Πολύς λόγος έχει γίνει αναφορικά με το ζήτημα επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Η εν λόγω συζήτηση εντείνεται ιδιαίτερα σε περιόδους κατά τις οποίες αναπτύσσονται αναθεωρητικές πρωτοβουλίες, τροφοδοτώντας «έναν διαρκή συνταγματικό βόμβο και κάποτε έναν αφόρητο συνταγματικό θόρυβο»[1]. Η διατυπωθείσα κριτική απέναντι στο άρθρο 90, παρ. 5 Συντάγματος είναι παλαιά: το Υπουργικό Συμβούλιο προάγει στα προεδρεία των Ανωτάτων δικαστηρίων δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι πρόσκεινται ιδεολογικά σε αυτό, ενώ η προσδοκία ανέλιξης υποκινεί τους λοιπούς ενδιαφερόμενους σε μια φιλική προς την Κυβέρνηση συμπεριφορά, τόσο κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου, όσο και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων αυτοδιοίκησης, διαχέοντας, έτσι, την επίδραση της τελευταίας στο σύνολο του δικαστικού σώματος[2]. Εντούτοις, πέραν μιας περιορισμένης επεξεργασίας της διάταξης από την Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή, η διαδικασία ανάδειξης στην ηγεσία της δικαιοσύνης έχει παραμείνει αναλλοίωτη. Αντίθετα, κατά καιρούς -και με διαβαθμισμένη επιτυχία- συντελούνται διάφορες απόπειρες να οριοθετηθεί η σχετική εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας. Το παρόν άρθρο εξετάζει το θεωρητικό και νομολογιακό υπόβαθρο της επίμαχης ρύθμισης σε συνάρτηση με την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων του κοινού νομοθέτη, καθώς και τις προοπτικές αναθεώρησης του άρθρου 90, παρ. 5 Συντάγματος.
Ορισμένες προκαταρκτικές επισημάνσεις σχετικά με το άρθρο 90, παρ. 5 και 6 Συντάγματος
Το άρθρο 90, παρ. 5 Συντάγματος προβλέπει -κατά την ορθότερη άποψη- μια απλή διαδικασία[3] αναφορικά με τις προαγωγές στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα, η οποία διαρθρώνεται αφενός σε μία προπαρασκευαστική πράξη[4], την πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και αφετέρου σε μία εκτελεστή πράξη, την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος (ΠΔ)[5]. Περαιτέρω, στη θεωρία υποστηρίζεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) αποτελούν σύνθετο διοικητικό όργανο[6], του οποίου η πράξη παρουσιάζει ομοιότητες με τις πράξεις που διέπονται από τον κανόνα της προσυπογραφής[7]. Η θεώρηση αυτή πράγματι εμφανίζεται εύλογη στο βαθμό που, επί της ουσίας, η αποφασιστική αρμοδιότητα ασκείται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ η υπογραφή του ΠΔ έχει απλώς βεβαιωτικό χαρακτήρα και ο ΠτΔ οφείλει -κατά δέσμια αρμοδιότητα- να συμμορφώνεται προς την υποβληθείσα πρόταση[8]. Τέλος, (μολονότι νομολογικά μια τέτοια προσέγγιση έχει ήδη ρητώς απορριφθεί[9]) δεν θα ήταν αδιανόητο η εν λόγω διαδικασία να εκληφθεί ως σύνθετη διοικητική ενέργεια[10], παρόμοια με την υποχρεωτική γνωμοδότηση. Η άποψη αυτή θα μπορούσε να βρει ερείσματα στην ευρύτατα διαδεδομένη παραδοχή ότι ο ΠτΔ είναι υποχρεωμένος να εκδίδει τα σχετικά ΠΔ[11], αλλά και στο γεγονός ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δρα αποκλειστικά για να καταστεί δυνατή η έκδοση μιας τελικής πράξης όμοιου περιεχομένου εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου.
Πάντως, ανεξαρτήτως της όποιας ερμηνευτικής κατεύθυνσης, και οι τρείς εκδοχές καταλήγουν σε μια κοινή συνισταμένη, τη φύση των αρμόδιων οργάνων ως διοικητικών[12]. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι άμοιρη εννόμων συνεπειών, καθότι υπάγει τις πράξεις των ανωτέρω οργάνων στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), κατ’ άρθρο 95, παρ. 1 Συντάγματος. Εντούτοις, στο άρθρο 90, παρ. 6 Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης καθιερώνει ένα απόλυτο[13] δικονομικό απαράδεκτο, σύμφωνα με το οποίο «οι αποφάσεις ή πράξεις κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου δεν προσβάλλονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας».
Η ratio του ως άνω απαραδέκτου μπορεί να γίνει κατανοητή, εφόσον προηγηθούν ορισμένες θεωρητικές επισημάνσεις. Η ευρύτατα κατοχυρωμένη αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης[14] γνωρίζει μία και μοναδική «ηχηρή» εξαίρεση, την επιλογή των προεδρείων των Ανωτάτων δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο[15]. Η ανάθεση της εν λόγω αρμοδιότητας σε «όργανο με δημοκρατική νομιμοποίηση» συνιστά «αντίβαρο των συνταγματικών εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας, με σκοπό την αποκατάσταση σημείου επαφής μεταξύ της δικαστικής λειτουργίας και της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Συντάγματος το θεμέλιο του πολιτεύματος»[16]. Ως εκ τούτου, τυχόν υπαγωγή της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου στον δικαστικό έλεγχο θα οδηγούσε σε υφαρπαγή της αρμοδιότητας του πρώτου, ασύμβατη όχι μόνο με την τελεολογία, αλλά και την αρχιτεκτονική του άρθρου 90 Συντάγματος, καθότι το ΣτΕ -και όχι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ) ή η Ολομέλεια του εκάστοτε Ανωτάτου Δικαστηρίου- θα καθίστατο τελικός κριτής της υπηρεσιακής εξέλιξης στις ανώτατες θέσεις όλων των δικαιοδοσιών.
Πηγή έμπνευσης του εν λόγω απαραδέκτου αποτέλεσε η παλαιά νομολογία του ΣτΕ αναφορικά με το ανέλεγκτο των κυβερνητικών κρίσεων σχετικά με τις τοποθετήσεις δημοσίων υπαλλήλων/λειτουργών στην κορυφή της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας[17]. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, η κατάληψη των σχετικών θέσεων βασιζόταν στον δεσμό εμπιστοσύνης μεταξύ της Κυβέρνησης και των επιλεγμένων ανώτατων δημοσίων λειτουργών. Σε αντίστοιχο μήκος κύματος και οι επικεφαλής της δικαιοσύνης (ως μίας από τις τρείς εκφάνσεις της κρατικής κυριαρχίας[18]) αναλαμβάνουν εξέχουσας σημασίας ευθύνες, αναφορικά με την οργάνωση και τη λειτουργία των δικαστηρίων[19], οι οποίες μάλιστα, από μερίδα της θεωρίας, χαρακτηρίζονται εν ευρεία εννοία πολιτικές[20].
Λόγω του χαρακτήρα του δικονομικού απαραδέκτου, η οριοθέτηση του ανάγεται σε ένα κρίσιμο ερμηνευτικό διακύβευμα. Καταρχάς, με βάση το άρθρο 90, παρ. 6 Συντάγματος κωλύεται τόσο η ευθεία, όσο και η «παρεμπίπτουσα, αμφισβήτηση του κύρους των πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου»[21]. Εφόσον, η πρόταση και το ΠΔ που την εκτελεί «εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που θεσπίζει η παράγραφος 5 κατά τη γραμματική της διατύπωση»[22], τυχόν ένδικα βοηθήματα που ασκούνται εναντίον τους απορρίπτονται ως απαράδεκτα. Με δεδομένο, δε, ότι η παρ. 5 δεν προβλέπει κανένα αντικειμενικό κριτήριο με βάση το οποίο να δεσμεύεται ή έστω να πλαισιώνεται η επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης[23], και υπό το φως στενής ερμηνείας ότι «δεν είναι παραδεκτοί λόγοι ακυρώσεως, αναγόμενοι σε παράβαση όρων ή περιορισμών που τίθενται από τον κοινό νομοθέτη», μιας και οι τελευταίοι «δεν μετουσιώνονται (…) σε όρους του Συντάγματος»[24], η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αποτελεί προϊόν άκρατης διακριτικής ευχέρειας[25]. Μάλιστα, αν ληφθεί υπόψη το αναιτιολόγητο της σχετικής κρίσης[26], τότε εύλογα μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι παρ. 5 και 6 του άρθρου 90 Συντάγματος προβλέπουν μία κυβερνητική πράξη στο ίδιο το Σύνταγμα[27].[28] Αντίθετα, παγίως γίνεται δεκτό ότι η παράλειψη ή άρνηση του εκάστοτε αρμόδιου οργάνου να συμμορφωθεί με τους όρους ή τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 90 Συντάγματος ελέγχεται δικαστικά[29].[30] Ως εκ τούτου, η άρνηση από πλευράς του ΠτΔ να υπογράψει το ΠΔ σχετικά με την προαγωγή στην ηγεσία της δικαιοσύνης αποτελεί πράξη εκτελεστή και προσβλητή ενώπιον του ΣτΕ. Εντούτοις, υποστηρίζεται ότι ο Πρόεδρος, όπως και κάθε αποφασίζον όργανο (με βάση το άρθρο 20 ΚΔΔ/σίας) έχει την ευχέρεια να μην αποδεχθεί την πρόταση που του υποβάλλεται, αιτιολογώντας, όμως, ειδικώς την επιλογή του αυτή, επικαλούμενος ζητήματα αντισυνταγματικότητας[31].[32] Πάντως, σύμφωνα με την ορθότερη ερμηνεία, η εν λόγω κρίση θα πρέπει να καταλαμβάνει ζητήματα εξωτερικής-τυπικής νομιμότητας και όχι ουσίας[33], ευθυγραμμιζόμενη με την δικαστηριακή πρακτική που θέλει το άρθρο 90 Συντάγματος να εξετάζεται αυτόνομα[34].
Η αλυσιτελής παρέμβαση του τυπικού νομοθέτη
Η διάρθρωση των παρ. 5 και 6 του άρθρου 90 Συντάγματος σε συνδυασμό με την πρόσληψή τους από τη νομολογία δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον κοινό νομοθέτη να περιορίσει τη διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου κατά την επιλογή των επικεφαλής της δικαιοσύνης. Η καθιέρωση στο άρθρο 59 ΚΟΔΚΔΛ δύο διαδοχικών γνωμοδοτικών διαδικασιών α) από την Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου (ν. 5123/2024) και β) από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής (ν. 3841/2010) διαμορφώνει μια πολύπλοκη νομική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας διασταυρώνονται η εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική λειτουργία, χωρίς, όμως, ουσιαστικό αντίκρισμα, καθότι απολήγει στην έκφραση μιας απλής γνώμης[35]. Βεβαίως, υποστηρίζεται βάσιμα ότι η γνωμοδότηση από τη μυστική ψηφοφορία των μελών των ΣτΕ, Αρείου Πάγου (ΑΠ) και Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕλΣυν) έχει μια βαρύτητα που αγγίζει τα όρια της δεσμευτικότητας, μιας και περιλαμβάνει κρίση των ίδιων των δικαστικών λειτουργών για τους συναδέλφους τους[36]. Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή ίσως υποβιβάζει ορισμένες νομικές αντιφάσεις που πιθανώς να αποβούν κρίσιμες. Έτσι, εάν υποτεθεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσιζε να αποκλίνει από τη γνωμοδότηση των αρμόδιων οργάνων, τότε με βάση το άρθρο 20, παρ. 2 ΚΔΔ/σίας θα έπρεπε να αιτιολογήσει ειδικώς αυτή του την απόφαση, άλλως η πράξη του θα καθίστατο ακυρωτέα ως αναιτιολόγητη[37]. Ωστόσο, εν προκειμένω -δυνάμει του άρθρου 90, παρ. 6 Συντάγματος- το Υπουργικό Συμβούλιο έχει την ευχέρεια να μην αιτιολογήσει τη στάση του, απαξιώνοντας τα αρμόδια όργανα και τη διαδικασία. Αντιστοίχως, σε μια ακραία εκδοχή δύναται να παρακάμψει εξ ολοκλήρου την υποβολή ερωτήματος στην οικεία Ολομέλεια και τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, παραβαίνοντας ουσιώδη τύπο της διαδικασίας[38], χωρίς όμως καμία έννομη συνέπεια. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, εντοπίζεται ένα σοβαρό έλλειμα του κράτους δικαίου, το οποίο δεν μπορεί να γίνει ανεκτό από την έννομη τάξη. Ως εκ τούτου, η παρέμβαση του τυπικού νομοθέτη πρέπει να εκληφθεί ως μια λύση προσωρινή και όχι ως άτυπη τροποποίηση του Συντάγματος. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, η αναθεώρηση του άρθρου 90, παρ. 5 Συντάγματος εμφανίζεται πράγματι αναγκαία και τούτο ανεξάρτητα από το όργανο που τελικώς θα καταστεί αρμόδιο για την επιλογή.
