«Έπεα πτερόεντα[1]». Με αυτή τη φράση του Ομήρου, επέλεξε να ανοίξει η Γενική Εισαγγελέας Sharpston την πρότασή της στην υπόθεση NH v Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford[2], υπογραμμίζοντας όχι μόνο τη δυνατότητα του λόγου να προκαλεί συγκεκριμένα αποτελέσματα νομικού ενδιαφέροντος[3], λειτουργώντας επιτελεστικά, αλλά και την ταχεία μετάδοσή του, ιδίως όταν εκφέρεται δημόσια, πολλώ δε μάλλον όταν διαχέεται μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Παρότι η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά την απαγόρευση διακρίσεων ως προς την πρόσβαση στην απασχόληση και εντάσσεται σε μια «τριλογία» αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης[4] (εφεξής: «ΔΕΕ») η οποία δεν θα αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης του παρόντος άρθρου[5], εντούτοις, αξίζει να αναφερθεί, καθώς καταδεικνύει ορισμένα από τα νομικά ζητήματα που τίθενται σε σχέση με τις αποχρώσεις, τις θεωρητικές προσεγγίσεις, αλλά και το τι μπορεί εν τέλει να συγκροτεί το σύνθετο και πολυδιάστατο φαινόμενο, που σχηματικά προσλαμβάνουμε ως «ρητορική μίσους».
Η παρούσα ανάλυση θα επιχειρήσει μια συνολική προσέγγιση –εκ των πραγμάτων συνοπτική και αναπόφευκτα μη εξαντλητική λόγω των εγγενών περιορισμών– της αντιμετώπισης του φαινομένου της ρητορικής μίσους, στο βαθμό που αυτό αφορά την ευρωπαϊκή συνταγματική τάξη. Σε αυτό πλαίσιο θα παρατεθεί μια σύντομη επισκόπηση των θεωρητικών προσεγγίσεων του φαινομένου, εστιάζοντας αποκλειστικά στο αντίστοιχο νομικό πλαίσιο[6], με σκοπό να αναδειχθούν ορισμένες από τις προκλήσεις που προκύπτουν, όταν το φαινόμενο αυτό μεταφέρεται στον χώρο όπου καθίσταται εντονότερα αντιληπτό, δηλαδή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς «ό,τι είναι παράνομο εκτός διαδικτύου, είναι παράνομο και στο διαδίκτυο»[7].
Ι. Το μίσος ως αντικείμενο νομικής παρέμβασης: εννοιολογικές και κανονιστικές προσεγγίσεις
Είναι περίπου αυταπόδεικτο ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εξέτασης της «ρητορικής μίσους» ως φαινομένου είτε στη δημόσια σφαίρα, με την παραδοσιακή πρόσληψη του όρου, είτε στο ψηφιακό περιβάλλον, οφείλει να ξεκινήσει από μια απόπειρα ορισμού του. Ωστόσο, η χρήση του όρου «μίσος» για την περιγραφή μιας συγκεκριμένης κοινωνικής συμπεριφοράς μπορεί να δημιουργεί εννοιολογική σύγχυση, καθώς, παρά την αναφορά στο «μίσος» ως συναίσθημα, η «ρητορική μίσους» δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη την ύπαρξη ή την έκφραση του συναισθήματος αυτού με τη στενή έννοια[8]. Με άλλα λόγια, όπως οι όροι «Ισλαμοφοβία» και «ξενοφοβία» δεν περιορίζονται στον φόβο, αλλά αναφέρονται σε ένα ευρύτερο σύνολο πρακτικών καταπίεσης, μισαλλοδοξίας και κοινωνικού αποκλεισμού, που συχνά υποδηλώνουν συστημικές πρακτικές διαιώνισης των ανισοτήτων και κανονικοποίησης των διακρίσεων, έτσι και ο όρος «ρητορική μίσους» πρέπει να γίνει αντιληπτός ως μια εκδήλωση και έκφραση ρατσισμού, ξενοφοβίας, ομοφοβίας ή άλλων προκαταλήψεων, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την απουσία συναισθηματικού κινήτρου. Εξάλλου, ο νόμος, ως εργαλείο κανονιστικής ρύθμισης, αποστασιοποιείται από την υποκειμενικότητα των συναισθημάτων και των ηθικών κρίσεων, εστιάζοντας αποκλειστικά στις εξωτερικές εκδηλώσεις συμπεριφοράς που απαιτούν νομική παρέμβαση.
Η παραπάνω προσέγγιση εντάσσεται στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου που δεσμεύεται από τις συνταγματικές εγγυήσεις και διασφαλίζει την ισότιμη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς τους ως ίσων ενώπιον του νόμου. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι η έννοια του «μίσους», με τη συγκεκριμένη συναισθηματική της φόρτιση, έχει διεισδύσει στη νομική ορολογία ως εργαλείο περιγραφής της καταλυτικής δύναμης του λόγου που καταφέρεται εναντίων ατόμων ή κοινωνικών ομάδων. Πράγματι, ο όρος «μίσος» καταδεικνύει την ένταση της αποστροφής, της εχθροπάθειας και της περιφρόνησης που φέρει ένας τέτοιος λόγος, στοιχεία που μόνο το «μίσος» ως πυρηνικό ανθρώπινο συναίσθημα μπορεί να εμπεριέχει. Αυτή η έννοια αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν εξετάζεται στο νομικό πλαίσιο, όχι ως συναίσθημα καθαυτό, αλλά ως χαρακτηριστικό των δημόσιων εκδηλώσεων που δικαιολογούν τη θεσμική παρέμβαση και την υιοθέτηση περιοριστικών μέτρων για την προστασία της κοινωνικής συνοχής, θεμελιωδών αξιών και ατομικών δικαιωμάτων.
Επομένως, και παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένας σαφής και διεθνώς καθολικά αποδεκτός ορισμός του φαινομένου[9], και παρά το ότι κάθε μορφή ρητορικής μίσους εμπεριέχει εγγενή βλάβη για τα θύματά της, η ένταση και η φύση της βλάβης που προκαλεί –είτε μέσω της προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ισότητας είτε μέσω της διατάραξης της δημόσιας τάξης και της υποκίνησης βίας– καθορίζουν, αντίστοιχα, την αναγκαιότητα νομικής ρύθμισης ή διαφορετικά, τη δυνατότητα αντιμετώπισής της μέσω εναλλακτικών, μη κατασταλτικών μέτρων. Ενώ και οι δύο αυτές κατηγορίες αποτελούν συστατικά στοιχεία της έννοιας της ρητορικής μίσους, μόνο ορισμένες μορφές αποκτούν νομικό ενδιαφέρον και υπάγονται στο αντίστοιχο πεδίο ρύθμισης του λεγόμενου «παράνομου λόγου μίσους» (illegal hate speech)[10].
