constitution des municipalités.

[12] Chifflot Ν., « Une fiction dangereuse. Pour en finir avec l’ordre public “materiel” », στο Défendre les libertés publiques : Mélanges en l’honneur de P. Wachmann, Dalloz, 2021, σ. 157.

[13] Γενικός Κώδικας των τοπικών αρχών.

[14] Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 12 της Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη: «Η εγγύηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη απαιτεί μια δημόσια δύναμη: η δύναμη αυτή θεσπίζεται επομένως προς όφελος όλων και όχι για την ιδιαίτερη χρησιμότητα εκείνων στους οποίους έχει ανατεθεί ».

[15] Delvolvé P., « L’ordre public immatériel », RFDA, 2015, σ. 890.

[16] Ach N., « Police et morale », στο Vautrot-Schwarz C., La police administrative, PUF, 2013 σσ. 99-120.

[17] Le Chatelier G., « L’évolution de la notion d’ordre public », AJ Collectivités Territoriales, 2020, σ.328.

[18] CE 11 décembre 1946, Hubert et Crépelle. CE 30 sept. 1960, Jauffret.

[19] CE 3 avril 1914, n° 49603, Astaix Kastor,

[20] CE 7 novembre 1924, n° 78468, Club indépendant sportif chalônnais.

[21] CE 7 décembre 1938, Sté Castillon Plage, CE, 30 mai 1930, n° 89673, Beaugé.

[22] CE 18 décembre 1959, Films Lutetia, n° 36385, 36428, Lebon.

[23] Peyroux-Sissoko, L’ordre public immatériel en droit public français, ό.π., υπ.1, σ. 379.

[24] CE, 29 juin 2023, n° 458088.

[25] Camby J-P – Schoettil J-E., « Compétitions sportives, service public et signes religieux », RFDA, 2023, σ. 921-930.

[26] Βλ. όμως, στο σημείο αυτό, και την άποψη της Peyroux-Sissoko M-O., « Compétitions sportives, service public et signes religieux », RFDA, 2023, σσ. 1070-1072.

[27] Peyroux-Sissoko, L’ordre public immatériel en droit public français, ό.π., υπ.1, σ. 379.

[28] CE, 27 octobre 1995, n° 136727.

[29] Bonnefoy O., « Dignité de la personne humaine et police administrative », AJDA, 2016, p. 418

[30] Leleu T., « La dignité de la personne humaine comme fondement des mesures de police administrative », RFDA, 2015, p. 883

[31] Frydman P., « L’atteinte à la dignité de la personne humaine et les pouvoirs de police municipale. À propos des “lancers de nains” », conclusions sur CE, 27 octobre 1995, Commune de Morsang-sur- Orge et Ville d’Aix-en-Provence, RFDA, 1995, σσ. 1204- 1217.

[32] Peyroux-Sissoko, L’ordre public immatériel en droit public français, ό.π., υπ.1, σσ.305-307.

[33] Seiller B., Droit administratif, Tome 2, 9e édition σ. 85.

[34] Bonnefoy, « Dignité de la personne humaine et police administrative », ό.π., σσ. 418-426

[35] CC, 07.10.2010, n° 2010-613 DC, Loi interdisant la dissimulation du visage dans l’espace public.

[36] Bui-Xuan O., « L’espace public : l’émergence d’une nouvelle catégorie juridique? Réflexions sur la loi interdisant la dissimulation du visage dans l’espace public », RFDA, 2011, σσ. 551-559.

[37] Σχετικά με την έννοια της laïcité, βλ. Καράντζιος Γ., « Η laïcité française υπό κανονιστική μεταβολή: από την απαγόρευση των θρησκευτικών συμβόλων στο σχολείο προς την ανάδυση μιας “nouvelle laïcité” στον δημόσιο χώρο», στο  Νομαρχία – https://nomarchia.gr/η-laicite-francaise-υπό-κανονιστική-μεταβολή-από-την/ [πρόσβαση: 22.09.2024].

[38] CC, 07.10.2010, n° 2010-613 DC, Loi interdisant la dissimulation du visage dans l’espace public.

[39] Schoetti J-E., « Réflexions sur lordre public immatériel », RFDA, 2018, σ. 327.

[40] Ibid.

[41] Delaunay B., « Faut-il revoir la trilogie des buts de la polive générale », JCPA, 2012, σ. 2112.

[42] Plessix, Droit administratif général, ό.π., σ. 895.

[43] Chifflot, « Une fiction dangereuse. Pour en finir avec l’ordre public “matériel” », ό.π., σ. 157.

[44] Idem.

[45] Seiller, Droit administratif, ό.π., υπ. 32, σ. 84.

