Ο λόγος περί κοινωνικού κράτους στην πολιτική φιλοσοφία του Kant θα συνιστούσε μάλλον αναχρονισμό. Η «χρυσή εποχή», κατά Hobsbawm[1], του κοινωνικού κράτους και η νομική του κατοχύρωση κυρίως μέσα από τα άρθρα 25 και 26 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948, σύμφωνα με τα οποία «κάθε άτομο έχει το δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει στο ίδιο και στην οικογένειά του υγεία και ευημερία» καθώς και «το δικαίωμα στην εκπαίδευση η οποία πρέπει να παρέχεται δωρεάν»[2] αναδύονται στον ερειπιώνα και τις στάχτες που άφησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ψήγματα, ωστόσο, αρχών κοινωνικής προστασίας των απόρων και ευάλωτων ανιχνεύονται στην καντιανή φιλοσοφία του δικαίου, και κυρίως στη Μεταφυσική των Ηθών, θέτοντας επί τάπητος τη δισεπίλυτη σχέση μεταξύ οικονομικής και πολιτικής ανισότητας.

Σημείο εκκίνησης της παρούσας μελέτης αποτελεί η ανάδειξη του λόγου ίδρυσης και του ρόλου που επιτελεί το κράτος, κατά Kant. Στη συνέχεια επιχειρείται η ανάδειξη της αντινομίας που ανακύπτει μεταξύ πολιτικής ισότητας και οικονομικής εξάρτησης στο καντιανό corpus παραπέμποντας ταυτοχρόνως σε ερμηνευτικές απόπειρες υπέρβασής της.

Ι. Η a priori θεμελίωση του κράτους και των αρχών της πολιτικής κοινωνίας

Η στρατηγική δικαιολόγησης της ανάγκης ίδρυσης κράτους στον Kant δεν εξαιρείται από τη διάσημη τριάδα που συνιστά τον νομιμοποιητικό θεμέλιο λίθο κάθε πολιτικά οργανωμένης κοινότητας στην νεότερη φιλοσοφία: φυσική κατάσταση, συμβόλαιο, πολιτική κοινωνία[3]. Όπως γράφει ο ίδιος ο Kant: «Από το ιδιωτικό δίκαιο στη φυσική κατάσταση προκύπτει, λοιπόν, το αίτημα του δημοσίου δικαίου: οφείλεις, λόγω της κατάστασης της αναπόφευκτης συνύπαρξης με τους άλλους, να εξέλθεις από τη φυσική κατάσταση και να μεταβείς στην έννομη κατάσταση, δηλαδή στην κατάσταση της διανεμητικής δικαιοσύνης»[4].

Αν, ωστόσο, η προσταγή exeundum e statu naturali της γραφίδας του Hobbes[5], ήτοι η εγκατάλειψη της φυσικής κατάστασης, που συνιστά το σήμα κατατεθέν της νεότερης πολιτικής θεωρίας, υπαγορεύεται κυρίως από πρακτικούς υπολογισμούς και σταθμίσεις συμφερόντων, για τον Kant μεταφράζεται σε επιταγή του καθαρού πρακτικού Λόγου και καθήκον της δικαιοσύνης a priori. Διατυπωμένο σε καντιανό ιδίωμα: αν για τους Hobbes και Locke, το αίτημα της εξόδου από τη φυσική κατάσταση είναι μια υποθετική προσταγή της φρόνησης, για τον Kant συνιστά κατηγορική προσταγή του καθαρού πρακτικού Λόγου[6].

Αν και ο Kant υιοθετεί το κλασικό επιχείρημα των Hobbes και Locke, σύμφωνα με το οποίο την έξοδο από τη φυσική κατάσταση επιτάσσει πρώτιστα η ανάγκη εξάλειψης της βίας και των συγκρούσεων που γεννούν η ασάφεια, η υποκειμενική κρίση και εν τέλει η κατάχρηση περί του τι ανήκει στον καθένα/μία, διαφοροποιείται εν τούτοις από την προαναφερθείσα παράδοση ως προς το καθεστώς και τον ορισμό της έννοιας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας: το δικαίωμα της ιδιοκτησίας αντλεί την καθολική ισχύ και δεσμευτικότητά του εξ ολοκλήρου από μια έννομη κατάσταση υπό δημόσια νομοθετική εξουσία, δηλαδή από την πολιτική κατάσταση[7].

Ως εκ τούτου, το κράτος, κατά Kant, ως «η ένωση ενός πλήθους ανθρώπων που υπάγονται σε νόμους του δικαίου»[8] και η ενσάρκωση της νομοθέτησης μιας γενικής βούλησης δεν αποτελεί, όπως στον Locke, το εργαλείο κατοχύρωσης και εγγύησης του ήδη απαράγραπτου στη φυσική κατάσταση δικαιώματος της ιδιοκτησίας ούτε είναι απλώς μια «ασφαλιστική εταιρεία» ιδιοκτητών. Αντίθετα, το καντιανό κράτος είναι μια κανονιστική κατασκευή που εδράζεται στην ίδια την αναγκαιότητα δικαιολόγησης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας -και όχι μόνον-, δεδομένου ότι τα δικαιώματα γεννιούνται την ίδια στιγμή με την πολιτική κατάσταση.

Επιπλέον, μολονότι δεν εκφεύγει της παράδοσης της συμβολαιοκρατικής θεμελίωσης της πολιτικής κατάστασης, η ιδέα του συμβολαίου του Kant παρουσιάζει την εξής ιδιαιτερότητα: το καντιανό πρωταρχικό συμβόλαιο contractus originarius ή pactum sociale- δεν παραπέμπει σε μια πρωταρχική πράξη ίδρυσης πολιτείας στα βάθη του ιστορικού παρελθόντος ούτε σε μια αμοιβαία επωφελή ανταλλαγή, αλλά σε αξιολογικό μέτρο αποτίμησης της νομιμότητας των δικαϊκών κανόνων, σε μια -με τα λόγια του ίδιου- «απλή ιδέα του Λόγου, που έχει όμως την αναμφισβήτητη (πρακτική) πραγματικότητά της, δηλαδή να υποχρεώνει κάθε νομοθέτη  να θέτει τους νόμους του έτσι σαν να μπορούν να έχουν πηγάσει από την ενωμένη βούληση ενός ολόκληρου λαού, και κάθε υπήκοο, ενόσω θέλει να είναι πολίτης, έτσι να τους βλέπει σαν να έχει συμφωνήσει μαζί με τους άλλους σε μια τέτοια βούληση. Γιατί αυτή είναι η βάσανος ότι κάθε δημόσιος νόμος είναι σύμφωνος με το δίκαιο»[9].