Η παραπάνω διάκριση, ωστόσο, δεν είναι πάντοτε ευχερής ή αρραγής, καθώς η υπονόμευση των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου συχνά διατρέχει οριζόντια τις σχετικές κατηγοριοποιήσεις και είναι αυτή που, εν τέλει, τίθεται υπόψη της δικαιοδοτικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, ανακύπτει η θετική υποχρέωση του κράτους –και, παράλληλα, των υπερεθνικών οργανισμών από τους οποίους αυτό δεσμεύεται– να υπάρξει η εγγύηση ενός δημόσιου χώρου ασφάλειας και ελευθερίας, όπου οι πολίτες θα μπορούν, χωρίς φόβο ή απειλή, να ασκούν τα δικαιώματά τους πλήρως και αυθεντικά[11]˙ ενός χώρους που να μπορούν να μετουσιώσουν τον διακηρυκτικό χαρακτήρα των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους σε βιωμένη πραγματικότητα, επιτρέποντας την ελεύθερη ανάπτυξη όλων των εκφάνσεων της προσωπικότητάς τους σε ένα δυναμικό και ετερόκλητο ψηφιδωτό που απαρτίζει το κοινωνικό σύνολο. Είναι, λοιπόν, ακριβώς αυτή η άνευ ετέρου αξίωση προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ίσης συμμετοχής και πρόσβασης στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι που τίθεται εν αμφιβόλω από μια ρητορική διακρίσεων και αναπαραγωγής αρνητικών στερεοτύπων. Πρόκειται, δηλαδή, για τη διασάλευση της εμπιστοσύνης του πολίτη στην αταλάντευτη δέσμευση του κράτους ότι θα ανταποκριθεί στον ρόλο του ως εγγυητή αυτού του δημόσιου χώρου και ως θεματοφύλακα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών όλων των πολιτών, πολλώ δε μάλλον αυτών που περισσότερο βάλλονται στον πυρήνα της ύπαρξής τους –πιο σωστά εξαιτίας της ύπαρξής τους και των χαρακτηριστικών που συγκροτούν την ταυτότητά τους.
Η εξασφάλιση της ισότιμης συμμετοχής στο κοινωνικό σύνολο και η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο πλαίσιο του ελεύθερου προσδιορισμού που οφείλει να εγγυάται ο νόμος ως ρυθμιστής των κοινωνικών σχέσεων, αφορούν πρωτίστως τις μειονότητες και τις παραδοσιακά περιθωριοποιημένες και καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες, καθώς αυτές είναι οι ομάδες που υφίστανται διαχρονικά συστημικές διακρίσεις και παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους. Κι αυτό, διότι οι μειονότητες βιώνουν συστημικά μια «υπό αίρεση» άσκηση δικαιωμάτων που για τις πλειοψηφίες θεωρείται δεδομένη. Αντίστοιχα, είναι το στοιχείο της κοινωνικής διάκρισης που διαφοροποιεί τις μειονότητες από τις μειοψηφίες – δηλαδή από τις μικρές αριθμητικά ομάδες που δεν βιώνουν κοινωνική απομόνωση ή συστημική καταπίεση, αλλά τουναντίον, κατέχουν υψηλή θέση σε ένα σύστημα εξουσιαστικών σχέσεων, η οποία τις καθιστά μέρος της πλειοψηφίας ως προς την κοινωνική αποδοχή, αλλά μειοψηφίες λόγω των προνομίων τα οποία, εκ προοιμίου, δεν αφορούν τις ευρείες μάζες[12].
Με βάση τα παραπάνω, η ρητορική μίσους εντάσσεται σε ένα ευρύ φάσμα επιτελεστικών εκφράσεων, από την υποκίνηση σε βία και μίσος έως τη διαιώνιση στερεοτύπων, οι οποίες πλήττουν δυσανάλογα άτομα και κοινωνικές ομάδες με ταυτοτικά στοιχεία ευαλωτότητας ή/και συστημικής καταπίεσης, υπονομεύοντας τις θεμελιώδεις αρχές της ισότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Επομένως, το κεντρικό νομικό ζήτημα δεν αφορά τη διάκριση μεταξύ θεμιτών και μη θεμιτών απόψεων ή εκφράσεων, αλλά τη διάκριση, αφενός, του λόγου που συνάδει με τις δημοκρατικές αξίες και την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων και, αφετέρου, του λόγου εκείνου που τις υπονομεύει. Στο πλαίσιο αυτό, η ρητορική μίσους δεν αντιμετωπίζεται ως απλή έκφραση γνώμης, αλλά ως πράξη με συγκεκριμένες νομικές συνέπειες[13].
Ως εκ τούτου, η ρητορική μίσους δεν (θα πρέπει να) εξαντλείται στον αντισυστημικό λόγο ούτε (να) περιορίζεται απλώς στην απόρριψη «μη εξευγενισμένων» εκφράσεων βάσει γενικών και απροσδιόριστων κριτηρίων μιας πολιτικά ορθής στάσης. Ακόμη περισσότερο, δεν συνιστά απλώς αξίωση στη μη προσβολή. Με άλλα λόγια, το μίσος, όταν εξετάζεται υπό το πρίσμα της νομικής καταστολής, δεν προσεγγίζεται ως ένα ακόμη συναίσθημα στη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων ούτε ως αντικείμενο ψυχαναλυτικής διεργασίας, όπως έχει ήδη επισημανθεί παραπάνω, αλλά ως πρακτική διακρίσεων που στρέφεται κατά των ταυτότητων που φέρουν τα υποκείμενα εναντίον των οποίων εκφέρεται και που αποκλίνουν από το φαντασιακό της κανονικότητας και της ομοιογένειας.
Υπό αυτή την έννοια, ακόμη και στο πλαίσιο της ποινικής απαξίας, το μίσος μέσω του λόγου δεν μπορεί να απομονωθεί από τα συγκείμενά του και να ιδωθεί ως ένα συναίσθημα που, μεμονωμένα, ενδέχεται να προτρέψει ή να οδηγήσει σε βία γενικώς και αδιακρίτως, επειδή εμπεριέχει σε κάθε περίπτωση το στοιχείο της αποστροφής. Εάν, δηλαδή, κάθε εκδήλωση σε υποκίνηση βίας αντιμετωπίζεται ως «ρητορική μίσους», λόγω αυτής της αποστροφής, χωρίς να λαμβάνονται παράλληλα υπόψη οι κυριαρχικές σχέσεις εξουσίας που διατρέχουν μια κοινωνία και τα χαρακτηριστικά του θύματος ως στοιχεία ταυτοτικά της ύπαρξής του, που συνήθως το εντάσσουν σε μία ή περισσότερες μειονοτικές ομάδες, τότε μια τέτοια οριζόντια πρόσληψη του φαινομένου αποπροσανατολίζει από το βασικό επίδικο της ρητορικής μίσους, ως ρητορικής των αποκλεισμών.
ΙΙ. Ο μισαλλόδοξος λόγος ως μορφή έκφρασης
Η ρητορική μίσους αποτελεί πρωτίστως εκπεφρασμένη μορφή λόγου και, ως εκ τούτου, αναπόφευκτα υπάγεται στις συνταγματικές εγγυήσεις, αλλά και στους περιορισμούς που διέπουν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στις διεθνείς και ευρωπαϊκές συνθήκες προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ενδεικτικά, το άρθρο 29 παρ. 2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από το οποίο αντλεί έμπνευση η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: «ΕΣΔΑ»), επιτρέπει την επιβολή περιορισμών μόνο όταν αυτοί θεσπίζονται από τον νόμο για την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων ή για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος σε μια δημοκρατική κοινωνία, ενώ αντίστοιχοι περιορισμοί προβλέπονται και στο άρθρο 19 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (εφεξής: «ΔΣΑΠΔ»).
