Η επικουρική ασφάλιση γήρατος σε αναζήτηση ρόλου

Η ύπαρξη της επικουρικής ασφάλισης δικαιολογείται διαχρονικά από την ανεπάρκεια και την ανάγκη συμπλήρωσης της κύριας. Επικουρικά στην ανάπτυξη του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, διάφοροι επαγγελματικοί φορείς και επιμέρους κλάδοι άρχισαν να θεσπίζουν επικουρικές συνταξιοδοτικές παροχές ήδη από τη δεκαετία του 1930, και μέχρι το 1983, όταν η παροχή επικουρικής σύνταξης είχε επεκταθεί στην πλειονότητα των εργαζομένων, αν και με διαφορετικό βαθμό γενναιοδωρίας και άνισες αξιώσεις βιωσιμότητας. Εντός του 1ου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης, κύρια και επικουρική ασφάλιση γήρατος ανέπτυξαν σχεδόν όμοια χαρακτηριστικά (δημόσιος και υποχρεωτικός χαρακτήρας, διανεμητικό σύστημα χρηματοδότησης και καθορισμένων παροχών υπολογισμός συντάξεων), με βασικό στοιχείο διαφοροποίησης την έλλειψη τακτικής κρατικής χρηματοδότησης[1].

Η κρίση του 2010 βρίσκει τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης στην Ελλάδα σε αναζήτηση ρόλου, αν όχι σε υπαρξιακή κρίση. Το αποτέλεσμα είναι ο σχεδιασμός πολιτικών που χαρακτηρίζονται από πειραματισμό και επιλογών που συνιστούν «αλλαγή παραδείγματος» σε σχέση με τη διαχρονική εξέλιξη του κλάδου. Ο νόμος 4052/12 με τη δημιουργία του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (εφεξής ΕΤΕΑ) προβλέπει την υπερ-ενοποίηση ενός κλάδου που βασίζεται στην κλαδική διαφοροποίηση και ταυτόχρονα ιδρύει μία νέα, υβριδική μορφή ταμείων υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης[2]. Η ενοποίηση του 2012  έχει νόημα ως προσπάθεια δημοσιονομικού ελέγχου μέσω του νέου τρόπου υπολογισμού και της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος[3], αλλά έρχεται σε αντίθεση με τον ρόλο επαγγελματικής αλληλεγγύης στην οποία έχει βασιστεί ιστορικά. Ο θεσμός φαίνεται να βρίσκεται σε υπαρξιακή αναζήτηση ρόλου. Με την ίδια μεταρρύθμιση δίνεται η δυνατότητα μετατροπής επικουρικών ταμείων σε Υποχρεωτικά Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο την επικουρική με τον 2ο πυλώνα ιδιωτικής προαιρετικής ασφάλισης[4]. Η μακροπρόθεσμη μείωση των επικουρικών συντάξεων για τους νεότερους εργαζόμενους οδήγησε το 2015 σε πρόταση συγχώνευσης των επικουρικών συντάξεων με τις κύριες συντάξεις[5]. Η επιστημονική έκθεση του 2020 που συνόδευε τη μεταρρύθμιση του ν. 4670 έκρινε ότι οι κύριες συντάξεις είναι επαρκείς ενισχύοντας εμμέσως τον προβληματισμό για τον ρόλο και την αναγκαιότητα της επικουρικής ασφάλισης γήρατος.

Η θεσμική αλλαγή της ίδρυσης του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (εφεξής ΤΕΚΑ), υπό τον τίτλο «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά», εντάσσεται στη διαρκή μεταρρύθμιση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας και τη δημιουργία υβριδικών μορφών προστασίας που δυσκολεύουν την κατηγοριοποίησή τους. Στο παρόν κείμενο, θα περιοριστούμε στο ζήτημα της ανταπόδοσης των νέων επικουρικών συντάξεων και θα αναφερθούμε σε επιμέρους προβληματικές διαστάσεις της ανταποδοτικής λειτουργίας στο νέο ΤΕΚΑ.

Η θεσμοθέτηση της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης

Σύμφωνα με τον ν. 4826/2021, ιδρύεται το ΤΕΚΑ με τη μορφή νπδδ. Στην ασφάλισή του υπάγονται υποχρεωτικά οι νέοι ασφαλισμένοι από 01.01.2022 και οι γεννηθέντες μετά την 1.1.2004. Κατά το διάστημα από 1.1.2023 έως 31.12.2024, εφόσον ένα άτομο έχει γεννηθεί μετά από 1.1.1987 και ασφαλίζεται στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, μπορεί να επιλέξει να υπαχθεί στο ΤΕΚΑ. Το ΤΕΚΑ εισπράττει τις εισφορές επικουρικής ασφάλισης γήρατος, με σκοπό να τις κατανέμει στους ατομικούς λογαριασμούς ασφαλισμένων, των οποίων τα συνταξιοδοτικά κεφάλαια θα διαχειρίζονται επενδυτικά πιστοποιημένοι πάροχοι του ιδιωτικού τομέα.

Το ΤΕΚΑ οργανώνει την υποχρεωτική εξατομικευμένη ασφάλιση συνταξιοδοτικής περιουσίας, παρέχοντας στους ασφαλισμένους που σταδιακά εντάσσονται σε αυτό μια δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφορετικών επενδυτικών προϊόντων, και διαχειρίζεται τα επιμέρους συνταξιοδοτικά προγράμματα ως διαμεσολαβητής υποχρεωτικών συνταξιοδοτικών επενδύσεων. Τα επενδυτικά προϊόντα διαφοροποιούνται ανάλογα με τον επενδυτικό κίνδυνο που εμπεριέχουν (χαμηλό, μεσαίο, υψηλό) και ο ασφαλισμένος καλείται να αναπτύξει επενδυτική στρατηγική εντός του πλαισίου επενδυτικής ελευθερίας. Με τη θέσπιση του ΤΕΚΑ, η κυβέρνηση έθεσε ως βασικούς στόχους εισαγωγής του νέου κεφαλαιοποιητικού ταμείου την αντιμετώπιση τεσσάρων μείζονος σημασίας ζητημάτων[6]:

την υπερβολική έκθεση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στον δημογραφικό κίνδυνο, δηλαδή στο ότι λόγω της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού ολοένα και μικρότερος αριθμός εργαζομένων καλείται να πληρώσει για τις συντάξεις ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού συνταξιούχων

– την εξασφάλιση υψηλότερων επικουρικών συντάξεων για τη νέα γενιά σε σύγκριση με το σημερινό σύστημα

– τη συνδρομή του ασφαλιστικού μας συστήματος στην αναπτυξιακή διαδικασία της χώρας, καθώς σημαντικό μέρος των εισφορών θα επενδύονται στην ελληνική οικονομία

– την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, καθώς με τη δημιουργία ατομικών λογαριασμών και κουλτούρας διαφάνειας μειώνονται τα κίνητρα από πλευράς εργαζομένου για αδήλωτη εργασία.