Η συνταγματική πολιτική για τη Δικαιοσύνη και οι εναλλακτικές προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 90, παρ. 5 Συντάγματος
Κάθε αναθεωρητική πρόταση αποτελεί εκδήλωση μιας συνταγματικής πολιτικής αναφορικά με την οργάνωση και τη λειτουργία της πολιτείας σε επίπεδο συντακτικής εξουσίας[39]. Συγκεκριμένα, κάθε παρέμβαση στη διάρθρωση της δικαστικής λειτουργίας οφείλει να αποβλέπει στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας της και τη βελτίωση των όρων απονομής της δικαιοσύνης[40]. Ωστόσο, επειδή το άρθρο 90, παρ. 5 Συντάγματος συνιστά απόκλιση από το άρθρο 26 Συντάγματος, λόγω της προβλεπόμενης σε αυτό διασταύρωσης της εκτελεστικής με τη δικαστική λειτουργία, η όποια τροποποιητική πρόταση θα πρέπει να γίνεται με μέριμνα να μην διαταράσσεται η ισορροπία των λειτουργιών που έχει διαμορφωθεί από τον συντακτικό νομοθέτη[41]. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν τις δύο συνιστώσες της συνταγματικής πολιτικής αναφορικά με τη δικαιοσύνη. Με βάση αυτές πρέπει να εξετάζονται και να αξιολογούνται οι επιμέρους προτάσεις για την αναθεώρηση του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων δικαστηρίων, οι οποίες μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με το αποφασίζον όργανο: επιλογή της ηγεσίας από α) το δικαστικό σώμα, β) τον ΠτΔ, γ) τη Βουλή, δ) το Υπουργικό Συμβούλιο.
Επιλογή της ηγεσίας από το δικαστικό σώμα
Οι υπόνοιες συνδιαλλαγής των εγχώριων πολιτικών ελίτ με την ηγεσία του δικαστικού σώματος και η εντεινόμενη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στην ανεξαρτησία και την αμεροληψία του θεσμού οδήγησε τμήμα της θεωρίας να υποστηρίξει την πλήρη απεμπλοκή της διαδικασίας επιλογής των προεδρείων από την εκτελεστική και τη νομοθετική λειτουργία[42]. Σε αυτό το πλαίσιο η ανάθεση της εν λόγω αρμοδιότητας στις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων[43], στο ΑΔΣ[44] ή ακόμη και σε σώμα εκλεκτόρων συγκροτούμενο από αφυπηρετήσαντες ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς[45] εμφανίζεται ως η λυτρωτική διέξοδος, η οποία θα απαλλάξει το δικαστικό σώμα από τη βαριά σκιά της «διαπλοκής»[46]. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η ανάδειξη της δικαστικής ηγεσίας από διαδικασίες αυτοδιοίκησης των δικαστηρίων απλώς ολοκληρώνει το σύστημα που εγκαθιδρύουν οι παρ. 1-4 του άρθρου 90 Συντάγματος και είναι σαφώς περισσότερο εναρμονισμένη με το δικαιοκρατικό πνεύμα του καταστατικού χάρτη[47]. Τέλος, στα πλεονεκτήματα αυτής της προσέγγισης συγκαταλέγεται η πραγματική γνώση της κατάρτισης, των οργανωτικών δεξιοτήτων, αλλά και του χαρακτήρα των υποψηφίων προς προαγωγή από τους συναδέλφους τους, ώστε να επιλεγούν τελικά οι ικανότεροι εξ αυτών[48].
Η πρόταση αυτή, εμπνεόμενη εμφανώς από το δικαιοκρατικό αίτημα, επικεντρώνεται ολοκληρωτικά στην πρώτη συνιστώσα της συνταγματικής πολιτικής για τη δικαιοσύνη, αγνοώντας ωστόσο εμφατικά τη δεύτερη, δηλαδή την ισορροπία των λειτουργιών. Μπορεί, άραγε, να απαλειφθεί από τη διαδικασία η συμμετοχή οργάνου που απολαμβάνει άμεσης ή έστω έμμεσης λαϊκής νομιμοποίησης την οποία και αναμεταβιβάζει; Η στεγανοποίηση της δικαιοσύνης με τη μορφή της πλήρους και απόλυτης αυτοδιοίκησής της δεν εναρμονίζεται με το πολύπλοκο σύστημα αντιβάρων που ιστορικά έχει διαμορφωθεί μεταξύ της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας και ιδίως μεταξύ των πολιτικών, αλλά δημοκρατικά ελεγχόμενων, από τη μία πλευρά, οργάνων και των δικαιοδοτικών αλλά δημοκρατικά ανεξέλεγκτων, από την άλλη[49]. Μάλιστα, μια τέτοια επιλογή είναι αμφίβολο αν θα ευνοούσε πέραν της εξωτερικής και την εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία[50], αφού είναι πιθανό να έκαναν την εμφάνισή τους φαινόμενα φατριασμού[51] και ψηφοθηρίας[52], τα οποία με τη σειρά τους δυνητικά θα αδρανοποιούσαν τους θεσμούς λογοδοσίας των δικαστών όπως η επιθεώρηση (άρθρο 87, παρ. 3 Συντάγματος) και τα πειθαρχικά συμβούλια (άρθρο 91, παρ. 1-3 Συντάγματος)[53]. Εξάλλου, «όσο πιο στεγανός και εσωτερικά αναπαραγόμενος είναι ένας χώρος τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τη δημοκρατική αρχή η οποία καλύπτει την ολότητα της κοινωνίας»[54].
Σε αυτή την κριτική αντιτάσσεται ότι η δικαιοσύνη νομιμοποιείται ούτως ή άλλως λειτουργικά-θεσμικά δυνάμει των άρθρων 26 και 87 επ. Συντάγματος, τα οποία προβλέπουν και οργανώνουν τη δικαστική λειτουργία ως μία από τις τρείς μορφές της αδιαίρετης κρατικής εξουσίας[55]. Σε ουσιαστικό, δε, επίπεδο, υποστηρίζεται ότι η έλλειψη του ελέγχου της δράσης των δικαστικών λειτουργών, ως αναγκαία απόρροια της δικαστικής ανεξαρτησίας, αναπληρώνεται από την αυστηρή υπαγωγή των τελευταίων στο Σύνταγμα και τους νόμους[56] (άρθρο 87, παρ. 2 Συντάγματος), την πλαισίωση της δραστηριότητάς τους από εγγυήσεις δημοσιότητας αλλά και την υποχρέωση ειδικής αιτιολογίας των αποφάσεών τους (άρθρο 93, παρ. 2 και 3 Συντάγματος)[57]. Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι για τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς (πλην της ηγεσίας), ούτε ο θεμελιώδης νόμος, ούτε η κοινή νομοθεσία προβλέπουν κάποιο αντίβαρο, χωρίς τούτο να εκλαμβάνεται ως έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης[58]. Τέλος, από άλλη σκοπιά, γίνεται δεκτό ότι η αρμοδιότητα των δικαστικών λειτουργών να διενεργούν έλεγχο αντισυνταγματικότητας των νόμων, ως άλλοι φύλακες του Συντάγματος, συνεπάγεται στο μέγιστο βαθμό και τη δημοκρατική τους νομιμοποίηση[59].
Ο αντίλογος αυτός δεν είναι απολύτως πειστικός. Η ταυτολογική αποτύπωση των επιμέρους εγγυήσεων της δίκαιης δίκης, οι οποίες αφορούν πρωτίστως τους διαδίκους και αποσκοπούν στην προστασία τους έναντι της «μυστικής δικαιοσύνης» δεν εξηγεί πώς και γιατί νομιμοποιείται θεσμικά η δικαστική λειτουργία εντός του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όσον αφορά, ειδικότερα, την προβολή των δικαστικών λειτουργών αμιγώς ως εφαρμοστών του Συντάγματος και των νόμων, μια τέτοια πρόσληψη μάλλον υποβιβάζει τη δημιουργική, πολιτική, ιδεολογική και ηθική τους συμβολή στη διαμόρφωση του δικαίου[60]. Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να γίνει υπόμνηση των βασικών αρχών της διδασκαλίας του νομικού ρεαλισμού, σύμφωνα με την οποία η ερμηνεία του νόμου ως πράξη βουλητική δεν έχει αντικείμενο κανόνες, αλλά γλωσσικά σύνολα, το νόημα των οποίων δεν είναι ανεξάρτητο των προθέσεων του εκάστοτε ερμηνευτή[61]. Ωστόσο, λόγω της διεύρυνσης της «κοινωνίας των ερμηνευτών»[62], η έννομη τάξη δίδει τυπικό προβάδισμα μόνο σε εκείνες τις νοηματικές αναλύσεις, οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα και ως εκ τούτου είναι δεσμευτικές[63]. Στην κορυφή αυτή της ιεραρχίας τοποθετείται η δικαστική απόφαση, η «οποία παράγει κανόνες που έχουν το ίδιο κύρος με το κείμενο που ερμηνεύει»[64]. Τούτο συνεπάγεται την εκ των πραγμάτων αναβάθμιση του δικαστηρίου σε συν-νομοθέτη με μοναδικό όριο της εξουσίας του τη μεταγενέστερη παρέμβαση της λαϊκής αντιπροσωπείας, μέσω της έκδοσης ερμηνευτικού νόμου ή νόμου που ρυθμίζει εκ νέου το ίδιο ζήτημα. Και ενώ η θεωρία αυτή δικαίως επικρίνεται ως μαξιμαλιστική, αφού προϋποθέτει την απόλυτη απουσία αντικειμενικού νοήματος, που με τη σειρά της συνεπάγεται την απόλυτη ελευθερία της δικαστικής ερμηνείας[65], εντούτοις κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι αόριστες νομικές έννοιες[66] και οι γενικές αρχές του δικαίου αποτελούν προνομιακό πεδίο δράσης για τον δικαστή, αλλά και ότι στις οριακές υποθέσεις δεν υπάρχουν ουδέτερα κριτήρια σχηματισμού της δικανικής πεποίθησης[67]. Συνεπώς, δεν εμφανίζεται αληθής, τουλάχιστον στην απόλυτη κατάφασή της η αυστηρή δέσμευση του δικαστή από την κείμενη νομοθεσία. Τέλος, η εξουσία των δικαστικών λειτουργών να ασκούν έλεγχο αντισυνταγματικότητας είναι ακριβώς εκείνη που καθιστά τόσο κρίσιμη τη διατήρηση ενός ελάχιστου σημείου επαφής μεταξύ δικαστικής και νομοθετικής/εκτελεστικής λειτουργίας, αφού η αξιολόγηση ενός νόμου ως αντισυνταγματικού και η άρνηση εφαρμογής του με πιθανό επακόλουθο, ενίοτε, την ακύρωση του αντίστοιχου κανόνα δικαίου μπορεί να οδηγήσει σε οιονεί αρνητικό προσδιορισμό της εφαρμοστέας πολιτικής[68].
Επιλογή της ηγεσίας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Η προηγηθείσα ανάλυση καταδεικνύει την αναγκαιότητα διατήρησης της διασταύρωσης των λειτουργιών. Την τελευταία δεκαετία σημαντική απήχηση φαίνεται να αποκτά η άποψη ότι η τελική επιλογή των προεδρείων των Ανωτάτων δικαστηρίων θα έπρεπε να ανατεθεί στον ΠτΔ[69]. Υποστηρίζεται ότι με αυτόν τον τρόπο καθίσταται αρμόδιο να αποφασίσει ένα όργανο, το οποίο, ως εκ της θέσης του, δεν δύναται να αναπτύξει σχέση εξάρτησης με τη δικαστική εξουσία[70], ενώ παράλληλα αναγνωρίζεται η «πολιτική διάσταση του ζητήματος»[71], υπό την έννοια ότι διασφαλίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση της δικαιοσύνης. Στο ίδιο μήκος κύματος, ευεργετική θεωρείται η συνακόλουθη άμβλυνση του «πρωθυπουργοκεντρικού» χαρακτήρα του ελληνικού κοινοβουλευτικού συστήματος[72] μέσω της ανάδειξης του ΠτΔ ως ήπιου θεσμικού αντιβάρου[73].