Στην ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, με τους εγγενείς περιορισμούς του να προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Το εν λόγω δικαίωμα ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: «ΕΔΔΑ») βάσει των αρχών της νομιμότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Κατά την εξέταση, επομένως, της διακριτικής ευχέρειας (margin of appreciation) που διαθέτει κάθε συμβαλλόμενο κράτος στην ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο αξιολογεί σε ποιο βαθμό ο επιβληθείς περιορισμός συνιστούσε το λιγότερο επαχθές μέτρο και ήταν ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε να θεωρείται νόμιμος.
Αυτό το πλέγμα συνταγματικών εγγυήσεων αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη διασφάλισης και εξέλιξης μιας δημοκρατικής κοινωνίας που αναγνωρίζει στην ελευθερία της έκφρασης το δικαίωμα στην αυτενέργεια και στην ουσιαστική άσκηση αυτονομίας ως πρωτογενές και συστατικό στοιχείο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Επομένως, όπως συμβαίνει και με την προστασία των μειονοτήτων, η κατοχύρωσή του αφορά κατ’ εξοχήν τις μορφές αυτές έκφρασης που μπορεί να αποκλίνουν από την πλειοψηφία, που ενδέχεται να είναι προκλητικές, ριζοσπαστικές ή ακόμα και προσβλητικές, σοκαριστικές ή πάντως αντιδημοφιλείς, όπως έχει αποτυπωθεί στην πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ[14].
Παράλληλα, ωστόσο, επίσης σαφής πολιτική επιλογή αποτυπωμένη στον νόμο αποτελεί η πρόβλεψη των εγγενών περιορισμών του δικαιώματος, η οποία αντικατοπτρίζει τη δέσμευση των κρατών που, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, να μην επιτρέψουν ποτέ ξανά στη ναζιστική προπαγάνδα και τη συναφή ρητορική να δημιουργήσουν συνθήκες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επανάληψη των θηριωδιών του παρελθόντος.
Η δέσμευση αυτή αντανακλάται με σαφήνεια στο άρθρο 17 της ΕΣΔΑ, το οποίο λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας απέναντι σε αυτή την απειλή, κατοχυρώνοντας ότι:
[κ]αμία από τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν μπορεί να ερμηνευτεί έτσι ώστε να συνεπάγεται για ένα Κράτος, μια ομάδα ή ένα άτομο οποιοδήποτε δικαίωμα να επιδοθεί σε δραστηριότητα ή να προβεί σε πράξη που αποσκοπεί στην κατάλυση των δικαιωμάτων ή ελευθεριών, που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, ή σε περιορισμούς των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών ευρύτερους από αυτούς που προβλέπει η Σύμβαση αυτή[15].
Ειδικά σε ό,τι αφορά τη ρητορική μίσους, οι διεθνείς συνθήκες ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνομολογήθηκαν στον απόηχο του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, επιβάλλουν στα συμβαλλόμενα κράτη την ποινικοποίηση συγκεκριμένων εκδηλώσεων μισαλλοδοξίας, όπως η προπαγάνδα μίσους και οι διακηρύξεις φυλετικής ανωτερότητας, καθώς σε αυτές τις βάσεις εντοπιζόταν η μεγαλύτερη απειλή, έχοντας εγγεγραμμένη στη συλλογική μνήμη την τραυματική παρακαταθήκη του πολέμου. Αντίστοιχες απαγορεύσεις ή υποχρέωση απαγόρευσης για τα συμβαλλόμενα κράτη ανιχνεύονται, ενδεικτικά, στο άρθρο 4 της Διεθνούς Σύμβασης για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων (ICERD), καθώς και στο άρθρο 20 παρ. 2 του ΔΣΑΠΔ.
Στην έννομη τάξη του Συμβουλίου της Ευρώπης, η αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους ακολουθεί μια μάλλον εξελικτική προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη τους δυναμικούς μετασχηματισμούς του φαινομένου στις σύγχρονες εκφάνσεις του, οι οποίες δεν περιορίζονται αποκλειστικά στην υποκίνηση σε βία με βάση τη φυλή ή την εθνοτική καταγωγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών για την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους[16], η οποία αξιοποιώντας προηγούμενες πρωτοβουλίες, όπως η Γενική Σύσταση Πολιτικής Νο. 15 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI)[17], επικαιροποίησε την προηγούμενη Σύσταση Rec(97)21 προκειμένου να επιχειρήσει μια πλήρη και συμπεριληπτική εννοιολόγηση των σύγχρονων μορφών μισαλλοδοξίας. Δημιούργησε έτσι ένα πλαίσιο αναφοράς για τα συμβαλλόμενα κράτη, στο οποίο η ρητορική μίσους προσλαμβάνεται ως:
[κ]άθε μορφή έκφρασης που υποκινεί, προωθεί, διαδίδει ή δικαιολογεί τη βία, το μίσος ή τις διακρίσεις κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων ή που τις υποβαθμίζει, με βάση πραγματικά ή αποδιδόμενα χαρακτηριστικά ή ιδιότητες, όπως ‘φυλή,’ χρώμα, γλώσσα, θρησκεία, εθνικότητα, εθνοτική καταγωγή, ηλικία, αναπηρία, φύλο, ταυτότητα φύλου ή σεξουαλικό προσανατολισμό.
Η σύσταση αναγνωρίζει ότι η ρητορική μίσους εκδηλώνεται σε ένα φάσμα εκφράσεων, οι οποίες μπορεί να διαφέρουν ως προς την ένταση και τον βαθμό προσβολής των δικαιωμάτων των ατόμων εναντίον των οποίων καταφέρονται, καθώς και τον αντίκτυπό τους σε συγκεκριμένες ομάδες, ανάλογα με το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνονται. Με βάση αυτή την κλιμακούμενη κατηγοριοποίηση, προτείνεται μια αντίστοιχη αντιμετώπιση από τα συμβαλλόμενα κράτη, που θα ανταποκρίνεται σε αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες και θα διακρίνεται σε νομικές παρεμβάσεις αφενός και σε δράσεις αντιμετώπισης σε επίπεδο πολιτικών συμπερίληψης αφετέρου. Πέραν αυτού, ωστόσο, η επικαιροποιημένη αυτή σύσταση σε σχέση με την προσέγγιση της ρητορικής μίσους στο επίπεδο του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελεί και έναν άξονα αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των αντίστοιχων πρωτοβουλιών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: «ΕΕ»), ως προς τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου.
