Ο περιορισμός του αναδρομικού αποτελέσματος της διαγνώσεως της αντισυνταγματικότητας νόμου αποτελεί μία νομολογιακή καινοτομία της τελευταίας δεκαετίας, στην οποία έχει καταφύγει κατ’ επανάληψιν το Συμβούλιο της Επικρατείας. Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η εκδίκαση υποθέσεων οικοδομικών αδειών στην οποία τέθηκε το ζήτημα της συνταγματικότητας ορισμένων διατάξεων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση, «το Δικαστήριο, σταθμίζοντας αφενός τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των διοικουμένων και αφετέρου το δημόσιο συμφέρον, κρίνει ότι τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας δεν καταλαμβάνουν τις οικοδομικές άδειες, των οποίων η υλοποίηση (οικοδομικές εργασίες) έχει αποδεδειγμένα αρχίσει έως και τις 11.12.2024, ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο, διά του Προέδρου, προέβη σε ανακοίνωση του περιεχομένου» της αποφάσεως. Ο περιορισμός των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας δεν καταλαμβάνει την κρινόμενη υπόθεση ούτε εκκρεμείς δίκες[1]. Η πρακτική αυτή έχει δώσει αφορμή σε ενδιαφέρουσες συζητήσεις, τόσο σε επίπεδο νομολογίας με την αντιπαράθεση των εκάστοτε πλειοψηφιών και μειοψηφιών, όσο και σε επίπεδο θεωρίας με τον σχολιασμό των σχετικών αποφάσεων και την προσπάθεια θεωρητικής προσέγγισης του ζητήματος.
Φυσικά το ζήτημα του χρόνου επελεύσεως των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας νόμου ούτε νέο είναι ούτε αμιγώς ελληνικό. Τουναντίον, έχει απασχολήσει τις περισσότερες έννομες τάξεις και είναι ένα από τα ζητήματα που εξετάζονται στην κλασική σχηματική θεώρηση των συστημάτων ελέγχων συνταγματικότητας των νόμων. Η συνήθης παρουσίαση των συστημάτων αυτών θέλει τον κύριο και συγκεντρωτικό έλεγχο συνταγματικότητας να ενεργεί για το μέλλον (ex nunc), καθώς οδηγεί στην κατάργηση του αντισυνταγματικού νόμου, και τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο να ενεργεί αναδρομικώς (ex tunc), καθώς ελέγχεται η συνταγματικότητα του νόμου προκειμένου αυτός να εφαρμοσθεί ή να μην εφαρμοσθεί στην εκάστοτε κρινόμενη απόφαση. Ωστόσο, στην πράξη έχει παρατηρηθεί μία τάση συγκλίσεως των δύο συστημάτων, η οποία οφείλεται είτε σε συνταγματικές αναθεωρήσεις είτε σε νομολογιακές εξελίξεις. Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένα συγκεντρωτικά συστήματα υιοθετούν (είτε κατά κανόνα είτε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις) την αναδρομική ενέργεια της κατάργησης της αντισυνταγματικής διατάξεως, ορισμένα δε συστήματα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου προβαίνουν σε περιορισμούς του αναδρομικού αποτελέσματος της αντισυνταγματικότητας[2].
Το ζήτημα του χρόνου επελεύσεως των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας, ενώ δεν δημιουργούσε σοβαρές συζητήσεις στο παρελθόν στην Ελλάδα, τέθηκε με ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, τα ελληνικά δικαστήρια και ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας βρέθηκαν στην δύσκολη θέση να πρέπει να αποφασίσουν για την συνταγματικότητα περικοπών σε μισθούς και συντάξεις που είχαν ήδη αρχίσει να εφαρμόζονται. Η κρίση περί της αντισυνταγματικότητας αυτών των μέτρων θα οδηγούσε κατ’ αρχήν στην υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει αναδρομικώς διόλου ευκαταφρόνητα ποσά με αποτέλεσμα να επαπειλείται η θέση ενός επιπλέον σοβαρού εμποδίου στην προσπάθεια αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Προκειμένου να αποφευχθούν οι δυσμενείς συνέπειες από τις αποφάσεις του, το Συμβούλιο της Επικρατείας επέλεξε την «μέση οδό»: έκρινε μεν τα μέτρα αντισυνταγματικά, όρισε δε ότι τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας θα επέλθουν από τον χρόνο δημοσίευσης της αποφάσεώς του και δεν θα αναδράμουν στον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του αντισυνταγματικού νόμου. Κατ’ εξαίρεσιν, δεν περιορίσθηκαν τα αναδρομικά αποτελέσματα για όσους είχαν προσφύγει δικαστικώς προ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Όσοι δεν είχαν ήδη ασκήσει τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα θα μπορούσαν να ζητήσουν την καταβολή των περικοπεισών παροχών μόνο για τον χρόνο μετά την δημοσίευση της αποφάσεως.
Τούτων δοθέντων, θα επιχειρηθεί να αναλυθεί το ζήτημα του περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος της διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας νόμου υπό την μορφή υπό την οποία ανέκυψε στην ελληνική πραγματικότητα. Οι αναλύσεις που ακολουθούν εστιάζουν πρωτίστως στην σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και στον ρόλο που αυτό διαδραματίζει στην ελληνική έννομη τάξη. Στόχος πάντως δεν είναι μόνο η παρουσίαση των σχετικών αποφάσεων, αλλά η αναγωγή του ζητήματος σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο. Θα υποστηριχθεί ότι η σχετική νομολογία στην πραγματικότητα σταθμίζει μεταξύ του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, ήτοι της επιβολής της συνταγματικής νομιμότητας, και κάποιας συνταγματικώς κατοχυρούμενης αρχής. Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων όμως ανάγεται όχι σε μία απλή συνταγματική διάταξη, αλλά στην ίδια την κανονιστικότητα του Συντάγματος, η οποία απορρέει από την θέσπισή του από την συντακτική εξουσία και δεν μπορεί να περιορισθεί, ει μη διά ρητής συνταγματικής διατάξεως. Κατά συνέπεια, η εν λόγω πρακτική αντίκειται στην κανονιστικότητα του Συντάγματος. Το ζήτημα πάντως προσεγγίζεται de constitutione lata· θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι de constitutione ferenda θα ήταν ευκταίο τα δικαστήρια να διαθέτουν την εξουσία να περιορίσουν τα αναδρομικά αποτελέσματα της διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας νόμου, αλλά το ερώτημα αυτό δεν θα αποτελέσει αντικείμενο των ακόλουθων αναλύσεων.
Σε κάθε περίπτωση, κάθε σχετική συζήτηση δεν θα μπορούσε παρά να εκκινήσει από την ανάλυση και τον σχολιασμό της σχετικής νομολογίας. Τα εκατέρωθεν προβαλλόμενα επιχειρήματα άλλωστε παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, με τα επιχειρήματα που εκφράζονται από την εκάστοτε μειοψηφία να αντικρούουν κατά κανόνα ικανοποιητικά τα επιχειρήματα της εκάστοτε πλειοψηφίας (Α). Ωστόσο, αμφότερες οι θέσεις φαίνεται να προσεγγίζουν τον έλεγχο συνταγματικότητας ως «σχετικό», δηλαδή ως υποκείμενο σε στάθμιση με άλλα συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα. Η προσέγγιση αυτή χρήζει επανεξετάσεως. Ο έλεγχος συνταγματικότητας έχει «απόλυτο» χαρακτήρα, καθώς ερείδεται στην ίδια την κανονιστικότητα του Συντάγματος. Η διαπίστωση αυτή καθιστά δυνατή την επαναπροσέγγιση του ζητήματος του περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος της διάγνωσης αντισυνταγματικότητας νόμου υπό ένα ευρύτερο πρίσμα και κατατείνει στο συμπέρασμα ότι, υπό το ισχύον σύστημα, ο περιορισμός αυτός δεν είναι επιτρεπτός (Β). Το απόλυτο αυτό συμπέρασμα μετριάζεται κάπως σε ορισμένες όλως εξαιρετικές περιπτώσεις που η ίδια η έννομη τάξη θα περιήρχετο σε κίνδυνο σε περίπτωση αποδοχής του αναδρομικού αποτελέσματος της αντισυνταγματικότητας (Γ).
Α. Επιχειρήματα υπέρ και κατά της δυνατότητας περιορισμού των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας
Το βασικότερο επιχείρημα που επικαλείται η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για την θεμελίωση της εξουσίας του Δικαστηρίου να περιορίζει τα αναδρομικά αποτελέσματα της διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας νόμου ερείδεται σε αναλογική εφαρμογή του άρθρου 50 παράγραφος 3β΄ του π.δ. 18/1989 και ερμηνεία του άρθρου 95 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Ωστόσο, προ της προσθήκης της διατάξεως αυτής με το άρθρο 22 παράγραφος 1 του νόμου 4274/2014, μία ειδικότερη γνώμη στην απόφαση Ολ.ΣτΕ 2192/2014 είχε προεξαγγείλει την νομολογιακή εισαγωγή της δυνατότητας αυτής. Αν και τα επιχειρήματα της ειδικότερης αυτής γνώμης δεν επαναλαμβάνονται ρητώς στο σκεπτικό των αποφάσεων που περιορίζουν τα αναδρομικά αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας, αξίζει να παρουσιασθούν, καθώς φαίνεται να υπολανθάνουν στο σκεπτικό του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο εμμέσως φαίνεται να δέχεται ότι οι αποφάσεις του είναι δεσμευτικές για όλους και όχι μόνον για τους διαδίκους.
Κατά την εν λόγω ειδικότερη γνώμη, η εξουσία του Συμβουλίου της Επικρατείας να περιορίζει το αναδρομικό αποτέλεσμα των ακυρωτικών αποφάσεων στηρίζεται στην θέση ότι η «αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσεως, την οποία εξυπηρετεί η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως, πρέπει να εφαρμόζεται σε αρμονία προς τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που αποτελούν ειδικότερες εκδηλώσεις της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου». Η εξουσία αυτή παρέχει στον δικαστή την δυνατότητα να προβαίνει στην στάθμιση των αρχών αυτών. Για τους ίδιους λόγους, κατά την γνώμη αυτή, το Συμβούλιο της Επικρατείας δύναται να περιορίσει τα αναδρομικά αποτελέσματα και στην περίπτωση διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας ή αντιθέσεως προς υπέρτερης ισχύος κανόνες δικαίου κατ’ εφαρμογήν των οποίων εκδόθηκε η προσβληθείσα με αίτηση ακυρώσεως πράξη.