Η πρόταση αυτή είναι ενδιαφέρουσα και τεκμηριωμένη, δεν είναι όμως αναντίρρητη, αφού σε όλες τις παραλλαγές της προϋποθέτει μία ευρεία μεταρρύθμιση του Προεδρικού θεσμού, παρακάμπτοντας τόσο την υφιστάμενη συνταγματική τάξη όσο, βέβαια, και την προδιάθεση του αναθεωρητικού νομοθέτη. Με άλλα λόγια, η επιτυχής έκβαση της αναθεώρησης του άρθρου 90, παρ. 5 Συντάγματος τίθεται υπό την αίρεση της τροποποίησης ή μη μιας σειράς έτερων (ακόμη και νεοπαγών) συνταγματικών διατάξεων (όπως του άρθρου 32, παρ. 4 Συντάγματος για την ανάδειξη του ΠτΔ)[74]. Υπό αυτά τα δεδομένα η προαναφερθείσα πρόταση μπορεί να αποβεί φενάκη, καθότι ενδέχεται να οδηγήσει, απλώς, στη μετάθεση της εξουσίας επιλογής από ένα συλλογικό σε ένα μονοπρόσωπο -και εμμέσως νομιμοποιημένο- όργανο, η εκλογή του οποίου συναρτάται με την πλειοψηφία (ακόμη και σχετική) των βουλευτών[75]. Τούτο όχι μόνο δεν θα αποσοβούσε τις αιτιάσεις αναφορικά με τη χειραγώγηση της δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία, αλλά θα τις επεξέτεινε στο πρόσωπο του ΠτΔ, ο οποίος θα εμφανιζόταν ως ενδιάμεσος της κυβερνητικής πολιτικής. Η συνθήκη δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο αν συνυπολογισθεί η εκπεφρασμένη επιθυμία της συμπολίτευσης να κινηθεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, περιορίζοντας σε την προεδρική θητεία σε μία[76], καθιστώντας τον ΠτΔ «πλήρως αναλώσιμο»[77] αλλά και πολιτικά ανεύθυνο. Ακόμη όμως και αν υιοθετούταν πλήρως η σχολιαζόμενη κατασκευή, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επιτύγχανε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, αφού είναι θεσμικά αντιφατική. Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, «η Κυβέρνηση θα είχε τις προτιμήσεις της, η αντιπολίτευση τις δικές της, το δικαστικό σώμα τις δικές του και ο ΠτΔ (…) χωρίς λόγο (…) θα μείωνε την απόσταση και την ουδετερότητά του»[78], δίχως μάλιστα να διαθέτει κανενός είδους εχέγγυο ευθυκρισίας σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο όργανο της πολιτείας.
Επιλογή της ηγεσίας από τη Βουλή
Οι προαναφερθέντες λόγοι, παρότι αναδεικνύουν τα ουσιώδη μειονεκτήματα της ανωτέρω ανάπτυξης, δεν υποβαθμίζουν την αναλυτική της σημασία. Πράγματι, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986[79] εγκαθιδρύθηκε, εντός της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, ένας ισχυρός πόλος εξουσίας με επίκεντρο τον πρωθυπουργό, ο οποίος παραπέμπει έντονα στον κοινοβουλευτισμό τύπου Westminster. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιρροή του κυβερνώντος σχήματος μοιάζει να διαχέεται σε κάθε έκφανση της κρατικής κυριαρχίας. Χαρακτηριστικά, ο Πρωθυπουργός, του οποίου το κόμμα διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είναι κυρίαρχος στο Υπουργικό του Συμβούλιο (άρθρο 37, παρ. 1 Συντάγματος) και στο Κοινοβούλιο (άρθρο 84 Συντάγματος). Συνεπώς, θέτει υπό τον έλεγχό του την κοινοβουλευτική και νομοπαραγωγική διαδικασία (άρθρα 82, παρ. 1 και 73, παρ. 1 Συντάγματος), δύναται να διαλύσει πρόωρα τη Βουλή (άρθρο 41, παρ. 2 Συντάγματος), κατευθύνει τη δημόσια διοίκηση (άρθρα 85 και 103 Συντάγματος) και καθορίζει την ηγεσία των Ανωτάτων Δικαστηρίων (άρθρο 90, παρ. 5 Συντάγματος)[80]. Ως εκ τούτου, το κέντρο βάρους της διάκρισης των λειτουργιών μετατοπίζεται από τη διαστολή ανάμεσα σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική λειτουργία στην τομή μεταξύ κυβερνητικής πλειοψηφίας και αντιπολιτευόμενης μειοψηφίας[81]. Με γνώμονα τις εξελίξεις αυτές, η επανανοηματοδότηση του κλασικού τριαδικού σχήματος περνά κατ’ ανάγκη μέσα από την εισαγωγή και κατοχύρωση μεταπλειοψηφικών διαδικασιών στο πολίτευμα, οι οποίες αποσκοπούν στο σχηματισμό ευρύτερων συναινέσεων. Η επιδίωξη της συναίνεσης, όχι μόνο ως πολιτικό πρόταγμα, αλλά ως συνταγματικός κανόνας[82], δεν έρχεται να υποκαταστήσει την αρχή της πλειοψηφίας, αλλά να την συμπληρώσει[83]. Ως εκ τούτου, οι μεταπλειοψηφικές εγγυήσεις δεν συνδέονται με τη χάραξη γενικής πολιτικής της χώρας (για την οποία αρμόδιο πρέπει να είναι το Υπουργικό Συμβούλιο· βλ. άρθρο 85 Συντάγματος) , αλλά πρωτίστως με τους θεσμούς αναπαραγωγής[84] και ελέγχου του δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης[85], ώστε το τελευταίο να διασώζεται από τις εσωτερικές αντιφάσεις[86] και κακοδαιμονίες του. Με βάση αυτό το σκεπτικό άλλωστε, το άρθρο 101Α, παρ. 2 Συντάγματος αναθέτει την επιλογή των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με απαιτούμενη πλειοψηφία των 3/5. Συναφώς, και με δεδομένη την έλλειψη επαρκών πολιτικών αντισταθμισμάτων[87], προτείνεται η μεταβίβαση της αρμοδιότητας επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης στη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία[88]. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι τα προεδρεία των Ανωτάτων δικαστηρίων θα έπρεπε να επιλέγονται είτε από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των 2/3 ή των 3/5[89] (δίχως να συναριθμούνται οι παρόντες)[90], είτε από της Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, είτε από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής με πλειοψηφία των 3/5[91]. Πάντως, μεταξύ των τριών αυτών εκδοχών ορθότερη εμφανίζεται η πρώτη, αφού τόσο η Διάσκεψη των Προέδρων, όσο και η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής αποτελούν κοινοβουλευτικά όργανα με ρευστή σύνθεση, η οποία δύναται να αλλοιωθεί με μία απλή τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής.
Παραταύτα, ούτε αυτή η προσέγγιση έχει διαφύγει της κριτικής. Καταρχάς, διατυπώνονται αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα μίας τέτοιας επιλογής, αφού η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει[92] ότι η θεώρηση των μεταπλειοψηφικών διαδικασιών από τους κομματικούς φορείς είναι συχνά διαλυτική[93]. Μάλιστα, η αδυναμία σύμπραξης σπανίως σχετίζεται με λόγους που αφορούν την επίδικη διαδικασία και συνήθως έχει να κάνει με ζητήματα που άπτονται της τρέχουσας πολιτικής. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να εξευρεθεί συναινετική λύση, μιας και ο πυρήνας της αντιπαράθεσης έγκειται σε «προβλήματα» που υπερβαίνουν την υφιστάμενη διαδικασία και τις διαφαινόμενες εναλλακτικές. Εντούτοις, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η ως άνω αντινομία, θα μπορούσαν να προταθούν είτε η παράταση της θητείας των απερχόμενων προεδρείων (κατά τρόπο ανάλογο του άρθρου 101Α, παρ. 2 Συντάγματος), είτε η προσωρινή άσκηση των σχετικών καθηκόντων από τους αρχαιότερους δικαστικούς λειτουργούς/αντιπροέδρους[94].
Με τη σειρά τους ωστόσο, και οι ανωτέρω προτάσεις ανοίγουν έναν νέο κύκλο ενστάσεων. Συγκεκριμένα, διερωτάται κανείς εάν η παράταση της θητείας των ηγεσιών θα συμβάδιζε με την αυστηρή διατύπωση του άρθρου 90, παρ. 5, εδ. β΄ Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Η θητεία του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων των διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών ακόμη και αν ο δικαστικός λειτουργός που κατέχει τη θέση δεν καταλαμβάνεται από το όριο ηλικίας». Και μολονότι δεν υπάρχουν αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος[95], η καθιέρωση σχετικής εξαίρεσης θα αναιρούσε σε μεγάλο βαθμό τη ratio της προμνημονευθείσας διάταξης, η οποία αποσκοπεί στην αποφυγή «δημιουργίας μακροχρόνιων «καταστάσεων» στα Ανώτατα δικαστήρια»[96], αφού δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί ένα χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου οι πολιτικές δυνάμεις θα συνέκλιναν τελικώς σε κάποια λύση. Η θέσπιση, δε, ανώτατου χρονικού ορίου παράτασης της θητείας, χωρίς, ωστόσο, να έχει επιλεγεί ο αντικαταστάτης, κρίνεται αλυσιτελής, καθότι θα αναβίωνε τη συνθήκη την οποία, εξαρχής, κλήθηκε να αντιμετωπίσει.
Από την άλλη, ούτε η ανάθεση της αρμοδιότητας στους αρχαιότερους δικαστές/αντιπροέδρους φαίνεται ικανοποιητική λύση, όχι μόνον επειδή η επετηρίδα εκλαμβάνεται ως ένα παρωχημένο σύστημα που αδυνατεί να εγγυηθεί την -έστω και προσωρινή- επιλογή προσώπων που διαθέτουν τις απαιτούμενες διοικητικές και οργανωτικές δεξιότητες[97], αλλά, πολύ περισσότερο, επειδή θα διαμορφώνονταν οι προϋποθέσεις επίτασης της διαπλοκής μεταξύ της (εκ των πραγμάτων, θα έλεγε κανείς) ηγεσίας του δικαστικού σώματος και των εγχώριων πολιτικών ελίτ. Οι τοποθετούμενοι στις κενούμενες θέσεις, οι οποίοι είναι εύλογο να προσδοκούν, ακόμη και να επιδιώκουν, τη μονιμοποίησή τους, αμφιταλαντευόμενοι μεταξύ δικαστικού ακτιβισμού και ακραίας δικαστικής αυτοσυγκράτησης, δεν θα λειτουργούσαν μόνο ως δέκτες, αλλά και ως πομποί ασφυκτικών πιέσεων από και προς τις κοινοβουλευτικές ομάδες, με απώτερο στόχο την κατάληψη του πολυπόθητου αξιώματος. Αυτός ο διαφαινόμενος κίνδυνος δεν είναι αμελητέος, ούτε μπορεί να ανασχεθεί με πρόβλεψη ασυμβιβάστου κατά το οποίο οι προσωρινά ασκούντες χρέη επικεφαλής της δικαιοσύνης να μην δύνανται να καταλάβουν τις εν λόγω θέσεις. Ένας τέτοιος περιορισμός εμφανίζεται δυσανάλογος και αντιπαραγωγικός, καθότι ενδέχεται -άκριτα- να στερήσει την οικεία δικαιοδοσία από έναν καταξιωμένο και ικανό υποψήφιο διοικητή.
Επιστρέφοντας στον αρχικό προβληματισμό (αναφορικά με την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης στην Ολομέλεια της Βουλής), στην ανωτέρω κριτική μπορεί να αντιταχθεί ότι ερείδεται σε εμπειρικές εκτιμήσεις. Τούτες αναπαράγονται υπό μορφή αυτοεκπληρούμενης προφητείας[98], στο πλαίσιο μίας συνταγματικής πολιτικής χαμηλών προσδοκιών η οποία παραγνωρίζει τον «παιδαγωγικό» χαρακτήρα των διατάξεων του καταστατικού χάρτη και τη δυνατότητά τους να συμβάλλουν στην αλλαγή της υπάρχουσας θεσμικής και πολιτικής «κουλτούρας»[99]. Εντούτοις, η εισαγωγή στον θεμελιώδη νόμο μιας θνησιγενούς διάταξης, της οποίας η καταστρατήγηση είναι -σχεδόν- προδιαγεγραμμένη, αποτελεί δείγμα προβληματικής «συνταγματικής μηχανικής». Εξ αυτού του λόγου, απήχηση έχει βρει μία παραλλαγή της «καθαρής» εκδοχής, σύμφωνα με την οποία η Βουλή που αποτυγχάνει να αναδείξει τη νέα ηγεσία της δικαιοσύνης, εντός ενός προκαθορισμένου αριθμού συνεδριάσεων (ενδεχομένως και με διαβαθμισμένες πλειοψηφίες, όχι όμως με απόλυτη ή σχετική)[100], θα πρέπει να δέχεται μια «ιδιόμορφη κύρωση»[101]. Συγκεκριμένα, προτείνεται η αφαίρεση της εν λόγω αρμοδιότητας από τη λαϊκή αντιπροσωπεία και η μεταβίβασή της σε άλλο όργανο του κράτους[102].
