Η Γερμανία μπροστά σε πρόωρες κάλπες και οι εγγυήσεις του Συντάγματος
Στις 11 Δεκεμβρίου ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς κατέθεσε στη γερμανική Βουλή αίτημα για να εκκινήσει η διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του σύμφωνα με το άρθρο 68 του γερμανικού Συντάγματος ή, όπως ονομάζεται χαρακτηριστικά, του Θεμελιώδους Νόμου (στο εξής ΘΝ). Έθεσε κατ’ ακριβολογία το ερώτημα της εμπιστοσύνης ή στα γερμανικά τη «Vertrauensfrage». Στην ενέργεια αυτή προέβη ο καγκελάριος Σολτς μετά τη ρήξη με τον Υπουργό Οικονομικών και κυβερνητικό εταίρο, Κρίστιαν Λίντνερ, από το κόμμα των φιλελευθέρων (FDP)[1]. Όπως ήταν αναμενόμενο, στις 16 Δεκεμβρίου η γερμανική Βουλή αρνήθηκε να επιβεβαιώσει την εμπιστοσύνη της προς τον καγκελάριο, ο οποίος έλαβε -επί συνόλου 733- 207 θετικές και 394 αρνητικές ψήφους[2]. Στη συνέχεια ο καγκελάριος Σολτς ζήτησε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ τη διάλυση της Βουλής και πράγματι με διάταγμα του τελευταίου προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 23 Φεβρουαρίου.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω εξελίξεων και με το ακροδεξιό κόμμα AfD να κερδίζει συνεχώς έδαφος στις τοπικές εκλογές, διερωτάται κάποιος αν θα ήταν δυνατόν, από νομική σκοπιά, να αποφευχθεί η πρόωρη λήξη της θητείας της γερμανικής Βουλής, της οποίας ο κανονικός βίος θα τερμάτιζε τον Σεπτέμβριο του 2025. Με άλλα λόγια, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το γερμανικό Σύνταγμα περιέχει κάποιες εγγυήσεις υπέρ της κανονικής βουλευτικής θητείας, αναγκάζοντας τα πολιτικά κόμματα σε συγκλίσεις και συνεργασίες. Το παραπάνω ερώτημα προκύπτει ιδίως εάν αναλογιστεί κανείς ότι, υπό τις εμπειρίες του Συντάγματος της Βαϊμάρης, οι συχνές και πρόωρες κάλπες κάθε άλλο παρά συνέβαλαν στην εξεύρεση μιας βιώσιμης κυβερνητικής πρότασης. Αντίθετα, στις εκλογές του 1928, μετά τις οποίες η θεσμική κρίση βάθαινε όλο και περισσότερο, το ναζιστικό κόμμα είχε ποσοστό 2,6%, για να εκτοξευτεί στο 18,3% στις πρόωρες κάλπες του 1930 και στο 37,4% το 1932. Στις δεύτερες κάλπες του 1932 το ποσοστό του υποχώρησε στο 33,1% για να φτάσει στο 43,9% στις ανελεύθερες εκλογές, που διεξήγαγε το 1933 ο ίδιος ο Χίτλερ ως καγκελάριος[3].
Κοντολογίς, δεν θα εξετάσουμε εδώ, βέβαια, εάν ήταν πολιτικά εφικτή μια βιώσιμη κυβέρνηση στη Γερμανία από την παρούσα Βουλή· οι αριθμοί θα επέτρεπαν προδήλως και πάλι έναν μεγάλο συνασπισμό, αλλά το ζήτημα αυτό είναι πολιτικό. Θα εξετάσουμε αντίθετα εάν το γερμανικό Σύνταγμα, υπό την εμπειρία της Βαϊμάρης, διαθέτει μηχανισμούς που προστατεύουν τον κανονικό βίο της Βουλής. Ειδικότερα, θα αναδείξουμε ότι η διαρρύθμιση του γερμανικού κυβερνητικού συστήματος είναι τέτοια, ώστε να εγγυάται βέβαια τον κανονικό βίο της Βουλής, πλην όμως μέχρις ενός σημείου, καθώς εν τέλει, όταν υπάρχει κυβερνητική κρίση, το κρισιμότερο παραμένει η πολιτική βούληση και φρόνηση των πολιτικών και, σε περίπτωση εκλογών, των πολιτών.
Πολύ χαρακτηριστικά, στο γερμανικό Σύνταγμα εγκαταλείφθηκε η υπό το Σύνταγμα της Βαϊμάρης ευχέρεια του Προέδρου να διαλύει μια οχληρή Βουλή. Στη Βαϊμάρη όλες οι διαφωνίες Βουλής και εκτελεστικής εξουσίας (του Προέδρου και της διορισμένης από αυτόν κυβερνήσεως) επιλύονταν με τη διάλυση της Βουλής[4]. Έτσι, το οικείο άρθρο 25 του Συντάγματος της Βαϊμάρης, το οποίο πρόβλεπε τη σχετική προνομία του Προέδρου, ευλόγως παραλείφθηκε στο γερμανικό Σύνταγμα. Ταυτόχρονα, το γερμανικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει την καταψήφιση κυβερνήσεως, εάν η Βουλή δεν είναι έτοιμη να εκλέξει νέο ή νέα καγκελάριο με την απόλυτη πλειοψηφία. Πρόκειται για την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας («konstruktives Misstrauensvotum»). Και αυτός είναι ένας μηχανισμός που προστατεύει τη σταθερότητα της κοινοβουλευτικής θητείας. Ακόμη, το γερμανικό Σύνταγμα επιτρέπει την κυβέρνηση «ανοχής» ή σχετικής πλειοψηφίας· προδήλως δεν μπορεί να την επιβάλλει με μόνο στόχο την εξάντληση της τετραετίας.