Η παραπάνω διαπίστωση προκύπτει ως επακόλουθη της δέσμευσης της ΕΕ σε μια σειρά θεμελιωδών αξιών που συνιστούν, πλέον, τον πυρήνα των δράσεών της, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: «ΣΕΕ»). Ο αξιακός αυτός πυλώνας, στον οποίο εδράζεται η ΕΕ, αντλεί ρητά έμπνευση από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών και την ΕΣΔΑ[18], στην οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ενώ προβλέπεται και η περαιτέρω προσχώρηση της τελευταίας[19]. Παράλληλα, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (εφεξής: «ΧΘΔΕΕ»), ο οποίος απέκτησε νομικά δεσμευτική ισχύ με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ενσωματώνει πολλές από τις ουσιαστικές διατάξεις της ΕΣΔΑ, ενώ στο άρθρο 52 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ διασφαλίζεται ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτόν ερμηνεύονται με βάση την ΕΣΔΑ[20], παρέχοντας κατά περίπτωση υψηλότερο επίπεδο προστασίας.
Ως εκ τούτου, ο δυναμικός συσχετισμός μεταξύ της ΕΕ και της ΕΣΔΑ δεν περιορίζεται σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά διαμορφώνει ένα ενιαίο και συνεκτικό σύστημα προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρώπη, με επίκεντρο το κράτος δικαίου, που με τη σειρά του αντικατοπτρίζει τις αξίες που διέπουν τις δύο έννομες τάξεις απορρέουσες από τη μήτρα μιας κοινής ευρωπαϊκής συνταγματικής παράδοσης.
ΙΙΙ. Η αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Α. Η απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου
Σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου, η ρητορική μίσους αντιμετωπίζεται ως έκφανση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας μέσω της απόφασης-πλαισίου 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου[21]. Η πρωτοβουλία αυτή εισήχθη για να αναχαιτίσει την άνοδο των ακροδεξιών κινημάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται από τη δεκαετία του ’90, με αντίστοιχες εκλογικές αποτυπώσεις, που διαβρωτικά υπονόμευαν το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[22]. Έτσι, με βάση το άρθρο 29 της ΣΕΕ, η απόφαση-πλαίσιο αντικατέστησε την Κοινή Δράση του 1996[23], ενσωματώνοντας τους υπάρχοντες στόχους της στο πλαίσιο εναρμόνισης ελάχιστων κανόνων ποινικού δικαίου στις εσωτερικές νομοθεσίες των κρατών μελών. Η εξέλιξη αυτή σηματοδότησε ένα ορόσημο στην πολιτική της ΕΕ, η οποία έθεσε την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας ως αυτοτελή ενωσιακό στόχο.
Η απόφαση-πλαίσιο, που παραμένει μέχρι σήμερα το μόνο νομικά δεσμευτικό κείμενο αναφορικά με τη ρητορική μίσους σε επίπεδο ΕΕ και αφορά σε αδικήματα τόσο σε αναλογικό όσο και σε ψηφιακό περιβάλλον, επικεντρώνεται σε δύο βασικές κατηγορίες αδικημάτων: στη ρατσιστική και ξενοφοβική ρητορική μίσους και στα εγκλήματα μίσους με ρατσιστικά ή ξενοφοβικά κίνητρα. Ενδιαφέρον είναι ότι ούτε ο όρος «ρητορική μίσους» ούτε ο όρος «έγκλημα μίσους» αναφέρονται ρητά στο κείμενο. Αντ’ αυτών, στο προοίμιο του κειμένου, γίνεται αναφορά στον ρατσισμό και τη ξενοφοβία[24] ως ευθείες παραβιάσεις των θεμελιωδών αρχών στις οποίες βασίζεται η Ένωση, ήτοι της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου.
Το κείμενο πλαισιώνει τη ρητορική μίσους ως δημόσια υποκίνηση σε βία ή μίσος κατά ομάδας ή ατόμου με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την καταγωγή ή την εθνική ή εθνοτική προέλευση[25]. Επίσης, καλύπτει τη δημόσια άρνηση, δικαιολόγηση ή υποβάθμιση του Ολοκαυτώματος και άλλων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, εφόσον αυτές οι πράξεις υποκινούν σε βία ή μίσος εναντίον ατόμου ή ομάδας ατόμων με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά[26]. Επίσης, παρά τον καθορισμό ελάχιστου πλαισίου σε σχέση με τις κατηγορίες προστατευόμενων χαρακτηριστικών, παρέχει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να διευρύνουν τις βάσεις προστασίας, όπως για παράδειγμα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου[27]. Παράλληλα, επιτρέπει περιορισμούς στα αδικήματα ρητορικής μίσους, ώστε να καλύπτονται μόνο οι περιπτώσεις εκείνες που διαταράσσουν τη δημόσια τάξη, γεγονός που έχει οδηγήσει σε σημαντικές διαφοροποιήσεις κατά τη μεταφορά των διατάξεων στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών[28]. Συνεπώς, η απόφαση-πλαίσιο επεδίωξε τη διαμόρφωση ενός κοινού νομικού πλαισίου για την ποινική αντιμετώπιση συγκεκριμένων εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας που εκφράζονται δημόσια μέσω οποιουδήποτε μέσου, με την προϋπόθεση ότι οι εκφράσεις αυτές είναι τέτοιας βαρύτητας που να δικαιολογείται η χρήση ποινικού δικαίου ως «ultima ratio» για την καταστολή τους.
Μολαταύτα, η επίτευξη συναίνεσης ως προς την υιοθέτηση του τελικού κειμένου, σε μία ήδη διευρυμένη ΕΕ, αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολη. Παρότι, για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, δεν θα επιχειρηθεί μια ενδελεχής επισκόπηση των συγκεκριμένων προκλήσεων και διαδικασιών που χρειάστηκε να υπερκεραστούν προκειμένου να επιτευχθεί μια σύγκλιση ως προς το διαμορφωθέν κείμενο, αρκεί να επισημανθεί ότι η ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε την αρχική πρόταση τον Νοέμβριο του 2001 και το τελικό κείμενο υιοθετήθηκε μόλις τον Νοέμβριο του 2008[29].
Πέρα τούτων, ωστόσο, η διαδικασία των διαπραγματεύσεων ανέδειξε ένα βαθύτερο χάσμα μεταξύ των κρατών μελών που συγκροτήθηκαν σε άτυπα ιδεολογικά «στρατόπεδα» ανάλογων των προσεγγίσεών τους ως προς τις κοινές ευρωπαϊκές αξίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα, καθώς και τις προτεραιότητές τους στη χάραξη κοινής πολιτικής[30]. Οι διαφοροποιήσεις αυτές, που αποδίδονται στις ιδιαίτερες ιστορικές εμπειρίες κάθε κράτους-μέλους και στις διαφορετικές συνταγματικές παραδόσεις τους, αναδύθηκαν εμφατικά με αφορμή την ανάγκη σύγκλισης σε ένα κατεξοχήν πεδίο εθνικής κυριαρχίας[31] και έγιναν ακόμα πιο εμφανείς κατά τη μεταφορά του κειμένου στις εθνικές νομοθεσίες τους[32], με σημαντικές αποκλίσεις ως προς την εφαρμογή των τιθέμενων στόχων[33]. Η δυσκολία αυτή, η οποία επιτείνεται από την απαίτηση ομοφωνίας στο Συμβούλιο, καταγράφηκε ακόμη και στο προοίμιο του τελικού κειμένου, όπου ρητά επισημαίνεται ότι η πλήρης εναρμόνιση των ποινικών νομοθεσιών ήταν ανέφικτη εκείνη την περίοδο, λόγω των –ενίοτε αγεφύρωτων– διαφορών που απορρέουν από τις πολιτισμικές και νομικές παραδόσεις των κρατών-μελών[34]. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αξιοποίηση του ποινικού δικαίου για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας θεωρήθηκε μια πρωτοβουλία που θα επικεντρωνόταν στις πλέον ακραίες και σοβαρές εκδηλώσεις αυτών των φαινομένων. Παράλληλα, αναδείχθηκε η ανάγκη ένταξής της σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο, το οποίο θα περιελάμβανε στοχευμένα μέτρα για την αντιμετώπιση όλων των μορφών διακρίσεων και τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων[35].