Σε αυτό το σημείο, όμως, αναδύονται και τα περισσότερα προβλήματα. Ποιο όργανο θα είχε τη νομιμοποίηση ή το κύρος να επιλύσει μια τόσο οξεία πολιτική αντιπαράθεση, χωρίς να κατηγορηθεί για μεροληψία; Οι επιλογές είναι πεπερασμένες, καμία όμως δεν κρίνεται ικανοποιητική. Η ανάθεση της αρμοδιότητας στο Υπουργικό Συμβούλιο θα ευνοούσε απολύτως την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και θα διαρρήγνυε κάθε προοπτική συνεργασίας· η ανάθεση στον ΠτΔ ως υπερκομματικό ρυθμιστή του πολιτεύματος θα έπληττε την ιδιότητά του ως συμβόλου της εθνικής ενότητας· η ανάθεση στην Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου θα έφερνε τη νομοθετική και τη δικαστική λειτουργία σε ευθεία αντιπαράθεση. Πάντως, στο πλαίσιο μίας κοινοβουλευτικής διαδικασίας επιλογής, ο ΠτΔ θα μπορούσε πράγματι να διαδραματίσει έναν ευεργετικό ρόλο κατά τρόπο ανάλογο του άρθρου 37, παρ. 3 Συντάγματος, καλώντας τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών ομάδων σε σύσκεψη με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.
Τέλος, ένα ακόμη ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο η Βουλή θα καταλήξει στην απόφασή της. Επισημαίνεται ότι η ακρόαση των υποψηφίων, συνεπάγεται οπωσδήποτε συνεδρίαση του συλλογικού οργάνου, κατά τη διάρκεια της οποίας οι υποψήφιοι θα κληθούν να απαντήσουν σε ερωτήσεις που ελάχιστη συνάφεια έχουν με το αντικείμενο της διαδικασίας, μιας και η πλειοψηφία των βουλευτών δεν διατηρεί ενεργό σχέση με τα λειτουργικά δεδομένα της δικαιοσύνης[103]. Συνακόλουθα, εμφανίζεται σφόδρα πιθανό η συζήτηση να περιστραφεί γύρω από τις ηθικοπολιτικές και συνταγματικές αντιλήψεις των δικαστικών λειτουργών σε σχέση με επίμαχα ζητήματα της επικαιρότητας[104]. Βεβαίως, οι παραδοχές αυτές δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να εκληφθούν αρνητικά, ιδίως αν θεωρηθεί «υποκριτική η άποψη ότι το δίκαιο είναι υπεράνω της πολιτικής και ότι οι δικαστές ξεχνούν προσωρινά τις πολιτικές τους προτιμήσεις όταν δικάζουν»[105]. Τούτων λεχθέντων, αποτελεί γεγονός ότι η ανωτέρω προσέγγιση[106] είναι ξένη προς την ελληνική νομική παράδοση και δύσκολα θα μπορούσε να συμβιβασθεί με το ευρύτερο συνταγματικό πλαίσιο για τη λειτουργία της δικαιοσύνης[107]. Ως εκ τούτου, υποστηρίζεται ότι θα ήταν προτιμότερο η Βουλή να κρίνει βάσει του φακέλου των υποψηφίων, συνεπικουρούμενη από ειδικούς/εμπειρογνώμονες που θα συνέτασσαν ειδικές εκθέσεις[108].
Διατήρηση της αρμοδιότητας στο Υπουργικό Συμβούλιο
Με βάση τα ως άνω δεδομένα, γίνεται αντιληπτό ότι το σύνολο των προτεινόμενων λύσεων εμφανίζει μειονεκτήματα, αντιφάσεις και ατέλειες, οι οποίες είναι δύσκολα προσπελάσιμες.
Τα ελαττώματα της επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης από το Υπουργικό Συμβούλιο είναι επίσης γνωστά. Ωστόσο, η ανωτέρω περιήγηση αποκαλύπτει ότι ο συντακτικός νομοθέτης κλήθηκε να συνεκτιμήσει το σύνολο των αναδυόμενων εναλλακτικών κατά τη διαμόρφωση του άρθρου 90 Συνταγματικά, το οποίο οφείλει να «αναγιγνώσκεται» συνολικά και όχι αποσπασματικά. Δεν πρέπει, λοιπόν, να παραγνωρίζεται ότι στις παρ. 1-4 του οικείου άρθρου κατοχυρώνεται η ευρύτατη αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης, μέσω του θεσμού των ΑΔΣ[109], τα οποία είναι αρμόδια να αποφασίζουν για τις «προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις» των δικαστικών λειτουργών μέχρι και τον βαθμό των «συμβούλων της Επικρατείας, αρεοπαγιτών, αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Προέδρων Εφετών και Εισαγγελέων Εφετών, καθώς και για την επιλογή των μελών των Γενικών Επιτροπειών των διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου»[110]. Και ενώ πράγματι θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι στη σύνθεση των ΑΔΣ μετέχουν υποχρεωτικά ex officio οι ανώτεροι μεταξύ των ανώτατων δικαστικών λειτουργών (που τοποθετούνται στην εν λόγω θέση από την Κυβέρνηση λόγω της παρ. 5, προεκτείνοντας την επιρροή της εντός του ΑΔΣ), δεν πρέπει να λησμονείται ότι η παρ. 3 του άρθρου 90 Συντάγματος καθιερώνει ατομικό δικαίωμα δημοσίου δικαίου[111] δυνάμει του οποίου η αμφισβητούμενη απόφαση μπορεί να προσβληθεί στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου (η οποία απαρτίζεται από μέλη που έχουν προαχθεί με απόφαση των ΑΔΣ και όχι της Κυβέρνησης)[112]. Τούτες οι συνταγματικές προβλέψεις περιορίζουν κατ’ ουσία στο ελάχιστο[113] τη θεσμική και επίσημη παρέμβαση της εκτελεστικής λειτουργίας στο ελληνικό δικαστικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, το Υπουργικό Συμβούλιο καλείται να επιλέξει από μία περιορισμένη δεξαμενή υποψηφίων, η οποία έχει διαμορφωθεί ύστερα από επάλληλες κρίσεις των συναδέλφων τους. Υπό αυτή την έννοια, «αν (…) οι επιλογές της ηγεσίας της δικαιοσύνης δεν γίνονται με αξιοκρατικά (…) κριτήρια, τότε δεν έχουν αποτύχει οι θεσμοί, αλλά αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων οι επιλέγοντες και οι επιλεγόμενοι. Και επιλέγοντες εδώ δεν είναι μόνο τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά και τα μέλη των ΑΔΣ που έχουν προηγουμένως προαγάγει (και άρα καταστήσει επιλέξιμους) μέτριους λειτουργούς της δικαιοσύνης στο ΣτΕ, τον ΑΠ ή το ΕλΣυν»[114].
Επιπροσθέτως, -για την πληρότητα του νομικού λόγου- χρειάζεται να επισημανθεί ότι η ηγεσία -εντός του δικαστικού σώματος- δεν ταυτίζεται εννοιολογικά (ως προς την έκταση και το εύρος των εξουσιών επί των υφισταμένων) με την ηγεσία της δημόσιας διοίκησης, των σωμάτων ασφαλείας ή του στρατού[115]. Οι δικαστικοί λειτουργοί εξακολουθούν να παραμένουν ανεξάρτητοι κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων και έναντι των προϊσταμένων τους[116]. Βεβαίως, δεν πρέπει να υποτιμάται η επίδραση των προέδρων και των αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων στη διαμόρφωση της νομολογίας τους, στην οποία τείνουν να προσαρμόζονται οι αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων[117]. Εντούτοις, η ποιότητα της απονεμόμενης δικαιοσύνης υπερβαίνει τη δικαστική αίθουσα, καθώς άπτεται της ορθής οργάνωσης και λειτουργίας ενός ευρύτερου μηχανισμού, ο οποίος αποτελείται από έμψυχο δυναμικό, υλικούς και άυλους πόρους. Συνεπώς, στη θέση των επικεφαλής της εκάστοτε δικαιοδοσίας ορθό είναι να τοποθετούνται πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν αντίστοιχες δεξιότητες, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δραστηριότητά της[118]. Η επιτυχής έκβαση ή μη αυτού του διακυβεύματος αποτελεί από μόνη της επαρκές κριτήριο απόδοσης πολιτικής ευθύνης[119], πολλώ δε μάλλον εφόσον διαπιστώνονται φαινόμενα διαπλοκής μεταξύ της Κυβέρνησης και του δικαστικού σώματος. Άλλωστε, αν τα δημοσκοπικά ευρήματα έχουν κάποια σημασία, το γεγονός ότι η υποχώρηση των ποσοστών της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην πρόθεση ψήφου συμβαδίζει με την διόγκωση της δυσπιστίας σχετικά με την ανεξαρτησία της ηγεσίας της δικαιοσύνης παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Υπό αυτή την έννοια η νομιμοποίηση της δικαιοσύνης επιτυγχάνεται διπλά, όχι μόνο επειδή η κορυφή της διασταυρώνεται με ένα όργανο το οποίο ανάγεται (έστω και έμμεσα) στο εκλογικό σώμα, αλλά πολύ περισσότερο επειδή η ορθή λειτουργία της καθίσταται αντικείμενο ελέγχου από το σώμα των πολιτών και τους αντιπροσώπους αυτών εντός του Κοινοβουλίου με συγκεκριμένο αποδέκτη και άμεσες γι’ αυτόν συνέπειες.
Τέλος, διαφωτιστικά είναι τα συγκριτικά δεδομένα, τα οποία αποκαλύπτουν ότι το άρθρο 90, παρ. 5 Συντάγματος δεν υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο διασταύρωσης της εκτελεστικής με τη δικαστική λειτουργία[120].[121] Συναφώς, το ΕΔΔΑ -με τη γνωστή πλέον απόφασή «Ζολώτας κατά Ελλάδος»- έχει διαγνώσει ότι ο διορισμός του προέδρου του ΑΠ από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορεί να εκληφθεί ως πλήγμα στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, εφόσον, αφής στιγμής διορισθεί, δεν υπόκειται σε εντολές, οδηγίες ή παρεμβάσεις εκπροσώπων της εκτελεστικής λειτουργίας[122].
Τίς πταίει;
Από την ανάλυση που προηγήθηκε καθίσταται σαφές ότι το ουσιαστικό πρόβλημα δεν έγκειται στο αποφασίζον όργανο[123], αλλά σε έτερες ατέλειες του άρθρου 90 Συντάγματος, «πονηρίες» και παραλείψεις του τυπικού νομοθέτη, οι οποίες ενεργοποιούν ή και οξύνουν τις παθογένειες της επιλογής ανάθεσης της εν λόγω αρμοδιότητας στο Υπουργικό Συμβούλιο. Σε επίπεδο συνταγματικής διάταξης, προβληματική φαίνεται να είναι η απεριόριστη ευχέρεια της Κυβέρνησης να διορίζει αναιτιολόγητα τα προεδρεία των Ανωτάτων δικαστηρίων[124]. Η επανεξέταση αυτού του ζητήματος εμφανίζεται επιτακτική ενόψει της απόφασης του ΕΔΔΑ Guðmundur Andr Ástráðsson κατά Ισλανδίας, σύμφωνα με την οποία η αναιτιολόγητη απόκλιση της εισήγησης του Υπουργού δικαιοσύνης προς το Κοινοβούλιο σε σχέση με την υποβληθείσα πρόταση από το ισλανδικό ΑΔΣ -αναφορικά με το διορισμό δικαστών στο εφετείο- έπληξε τη δικαστική ανεξαρτησία, αφού δεν παρατέθηκαν ούτε αντιπαραβλήθηκαν τα προσόντα των παραλειφθέντων υποψηφίων[125]. Σε επίπεδο, δε, τυπικού νόμου η «ρίζα των δεινών» εντοπίζεται στον ραγδαίο πολλαπλασιασμό -με νομοθετικές ρυθμίσεις- των θέσεων των αντιπροέδρων των ΣτΕ, ΑΠ και ΕλΣυν, χωρίς καμία αντιστοίχιση προς τις λειτουργικές ανάγκες των τελευταίων[126].[127] Αυτή τη στιγμή, σε κάθε ένα από τα ανώτατα δικαστήρια προβλέπονται δέκα θέσεις αντιπροέδρων (συνολικά: 30 αντιπρόεδροι)[128]. Τέλος, ο νομοθέτης έχει αφήσει αρρύθμιστα ορισμένα πεδία, τα οποία εκ των πραγμάτων καταλείπουν στους ιεραρχικά προϊστάμενους δικαστές ευρεία περιθώρια άτυπης εξουσίας έναντι των συναδέλφων τους, όπως η δυνατότητα των Προέδρων των Τμημάτων[129] να καθορίζουν τη σύνθεση αμέσως πριν την εκδίκαση μιας υπόθεσης[130]. Ως γνωστόν, η σύνθεση του δικάζοντος δικαστηρίου ενδέχεται να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της εκάστοτε δίκης, ενώ αναγνωρίζεται ως παράγοντας που συμβάλλει στην μεταβολή της νομολογίας[131].