Το γερμανικό Σύνταγμα έχει δηλαδή μεριμνήσει για την ύπαρξη μηχανισμών που προστατεύουν τη σταθερότητα του εκλογικού κύκλου και του βίου της Βουλής, αλλά δεν δύναται να εξαναγκάσει μια κυβέρνηση που απώλεσε την πλειοψηφία, όπως η κυβέρνηση του καγκελαρίου Σολτς, να συνεχίσει να κυβερνά. Δεν μπορεί με άλλα λόγια το Σύνταγμα να επιβάλλει τη σταθερότητα, ερήμην της βούλησης των οργάνων του κράτους και των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή, τα οποία μετέχουν στην εξουσία ασκώντας τη δική τους πολιτική ελευθερία. Η άσκηση της αρμοδιότητας διέπεται, βέβαια, από υποχρεωτικότητα και από την αρχή της νομιμότητας· ωστόσο, η ανάληψη της αρμοδιότητας ή η συνέχιση της άσκησής της (δια της μη παραιτήσεως) εναπόκειται στην πολιτική ελευθερία του ατόμου.
Πιο κάτω θα εξετάσω αναλυτικά το κυβερνητικό σύστημα της Γερμανίας, όπως καθορίζεται από το γερμανικό Σύνταγμα, για να απαντήσω στο ερώτημα πώς το τελευταίο προάγει την κυβερνητική σταθερότητα και την κανονικότητα του βίου της Βουλής. Θα εστιάσω, πρώτον, στην ανάδειξη του καγκελαρίου, δεύτερον, στην εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας και, τρίτον, στην ψήφο εμπιστοσύνης.
Ι. Η εκλογή καγκελαρίου από τη Βουλή
Το γερμανικό είναι ίσως το μόνο κοινοβουλευτικό σύστημα στο οποίο ο πρωθυπουργός δεν διορίζεται από τον αρχηγό του κράτους, ώστε στη συνέχεια να λάβει την έγκριση της Βουλής δια της ψήφου εμπιστοσύνης· αντίθετα εκλέγεται απευθείας από τη Βουλή. Στον μηχανισμό της απευθείας εκλογής του πρωθυπουργού από τη Βουλή, κατά το άρθρο 63 ΘΝ, κατέφυγε ο γερμανός συντακτικός νομοθέτης, προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο ο αρχηγός του κράτους να διορίζει πρωθυπουργούς της αρεσκείας του, τους οποίους στη συνέχεια θα επέβαλλε στη Βουλή. Η απευθείας εκλογή του γερμανού πρωθυπουργού εγγυάται δηλαδή την τήρηση της κοινοβουλευτικής αρχής, όπως παρ’ ημίν την ίδια λειτουργία επιτελεί το εκτενές άρθρο 37 Σ[5].
Υπό το Σύνταγμα της Βαϊμάρης ο Πρόεδρος διόριζε τον καγκελάριο, ο οποίος όφειλε, βέβαια, να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, χωρίς, όμως, να προβλέπεται ειδική διαδικασία για τη θετική εκδήλωση της εμπιστοσύνης εκ μέρους της Βουλής. Αντίθετα, προβλεπόταν μόνον η πρόταση δυσπιστίας. Κατ’ αποτέλεσμα, η διορισθείσα κυβέρνηση, ακόμη και μειοψηφίας, παρέμενε στην εξουσία μέχρι η Βουλή να την καταψηφίσει (εάν ο Πρόεδρος δεν διέλυε τη Βουλή νωρίτερα)[6]. Έτσι, από το 1930 η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κυβερνήθηκε από κυβερνήσεις «ανοχής», ενώ από το 1932 από τις «κυβερνήσεις των βαρόνων», τις κυβερνήσεις φον Πάπεν αρχικά και Σλάιχερ στη συνέχεια, υποστηριζόμενες από το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο, εξέφραζε τα φιλομοναρχικά, γαιοκτητικά και βιομηχανικά συμφέροντα και είχε μόλις μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό[7].
Υπό το φως αυτής της ιστορικής εμπειρίας, κατά το ισχύον γερμανικό Σύνταγμα ο Πρόεδρος απλώς προτείνει στη Βουλή το πρόσωπο του καγκελαρίου, προδήλως σύμφωνα με το αποτέλεσμα των εκλογών και τις συνεργασίες μεταξύ των κομμάτων, δηλαδή σύμφωνα με την αρχή της δεδηλωμένης. Για να εκλεγεί ο προταθείς, θα πρέπει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Εάν κάτι τέτοιο δεν επιτευχθεί, τότε λαμβάνει χώρα δεύτερη ψηφοφορία, στην οποία ο Πρόεδρος δεν έχει εμπλοκή και τον καγκελάριο αναδεικνύει μόνη η Βουλή, και πάλι με την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Η δεύτερη αυτή ψηφοφορία είναι ένας εξασφαλιστικός μηχανισμός που προστατεύει τα δημοκρατικά δικαιώματα της Βουλής έναντι του αρχηγού του κράτους. Στην περίπτωση δηλαδή που ο αρχηγός του κράτους προτείνει έναν πρωθυπουργό μειοψηφίας, ενάντια στη βούληση της Βουλής, στη δεύτερη ψηφοφορία η Βουλή αναλαμβάνει πλήρως τη διαδικασία κι εκλέγει τον καγκελάριο που επιθυμεί με την απόλυτη πλειοψηφία[8]. Εκείνος διορίζεται έπειτα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εάν δεν εξασφαλιστεί η απόλυτη πλειοψηφία ούτε κατά τη δεύτερη ψηφοφορία, τότε εκλέγεται καγκελάριος αυτός που θα συγκεντρώσει, στην τρίτη ψηφοφορία, τη σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση που ο καγκελάριος εκλεγεί με τη σχετική πλειοψηφία, τότε ο γερμανός Πρόεδρος διαθέτει την ευχέρεια να τον διορίσει ή όχι. Μπορεί, αξιολογώντας τη βιωσιμότητα του εκλεγέντος πρωθυπουργού και της μελλοντικής κυβέρνησής του, είτε να τον διορίσει πρωθυπουργό, είτε να προβεί σε διάλυση της Βουλής και διενέργεια εκλογών για την εξασφάλιση βιώσιμης κυβερνήσεως. Θα πρέπει δηλαδή ο Πρόεδρος να κρίνει εάν το επωφελέστερο για τη σταθερότητα της κυβερνήσεως και του πολιτεύματος είναι ο διορισμός του καγκελαρίου, επειδή πρόκειται πράγματι να έχει την ανοχή της Βουλής, ή οι νέες εκλογές.