Β. Η πρόταση συμπερίληψης της ρητορικής μίσους και των εγκλημάτων μίσους στον κατάλογο των εγκλημάτων του άρθρου 83 ΣΛΕΕ
Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, τον Δεκέμβριο του 2021, η ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιχειρώντας να αντιμετωπίσει τόσο τις αποκλίσεις που διαπιστώθηκαν κατά τη μεταφορά της απόφασης-πλαισίου στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών-μελών[36] όσο και την ανησυχητική αύξηση εγκλημάτων μίσους και κανονικοποίησης της ρητορικής μίσους στην Ευρώπη[37], κυρίως κατά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, πρότεινε την επέκταση του καταλόγου των εγκλημάτων του άρθρου 83 παρ. 1 της ΣΛΕΕ[38], εντάσσοντας σε αυτόν τα εγκλήματα μίσους.
Η πρωτοβουλία αυτή, την οποία ανακοίνωσε η Πρόεδρος της Επιτροπής κατά την ομιλία της στο πλαίσιο ανάληψης των καθηκόντων της το 2020, συνιστούσε μια σαφή πολιτική δήλωση, που συνοψιζόταν στο μήνυμα «το μίσος είναι μίσος και κανείς δεν πρέπει να το ανέχεται»[39]. Η πρόταση επομένως εντάχθηκε στο πρόγραμμα εργασιών της Επιτροπής με βάση τα άρθρα 19 και 67 παρ. 3 της ΣΛΕΕ ως πρωτοβουλία που υπογραμμίζει τη δέσμευση της Ένωσης για την προάσπιση των θεμελιωδών αξιών, όπως αυτές διατυπώνονται πανηγυρικά στο άρθρο 2 της ΣΕΕ, καθώς και για την κατοχύρωση της ισότητας ανεξαρτήτως φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού[40].
Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και τη σοβαρότητα του φαινομένου, προκρίθηκε ότι τα εγκλήματα μίσους καθώς και η ρητορική μίσους συνιστούν ζητήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν πιο αποτελεσματικά σε επίπεδο ΕΕ, σκέψη που ενισχύεται λόγω και του υπερεθνικού τους χαρακτήρα[41]. Παράλληλα, η Επιτροπή επεσήμανε την ανάγκη οι ελάχιστοι κανόνες για την καταπολέμηση της διαδικτυακής ρητορικής μίσους να μην περιορίζονται αποκλειστικά στο ψηφιακό περιβάλλον, καθώς αυτό θα εξαιρούσε άλλα μέσα διάδοσης, εντείνοντας έτσι τον νομικό κατακερματισμό και υπονομεύοντας τον στρατηγικό στόχο της Επιτροπής για μια ενιαία και συντονισμένη αντιμετώπιση των εκφάνσεων του μίσους σε όλη την ΕΕ.
Γ. Ο Κώδικας Δεοντολογίας για την αντιμετώπιση της παράνομης ρητορικής μίσους στο διαδίκτυο βάσει της Οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο και του νέου Κανονισμού για τις ψηφιακές υπηρεσίες
Η συγκεκριμένη πρόσληψη της Επιτροπής σχετικά με την αποφυγή του νομικού κατακερματισμού σε ενωσιακό επίπεδο, συνοψίζεται στην αρχή «ό,τι είναι παράνομο εκτός διαδικτύου πρέπει να είναι παράνομο και στο διαδίκτυο» (what is illegal offline should be illegal online)[42], προασπίζοντας έτσι την ασφάλεια δικαίου, καθώς οι ίδιες ουσιαστικές διατάξεις οφείλουν να εφαρμόζονται παντού, συμπεριλαμβανομένου και του ψηφιακού περιβάλλοντος. Αντίστοιχα, όταν μια μορφή ρητορικής μίσους θεωρηθεί «παράνομη» σε διαδικτυακή πλατφόρμα σε κράτος μέλος της ΕΕ, αντιμετωπίζεται ως παράνομο περιεχόμενο, με την αντίστοιχη νομοθεσία να καθορίζει τη διαδικασία αφαίρεσής της. Στην περίπτωση της «παράνομης» ρητορικής μίσους, εφαρμόζεται η νομοθεσία της ΕΕ, δηλαδή η απόφαση-πλαίσιο, όπως έχει μεταφερθεί στην έννομη τάξη του κράτους-μέλους στην επικράτεια του οποίου λαμβάνει χώρα η παραβίαση, με την αρμόδια διωκτική αρχή να επιλαμβάνεται κατά περίπτωση.
Πέραν τούτου, ωστόσο, οι ψηφιακές πλατφόρμες και κυρίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, έχουν όρους χρήσης των υπηρεσιών τους και κώδικες δεοντολογίας, στους οποίους καταγράφονται, μεταξύ άλλων, οι προσλήψεις τους σε σχέση με το τι συνιστά ρητορική μίσους. Στο πλαίσιο, επομένως, της ελευθερίας του επιχειρείν, είναι στη διακριτική τους ευχέρεια πώς θα διαμορφώσουν ένα περιβάλλον που θα προσελκύσει περισσότερους χρήστες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζουν τους νόμους του κράτους, στο οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, καθώς και τις δεσμεύσεις που απορρέουν από διεθνείς οργανισμούς. Στην ΕΕ, μέχρι πρόσφατα, το βασικό νομικό πλαίσιο για κάθε είδους ηλεκτρονικές συναλλαγές ρυθμιζόταν, κυρίως, μέσω της Οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο, η οποία έχει πλέον επικαιροποιηθεί και αναδιαμορφωθεί από τον Κανονισμό (EE) 2022/2065[43]. Η Οδηγία, όπως και ο Κανονισμός, ο οποίος διατήρησε τον βασικό κορμό των υποχρεώσεων για τη λειτουργία των ηλεκτρονικών πλατφορμών, με ενισχυμένες εγγυήσεις διαφάνειας και προστασίας των δικαιωμάτων των χρηστών, δεν προσδιόριζε τι συνιστά παράνομο περιεχόμενο, καθώς αυτό ορίζεται, όπως προαναφέρθηκε, από την εθνική και την ενωσιακή νομοθεσία. Αυτό που καθόριζε ήταν το πλαίσιο και τις υποχρεώσεις των διαδικτυακών πλατφορμών όσον αφορά την αφαίρεση τέτοιου περιεχομένου. Ένα από τα βασικά σημεία αυτού του νομοθετήματος, το οποίο παραμένει και στον Κανονισμό, είναι ότι οι εταιρίες απαλλάσσονται από την ευθύνη για τη φιλοξενία παράνομου περιεχομένου στις πλατφόρμες τους, αν δεν είχαν πρότερη γνώση του περιεχομένου ή αν, από τη στιγμή που ενημερώθηκαν, έδρασαν άμεσα για την αφαίρεσή του[44]. Επομένως, έχουν την ευχέρεια, όχι όμως και την υποχρέωση να διεξάγουν τις δικές τους έρευνες για τον εντοπισμό παράνομου περιεχομένου στις πλατφόρμες τους[45] και αντίστοιχα να ενημερώνουν τις αρχές, να το αφαιρούν ή να αποτρέπουν την πρόσβαση σε αυτό[46].