Το πλέγμα των προτεινόμενων λύσεων
Εκ προοιμίου, επισημαίνεται ότι για την αντιμετώπιση των αναφυόμενων προβλημάτων αρκεί να λάβει χώρα ένας συνδυασμός διορθωτικών κινήσεων, χωρίς να απαιτείται μια ευρεία μεταρρύθμιση με απρόβλεπτες συνέπειες[132]. Ασπαζόμενο αυτή την αντίληψη, ένα τμήμα της θεωρίας προτείνει την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 90 Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία το απαράδεκτο της παρ. 6 «δεν έχει την έννοια ότι η απόφαση προεπιλογής των δικαστικών λειτουργών για την προαγωγή τους δεν πρέπει να αιτιολογείται»[133]. Η πρόταση αυτή, εστιάζοντας στην ανάγκη αιτιολογίας, συνταγματοποιεί παραπλεύρως μια διαδικασία προεπιλογής των υποψήφιων προς προαγωγή με βάση τα κριτήρια που θέτει ο κοινός νομοθέτης. Εφόσον τούτο ισχύσει, τότε κάθε επόμενη τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ οφείλει να διαρθρώνει τη διαδικασία προαγωγής σε περισσότερα στάδια, δηλαδή: α) προεπιλογή υποψηφίων, β) αιτιολόγηση αυτής βάσει των κριτηρίων του εκτελεστικού νόμου, γ) γνώμη αρμόδιου οργάνου, δ) τελική επιλογή Υπουργικού Συμβουλίου). Αντίθετα, εάν η ερμηνευτική δήλωση έχει το νόημα ότι μόνον εφόσον ο κοινός νομοθέτης επιλέξει να καταστρώσει τη διαδικασία τοιουτοτρόπως, τότε υποχρεούται να αιτιολογεί, γίνεται κατανοητό πως η σχετική παρέμβαση δεν αποφέρει και πολλά οφέλη.
Πειστικότερη εμφανίζεται η θέση, κατά την οποία η πολύπλοκη διαδικασία προεπιλογών που καθιερώνει το άρθρο 59 ΚΟΔΚΔΛ πρέπει να καταργηθεί πλήρως. Αντ’ αυτής προτείνεται να εισαχθεί στο άρθρο 90, παρ. 5 Συντάγματος μία νέα διαδικασία, κατά την οποία ένα όργανο θα επιφορτίζεται με τη διαμόρφωση ενός περιορισμένου καταλόγου υποψηφίων προς προαγωγή. Με τη σειρά του, ο κατάλογος αυτός θα δεσμεύει το Υπουργικό Συμβούλιο να επιλέγει μεταξύ των μελών του. Η λύση αυτή φαίνεται ισορροπημένη και συγκεράζει ικανοποιητικά το σύνολο των παραμέτρων. Εντούτοις, σε αυτό το σημείο ανακύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα αναφορικά με την ταυτότητα του ως άνω οργάνου. Το εν λόγω ζήτημα απασχόλησε ζωηρά τη Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή.
Το 2001 η αξιωματική αντιπολίτευση κατέθεσε μια ενδιαφέρουσα πρόταση, σύμφωνα με την οποία η προεπιλογή των υποψήφιων αντιπροέδρων θα έπρεπε να γίνεται από τις Ολομέλειες των οικείων Ανωτάτων Δικαστηρίων και των Προέδρων από τους Αντιπροέδρους. Ωστόσο, αν και η προσέγγιση αυτή έμοιαζε -καταρχήν- να διαμοιράζει τα πρωτεία μεταξύ δικαστικού σώματος και πολιτικού συστήματος, εντούτοις μάλλον επρόκειτο να τροφοδοτήσει την αδυναμία που κλήθηκε να θεραπεύσει, καθότι εγκλώβιζε τη διαδικασία στον μικρό στεγανό κύκλο των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών για τους οποίους υπάρχουν -διαχρονικά- υπόνοιες ότι συναλλάσσονται με την εκτελεστική λειτουργία[134].
Αντίθετα, αρκετά πρωτοποριακή εμφανίζεται η πρόταση της τότε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η προεπιλογή των υποψηφίων να ανατεθεί σε ένα -ενιαίο για όλους τους κλάδους- ειδικό ΑΔΣ, το οποίο θα αποτελούνταν κατά τα 2/3 από δικαστικούς λειτουργούς και κατά το 1/3 από τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών της χώρας και εκπροσώπους των Δικηγορικών Συλλόγων που έχουν τα προσόντα να μετέχουν στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων[135]. Η σύλληψη αυτή εναρμονίζεται σε μεγάλο βαθμό με τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τα δικαστικά συμβούλια[136], αφού ανοίγει τη διαδικασία στους συλλειτουργούς της δικαιοσύνης και σε άλλους stakeholders[137], διατηρώντας, όμως, παράλληλα την πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών[138] που αποτελεί sine qua non της δικαστικής ανεξαρτησίας. Βελτιωτική προσαρμογή, η οποία θα καθιστούσε απολύτως επίκαιρη την ανωτέρω πρόταση θα ήταν η στελέχωση του ειδικού ΑΔΣ από μέλη εκλεγμένα και όχι κληρωτά[139], αλλά και μέλη αποκλειστικής απασχόλησης[140], με θητεία μεγαλύτερη του ενός έτους. Η προσέγγιση αυτή μοιάζει να είναι η ενδεδειγμένη.
Πάντως το δικονομικό απαράδεκτο που καθιερώνει το άρθρο 90, παρ. 6 Σ -κατά το μέρος που αφορά την επιλογή των προεδρείων των Ανωτάτων δικαστηρίων- κρίνεται σκόπιμο να διατηρηθεί και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση[141]. Η τυχόν κατάργησή του θα είχε πολύ σοβαρές συνέπειες με άμεσο αποδέκτη την ίδια τη δικαιοσύνη. Καταρχάς, όπως έχει ήδη σημειωθεί, το ΣτΕ θα καθίστατο τελικός κριτής του διορισμού των επικεφαλής των Ανωτάτων Δικαστηρίων σε όλες τις δικαιοδοσίες, «υφαρπάζοντας» ένα τμήμα των προνομίων του Υπουργικού Συμβουλίου. Πολύ περισσότερο όμως, θα προκαλούταν ανασφάλεια δικαίου μιας και οι διορισθέντες στις μείζονες θέσεις της δικαιοσύνης θα ασκούσαν το έργο τους υπό τη σκιά της πιθανής ακύρωσης του διορισμού τους (και ειδικά στην περίπτωση του ΣτΕ, με απόφαση των υφισταμένων τους). Παράλληλα, ανακύπτουν και μια σειρά από ερωτήματα. Πώς θα προσλάμβανε η κοινή γνώμη το γεγονός ότι το ΣτΕ, ο ΑΠ ή το ΕλΣυν ήταν κατ’ ουσία ακέφαλα κατά την εκδίκαση σημαντικών υποθέσεων και τι εντύπωση θα σχηματιζόταν για την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους[142]; Πώς θα αντιμετωπίζονταν οι πιθανές αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης κατά των ΠΔ; Αν γίνονταν δεκτές με ποιόν τρόπο θα καλύπτονταν τα κενά; Ποια θα ήταν η τύχη των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τη σύνθεση στην οποία μετείχε ο ακύρως προαχθείς;
Όλα αυτά συντείνουν στην διατήρηση του δικονομικού απαραδέκτου του άρθρου 90, παρ. 6 Συντάγματος, το οποίο φαίνεται να εναρμονίζεται με τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ αναφορικά με τη δυνατότητα αποκλεισμού παροχής έννομης προστασίας στους δημόσιους λειτουργούς[143]. Με την απόφαση Eskelinen κατά Φινλανδίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι εφόσον α) έχει αποκλεισθεί ρητώς από την εθνική νομοθεσία η πρόσβαση σε δικαστήριο για μια κατηγορία υπαλλήλων ή για συγκεκριμένες θέσεις και β) ο αποκλεισμός αυτός δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος[144], τότε τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Επισημαίνεται, δε, ότι το αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να σχετίζεται με την άσκηση κρατικής εξουσίας ή να θέτει εν αμφιβόλω έναν ιδιαίτερο δεσμό εμπιστοσύνης και αφοσίωσης του δημοσίου λειτουργού ή υπαλλήλου με το Κράτος[145]. Ως προς την τελευταία αυτή παράμετρο, το ΕΔΔΑ παγίως κάνει δεκτό ότι η απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς μία δημόσια υπηρεσία, αλλά μία τόσο σημαντική έκφανση της κρατικής κυριαρχίας, ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί δικαιολογημένα να αποκλείονται από την παροχή έννομης προστασίας (εφόσον κάτι τέτοιο προβλέπεται ρητά από τον νομοθέτη ως αντικειμενικός λόγος δημοσίου συμφέροντος)[146]. Βεβαίως, με τις αποφάσεις Bilgen και Eminagaoglu κατά Τουρκίας η νομολογία του δικαστηρίου μεταστράφηκε, δίδοντας έμφαση κυρίως στην αναγκαιότητα κατοχύρωσης της δικαστικής ανεξαρτησίας, η οποία δύσκολα συμβιβάζεται με την απαίτηση εμπιστοσύνης και αφοσίωσης προς την εκτελεστική εξουσία[147]. Τούτο, όμως, ορθώς γίνεται δεκτό για τους εν γένει δικαστικούς λειτουργούς, όχι όμως και για την ηγεσίας τους.
Τέλος, σε επίπεδο τυπικού νόμου μπορούν άμεσα να ληφθούν μέτρα ικανά να αποσοβήσουν τις αντινομίες του ισχύοντος πλαισίου. Καταρχάς, θα μπορούσαν να καταργηθούν οι εικοσιεπτά (27) από τις τριάντα (30) θέσεις Αντιπροέδρων στα Ανώτατα Δικαστήρια και να διατηρηθεί μόνο μία σε κάθε ένα από αυτά «έτσι ώστε ο/η αντιπρόεδρος να είναι πράγματι αυτό που υποδηλώνει ο όρος, δηλαδή αναπληρωτής του/της προέδρου»[148]. Άλλωστε και το γράμμα του άρθρου 90, παρ. 5 Συντάγματος («θέσεις αντιπροέδρου») φαίνεται να συγκλίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, η νομοθετική κατάργηση των πλεοναζουσών θέσεων των αντιπροέδρων χρήσιμο θα ήταν να συνοδευθεί από προσθήκη σχετικής ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 90 Συντάγματος, με την οποία να διευκρινίζεται ότι δεν επιτρέπεται η θέσπιση περισσότερων της μιας (ή δύο) θέσεων αντιπροέδρου σε καθένα από τα τρία Ανώτατα Δικαστήρια[149]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι ο τυπικός νομοθέτης δεν θα υποπέσει σε παλινωδίες. Η προπεριγραφείσα μεταρρύθμιση θεωρείται εξέχουσας σημασίας, αφού θα περιόριζε τον κύκλο των ενδιαφερόμενων προσώπων (του άρθρου 90, παρ. 5 Συντάγματος) σε επτά (7). Περαιτέρω, ευεργετική κρίνεται και η εισαγωγή μίας ουδέτερης-αυτόματης διαδικασίας καθορισμού των συνθέσεων, ώστε να συρρικνωθεί η δυνατότητα άσκησης επιρροής του προεδρεύοντος σε κάθε Τμήμα (δηλαδή, των Αντιπροέδρων). Η πρόταση αυτή απορρέει από τις αρχές της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας της δικαιοσύνης και συμβάλλει στη θετική κοινωνική της πρόσληψη, ενισχύοντας τη νομιμοποίησή της[150].
Καταληκτικές σκέψεις
Τούτων λεχθέντων, η μεταρρύθμιση του άρθρου 90 παρ. 5 Συντάγματος και οι λοιπές νομοθετικές παρεμβάσεις πρόκειται να συμβάλλουν μόνον ως έναν βαθμό στον εξορθολογισμό της λειτουργίας της δικαιοσύνης και στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας της. Ωστόσο, το βαθύτερο ζήτημα της διαπλοκής ανάμεσα στο δίκαιο και την πολιτική δεν μπορεί να εξηγηθεί αμιγώς σε νομικό επίπεδο και πολύ περισσότερο δεν επιλύεται μέσω ενός διαρκούς «συνταγματικού φετιχισμού». Τα συντηρητικά δομικά χαρακτηριστικά του δικαίου, η κυρίαρχη νομική ιδεολογία[151] και η αυτοαντίληψη του δικαστικού σώματος ως οργανικής προέκτασης του κράτους[152] είναι μόνο μερικοί από τους παράγοντες που οδηγούν στην ώσμωση μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής λειτουργίας. Η άποψη ότι «η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστών (…) προϋποθέτει και ένα δικαστικό προσωπικό που έχει τη βούληση και την αντοχή να είναι ανεξάρτητο»[153] προσωποποιεί ένα συστημικό πρόβλημα. Τα θεσμικά προβλήματα, βέβαια, σπάνια μπορούν αντιμετωπισθούν μέσω της αναγωγής στα επιμέρους πρόσωπα που συγκροτούν τους θεσμούς.
[Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στους αγαπητούς φίλους Παναγιώτη Αρβανίτη, Σπύρο Κατσίμη και Δέσποινα Νάκου, οι οποίοι υπήρξαν διαρκείς συνομιλητές.]
[1] Δρόσος Γ., Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1996, σ. 15.
[2] Σημίτης Κ., Πολιτική-Κυβέρνηση-δίκαιο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1981, σ. 48-49.
[3] Μανιτάκης Α., «Η ατυχής νομοθετική τροποποίηση της διαδικασίας επιλογής των Προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων», : https://www.constitutionalism.gr/1645-i-atyhis-nomotetiki-tropopoiisi-tis-diadikasias-ep/ (πρόσβαση: 17.05.2025).
[4] Σύμφωνα με την απόφαση ΟλΣτΕ 435/2019 (σκέψη 3) η εν λόγω πρόταση αποτελεί «(…) προπαρασκευαστική πράξη της οικείας διαδικασίας, που τελειούται με την έκδοση του προεδρικού διατάγματος, στερείται εκτελεστού χαρακτήρος και, συνεπώς, απαραδέκτως προσβάλλεται αυτοτελώς (…).».
[5] Λαζαράτος Π., «Περί των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας κατ’ άρθρο 90 παρ. 5 Συντ.», ΘΠΔΔ 2019, σ. 481-482.
[6] Σπυρόπουλος Φ., Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020, Β’ Έκδοση, σ. 439.
[7] Τασόπουλος Γ., «Ο θεσμός της προσυπογραφής και η σχέση μεταξύ Προέδρου της Δημοκρατίας και Κυβέρνησης», https://www.constitutionalism.gr/2019-07-15-tassopoulos-proypografi/ (πρόσβαση: 17.05.2025).
[8] Για το ζήτημα της προσυπογραφής, βλ. αντί άλλων Χρυσόγονο Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022, σ.. 704 επ.
[9] ΟλΣτΕ 435/2019, σκέψη 3, αλλά και ΣτΕ 1793/2011, σκέψη 3.
[10] Προφανώς σε αυτή την περίπτωση ο όρος «πρόταση» δεν ταυτίζεται με την προπαρασκευαστική πράξη του άρθρου 20 του ΚΔΔ/σίας, αλλά αποτελεί αυτοτελή διοικητική πράξη.
[11] Χρυσανθάκης Χ., Εισηγήσεις Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, 2η Έκδοση, σ. 136.
[12] Πικραμένος Μ., «Η διαμόρφωση συνταγματικής πολιτικής στο χώρο της δικαιοσύνης: Επίκαιρες σκέψεις του Γιώργου Παπαδημητρίου» στο Σύνταγμα, Δημοκρατία και Πολιτειακοί Θεσμοί: Μνήμη Γιώργου Παπαδημητρίου, τόμ. 1, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2011, σ. 100.
[13] Τσιρωνάς Α., «Άρθρο 90», σε Σπυρόπουλου Φ./Κοντιάδη Ξ./Ανθόπουλου Χ./ Γεραπετρίτη Γ. (επιμ.), Σύνταγμα: Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017, σ. 1390.
[14] Ανδρουλάκης Β., «Ζητήματα Δικαστικής Ανεξαρτησίας», ΘΠΔΔ 2018, σ. 321.
[15] Παναγόπουλου-Κουτνατζή Φ., «Περί του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων», ΔιΔικ 2018, σ. 897.
[16] ΟλΣτΕ 1304/2019, σκέψη 4. Βλ., όμως, Γώγο Κ., «Η εφαρμογή των αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος για τους δικαστικούς λειτουργούς και την απονομή της δικαιοσύνης: Ένας απολογισμός», στο Κοντιάδη Ξ. (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση του 2001: τόμος 2, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2006, σ.. 742.
[17] Πικραμένος, «Η διαμόρφωση συνταγματικής πολιτικής», ό.π., σ. 100.
[18] Τσάτσος Θ. Δ., Πολιτεία, Εκδόσεις Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, 2022, σ. 305 επ., https://www.epoliteia.gr/wp-content/uploads/2022/04/ΠΟΛΙΤΕΙΑ.pdf (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[19] Τσάκνη Γ., Η διοίκηση της δικαιοσύνης , Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019, σ. 7-10.
[20] Παναγής Ν., «Η πλήρωση των κορυφαίων θέσεων των ανωτάτων δικαστηρίων στην ελληνική συνταγματική θεωρία και πράξη», ΤοΣ 2016, σ. 751 επ.
[21] ΟλΣτΕ 4356/1997, σκέψη 4. Με την εν λόγω απόφαση έγινε δεκτό ότι κωλύεται τόσο «η παρεμπίπτουσα, αμφισβήτηση του κύρους των πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου (…)»,όσο και ο έλεγχος του «χρόνου προαγωγής, που κι’ αυτός αποτελεί περιεχόμενο (…) της (ανωτέρω) αποφάσεως, την οποίαν ο συντακτικός νομοθέτης (…) θέλησε ανέλεγκτη». Επομένως, ελλείψει της δυνατότητας εξέτασης της ορθότητας του περιεχομένου των γενεσιουργών λόγων της αποζημιωτικής ευθύνης, οποιαδήποτε δυνατότητα, ακόμη και για χρηματική ικανοποίηση, εκλείπει. Για το ζήτημα αυτό βλ. Αργυρού Α., Αστική Ευθύνη του Δημοσίου: Το Δικαίωμα αποζημίωσης, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σ. 55-56.
[22] ΟλΣτΕ 1304/2019, σκέψη 4· ΟλΣτΕ 2512/2016, σκέψη 5· ΟλΣτΕ 114/2012, σκέψεις 7-8· ΟλΣτΕ 1757/2008, σκέψη 9· ΟλΣτΕ 1274/1993, σκέψη 5· ΟλΣτΕ 292/1984, σκέψη 6.
[23] Βουβονίκος Ε., Η απαγόρευση των κομματικών εκδηλώσεων των δικαστικών λειτουργών, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2022, σ. 18.
[24] ΟλΣτΕ 1304/2019, σκέψη 4· ΟλΣτΕ 2512/2016, σκέψη 5· ΟλΣτΕ 114/2012, σκέψη 3· ΟλΣτΕ 1757/2008, σκέψη 9.
[25] Βεγλερής Φ., «Τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας (ΣτΕ 105/81)», ΤοΣ 1981, σ. 447.
[26] ΟλΣτΕ 2512/2016, σκέψη 9, η οποία αναφέρει ότι «(…) στην έννοια της επιλογής, ως όρου της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης, δεν περιλαμβάνεται και η έκθεση των κριτηρίων και των λόγων που οδήγησαν το αρμόδιο όργανο στη σχετική κρίση, διότι προϋποθέτει την δυνατότητα ελέγχου της αιτιολογίας της κρίσης αυτής, η οποία όμως αντιστρατεύεται το απαράδεκτο της παραγράφου 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος, που διαφορετικά δεν θα είχε νόημα και σκοπό».
[27] Μανωλεδάκης Ι., Σκέψεις για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, Προβλήματα ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1988, σ. 54.
[28] Ωστόσο, υποστηρίζεται ότι εν προκειμένω δεν χωρεί εφαρμογή της θεωρίας των κυβερνητικών πράξεων, αφού απορρίπτονται ως απαράδεκτοι μόνο οι λόγοι που εκφεύγουν του άρθρου 90 παρ. 5 Σ (και όχι γενικά κάθε λόγος), Βλ. Τασόπουλου Γ., Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2007, σ. 160.
[29] Γώγος Κ., «Άρθρο 90», σε Βλαχόπουλου Σ./ Κοντιάδη Ξ./Τασόπουλου Γ., Σύνταγμα: Ερμηνεία κατ΄ άρθρο, 2023, σ. 22, https://www.syntagmawatch.gr/wp-content/uploads/2023/11/Άρθρο-90-me-cover.pdf (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[30] Βλ. ενδεικτικά την απόφαση ΟλΣτΕ 1991/1990, σκέψη 4, η οποία αφορά στο ζήτημα της παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας από πλευράς του Υπουργού Δικαιοσύνης να εκκινήσει της διαδικασία υπηρεσιακής εξέλιξης δικαστικού λειτουργού με την υποβολή ερωτήματος (για πλήρωση κενής θέσης) στο οικείο ΑΔΣ.
[31] Λαζαράτος Π., «Περί των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας», σ. 482.
[32] Σύμφωνα μάλιστα με μερίδα της θεωρίας που επικαλούταν και την ιδιότητα του ΠτΔ ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα να μην υπογράψει -κατά συνθήκη του πολιτεύματος- πρόταση διορισμού στην ηγεσία της δικαιοσύνης, εφόσον η χώρα βρίσκεται κατ’ ουσία σε προεκλογική περίοδο, βλ. αντί άλλων Κοντιάδη Ξ., «Αντισυνταγματικός ο διορισμός της ηγεσίας δικαστηρίων»
www.syntagmawatch.gr/trending-issues/antisyntagmatikos-o-diorismos-tis-igesias-ton-dikastirion/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[33] Τασόπουλος Γ., Ο θεσμός της προσυπογραφής και η σχέση μεταξύ Προέδρου της Δημοκρατίας και Κυβέρνησης, https://www.constitutionalism.gr/2019-07-15-tassopoulos-proypografi/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[34] Υπό την έννοια ότι η ερμηνεία του περιεχομένου του οικείου άρθρου δεν συναρτάται με τις άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές. Ρήγμα σε αυτή τη νομολογία αποτέλεσε η απόφαση ΟλΣτΕ 435/2019, η οποία έκρινε ότι απαιτείται προηγούμενη συναίνεση του δικαστικού λειτουργού για την προαγωγή του σε θέση Επιτρόπου ΕλΣυν.
[35] Η γνώμη δεν θα μπορούσε να είναι σύμφωνη, καθότι τούτο θα παραβίαζε την ευρύτατη διακριτική ευχέρεια που καταλείπει στο Υπουργικό Συμβούλιο το άρθρο 90, παρ. 5 Συντάγματος. Βλ., όμως, και την αντίθετη γνώμη της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, https://daily.nb.org/nomika-nea/enosi-dikaston-kai-eisangeleon-nai-men-alla-stin-epilogi-igesias-tis-dikaiosynis-kai-me-ti-symmetochi-dikaston-theseis-scholia-kai-protaseis-epi-tis-rythmisis-tou-ypourgeiou-dikai/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[36] Βενιζέλος Ε., Συνέντευξη Ε. Βενιζέλου στη Νίκη Λυμπεράκη στην εκπομπή «Μεγάλη Εικόνα» στο MEGA, 2025, https://www.evenizelos.gr/mme/interviews/472-interviews2025/7141-evangelos-venizelos-niki-lymperaki-mega.html (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025)· Γώγος Κ. σε εκδήλωση της διαΝΕΟσις στις 19/2/2025. Η καταγραφή εντοπίζεται σε Γούλα Γ., «Μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη: Θα δώσει η Συνταγματική Αναθεώρηση τη λύση;», https://www.constitutionalism.gr/metarithmiseis-sti-dikaiosini-sintagmatiki-anatheorisi/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025)· Μανιτάκης Α., «Η ματαιοπονία των αναθεωρήσεων ενόψει των άτυπων τροποποιήσεων του Συντάγματος, σ. 18, https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t091/index.html (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[37] Ενδεικτικά, ΣτΕ 2792/2009, σκέψη 8.
[38] Ενδεικτικά, ΣτΕ 2746/2014, σκέψη 7.
[39] Παπαδημητρίου Γ., «Συνταγματική Πολιτική στο χώρο της δικαιοσύνης» στο ο ίδιος, Συνταγματικές Μελέτες (Τόμος Ι): Θεμελιώδεις αρχές- Αναθεώρηση του Συντάγματος – Θεμελιώδη Δικαιώματα – Δικαιοσύνη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2007, σ. 425-426.
[40] Κοντιάδης Ξ., Τι πρέπει να αλλάξει στο Σύνταγμα;: 40 ερωτήσεις και απαντήσεις για τη νέα Συνταγματική Αναθεώρηση, Εκδόσεις Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, 2025, σ. 212.
[41] Τσιλιώτης Χ., «Ναι στην αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5 Σ αλλά με προσοχή», https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/nai-sthn-anathewrhsh-tou-arthrou-90-par-5-s-alla-me-prosoxh/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[42] Κυριτσάκη Δ., «Επιλογή ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, Συμβολές ΙΙ (Εταιρεία Δικαστικών Μελετών), Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, σ. 20· Βαλληνδράς Γ., «Σκέψεις για την επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος», ΘΠΔΔ 2025, σ. 104· Κοντιάδης Ξ., Τι πρέπει να αλλάξει στο Σύνταγμα;: 40 ερωτήσεις και απαντήσεις για τη νέα Συνταγματική Αναθεώρηση, 2025, Εκδόσεις Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, σ. 215· Χατζηγάκης Σ., «Τέσσερα ερωτήματα-προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος», Βουλή: Επί του περιστυλίου, τεύχος 91 Μάρτιος 2025, σ. 14.· Γεωργακόπουλος Γ., «Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και ο τρόπος εκλογής των προεδρείων των ανωτάτων δικαστηρίων», ΕλλΔνη 1988, σ. 230.
[43] Κυριτσάκη Δ., Επιλογή ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, Συμβολές ΙΙ (Εταιρεία Δικαστικών Μελετών), Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, σ. 20, Βαλληνδράς Γ., «Σκέψεις για την επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος», ΘΠΔΔ 2025, σ. 104, , Κοντιάδης Ξ., 40 ερωτήσεις και απαντήσεις για τη νέα Συνταγματική Αναθεώρηση, Εκδόσεις Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, 2025, σ. 215.
[44] Χατζηγάκης Σ., «Τέσσερα ερωτήματα-προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος», σ. 14, https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t091/index.html (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[45] Γεωργακόπουλος Γ., «Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και ο τρόπος εκλογής των προεδρείων των ανωτάτων δικαστηρίων», ΕλλΔνη 1988, σ. 230.
[46] Κοντιάδης Ξ., «Τι πρέπει να αλλάξει στο ελληνικό δικαστικό σύστημα; Σκέψεις ενόψει της Συνταγματικής Αναθεώρησης», e-Πολιτεία 2025, σ. 6, https://www.epoliteia.gr/wp-content/uploads/2025/02/TEYXOS-13.pdf (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[47] Τασόπουλος Γ., Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2007, σ. 164.
[48] Πικραμένος Μ., Η λογοδοσία των δικαστών στη δημοκρατία: Δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, Εκδόσεις Ευρασία, 2022, σ. 70.
[49] Βενιζέλος Ε., Το σχέδιο αναθεώρησης του Συντάγματος: Η γενική εισήγηση της πλειοψηφίας προς της Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000, σ. 68· Σε αντίστοιχη κατεύθυνση και ο Βολουδάκης Κ. στο Σχεδιάσματα για μια ευρεία και ριζική συνταγματική αναθεώρηση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1996, σ. 114.
[50] Βενιζέλος Ε., Η αναθεώρηση του Συντάγματος: Συνολικό σχέδιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα (Συναινετική αναθεώρηση ΙΙ), Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, σ. 146.
[51] Πρακτικό ΟλΑΠ 14/1998.
[52] Χρυσόγονος Κ., «Έλλειμα Δικαιοσύνης», σε Τσούκα Π. (επιμ.), Ο ασάλευτος χρόνος της ελληνικής δικαιοσύνης, Εκδόσεις Καλλιγράφος, 2017, σ. 422.
[53] Πικραμένος Μ., Η λογοδοσία των δικαστών στη δημοκρατία: Δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, Εκδόσεις Ευρασία, 2022, σ. 72.
[54] Σταθόπουλος Μ., Επιλογή της ηγεσίας και ανεξαρτησία, https://www.tovima.gr/2009/07/05/opinions/epilogi-tis-igesias-kai-aneksartisia/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[55] Ματθίας Σ., «Ακηδεμόνευτη δικαιοσύνη», ΕλλΔνη 1998, σ. 742.
[56] Νόμοι τυπικοί ή και ουσιαστικοί, οι οποίοι ερείδονται βεβαίως σε εξουσιοδοτικούς νόμους ή νόμους πλαίσια που ψηφίζονται από τη Βουλή (δηλαδή, ένα άμεσα δημοκρατικά νομιμοποιημένο όργανο).
[57] Μουζουράκη Π., «Η δημοκρατική νομιμοποίηση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και μια επανεξέταση της θωριάς των κυβερνητικών πράξεων: Μερικές (αιρετικές) σκέψεις με αφορμή την ΣτΕ (Ολ) 1304/2019», ΕΦΔΔ 2020, σ. 191.
[58] Ό.π., σ. 192.
[59] Παπαθεοδώρου Θ., «Οι μεταπολιτευτικές πολιτικές διαστάσεις της επιλογής ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων», https://www.constitutionalism.gr/1969-oi-metapoliteytikes-politikes-diastaseis-tis-epilo/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[60] Δουζίνας Κ., Το Κράτος των Δικαστών, Εκδόσεις Παπαζήση, 2025, σ. 44.
[61] Troper M., Το Σύνταγμα και ο νομικός ρεαλισμός, μτφρ. Καραβοκύρης Γ., Εκδόσεις Παπαζήση, 2018, σ. 60.
[62] Νομοθέτης, δημόσια διοίκηση, δικαστικοί λειτουργοί, δικηγόροι, νομικοί, μελετητές του δικαίου κλπ.
[63] Γιαννακόπουλος Κ., Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022, σ. 186.
[64] Troper M., Το Σύνταγμα και ο νομικός ρεαλισμός, μτφρ. Καραβοκύρης Γ., Εκδόσεις Παπαζήση, 2018, σ. 74.
[65] Κουρουνδής Χ., Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024, σ. 240.
[66] Βλ. Σταμάτη Κ., Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2009, σ. 245 επ. και 273-274, σύμφωνα με τον οποίο oι αόριστες νομικές έννοιες δεν στερούνται σημασιολογικού περιεχομένου, απλώς, έχουν ευρύτερη εννοιολογική περιφέρεια σε σχέση με τον πυρήνα τους.
[67] Δουζίνας Κ., Το Κράτος των Δικαστών, Εκδόσεις Παπαζήση, 2025, σ. 44.
[68] Αλιβιζάτος Ν., Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση (Δεύτερη έκδοση), Εκδόσεις Πόλις, 2001, σ. 83-84.
[69] Βλ. ιδίως Μπακογιάννη Κ., Η εκλογή και οι πολιτικά κρίσιμες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018, σ. 78· αλλά και Αλιβιζάτο Ν., Βουρλούμη Π., Γεραπετρίτη Γ., Κτιστάκι Γ., Μάνου Σ. και Σπυρόπουλου Φ., Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Εκδόσεις Καθημερινή, 2016, σ. 46· Βερναρδάκη Χ., Δημητρόπουλο Α., Ζώρα Κ., Κατρούγκαλο Γ., Νικολακόπουλο Η. και Χρυσόγονο Κ., Πρόταση για μια προοδευτική συνταγματική αναθεώρηση, 2017, σ. 7· Παπαδόπουλο Α., «Η χώρα χρειάζεται αλλαγή του βασικού θεσμικού συστήματος», Βουλή: Επί του περιστυλίου, τεύχος 91 Μάρτιος 2025, σ. 10· Βλαχόπουλο Σ., «Η αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση», Βουλή: Επί του περιστυλίου, τεύχος 91 Μάρτιος 2025, σ. 15· Σωτηρέλη Γ., «Θέσεις και προτάσεις για την Συνταγματική Αναθεώρηση», Βουλή: Επί του περιστυλίου, τεύχος 91 Μάρτιος 2025, σ. 23.
[70] Παναγόπουλου-Κουτνατζή Φ., «Περί του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων», ΔιΔικ 2018, σ. 895.
[71] Αλιβιζάτος Ν., Βουρλούμης Π., Γεραπετρίτης Γ., Κτιστάκις Γ., Μάνος Σ. και Σπυρόπουλος Φ., Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, ό.π., σ. 46.
[72] Βλαχόπουλος Σ., «Η αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση», σ. 15, https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t091/index.html (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[73] Παπατόλιας Α., «Εξισορρόπηση του συστήματος διακυβέρνησης και αναθεωρητική πρωτοβουλία», σ. 23, https://www.constitutionalism.gr/wp-content/uploads/2017/06/ΠΑΠΑΤΟΛΙΑΣ-ΣΥΝΤΑΓΜΑ.pdf (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[74] Πρέπει να ληφθεί άλλωστε υπόψη ότι η υφιστάμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία θα προτείνει τις αναθεωρητέες διατάξεις είναι η ίδια με εκείνη που ολοκλήρωσε τις εργασίες της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής.
[75] Βαλληνδράς Γ., «Σκέψεις για την επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος», ΘΠΔΔ 2025, σ. 104.
[76] Μητσοτάκης Κ.: «Ο ΠτΔ θα έπρεπε να ψηφίζεται για μία και μόνη 6ετή θητεία – Θα το εισηγηθούμε στη Βουλή στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση», https://www.ertnews.gr/eidiseis/ellada/politiki/k-mitsotakis-o-ptd-tha-eprepe-na-psifizetai-gia-mia-kai-moni-6eti-thiteia-tha-to-eisigithoume-sti-vouli-stin-epikeimeni-syntagmatiki-anatheorisi/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[77] Παπασπύρου Ν., Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το Σύνταγμα, Ένθετο: Εφημερίδα του ΕΚΠΑ (φύλλο 3) στο Βήμα της Κυριακής (30/3/2025).
[78] Βενιζέλος Ε., «Η συνταγματική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας», ΤοΣ 2019, σ. 25.
[79] Αλιβιζάτος Ν., Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία: 1800-2010, Εκδόσεις Πόλις, 2012, σ. 529 επ.
[80] Βλαχογιάννης Α., «Αναζητώντας τη δημοκρατία των αντιβάρων: Από την παραδοσιακή σε μια σύγχρονη προσέγγιση της έννοιας των checks and balances», «Διάλογοι Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου» (Αθήνα, 15/10/2014), σ. 51.
[81] Βενιζέλος Ε., «Οι κυβερνήσεις μειοψηφίας και η επιστροφή στη «Διάκριση των εξουσιών» κατά το Σύνταγμα του 1975: Θεωρητικές όψεις μιας πιθανής πολιτικής εξέλιξης», Σύγχρονα Θέματα 1981, σ. 142-143.
[82] Χρήστου Β., «Το στοίχημα της μετα-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας», σε Ανθόπουλο Χ., Ηλιάδου Αι., Παπαδοπούλου Λ., Παπαχρήστου Ν. και Χρυσόγονο Κ. (επιμ.), Η θεωρία της Συνταγματικής Πράξης: Μελέτες διαλόγου με το έργο του Ευάγγελου Βενιζέλου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024, σ. 273.
[83] Βενιζέλος Ε., Προς μια μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία: Οι θεσμικές προϋποθέσεις μιας άλλης πολιτικής, Εκδόσεις Πόλις, 2008, σ. 88.
[84] Όπως το εκλογικό σύστημα, άρθρο 54 παρ. 1 Σ «Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών».
[85] Βενιζέλος Ε., Προς μια μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ό.π., σ. 81-82.
[86] Καμτσίδου Ι., «Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το προβάδισμα της λαϊκής κυριαρχίας», σε Ανθόπουλου Χ., Ηλιάδου Αι., Παπαδοπούλου Λ., Παπαχρήστου Ν. και Χρυσόγονου Κ. (επιμ.), Η θεωρία της Συνταγματικής Πράξης: Μελέτες διαλόγου με το έργο του Ευάγγελου Βενιζέλου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024, σ. 585.
[87] Ζέρβας Ν., «Πρωθυπουργοκεντρισμός και θεσμικά αντίβαρα: μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση», ΕφημΔΔ 2022, σ. 254-263.
[88] Βενιζέλος Ε., Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και ιστορίας, Εκδόσεις Πατάκη, 2018, σ. 153· Ράμμος Χ., «Η ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων», 2024, Νομαρχία· Σταθόπουλος Μ., «Θεσμικά αντίβαρα στον πρωθυπουργοκεντρισμό», Βουλή: Επί του περιστυλίου, τεύχος 91 Μάρτιος 2025, σ. 11· Παπασπύρου Ν., «Αναθεώρηση με ευρύχωρη στόχευση», Βουλή: Επί του περιστυλίου, τεύχος 91 Μάρτιος 2025, σ. 21· Στρατηλάτης Κ., «Δεκατέσσερις προτάσεις», Βουλή: Επί του περιστυλίου, τεύχος 91 Μάρτιος 2025, σ. 22.
[89] Ράμμος Χ., «Η ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων», https://nomarchia.gr/η-ανάγκη-συνταγματικής-αναθεώρησης-τ/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[90] Παπασπύρου Ν., «Αναθεώρηση με ευρύχωρη στόχευση», σ. 21, https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t091/index.html (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[91] Στρατηλάτης Κ., «Δεκατέσσερις προτάσεις», σ. 22, https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t091/index.html (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[92] Εντελώς ενδεικτικά, αναφέρονται: η στάση του ΠΑΣΟΚ (2009), το οποίο προειδοποίησε ότι δεν θα υπερψηφίσει ΠτΔ (τον Μάρτιο του 2010), εφόσον η ΝΔ δεν οδηγούσε τη χώρα σε πρόωρες εκλογές. Τη δυνατότητα αυτή αξιοποίησε τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Τέλος, το 2016 η ΝΔ ανακοίνωσε ότι δεν θα προσέλθει στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, βραχυκυκλώνοντας κατ’ αποτέλεσμα τη διαδικασία συγκρότησης του ΕΣΡ, εφόσον η κυβέρνηση δεν απέσυρε τον ν. 4339/2015.
[93] Βενιζέλος Ε., Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και ιστορίας, Εκδόσεις Πατάκη, 2018, σ. 278.
[94] Παπασπύρου Ν., «Αναθεώρηση με ευρύχωρη στόχευση», σ. 21, https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t091/index.html (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[95] Βλ. Τσάτσο Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, τόμος β: Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1992, σ. 44-47, στο οποίο ο συγγραφέας εύστοχα παρατηρεί ότι οι μη εναρμονισμένες διατάξεις προς άλλες Συνταγματικές αρχές «(…) δεν είναι αντισυνταγματικές. Είναι απλώς εξαιρέσεις των αρχών του (Συντάγματος), θεσπιζόμενες από τον ίδιο συντακτικό νομοθέτη, οι οποίες, σαν τέτοιες, πρέπει βέβαια να ερμηνεύονται στενά».