Η έλλογη υφή και η ταυτότητα του πρωταρχικού συμβολαίου ως κανονιστικού ιδεώδους προς το οποίο οφείλουν να προσομοιάζουν οι ιστορικά πραγματωμένες πρακτικές νομοθέτησης, διακυβέρνησης και δικαιοσύνης γίνονται το δικαϊκό σύστοιχο της ηθικής αρχής της κατηγορικής προσταγής: ακριβώς όπως η τελευταία λειτουργεί ως μέτρο αποτίμησης της ορθότητας ηθικών κρίσεων και πράξεων, ομοίως το πρωταρχικό συμβόλαιο επέχει θέση κριτηρίου αποτίμησης της νομιμότητας του θετικού δικαίου.

Σύμφωνα με τον Kant, τα νομικά κατηγορήματα του πολίτη ενός κράτους δικαίου είναι: «η έννομη ελευθερία, δηλαδή να μην υπακούει κανείς σε κανένα άλλο νόμο παρά μόνο σ’ εκείνον στον οποίο έδωσε τη συγκατάθεσή του, η πολιτική ισότητα, δηλαδή να μην αναγνωρίζει κανείς στον λαό κανέναν ανώτερο σε σχέση με τον εαυτό του παρά μόνον εκείνο τον οποίο έχει την ηθική ικανότητα να δεσμεύει εννόμως εξίσου όπως και αυτός μπορεί να δεσμεύει τον ίδιο. Τρίτον, το κατηγόρημα της αστικής αυτοτέλειας, δηλαδή να μπορεί κανείς να οφείλει την ύπαρξη και τη συντήρησή του όχι στην προαίρεση ενός άλλου στον λαό, αλλά στα δικά του δικαιώματα και δυνάμεις ως μέλος της κοινότητας. . .»[10].

Ο μονοσήμαντος ορισμός της αυτοτέλειας σε όλο το καντιανό corpus ως της οικονομικής ανεξαρτησίας που εξασφαλίζεται μόνο από την κατοχή ιδιοκτησίας, οδηγεί στην προβληματική διάκριση στην οποία προβαίνει ο Kant μεταξύ ενεργών και παθητικών πολιτών, με το δικαίωμα ψήφου να αποδίδεται στους πρώτους. Για να είναι κάποιος πολίτης θα πρέπει πρώτιστα, γράφει ο Kant, να είναι «κύριος του εαυτού του (sui juris) άρα να έχει κάποια ιδιοκτησία (σ’ αυτή μπορεί να λογαριαστεί επίσης κάθε τέχνη, χειροτεχνία ή καλλιτεχνία ή επιστήμη) που τον τρέφει. Δηλαδή αυτός, στις περιπτώσεις όπου πρέπει να ποριστεί από άλλους τα μέσα για να ζήσει, τα πορίζεται με την εξωτερίκευση εκείνου που είναι δικό του, όχι με την παραχώρηση που κάνει σε άλλους να χρησιμοποιούν τις δυνάμεις του, επομένως δεν υπηρετεί κανέναν άλλο παρά την κοινότητα στην κύρια σημασία της λέξης»[11].

Το δικαίωμα ψήφου και άρα η ιδιότητα του πολίτη ως συννομοθέτη υποσκάπτει -αν όχι τορπιλίζει- την ίδια την ύπαρξη των άλλων δύο νομικών κατηγορημάτων του πολίτη: της έννομης ελευθερίας και της ισότητας. Πώς άραγε νοούνται ως ίσοι οι πολίτες αν μόνο κάποιοι εξ αυτών, και συγκεκριμένα οι έχοντες και κατέχοντες, συμμετέχουν στη νομοθετική διαδικασία; Και πώς επιπλέον θεωρούνται ελεύθεροι αν οι επονομαζόμενοι «παθητικοί πολίτες» υποχρεούνται να υπακούν σε νόμους στους οποίους δεν συναινούν; Αν το δικαίωμα ψήφου παραχωρείται μόνο στους γαιοκτήμονες και τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, δεν εισάγει ο Kant ρητά τη διάκριση των πολιτών σε δύο κατηγορίες θυσιάζοντας μια δημοκρατική διαδικασία νομοθέτησης και λήψης αποφάσεων, όχι απλώς στον οικονομικό φιλελευθερισμό και στον βωμό της αγοράς, αλλά -ακόμη χειρότερα- σε ιδιαίτερα και ισχυρά οικονομικά συμφέροντα εις βάρος της γενικής νομοθετούσας βούλησης του ρεπουμπλικανικού κράτους που με τόση ζέση υπερασπίστηκε; Μήπως η πολιτική ανισότητα που επιφέρει η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής και αυτών που το μόνο που διαθέτουν είναι η εργατική τους δύναμη υπαγορεύεται από έναν υπόρρητο φόβο να «μονωθεί» ο δήμος της δημοκρατίας και να θωρακιστεί η δημόσια σφαίρα έναντι της ενοχλητικής παρείσφρησης του κοινωνικού ζητήματος; Μήπως, επιπλέον, οι άποροι, οι ευάλωτοι ή οι εξαρτώμενοι από τους άλλους, εθεωρούντο συγχρόνως αποστερημένοι από την ικανότητα ενάσκησης δημόσιας κρίσης, ήτοι ορθής χρήσης του Λόγου ή εξαναγκασμένοι να υποτάξουν την προαίρεσή τους στα κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα όσων υπηρετούν[12]; Άλλωστε, όπως υπονοεί ο ίδιος ο Kant στην τελευταία πρόταση του παραπάνω παραθέματος, μόνο η ιδιοκτησία μπορεί να καταστήσει κάποιον/α υπηρέτη του κοινού καλού, της πολιτείας και όχι της βούλησης ενός έτερου φυσικού προσώπου.

Θα επιχειρήσω να αναδείξω μια ευνοϊκότερη και επιεικέστερη ανάγνωση της αυτοτέλειας ως οικονομικής ανεξαρτησίας ερμηνεύοντάς την ως το υπόρρητο κανονιστικό αίτημα προς την πολιτεία να διασφαλίζει ότι κάθε πολίτης θα πρέπει να γίνεται ενεργός πολίτης. Δεδομένου ότι σε κανένα κείμενο του Kant δεν διατυπώνεται το παραπάνω, η εν λόγω ανάγνωση φαίνεται εκ πρώτης όψεως ανέφικτη και αυθαίρετη. Η ανάγνωση, ωστόσο, που το παρόν άρθρο εισηγείται εμφαίνεται στην αποστολή με την οποία επιφορτίζει το κράτος το ίδιο το καντιανό κείμενο.

ΙΙ. Ο ρόλος του κράτους στην πολιτική φιλοσοφία του Kant

Στο δοκίμιό του «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: τούτο είναι ορθό στη θεωρία αλλά για την πράξη δεν ισχύει», ο Kant υποστηρίζει εμφατικά ότι «η έννοια ενός εξωτερικού δικαίου γενικά πηγάζει εντελώς από την έννοια της ελευθερίας στην εξωτερική σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους και δεν έχει απολύτως τίποτα να κάνει με τον σκοπό που έχουν κατά φυσικό τρόπο όλοι οι άνθρωποι (τη φροντίδα για ευτυχία), και με την προδιαγραφή των μέσων που οδηγούν σ’ αυτόν»[13]. Ομοίως, στο πρώτο μέρος της Μεταφυσικής των Ηθών, ο Kant ισχυρίζεται ότι «η έννοια του δικαίου. . . αφορά. . . μόνο τις εξωτερικές και μάλιστα πρακτικές σχέσεις ενός προσώπου προς ένα άλλο, εφ’ όσον οι πράξεις τους ως έργα μπορούν να επηρεασθούν αμοιβαίως (εμμέσως ή αμέσως). Δεύτερον, όμως, δεν σημαίνει τη σχέση της προαίρεσης προς την επιθυμία (και συνεπώς προς μόνη την ανάγκη) του άλλου, όπως λ.χ. στις πράξεις της ευεργεσίας ή της σκληρότητας, αλλά μονάχα προς την προαίρεση του άλλου»[14]. Ως εκ τούτου, η κατά Kant «σωτηρία του κράτους» δεν αναφέρεται στην «ευημερία των πολιτών και την ευδαιμονία τους»[15].

Προφανώς και σε αντίθεση με σύγχρονες ερμηνείες της καντιανής έννοιας του κράτους, o Kant δεν προσυπογράφει ένα είδος λιμπερταριανισμού που επιτάσσει ένα «ελάχιστο κράτος»  ή ένα κράτος «νυχτοφύλακα» ο ρόλος του οποίου εξαντλείται στην προστασία της ατομικής ελευθερίας, στην εγγύηση της ασφάλειας και της ιδιοκτησίας καθώς και στην τήρηση των κανόνων ως προς τις συναλλαγές ή τη σύναψη συμβολαίων[16]. Και τούτο διότι η απόφαση εξόδου από τη φυσική κατάσταση και ίδρυσης πολιτείας δεν υπαγορεύεται από τον πραγματιστικό υπολογισμό επιμέρους ατόμων να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους αλλά από το επιτακτικό αίτημα του πρακτικού Λόγου. Επιπλέον, για τον Kant η ενωμένη βούληση ενός λαού και όχι τα επιμέρους άτομα συγκροτούν την κοινωνία με σκοπό, όπως ο ίδιος γράφει, η τελευταία «να συντηρείται διαρκώς»[17].

Η προτεραιότητα που ο Kant δίδει στην ελευθερία υπό εξωτερικούς νόμους έναντι της ευημερίας και ευδαιμονίας συνιστά αιχμή εναντίον κάθε μορφής «πατρικής κυβέρνησης» –imperium paternale– που θεωρεί ως τον πιο μεγάλο δεσποτισμό[18], εφόσον αντιμετωπίζει τους υπηκόους της ως «ανώριμα παιδιά»[19], τα οποία αναμένουν παθητικά την καλοσύνη της για την ευημερία τους και θέτουν τους σκοπούς που η ίδια τους υποδεικνύει αντί να εγγυάται την προστασία και μεγιστοποίηση της ελευθερία τους[20].

Σε αντίθεση προς ερμηνείες που αναγιγνώσκουν τον Kant ως προάγγελο του λιμπερταριανισμού, θα υποστηρίξω ότι η καντιανή ερμηνεία του κράτους προσήκει εν πολλοίς στον κλασικό φιλελευθερισμό χωρίς όμως να εξαντλείται στον τελευταίο.  Εξαντλώντας την ισότητα στην ισονομία καθώς και στην τυπική ισότητα των ευκαιριών, ο Kant αποδέχεται ως αδιαμφισβήτητο γεγονός την οικονομική ανισότητα που γεννά το συναλλακτικό παίγνιο μιας ελεύθερης αγοράς, την τήρηση των κανόνων του οποίου, ωστόσο, οφείλει να εγγυάται το κράτος. Η οικονομική ανισότητα είναι αποδεκτή εφόσον παράγεται όχι από τα κληρονομικά προνόμια των νομοκατεστημένων τάξεων αλλά από το «ταλέντο, την επιμέλεια και την τύχη»[21]  που γίνονται το καύσιμο υλικό της κοινωνικής κινητικότητας και ανέλιξης. Τέλος, όπως στον κλασικό φιλελευθερισμό, ο Kant επιφορτίζει το κράτος με την αποστολή της διασφάλισης της αυτοσυντήρησης των άπορων πολιτών διαμέσου κυρίως της φορολογίας[22].

Στο σημείο τούτο, ωστόσο, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ένα οξύμωρο: ο ισχυρισμός του Kant στη Μεταφυσική των Ηθών ότι «η κυβέρνηση δικαιούται. . . δυνάμει της κρατικής εξουσίας να εξαναγκάζει τους έχοντες. . . να συμβάλλουν με την εισφορά τους στη συντήρηση των συμπολιτών τους»[23], δεν υποδηλώνει εν τέλει ότι η φτώχεια που επιφέρει η οικονομική ανισότητα της ελεύθερης αγοράς δεν συναρτάται αναγκαία με την ατομική ευθύνη; Προϋποθέσεις άμβλυνσης των ανισοτήτων δεν είναι το «ταλέντο, η επιμέλεια και η τύχη», σύμφωνα με το σχήμα της τυπικής ισότητας ευκαιριών που έγινε το ψιμύθιο του «αμερικανικού ονείρου», αλλά θεσμικές παρεμβάσεις για μια δίκαιη ανα-διανομή του κοινωνικού πλούτου. Την οικονομική και κοινωνική θέση που καταλαμβάνουν οι πολίτες στην «αυθόρμητη τάξη» της αγοράς δεν επιφέρει η τυχαιότητα και οι «μη-εμπρόθετες συνέπειες» των πράξεων διασπαρμένων ατόμων[24], αλλά ο κρίσιμος ρόλος που διαδραματίζει το κράτος ούτως ώστε να μετουσιώσει την τυπική ισότητα ευκαιριών σε ουσιαστική, δημιουργώντας τους θεσμικούς όρους για τη διασφάλιση της οικονομικής και πολιτικής αυτονομίας κάθε πολίτη. Θα μπορούσε να θεωρηθεί επομένως ο Kant ένας προάγγελος του κοινωνικού κράτους;

Επιστρέφοντας στη Γ’ Γενική Παρατήρηση της Θεωρίας του Δικαίου της Μεταφυσικής των Ηθών, διαπιστώνει κανείς/μία ότι η θέση του Kant δεν εμφορείται ακριβώς από το πνεύμα της κοινωνικής δικαιοσύνης που καθιστά αναγκαία τη θέσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία θα κατοχυρώνουν τη διανομή υλικών πόρων με γνώμονα την εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης των μη εχόντων. Όπως γράφει:

«Η καθολική βούληση του λαού έχει ενωθεί σε μια κοινωνία η οποία πρέπει να συντηρείται διαρκώς και υποτάσσεται στην εσωτερική κρατική εξουσία με σκοπό να συντηρεί τα μέλη της κοινωνίας αυτής που δεν μπορούν να συντηρούνται τα ίδια. Η κυβέρνηση δικαιούται συνεπώς δυνάμει της κρατικής εξουσίας να εξαναγκάζει τους έχοντες να παρέχουν τα μέσα της συντηρήσεως εκείνων που δεν έχουν ούτε καν τα χρειώδη για τις στοιχειωδέστερες φυσικές ανάγκες διότι η ύπαρξή τους αποτελεί συγχρόνως μια πράξη της υπαγωγής υπό την προστασία και την αναγκαία για την επιβίωσή τους πρόνοια της κοινότητας για την οποία πράξη έχουν δεσμευτεί και στην οποία το κράτος θεμελιώνει τώρα το δικαίωμά του»[25].

Οι λόγοι που επικαλείται ο Kant στην παραπάνω παράγραφο για να δικαιολογήσει την παρέμβαση του κράτους στην ανακούφιση της φτώχειας δεν υπαγορεύονται τόσο από τη μέριμνα για την οικονομική και κοινωνική τύχη των πολιτών όσο από την ανάγκη να εγγυηθεί την ασφάλεια και ευρωστία της πολιτείας ως ολότητας, εφόσον η τελευταία συνιστά την έκφραση μιας ενιαίας βούλησης, δυνάμει της οποίας και μόνον τα άτομα θεμελιώνουν το δικαίωμα να αιτούνται θεσμικών παρεμβάσεων για να επιβιώσουν ως σύνολο. Η αρχή της κοινωνικής προστασίας φαίνεται εκ πρώτης όψεως να υποδηλώνει την πρόθεση του νομοθέτη να εγγυηθεί την ευημερία του πολιτειακά συνενωμένου λαού που ενσαρκώνει το κράτος εν συνόλω και όχι αυτήν μεμονωμένων άπορων ατόμων που κατοικούν σε αυτό. Προκρίνοντας άλλωστε την «πατριωτική κυβέρνηση» έναντι της δεσποτικής -imperium non paternale, sed patrioticum- ορίζει την πρώτη ως «νοοτροπία όπου ο καθένας μέσα στο κράτος (χωρίς εξαίρεση της κεφαλής του κράτους) θεωρεί την κοινότητα μητρικό κόλπο, ή τη χώρα πατρικό έδαφος από το οποίο και απάνω στο οποίο έχει ο ίδιος βλαστήσει. . .»[26].

Ο διττός σκοπός του καντιανού κράτους αφενός να  διασφαλίσει την προσωπική ελευθερία των ατόμων και αφετέρου να εγγυηθεί την συντήρηση του πληθυσμού ως όλου, εφόσον ενσαρκώνει τη γενική βούληση, καθιστά το καντιανό κράτος ένα ιδιότυπο μίγμα κλασικού φιλελευθερισμού και ρεπουμπλικανισμού. Οι πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας που υιοθετεί το καντιανό κράτος, με άλλα λόγια, δεν διέπονται τόσο από μια ευαισθησία για την ανακούφιση του πόνου και της δυστυχίας άπορων πολιτών αλλά περισσότερο αποσκοπούν στην κοινωνική ενσωμάτωση όταν κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις απειλούν να διαρρήξουν τον κοινωνικό ιστό. Όπως άλλωστε γράφει ο ίδιος ο Kant:

«Αυτή όμως η καθολική ισότητα των ανθρώπων μέσα σ’ ένα κράτος, ως υπηκόων του, συνυπάρχει εξαίρετα με τη μέγιστη ανισότητα. . . Αλλά κατά το δίκαιο (που ως έκφραση της γενικής βούλησης μπορεί να είναι μόνο ένα και μοναδικό, και που αφορά τη μορφή του δικαιώματος, όχι την ύλη ή το αντικείμενο όπου έχω δικαίωμα) είναι όλοι ως υπήκοοι ίσοι μεταξύ τους, επειδή κανένας δεν μπορεί να εξαναγκάσει οποιονδήποτε με άλλο τρόπο παρά με τον δημόσιο νόμο. . .»[27].

Το παραπάνω παράθεμα υποδηλώνει ότι ο Kant απαλλάσσει το κράτος από τις ευθύνες του για την αύξηση των ανισοτήτων στο πεδίο της αγοράς, εφόσον δεν αξιώνει τη μετατόπιση παρεμβάσεων του πρώτου στην τελευταία και δεν φαίνεται να αποδέχεται δομικές ή απρόσωπες μορφές κοινωνικής αδικίας. Αντίθετα, επιρρίπτει την ευθύνη στους ίδιους τους κοινωνικούς δρώντες όπως άλλωστε τεκμαίρεται από το παράθεμά του περί ευεργεσίας στη «Θεωρία της Αρετής» της Μεταφυσικής των Ηθών.  Με τα δικά του λόγια:

«Η δυνατότητα να ευεργετεί κανείς, η οποία εξαρτάται από τα αγαθά της τύχης, είναι ως επί το πλείστον αποτέλεσμα της ευνοϊκής μεταχείρισης διαφόρων ανθρώπων λόγω της αδικίας της κυβέρνησης που εισάγει την ανισότητα της ευημερίας, η οποία καθιστά αναγκαία την ευεργεσία των άλλων. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι άραγε καθόλου η συνδρομή την οποία μπορεί να προσφέρει ο πλούσιος σε εκείνους που υποφέρουν αντάξια του ονόματος της ευεργεσίας, για την οποία επαίρεται τόσο πρόθυμα σαν να ήταν αξιομισθία[28]»;

Αν η ευεργεσία ερμηνεύεται προδήλως ως αποζημίωση που οφείλεται για τον πόνο και την επισφάλεια που υπέστησαν κάποιοι/ες ερήμην τους και όχι ως πράξη ανακούφισης, γενναιοδωρίας και αυταρέσκειας ενός εύπορου πολίτη, τότε οι κοινωνικές ανισότητες και αδικίες μεταφράζονται με ηθικό πρόσημο και η θεραπεία τους εξαρτάται, ως εκ τούτου, από ατομικούς δρώντες επιφορτισμένους με το καθήκον παροχής βοήθειας στους ευάλωτους συμπολίτες τους, το οποίο υπαγορεύεται από ένα ηθικό αίσθημα δικαιοσύνης; Η ικανοποίηση των αναγκών και η διασφάλιση των υλικών όρων μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης άπτονται εν τέλει της αγαθής προαίρεσης των «προνομιούχων» που ιδιοποιούνται τη μερίδα του λέοντος του κοινωνικού πλούτου; Τούτη την ερμηνεία φαίνεται να υιοθετεί η Onora O’ Neil, η οποία ισορροπεί μεταξύ μιας ερμηνείας της δικαιοσύνης κυρίως ως αποφυγής πρόκλησης «βλάβης στον εαυτό ή την ταυτότητα»[29] και των ατελών καθηκόντων της αρετής τα οποία δύνανται να αναλάβουν και να εκπληρώσουν κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί[30].

ΙΙΙ. Πέραν του κλασικού φιλελευθερισμού και ρεπουμπλικανισμού: το καντιανό κοινωνικό κράτος

Υπάρχει ωστόσο και μια διακριτή σε σχέση με τις παραπάνω ανάγνωση αναφορικά με τον ρόλο του κράτους, που διατυπώνουν σύγχρονοι μελετητές του Kant, όπως -μεταξύ άλλων- ο Arthur Ripstein. Σύμφωνα με αυτόν, η λογική που διέπει το κρατικό καθήκον κοινωνικής προστασίας διαμέσου της φορολόγησης, της καθολικής δημόσιας εκπαίδευσης, και της φιλελεύθερης κοπής ιδέας της τυπικής ισότητας των ευκαιριών είναι εμμενής όρος δυνατότητας της έννομης κατάστασης και όχι εξωτερικός προς αυτήν[31]. Αν πρώτιστο καθήκον του κράτους είναι η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη συμβατότητά του με την ιδέα του «πρωταρχικού συμβολαίου», η οποία υποχρεώνει τον νομοθέτη να θέτει τους νόμους ως εάν να απορρέουν από την ενωμένη βούληση του λαού και κάθε πολίτη να υπακούει μόνο στους νόμους που απολαύουν της συναίνεσής του, τότε «οι δημόσιοι θεσμοί οφείλουν να δημιουργούν τις συνθήκες εκείνες στις οποίες ουδέποτε κανείς θα είναι επαίτης»[32].

Η κοινωνική πρόνοια για τους φτωχούς και άπορους απορρέει απευθείας από την ίδια την ιδέα της ενωμένης βούλησης, μέρος της οποίας αδυνατούν να είναι όσοι/ες εξαρτώνται από την προαίρεση των άλλων, είτε αυτοί είναι επαίτες, που εξαρτώνται απολύτως από την ιδιωτική φιλανθρωπία για να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες, είτε σκλάβοι. Αμφότεροι εκπίπτουν στο καθεστώς ενός πράγματος και τίθενται εκτός της ενωμένης γενικής βούλησης που συνιστά θεμέλιο λίθο της έννομης κατάστασης, εκτός του ίδιου του δικαίου εφόσον το τελευταίο ορίζεται ως η συνύπαρξη της ελευθερίας της προαίρεσης καθενός με την ελευθερία κάθε άλλου σύμφωνα με έναν καθολικό νόμο[33].

Η καντιανή προσέγγιση απηχεί το επιχείρημα που διατυπώνει ο Rousseau, κατά το οποίο η ακραία φτώχεια και ο ακραίος πλούτος είναι ασυμβίβαστοι με το αίτημα του αυτο-νομοθετούντος λαού. «Θέλετε το κράτος σας να έχει συνοχή;», γράφει ο Rousseau σε μια υποσημείωση στο Κοινωνικό Συμβόλαιο. «Περιορίστε όσο το δυνατόν τις ακραίες καταστάσεις: μην ανέχεστε ούτε πάμπλουτους ούτε διακονιάρηδες. Αυτές οι δύο τάξεις, αχώριστες φυσικά, είναι εξίσου επιβλαβείς για το κοινό καλό. Από τη μια προέρχονται οι θιασώτες της τυραννίας, από την άλλη οι τύραννοι. Πάντα ανάμεσα στους δύο γίνεται η αγοραπωλησία της ελευθερίας: ο ένας την αγοράζει, ο άλλος την πουλά»[34].

Αν ωστόσο για τον Rousseau το παραπάνω αποτελεί το αίτημα μιας κατά το δυνατόν μεγαλύτερης υλικής ισότητας που επιζητεί επειγόντως ιστορική πραγμάτωση, για τον Kant συνιστά κανονιστικό μέτρο, μια ρυθμιστική Ιδέα του Λόγου εν είδει πυξίδας πλοήγησης σε πρόσφορες θεσμικές παρεμβάσεις με προεξάρχουσες αυτές της φορολόγησης και της δημόσιας και υποχρεωτικής εκπαίδευσης του πολίτη.

Στην Κριτική της Κριτικής Δύναμης, ο Kant προσεγγίζει την κοινωνική ανισότητα ως το «αντίτιμο» που καταβάλλεται για την ανάπτυξη και καλλιέργεια της δεξιότητας. Η τελευταία συνιστά την αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη ίδρυσης του πολιτισμού προκειμένου ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Kant, να αξίζει το όνομά του ως «κύριος της φύσης»[35] και έσχατος σκοπός της. Σκιαγραφώντας μια ιδιότυπη «πανουργία της φύσης» ή μια «διαλεκτική της προόδου», η οποία εν πολλοίς προσομοιάζει προς τη φιλοσοφία της ιστορίας που διατυπώνει στο δοκίμιό του «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολίτικο»[36], ο Kant αναδεικνύει τη «λαμπρή αθλιότητα»[37] ως την άλλη όψη της «ανάπτυξης των φυσικών καταβολών στο ανθρώπινο γένος» που κορυφώνεται «όταν η κλίση προς το περιττό αρχίζει ήδη να ζημιώνει το απαραίτητο», όταν η «μέγιστη πλειονότητα» των ανθρώπων «παρέχει τρόπον τινά μηχανικώς τα χρειώδη της ζωής για την άνεση και τη σχόλη των άλλων»[38]. Μοναδικό τρόπο επούλωσης της πληγής της ανισότητας που ανοίγει η πρόοδος του πολιτισμού, σύμφωνα με τον Kant, αποτελεί «εκείνη η συγκρότηση των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους, όπου στον περιορισμό της αμοιβαίως αντιμαχόμενης ελευθερίας αντιπαρατίθεται η νόμιμη βία σε ένα σύνολο που ονομάζεται αστική κοινωνία»[39]. Ο έννομος εξαναγκασμός της συνύπαρξης της ελευθερίας κάθε πολίτη με αυτή κάθε άλλου ως απότοκος της γενικής βούλησης του πολιτικού σώματος επιβάλλει την αρχή της αξιοπρεπούς διαβίωσης που συνιστά προαπαιτούμενο της αυτονομίας ως δικαιοπολιτικό καθήκον[40].

Υπό αυτή ακριβώς την οπτική γωνία, ο Kant προκρίνει την κρατική πρόνοια διαμέσου της φορολόγησης των πολιτών έναντι των ευαγών ιδρυμάτων που συστήνει η ιδιωτική φιλανθρωπική πρωτοβουλία[41]. Η επιβεβλημένη από το κράτος φορολόγηση υπαγορεύεται από το γεγονός ότι οι φορολογούμενοι οφείλουν την ύπαρξή τους στο κράτος υπό τυπική και όχι υλική έννοια: ο πλούτος τους συνίσταται εξ ολοκλήρου στο δικαίωμά τους να αποκλείουν τους άλλους από τα αγαθά τους με βάση τους τυπικούς όρους της γενικής βούλησης του πολιτειακά ενωμένου λαού. Τούτο σημαίνει ότι όσοι/ες έχουν ιδιοκτησία έχουν το δικαίωμα να αποκλείσουν άλλους μόνον υπό τον όρο ότι τα περιουσιακά τους στοιχεία βρίσκονται σε συμφωνία με τους όρους μιας καθολικής βούλησης. Όταν το δημόσιο δίκαιο φαλκιδεύει την αυτοτέλεια των πολιτών και προάγει την εξάρτηση, δεν ανταποκρίνεται στην καθολική βούληση ακριβώς διότι οι πολίτες ουδέποτε θα συναινούσαν σε ένα σύστημα το οποίο απάδει προς την ελευθερία και το έμφυτο δικαίωμα στην ανθρωπότητα. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Κώστας Σταμάτης:

«Χωρίς τη μέριμνα για διασφάλιση της κοινωνικής υπόστασης όλων τόσο η προσωπική αυτονομία όσο κι η πολιτική ελευθερία μένουν κολοβές, ατελέσφορες. Η σκοπιά της δικαιοσύνης δεν μπορεί να αφήνει παράμερα ό,τι απειλεί ή περιτέμνει τις προκριτέες αρχές δικαιοσύνης»[42].

Επίλογος

Συμπερασματικά, το καντιανό κράτος ουδόλως προοιωνίζεται το όραμα του «ελάχιστου» κράτους του λιμπερταριανισμού και του νεοφιλελευθερισμού που ενέπνευσε τη γραφίδα του Hayek.

Σε αντίθεση με ερμηνείες,  oι οποίες αναγιγνώσκουν τον ρόλο που διαδραματίζει το κράτος στην πολιτική φιλοσοφία του Kant με τις διόπτρες του νεοφιλελευθερισμού, ήτοι ως το όργανο διασφάλισης της ιδιοκτησίας και της ελευθερίας -με την τελευταία να ορίζεται μονοσήμαντα, κυρίως ως ελευθερία του συναλλακτικού πράττειν- και τον «νυχτοφύλακα» που προστατεύει τους πολίτες από τη βία και την εξαπάτηση, το παρόν άρθρο επιχείρησε να αναδείξει την αρχή του κράτους πρόνοιας στη Μεταφυσική των Ηθών ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της ιδέας του πρωταρχικού συμβολαίου ίδρυσης πολιτείας. Η φτώχεια και η οικονομική εξάρτηση από την προαίρεση των άλλων δεν απειλούν μόνο με διάρρηξη τον κοινωνικό ιστό πυροδοτώντας κρίσεις, αλλά πρώτιστα, σύμφωνα με τον Kant, υπονομεύουν την αυτονομία του πολίτη, την ικανότητά του να κάνει δημόσια χρήση του Λόγου με όρους ελευθερίας και ισότητας επιτελώντας ρόλο συννομοθέτη. Ως εκ τούτου, η κρατική επιβολή φορολογικών βαρών στους εύπορους ως το μέσο διασφάλισης μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης των απόρων και ευάλωτων δεν εξαντλείται απλώς στην ανάγκη συντήρησης του κράτους ως ολότητας και τη διασφάλιση κοινωνικής σταθερότητας. Αν και εμφορείται από το πνεύμα του ρεπουμπλικανισμού και του κλασικού φιλελευθερισμού, η αποστολή του καντιανού κράτους δεν συρρικνώνεται σε αυτό. Η επιβολή φόρων συνιστά μονόδρομο εγγύησης της βιοτικής αυτοτέλειας που είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος της ιδιότητας του πολίτη και προαπαιτούμενο της αυτονομίας του. Η φτώχεια δεν προσεγγίζεται από τον Kant μόνο με όρους αδυναμίας ικανοποίησης βασικών βιοτικών αναγκών, αλλά κυρίως ως το μεγαλύτερο πρόσκομμα στην αυτονομία του πολίτη, εφόσον τον καταδικάζει στην εξάρτηση από την προαίρεση των άλλων υποσκάπτοντας τη δυνατότητά του να αποφασίζει ο ίδιος για τον εαυτό του.

Το καντιανό κράτος, ωστόσο, δεν φτάνει στο σημείο να παρέμβει δομικά στους όρους αναπαραγωγής και συσσώρευσης κεφαλαίου με σκοπό την εξάλειψη των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Τούτο, άλλωστε, δεν αντιφάσκει προς την αποστολή του να εγγυάται την εφαρμογή πολιτικών που χαρακτήρισαν τις μεταπολεμικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, όπως την φορολόγηση του πλούτου και τη δημόσια εκπαίδευση. Οι τελευταίες δεν συνιστούν προϋποθέσεις ιστορικής πραγμάτωσης  του ιδεώδoυς της υλικής ισότητας που υπερασπίστηκε με πάθος ο Rousseau, αλλά τους όρους δυνατότητας της ελευθερίας, της αυτοτέλειας και της πολιτικής ισότητας του πολίτη του ρεπουμπλικανικού κράτους, που αποκτά την αναγκαία σκευή ούτως ώστε να «τολμά να σκέπτεται» και να είναι ισότιμος και ελεύθερος συμμέτοχος στη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων.

 

[1] Hobsbawm E., Age of Extremes: The Short Twentieth Century 1914-1991, Abacus, London 1995.

[2] https://www.un.org/en/about-us/universal-declaration-of-human-rights

[3] Kersting W., «Kant’s Concept of the State» στο Williams H. (επιμ.), Essays on Kant’s Political Philosophy, University of Wales Press, Cardiff 1992, σ. 144.

[4] Kant Ι., Μεταφυσική των Ηθών, Μετάφραση-σημειώσεις-επιλεγόμενα, Κώστας Ανδρουλιδάκης, Σμίλη, Αθήνα 2013, παρ. 42, σ. 140.

[5] Hobbes T., De Cive (Ι.13) στο Gert B. (επιμ.), Hobbes T., Man and Citizen (De Homine and De Cive) Hackett, Indianapolis/Cambridge 1991, σ. 118.

[6] Kersting W., «Kant’s Concept of the State», ό.π., σ. 145.

[7] Kant I., Μεταφυσική των Ηθών, ό.π., παρ. 8, σ. 78.

[8] Ibid, παρ. 45, σ. 147.

[9] Καντ I., «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: ‘Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει’», στο Καντ Ι., Δοκίμια, (Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια, Παπανούτσος Ε. Π.), Δωδώνη, Αθήνα 1971, σ. 138-139.

[10] Kant I., Μεταφυσική των Ηθών, ό.π., παρ. 46, σ. 148.

[11] Ιμμάνουελ Καντ, «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: ‘Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει’», ό.π., σ. 136-137.

[12] Αυτό υποστηρίζει -μεταξύ άλλων- ο Allen Rosen. Όπως γράφει: «Αυτοί που εξαρτώνται από τους άλλους για τη διαβίωσή τους θα ήταν είτε πολύ πρόθυμοι να ευχαριστήσουν τα αφεντικά τους είτε πολύ επιρρεπείς σε πιέσεις, ιδιαίτερα σε ένα σύστημα φανερής ψηφοφορίας, ώστε οι ψήφοι τους να είναι πραγματικά δικές τους», βλ. Rosen Α., Kant’s Theory of Justice, Cornell University Press, Ithaka and London 2018, σ. 39.

[13] Καντ Ι., «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: ‘Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει’», ό.π., σ. 129.

[14] Kant I., Μεταφυσική των Ηθών, ό.π., παρ.Α, σ. 50.

[15] Ibid, παρ. 49, σ. 154.

[16] Για ερμηνείες που εξαντλούν τον ρόλο του καντιανού κράτους στην εγγύηση της εξωτερικής ελευθερίας ως αναγκαίας προϋπόθεσης της επιδίωξης και πραγμάτωσης της αυτονομίας των δρώντων, βλ. την κλασική μελέτη της Gregor M., Laws of Freedom, Barnes and Noble, New York 1963. Για σύγχρονες ερμηνείες του καντιανού κράτους ως «ελάχιστου» κράτους βλ. Byrd B. S. και Hruschka J., Kant’s Doctrine of Right: A Commentary, Cambridge University Press, Cambridge 2010. Για τους Byrd και Hruschka, το κράτος στον Kant επιφορτίζεται αποκλειστικά με την αποστολή προστασίας των πολιτών από τη φυσική βία και την εξαπάτηση, κυρίως ως προς την ιδιοκτησία και τις συναλλαγές στο πεδίο της αγοράς. Όπως οι ίδιοι διατείνονται εμφατικά, «ο Kant απορρίπτει το κοινωνικό κράτος» (σ. 42, υποσημ. 99). Για μια επισκόπηση των ποικίλων ερμηνειών του ρόλου του καντιανού κράτους, βλ. Holtman S., Kant on Civil Society and Welfare, Cambridge University Press, Cambridge 2018.

[17] Kant I., Μεταφυσική των Ηθών, ό.π., Μέρος Δεύτερο, κεφ. 1, παρατήρηση Γ, σ. 164.

[18] Καντ Ι., «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: ‘Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει’», ό.π., σ. 131.

[19] Ibid, σ. 130.

[20] Για τον Guyer, η έντονη υπογράμμιση του αντι-πατερναλιστικού χαρακτήρα του κράτους, που απηχεί τα ιστορικά επίδικα της εποχής στην οποία γράφεται το κείμενο, φαίνεται να συσκοτίζει τον κοινωνικό ρόλο του τελευταίου, βλ. Guyer P., Kant on Freedom, Law and Happiness, Cambridge University Press, Cambridge, 2012,  σ. 264).

[21] Καντ I., «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: ‘Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει’», ό.π., σ. 132.

[22] Kant I., Μεταφυσική των Ηθών, ό.π., Μέρος δεύτερο, κεφάλαιο 1, παρατήρηση Γ, σ. 164.

[23] Idem

[24] Σύμφωνα με τον μεθοδολογικό και αξιολογικό ατομισμό της νεοφιλελεύθερης θεωρίας, η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και η λογική της προϋπόθεση, ήτοι η έννοια της κοινωνικής ολότητας, απορρίπτονται ως εννοιολογικά ανυπόστατες και κενές περιεχομένου, εφόσον η μόνη αποδεκτή μορφή ορθολογικότητας είναι αυτή του συναλλακτικού πράττειν και η μόνη μορφή δικαιοσύνης, αυτή που αφορά την τήρηση των κανόνων της αγοράς. (Βλ. Hayek F. A., Law, Legislation and Liberty. A New Statement of the Liberal Principles of Justice and Political Economy, τ. 1: Rules and Order, London, Routledge και Kegan Paul, 1982). Για την απόρριψη του κοινωνικού κράτους από τον Hayek, βλ. Βάκη Φ., Νεοφιλελευθερισμός, Δημοκρατία και Δικαιώματα, Ευρασία, Αθήνα 2021, σ. 42-46.

[25] Kant I., Μεταφυσική των Ηθών, ό.π., Μέρος δεύτερο, κεφάλαιο 1, παρατήρηση Γ, σ. 164.

[26] Ιμμάνουελ Καντ, «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: ‘Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει’», ό.π., σ.131.

[27] Καντ Ι., «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: ‘Τούτο μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει’», ό.π., σ. 132.

[28] Kant I., Μεταφυσική των Ηθών, ό.π., παρ. 31, σ. 315-316.

[29] O’ Neil O., Bounds of Justice, Cambridge University Press, Cambridge, 2000 σ. 91.

[30] O’ Neil O., Justice across Boundaries: whose obligations?, Cambridge University Press, Cambridge 2016, κεφ. 11.  Για μια κριτική στην προσέγγιση της O’ Neil, βλ. Σταμάτης Κ., Κριτική θεωρία δικαιοσύνης: Θεμελίωση αρχών, Σαββάλας, Αθήνα 2011, σ. 246.

[31] Ripstein A., Force and Freedom: Kant’s Legal and Political Philosophy, Cambridge University Press, Cambridge 2009, σ. 267.

[32] Ibid, σ. 286.

[33] Kant I., Μεταφυσική των Ηθών, ό.π., Εισαγωγή στη θεωρία του δικαίου, παρ. Γ, σ. 51.

[34] Ρουσσώ Ζ.-Ζ., Το κοινωνκό συμβόλαιο, μτφρ. Βασιλική Γρηγοροπούλου-Αλφρέδος Σταϊνχάουερ, Πόλις, Αθήνα 2004, σ. 107.

[35] Kant Ι., Η κριτική της κριτικής δύναμης, (εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, Κώστας Ανδρουλιδάκης), Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2002, παρ. 83, σ. 389.

[36] Καντ Ι., «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολίτικο», στο Καντ Ι., Δοκίμια, ό.π., σ. 24-41.

[37] Kant I., Η κριτική της κριτικής δύναμης, ό.π., παρ. 83, σ. 391.

[38] Idem.

[39] Ibid, σ. 302.

[40] Για τη δικαϊκή διευθέτηση των υλικών όρων της ίσης εξωτερικής ελευθερίας και της προαγωγής της ίσης βιοτικής αυτοτέλειας όλων στο έργο του Kant, βλ. την εξαιρετική μελέτη του Στέργιου Μήτα (Μήτας Στ., Η αλληλεγγύη ως θεμελιώδης αρχή του δικαίου, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 2016.

[41] «. . . Και εδώ ερωτάται: αν η συντήρηση των απόρων πρέπει να πραγματοποιείται με τρέχουσες εισφορές, έτσι ώστε κάθε εποχή να διατρέφει του συγχρόνους της, ή με αποθέματα που συγκεντρώνονται σταδιακά και εν γένει με ευαγή ιδρύματα (όπως είναι εστίες για τις χήρες, νοσοκομεία κ.ο.κ), και μάλιστα οι εισφορές όχι με επαιτεία η οποία συγγενεύει στενά με τη ληστεία, αλλά με νόμιμο φόρο. Ως η μόνη αρμόζουσα στο δικαίωμα του κράτους πρέπει να θεωρηθεί η πρώτη ρύθμιση από την οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί κανείς που πρέπει να ζήσει. Διότι οι τρέχουσες εισφορές, εάν αυξάνονται μαζί με τον αριθμό των απόρων, δεν καθιστούν τη φτώχεια βιοποριστικό μέσον για οκνηρούς ανθρώπους (όπως υπάρχει κίνδυνος να συμβεί με τα ευαγή ιδρύματα) και έτσι θα αποτελούσαν μια άδικη επιβάρυνση του λαού από την κυβέρνηση» (Kant I., Μεταφυσική των Ηθών, ό.π., Μέρος δεύτερο, κεφάλαιο 1, παρατήρηση Γ, σ. 164).

[42] Σταμάτης K., Κριτική θεωρία δικαιοσύνης, ό.π., σ. 246.

image_pdf
+ posts

Η Φωτεινή Βάκη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φιλοσοφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο του Essex στην Αγγλία. Είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια της Ιστορίας της Φιλοσοφίας και Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (2022-2024). Έχει συγγράψει τις μονογραφίες «Η πρόοδος στον Διαφωτισμό: Πρόσωπα και προσωπεία» (Αθήνα, Ευρασία, 2012) και «Νεοφιλελευθερισμός, δημοκρατία και δικαιώματα» (Αθήνα, Ευρασία, 2021). Επιστημονικά της άρθρα στις περιοχές της πολιτικής και ηθικής φιλοσοφίας και της κριτικής θεωρίας έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόγλωσσα και διεθνή περιοδικά.

Μετάβαση στο περιεχόμενο