Με άλλα λόγια, το άρθρο 63 ΘΝ εγγυάται τις σταθερές κυβερνήσεις, δηλαδή τις κυβερνήσεις απόλυτης πλειοψηφίας· προστατεύει, όμως, κατά κανόνα ακόμη και μία κυβέρνηση σχετικής πλειοψηφίας, μία κυβέρνηση «ανοχής», προστατεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την παρούσα Βουλή, εκτός εάν, κατά την εκτίμηση του Προέδρου, οι εκλογές θα εξασφάλιζαν ένα σταθερότερο κυβερνητικό σχήμα.
ΙΙ. Η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας
Τη σταθερότητα της κυβερνήσεως και του εκλογικού κύκλου από μια οχληρή, αλλά μη εποικοδομητική αντιπολίτευση, προστατεύει το άρθρο 67 ΘΝ περί της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας, όπως προαναφέρθηκε. Εποικοδομητική δυσπιστία σημαίνει ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να καταψηφίσει τον καγκελάριο, παρά μόνο εάν είναι ταυτόχρονα σε θέση να εκλέξει νέο καγκελάριο. Έτσι, αποφεύγεται το ενδεχόμενο η ισχυρή αλλά κατακερματισμένη αντιπολίτευση, που δεν είναι σε θέση να παράξει κυβερνητική πρόταση, να «ρίχνει» την κυβέρνηση, προκαλώντας εκλογές και γενικότερο χάος.
Η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας δεν προβλεπόταν από το Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Ωστόσο, όταν δύο φορές ανατράπηκαν κυβερνήσεις το 1926, την πρώτη φορά η δεύτερη κυβέρνηση του ανεξαρτήτου Χανς Λούτερ και τη δεύτερη φορά η τρίτη κυβέρνηση του προερχόμενου από το κόμμα του κέντρου Βίλχελμ Μαρξ, είχε συζητηθεί εάν θα έπρεπε η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας να ενταχθεί στο Σύνταγμα ή, ακόμη, εάν θα έπρεπε αυτή να συναχθεί ερμηνευτικά από το ίδιο το Σύνταγμα της Βαϊμάρης[9]. Μάλιστα, ο ίδιος ο Καρλ Σμιτ, ο μετέπειτα νομικός του ναζισμού, στα 1928, διατύπωνε την άποψη ότι η καταψήφιση μιας κυβερνήσεως από αντίρροπες δυνάμεις, όπως είναι οι κομμουνιστές και οι εθνικιστές, δεν μπορεί να συνεπάγεται την υποχρέωση της κυβερνήσεως να παραιτηθεί, εφόσον από την καταψήφιση αυτήν δεν είναι δυνατόν να προκύψει νέα κυβερνητική συμμαχία[10]. Στα 1932 την εισαγωγή της εποικοδομητικής πρότασης δυσπιστίας στο Σύνταγμα με δημοψήφισμα πρότεινε ο σοσιαλδημοκράτης νομικός και πολιτικός επιστήμονας Έρνστ Φρένκελ με δημοσίευμά του στην εφημερίδα Gesellschaft[11].
Πάντως, ρύθμιση που λειτουργικά είχε τα αποτελέσματα της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας εισήγαγε πρώτη το 1932, με τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Ότο Μπράουν στην Πρωσία, στο μεγαλύτερο κρατίδιο της Γερμανίας, το οποίο εκτεινόταν περίπου στα 3/5 της τότε γερμανικής επικράτειας. Με την τροποποίηση αυτήν οριζόταν ότι ο καγκελάριος θα μπορούσε να εκλεγεί μόνον με απόλυτη πλειοψηφία. Η Πρωσία κυβερνιόταν από το 1920 έως το 1932 από τα τρία κόμματα του λεγόμενου συνασπισμού της Βαϊμάρης, δηλαδή το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το κόμμα του κέντρου και το δημοκρατικό κόμμα, και υπό την ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών[12]. Στις εκλογές του Απριλίου του 1932, όμως, ο συνασπισμός της Βαϊμάρης έχασε, όπως αναμένετο, την πλειοψηφία, ενώ πρώτο κόμμα αναδείχτηκαν οι εθνικοσοσιαλιστές, χωρίς όμως να διαθέτουν την απόλυτη πλειοψηφία. Έτσι, η παραπάνω τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής λίγο πριν τις εκλογές λειτούργησε ως ανάχωμα στην πτώση της κυβερνήσεως του Μπράουν και στην παράδοση της Πρωσίας στους εθνικοσοσιαλιστές[13]. Τελικά, η κυβέρνηση Μπράουν ανατράπηκε λίγους μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1932, από την κυβέρνηση του φον Πάπεν με το γνωστό διάταγμα «βιασμού της Πρωσίας» («Preußenschlag»), που εκδόθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης[14].