Σε αυτό το πλαίσιο του εθελοντικού εντοπισμού και απόσυρσης παράνομου περιεχομένου, η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να υποχρεώσει τις πλατφόρμες να διεξάγουν αυτόν τον έλεγχο a priori, υπέγραψε το 2016 μια συμφωνία με τη μορφή «Κώδικα Δεοντολογίας»[47] με τέσσερις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες για την αντιμετώπιση της παράνομης ρητορικής μίσους στο Διαδίκτυο[48]. Ο Κώδικας βασίζεται σε ένα μοντέλο αυτορρύθμισης, με τις εταιρίες να αναλαμβάνουν να εντοπίζουν και να αφαιρούν παράνομη ρητορική μίσους από τις πλατφόρμες τους εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος με αναφορά στην απόφαση-πλαίσιο του 2008. Καθώς όμως εντοπίζονται αποκλίσεις στις εθνικές νομοθεσίες που έχουν μεταφέρει στο εσωτερικό τους την απόφαση-πλαίσιο, οι διαφοροποιήσεις αυτές αντικατοπτρίζονται αντίστοιχα και στον Κώδικα σε ό,τι αφορά την αφαίρεση της ρητορικής μίσους ως παράνομης.
Πρακτικά, ωστόσο, πολύ πριν χαρακτηριστεί κάποιο περιεχόμενο ως «παράνομο» βάσει της νομοθεσίας και ζητηθεί η αφαίρεσή του από τον χρήστη ή τις αρμόδιες αρχές, εφαρμόζονται κατά προτεραιότητα τα εσωτερικά πρότυπα «κώδικα συμπεριφοράς» (community guidelines) των πλατφορμών. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές συμμόρφωσης συνήθως υιοθετούν έναν πολύ ευρύτερο ορισμό της ρητορικής μίσους σε σύγκριση με τον αμιγώς νομικό, επιδιώκοντας την εφαρμογή ενός ενιαίου πλαισίου που να καλύπτει το μεγαλύτερο δυνατό εύρος περιπτώσεων, αποφεύγοντας έτσι τη νομική ευθύνη, σύμφωνα με τις εκάστοτε εθνικές νομοθεσίες των κρατών, στην επικράτεια των οποίων παρέχουν τις υπηρεσίες τους. Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζουν –τουλάχιστον θεωρητικά– έναν χώρο διάδρασης που εναρμονίζεται με τις αρχές του εταιρικού μοντέλου, το οποίο με τη σειρά του δεσμεύεται από τις κατευθυντήριες γραμμές για την επιχειρηματική δραστηριότητα και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[49]. Δεδομένου, ωστόσο, ότι τα κριτήρια με βάση τα οποία εφαρμόζονται τα πρότυπα συμπεριφοράς στις πλατφόρμες παραμένουν αδιαφανή, η ρύθμιση περιεχομένου κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει σημαντικές επιπτώσεις στο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, ενώ παραμένει, εν πολλοίς, ανέλεγκτη[50].
Επίλογος
Συμπερασματικά, ενώ τα ζητήματα που ανακύπτουν για την ευρωπαϊκή συνταγματική τάξη και την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, είτε μέσω «soft law» πρωτοβουλιών, όπως ο Κώδικας Δεοντολογίας[51], είτε από τις προκλήσεις ενός κανονιστικού μοντέλου ρύθμισης των ψηφιακών μέσων, στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού, απαιτούν ανάλυση και νομική τεκμηρίωση πέραν του παρόντος, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι αυτή η νέα πραγματικότητα δοκιμάζει τα συνταγματικά όρια και τους μηχανισμούς «checks and balances» στην Ευρώπη, με την απειλή της σχετικοποίησής τους να αποτελεί μια διαρκή πρόκληση για το κράτος δικαίου.
Παράλληλα, ειδικότερα όσον αφορά την αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους ως κοινωνικού προβλήματος με κοινό νομικό παρονομαστή, η καταπολέμησή της στην ψηφιακή σφαίρα αναδεικνύει τα όρια του νόμου στη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και διαδράσεων. Ο νόμος, όσο απαραίτητος και αν είναι, δεν μπορεί να υποκαταστήσει δια της καταστολής ούτε τις πολιτικές συμπερίληψης, ούτε την ευθύνη της Πολιτείας για τη δημιουργία ελεύθερων ανθρώπων που δεν θα «ανέχονται» την ετερότητα, αλλά θα αναγνωρίζουν σε αυτήν ένα αποτύπωμα μοναδικότητας στην κοινωνική συνύπαρξη.
[1] AG Sharpston, Opinion for NH v Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford, C-507/18 (2018).
[2] Υπόθεση που εξέτασε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: «ΔΕΕ») στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος αναφορικά με το αν συνιστά απαγορευμένη διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού στην πρόσβαση στην απασχόληση, η δημόσια τοποθέτηση ανώτερου στελέχους ιταλικής δικηγορικής εταιρίας, που ανέφερε σε ραδιοφωνική συνέντευξη ότι δε θα προσλάμβανε ποτέ ομοφυλόφιλα άτομα στην εταιρία αυτή, ούτε και θέλει οποιαδήποτε συνδιαλλαγή μαζί τους, ΔΕΕ, C-507/18, 23.04.2020, NH v Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford.
[3] Βλ. επίσης AG Maduro, Opinion for Firma Feryn NV v Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding, C-54/07, 2008.
[4] Σε αυτές περιλαμβάνονται οι εξής: ΔΕΕ C-54/07, 10.07.2008, Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding v Firma Feryn NV, ΔΕΕ, C‑81/12, 25.04.2013, Asociaţia Accept v Consiliul Naţional pentru Combaterea Discriminării, ΔΕΕ, C-507/18, 23.04.2020, NH v Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford.
[5] Βλ. ενδεικτικά: Belavusau U., «The NH Case: On the “Wings of Words” in EU Anti-Discrimination Law», European Papers – A Journal on Law and Integration 5/2020, σ. 1001, Tryfonidou A., «Case C-507/18 NH v Associazione Avvocatura per i Diritti LGBTI – Rete Lenford: Homophobic Speech and EU Anti-Discrimination Law», Maastricht Journal of European and Comparative Law 27/2020, σ. 513.
[6] Με εξαίρεση την αναφορά στον Κώδικα Δεοντολογίας για την καταπολέμηση της παράνομης ρητορικής μίσους στο διαδίκτυο, λόγω της ιδιαίτερης φύσης του ως μη δεσμευτικού, αλλά σημαντικού πλαισίου αναφοράς για την προσέγγιση του φαινομένου στο ψηφιακό περιβάλλον. Βλ. Ενότητα ΙΙΙ. Γ.