Το ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίον η ειδικότερη αυτή γνώμη αντικρούει την εύλογη αντίρρηση ότι το δικαστήριο απλώς διαγιγνώσκει την αντισυνταγματικότητα και δεν εφαρμόζει τον αντισυνταγματικό νόμο, αλλά δεν τον ακυρώνει όπως θα ακύρωνε μία διοικητική πράξη. Κατά την άποψη αυτήν, η απόφαση με την οποία διαγιγνώσκεται η αντισυνταγματικότητα νόμου έχει ως αποτέλεσμα, λόγω της βαρύτητας της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, να θεωρείται η αντισυνταγματική διάταξη «ανίσχυρη και, μάλιστα, από του χρόνου θεσπίσεώς της, δημιουργώντας, περαιτέρω, αντίστοιχη υποχρέωση της Διοικήσεως να μην εφαρμόζει τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 2176-7/2004 Ολ.)». Προς επίρρωσιν της θέσεως αυτής, επισημαίνεται μάλιστα ότι, κατά το άρθρο 100 παράγραφος 5 του Συντάγματος, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφαίνεται δεσμευτικά για τους υπόλοιπους δικαστικούς σχηματισμούς του Δικαστηρίου, ενώ η επίδραση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των κατωτέρων διοικητικών δικαστηρίων αναγνωρίζεται και νομοθετικώς με το άρθρο 1 του νόμου 3900/2010 που εισήγαγε τον θεσμό της πρότυπης δίκης για υποθέσεις στις οποίες τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων.
Το σκεπτικό αυτό, αν και δεν επαναλαμβάνεται, υποφώσκει στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που περιορίζουν τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας, καθώς η απόφαση του περιορισμού φαίνεται αφ’ εαυτής να υποδηλώνει την πεποίθηση ότι η απόφαση αυτή δεσμεύει τα άλλα δικαστήρια. Όπως έχει υποστηριχθεί, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφαίνεται με αυτοσυνειδησία συνταγματικού δικαστηρίου[3]. Πράγματι είναι πολύ πιθανόν η πηγή εμπνεύσεως αυτής της νομολογίας να βρίσκεται στην πρακτική συνταγματικών δικαστηρίων και δικαστηρίων που προσομοιάζουν με συνταγματικά δικαστήρια -δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι παραπέμπει ρητώς σε απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων-,[4] τα οποία πράγματι συχνά έχουν τέτοια αρμοδιότητα, καθώς έχουν ενταχθεί στο συνταγματικό οικοδόμημα ως «αρνητικοί νομοθέτες». Πάντως, ως εκ της αντιδιαστολής με το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, η πρακτική του Συμβουλίου της Επικρατείας μάλλον παραπέμπει στον αγγλοσαξωνικό θεσμό του δεσμευτικού νομολογιακού προηγουμένου (stare decisis), καθώς χωρίς να καταργεί την αντισυνταγματική διάταξη αντιλαμβάνεται την νομολογία του ως δεσμεύουσα τα λοιπά δικαστήρια (τουλάχιστον τα διοικητικά).
Φαίνεται λοιπόν το Δικαστήριο να θεωρεί ότι έχει επέλθει μία ριζική μεταβολή του νομικού μας συστήματος με την αναγνώριση -ως ένα βαθμό τουλάχιστον- του θεσμού του δεσμευτικού νομολογιακού προηγουμένου[5]. Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρον να παρουσιασθούν οι όροι υπό τους οποίους τέθηκε το ζήτημα του περιορισμού των αναδρομικών αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας νόμου στην νομολογία του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών[6], παρά τις ουσιώδεις διαφορές του από το Συμβούλιο της Επικρατείας[7]. Στην αμερικανική (ομοσπονδιακή) έννομη τάξη ο θεσμός του δεσμευτικού νομολογιακού προηγουμένου είναι δεδομένος. Το κρίσιμο ερώτημα για τον περιορισμό του αναδρομικού αποτελέσματος της αντισυνταγματικότητας ήταν εν πολλοίς η αντίληψη για τον δικαιοδοτικό ρόλο του δικαστή, ήτοι το ερώτημα κατά πόσον οι δικαστικές αποφάσεις διαπιστώνουν προϋπάρχον δίκαιο (είτε διά της ερμηνείας νομοθετικών πράξεως είτε διά της αναπτύξεως του εθιμικού common law) ή παράγουν νέους κανόνες δικαίου. Στην δεύτερη περίπτωση το ζήτημα του περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος τίθεται με όρους ανάλογους αυτών που θα μπορούσε να επικαλεσθεί κανείς κατά της θεσπίσεως νόμου με αναδρομική ισχύ. Εάν όμως ο δικαστής απλώς ερμηνεύει και εφαρμόζει προϋπάρχον δίκαιο, δεν τίθεται ζήτημα περιορισμού αναδρομικών αποτελεσμάτων· πρόκειται για εφαρμογή του δικαίου, ακόμη και αν δεν είναι προφανής[8]. Αν και για μία περίοδο η δυνατότητα περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος του «νέου νομολογιακού κανόνα» επί τη βάσει της ερμηνείας του Συντάγματος έγινε δεκτή και μάλιστα διατυπώθηκαν και σχετικά κριτήρια[9], κατά τη δεκαετία του 1990 η νομολογία μετεστράφη και απέκλεισε την δυνατότητα περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος[10].
Στο πλαίσιο του ελληνικού νομικού συστήματος, τόσο ο θεσμός του δεσμευτικού νομολογιακού προηγουμένου όσο και η ιδέα ότι ο δικαστής δεν εφαρμόζει απλώς το ισχύον δίκαιο αλλά παράγει κανόνες δικαίου αντίκεινται σε μακρά νομική παράδοση (χωρίς πάντως να παραγνωρίζεται ο ρόλος της νομολογίας στην διάπλαση του δικαίου). Εξ άλλου, μία τέτοια μεταβολή δεν θα μπορούσε να επέλθει νομολογιακώς, καθώς αντίκειται σε διατάξεις του Συντάγματος και δη στα άρθρα 87 παράγραφος 2 και 93 παράγραφος 4, τα οποία θεσπίζουν διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων και ορίζουν ότι οι δικαστές υπόκεινται μόνον στο Σύνταγμα και τους νόμους.
Εν πάση περιπτώσει, και οι δύο θέσεις (δεσμευτικό νομολογιακό προηγούμενο και παραγωγή νέων κανόνων δικαίου από τον δικαστή) έχουν αποκρουσθεί με πειστικά επιχειρήματα από τις μειοψηφούσες γνώμες στις σχετικές αποφάσεις.[11] Κατ’ αρχάς επισημαίνεται ότι το άρθρο 1 του νόμου 3900/2010 οριοθετεί σαφώς και σε πλήρη αρμονία με το Σύνταγμα τις συνέπειες των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο πρότυπης δίκης ή προδικαστικού ερωτήματος[12]. Οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν μόνον τους διαδίκους της ενώπιόν του πρότυπης δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες, ενώ είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που απέστειλε το προδικαστικό ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του[13]. Άλλωστε, όπως επισημαίνουν οι μειοψηφούσες γνώμες, η διατύπωση γενικών κανόνων από το Δικαστήριο θα αντέβαινε στην κατοχυρούμενη στο άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής του Κράτους Δικαίου. Κατά την αρχή αυτήν, η διατύπωση κανόνων γενικής εφαρμογής ανατίθεται στα όργανα της νομοθετικής εξουσίας και κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, όχι πάντως στα όργανα της δικαστικής εξουσίας. Αποστολή της δικαστικής εξουσίας είναι, κατά το άρθρο 87 παράγραφος 1 του Συντάγματος, η απονομή της δικαιοσύνης, η οποία συνίσταται στην επίλυση «διαφορών μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων (του Κράτους συμπεριλαμβανομένου) με έκδοση αποφάσεως ισχυούσης μεταξύ των μερών, στα οποία αποκλειστικώς αφορούν και οι παρεμπιπτόντως εκφερόμενες κρίσεις, όπως είναι η κρίση περί της συνταγματικότητος του νόμου που εφαρμόσθηκε για την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως (επί αιτήσεως ακυρώσεως) ή της πράξεως, η οποία προκάλεσε τη ζημία (επί αγωγής)»[14].
Είναι πάντως αληθές ότι η κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί αντισυνταγματικότητας νόμου έχει εν τοις πράγμασι ως αποτέλεσμα το ανεφάρμοστο της αντισυνταγματικής διατάξεως[15]. Τούτο οφείλεται σε δύο παράγοντες, αφ’ ενός στο κύρος της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συνδυασμό με τους μηχανισμούς ενοποίησης της νομολογίας (πρότυπη δίκη, προδικαστικά ερωτήματα, κατ’ άλμα έφεση ή αναίρεση, προϋποθέσεις για την άσκηση εφέσεως και αναιρέσεως, άρθρο 100 παράγραφος 5 του Συντάγματος και ιδιότυπη παρέμβαση του άρθρου 1 του νόμου 2479/1997)[16] και αφ’ ετέρου στην υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις χωρίς η υποχρέωση αυτή να περιορίζεται στην κριθείσα υπόθεση (υποχρέωση ανακλήσεως ομοίων πράξεων κατόπιν αιτήσεως του διοικουμένου εντός ευλόγου χρόνου)[17].
Πάντως, η εν τοις πράγμασι συμμόρφωση των κατωτέρων δικαστηρίων προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που είναι αναγκαία για την ενοποίηση της νομολογίας των διοικητικών δικαστηρίων και εν πολλοίς το αποτέλεσμα μηχανισμών που αποσκοπούν σε αυτήν την ενοποίηση δεν πρέπει να συγχέεται με την έκδοση αποφάσεων που παράγουν νομικώς δεσμευτικό νομολογιακό προηγούμενο παρά τις όποιες -κατ’ αποτέλεσμα- ομοιότητες των δύο συστημάτων[18]. Εξ άλλου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η φαινομενική δεσμευτικότητα των αποτελεσμάτων των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για τους άλλους δικαιοδοτικούς κλάδους. Τα πολιτικά δικαστήρια, φερ’ ειπείν, θα μπορούσαν να κληθούν να κρίνουν παρεμπιπτόντως την νομιμότητα διοικητικής πράξεως για τον λόγο της αντισυνταγματικότητας νόμου. Δεδομένης της απουσίας μηχανισμών ενοποίησης της νομολογίας των δύο δικαιοδοσιών, τα πολιτικά δικαστήρια θα μπορούσαν να κρίνουν διοικητική πράξη παράνομη ως ερειδόμενη επί αντισυνταγματικού νόμου, ακόμη και αν η πράξη αυτή καταλαμβάνεται από τυχόν περιορισμό των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας του νόμου από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που προτείνει η νομολογία είναι η απορρέουσα από συνταγματικές διατάξεις αρχή της ασφάλειας δικαίου. Είναι ενδιαφέρον ότι η νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου φαίνεται να θεωρεί ότι η διάταξη του άρθρου 100 παράγραφος 4 του Συντάγματος, κατά την οποία διάταξη νόμου που κηρύσσεται αντισυνταγματική από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο είναι ανίσχυρη από την δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από τον χρόνο που ορίζεται με την απόφαση, εκφράζει την αρχή αυτήν. Οι προαναφερθείσες μειοψηφούσες γνώμες επισημαίνουν συστηματικά ότι η διάταξη αυτή αποτελεί την μόνη εξαίρεση που εισάγει το Σύνταγμα στο σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου και, επομένως, οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας δεν μπορούν να περιορισθούν σε άλλες περιπτώσεις. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι το νόημα της εν λόγω διατάξεως δεν είναι ότι διάταξη που κρίνεται αντισυνταγματική θα πρέπει να εφαρμόζεται σαν να επρόκειτο για συνταγματική διάταξη για το χρονικό διάστημα προ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Η διάταξη αυτή αφορά κυρίως τις ήδη κριθείσες υποθέσεις οι οποίες, αν δεν προσδοθεί αναδρομική ισχύς στην απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, δεν μπορούν να επανεξετασθούν με αίτηση αναθεωρήσεως. Τούτο γίνεται δεκτό από την κρατούσα στην νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων γνώμη[19], ενώ προκύπτει και από τις συζητήσεις στην συντακτική Βουλή που αφορούσαν την εν λόγω διάταξη[20].