Υπό τις εμπειρίες αυτές, η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας εισήχθη στο γερμανικό Σύνταγμα, προκειμένου να προστατευθεί ο σταθερός εκλογικός κύκλος από μια κατακερματισμένη, μη εποικοδομητική δηλαδή αντιπολίτευση[15]. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας προστατεύει το πολίτευμα από αντισυστημικές δυνάμεις σε συνδυασμό με το αναλογικό εκλογικό σύστημα. Διότι, λόγω του αναλογικού εκλογικού συστήματος, η συγκέντρωση της απόλυτης πλειοψηφίας των εδρών από ένα μόνο κόμμα είναι σχεδόν αδύνατη στη Γερμανία. Έτσι, κανένα κόμμα, και συνεπώς ούτε ένα αντισυστημικό κόμμα μπορεί μόνο του να ανατρέψει την κυβέρνηση και να εκλέξει νέο καγκελάριο. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα ότι την αναλογική εκλογή της Βαϊμάρης διατήρησε και το ισχύον γερμανικό Σύνταγμα ως εγγύηση ενώπιον του ενδεχομένου μονολιθικής επικράτησης της άκρας δεξιάς.
ΙΙΙ. Το ερώτημα της εμπιστοσύνης
Την προστασία της σταθερότητας του εκλογικού κύκλου αποδυναμώνει εν τούτοις η διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης (Vertrauensfrage) του άρθρου 68 ΘΝ, επί τη βάσει του οποίου προκηρύχθηκαν οι εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι η διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης δεν έχει τη σημασία του δικού μας άρθρου 84Σ, καθώς στη Γερμανία ο καγκελάριος εκλέγεται από την ίδια τη Βουλή. Έτσι, εν τοις πράγμασι το άρθρο 68 ΘΝ δίδει, εμμέσως, τη δυνατότητα στον καγκελάριο να προκαλεί πρόωρη διάλυση της Βουλής, αν και ελλείπει από το γερμανικό Σύνταγμα μια ρύθμιση αντίστοιχη με αυτήν του άρθρου 41 παρ. 2 του δικού μας Συντάγματος, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να προκαλεί εκλογές για την ανανέωση της λαϊκής εντολής ενόψει εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας, στην πράξη, όμως, κατά την ευχέρειά της[16].
Το άρθρο 68 ΘΝ δίδει, λοιπόν, τη δυνατότητα στον καγκελάριο να αναζητά την επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του κατά τη διάρκεια της θητείας του. Έτσι, αυτό το άρθρο λειτουργεί διττά. Από τη μία μεριά, το ερώτημα της εμπιστοσύνης λειτουργεί ως μέσο πίεσης προς τους διαφωνούντες βουλευτές. Όταν ο καγκελάριος ζητά την εμπιστοσύνη στην ουσία της κυβερνητικής πλειοψηφίας, αυτό το αίτημα συσπειρώνει τους βουλευτές που στηρίζουν την κυβέρνηση, ακόμη κι εάν διαφωνούν με όψεις της ασκούμενης πολιτικής, προκειμένου να μην προκληθούν εκλογές και χρειαστεί πρόωρα να διεκδικήσουν εκ νέου την έδρα τους στον εκλογικό στίβο. Πράγματι, το 1982 ο καγκελάριος Χέλμουτ Σμιντ έθεσε το ερώτημα της εμπιστοσύνης λόγω της ασκούμενης κριτικής για τους χειρισμούς της κυβέρνησής του στην τότε πετρελαϊκή κρίση και κατάφερε να συσπειρώσει την κυβερνητική συμμαχία των σοσιαλδημοκρατών και φιλελευθέρων βουλευτών, έστω και προσωρινά, καθώς αργότερα η κυβέρνησή του υπέκυψε στην εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας του Χέλμουτ Κολ. Το 2001 ο καγκελάριος Σρέντερ έθεσε το ερώτημα της εμπιστοσύνης στη Βουλή εν όψει της απόφασής του, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, να αποστείλει στρατεύματα στο Αφγανιστάν, δηλαδή για πρώτη φορά να αποστείλει γερμανικά στρατεύματα εκτός χωρών του ΝΑΤΟ. Στην περίπτωση αυτήν, οι σοσιαλδημοκράτες και οι πράσινοι επιβεβαίωσαν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπο και την πολιτική του καγκελαρίου[17]. Στις περπτώσεις αυτές, το ερώτημα της εμπιστοσύνης λειτούργησε προς όφελος της συσπείρωσης της κυβερνητικής παράταξης ενδυναμώνοντας την κυβέρνηση.
Από την άλλη μεριά, το ερώτημα της εμπιστοσύνης μπορεί να λειτουργήσει και προς την αντίρροπη κατεύθυνση, προκειμένου δηλαδή να ανοίξει ο δρόμος προς τη διενέργεια πρόωρων εκλογών. Μάλιστα, δύο φορές αξιοποιήθηκε ο μηχανισμός του άρθρου 68 ΘΝ, προκειμένου να προκληθούν εκλογές, παρά το ότι δεν είχε διαρραγεί η κυβερνητική πλειοψηφία[18]. Πρώτος, έκανε χρήση του άρθρου 68 ΘΝ με τον παραπάνω τρόπο ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ το 1982. Η κυβέρνηση του Κολ στηριζόταν στη συμμαχία συντηρητικών (CDU/CSU) και φιλελευθέρων, η οποία είχε προκύψει μετά από εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας σε βάρος της κυβέρνησης του Χέλμουτ Σμιντ λίγους μήνες πριν. Οι φιλελεύθεροι είχαν εγκαταλείψει την κυβέρνηση του Σμιντ και τους σοσιαλδημοκράτες, στηρίζοντας την πρόταση δυσπιστίας των συντηρητικών. Με άλλα λόγια, ο Κολ είχε αναδειχτεί καγκελάριος, ανατρέποντας την κυβέρνηση Σμιντ και όχι μετά από εκλογές. Ήθελε, λοιπόν, να νομιμοποιηθεί δια εκλογών, όπως και πράγματι έγινε στη συνέχεια, αφού προηγουμένως είχε ζητήσει από τους βουλευτές του να μην τον στηρίξουν στο ερώτημα της εμπιστοσύνης.
Το 2005 ο Γκέρχαρντ Σρέντερ επίσης αξιοποίησε το άρθρο 68 ΘΝ ως μηχανισμό πρόωρης προσφυγής στις κάλπες παρά το ότι η συμμαχία των σοσιαλδημοκρατών και των πρασίνων, που στήριζε την κυβέρνησή του, δεν είχε διαρραγεί. Τα ποσοστά των σοσιαλδημοκρατών, όμως, έπεφταν στις δημοσκοπήσεις λόγω της «Ατζέντα 2010», του προγράμματος οικονομικής πολιτικής δηλαδή του Σρέντερ για την αντιμετώπιση της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Μάλιστα, κρίσιμη στην απόφαση του Σρέντερ να προκαλέσει πρόωρες εκλογές ήταν η απώλεια της πλειοψηφίας στις τοπικές εκλογές του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, παραδοσιακού προπυργίου των σοσιαλδημοκρατών[19]. Στην ψηφοφορία ο καγκελάριος έχασε την εμπιστοσύνη της Βουλής, καθώς μέρος των σοσιαλδημοκρατών και όλοι οι βουλευτές των πρασίνων απείχαν από την ψηφοφορία, δηλώνοντας «παρών», στηρίζοντας δηλαδή έτσι επί της ουσίας την απόφαση του καγκελαρίου να προκαλέσει εκλογές[20]. Οι εκλογές αυτές έφεραν στην εξουσία τους χριστιανοδημοκράτες και την Άνγκελα Μέρκελ, η οποία κυβέρνησε από το 2005, στηριζόμενη στον λεγόμενο μεγάλο συνασπισμό (CDU/CSU και SPD), χωρίς τη συμμετοχή πλέον του Σρέντερ, ο οποίος έκτοτε απομακρύνθηκε από τη γερμανική πολιτική σκηνή.
Και στις δύο περιπτώσεις που οι καγκελάριοι -Κολ και Σρέντερ- χρησιμοποίησαν το άρθρο 68 ΘΝ για να προκαλέσουν εκλογές χωρίς να έχουν χάσει στην πραγματικότητα την εμπιστοσύνη των βουλευτών, χωρίς δηλαδή η άρση της εμπιστοσύνης να είναι, θα λέγαμε, γνήσια, διεξήχθησαν δίκες στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο επί της νομιμότητας της προκήρυξης των εκλογών, μετά από προσφυγή βουλευτών, των οποίων η θητεία είχε λήξει εσπευσμένα λόγω των πρόωρων εκλογών[21]. Και στις δύο περιπτώσεις το Συνταγματικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι, εκτός από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, δηλαδή το ερώτημα του καγκελαρίου και τη μη συγκέντρωση της απόλυτης πλειοψηφίας σε θετικές ψήφους, η εφαρμογή του άρθρου 68 ΘΝ εξαρτάται και από μία ουσιαστική προϋπόθεση («materielle Auflösungslage»): την έλλειψη κυβερνησιμότητας. Ωστόσο, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι τη συνδρομή της ουσιαστικής προϋπόθεσης την αξιολογούν πρωτίστως τα πολιτικά όργανα που εμπλέκονται στη διαδικασία, δηλαδή ο καγκελάριος, η Βουλή και ο Πρόεδρος, ενώ το Δικαστήριο ασκεί έναν οριακό έλεγχο, καθώς εν τέλει η κρίση περί της σταθερότητας και αποτελεσματικότητας της κυβερνήσεως είναι πολιτική[22]. Και στις δύο περιπτώσεις, επομένως, το Δικαστήριο εύλογα δεν ανέκοψε τον δρόμο προς τις κάλπες, ούτε διερεύνησε το κίνητρο με το οποίο ψήφισαν οι βουλευτές επί του ερωτήματος εμπιστοσύνης. Ενώ δηλαδή η θέση μη γνήσιου ερωτήματος εμπιστοσύνης κινδυνεύει να στρεβλώσει τον θεσμό της εμπιστοσύνης σε προνομία της κυβέρνησης να διαλύει τη Βουλή, εν τέλει και το Συνταγματικό Δικαστήριο, εφόσον από τα ανώτερα πολιτικά όργανα καλείται το κυρίαρχο πολιτικό όργανο, το εκλογικό σώμα, να αποφασίσει στις κάλπες, δεν μπορεί να κάνει άλλο από το να επιφυλαχθεί υπέρ των πολιτικών οργάνων.
Διαφορετική είναι η περίπτωση του ερωτήματος εμπιστοσύνης που έθεσε ο Όλαφ Σολτς, καθώς στην παρούσα περίπτωση οι φιλελεύθεροι αποχώρησαν από τον κυβερνητικό συνασπισμό μετά τη διαφωνία του αρχηγού τους και Υπουργού Οικονομικών με τον καγκελάριο Σολτς. Δεν επρόκειτο δηλαδή για ένα προσχηματικό ερώτημα εμπιστοσύνης με σκοπό την επίσπευση των εκλογών, αλλά για γνήσια κυβερνητική κρίση. Υπό παρόμοιες συνθήκες, ο Βίλλυ Μπραντ είχε το 1972 θέσει το ερώτημα της εμπιστοσύνης, όταν σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι βουλευτές εγκατέλειπαν τον συνασπισμό. Ο Μπραντ έχασε την εμπιστοσύνη της Βουλής, κέρδισε, όμως, πανηγυρικά τις εκλογές που ακολούθησαν[23]. Κοντολογίς, για γνήσιες κυβερνητικές κρίσεις, η διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης του άρθρου 68 ΘΝ μπορεί να λύσει το αδιέξοδο, είτε επιβεβαιώνοντας την κυβέρνηση, είτε αναδεικνύοντας νέα κυβέρνηση, είτε οδηγώντας σε εκλογές.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ακόμη και η απώλεια της εμπιστοσύνης στο πλαίσιο του άρθρου 68 ΘΝ δεν δημιουργεί υποχρέωση του καγκελαρίου να ζητήσει εκλογές ή να παραιτηθεί, ούτε υποχρέωση του Προέδρου να διαλύσει τη Βουλή επί σχετικού αιτήματος του καγκελαρίου[24]. Και στην περίπτωση της γνήσιας απώλειας της εμπιστοσύνης των βουλευτών το γερμανικό Σύνταγμα προβάλλει κάποιες αντιστάσεις στη διατάραξη του κανονικού βίου της Βουλής. Το Σύνταγμα αναγνωρίζει στον καγκελάριο και στον Πρόεδρο περιθώριο κρίσης περί την κυβερνησιμότητα της χώρας. Ο καγκελάριος, εφόσον δεν έχει εκλεγεί νέος καγκελάριος με τη διαδικασία της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας (πράγμα το οποίο μπορεί να συμβεί όσο η Βουλή είναι παρούσα), μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά ως κυβέρνηση μειοψηφίας και με τα μέσα της έκτακτης νομοθετικής διαδικασίας του άρθρου 81 ΘΝ[25]. Ακόμη, το γερμανικό Σύνταγμα δίδει και στον Πρόεδρο την ευχέρεια να πιέσει τη Βουλή να εξεύρει κυβερνητική λύση -εφόσον κρίνει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ρεαλιστικό-, μη προκηρύσσοντας εκλογές, ακόμη και μετά το σχετικό αίτημα του καγκελαρίου. Είναι, όμως, πολύ απίθανο ή όλως εξαιρετικό να αρνηθεί ο έμμεσα εκλεγμένος γερμανός Πρόεδρος το αίτημα του καγκελαρίου για διενέργεια εκλογών[26]. Πάντως, και στην περίπτωση αυτήν, όπως και στην περίπτωση του άρθρου 63 ΘΝ και της εκλογής καγκελαρίου, το γερμανικό Σύνταγμα δίνει τη δυνατότητα στα πολιτικά όργανα να διατηρήσουν στην εξουσία ακόμη και μια κυβέρνηση «ανοχής», προστατεύοντας τη σταθερότητα του εκλογικού κύκλου ή, ενδεχομένως, το πολίτευμα από την πρόωρη επέλαση της άκρας δεξιάς.
Η σημασία της πολιτικής
Στη διάρκεια ζωής των 76 ετών του Θεμελιώδους Νόμου, μόλις τέσσερις φορές έχει λήξει πρόωρα η θητεία της Βουλής, συνεπεία του ερωτήματος εμπιστοσύνης που είναι, άλλωστε, ο μόνος τρόπος διάλυσης της Βουλής υπό το γερμανικό Σύνταγμα: τις δύο από αυτές, το ερώτημα της εμπιστοσύνης τέθηκε με σκοπό την ίδια την πρόκληση πρόωρων εκλογών χωρίς πραγματική ρήξη του κυβερνητικού συνασπισμού, το 1982 από τον Χέλμουτ Κολ και το 2005 από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ. Τις άλλες δύο φορές το ερώτημα της εμπιστοσύνης τέθηκε λόγω ρωγμών στο κυβερνητικό μέτωπο, το 1972 από τον Βίλλυ Μπραντ και το 2024 από τον Όλαφ Σολτς. Επίσης, στη διάρκεια των 76 ετών, δύο πρωθυπουργοί παραιτήθηκαν διαρκούσης της βουλευτικής περιόδου, ο Κόνραντ Αντενάουερ το 1963 και ο Βίλλυ Μπραντ το 1974· οι παραιτήσεις τους, όμως, δεν διέκοψαν τον κοινοβουλευτικό βίο, καθώς η Βουλή εξέλεξε νέο καγκελάριο του ίδιου κόμματος με τον παραιτηθέντα, ο οποίος εξήντλησε την τετραετία και μάλιστα κέρδισε και τις επόμενες εκλογές. Ο Λούντβιχ Έρχαρντ, που είχε διαδεχτεί τον Αντενάουερ το 1963, κέρδισε τις εκλογές του 1965 και ο Χέλμουτ Σμιντ, που είχε διαδεχτεί τον Βίλλυ Μπραντ το 1974, κέρδισε τις εκλογές του 1976.
Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε ότι ο σκοπός του Θεμελιώδους Νόμου να εξασφαλίσει τον κανονικό βίο της Βουλής επετεύχθη. Προκύπτει δηλαδή ότι οι εγγυητικοί μηχανισμοί υπέρ της σταθερής βουλευτικής περιόδου εν πολλοίς λειτούργησαν και ιδίως καλλιέργησαν την πολιτική κουλτούρα της κατ’ αρχήν εξάντλησης του εκλογικού κύκλου. Αντίθετα, παρ’ ημίν το άρθρο 41 παρ. 2 Σ, το οποίο εν τοις πράγμασι λειτουργεί ως προνομία της κυβέρνησης να καθορίζει τη χρονική στιγμή των εκλογών, έχει καλλιεργήσει την αντίθετη πολιτική κουλτούρα της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, κατά τρόπον ώστε οι εκλογές να χρησιμοποιούνται ως το κατεξοχήν μέσο επίλυσης των πολιτικών αδιεξόδων. Ωστόσο, ακόμη και στη Γερμανία, η προστασία του εκλογικού κύκλου δεν μπορεί να είναι απόλυτη, καθώς η ίδια η στελέχωση της Βουλής, αλλά και της κυβέρνησης βασίζεται στην αρχή της πολιτικής ελευθερίας που ασκούν τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στα όργανα αυτά. Εν τέλει, η Βουλή δεν βουλεύεται και η κυβέρνηση δεν κυβερνά, εάν δεν το επιθυμούν οι πολίτες που τις συγκροτούν, λαμβάνοντας υπόψη και τη γνώμη των πολιτών που τους εκλέγουν. Έτσι, τελικός εγγυητικός θεσμός του πολιτεύματος είναι η ίδια η κρίση και σύνεση του λαού, μέρος του οποίου αποτελούν οι υπεύθυνοι πολιτικοί. Η παρούσα γερμανική Βουλή επέλεξε να μην αναδείξει νέα κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα των εκλογών θα δείξει, εάν αυτό ήταν το επωφελέστερο για την κυβερνησιμότητα της χώρας και το πολίτευμα.
[1] Όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση του Σολτς στηριζόταν στη συνεργασία του κόμματος των σοσιαλδημοκρατών (SPD), των πρασίνων (Βündnis 90/Die Grünen) και των φιλελευθέρων (FDP). Η συνεργασία αυτή συχνά αναφέρεται και ως «συνασπισμός-φωτεινός σηματοδότης», δηλαδή «Ampel-Koalition», από τα χρώματα των τριών κομμάτων του συνασπισμού: κόκκινο, πράσινο και πορτοκαλί αντιστοίχως. Αναλυτικά, για τα αποτελέσματα της πρόσφατης ψηφοφορίας εμπιστοσύνης, βλ. https://www.bundestag.de/parlament/plenum/abstimmung/abstimmung/?id=938 (πρόσβαση: 07.01.2025).
[2] Ας σημειωθεί εδώ ότι, κατά το γερμανικό Σύνταγμα, η διαδικασία εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αφορά μόνο τον ή την καγκελάριο και όχι τους υπουργούς, αν και άλλες μορφές κοινοβουλευτικού ελέγχου μπορούν να στρέφονται και κατά υπουργών μεμονωμένα. Ενδεικτικά, Degenhart C., Staatsrecht I, C.F. Müller, Heidelberg 1998, σελ. 196.
[3] Winkler H. A., Βαϊμάρη. Η ανάπηρη δημοκρατία. 1918-1933 (μτφρ. Άντζη Σαλταμπάση), Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 199-337.
[4] Möller H., Die Weimarer Republik. Demokratie in der Krise, Piper, München 2018, σελ. 261-290 (279-283).
[5] Αναλυτικά βλ. Κοντιάδη Ξ., Δώδεκα μαθήματα συνταγματικού δικαίου, Παπαζήσης, Αθήνα 2023, σελ. 298-330.
[6] Πρόκειται για έναν μηχανισμό που θυμίζει πολύ το γαλλικό πλέγμα σχέσεων Βουλής και, διορισθείσας από τον Πρόεδρο, κυβερνήσεως. Βλ. συναφώς με αφορμή τις πρόσφατες γαλλικές εκλογές το σχόλιο του Νίκου Αλιβιζάτου, «Γαλλία: Μήπως φταίει και το Σύνταγμα;» Η Καθημερινή, 8 Σεπτεμβρίου 2024, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα https://www.kathimerini.gr/opinion/563208535/gallia-mipos-ftaiei-kai-to-syntagma/ (πρόσβαση: 07.01.2025).
[7] Αναλυτικά βλ. Κεσσόπουλο Αλ., Η αυτοκτονία του Δήμου. Πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη (πρόλογος Ν. Κ. Αλιβιζάτος), Ευρασία, Αθήνα 2018, σελ. 136-143.
[8] Ενδεικτικά, Brinktrine Ρ., «Artikel 63 GG», στο Sachs Μ. (επιμ.), Grundgesetz Kommentar, Beck, München 2021, σελ. 1256 επ. (1262).
[9] Berthold L., «Das konstruktive Misstrauensvotum und seine Ursprünge in der Weimarer Staatsrechtslehre», Der Staat 1997, σελ. 81-94.
[10] Schmitt C., Verfassungslehre, Duncker & Humblot, München/Leipzig 1928, σελ. 345.
[11] Winkler, ό.π., (υπ. 3), σελ. 322-323.
[12] Για τη διακυβέρνηση της Πρωσίας από το 1920 μέχρι το 1932, βλ. Huber E. R., Deutsche Verfassungsgeschichte. Seit 1789, Band VI. Die Weimarer Reichsverfassung, W. Kohlhammer, Stuttgart κ.ά. 1981, σελ. 744-761.
[13] Birke Ad., «Das konstruktive Mißtrauensvotum in den Verfassungsverhandlungen der Länder und des Bundes», Zeitschrift für Parlamentsfragen 1977, σελ. 77-92 (81-82), καθώς και Hoffmann J., Die Änderung parlamentarischer Geschäftsordnungen im Vorgriff auf politische Konflikte. Am Beispiel der Änderung der Geschäftsordnung des Preußischen Landtags vom 12. April 1932, Duncker & Humblot, Berlin 2017.