[7] European Commission, ‘Tackling Illegal Content Online: Towards an Enhanced Responsibility of Online Platforms’ (2017) Communication COM/2017/0555 final.
[8] Brown Α., «What Is Hate Speech? Part 1: The Myth of Hate», Law and Philosophy 36/2017, σ. 439.
[9] Weber Α., Manual on Hate Speech, Council of Europe Publication 2009, σ. 3.
[10] Bárd P. / Bayer J., «Hate Speech and Hate Crime in the EU and the Evaluation of Online Content Regulation Approaches», IPOL 2020, 20.
[11] ΕΔΔΑ, αρ. προσφ. 2668/07, 14.11.2010, Dink κατά Τουρκίας.
[12] Η παραπάνω πρόσληψη αντανακλά τις θεωρητικές προσεγγίσεις που επισημαίνουν την αναγκαιότητα περιορισμού της ρητορικής μίσους, ως άρνησης της ισότιμης συμμετοχής στα κοινά, αναπαραγωγής διακρίσεων και δομικών κοινωνικών ανισοτήτων, βάσει της επιτελεστικής λειτουργίας του λόγου. Βλ. Ενδεικτικά Matsuda M. J. (επιμ), Words That Wound: Critical Race Theory, Assaultive Speech, and the First Amendment, Westview Press, Boulder 1993, Delgado R. / Stefancic J., Understanding Words That Wound, Westview Press, Boulder 2004, Austin J. L., How to Do Things with Words, Oxford University Press, Οξφόρδη 1962, Waldron J., The Harm in Hate Speech, Harvard University Press, Χάρβαρντ 2012. Επίσης Kaiafa-Gbandi Μ., «The Criminal Repression of Racist Rhetoric, Racist Crimes and Race Discrimination – The Greek Example: Towards an Effective Protection of Human Dignity?», Festskrift Till Dan Frände 2017.
[13] Tulkens F., «When to Say is to Do: Freedom of Expression and Hate Speech in the Case-Law of the European Court of Human Rights», European Judicial Training Network Seminar on Human Rights for European Judicial Trainers, Strasbourg, 9.10.2012, 3.
[14] Ορόσημο αυτής της θέσης αποτέλεσε η υπόθεση του ΕΔΔΑ, αρ. προσφ. 5493/72, 07.12.1976, Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου.
[15] Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αρχή αυτή αντικατοπτρίζει, σε κάποιο βαθμό, το δόγμα της «μαχόμενης δημοκρατίας» (Militant Democracy), όπως διατυπώθηκε από τον Lowenstein στα τέλη της δεκαετίας του 1930, υπό το φως της ανόδου του ναζισμού και της αποτυχίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η δημοκρατία θα πρέπει να προστατεύεται από εκείνους που στρέφονται εναντίον της, λαμβάνοντας μέτρα περιορισμού των δικαιωμάτων τους, όταν αυτοί επιχειρούν να εργαλειοποιήσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες και εγγυήσεις που προσφέρει για να την υπονομεύσουν ή να την καταλύσουν. Βλ. Loewenstein Κ., «Militant Democracy and Fundamental Rights, I», American Political Science Review 31/1937, σ. 417, Loewenstein Κ., «Militant Democracy and Fundamental Rights, II», American Political Science Review 31/1937, σ. 638.
[16] Council of Europe Committee of Ministers, Recommendation CM/Rec(2022)16 to Member States on Combating Hate Speech, Council of Europe 2022, CM/Rec(2022)16, στο <https://search.coe.int/cm?i=0900001680a67955> (πρόσβαση 08.01.2025).
[17] European Commission against Racism and Intolerance (ECRI), General Policy Recommendation No. 15 on Combating Hate Speech, Council of Europe 2015, CRI(2016)15, στο <https://rm.coe.int/ecri-general-policy-recommendation-no-15-on-combating-hate-speech/16808b5b01> (πρόσβαση 08.01.2025).
[18] Άρθρο 6 παρ. 3 της ΣΕΕ.
[19] Άρθρο 6 παρ. 2 της ΣΕΕ. Ωστόσο, η διαδικασία ανεστάλη προσωρινά λόγω των ανησυχιών που εξέφρασε το ΔΕΕ σχετικά με συγκεκριμένους όρους της προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣΔΑ. Βλ. ΔΕΕ, Γνώμη 2/13. Για την πρόοδο στις επαναληφθείσες διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ και τα εκκρεμή ζητήματα που αφορούν την ΚΕΠΠΑ, βλ. τις συναντήσεις της ομάδας “46+1” και το σχέδιο πακέτου προσχώρησης. Βλ. Steering Committee for Human Rights, CDDH Ad Hoc Negotiation Group (“46+1”) on the Accession of the European Union to the European Convention on Human Rights, 2023, 46+1(2023)35FINAL.
[20] Άρθρο 52 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ.
[21] Απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου 2008 (OJ L). Στην ελληνική έννομη τάξη, η απόφαση-πλαίσιο μεταφέρθηκε με τον ν. 927/1979 (Α’ 139/28.06.1979) όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4285/2014 (Α’ 191/10.09.2014).
[22] Terri E Givens / Rhonda Evans Case, Legislating Equality: The Politics of Antidiscrimination Policy in Europe, Oxford University Press, Οξφόρδη 2014, σ. 62, Geddes Α., «Britain, France, and EU Anti-Discrimination Policy: The Emergence of an EU Policy Paradigm», West European Politics 27/2004, σ. 341.
[23] 96/443/JHA: Joint Action of 15 July 1996 adopted by the Council on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union, concerning action to combat racism and xenophobia 1996.
[24] Χωρίς όμως να ορίζονται ούτε ο ρατσισμός ούτε η ξενοφοβία.
[25] Άρθρο 1(α) της απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου.
[26] Άρθρο 1(γ)(δ) της απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου.
[27] Όπως έγινε στην περίπτωση της μεταφοράς στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4285/2014.
[28] EU High Level Group on combating racism, xenophobia and and other forms of intolerance, Guidance Note on the Practical Application of Council Framework Decision 2008/913/JHA on Combating Certain Forms and Expressions of Racism and Xenophobia by Means of Criminal Law, 2018, 2. Βλ. επίσης Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., «Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα», Ποινικά Χρονικά 2015, σ. 729.
[29] Οι βασικές πηγές αντιπαράθεσης και διαπραγματεύσεων αφορούσαν, αφενός, τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά που αναγνωρίζονταν από τις εθνικές νομοθεσίες και, αφετέρου, την ποινικοποίηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στο πλαίσιο του λεγόμενου «ιστορικού αναθεωρητισμού» με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Βλ. Commission Staff Working Document National Transposition Measures and Data on Application of the Framework Decision Submitted by the Member States, 2014.
[30] Για μια ευρύτερη επισκόπηση, βλ. Rosenfeld Μ., «Hate speech in constitutional jurisprudence: a comparative analysis» στο Herz Μ. E. / Molnár P. (επιμ.), The Content and Context of Hate Speech: Rethinking Regulation and Responses, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ 2012, σ. 271-272.