Η μεταρρύθμιση της χρηματοδότησης των συντάξεων του 2022 μοιάζει πολύ με το σχέδιο ιδιωτικοποίησης των συντάξεων που προωθείται από την Παγκόσμια Τράπεζα[7] και εφαρμόζεται σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Σύμφωνα με αυτό, ένα μέρος των υφιστάμενων εισφορών διοχετεύεται διανεμητικά σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία, δημιουργώντας μόνιμα ελλείμματα στα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα και υπονομεύοντας τη χρηματοδότηση των υφιστάμενων συντάξεων[8]. Ο ν. 4826/2021, ωστόσο, χαρακτηρίζεται από µία σημαντική αλλαγή. Αναγνωρίζοντας τις χαµηλές επιδόσεις των ανταγωνιστικών ιδιωτικών συνταξιοδοτικών παροχών στην Ανατολική Ευρώπη και εµπνεόµενος από τις επιδόσεις των κυβερνητικών συστηµάτων σε πολλές χώρες µέλη του ΟΟΣΑ, αναθέτει τη διαχείριση των συνταξιοδοτικών αποταµιεύσεων σε δημόσιο νομικό πρόσωπο[9], το οποίο εξαιρείται από κάθε διάταξη που εφαρµόζεται σε νοµικά πρόσωπα που έχουν ενταχθεί στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης της ΕΛΣΤΑΤ (αρ. 38 παρ 2 ν. 4826/2021)[10].

Το νέο Ταμείο κατηγοριοποιείται ως «οριακή περίπτωση», σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών για το κατά πόσον ανήκει στη γενική κυβέρνηση, επειδή ορίζεται ότι «ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών, που έχει θεσπισθεί από μονάδα της γενικής κυβέρνησης, δεν αντιμετωπίζεται ως σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον δεν υπάρχει εγγύηση από τη γενική κυβέρνηση ως προς το επίπεδο των οφειλόμενων συντάξεων και το επίπεδο των συντάξεων είναι αβέβαιο, δεδομένου ότι εξαρτάται από την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων. Κατά συνέπεια, η μονάδα που αναγνωρίζεται ως έχουσα τη διαχείριση του συστήματος […] θεωρείται χρηματοοικονομική εταιρεία και ταξινομείται στον υποτομέα των ασφαλιστικών εταιρειών και συνταξιοδοτικών ταμείων»[11].

Η έννοια της ανταπόδοσης στη διανεμητική επικουρική ασφάλιση

Κατά την πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, η αρχή της ανταπόδοσης δεν αναγνωρίζεται ως αρχή με συνταγματική κατοχύρωση[12]. Πρόσφατα, όμως, η αρχή της ανταπόδοσης αναγνωρίσθηκε ως αρχή της κοινωνικής ασφάλισης[13], ενώ συμπεριλαμβάνεται ισότιμα με την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης στις γενικές αρχές του ελληνικού κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος (αρ. 1Α στο ν. 4387/2016, όπως προστέθηκε με το αρ. 20 του ν. 4670/2020).

Η έννοια της ανταπόδοσης (πολύ συχνά ο όρος χρησιμοποιείται εναλλακτικά με αυτόν της αναλογικότητας ή της σύνδεσης εισφορών και παροχών) εξαρτάται από τον στόχο προστασίας. Παραδοσιακά, η επικουρική ασφάλιση γήρατος στην Ελλάδα σχεδιάζεται ώστε να υλοποιήσει μία κλαδικού εύρους αλληλεγγύη, στην οποία η ανταπόδοση είναι αναβαθμισμένη σε σύγκριση με άλλους κινδύνους (πχ. υγεία, αναπηρία, εργατικό ατύχημα, ανεργία) και σε σύγκριση με τον κλάδο κύριας ασφάλισης γήρατος. Στοιχεία που συνθέτουν την έννοια της ανταπόδοσης είναι (i) η χρηματοδότηση από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και όχι από τη φορολογία, (ii) η σύνδεση του ύψους των παροχών με το ύψος των συντάξιμων αποδοχών και τον χρόνο ασφάλισης και (iii) η δυνατότητα απόκλισης από την άμεση σύνδεση εισφορών/παροχών με κατώτατα ή ανώτατα όρια παροχής.

(i) Βασική αρχή της επικουρικής ασφάλισης γήρατος, σε αντίθεση με την κύρια ασφάλιση, είναι η διμερής χρηματοδότηση (εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών) και η απαγόρευση τακτικής κρατικής εισφοράς. Η τακτική κρατική εισφορά που καθιερώνεται από τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας 102 ενισχύει τον «κοινωνικό» ρόλο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης αλλά περιορίζεται στην κύρια ασφάλιση γήρατος, ενώ η κρατική εγγύηση για τις επικουρικές συντάξεις εντάσσεται στον «εγγυητικό» ρόλο του κράτους να καταβάλλει συντάξεις σε περίπτωση ελλείμματος εσόδων από εισφορές[14]. Η έννοια της αμιγώς ανταποδοτικής παροχής για τις εφάπαξ παροχές υιοθετείται με βασικό κριτήριο την πηγή χρηματοδότησης[15]. Η κάλυψη των κινδύνων «αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από τις καταβαλλόμενες εισφορές» αναδεικνύεται σε καθοριστικό κριτήριο της ανταποδοτικότητας στα διανεμητικά συστήματα[16]. Επομένως, βασικό χαρακτηριστικό της ανταπόδοσης είναι ότι φαίνεται να ενισχύεται, όσο εκλείπει η κρατική εισφορά.