[14] Βλ. το διάταγμα στην ιστοσελίδα https://weimar.bundesarchiv.de/WEIMAR/DE/Content/Dokumente-zur-Zeitgeschichte/1932-07-20_preussenschlag.html (πρόσβαση: 07.01.2025). Αναλυτικά για την απόφαση του Δικαστηρίου της Λειψίας, που απεφάνθη επί της νομιμότητας του διατάγματος αυτού, βλ. Dyzenhaus D., «Legal Theory in the Collapse of Weimar: Contemporary Lessons?», The American Political Science Review 1997, σελ. 121-134.
[15] Πρβλ. από τις εργασίες προπαρασκευής του ΘΝ την ομιλία του σοσιαλδημοκράτη βουλευτή Löwenthal, Parlamentarischer Rat, Hauptausschuß, Συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 1948, σελ. 30.
[16] Για την προβληματική αυτήν, βλ. Τσιλιώτη X., «Άρθρο 41 Σ», στο Βλαχόπουλος/Κοντιάδης/Τασόπουλος (επιμ.), Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Αθήνα 2023, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα https://www.syntagmawatch.gr/my-constitution/arthro-41/, σελ. 34-40.
[17] Βλ. για τις πληροφορίες αυτές Grossman S., Die Vertrauensfrage der Kanzler: Von Willy Brandt bis Olaf Scholz | NDR.de – Geschichte – Chronologie, 16.12.2024 (πρόσβαση: 07.01.2025), καθώς και την ιστοσελίδα Geschichte der Bundesrepublik: Die Kanzler und die Vertrauensfrage | tagesschau.de. (πρόσβαση: 07.01.2025). Βλ. ακόμη Epping V., «Artikel 68», στο v. Mangoldt/Klein/Starck (επιμ.), Grundgesetz Kommentar, Beck, München 2018, σελ. 1721 επ. (1724).
[18] Ό.π.
[19] Βλ. την ιστοσελίδα https://www.bundestag.de/dokumente/textarchiv/32714943_misstrauensvotum07-204182 (πρόσβαση: 07.01.2025).
[20] Για τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας εμπιστοσύνης του 2005, βλ. την ιστοσελίδα Deutscher Bundestag: Ergebnis der Vertrauensfrage. (πρόσβαση: 07.01.2025).
[21] Η πρώτη απόφαση (επί της διάλυσης της Βουλής το 1983 με πρωτοβουλία του Κολ) είναι η BVerfGE 62, 1, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1983, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα https://www.servat.unibe.ch/dfr/bv062001.html. Η δεύτερη απόφαση (επί της διάλυσης της Βουλής το 2005 με πρωτοβουλία του Σρέντερ) είναι η BVerfG, 2 BvE 4/05, απόφαση της 25ης Αυγούστου 2005, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα http://www.bverfg.de/entscheidungen/es20050825_2bve000405.html
[22] Ενδεικτικά Apel S./Körber C./Wihl T., «The Decision of the German Federal Constitutional Court of 25 August 2005 Regarding the Dissolution of the National Parliament», German Law Journal 2005, σελ. 1243-1254.
[23] Lange R./Richter G., «Erste vorzeitige Auflösung des Bundestages: Stationen vom konstruktiven Mißtrauensvotum bis zur Vereidigung der zweiten Regierung Brandt/Scheel», Zeitschrift für Parlamentsfragen 1973, σελ. 38-75.
[24] Ενδεικτικά, Hermes G., «Artikel 68 GG», Dreier H. (επιμ.), Grundgesetz Kommentar, Mohr Siebeck, Tübingen 2006, σελ. 1516 επ. (1530).
[25] Σύμφωνα με το άρθρο 81ΘΝ, η κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο την κήρυξη μιας περιόδου έκτακτης νομοθέτησης όχι μεγαλύτερης των έξη μηνών, με την έγκριση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου (Bundesrat). Στην περίοδο αυτήν, ένα νομοσχέδιο μπορεί να τεθεί σε ισχύ με την έγκριση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου, ακόμη κι εάν καταψηφιστεί στη Βουλή. Είναι σαφές ότι το γερμανικό Σύνταγμα θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της έκτακτης νομοθετικής διαδικασίας, ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει στην παρ. 4 του άρθρου 81 ότι ο Θεμελιώδης Νόμος (το γερμανικό Σύνταγμα δηλαδή) δεν μπορεί να τροποποιηθεί ούτε να καταργηθεί ή να ανασταλεί εν όλω ή εν μέρει με νόμο που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό. Διακηρύσσεται δηλαδή και συμβολικά ότι το άρθρο 81 ΘΝ δεν μπορεί να νομιμοποιήσει έναν Ermächtigungsgesetz που θα βλάψει το πολίτευμα.
[26] Βλ. σχετικά Schenke W-R., «Die Bundesrepublik als Kanzlerdemokratie – zur Rechtsstellung des Bundeskanzlers nachdem Grundgesetz», Juristen Zeitung 2015, σελ. 1009-1018 (1015-1017).
H Βασιλική Χρήστου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών από το 2019. Ως αριστούχος απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, πραγματοποίησε τις διδακτορικές της σπουδές με υποτροφία της DAAD στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Χαϊδελβέργης. Έχει επισκεφτεί ως ερευνήτρια το Κολλέγιο Γούλφσον του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ της Χαϊδελβέργης, καθώς και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Χούμπολντ στο Βερολίνο. Έχει συγγράψει μονογραφίες και άρθρα για τον μισαλλόδοξο λόγο, την προστασία προσωπικών δεδομένων, τον κοινοβουλευτισμό, τη συνταγματική ιστορία του 19ου αιώνα κ.ά.