[46] Martial M., « État-gendarme », στο Dictionnaire d’administration publique, Presses universitaires de Grenoble, 2014, σσ. 209-210.

[47] Merrien F-X., L’Etat-providence, Presses Universitaires de France, 2005, σσ. 3-10.

[48] Peyroux-Sissoko M-O., « Immaterial public order: Legal response to social crisis? », Hungarian Journal of Legal Studies Hungarian Journal of Legal Studies, 2017, σ. 226.

[49] Bonnefoy, « Dignité de la personne humaine et police administrative », ό.π., σσ. 418-426.

[50] Falgas A., « Sur la police administrative de l’esthétique », RFDA, 2024, σ. 375.

[51] CE, 4 avril. 1914, n° 55125, Gomel.

[52] Bonnefoy, « Dignité de la personne humaine et police administrative », ό.π., σ. 418-426.

[53] Bonnet Β., « L’ordre public en France : de l’ordre matériel et exterieur à l’ordre public immatériel. Tentative de définition d’une notion insaisissable », pp. 117-140, στο L’ordre public : actes du colloque des 15 et 16 décembre 2011, Cujas, 2013, σ. 136.

[54] Αναφορικά με τη σχέση της διοικητικής αστυνομίας και της δημόσιας υπηρεσίας βλ. Rennaudie Ο., « Police et service public », στο Vautrot-Schwarz C,, La police administrative, ό.π., σσ. 39-53.

[55] Sedat F., « L’intérpretation de la loi par l’administration », RFDA, 2024, σ. 523.

[56] Idem.

[57] Perdriau A., « Le pouvoir discrétionnaire des juges du fond », LPA, 2001, σ. 9.

[58] Rivero J., Droit Administratif, Dalloz, 2011, σ. 68.

[59] Walline M., « Le pouvoir discrétionnaire de l’Administration et sa limitation par le contrôle juridictionnel », RDP, 1930, σ. 197.

[60] Michoud L., « Étude sur le pouvoir discrétionnaire de l’Administration », Annales de l’Université de Grenoble, 1913, σ. 436.

[61] Seiller, Droit administratif, ό.π., υπ. 32, σ. 86.

[62] Idem.

[63] Αναφορά σε Seiller B., « La censure a toujours tort », AJDA, 2014, σ. 129.

[64] Peyroux-Sissoko, L’ordre public immatériel en droit public français,  ό.π., σ. 379.

[65] Σχετικά με το ζήτημα αυτό, βλ: Goesel-Le Bihan V., « Le contrôle de la proportionnalité dans la jurisprudence du Conseil Constitutionnel figures moderne », RFDC, 207, σσ 269-295, Guibal M., « De la proportionnalité », AJDA, 1978, σ. 477-487, Roulhac C., « La mutation du contrôle des mesures de police administrative – Retour sur l’appropriation du triple test de proportionnalité par le juge administratif », RFDA, 2018, σ. 343, Philippe X., Le contrôle de proportionnalité dans les jurisprudences constitutionnelle et administrative francaises, Economica, 1990.

[66] Συμπεράσματα Corneille στην απόφαση CE, 10 août 1917, Baldy.

[67] Mathieu B., « Les questions de société » échappent au contrôle de constitutionnalité », La Semaine juridique, 2013, n° 22, σσ. 1030-1031.

[68] Petit J., « Le contrôle juridictionnel des mesures de police par le juge administratif », στο Vautrot-Schwarz, La police administrative, όπ.π., σ. 214.

[69] Seiller, Droit administratif, ό.π., υπ. 32, σ. 84.

[70] Idem.

image_pdf
+ posts

Η Κυριακή-Θεοδώρα Φορτσάκη είναι υποψήφια Διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Paris-Panthéon-Assas. Αφού ολοκλήρωσε με άριστα τις προπτυχιακές σπουδές της στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, κατά τη διάρκεια των οποίων φοίτησε ένα εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης (Université de Liège), συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Εξειδικευμένο Δημόσιο Δίκαιο (Droit public approfondi) στο Πανεπιστήμιο Paris-Panthéon-Assas. H διδακτορική της διατριβή έχει θέμα «Αθλητισμός και ελευθερίες» (« Sport et libertés ») και εκπονείται υπό την επίβλεψη του Καθηγητή Bertrand Seiller. Παράλληλα με την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής της, παραδίδει φροντιστηριακά μαθήματα (travaux dirigés) Διοικητικού Δικαίου στο δεύτερο έτος του ίδιου Πανεπιστημίου. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στο Διοικητικό Δίκαιο, το Συνταγματικό Δίκαιο και το Δίκαιο των ατομικών ελευθεριών. Είναι δικηγόρος Αθηνών.

Μετάβαση στο περιεχόμενο