Το κυριότερο, πάντως, επιχείρημα του Συμβουλίου της Επικρατείας βασίζεται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 του Συντάγματος και την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 50 παράγραφος 3β του π.δ. 18/1989, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία «να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης». Ειδικότερα, υπόρρητη αφετηρία του συλλογισμού φαίνεται να είναι η παραδοχή ότι οι εξουσίες που παρέσχε ο νομοθέτης στον δικαστή με το άρθρο 22 παράγραφος 1 του νόμου 4274/2014, μεταξύ των οποίων και η δυνατότητα περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως, «αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατʼ ορθή ερμηνεία, απευθείας» από το άρθρο 95 παράγραφος 1 του Συντάγματος. «Κατʼ ακολουθίαν τούτου, το Δικαστήριο έχει τη συνταγματική ευχέρεια να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις ειδικότερες ρυθμίσεις των ως άνω δικονομικών διατάξεων»[21]. Το σκεπτικό αυτό δεν περιλαμβάνεται ρητώς στην σκέψη με την οποία δέχεται την δυνατότητα περιορισμού, αλλά φαίνεται να υπονοείται, καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει παγίως ότι για τους ίδιους λόγους που του εδόθη η εν λόγω δυνατότητα στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης, πρέπει οι ίδιες ρυθμίσεις να ισχύσουν αναλογικώς και επί αγωγών και άλλων διαφορών ουσίας, που άγονται προς κρίση ενώπιόν του μέσω του δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης. Είναι αξιοσημείωτο ότι το σκεπτικό αυτό ουδέν διαλαμβάνει ειδικώς περί της αντισυνταγματικότητας, αλλά παρουσιάζει το ζήτημα σαν να επρόκειτο για μία απλή δικονομική δυνατότητα.
Επί τη βάσει αυτού του επιχειρήματος, πάντως, η πλειοψηφούσα θέση προβαίνει σε στάθμιση των σχετικών εννόμων συμφερόντων. Στις περισσότερες περιπτώσεις η σχετική κρίση αφορούσε περικοπές αποδοχών ή συντάξεων, με αποτέλεσμα το επιχείρημα να λαμβάνει την ακόλουθη μορφή. Η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας θα συνεπαγόταν υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των περικοπέντων ποσών, όχι μόνον στους ενάγοντες, αλλά και στον ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η πρότυπη δίκη. «Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως. Οίκοθεν νοείται ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων προσώπων»[22].
Η προσέγγιση αυτή έχει δεχθεί δριμεία κριτική τόσο από τη μειοψηφία στις σχετικές αποφάσεις όσο και από τη θεωρία επί τη βάσει επιχειρημάτων τόσο νομοθετικού όσο και συνταγματικού επιπέδου. Σε νομοθετικό επίπεδο, όπως έχει επισημανθεί, το αποτέλεσμα αυτό προϋποθέτει μίαν «άκρως διασταλτική ερμηνεία» της διάταξης του άρθρου 1 του νόμου 3900/2010 περί πιλοτικής δίκης[23]. Όπως προαναφέρθηκε, από το άρθρο αυτό δεν απορρέει υποχρέωση των λοιπών δικαστηρίων να ακολουθήσουν την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ασχέτως αν οι μηχανισμοί ενοποίησης της νομολογίας θα οδηγήσουν, κατά πάσα πιθανότητα, στην ανατροπή τυχόν αποκλίνουσας αποφάσεως. Περαιτέρω, η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 50 παράγραφος 3β’ (και μόνον 3β’) του π.δ. 18/1989 γεννά μεθοδολογικά προβλήματα, καθώς η διάταξη αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διάταξη της παραγράφου 3δ’ του αυτού άρθρου, η οποία ορίζει ότι η εφαρμογή της παραγράφου 3β’ δεν θίγει τις αποζημιωτικές αξιώσεις. Η τακτική όμως του Συμβουλίου της Επικρατείας να περιορίζει το αναδρομικό αποτέλεσμα της διαγνώσεως αντισυνταγματικού νόμου έχει ως αποτέλεσμα ακριβώς τον αποκλεισμό των αποζημιωτικών αξιώσεων όσων δεν είχαν ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα μέχρι την έκδοση της αποφάσεως[24].
Το αποφασιστικό όμως αντεπιχείρημα της μειοψηφίας είναι συνταγματικής τάξεως[25]. Η αποδοχή της δυνατότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας να περιορίζει το αναδρομικό αποτέλεσμα της διαγνώσεως της αντισυνταγματικότητας νόμου υπονοεί ότι οι δικαστές οι οποίοι θα κληθούν να κρίνουν σχετικές υποθέσεις θα δεσμεύονται από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τον τρόπο αυτόν όμως το Συμβούλιο της Επικρατείας θα υποχρέωνε δικαστές να εφαρμόσουν νόμο αντισυνταγματικό, όπερ έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τα άρθρα 87 παράγραφος 2 και 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος. Θα μπορούσε, άλλωστε, να προστεθεί ότι η πρακτική αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιβολή υποχρέωσης στους δικαστές των κατώτερων διοικητικών δικαστηρίων νόμου το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται όχι μόνον στο Σύνταγμα αλλά ενδεχομένως και στο ενωσιακό δίκαιο[26]. Εν πάση περιπτώσει, η επιβολή τέτοιων υποχρεώσεων θα παρέβλαπτε και την κατοχυρούμενη στο άρθρο 87 παράγραφος 1 λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών.
Όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, η τελευταία από τις ενστάσεις αυτές αίρεται εάν η κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας θεωρηθεί ως κατευθυντήρια κρίση. Μία τέτοια κρίση δεν δεσμεύει μεν τα λοιπά δικαστήρια ως προς την εκτίμηση περί της συνταγματικότητας του νόμου, λόγω δε του κύρους της νομολογίας του Δικαστηρίου και των μηχανισμών ενοποίησης της νομολογίας επιτυγχάνεται παρόμοιο αποτέλεσμα με συνταγματικώς ανεκτό τρόπο. Μία τέτοια λύση θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή υπό την έννοια ότι τα κατώτερα δικαστήρια δεν υποχρεώνονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας να εφαρμόσουν αντισυνταγματικό νόμο, αλλά εκφέρουν ιδία κρίση περί της αντισυνταγματικότητας του νόμου και περιορίζουν επίσης με ιδία κρίση τα αποτελέσματα των αποφάσεών τους[27].
Ωστόσο, ούτε η λύση αυτή είναι απηλλαγμένη προβλημάτων τόσο συστηματικών όσο και πρακτικών. Το συστηματικό/θεωρητικό πρόβλημα σχετίζεται με την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου, καθώς δεν αμφισβητείται ότι ακόμη και κατά τον χρόνο για τον οποίον περιορίζονται τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας ο νόμος ήταν αντισυνταγματικός[28]. Η επιδίωξη του περιορισμού των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας σχετίζεται με το γεγονός ότι από την άρση των αποτελεσμάτων του αντισυνταγματικού νόμου προκαλείται ένταση με κάποιες συνταγματικής τάξεως αρχές. Πέραν του θεωρητικού προβλήματος της εφαρμογής αντισυνταγματικού νόμου, ανακύπτουν και δύο πιο πρακτικά ζητήματα. Κατ’ αρχάς, σε αντίθεση με το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο διά του θεσμού της πρότυπης δίκης άγονται προς επίλυση νομικά ζητήματα με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, τα κατώτερα δικαστήρια δεν έχουν τη δυνατότητα να διερευνήσουν τις αθροιστικές συνέπειες της αντισυνταγματικότητας της επίδικης διατάξεως, καθώς καλούνται να κρίνουν αποκλειστικά και μόνον την υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους. Εξ άλλου, για τα δικαστήρια της ουσίας δεν προβλέπεται νομοθετικώς η δυνατότητα χρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων των αποφάσεών τους[29].
Από τα επιχειρήματα που επικαλείται το Συμβούλιο της Επικρατείας για την στήριξη της θέσεώς του, αναφαίνεται και η αντίληψή του για τη φύση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Αντιμετωπίζεται ως μία οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος της οποίας τα αποτελέσματα ενδέχεται να βρεθούν σε σύγκρουση με άλλες συνταγματικές διατάξεις, και επομένως η στάθμιση μεταξύ του ελέγχου συνταγματικότητας και άλλων συνταγματικώς προστατευόμενων αγαθών είναι επιτρεπτή.[30] Φαίνεται μάλιστα να θεωρεί το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί έκφανση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Για τον λόγο δε αυτόν, επιχειρεί να προλάβει τυχόν αντιδράσεις και υποστηρίζει ότι ο περιορισμός των αποτελεσμάτων της διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας νόμων δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, «διότι αφ’ ενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρυθμίσεως, αφ’ ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό, δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφ’ όσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (πρβ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ. σκ. 26 κ.ά)»[31]. Με άλλα λόγια, ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων αντιμετωπίζεται ως «σχετικός» υπό την έννοια ότι σε περίπτωση που τα αποτελέσματά του θέτουν εν αμφιβόλω συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά χωρεί στάθμιση.
Επί τη βάσει της αυτής προσεγγίσεως οι προμνησθείσες μειοψηφίες αντικρούουν συστηματικώς την κρατήσασα γνώμη. Επισημαίνουν ότι «ο γενικός αποκλεισμός της δυνατότητος προσώπων να επιδιώξουν και να επιτύχουν δια των δικαστηρίων αποκατάσταση προκληθείσης ζημίας (και, μάλιστα, συνεπεία παραβάσεως του Συντάγματος), ήτοι δικονομική προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος της αποζημίωσης (κατά την γενική αρχή ubi ius ibi remedium), δεν συνιστά απλό περιορισμό αλλά πλήρη στέρηση του δικαιώματος της ένδικης προστασίας και στοιχειοθετεί, συνεπώς, παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., στο βαθμό δε που πρόκειται για πρόκληση περιουσιακής ζημίας, η παρεμπόδιση της αποκαταστάσεώς της αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.»[32].