[96] Για το σκεπτικό της καθιέρωσης του εν λόγω εδαφίου βλ. Βενιζέλο Ε., Το αναθεωρητικό κεκτημένο: Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, σ. 333.
[97] Τσακυράκης Σ., Δικαιοσύνη: η ουσία της πολιτικής, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2019, σ. 255 (ο οποίος μάλιστα προτείνει εξ ολοκλήρου την παράκαμψη της επετηρίδας κατά τη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης).
[98] Για μια ευρύτερη κατανόηση του όρου ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει σε Merton K. R., The Self-Fulfilling Prophecy, The Antioch Review 1948, σ. 193, https://eclass.uowm.gr/modules/document/file.php/NURED263/Merton%20The%20Self-Fulfilling%20Prophecy%201948%20Antioch%20Review.pdf (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[99] Ράμμος Χ., Η ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, 2024, https://nomarchia.gr/η-ανάγκη-συνταγματικής-αναθεώρησης-τ/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[100] Ενδεικτικά θα μπορούσαν να προβλεφθούν 5 συνεδριάσεις όπως στο άρθρο 32 Συντάγματος.
[101] Το σχήμα αυτό φαίνεται να αντλεί έμπνευση από το άρθρο 32 Συντάγματος, όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι και την αναθεώρηση του 2019, σύμφωνα με το οποίο η απειλή διάλυσης της Βουλής αποτελούσε μιας μορφής τιμωρία της για τη μη εκλογή ΠτΔ. Για το ζήτημα αυτό βλ. Μανιτάκη Α., Ο υπερκομματικός ρόλος του ΠτΔ και η αλλαγή του τρόπου εκλογής του από τη Βουλή με απλή πλειοψηφία, Ελευθεροτυπία (17/10/2007).
[102] Τσιλιώτης Χ., «Ναι στην αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5 Σ αλλά με προσοχή», ό.π.
[103] Μπακογιάννης Κ., Η εκλογή και οι πολιτικά κρίσιμες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018, σ. 76.
[104] Τασόπουλος Γ., «Το νέο σύστημα επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης: Θεσμική βελτίωση με απροσδόκητη συνέπεια νέων ρηγμάτων;», σε Κοντιάδη Ξ. και Σπυρόπουλου Φ. (επιμ.), Το Μέλλον του Ελληνικού Κοινοβουλίου, Εκδόσεις Σιδέρης Ι., 2011, σ. 327.
[105] Δουζίνας Κ., Το Κράτος των Δικαστών, Εκδόσεις Παπαζήση, 2025, σ. 56.
[106] Δηλαδή, της φανερής πολιτικοποίησης των δικαστικών λειτουργών.
[107] Τασόπουλος Γ., Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2007, σ. 165.
[108] Σταθόπουλος Μ., «Θεσμικά αντίβαρα στον πρωθυπουργοκεντρισμό», https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t091/index.html (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[109] Τα ΑΔΣ απαρτίζονται εξολοκλήρου από δικαστικούς λειτουργούς.
[110] Για το ζήτημα αυτό βλ., αναλυτικότερα, Σκουρή Β., «Εγγυήσεις και παραμορφώσεις της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών των δικαστών», Προβλήματα ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1988, σ. 15 επ.
[111] Κασιμάτης Γ., «Άσκηση του δικαιώματος προσφυγής του άρθρου 90 παρ. 3 εδ. 2 του Συντάγματος πριν από την έκδοση του προβλεπόμενου εκτελεστικού νόμου», Μελέτες V: Το συνταγματικό δίκαιο στην πράξη: Γνωμοδοτήσεις Β΄, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2009, σ. 32.
[112] Βλ. Λαζαράτο Π., «Παράλειψη προαγωγής δικαστικών λειτουργών – Περί της συνταγματικότητας του άρθρου 81 §8 εδ. α’ ν. 4938/2022», ΘΠΔΔ 2023, σ. 723 για την αντισυνταγματικότητα του προϊσχύσαντος άρθρου 81 παρ. 8 ΚΟΔΚΔΛ, το οποίο καθιέρωνε αριθμητικά κριτήρια ως προϋπόθεση προσφυγής στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου δικαστηρίου.
[113] Βενιζέλος Ε., Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και ιστορίας, Εκδόσεις Πατάκη, 2018, σ. 310.
[114] Σκουρής Β., «Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης-30 χρόνια μετά», Νομικά Χρονικά 2017 (Μάρτιος-Απρίλιος, τεύχος 94).
[115] Κεραμεύς Κ., «Ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης», ΕλλΔνη 1999, σ. 1220.
[116] Συμεωνίδης Ι., «Ανεξαρτησία του δικαστή και αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης», ΔιΔικ 2019, σ. 951.
[117] Βενιζέλος Ε., Η οικονομική κρίση ως δικανική πρόκληση: Η καμπύλη του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των «μνημονιακών» μέτρων, 2020, Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 103· αλλά και Ράμμος Χ., Η ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, https://nomarchia.gr/η-ανάγκη-συνταγματικής-αναθεώρησης-τ/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[118] Γώγος Κ. σε εκδήλωση της διαΝΕΟσις στις 19/2/2025, ό.π.
[119] Βλ. ΔΟλΣτΕ 6/2000, σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα απόδοση πολιτικής ευθύνης στο αποφασίζον όργανο κρίνεται σημαντική.
[120] Σκουρής Β., Ζητήματα έννομης προστασίας στην αναθεώρηση του Συντάγματος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000, σ. 72 επ.
[121] Βλ. και Systems of Judicial Appointment across Europe, Διαθέσιμο στο: https://data.oireachtas.ie/ie/oireachtas/libraryResearch/2022/2022-08-05_l-rs-note-systems-of-judicial-appointment-across-europe_en.pdf
[122] ΕΔΔΑ 2/6/2005, Ζολώτας κ. Ελλάδος, σκέψεις 24-26.
[123] Μαντζούφας Π., «Η στοχευμένη αναθεώρηση», σ. 20. https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/ebooks/periodiko_t091/index.html (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[124] Καθότι, όπως έχει διαφανεί ο τυπικός νόμος λόγω της παρ. 6 δεν μπορεί να αναπτύξει δεσμευτικά αποτελέσματα.
[125] ΕΔΔΑ 12/3/2019, Guðmundur Andr Ástráðsson κατά Ισλανδίας, σκέψη 115.
[126] Χρυσόγονος Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 744.
[127] Είναι φανερό ότι με τις νομοθετικές αυτές μεθοδεύσεις παρέχονται εξ αντικειμένου κίνητρα σε σημαντικό αριθμό μελών των Ανωτάτων δικαστηρίων να γίνονται με τη συμπεριφορά τους αρεστοί στην εκάστοτε Κυβέρνηση, ώστε να έχουν αυξημένες πιθανότητες να καταλάβουν κάποια κενωμένη ή νεοσύστατη θέση.
[128] Καϊδατζής Α., Γιατί δεν πρέπει να ξεκινήσει αναθεώρηση του Συντάγματος, 2024, https://nomarchia.gr/γιατί-δεν-πρέπει-να-ξεκινήσει-αναθεώρ/ (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[129] Οι οποίοι είναι πάντοτε και αντιπρόεδροι του δικαστηρίου.
[130] Χρυσόγονος Κ., «Έλλειμα Δικαιοσύνης», σε Τσούκα Π. (επιμ.), Ο ασάλευτος χρόνος της ελληνικής δικαιοσύνης, Εκδόσεις Καλλιγράφος, 2017, σ. 422.
[131] Βλαχόπουλος Σ., Οι συνταγματικές διαστάσεις της μεταβολής της νομολογίας, Εκδόσεις Ευρασία, 2019, σ. 66.
[132] Κοντιάδης Ξ., Πώς γράφεται το Σύνταγμα; Συνταγματικός σχεδιασμός και διαβουλευτική δημοκρατία, Εκδόσεις Παπαζήση, 2019, σ. 336.
[133] Σαρμάς Ι., Πώς να αναθεωρήσουμε το Σύνταγμα; Ζητήματα δικαστικής εξουσίας, ΔτΑ 2019, σ. 709.
[134] Βενιζέλος Ε., Συνταγματική αυτοσυνειδησία ή Συνταγματικός οίστρος;, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2006, σ.1035.
[135] Βενιζέλος Ε., Το αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 331.
[136] Βαλμαντώνης Ι., «Ανώτατο δικαστικό συμβούλιο και ευρωπαϊκά πρότυπα», ΘΠΔΔ 2020, σ. 193 επ.
[137] Γνώμη CDL-AD (1998)009 της Επιτροπής της Βενετίας αναφορικά με τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις της Αλβανίας, σκέψη 9.
[138] Σύσταση Cm Rec (2010) 12 της Επιτροπής των Υπουργών για τους δικαστές, κεφάλαιο ΙV, άρθρο 27.
[139] Βαλμαντώνης Ι., «Εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης», ΕφΑΔΠολΔ 2016, σ. 809.
[140] Γνώμη CDL-AD (2010)029 της Επιτροπής της Βενετίας αναφορικά με νομοθετικές ρυθμίσεις της Ουκρανίας, σκέψη 30.
[141] Έτσι και σε Αλιβιζάτο Ν., Βουρλούμη Π., Γεραπετρίτη Γ., Κτιστάκι Γ., Μάνου Σ. και Σπυρόπουλο Φ., Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, ό.π., σ. 46.
[142] Μάλιστα, η εντύπωση ανεξαρτησίας και αμεροληψίας αποτελεί ένα από τα τέσσερα κριτήρια που αξιοποιεί το ΕΔΔΑ, προκειμένου να διαγνώσει αν ένα δικαστήριο είναι ανεξάρτητο, βλ. Πικραμμένου Π., «Η αρχή ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στην ΕΣΔΑ: Η απόφαση Baka κατά Ουγγαρίας», ΘΠΔΔ 2017, σ. 501.
[143] Έτσι και ο Μ. Πικραμένος σε Η λογοδοσία των δικαστών στη δημοκρατία: Δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, Εκδόσεις Ευρασία, 2022. Αμφιβολίες όμως διατηρεί ο Σαρμάς σε «Πώς να αναθεωρήσουμε το Σύνταγμα; Ζητήματα δικαστικής εξουσίας», ΔτΑ 2019, σ. 708.
[144] ΕΔΔΑ 19/4/2007, Eskelinen και άλλοι κατά Φινλανδίας, σκέψη 62.
[145] βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ 15/3/2022, Grzeda κατά Πολωνίας, σκέψεις 264 και 326-327, ΕΔΔΑ 22/7/2021, Gumenyuk κατά Ουκρανίας, σκέψη 66.
[146]Βλ. τις μνημονευόμενες στη σκέψη 43 της ΕΔΔΑ 9/3/2021, Bilgen κατά Τουρκίας,: ΕΔΔΑ11/12/2007, Apay κατά Τουρκίας και ΕΔΔΑ 19/10/2010, Οzpınar κατά Τουρκίας, σκέψη 30.
[147] ΕΔΔΑ 5/7/2021, Eminagaoglu κατά Τουρκίας, σκέψεις 71-80.
[148] Χρυσόγονος Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 745
[149] Χρυσόγονος Κ., «Σχεδίασμα εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση», https://www.constitutionalism.gr/wp-content/mgdata/pdf/9xrysogonossxediasma210511.pdf (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[150] Κουσούλης Κ., «Ο καθορισμός της σύνθεσης των δικαστηρίων και η ανάθεση των υποθέσεων σε συγκεκριμένους δικαστές ως πεδίο έντασης μεταξύ αμεροληψίας και οργανωτικής αποτελεσματικότητας», Το βιώσιμο Κράτος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.
[151] Δουζίνας Κ., Κυβέρνηση και Κράτος των Δικαστών, Η Εποχή (2/3/2025).
[152] Βλ. την εξαιρετική μελέτη της Pollis A., The State, the Law, and Human Rights in Modern Greece, Human Rights Quarterly 1987, σ. 587 επ. Διαθέσιμο και στο: https://www.jstor.org/stable/761912 (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
[153] Τσάτσος Δ, Πολιτεία, Εκδόσεις Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, 2022, σ. 352., https://www.epoliteia.gr/wp-content/uploads/2022/04/ΠΟΛΙΤΕΙΑ.pdf (τελευταία πρόσβαση: 17.05.2025).
Ο Ευθύμης Σταλίκας είναι απόφοιτος (2004) της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και υποψήφιος Μ.Δ.Ε. του προγράμματος Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του ίδιου Πανεπιστημίου. Έχει λάβει υποτροφία από τη Νομική Σχολή του ΑΠΘ για τα ακαδημαϊκά έτη 2024-2026. Στα επιστημονικά του ενδιαφέροντα συγκαταλέγονται το Συνταγματικό και το Διοικητικό Δίκαιο, η Συνταγματική Ιστορία και η Πολιτική Θεωρία.