(ii) Η αναλογικότητα σε συστήματα καθορισμένων παροχών εκφράζεται ως σχετική αναλογία συντάξιμων μισθών και χρόνου ασφάλισης[17]. Αναπτύσσεται ως σεβασμός σε μια αναλογία μεταξύ εισφορών και παροχών, η οποία ελέγχεται ως προς τα όριά της[18]. Ανάλογα με τη χαλαρή ή στενή σύνδεση εισφορών και παροχών, η συνεισφορά του εργαζόμενου ατόμου αποτιμάται με διακριτή αναφορά στις συντάξιμες αποδοχές (άλλοτε έχουμε μοντέλα τελευταίου μισθού και άλλοτε υπολογίζεται ολόκληρος ο εργάσιμος βίος) και τον χρόνο ασφάλισης. Ο χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη στα διανεμητικά συστήματα ως κρίσιμο στοιχείο για την αναλογικότητα, επειδή αποδεχόμαστε, αφενός, ότι η συνεισφορά του εργαζόμενου δεν είναι μόνο η εισφοροδοτική προσπάθεια αλλά η ίδια η εργασία και, αφετέρου, ότι το μέτρο της συνεισφοράς από την εργασία δεν κρίνεται αποκλειστικά από τις συντάξιμες αποδοχές.

Ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης και ο καθορισμός των συντάξιμων αποδοχών επαφίεται στην κρίση του νομοθέτη. Η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης επιτρέπει ανάλογα με το ασφαλιστικό προφίλ κάθε μέλους της κοινωνικό-ασφαλιστικής κοινότητας να υπάρχουν εισφορές που υπο-ανταποδίδουν και εισφορές που υπερ-ανταποδίδουν, ώστε να εξασφαλίζεται ο στόχος κοινωνικής αναδιανομής. Η μεταβολή του τρόπου υπολογισμού ή η μείωση της σύνταξης μπορεί να γίνει κατά τρόπο που να προκύπτει μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση των ασφαλισμένων που κατέβαλαν περισσότερες εισφορές, διότι δικαιολογείται από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος: αποσκοπεί στην εξασφάλιση πόρων, που κρίνονται από το νομοθέτη αναγκαίοι για την εκπλήρωση των σκοπών του ασφαλιστικού φορέα[19]. Η χαλαρή σύνδεση εισφορών-παροχών συνδέεται με τη διατήρηση ενός κεκτημένου επιπέδου ζωής που υλοποιείται κυρίως από το διανεμητικό μοντέλο οικονομικής λειτουργίας[20].

Η «αναλογία» ή «σύνδεση» εισφορών και παροχών συμβιβάζει την εργασιακή προσφορά του ασφαλισμένου με την κοινωνική λειτουργία της κοινωνικής ασφάλισης, την αναπλήρωση χαμένου εισοδήματος με την εξασφάλιση επαρκών παροχών. Χαρακτηριστικά, στο τ.ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ το ποσό της πλήρους μηνιαίας σύνταξης, που χορηγείτο από τους φορείς επικουρικής ασφάλισης για χρόνο ασφάλισης 35 ετών, οριζόταν σε 20% των συντάξιμων αποδοχών, ενώ για τον μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών εργασίας χρόνο ασφάλισης, το πιο πάνω ποσοστό μειωνόταν ή αυξανόταν κατά 1/35 για κάθε λιγότερο ή επιπλέον έτος.

Στο πλαίσιο της δημοσιονομικής κρίσης, η επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑ (και από το 2017 ΕΤΕΑΕΠ) αποτελεί τον κλάδο ασφάλισης που σχεδιάζεται να είναι ακόμα περισσότερο ανταποδοτικός. Η επικουρική σύνταξη αλλάζει χαρακτήρα και τρόπο υπολογισμού (αρ. 42 παρ. 5 ν. 4052/2012). Το ΕΤΕΑΕΠ λειτουργεί για όσους ασφαλίζονται για πρώτη φορά από 1.1.2014 με βάση το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση. Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται για κάθε ασφαλισμένο των κατηγοριών αυτών, ανά κλάδο, τηρούνται σε ατομικές μερίδες (αρ. 39, ν. 4052/2012, αρ. 44 ν. 4670/2020, όπως αντικατέστησε το αρ. 96 του ν. 4387/2016)[21]. Το ποσό της σύνταξης εξαρτάται από το ύψος των εισφορών του ασφαλισμένου, τα δημογραφικά δεδομένα κατά το χρόνο συνταξιοδότησης, το πλασματικό ποσό επιστροφής που θα εφαρμόζεται στις συνολικές εισφορές, την επιλογή του ασφαλισμένου να μεταβιβάσει ή όχι τη σύνταξή του στα δικαιοδόχα μέλη και ενός συντελεστή βιωσιμότητας βάσει του οποίου αναπροσαρμόζονται κατ’ έτος οι συντάξεις[22].

Στο μοντέλο νοητής κεφαλαιοποίησης καθορισμένων εισφορών, οι συντάξεις υπολογίζονται σαν να κεφαλαιοποιούνταν υιοθετώντας την ατομική ανταπόδοση, αλλά χρηματοδοτούνται διανεμητικά ακολουθώντας τις αρχές συλλογικής ανταπόδοσης. Σε περίπτωση σύγκρουσης, όταν δηλαδή τα συλλογικά κεφάλαια δεν αρκούν για τη χρηματοδότηση των παροχών που βασίζονται σε πλασματικούς ατομικούς λογαριασμούς, η οικονομική βιωσιμότητα διαφυλάσσεται μέσω της κρατικής εγγύησης. Η εισαγωγή ρήτρας μηδενικού ελλείμματος του ΕΤΕΑ (αρ. 42 παρ. 2 ν. 4052/2012) και μετέπειτα μηχανισμού εξισορρόπησης των ελλειμμάτων του ΕΤΕΑΕΠ (άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016), αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, επειδή παραγνωρίζει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της επικουρικής ασφαλίσεως και την υποχρέωση του Κράτους να συμβάλλει στη χρηματοδότηση των ταμείων επικουρικής ασφαλίσεως προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους[23]. Σύμφωνα με το αρ. 1 παρ. 2 του ν. 4387/2016, το κράτος έχει «υποχρέωση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας και για την απονομή των σχετικών παροχών σε όλους όσους πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις». Το Κράτος έχει εγγυητική ευθύνη και σε σχέση με την επικουρική ασφάλιση, υπό την έννοια ότι, εάν δεν καταστεί δυνατόν να καλυφθούν ελλείμματα, που ενδεχομένως θα δημιουργηθούν στο μέλλον στον κλάδο επικουρικής ασφαλίσεως του ΕΤΕΑΕΠ, με την εξάντληση αυτών των δυνατοτήτων, το Κράτος πρέπει να τα καλύψει, εφόσον η επικουρική ασφάλιση προβλέπεται ως υποχρεωτική και όχι ως προαιρετική[24].

(iii) Ενόψει του κοινωνικού σκοπού της κοινωνικής ασφάλισης, η νομολογία δέχεται ότι δεν κατοχυρώνεται η «ευθεία αναλογία», επιτρέπεται η θέσπιση ανώτατου ορίου, απονέμονται συντάξεις εργατικού ατυχήματος και, τέλος, προβλέπεται η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος[25]. Ακόμα και σε εξαιρετικά δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες, η μείωση των συντάξεων δεν δύναται να γίνει παρά μόνο με σεβασμό των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, ώστε να διατηρείται η «στοιχειώδης αντιστοιχία» της καταβαλλομένης συνταξιοδοτικής παροχής με τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ασφαλισμένου «και δή ειδικώς προκειμένου περί της επικουρικής ασφαλίσεως, οι καταβαλλόμενες ασφαλιστικές παροχές να μην τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τις καταβληθείσες από τους ενδιαφερομένους, εν όσω ήσαν στην ενέργεια, εισφορές»[26].

Η διαχρονική ύπαρξη κατώτατων και ανώτατων ορίων επικουρικών παροχών που αποκλίνουν από μία αυστηρή εκδοχή της ανταπόδοσης υπαγορεύεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος, που ανάγονται στην εξασφάλιση επαρκών παροχών και τη διατήρηση του ασφαλιστικού ταμείου προς όφελος του συνόλου των ασφαλισμένων του[27]. Η μετάβαση σε διαφορετικά συστήματα ανταπόδοσης επηρεάζει τη λειτουργία του πλαφόν επικουρικών συντάξεων στον βαθμό που επαναδιαπραγματεύεται την ισορροπία μεταξύ ατομικής και συλλογικής ευθύνης.

Στο ΕΤΕΑΕΠ που σχεδιάζεται ως μοντέλο καθορισμένων εισφορών κατά τον υπολογισμό των παροχών, προβλέφθηκε εκ των υστέρων ανώτατο πλαφόν επικουρικής σύνταξης για το τμήμα της παροχής που υπολογίζεται με αναφορά στους κανόνες της νοητής κεφαλαιοποίησης, «εφόσον μέρος του χρόνου ασφάλισης διανύθηκε ή ανάγεται έως και το 2014» (αρ. 22 παρ. 1 ν. 4997/2022). Σε συνέχεια της επιβολής ανώτατου ορίου στην κύρια σύνταξη (αρ. 120 ν. 4623/2019), το πλαφόν στην επικουρική σύνταξη μεταβάλλεται καθώς συναρτάται με τις αλλαγές στην εθνική σύνταξη (Εγκ. ΕΦΚΑ 25/2023). Το ανώτατο όριο της επικουρικής σύνταξης του ΕΤΕΑΕΠ ορίζεται στα 1.534,21 €, για την αποφυγή της πρόκλησης πολύ υψηλών συντάξεων[28], χωρίς να επικαλείται ο νομοθέτης λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, όπως η διαφύλαξη της οικονομικής βιωσιμότητας του φορέα και η δυνατότητα χρηματοδότησης επαρκών συντάξεων.

Η ανταπόδοση στο ΤΕΚΑ

Ζήτημα τίθεται κατά πόσον είναι συμβατή η έννοια της ανταπόδοσης με τον τρόπο καθορισμού του ύψους της σύνταξης που οργανώνεται στο ΤΕΚΑ. Εξετάζοντας την προστατευτική λειτουργία του νέου κεφαλαιοποιητικού ταμείου, παρατηρούμε ότι συνεχίζεται η τάση ενίσχυσης της ανταποδοτικότητας των παροχών, αλλά η στενή ανταπόδοση που υλοποιείται με το ν. 4826/2021 δεν καλύπτεται από την έννοια της αναλογικότητας, όπως έχει μέχρι σήμερα αποκρυσταλλωθεί.

Ιστορικά, η αρχή της ανταπόδοσης έχει αμυντική λειτουργία και το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει αυτόν τον περιουσιακό χαρακτήρα ως άκρο όριο προστασίας του δικαιώματος[29]. Όμως, η αρχή της ανταπόδοσης δεν χρησιμοποιείται πλέον αμυντικά έναντι των περιορισμών της σύνταξης των μεσαίων και ανώτερων παροχών. Αντίθετα, η ανταπόδοση στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα του ΤΕΚΑ αποκτά ρυθμιστική λειτουργία, δεν είναι πλέον όριο αλλά κεντρική αρχή. Μέχρι σήμερα, στο δημόσιο διανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα η αναλογικότητα των συντάξεων θυσιαζόταν για να περιοριστούν οι άνω του μέσου επιπέδου παροχές, όταν ο νομοθέτης έθετε ως προτεραιότητα την ανάγκη διαφύλαξης της οικονομικής βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού φορέα. Οι πολίτες επικαλούνταν την αναλογικότητα εισφορών-παροχών για να θέσουν ένα όριο στη δυνατότητα του νομοθέτη να περιορίζει τις συντάξεις στο πλαίσιο της περιστολής κοινωνικών δαπανών. Στον ανταποδοτικό υπολογισμό των συντάξεων του ΤΕΚΑ, η σύνδεση εισφορών-παροχών παράγει, όμως, το αντίθετο αποτέλεσμα. Η αυστηρή ανταπόδοση διασφαλίζει ότι τα ασφαλιζόμενα άτομα θα πάρουν (μόνο) ό,τι δώσουν και με αυτόν τον τρόπο δεν διακινδυνεύεται η δημοσιονομική ισορροπία. Κατά συνέπεια, από αυτή τη ρυθμιστική λειτουργία της ανταπόδοσης θίγονται οι συνταξιούχοι με τις χαμηλές παροχές και το ασφαλισμένο άτομο θα κληθεί πλέον να επικαλείται την αρχή της αλληλεγγύης για να εξασφαλίσει παροχές που δεν θα υπολείπονται από ένα όριο επάρκειας. Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής αναφέρει ότι η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήµατος υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, αµιγούς ανταποδοτικότητας, επιχειρείται το πρώτον στην ελληνική έννοµη τάξη και, εποµένως, δεν υφίσταται σχετική νοµολογία ως προς το εύρος της εγγύησης που οφείλει να παρέχει το Κράτος έναντι των ανωτέρω αναφερόµενων επενδυτικών κινδύνων[30].

Για τον λόγο αυτό, η έννοια της ανταπόδοσης που αναπτύχθηκε και έγινε αντικείμενο επεξεργασίας μέχρι και την περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είναι, κατά τη γνώμη μας, κατάλληλη για την αξιολόγηση της συμβατότητας του μοντέλου προστασίας στο νέο ταμείο με το Σύνταγμα. Τα ελληνικά δικαστήρια θα χρειαστεί να προσαρμόσουν το σκεπτικό τους στην ανακατανομή κινδύνων που συνεπάγεται το μοντέλο ασφάλισης του ΤΕΚΑ. Συγκεκριμένα, εντοπίζεται ότι (i) η ανταποδοτική σχέση δεν λαμβάνει υπόψη της τον χρόνο ασφάλισης και προσθέτει τον επενδυτικό κίνδυνο, (ii) προβλέπει αμφίβολης αποτελεσματικότητας ελάχιστες εγγυήσεις και δεν προβλέπει ανώτατα όρια παροχών και (iii) στηρίζεται καθοριστικά από τη φορολογία.

(i) Αρχικά, διαπιστώνεται ότι με τον νέο τρόπο υπολογισμού αφαιρείται ο χρόνος ασφάλισης ως κριτήριο ανταπόδοσης, ο οποίος μέχρι τώρα αποτέλεσε κομβικό κριτήριο της ανταποδοτικότητας, και προστίθεται η ατομική επενδυτική απόδοση ως παράγοντας που καθορίζει -πέρα από την εισφοροδοτική προσπάθεια- τη βάση υπολογισμού της παροχής.

Επιπλέον, σημείο ασυμβατότητας της αρχής της αναλογικότητας με τις αρχές λειτουργίας του ΤΕΚΑ είναι η προσθήκη του ατομικού επενδυτικού ρίσκου στην εισφοροδοτική προσπάθεια κάθε ασφαλισμένου. Η αρχή της αναλογικότητας, που έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο της διανεμητικής λειτουργίας του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, εμφανίζεται ως ισότητα όμοιων εργασιακών προφίλ και ισότητα εισφοροδοτικής προσπάθειας. Στο μεν ΕΤΕΑΕΠ η απόδοση είναι πλασματική και συλλογική[31], στο ΤΕΚΑ, αντίθετα, η πραγματική απόδοση του συνταξιοδοτικού κεφαλαίου διαφοροποιείται ανάλογα με την επενδυτική συμπεριφορά κάθε ασφαλισμένου ατόμου. Η κεφαλαιοποίηση εμφανίζεται ως «καθαρά οικονομική» μορφή ακραίας ατομικής ανταπόδοσης[32].

Στο ΤΕΚΑ δεν λαμβάνεται υπόψιν μόνο η εργασιακή επίδοση αλλά και η ατομική επενδυτική επίδοση. Δύο άτομα με όμοιο εργασιακό και ασφαλιστικό προφίλ (ίσος χρόνος ασφάλισης για ίσες συντάξιμες αποδοχές) θα έχουν διαφορετική σύνταξη ανάλογα με τις αποδόσεις των επενδύσεών τους, αποκλίνοντας από την αρχή του «ό,τι δώσεις, θα πάρεις». Κατά συνέπεια, δεν έχουμε απλά πιο στενή ανταπόδοση, αλλά διαφορετικό είδος ανταπόδοσης.

(ii) Στο πλαίσιο ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος οποιαδήποτε μορφή ενδογενεακής αλληλεγγύης εκλείπει[33], ενώ η σύνταξη παραπέμπει στην ξένη προς τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης έννοια των «αμιγώς ανταποδοτικών παροχών»[34]. Κατ’ εξαίρεση, το ΤΕΚΑ προβλέπει δύο μηχανισμούς εγγύησης: έναν που προβλέπει ελάχιστη βάση υπολογισμού συντάξεων αναπηρίας και επιζώντων και έναν που εγγυάται την «πραγματική αξία» των εισφορών σε περίπτωση αρνητικών αποδόσεων των επενδύσεων.

Αναφορικά με τις συντάξεις αναπηρίας και επιζώντων, η πρόβλεψη ενός ελάχιστου κεφαλαίου ως βάσης υπολογισμού για τις συντάξεις αναπηρίας (αρ. 54 παρ. 3 ν. 4826/2021) και επιζώντων (αρ. 55 παρ. 3 ν. 4826/2021) φαίνεται να είναι η μοναδική πρόβλεψη αναδιανομής εντός της ίδιας γενεάς. Για τη συνταξιοδοτική προστασία κινδύνων εκτός γήρατος, ο υπολογισμός της παροχής επικουρικής σύνταξης διαφοροποιείται, επειδή από τη φύση του κινδύνου ο ασφαλισμένος δεν έχει τη δυνατότητα να ολοκληρώσει ομαλά τον εργασιακό του βίο και εκ των πραγμάτων αδυνατεί να διαμορφώσει ένα ελάχιστο συνταξιοδοτικό κεφάλαιο.

Αναφορικά με τις συντάξεις γήρατος, επειδή διακινδυνεύονται τα συνταξιοδοτικά κεφάλαια των ασφαλισμένων-επενδυτών, παρέχεται ένα δίχτυ ασφαλείας στην περίπτωση αρνητικών αποδόσεων του συνταξιοδοτικού κεφαλαίου (αρ. 62 του ν. 4826/2021). Το ΤΕΚΑ εγγυάται την «πραγματική αξία» των εισφορών που προκύπτει ύστερα από την αναπροσαρμογή τους με βάση τη μεταβολή του ετήσιου Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ. H αξιοπιστία και το περιεχόμενο της εγγύησης θα αποτυπωθεί στο μέλλον εφόσον συγκεκριμενοποιηθεί[35].

Αναφορικά με το επίπεδο κρατικής εγγύησης, η ελάχιστη εγγύηση που αρμόζει σε αυτό το θεσμικό πλαίσιο απαιτεί μία δίκαιη εξισορρόπηση του συνολικού ρίσκου[36]. Η ρύθμιση σε ισχύ εγγυάται προστασία έναντι αρνητικών αποδόσεων αποδεχόμενη ότι σε μία περίοδο κρίσης τα άτομα θα λάβουν έναν ατομικό κουμπαρά με μηδενικές αποδόσεις[37]. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να επισημανθεί ότι οι χαμηλές αποδόσεις (και όχι οι αρνητικές) είναι ήδη εις βάρος των ασφαλισμένων-επενδυτών. Η προσαρμογή της κρατικής εγγύησης στο κεφαλαιοποιητικό περιβάλλον θα έπρεπε κατά τη γνώμη μας να ανεβάζει τον πήχη προστασίας, με την εγγύηση μίας minimum απόδοσης, η οποία πχ. θα μπορούσε να συνδέεται με την πλασματική απόδοση του ΕΤΕΑΕΠ ή άλλο δείκτη της οικονομίας. Η παραδοχή αυτή βασίζεται στη διαπίστωση ότι οι νέοι ασφαλισμένοι είναι, σε σύγκριση με τους ασφαλισμένους του ΕΤΕΑΕΠ, εκτεθειμένοι σε περισσότερους κινδύνους και φέρουν περισσότερα βάρη. Ως νέοι ασφαλισμένοι αναλαμβάνουν πλήρως τον δημογραφικό κίνδυνο (αρ. 52 παρ. 3 ν. 4826/2021), πρόκειται να επιβαρυνθούν με ένα επιπλέον απροσδιόριστο κόστος μετάβασης (αρ. 59 παρ. 1 ν. 4826/2021) και, τέλος, για πρώτη φορά βαρύνονται με τα διαχειριστικά κόστη του Ταμείου (αρ. 9, ν. 4826/2021).

(iii) Σε αντίθεση με τον ρόλο που επιφυλάσσεται στον κρατικό προϋπολογισμό για τις διανεμητικές επικουρικές συντάξεις του ΕΤΕΑΕΠ, η χρηματοδότηση από τη φορολογία είναι πανταχού παρούσα και κομβική για τη λειτουργία του ΤΕΚΑ. Λόγω της μετάβασης από τη διανεμητική στην κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση, προκύπτει ένα κόστος διπλής χρηματοδότησης για την παραγωγική γενιά των επόμενων δεκαετιών, γνωστό και ως κόστος «μετάβασης». Ενώ μέχρι το 2022 οι εισφορές χρηματοδοτούσαν διανεμητικά τις συντάξεις κάθε έτους, πλέον οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων κεφαλαιοποιούνται για το μέλλον και για πολλές δεκαετίες οι καταβαλλόμενες συντάξεις θα υποχρηματοδοτούνται. Κάθε χρόνο οι εργαζόμενοι του νέου ταμείου (ΤΕΚΑ) θα καλούνται να χρηματοδοτούν τις δικές τους συντάξεις με κεφαλαιοποίηση εισφορών αλλά και να καλύπτουν με τη φορολογία τους το αυξανόμενα έλλειμμα που δημιουργείται έτσι για τις συντάξεις του παλαιού ταμείου (ΕΤΕΑΕΠ). Μία δεκαετία μετά τη θέσπιση της δημοσιονομικής ουδετερότητας, η λειτουργία της ανταπόδοσης του ΤΕΚΑ προϋποθέτει υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις που μέχρι στιγμής δεν είναι απολύτως προϋπολογισμένες[38]. Δεδομένου ότι η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρεται στην ιστορική εμπειρία συστηματικής υποεκτίμησης του κόστους μετάβασης[39], προκαλεί αίσθηση το γεγονός ότι δεν λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος δημοσιονομικής εκτροπής.

Παράλληλα, το δικαίωμα προσδοκίας στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα προστατεύεται ως περιουσιακό (Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο ΕΣΔΑ) εντονότερα σε σχέση με τα διανεμητικά, ιδιαίτερα εάν ο ασφαλισμένος μπορεί να εκτιμήσει ανά πάσα στιγμή το ατομικό του συνταξιοδοτικό κεφάλαιο[40]. Από τη μία πλευρά, υποστηρίζεται ότι το δικαίωμα πριν θεμελιωθεί δεν είναι περιουσιακό και δεν υφίστανται περιουσιακά δικαιώματα στον ατομικό λογαριασμό και στις αποδόσεις του[41]. Από την άλλη, προβλέπεται το δικαίωμα επιστροφής των εισφορών σε περίπτωση μη θεμελίωσης δικαιώματος (αρ. 53 του ν. 4826/2021). Η έννοια του δημόσιου βάρους που χρηματοδοτεί μία δημόσια υπηρεσία για τον σκοπό της κοινωνικής αλληλεγγύης υποχωρεί αισθητά, αν δεν εκλείπει.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι υλοποιείται μία λειτουργική διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης, μεταξύ αναδιανεμητικού φόρου και ανταποδοτικής εισφοράς. Μόνο που η φορολογία θα κληθεί να χρηματοδοτήσει τις ήδη στενά ανταποδοτικές συντάξεις του ΕΤΕΑΕΠ και όχι κάποιον αναδιανεμητικό σκοπό. Το πρόβλημα εντείνεται αν αναλογιστούμε ότι το κόστος χρηματοδότησης θα βαρύνει διπλά τη «νέα γενιά».

Συμπερασματικό σχόλιο

Η επικουρική ασφάλιση γήρατος αποτέλεσε πεδίο συνεχών αλλαγών που θέτουν σε αμφισβήτηση τα χαρακτηριστικά της και τον ρόλο της σε σχέση με το μοντέλο προστασίας τόσο της κύριας ασφάλισης όσο και της συμπληρωματικής. Η ενίσχυση της ανταποδοτικότητας συντάξεων -από το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών του τ.ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ στη νοητή κεφαλαιοποίηση του ΕΤΕΑΕΠ και έπειτα στο πλήρως κεφαλαιοποιητικό ΤΕΚΑ- συνιστά μία διαδικασία μεταβίβασης εξουσίας από την κοινωνική ασφάλιση σε κατ’ επίφαση κυρίαρχα άτομα. Η νομοθετική πρωτοβουλία δημιουργίας του ΤΕΚΑ θέτει υπό δημόσια διαχείριση μία λειτουργία υποχρεωτικής ατομικής αποταμίευσης[42]. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα καθίσταται «εγγενές στοιχείο στην επικουρική ασφάλιση»[43]. Το ποσό της επικουρικής σύνταξης προσδιορίζεται καθοριστικά από ατομικές επιλογές εντός ενός περιβάλλοντος στο οποίο τα ασφαλισμένα άτομα εκτίθενται διαρκώς σε κινδύνους που είναι εξαιρετικά δυσχερές να προβλέψουν ή να αντιμετωπίσουν ατομικά. Η στενή ανταπόδοση που ρυθμίζεται από το νέο Ταμείο θα προκαλέσει τα ελληνικά δικαστήρια να επανεξετάσουν τα χαρακτηριστικά της έννοιας και τη συμβατότητά της με τις επιταγές του αρ. 22 παρ. 5 του Συντάγματος.

 

[1] Βασιλείου Χρ., «Το νέο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης: συνταγματική και δικαιοπολιτική θεώρηση», ΔτΚΑ, 4/2023, σ. 859-860.

[2] Μπάκαβου Μ., «Οι αλλαγές που επήλθαν στο χώρο της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης με τον Ν 4052/2012 – δημιουργία ΕΤΕΑ και εισαγωγή του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης», ΘΠΔΔ, 12/2015, σ. 1112.

[3] Η εγγύηση της ουδετερότητας της επικουρικής ασφάλισης αποτελεί δέσμευση του ν. 4046/2012 με τον οποίο το Ελληνικό Κράτος θεσπίζει την απεμπλοκή του κρατικού προϋπολογισμού από την κάλυψη ελλειμμάτων.

[4] Μπάκαβου, «Οι αλλαγές που επήλθαν στο χώρο της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης», ό.π., σ. 1102.

[5] Επιτροπή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την πρόταση ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος (ΥΑ 37564/Δ910327/21.8.2015).

[6] ΔΤ Υπουργού 07/04/2022: Η μεταρρύθμιση έρχεται, Διαθέσιμο στο https://ypergasias.gov.gr/p-tsakloglou-i-leitourgia-tou-teka-anoigei-nea-selida-stin-koinoniki-asfalisi/

[7] World Bank, Averting the old age crisis, 1994.

[8] ILO, Reversing Pension Privatizations: Rebuilding public pension systems in Eastern Europe and Latin America, International Labour Office, Geneva, 2018.

[9] Altiparmakov Ν., The 2022 Greek pension reform: The rebirth of carve-out privatization in Eastern Europe. International Social Security Review, 2023. https://doi.org/10.1111/issr.12317. σ. 58.

[10] Πρακτικά της 4ης Ειδικής Συνεδρίασης της Μείζονος Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 29ης Ιουνίου 2021, σ. 51: Η επίδραση της μεταρρύθμισης του ΤΕΚΑ στη µακροπρόθεσµη βιωσιµότητα του δηµοσίου χρέους συναρτάται άµεσα µε το ζήτηµα αυτό και, όπως προκύπτει από τη συνοδευτική ανάλυση βιωσιµότητας δηµοσίου χρέους που έχει καταρτισθεί από τον Ο∆∆ΗΧ διαφοροποιείται σηµαντικά, αναλόγως µε το εάν το ΤΕΚΑ ενταχθεί τελικά στους Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης ή όχι.

[11] Κανονισμός EΕ L 174 της 26.6.2013, για το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημείο 20.39, σ. 449.

[12] ΣτΕ 3002/2005, 7μελές, ΕΔΚΑ 2006,453, ΣτΕ 3003/2005 (7μελές), ΕΔΚΑ 2006,280, ΣτΕ 1478/2008, ΕΔΚΑ 2008.

[13] ΟλΣτΕ, 1891/2019.

[14] Στεργίου Α., Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 366-369.

[15] Αντωνόπουλου Ευθ., «Η διεύρυνση της έννοιας του ανταποδοτικού χαρακτήρα των ασφαλιστικών παροχών κατά την πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», ΔτΑ 2008, 229. Πετρόγλου Αθ., «Η ανταποδοτικότητα και η κοινωνική αλληλεγγύη στην κοινωνική ασφάλιση. Σκέψεις µε αφορµή τη νοµολογία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας µας για τη συνταγµατικότητα ή µη της επιβολής ανώτατου ορίου στα εφάπαξ και στις συντάξεις», ΘΠ∆∆ 6/2009, όπου περιγράφεται πώς η ελληνική νομολογία σχετικοποιεί σημαντικά το κριτήριο αυτό. Ο Στεργίου ισχυρίζεται ότι η έννοια της αμιγούς ανταπόδοσης ταιριάζει στις επικουρικές συντάξεις του ΤΕΚΑ.

[16] Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Π., «Οικονομική βιωσιμότητα και ανταποδοτικότητα ως συνταγματικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης. Ανάγκη νομολογιακής καθιέρωσής τους», ΘΠΔΔ. 2/2012, σ. 112-118.

[17] Ενδεικτικά, η ΟλΣτΕ 1880/2019 για το ανταποδοτικό τμήμα της κύριας σύνταξης θεώρησε ανεπαρκή έναν συντελεστή αναπλήρωσης κατώτερο του 50% για τις πλήρεις συντάξεις χωρίς να αναφέρονται κατάλληλα κριτήρια για τον καθορισμό αυτού του ορίου.

[18] Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, ό.π., σ. 360-365.

[19] ΣτΕ 4078/1996, ΕΔΚΑ 2000,752.

[20] Στεργίου Αγγ., Κοινωνικά δικαιώματα, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2023, σ. 156.

[21] Για τους ασφαλισμένους μέχρι την 31η.12.2013 το ποσό της επικουρικής σύνταξης αποτελείται από το άθροισμα δύο τμημάτων. Το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στον χρόνο ασφάλισης που έχει πραγματοποιηθεί έως και τις 31.12.2014 είναι καθορισμένων παροχών και υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης 0,45% επί των συντάξιμων αποδοχών.

[22] Μπάκαβου, «Οι αλλαγές που επήλθαν στο χώρο της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης», ό.π., σ. 1105.

[23] ΟλΣτΕ 1889/2019, Σκέψη 22.

[24] ΟλΣτΕ 2287/2015, Σκέψη 24.

[25] ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ, ΟλΣτΕ 2287/2015, Σκέψη 7.

[26] ΟλΣτΕ 2287/2015, Σκέψη 10.

[27] Τσαμπάση Αθ, «Η κατοχύρωση των χρηματικών παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως κατά το Σύνταγμα και το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», ΕΔΚΑ 2001,σ. 481. Το ποσό της κατά τα ανωτέρω χορηγούμενης σύνταξης λόγω αναπηρίας δεν μπορούσε να είναι κατώτερο της σύνταξης που αντιστοιχεί σε χρόνο ασφάλισης 15 ετών (αρ. 34 ν. 2084/1992). Τα κατώτατα όρια σύνταξης για το τ.ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ την περίοδο 2008-2009 είχαν διαμορφωθεί σε 121€ για επικουρικές συντάξεις γήρατος και αναπηρίας και σε 97€ για επικουρικές συντάξεις θανάτου.

[28] Αιτιολογική έκθεση ν. 4997/2022, σ. 130: «Με το άρθρο 120 του ν. 4623/2019 ετέθη ανώτατο όριο του συνολικού ακαθάριστου ποσού της μηνιαίας κύριας σύνταξης. Οι ίδιοι λόγοι θέσπισης εκείνου του ανώτατου ορίου υπαγορεύουν τη θέσπιση ανώτατου ορίου και για το συνολικό ακαθάριστο ποσό της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης, το οποίο ανέρχεται στα έξι εικοστά (6/20) του ανώτατου ορίου για το συνολικό ακαθάριστο ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης. Το τιθέμενο όριο καθορίζεται με βάση την αναλογία του ποσοστού εισφορών επικουρικής σύνταξης, το οποίο ανέρχεται στο έξι τοις εκατό (6%), προς το ποσοστό εισφορών κύριας σύνταξης, το οποίο ανέρχεται στο είκοσι τοις εκατό (20%). Η θέσπιση του ανώτατου αυτού ορίου θα επιτρέψει την καταβολή επικουρικών συντάξεων σε ατομικώς και κοινωνικώς δίκαιο ύψος και την αποτροπή καταβολής επικουρικών συντάξεων προκλητικά υψηλών (λ.χ. 14.000 ευρώ μηνιαίως) για το σύνολο των ασφαλισμένων και για το κοινωνικό σύνολο».

[29] Tsetoura A., «Property Protection as a Limit to Deteriorating Social Security Protection», European Journal of Social Security, 15(1), 2013, 55-78. https://doi.org/10.1177/138826271301500105

[30] Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής των Ελλήνων, έκθεση επί του Νομοσχεδίου «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά», σημείο 9: επί του αρ. 60, σ. 21.

[31] Το «εικονικό επιτόκιο» εφαρμόζεται ενιαία σε όλους τους συνταξιούχους και συνδέεται με την αύξηση των μισθών, δηλαδή με έναν δείκτη που συνδέει το επίπεδο παροχής με την οικονομία.

[32] Zemmour G., «Les trois dimensions de la contributivité dans les assurances sociales contemporaines», Revue de l’IRES, 2023/2-3, σ. 79.

[33] Βασιλείου Χρ., «Το νέο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης», ό.π., σ. 889.

[34] Πετρόγλου Αθ., «Η ανταποδοτικότητα και η κοινωνική αλληλεγγύη στην κοινωνική ασφάλιση», ό. π., σ. 704.

[35] Στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του νομοσχεδίου αναφέρονται τα εξής: «το κατά πόσον η εφαρμογή της ελάχιστης ανταποδοτικής μηνιαίας επικουρικής σύνταξης,… υπολογιζόμενης βάσει της “πραγματικής αξίας των καταβληθεισών εισφορών”, ενδέχεται να δημιουργήσει ζητήματα που άπτονται του συνταγματικού πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, θα εξαρτηθεί […] από το κατά πόσον οι παροχές αυτές, στο σύνολό τους, θα αφίστανται ή μη της διασφάλισης ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης».

[36] Πρακτικά της 4ης Ειδικής Συνεδρίασης της Μείζονος Ολομέλειας Του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 29ης Ιουνίου 2021, σ. 58: «µε τη µη πρόβλεψη κατώτατου ορίου επικουρικής σύνταξης ανάλογης των εισφορών και των ετών υπηρεσίας και ανώτατου ορίου αυτών, µε τη µη οικονοµική αποτύπωση του ύψους των παροχών σε ένα µέγεθος που θα ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις της κοινωνικής ασφάλισης (επίπεδο ζωής κατά το δυνατόν εγγύτερο σ’ αυτό που είχε επιτευχθεί κατά τη διάρκεια του ενεργού εργασιακού βίου), αλλά και πλήρους εγγύησης των παροχών αυτών από το Κράτος, υποχωρεί σχεδόν εξ ολοκλήρου η ουσιαστική ισότητα και η κοινωνική αλληλεγγύη, σε σχέση µε την stricto sensu ανταποδοτικότητα (πραγµατική αξία των εισφορών). Και τούτο, διότι η ασφαλιστική παροχή που θα λάβει ο ασφαλισµένος κατά τον χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου θα εξαρτάται αποκλειστικά από το αποθεµατικό κεφάλαιο που θα έχει σχηµατιστεί από το επισφαλές µέγεθος της επένδυσης των εισφορών του κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου».

[37] Η εγγύηση ελάχιστης βάσης υπολογισμού φέρνει στην επιφάνεια δύο διαφορετικά είδη ανταπόδοσης. Σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, η «πραγματική αξία» του συνταξιοδοτικού κεφαλαίου είναι αυτή που αποτιμάται με θετικές ή αρνητικές αποδόσεις από τις αγορές κατά τη στιγμή της συνταξιοδότησης. Οι εισφορές διαμορφώνουν ένα δυναμικό κεφάλαιο με αποδόσεις. Η αναφορά του αρ. 60 παρ. 2 του ν. 4821/2022 για την εγγύηση ελάχιστης βάσης υπολογισμού της σύνταξης παραπέμπει σε μία στατική «πραγματική αξία», που ανταποκρίνεται στην εισφοροδοτική προσπάθεια προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό.

[38] Μπούρλος Θ., «Should I stay or should I go? Πόσο συμφέρει η (προαιρετική) μεταπήδηση στην ασφάλιση του ΤΕΚΑ;», ΔτΚΑ, 3/2022, σ. 518. Ρομπόλης Σ. & Μπέτσης Β., Η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, εκδόσεις Λιβάνη, 2023.

[39] ILO, Reversing Pension Privatizations, ό.π.

[40] Στεργίου, Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης, ό.π., σ. 429. Σχετική δυνατότητα εξατομικευμένου υπολογισμού παρέχει το αρ. 61 παρ. 2 του ν. 4826/2021.

[41] Παπαρρηγοπούλου-Πεχλιβανίδη Π., Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2021, σ.145. Αντίθετα, στην ιστοσελίδα ΤΕΚΑ διαβάζει κανείς ότι: «Οι ασφαλιστικές εισφορές είναι δηλαδή η συνταξιοδοτική αποταμίευση των πολιτών! Αποτελεί ένα προσωπικό κεφάλαιο που θα βρίσκεται στη διάθεσή σας, όταν πλέον δεν θα είστε σε θέση να εργαστείτε και είναι εγγυημένο από το κράτος». Προσβάσιμο στο : https://teka.gov.gr/

[42] Στεργίου, Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης, ό.π., σ. 158.

[43] ό.π., σ. 157.

image_pdf
+ posts

Ο Βαγγέλης Κουμαριανός είναι δικηγόρος και Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου του Πανεπιστημίου Paris 1 Pantheon Sorbonne. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν κυρίως το πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης. Συμμετέχει με δημοσιεύσεις σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια, έχει συγγράψει άρθρα σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά και έχει επιμεληθεί συλλογικούς τόμους. Το βιβλίο του «Η κοινωνική ασφάλιση ως θεσμός αλληλεγγύης» κυκλοφόρησε το 2023 από τις εκδόσεις Τόπος.

Μετάβαση στο περιεχόμενο