Τα επιχειρήματα αυτά αντικρούουν ικανοποιητικώς την πρακτική του Συμβουλίου της Επικρατείας να περιορίζει ευθέως και απολύτως τα αποτελέσματα της διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας νόμου, εγγράφονται όμως στο πλαίσιο της «σχετικής» αντίληψης περί ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Κατά τούτο, δεν αποκλείουν ρητώς το ενδεχόμενο έμμεσου και μερικού περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος της διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας νόμου. Τούτο θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση που το Συμβούλιο της Επικρατείας, εφαρμόζοντας ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, ακύρωνε κανονιστική πράξη της Διοικήσεως λόγω αντισυνταγματικότητας νόμου χωρίς πάντως να περιορίζονται τυχόν αποζημιωτικές αξιώσεις. Στην περίπτωση αυτήν, ατομικές πράξεις, οι οποίες, κατά τους γενικούς κανόνες του διοικητικού δικαίου, θα μπορούσαν να ακυρωθούν (ή για τις οποίες υπό ορισμένες προϋποθέσεις η Διοίκηση θα υπείχε υποχρέωση να τις ανακαλέσει), θα παρέμεναν εν ισχύι και απρόσβλητες ως προς τον λόγο της απώτερης αναγωγής τους σε αντισυνταγματικό νόμο. Το ζήτημα αυτό χρήζει περαιτέρω διερευνήσεως η οποία προϋποθέτει την εξέταση της φύσεως του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων.
Β. Ο απόλυτος χαρακτήρας του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων
Προκειμένου να απαντηθεί αποφασιστικά το ερώτημα κατά πόσον είναι δυνατός ο περιορισμός του αναδρομικού αποτελέσματος της διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας νόμου (και κατ’ επέκτασιν να διευκρινισθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι συνταγματική η εφαρμογή του άρθρου 50 παράγραφος 3 β’ του π.δ. 18/1989) είναι αναγκαίο να εξετάσουμε εγγύτερα την φύση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Προς τούτο, είναι αναγκαία η σύνδεσή του με την κανονιστικότητα του Συντάγματος.
Στα κράτη που διαθέτουν γραπτό και αυστηρό Σύνταγμα, το Σύνταγμα γίνεται αντιληπτό, για λόγους που δεν μπορούν να αναπτυχθούν εδώ, ως θεμελιώδης νόμος. Ο θεμελιώδης αυτός νόμος οργανώνει τις κρατικές εξουσίες ορίζοντας τα όργανα που τις ασκούν και τις σχέσεις τους με τους πολίτες και ως εκ τούτου καθιστά δυνατή την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Το γεγονός ότι το Σύνταγμα οργανώνει τα συντεταγμένα όργανα του κράτους σημαίνει ότι τα όργανα αυτά αρύονται την εξουσία τους εκ του Συντάγματος και οφείλουν να το εφαρμόζουν -όλα ανεξαιρέτως, περιλαμβανομένου τόσο του νομοθέτη όσο και του δικαστή-, ενώ δεν μπορούν να το τροποποιήσουν ει μη μόνον σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα. Κατά συνέπεια, και οι πράξεις των κρατικών οργάνων πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με το Σύνταγμα. Τούτο αποτελεί προϋπόθεση της ισχύος τους[33].
Το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων ανακύπτει όταν τα δικαστήρια καλούνται να επιλύσουν υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν τους. Καθώς πρέπει να εφαρμόσουν το εκάστοτε ισχύον δίκαιο, τα δικαστήρια, όταν διαπιστώνουν ότι υπάρχουν πλείονες συγκρουόμενοι κανόνες δικαίου, οφείλουν να εξετάσουν τις σχέσεις των κανόνων αυτών και να αποφασίσουν ποιος θα πρέπει να εφαρμοσθεί στην επίδικη υπόθεση και ποιος να μείνει ανεφάρμοστος. Σε περίπτωση συγκρούσεως νόμου και συνταγματικής διατάξεως, κατισχύει η συνταγματική διάταξη λόγω της ηυξημένης τυπικής ισχύος του Συντάγματος[34]. Ο παραμερισμός αντισυνταγματικής διατάξεως μπορεί να αναχθεί τόσο στην παραβίαση εκ μέρους του νομοθέτη της υποχρεώσεώς του να μην παραβιάζει το Σύνταγμα όσο και στην υποχρέωση του δικαστή να μην παραβιάζει το Σύνταγμα· η εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου θα συνιστούσε παραβίαση του Συντάγματος από τον δικαστή.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων είναι κατ’ αρχήν απόρροια της ίδιας της κανονιστικότητας του Συντάγματος. Ο έλεγχος μάλιστα αυτός είναι κατ’ αρχήν διάχυτος, καθώς κάθε δικαστής υποχρεούται να επιλέξει μεταξύ συγκρουόμενων κανόνων, και παρεμπίπτων, καθώς ανακύπτει εν όψει συγκεκριμένης υποθέσεως στην οποίαν θα εφαρμοσθεί ή όχι ο νόμος του οποίου αμφισβητείται η συνταγματικότητα[35]. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι σε κράτη όπου δεν υπήρχε σχετική συνταγματική ρύθμιση αναπτύχθηκε ο διάχυτος έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων κατ’ επίκλησιν της ίδιας της φύσεως του Συντάγματος. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η υπόθεση Marbury v. Madison του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών[36]. Με αντίστοιχα όμως επιχειρήματα αναγνωρίσθηκε η δυνατότητα ασκήσεως ελέγχου συνταγματικότητας και στην Ελλάδα περί τα τέλη του 19ου αιώνα[37], αλλά και στη Γερμανία κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης[38].
Ωστόσο, δεν αποκλείεται το ίδιο το Σύνταγμα να οργανώσει και να περιορίσει τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων[39]. Είναι δυνατόν, λοιπόν, να εισαχθούν αποκλίσεις από το κατ’ αρχήν ισχύον σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου και να εγκαθιδρυθεί σύστημα συγκεντρωτικού ελέγχου, στο οποίο το Συνταγματικό Δικαστήριο διαθέτει την εξουσία να καταργεί τους αντισυνταγματικούς νόμους. Η ρύθμιση του ελέγχου συνταγματικότητας από το Σύνταγμα δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι περιορίζεται και η κανονιστικότητα του Συντάγματος. Είναι δυνατόν να διαμορφωθεί ένα σύστημα που θα οδηγεί στην εφαρμογή σε κάθε επίδικη υπόθεση του Συντάγματος κατόπιν σχετικής παραπομπής του ζητήματος στο Συνταγματικό Δικαστήριο και ενδεχομένως κατάργησης του νόμου ή σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας του νόμου. Δεν αποκλείεται όμως και το ενδεχόμενο η ρύθμιση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων να συνδυάζεται και με περιορισμό της κανονιστικότητας του Συντάγματος, η οποία περιορίζεται στο ελάχιστο[40] σε περιπτώσεις που ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων αποκλείεται εντελώς[41]. Ο περιορισμός μπορεί πάντως να είναι λιγότερο δραστικός, όπως στην περίπτωση που ελέγχεται μεν η συνταγματικότητα των νόμων, αλλά αντισυνταγματικός νόμος καταργείται μόνον για το μέλλον (ex nunc), με αποτέλεσμα ο αντισυνταγματικός νόμος να πρέπει να εφαρμοσθεί σε υποθέσεις που ανάγονται σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της καταργήσεως του νόμου. Με τον τρόπο αυτόν πάντως περιορίζεται η κανονιστικότητα του Συντάγματος, με αποτέλεσμα οι πολίτες και η διοίκηση να μη δύνανται να επικαλεσθούν το Σύνταγμα προκειμένου να μη εφαρμόσουν νόμο αντισυνταγματικό[42].
Το Σύνταγμα του 1975, σε αντίθεση με τα προϊσχύσαντα Συντάγματα (με εξαίρεση το Σύνταγμα του 1927 που περιελάμβανε σχετική ερμηνευτική δήλωση επί του άρθρου 5)[43], καθιέρωσε ρητώς τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων με τα άρθρα 93 παράγραφος 4 και 87 παράγραφος 2, χωρίς όμως να ανατρέψει το σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου που εφαρμοζόταν έως τότε (με την εξαίρεση της αρμοδιότητας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100). Περιόρισε πάντως τον έλεγχο συνταγματικότητας -κατά την κρατούσα γνώμη- στο περιεχόμενο των νόμων[44]. Κατά τα λοιπά όμως ουδόλως περιόρισε την κανονιστικότητα του Συντάγματος. Εν όψει τούτων, έχει εύστοχα παρατηρηθεί ότι, στην ελληνική έννομη τάξη, ο έλεγχος συνταγματικότητας έχει διπλή θεμελίωση, στις ρητές διατάξεις του Συντάγματος και στην ηυξημένη τυπική του ισχύ[45].
Υπ’ αυτά τα δεδομένα, η κανονιστικότητα του Συντάγματος παραμένει σε γενικές γραμμές αλώβητη. Τούτο σημαίνει ότι σε κάθε υπόθεση που άγεται προς κρίση ενώπιον των δικαστηρίων πρέπει να ελέγχεται η συνταγματικότητα των εκ πρώτης όψεως εφαρμοστέων νόμων. Η θεμελίωση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων στη φύση του Συντάγματος καταδεικνύει τον απόλυτο χαρακτήρα του ελέγχου αυτού. Δεν πρόκειται περί μιας απλής διατάξεως του Συντάγματος, τα αποτελέσματα της οποίας ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση με άλλα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά κατά τρόπο τέτοιο ώστε να δικαιολογείται η στάθμιση μεταξύ τους. Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, όπως διαμορφώνεται στην ελληνική έννομη τάξη, σχετίζεται με την ίδια την κανονιστικότητα του Συντάγματος, η οποία δεν έχει περιορισθεί. Για τους λόγους αυτούς δεν είναι δυνατός ο περιορισμός του ελέγχου συνταγματικότητας.
Κατά συνέπεια, τυχόν απόπειρα νομοθετικής αναιρέσεως της υποχρεώσεως των δικαστηρίων να αφήνουν ανεφάρμοστο αντισυνταγματικό νόμο συνιστά παραβίαση του Συντάγματος. Τα αυτά ισχύουν και στην περίπτωση που επιχειρηθεί νομολογιακώς να επιβληθεί σε άλλα δικαστήρια η υποχρέωση να απόσχουν από την άσκηση ελέγχου συνταγματικότητας και να εφαρμόσουν νόμο αντισυνταγματικό. Οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν για το σύνολο της επίδικης υποθέσεως· δεν μπορεί κάποιο δικαστήριο να υποχρεωθεί να εφαρμόσει νόμο αντισυνταγματικό, ακόμη και αν αυτή η υποχρέωση αφορά μόνο δεδομένο χρονικό διάστημα.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ερώτημα εάν δικαστήριο μπορεί εκφέροντας ιδία κρίση να περιορίσει τα αποτελέσματα της εκ μέρους του διαγνώσεως της αντισυνταγματικότητας νόμου μετά από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, δικαιωμάτων και άλλων συνταγματικώς προστατευομένων αρχών (π.χ. ασφάλεια δικαίου). Οι αναπτύξεις που προηγήθηκαν δεν αφήνουν πολλές αμφιβολίες. Η ανοχή των συνεπειών αντισυνταγματικής διατάξεως νόμου θα σήμαινε ότι όχι μόνον ο νομοθέτης παραβίασε το Σύνταγμα, αλλά και ο δικαστής ο οποίος επίσης αρύεται την εξουσία του εκ του Συντάγματος το παραβίασε αποδεχόμενος κάποια (έστω χρονικώς περιορισμένα) αποτελέσματα νομοθετικής διατάξεως που παραβιάζει το Σύνταγμα.
Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές είναι πλέον δυνατόν να προσεγγίσουμε το ερώτημα που τέθηκε στο τέλος της προηγούμενης ενότητας. Δύναται το Συμβούλιο της Επικρατείας, εφαρμόζοντας το άρθρο 50 (και ιδίως την παράγραφο 3β’) του π.δ. 18/1989, να ακυρώσει διοικητική πράξη λόγω αντισυνταγματικότητας νόμου που ελέγχεται παρεμπιπτόντως, ορίζοντας όμως ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου ενάρξεως της ισχύος της; Σε μία τέτοια περίπτωση, περιορίζονται εμμέσως τα χρονικά αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας νόμου, καθώς, αν και ακυρώνεται η επίδικη πράξη, διατηρούνται κάποιες από τις έννομες συνέπειές της (π.χ. τυχόν ατομικές πράξεις που εκδόθηκαν ερειδόμενες επ’ αυτής δεν στερούνται νομίμου ερείσματος και άρα δεν μπορούν να προσβληθούν για τον λόγο αυτόν)[46]. Κατά τα ανωτέρω αναπτυχθέντα, η ανοχή των αποτελεσμάτων του αντισυνταγματικού νόμου συνιστά παραβίαση εκ μέρους του Δικαστηρίου της υποχρέωσής του να μην εφαρμόζει νόμο αντισυνταγματικό και να μην υποχρεώνει άλλα δικαστήρια (ή το ίδιο στο μέλλον ή την Διοίκηση) να εφαρμόσουν αντισυνταγματικό νόμο. Περί αυτού θα επρόκειτο, εάν μετά την λόγω αντισυνταγματικότητας ακύρωση για το μέλλον πράξεως ζητείτο η κρίση της νομιμότητας ατομικής πράξεως η οποία είχε εκδοθεί προ του χρονικού σημείου στο οποίο ανατρέχει η ακύρωση πράξεως που την στήριζε. Οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν ανεξαρτήτως της δυνατότητας του θιγομένου να διεκδικήσει αποζημίωση.
Η χρήση λοιπόν των εν λόγω δικονομικών διατάξεων θα πρέπει να θεωρείται συνταγματικώς επιτρεπτή, μόνον όταν η ακύρωση της πράξεως δεν ανάγεται σε λόγους αντισυνταγματικότητας και γενικότερα αντίθεσης σε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, όπως το ενωσιακό δίκαιο[47]. Όταν τα ζητήματα που τίθενται αφορούν την νομιμότητα της πράξεως, ο περιορισμός των χρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως είναι επιτρεπτός. Η διαφοροποίηση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι η αρχή της νομιμότητας είναι αρχή συνταγματικής τάξεως, η οποία μπορεί να σταθμισθεί με άλλες συνταγματικής τάξεως αρχές[48], ενώ η συνταγματικότητα ανάγεται στην ίδια την κανονιστικότητα του Συντάγματος.
Γ. Η δικαιολόγηση του περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος της αντισυνταγματικότητας σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις
Οι ανωτέρω αναπτύξεις αποκλείουν κατ’ αρχήν κάθε δυνατότητα περιορισμού των αποτελεσμάτων της διάγνωσης αντισυνταγματικότητας νόμου. Παρά ταύτα θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί ορισμένες οριακές καταστάσεις, στις οποίες η εμμονή στην απόλυτη θέση που υποστηρίχθηκε θα οδηγούσε όχι απλώς σε ανεπιεική αποτελέσματα για ορισμένους κοινωνούς του δικαίου οι οποίοι θα μπορούσαν να αξιώσουν αποζημίωση για την ζημία που υπέστησαν, αλλά σε καταστροφικά αποτελέσματα για την ίδια την κρατική και κοινωνική οργάνωση. Πριν εστιάσουμε σε αυτές τις εξαιρετικές καταστάσεις, αξίζει να αναφερθούμε σε δύο περιπτώσεις φαινομενικού περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος της διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας νόμου.
Η πρώτη σχετίζεται με την προσαρμοζόμενη στις εκάστοτε ιδιαίτερες συνθήκες ερμηνεία του Συντάγματος με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πανδημία του κορωνοϊού. Έκτακτα μέτρα τα οποία ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας και δοθεισών των συνθηκών κρίθηκαν συνταγματικά, καθώς οι συνθήκες αυτές επηρεάζουν καθοριστικά την στάθμιση μεταξύ συνταγματικώς προστατευόμενων δικαιωμάτων, μετά το πέρας των έκτακτων συνθηκών καθίστανται αντισυνταγματικά, καθώς έχουν εκλείψει οι παράγοντες που επηρέαζαν την εν λόγω στάθμιση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας επισημαίνει συστηματικά ότι τα σχετικά μέτρα κρίνονται συνταγματικά υπό την προϋπόθεση ότι «λαμβάνονται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα και, πάντως, μέχρι την εξεύρεση λύσεως για την ανάσχεση της πανδημίας, η ένταση δε και η διάρκειά τους πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικώς από τα αρμόδια κρατικά όργανα ανάλογα με τα υφιστάμενα επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών»[49]. Σε αυτήν την περίπτωση, εάν μία διάταξη κριθεί αντισυνταγματική μόνον από ένα χρονικό σημείο και ύστερα, δεν περιορίζονται κατά κυριολεξία τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας, διότι τα σχετικά μέτρα ήταν σύμφωνα με το Σύνταγμα για το προ του χρονικού αυτού σημείου διάστημα.
Η δεύτερη περίπτωση είναι ποινικού ενδιαφέροντος -και ως εκ τούτου εκφεύγει του αντικειμένου του παρόντος άρθρου που εστιάζει σε ζητήματα διοικητικού δικαίου, πλην όμως αξίζει να αναφερθεί συνοπτικά. Υπό ορισμένες συνθήκες είναι δυνατόν η συμμόρφωση με αντισυνταγματικό νόμο να συνιστά διάπραξη ποινικού αδικήματος (π.χ. νόμος αντισυνταγματικός που απαλλάσσει ορισμένα πρόσωπα από την τήρηση ποινικού νόμου). Η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας θα έπρεπε κανονικά να επιφέρει τον ποινικό κολασμό των προσώπων που εφήρμοσαν τον αντισυνταγματικό νόμο. Ωστόσο, η αντισυνταγματικότητα ενδέχεται να μην είναι προφανής. Στην περίπτωση αυτήν, ενώ λόγω της αντισυνταγματικότητας θεμελιώνεται το άδικο της πράξεως, ενδέχεται ο δράστης να τελεί σε συγγνωστή πλάνη περί το δίκαιο, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να επιβληθεί ποινή για την τελεσθείσα πράξη[50]. Εν προκειμένω δεν περιορίζονται κατά χρόνον τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας· η πράξη κρίνεται τελειωτικώς άδικη. Ο λόγος για τον οποίον δεν επιβάλλεται ποινή είναι ότι ο δράστης δεν βαρύνεται με ενοχή.
Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις που, ενώ φαινομενικώς περιορίζονται χρονικώς τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας, στην πραγματικότητα υπάρχουν άλλοι λόγοι που εξηγούν τον περιορισμό αυτόν. Δεν πρόκειται δηλαδή περί εφαρμογής αντισυνταγματικού νόμου για ορισμένο χρονικό διάστημα. Το ερώτημα είναι εάν μπορούν να δικαιολογηθούν περιπτώσεις γνησίου περιορισμού του αναδρομικού αποτελέσματος της αντισυνταγματικότητας.
Υποστηρίχθηκε ανωτέρω ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων έχει απόλυτο χαρακτήρα και δεν μπορεί να σταθμισθεί με συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα και αρχές. Επομένως, η επίκληση της αρχής της ασφάλειας δικαίου ή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των διοικουμένων ουδόλως αρκούν για να θεμελιώσουν τον περιορισμό του αναδρομικού αποτελέσματος της διαγνώσεως αντισυνταγματικότητας νόμου. Παρά ταύτα σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις τα αναδρομικά αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας θα μπορούσαν να οδηγήσουν όχι απλώς σε τρώση ορισμένων συνταγματικών δικαιωμάτων και αρχών, αλλά στην υπονόμευση της ίδιας της εννόμου τάξεως και της κρατικής οργανώσεως. Οι περιπτώσεις αυτές σχετίζονται άμεσα με το ευρύτερο θέμα της θεωρίας του δικαίου της ανάγκης και δη του εξωσυνταγματικού δικαίου της ανάγκης, το οποίο όμως δεν μπορεί να αναπτυχθεί εδώ[51]. Σε αυτές τις οριακές περιπτώσεις η δικαιολόγηση του περιορισμού δεν ανευρίσκεται σε διατάξεις του Συντάγματος και σε στάθμιση μεταξύ αυτών και του ελέγχου συνταγματικότητας (ήτοι της ίδιας της κανονιστικότητας του Συντάγματος). Υπ’ αυτήν την έννοια, ο λόγος που δικαιολογεί τον περιορισμό του αναδρομικού αποτελέσματος της διαγνώσεως της αντισυνταγματικότητας είναι «εξωσυνταγματικός», καθώς δεν ερείδεται στο κείμενο του Συντάγματος. Ο λόγος όμως αυτός δεν είναι εκτός της συνταγματικής τάξεως, καθώς ανάγεται στην ίδια τη λειτουργία του Συντάγματος, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι άλλη από την οργάνωση του κράτους και την θεμελίωση της εννόμου τάξεως. Δεδομένης της λειτουργίας αυτής η εφαρμογή του Συντάγματος δεν μπορεί να αναιρεί την ίδια την λειτουργία του. Επομένως, όταν η πιστή εφαρμογή του Συντάγματος θα είχε ως συνέπεια τη δημιουργία μιας χαώδους νομικής καταστάσεως που θα υπονόμευε την ίδια την υπόσταση της εννόμου τάξεως που οργανώνει, ο περιορισμός της αναδρομικότητας των αποτελεσμάτων της διαγνώσεως της αντισυνταγματικότητας είναι συνταγματικώς (εν ευρεία εννοία) ανεκτός.
Δύο παραδείγματα από την διεθνή εμπειρία μπορούν να καταστήσουν εναργέστερες τις παρατηρήσεις αυτές. Το πρώτο παράδειγμα προέρχεται από τον Καναδά και ειδικότερα από την υπόθεση Manitoba Language Reference[52]. Με τη σχετική απόφαση κρίθηκε ότι οι νόμοι της Μανιτόμπα, η οποία αποτελεί επαρχία του Καναδά από το 1870, έπρεπε κατά το Σύνταγμα να είναι γραμμένοι τόσο στα αγγλικά όσο και στα γαλλικά, ενώ από το 1890 και εξής ήταν γραμμένοι μόνο στα αγγλικά[53]. Κατ’ αποτέλεσμα, όλοι οι νόμοι της εν λόγω επαρχίας ήταν ανέκαθεν αντισυνταγματικοί. Το Δικαστήριο όμως έκρινε ότι το αποτέλεσμα της διαγνώσεως αυτής, δηλαδή μία επαρχία χωρίς νόμους, θα προκαλούσε νομικό χάος και θα ήταν αντίθετο στο rule of law ως εργαλείο για την διατήρηση της κοινωνικής οργάνωσης. Κατά την εν λόγω απόφαση, «A declaration that the laws of Manitoba are invalid and of no legal force or effect would deprive Manitoba of its legal order and cause a transgression of the rule of law. For the Court to allow such a situation to arise and fail to resolve it would be an abdication of its responsibility as protector and preserver of the Constitution». Για τον λόγο αυτόν, επικαλούμενο την θεωρία του δικαίου της ανάγκης[54], ανέστειλε τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας για το ελάχιστο χρονικό διάστημα το οποίο θεώρησε αναγκαίο για τη μετάφραση των νόμων στα γαλλικά. Η υπόθεση αυτή καταδεικνύει την ανάγκη περιορισμού ή τουλάχιστον αναστολής, όπως εν προκειμένω, των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας, διότι άλλως θα περιήρχετο σε ζωτικό κίνδυνο η ίδια η έννομη τάξη.
Ένα δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πιο συγκεκριμένα από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Οχάιο. Ενώ στην εν λόγω πολιτεία για χρονικό διάστημα άνω των 40 ετών ήταν πάγια πρακτική να χορηγούνται διαζύγια με νομοθετική πράξη, το 1848 αμφισβητήθηκε ενώπιόν του η συνταγματικότητα ενός διαζυγίου. Πράγματι, το δικαστήριο έκρινε ότι η χορήγηση διαζυγίων με νομοθετική πράξη ήταν αντισυνταγματική ως αντικείμενη στην αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Η αντισυνταγματικότητα όμως αυτή θα μπορούσε να έχει δραματικές συνέπειες για δυνητικώς ευρύτατο κύκλο προσώπων, καθώς σε συνέχεια των διαζυγίων που χορηγήθηκαν με νομοθετική πράξη συνήφθησαν νέοι γάμοι και γεννήθηκαν τέκνα εντός γάμου. Το δικαστήριο έκρινε λοιπόν ότι, δεδομένων αυτών των συνθηκών, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι ο υπό εξέταση γάμος είχε εγκύρως λυθεί[55]. Η αντισυνταγματικότητα αυτών των διαζυγίων θα επιδρούσε άμεσα στο προσωπικό status των επηρεαζόμενων προσώπων με συνέπειες ανεπανόρθωτες. Μπορεί η απόφαση αυτή να μην έχει τόσο δραματικά αποτελέσματα όσο η προμνησθείσα καναδική, θα οδηγούσε όμως σε σοβαρή διατάραξη των κοινωνικών σχέσεων που είναι αναγκαίες για την ομαλή κοινωνική συμβίωση εντός μιας εννόμου τάξεως.
Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν ότι ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις ο περιορισμός του αναδρομικού αποτελέσματος δεν μπορεί παρά να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο και να μην υπερβαίνει τον χρόνο ο οποίος είναι αναγκαίος για την άρση του (αν αυτή είναι δυνατή). Η λύση της αναστολής της αναδρομικότητας που δόθηκε στην καναδική υπόθεση είναι ενδεικτική. Τέτοια εξουσία, βεβαίως, ούτε προβλέπεται για το Συμβούλιο της Επικρατείας ούτε θα μπορούσε να προβλέπεται εντός του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα τίθεται μόνο σε οριακές περιπτώσεις που τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η έννομη τάξη και η εξουσία των δικαστηρίων ανάγεται όχι στις διατάξεις του Συντάγματος, αλλά στην ίδια τη λειτουργία του.
Κατά τη μεταφορά, πάντως, του συμπεράσματος ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις που τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η έννομη τάξη είναι δυνατόν να περιορισθούν (ή να ανασταλούν) τα αναδρομικά αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας στην ελληνική έννομη τάξη, δεν πρέπει να παραγνωρισθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού νομικού συστήματος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας θα μπορούσε υπό αυτές τις συνθήκες να περιορίσει τα αποτελέσματα της διαγνώσεως της αντισυνταγματικότητας, ώστε να εφαρμόσει τις αντισυνταγματικές διατάξεις στην ενώπιόν του κρινόμενη υπόθεση. Δεν θα μπορούσε όμως με την απόφαση αυτήν να περιορίσει τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας γενικώς και κατά τρόπο υποχρεωτικό για άλλα δικαστήρια που θα επιληφθούν σχετικών υποθέσεων[56]. Δεδομένου, όμως, του κατευθυντήριου ρόλου της νομολογίας του και των μηχανισμών ενοποίησης της νομολογίας, θα μπορούσε να καθοδηγήσει τα κατώτερα δικαστήρια να υιοθετήσουν τα επιχειρήματά του και επ’ αυτών να στηρίξουν ιδία κρίση περί των καταστροφικών αποτελεσμάτων που θα είχε το αναδρομικό αποτέλεσμα της διαγνώσεως της αντισυνταγματικότητας για την έννομη τάξη[57].
[1] Ολ.ΣτΕ 146/2025. Η ανακοίνωση της αποφάσεως από τον Πρόεδρο του ΣτΕ προκάλεσε τριβές μεταξύ τοπικής αυτοδιοίκησης και κυβέρνησης και οδήγησε στην ψήφιση του νόμου 5167/2024, ο οποίος στο άρθρο 41 ορίζει ότι «2. Οι οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή των κινήτρων της περ. α) της παρ. 1 δεν ανακαλούνται από τη Διοίκηση έως τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας της παρ. 1 του παρόντος. Ανακλήσεις οικοδομικών αδειών από τη Διοίκηση, λόγω της χρήσης των ανωτέρω κινήτρων, που έλαβαν χώρα από την 11η Δεκεμβρίου 2024 έως τη δημοσίευση του παρόντος, ανακαλούνται αυτοδικαίως. 3. Το χρονικό διάστημα εφαρμογής του παρόντος δύναται να παραταθεί με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον έναν (1) μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης της παρ. 1». Για τις τριβές αυτές, καθώς για το γεγονός ότι εργολάβοι έσπευσαν να αρχίσουν εργασίες με σκοπό να δείξουν ότι άρχισαν εργασίες προ της δημοσιεύσεως της ανακοίνωσης, βλ. Λιάλιος Γ., «Στον ‘πάγο’ μπήκαν 40 οικοδομικές άδειες στον Άλιμο», Η Καθημερινή, 04.01.2025, σ. 6.
[2] Cappelletti Μ., Adams J.Cl., «Judicial Review of Legislation: European Antecedents and Adaptations», Harvard Law Review, 6/1966, σ. 1207 επ. (1222-3).
[3] Πρεβεδούρου Ευ., «Οι συνέπειες του ακυρωτικού ελέγχου: Περιορισμός του ακυρωτικού αποτελέσματος» στο Ελληνική Εταιρία Δικαίου του Περιβάλλοντος, Ο Δικαστής, ο Νόμος και το Περιβάλλον, 2016, σ. 307 επ. (320-321), Βενιζέλος Ευ., Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος: Μαθήματα εμβάθυνσης στο Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 155-156. Βλ. και τη σύγκριση του Συμβουλίου της Επικρατείας με το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο που επιχειρείται από τη Χρήστου Β., «Το Συμβούλιο της Επικρατείας ενώπιον αρμοδιοτήτων συνταγματικού δικαστή. Οι νέες ρυθμίσεις», ΔτΑ 68/2016, σ. 263 επ. Η θέση αυτή ενισχύεται και από την τάση του Συμβουλίου της Επικρατείας να επεκτείνει την υποχρέωση συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις (περί αντισυνταγματικότητας) κατά το άρθρο 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος και στον νομοθέτη. Επ’ αυτού βλ. Καζάκο Ι.-Ν., «Υποχρέωση συμμόρφωσης του νομοθέτη (;) στις δικαστικές αποφάσεις περί αντισυνταγματικότητας», nomarchia.gr, 13.12.2024 (πρόσβαση: 9/2/2025)
[4] ΔΕΚ, C-43/75, 08.4.1976, Defrenne και ΔΕΚ, C-262/78, 17.05.1990, Barber. Βλ. Ολ.ΣτΕ 4741/2014, 2287/2015, 480/2018.
[5] Βλ. Γώγο Κ., «Ο κατά χρόνον περιορισμός των ακυρωτικών αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης στην πρόσφατη νομολογία ΣτΕ», ΘΠΔΔ, 8-9/2015, σ. 726, 733, ο οποίος επισημαίνει ότι «η υπερέκταση της δεσμευτικότητας που αναπτύσσει η δικαστική απόφαση επί αγωγής αποζημιώσεως, κατά τρόπον ώστε να οριοθετείται χρονικά η αντισυνταγματικότητα διατάξεων νόμου με δεσμευτική δύναμη για μη διαδίκους ιδιώτες και τρίτα δικαστήρια, διασπά τη δογματική του ελληνικού δημοσίου δικαίου και θέτει το Δικαστήριο εκτός της ίδιας παράδοσης την οποία επικαλείται».
[6] Θα πρέπει πάντως να διευκρινισθεί ότι η νομολογία σε ομοσπονδιακό επίπεδο διαφέρει από την νομολογία σε επίπεδο πολιτειών. Βλ. Kay R., «Retroactivity and Prospectivity of Judgements in American Law» στο Steiner E., Comparing the Prospective Effect of Judicial Rulings across Jurisdictions, Springer, Cham 2015, σ. 209 επ.
[7] Βλ. Γεραπετρίτη Γ., «Ισορροπία εξουσιών και δικαστικός παρεμβατισμός: Συγκριτικές σκέψεις για τη λειτουργία του ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ» στο Συμβούλιο της Επικρατείας, Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 197 επ.
[8] Kay, «Retroactivity and Prospectivity of Judgements in American Law», ό.π., σ. 210-213, 222.
[9] Chevron Oil Co. v. Huson, 404 U.S. 97 (1971).
[10] Βλ. ιδίως Harper v. Va. Dep’t of Taxation, 509 U.S. 86, 97 (1993). Ακριβέστερα, με την απόφαση αυτήν αποκλείσθηκε η δυνατότητα «επιλεκτικού» περιορισμού της αναδρομής, κατά τον οποίον ο νέος κανόνας εφαρμόζεται στην επίδικη υπόθεση αλλά όχι σε άλλες υποθέσεις των οποίων τα πραγματικά περιστατικά προηγούνται χρονικώς της εκδόσεως της αποφάσεως. Ο «καθαρός» περιορισμός της αναδρομής, δηλαδή η εφαρμογή στην επίδικη υπόθεση του παλαιότερου νομολογικού κανόνα, δεν αποκλείσθηκε ρητώς, αλλά το σκεπτικό του Δικαστηρίου φαίνεται να είναι εχθρικό προς οποιονδήποτε περιορισμό. Βλ. αναλυτικότερα για την εξέλιξη της αμερικανικής νομολογίας Kay, «Retroactivity and Prospectivity of Judgements in American Law», ό.π., passim και δη σ. 222.
[11] Βλ. Ολ.ΣτΕ 4741/2014, 2287/2015, 1880/2019. Βλ. επίσης Ολ.ΕλΣυν 32/2018.
[12] Βλ. Κουβαρά Ηλ., «Σχόλιο στην ΣτΕ Ολ. 4741/2014», ΕφημΔΔ, 1/2015, σ. 26 επ.
[13] Παρά τις μικρές διαφοροποιήσεις της διατυπώσεως της διατάξεως, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, η ουσία παραμένει η ίδια: η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι δεσμευτική μόνον για το δικαστήριο που εκδικάζει τη σχετική υπόθεση και τα δικαστήρια που εκδικάζουν τις υποθέσεις διαδίκων που παρενέβησαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την επίλυση του ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος.
[14] Βλ. ενδεικτικώς Ολ.ΣτΕ 2287/2015.
[15] Βλ. Βενιζέλος Ευ., Η οικονομική κρίση ως δικανική πρόκληση: Η καμπύλη του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των «μνημονιακών» μέτρων, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2020, σ. 78. Μπουκουβάλα Β., «Η μετάθεση του χρόνου έναρξης του ανίσχυρου του αντισυνταγματικού νόμου στο ελληνικό σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων», ΔιΔικ, 1/2019, σ. 19 επ.
[16] Η εν τοις πράγμασι δεσμευτικότητα των αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας ενισχύθηκε έτι περαιτέρω με το άρθρο 26 του νόμου 2119/2024 το οποίο προσέθεσε έκτη παράγραφο στο άρθρο 1 του νόμου 3900/2010 και επιτρέπει την άσκηση εφέσεως ή αναιρέσεως «ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 ή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη σε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ζήτημα που επιλύθηκε επί πιλοτικής δίκης ή δίκης κατόπιν υποβολής προδικαστικού ερωτήματος διοικητικού δικαστηρίου».
[17] Ολ.ΣτΕ 2176/2004. Βλ. Δαγτόγλου Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σ. 678-679. Επισημαίνεται πάντως ότι, κατά την νομολογία, η Διοίκηση υποχρεούται να επανεξετάσει την νομιμότητα της «όμοιας πράξης» για την οποία υποβάλλεται σχετικη αίτηση εντός ευλόγου χρόνου παρά την παρέλευση της προθεσμίας προσβολής τους ή την ανεπιτυχή προσβολή τους, αλλά οφείλει να εξετάσει εάν συντρέχουν λόγοι «υπερτέρου δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων τρίτων που εκτήθησαν καλοπίστως από την εφαρμογή της και του χρόνου που διέρρευσε από την έκδοσή της» (Ολ.ΣτΕ 2176/2004). Υπ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει ενδεχομένως να ιδωθεί η ερμηνεία του περιορισμού των αποτελεσμάτων της κρίσεως περί αντισυνταγματικότητας από την μειοψηφία στην πρόσφατη Ολ.ΣτΕ 146/2025 (σκ. 50), κατά την οποία: «ο περιορισμός των αποτελεσμάτων της κρίσης του Δικαστηρίου για την αντισυνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων του ΝΟΚ αφορά αποκλειστικώς την προστασία των καλόπιστων δικαιούχων των ανωτέρω αδειών έναντι του ενδεχόμενου ανάκλησής τους από τη Διοίκηση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση τρίτων. Δεν έχει, όμως, ούτε μπορεί να έχει ως συνέπεια την αδυναμία ευθείας προσβολής οικοδομικών αδειών ή το απαράδεκτο προβολής των προαναφερθέντων λόγων, διότι η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λειτουργεί αποκλειστικώς στη σχέση μεταξύ Διοίκησης και διοικουμένων και δεν μπορεί να αποδυναμώσει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας των τρίτων και μάλιστα όταν προσβάλλονται συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματά τους».
[18] Βλ. Κουβαρά, «Σχόλιο στην ΣτΕ Ολ. 4741/2014», ό.π., ο οποίος διακρίνει προσεκτικά μεταξύ νομικής δεσμευτικότητας και κατευθυντήριου ρόλου μιας «παραδειγματικής» δικανικής κρίσης στο πλαίσιο της πιλοτικής δίκης, η οποία πάντως ασκεί καταλυτική επίδραση στα κατώτερα δικαστήρια, τα οποία αναμένεται να εναρμονισθούν με την λύση που δόθηκε.
[19] Βλ. Μπουκουβάλα, «Η μετάθεση του χρόνου έναρξης…», ό.π., σ. 30 επ., όπου παρουσιάζεται η σχετική νομολογία.
[20] Βλ. την αγόρευση του Α. Κανελλόπουλου, ο οποίος θεωρούσε ότι το πρόβλημα της ex tunc ενέργειας των αποφάσεων του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου που είχε προταθεί από τους προλαλήσαντες θα ήταν η ανατροπή ήδη εκδοθεισών αποφάσεων (Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήναι 1975, σ. 294-295).
[21] Ολ.ΣτΕ 4003/2014.
[22] Βλ. ενδεικτικώς Ολ.ΣτΕ 2287/2015. Στην πρόσφατη Ολ.ΣτΕ 1408/2022, το σκεπτικό αυτό αναδιατυπώθηκε με τον εξής αξιοπρόσεκτο τρόπο: «το Δικαστήριο, μετά από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην κοινώς γνωστή μέχρι πρότινος ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, οφειλόμενη στην προηγηθείσα οξυμένη δημοσιονομική κρίση, αλλά και στο γεγονός ότι, ενόψει της πανδημίας, ο νομοθέτης αναγκάστηκε να υιοθετήσει έκτακτα μέτρα στηρίξεως της ελληνικής οικονομίας, που δεν είχαν ληφθεί στο σύνολό τους υπόψιν κατά την κατάρτιση των προϋπολογισμών των τελευταίων δύο ετών […] και τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν την ήδη από τα έτη 2018 και 2019 βελτιούμενη δημοσιονομική πορεία της χώρας, κατά τα σχετικώς προβαλλόμενα από το Ελληνικό Δημόσιο, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν, κατά την κρατήσασα άποψη, μετά τη δημοσίευση της αποφάσεώς του επί της κρινόμενης προσφυγής».
Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου ορίζουν ότι τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως και μάλιστα θεωρούν ότι αυτό είναι το απώτατο χρονικό όριο που είναι συνταγματικώς ανεκτό: «Τούτο δε, κατ’ εξάντληση του απώτατου χρονικού ορίου περιορισμού του ακυρωτικού αποτελέσματος που επιτρέπει ο νόμος (χρόνος προγενέστερος εκείνου της δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως), πέραν του οποίου τίθεται ζήτημα παραβιάσεως του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, διότι, ορίζοντας το εν λόγω άρθρο ότι: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», απαγορεύει την -σε συμμόρφωση μάλιστα με δικαστική απόφαση- εφαρμογή νόμου μετά την κρίση αυτού ως αντίθετου προς το Σύνταγμα (βλ. ΣτΕ 1890/2019 Ολομ.)» (Ολ.ΣτΕ 1408/2022). Η ερμηνεία αυτή είναι τουλάχιστον αξιοπρόσεκτη, δεδομένου ότι παρά την διατύπωση της εν λόγω διατάξεως δέχεται την εφαρμογή από δικαστήριο αντισυνταγματικού νόμου, αλλά συνάγει υποχρέωση της διοικήσεως να μην εφαρμόζει -και δη σε συμμόρφωση με δικαστική απόφαση- νόμο που κρίθηκε δικαστικώς ως αντισυνταγματικός. Πάντως, έχει εκφρασθεί και η μη κρατήσασα γνώμη ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατός ο καθορισμός του χρόνου επελεύσεως των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας μεταγενέστερου και από τη δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως (βλ. Ολ.ΣτΕ 1408/2022, ΟλΣτε 1880/2019).
[23] Πρεβεδούρου, «Οι συνέπειες του ακυρωτικού ελέγχου: Περιορισμός του ακυρωτικού αποτελέσματος», ό.π., σ. 307 επ. (320-321). Πρεβεδούρου Ευ., «Περιορισμός των αναδρομικών αποτελεσμάτων ακυρωτικής απόφασης (ΣτΕ 2337/2016)», 05.12/.2016, στο www.prevedourou.gr.
[24] Βλ. και Πρεβεδούρου, «Οι συνέπειες του ακυρωτικού ελέγχου», ό.π., σ. 322.
[25] Το επιχείρημα αυτό ενστερνίζεται πέρα από την μειοψηφία στις προμνησθείσες αποφάσεις και η θεωρία. Βλ. Πρεβεδούρου, Ibid, σ. 321.
[26] Για το ζήτημα της μεταβατικής επιβιώσεως αντισυνταγματικής διατάξεως από το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, βλ. τις αποφάσεις ΔΕΚ, 19/11/2009, C-314/08, Filipiak, ΔΕΕ, 8/9/2010, C-409/06, Winner Wetten, και την ΔΕΕ, 28/2/2012, C-41/11, Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne, η οποία μετρίασε κάπως την προγενέστερη νομολογία. Για το ζήτημα αυτό, βλ. αναλυτικότερα Γιαννακόπουλο Κ., Η Επίδραση του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Δικαστικό Έλεγχο της Συνταγματικότητας των Νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, αρ. 335 επ.
[27] Κουβαράς, «Σχόλιο στην ΣτΕ Ολ. 4741/2014», ό.π.
[28] Κατά τούτο διαφέρει η άποψη αυτή από την περίπτωση της πανδημίας που θα αναλυθεί στην τελευταία ενότητα.
[29] Μπουκουβάλα, ό.π., σελ. 39.
[30] Βλ. την πρόσφατη Ολ.ΣτΕ 146/2025: «το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να προβεί σε στάθμιση α) του δημοσίου συμφέροντος, που θα επέβαλλε, κατ’ αρχήν, την ανάκληση των εκδοθεισών οικοδομικών αδειών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει εύλογος χρόνος από την έκδοσή τους, κατά το μέρος που υλοποιούν αυξημένη δόμηση και ύψος κτηρίων κατόπιν χρήσης των κινήτρων του ΝΟΚ, με σκοπό την αποκατάσταση της πληγείσης πολεοδομικής νομιμότητας και του οικιστικού περιβάλλοντος, και β) των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της εμπιστοσύνης των διοικουμένων που οικοδόμησαν, εμπιστευθέντες το νομοθετικό καθεστώς και τα θεσπισθέντα κίνητρα του ν. 4067/2012, και που απέκτησαν καλοπίστως εμπράγματα δικαιώματα επί των εν λόγω ακινήτων».
[31] Ολ.ΣτΕ 1880/2019, μεταξύ άλλων.
[32] Ολ.Στε 1880/2019 ενδεικτικώς.
[33] Μάνεσης Αρ., «Ζητήματα εκ του ανισχύρου των αντισυνταγματικών νόμων», στο Μάνεση Αρ., Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, 1954-1979, τομ. Ι, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1980, σ. 289.
[34] Μάνεσης, Idem. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σ. 86, Μαυριάς Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, 5η έκδοση, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2016, σ. 155, Σκουρής Β., Βενιζέλος Ευ., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1985, σ. 9-11.
[35] Βλ. Kelsen H., Pure Theory of Law, μτφρ. M. Knight, University of California Press, California 1967, σ. 272, παρά τις αρχικές του ενστάσεις για τις οποίες βλ. ενδεικτικώς Kelsen H., General Theory of Law & State, Routledge, 2017, σ. 156.
[36] Marbury v. Madison, 5 U.S. 137 (1803).
[37] ΑΠ 23/1897. Είχαν προηγηθεί σχετικές αναφορές σε obiter dicta (ΑΠ 18/1971 και ΑΠ 127/1885), καθώς και η Πρ.Αθ. 6664/1892 που όμως ανετράπη με την ΕφΑθ. 924/1892. Για τη σταδιακή καθιέρωση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, βλ. Καϊδατζή Α., Ο δικαστικός έλεγχος των νόμων στην Ελλάδα (1844-1935), Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2016.
[38] Βλ. την απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 1925 του γερμανικού Reichsgericht, αποσπάσματα της οποίας παρατίθενται μεταφρασμένα στα αγγλικά στο Blachly F. F., Oatman Miriam E., «Judicial Review of Legislative Acts in Germany», The American Political Science Review, τομ. 21, τευχ. 1 (2/1927), σ. 113 επ. (117).
[39] Kelsen, Pure Theory of Law, ό.π., σ. 273. Αρ. Μάνεσης, «Ζητήματα εκ του ανισχύρου των αντισυνταγματικών νόμων», ό.π., σ. 295 επ.
[40] Επισημαίνεται ότι υπάρχουν διατάξεις του Συντάγματος των οποίων η αποτελεσματική εφαρμογή δεν προϋποθέτει τον δικαστικό έλεγχο. Εξ άλλου, και τα δικαστήρια προκειμένου να απορρίψουν αιτιάσεις κατά νόμου, πρέπει να διακριβώσουν ότι πρόκειται πράγματι περί πράξεως του νομοθέτη.
[41] Βλ. το άρθρο 120 του ολλανδικού Συντάγματος.
[42] Τσιγαρίδας Β., «Διοικητικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων. Σχόλιο με αφορμή τις αποφάσεις ΣτΕ 293/2024 και ΣτΕ 662/2024», nomarchia.gr, 7.2.2025 (πρόσβαση: 10/2/2025).
[43] Βλ. και το άρθρο 143 του Συντάγματος του 1827.
[44] Για το ζήτημα αυτό, βλ. Γεραπετρίτη Γ., Σύνταγμα και Βουλή: Αυτονομία και ανέλεγκτο των εσωτερικών του σώματος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 146 επ.
[45] Τσιρωνάς Αθ., «Άρθρο 93», στο Βλαχόπουλου Σπ., Κοντιάδη Ξ., Τασόπουλου Γ., Σύνταγμα: Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, ηλεκτρονική έκδοση 2024, παρ. 216.
[46] Βλ. Λαζαράτο Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2018, σ. 854, ο οποίος επισημαίνει ότι οι διατάξεις αυτές καταλαμβάνουν τόσο τις ατομικές όσο και τις κανονιστικές πράξεις.
[47] Πρβλ. Λαζαράτο, Idem, ο οποίος επισημαίνει ότι κατά «την εφαρμογή των διατάξεων, ο Έλληνας δικαστής θα πρέπει να λάβει υπόψη του την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου και να μην τις χρησιμοποιήσει όταν η εθνική διάταξη παραβιάζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Βλ. επίσης Γιαννακόπουλο, ό.π., αρ. 335 επ.
[48] Βλ. Γώγο, «Ο κατά χρόνον περιορισμός…», ΘΠΔΔ, 8-9/2015, σ. 726, 730.
[49] Ολ.ΣτΕ 1684/2022.
[50] Πρβλ. Μυλωνόπουλο Χρ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, τομ. Ι, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σ. 662 επ., ο οποίος αναφέρεται στο ζήτημα της αμφιταλαντευόμενης νομολογίας ως προς τη σημασία ποινικής διατάξεως. Τα αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο στην εδώ αναλυόμενη περίπτωση.
[51] Από την εκτενέστατη βιβλιογραφία για το δίκαιο της ανάγκης βλ. ενδεικτικώς την πρόσφατη μελέτη του Ζώη Γ., Δίκαιο της Ανάγκης, κατάσταση πολιορκίας και έκτακτη νομοθετική διαδικασία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2024, καθώς και την κλασσική μελέτη του Μεταξά Α.-Ι., Το Δίκαιο της Ανάγκης και η Διάστασις της Νομολογίας Συμβουλίου Επικρατείας και Αρείου Πάγου, Εκδόσεις Ευρασία, 2017 (ανατύπωση με συμβολές Κ. Μενουδάκου, Σπ. Βλαχόπουλου, Χ. Ανθόπουλου, Α.-Ι. Μεταξά). Βλ. επίσης Yannakopoulos C., « L’état d’exception, nouveau régime de droit commun des droits et libertés ? Du terrorisme à l’urgence sanitaire », Annuaire international de justice constitutionnelle, vol. XXXVI-2020, 2021, p. 415-457.
[52] Reference re Manitoba Language Rights [1985] 1 S.C.R. 721, για την οποία καθώς για την μετέπειτα νομολογιακή εξέλιξη στον Καναδά για το ζήτημα του περιορισμού των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας βλ. Smith L., «Canada: The Rise of Judgements with Suspended Effect» στο Steiner, Comparing the Prospective Effect…, ό.π., σ. 247 επ. και δη 254 επ. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερης διαδικασίας που προβλέπει το καναδικό δίκαιο και παρέχει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να θέτει ερωτήματα στο Ανώτατο Δικαστήριο.
[53] Σε συνέχεια της Official Language Act, 1890 που καθιέρωσε την αγγλική ως μόνη επίσημη γλώσσα. Η διάταξη αυτή κρίθηκε σε τρεις υποθέσεις (1892, 1909 και 1979) αντισυνταγματική, αλλά οι νόμοι συνέχισαν να συντάσσονται μόνο στην αγγλική.
[54] Όπως εύστοχα επισημαίνεται στην απόφαση, το ζήτημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το Δικαστήριο διέφερε από αυτό που ανέκυψε στην Κύπρο στην απόφαση Attorney General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) CLR 195. Ενώ το ζήτημα που τέθηκε στην Κύπρο αφορούσε την συνταγματικότητα νόμου που αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση της ήδη δημιουργηθείσης κατάστασης ανάγκης, εν προκειμένω εξετάζεται κατά πόσον μπορεί το Δικαστήριο να θεωρήσει προσωρινώς ισχυρούς τους αντισυνταγματικούς νόμους προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία κατάστασης ανάγκης.
[55] Bingham v. Miller, 17 Ohio 445 (1848) 448-49, όπως παρατίθεται από τον Kay, «Retroactivity and Prospectivity of Judgements in American Law», ό.π., σ. 212. Αξίζει να παρατεθεί ένα απόσπασμα από την απόφαση αυτήν: «to declare all the consequences resulting from [legislative divorces] void, is pregnant with fearful consequences. If it affected only the rights of property, we should not hesitate; but second marriages have been contracted, and children born, and it would bastardize all these, although born under the sanction of apparent wedlock, authorized by an act of the legislature before they were born […]. On the account of these children, and for them only, we hesitate […]. [W]e are constrained to content ourselves with simply declaring that the exercise of the power of granting divorces, on the part of the legislature, is unwarranted and unconstitutional […]. We trust we have said enough to vindicate the constitution, and feel confindent that no department of state has any disposition to violate it, and that the evil will cease».
[56] Σε πλήρη, δηλαδή, αντίθεση με την πρακτική του Συμβουλίου της Επικρατείας να μην εφαρμόζει τον αντισυνταγματικό νόμο στην ενώπιόν του κρινόμενη υπόθεση και σε όσες άλλες έχουν ασκηθεί τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα και να «περιορίζει» τα αποτελέσματα της αντισυνταγματικότητας για όσους δεν έχουν προσφύγει μέχρι την δημοσίευση της αποφάσεώς του.
[57] Πρβλ. Κουβαρά, «Σχόλιο στην ΣτΕ Ολ. 4741/2014», ό.π.
Ο Κωνσταντίνος Λάγγας είναι υποψήφιος Διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (Brasenose College) και δικηγόρος Αθηνών. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (2016-2021) και κάτοχος μεταπτυχιακών διπλωμάτων δημοσίου δικαίου της ίδιας Σχολής (Π.Μ.Σ. Δημοσίου Δικαίου, 2021-2022) και του Πανεπιστημίου Paris Panthéon-Assas (Droit public approfondi, 2022-2023). Είναι υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση, του Ιδρύματος Παιδείας και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και του Ιδρύματος Λεβέντη, ενώ για τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Παρίσι είχε λάβει υποτροφία από το Ίδρυμα Βουδούρη. Στη διδακτορική του διατριβή μελετά τις έννοιες της κυριαρχίας και τον αντίκτυπό τους στα συντάγματα. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εντάσσονται το συνταγματικό δίκαιο, η συνταγματική θεωρία και ιστορία, καθώς και το διοικητικό και ενωσιακό δίκαιο.