[31] Για μια ανάλυση σχετικά με την ισότητα των κρατών μελών της ΕΕ με αφετηρία το άρθρο 4 παρ. 2 της ΣΕΕ, βλ. Claes Μ., «The Equality of the Member States» στο Ziegler Κ. / Neuvonen P. / Moreno-Lax V. (επιμ.), Research Handbook on General Principles of EU Law: Constructing Legal Orders in Europe, Edward Elgar Publishing, Cheltenham 2022, σ. 99-117.
[32] Τα κράτη-μέλη όφειλαν να κοινοποιήσουν το κείμενο των εθνικών διατάξεων που ενσωμάτωναν τις υποχρεώσεις που αυτή επέβαλε έως τις 28 Νοεμβρίου 2010. Άρθρο 10 παρ. 1 της απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου.
[33] Report from the Commission to the European Parliament and the Council on the Implementation of Council Framework Decision 2008/913/JHA on Combating Certain Forms and Expressions of Racism and Xenophobia by Means of Criminal Law, 2014.
[34] Προοίμιο (6) της απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου.
[35] Η ανάγκη για μια ευρύτερη και πιο συνεκτική προσέγγιση του φαινομένου αναδείχτηκε από το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στη δεύτερη έκθεση που εκπονήθηκε κατά τη διαδικασία αναδιαβούλευσης. Bλ. European Parliament, Report on the proposal for a Council Framework Decision on combating certain forms and expressions of racism and xenophobia by means of criminal law, Session document A6-0444/2007, 14.11.2007, 14 (rapporteur’s position).
[36] European Commission, Commission Staff Working Document Countering Racism and Xenophobia in the EU: Fostering a Society Where Pluralism, Tolerance and Non-Discrimination Prevail (2019) SWD(2019) 110 final 4.
[37] European Parliament, Resolution on the Rise of Neo-Fascist Violence in Europe (2018/2869(RSP)) P8_TA(2018)0428, 25.10.2018, ECRI ετήσιες αναφορές 2019 και 2020, στο https://rm.coe.int/ecri-annual-report-2019/16809ca3e1 και https://rm.coe.int/annual-report-on-ecri-s-activities-for-2020/1680a1cd59 (πρόσβαση 08.01.2025).
[38] «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία μέσω οδηγιών, μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, η οποία απορρέει ιδίως από τη φύση ή τις επιπτώσεις των αδικημάτων αυτών ή λόγω ειδικής ανάγκης να καταπολεμούνται σε κοινή βάση. Οι εν λόγω τομείς εγκληματικότητας είναι οι εξής: τρομοκρατία, εμπορία ανθρώπων και γενετήσια εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, παράνομη εμπορία ναρκωτικών, παράνομη εμπορία όπλων, ξέπλυμα χρήματος, διαφθορά, παραχάραξη μέσων πληρωμής, εγκληματικότητα στον χώρο της πληροφορικής και οργανωμένο έγκλημα. Ανάλογα με την εξέλιξη της εγκληματικότητας, το Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει αποφάσεις που προσδιορίζουν και άλλους τομείς εγκληματικότητας, οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια της παρούσας παραγράφου. Αποφασίζει ομόφωνα μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.».
[39] Ursula von der Leyen, State of the Union Address by President von der Leyen at the European Parliament Plenary, Βρυξέλλες, 16.11.2020, European Commission, στο https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/ov/SPEECH_20_1655 (πρόσβαση 08.01.2025).
[40] European Commission, Commission Work Programme 2021: A Union of Vitality in a World of Fragility, COM(2020) 690 final, 19.10.2020, 7. Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζεται περαιτέρω στη Στρατηγική για την Ισότητα των Φύλων 2020-2025, τη Στρατηγική για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ 2020-2025 και τη Στρατηγική για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία 2021-2030.
[41] Αυτή η προσέγγιση συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παρ. 3 ΣΕΕ.
[42] Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions: Tackling Illegal Content Online Towards an enhanced responsibility of online platforms 2017.
[43] Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2065 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες).
[44] Άρθρο 5 παρ. 1 (ε) και άρθρο 6 παρ. 1 του Κανονισμού 2022/2065.
[45] Άρθρα 7 και 8 του Κανονισμού 2022/2065.
[46] Άρθρα 16-18 του Κανονισμού 2022/2065.
[47] Code of Conduct on Countering Illegal Hate Speech Online, European Commission, στο <https://commission.europa.eu/document> (πρόσβαση 08.01.2025).
[48] Facebook, Microsoft, Twitter and YouTube. Instagram, Snapchat και Dailymotion υπέγραψαν το 2018, euxvideo.com τον Ιανουάριο 2019, TikTok τον Σεπτέμβριο 2020 και LinkedIn τον Ιούνιο 2021.
[49] United Nations (επιμ.), Guiding Principles on Business and Human Rights: Implementing the United Nations ‘Protect, Respect and Remedy’ Framework, United Nations 2011.
[50] Σε μία προσπάθεια εξισορρόπησης του δημοκρατικού ελλείματος νομιμοποίησης λήψης αποφάσεων που αφορούν στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, καθώς και της διάκρισης εξουσιών, η Meta προχώρησε στη δημιουργία ενός ανώτερου συμβουλίου ελέγχου ορισμένων αποφάσεών της με εχέγγυα λειτουργικής ανεξαρτησίας από την εταιρία, ο ρόλος του οποίου προσιδιάζει στη λειτουργία δικαιοδοτικού οργάνου, χωρίς ωστόσο τις αντίστοιχες συνταγματικές εγγυήσεις. Βλ. Oversight Board, 28.11.2024, στο <https://www.oversightboard.com/> (πρόσβαση 01.08.2025). Βλ. Ενδεικτικά Gradoni L., «Constitutional Review via Facebook’s Oversight Board» Verfassungsblog 2021, στο <https://verfassungsblog.de/fob-marbury-v-madison/> (πρόσβαση 01.08.2025).
[51] Ενδεικτικά Quintel Τ. / Ullrich C., «Self-Regulation of Fundamental Rights? The EU Code of Conduct on Hate Speech, Related Initiatives and Beyond», στο Petkova B. / Ojanen T. (επιμ.), Fundamental Rights Protection Online: The Future Regulation of Intermediaries, Edward Elgar Publishing, 2020, Article 19, EU: European Commission’s Code of Conduct for Countering Illegal Hate Speech Online and the Framework Decision, Legal analysis 2016, στο <https://www.article19.org/resources/eu-european-commissions-code-of-conduct-for-countering-illegal-hate-speech-online-and-the-framework-decision/> (πρόσβαση 01.08.2025).
Η Στεύη Κίτσου είναι δικηγόρος και υποψήφια Διδάκτορας στον τομέα Ευρωπαϊκού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ, στο οποίο διδάσκει Ευρωπαϊκό και Διεθνές Δίκαιο. Η διδακτορική της διατριβή εξετάζει τη ρητορική μίσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Είναι μέλος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Δικαίου του Πανεπιστημίου Μάαστριχτ (MCEL), επισκέπτρια ερευνήτρια στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Φλωρεντίας (EUI), μέλος του Ius Commune Research School, του Ολλανδικού Δικτύου Έρευνας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (NNHRR) και πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ).