Α. Μια μάταιη αναθεώρηση;
Πενήντα χρόνια μετά τη θέσπιση του Συντάγματος, η κυβέρνηση προετοιμάζει με ενθουσιασμό την 5η αναθεώρησή του. Η συνταγματική μεταρρύθμιση σχεδιάζεται σε μια περίοδο, όπου η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δοκιμάζεται σκληρά από τις αντιφάσεις της, ενώ το Σύνταγμα ως θεμέλιό της αποσταθεροποιείται: η υποχώρηση της ισχύος του κράτους, η επικυριαρχία της αγοραίας παγκοσμιοποίησης και η ενίσχυση της πολιτικής δύναμης υπερεθνικών οργανισμών όπως η Ε.Ε. έχουν εξασθενίσει την ικανότητα του καταστατικού χάρτη να διασφαλίζει την διάκριση της πολιτικής και κοινωνικο-οικονομικής εξουσίας, την αποτελεσματική οριοθέτησή τους και την προστασία της πολιτικής αυτονομίας του λαού. Επιπλέον, οι κυβερνητικές εξαγγελίες δημιουργούν απαισιοδοξία, καθώς προοιωνίζονται ακόμη βαθύτερη συνταγματική απορρύθμιση και υποβάθμιση της λαϊκής κυριαρχίας.
Υπάρχει, λοιπόν, περιθώριο, η αναθεώρηση που εξαγγέλθηκε, να μην μετεξελιχθεί σε μια νομιμοποιητική διαδικασία ή σε διαδικασία συνταγματοποίησης των πολιτικών στοχεύσεων της πλειοψηφίας; Μπορεί η τροποποίηση του Συντάγματος να συμβάλλει, ώστε η επαγγελία του δημοκρατικού συνταγματισμού για αυτοκυβέρνηση της πολιτικής κοινότητας και σεβασμό του κράτους δικαίου να μη μεταπίπτει σε ουτοπία; Η εξέλιξη του κομματικού συστήματος της χώρας δικαιολογεί δυσοίωνες προβλέψεις. Οι πολιτικές δυνάμεις δείχνουν αδύναμες να διερευνήσουν τους όρους του πολιτικού αυτοπροσδιορισμού στις ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες και να διατυπώσουν ένα σχέδιο επαναθεμελίωσης της συνταγματικής δημοκρατίας. Ο κατακερματισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης, η αδυναμία τους να επικοινωνήσουν με τα κοινωνικά κινήματα ή να εκφράσουν αιτήματα που διατυπώνονται με πιο αυθόρμητο τρόπο, γεννούν έντονο σκεπτικισμό για την ικανότητά τους να δώσουν απαντήσεις στον νεοφιλελεύθερο θεσμικό σχεδιασμό της κυβερνητικής πλειοψηφίας, συγκροτώντας προτάσεις που θα ενισχύσουν την επιτελεστικότητα των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών προταγμάτων.
Παρ’ όλα αυτά, η προσπάθεια, η αναθεωρητική διαδικασία να προσλάβει απτό κανονιστικό νόημα και να αναπτύξει δημοκρατική λειτουργία δεν είναι ανώφελη. Το αίτημα για αυτοκυβέρνηση του λαού και για σεβασμό των ελευθεριών και δικαιωμάτων του παραμένει ενεργό, αλληλοεπιδρά με τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις πολιτικές συγκρούσεις και κατευθύνει την συζήτηση για την αναθεώρηση προς την αντιμετώπιση των κανονιστικών αιτημάτων που γεννούν οι θεσμικές αντινομίες και ο πολιτικός ανταγωνισμός.
Β. Η ανασυγκρότηση του λαού στους τόπους της δημοκρατίας
Αποτελεί πολιτειολογικό κοινό τόπο, ότι η κρίση αντιπροσώπευσης είναι μια από τις σημαντικότερες απειλές για το δημοκρατικό πολίτευμα[1]. Η απόσταση ανάμεσα στους εκλογείς και τους αντιπροσώπους τους βαθαίνει όλο και περισσότερο και συμβάλλει είτε στην αποστασιοποίηση των πρώτων από τις πολιτικές διεργασίες είτε στην στροφή τους προς τις ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, που υπόσχονται να καταλύσουν την κυριαρχία των ελίτ. Οι πολίτες, στερημένοι από την δυνατότητα διαχείρισης κρίσιμων κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων, ακόμη και προβλημάτων που συνδέονται άμεσα με την ζωή τους, απομακρύνονται από τον πολιτικό ανταγωνισμό και η δημοκρατία μαραίνεται.
Σημαντική παράμετρο της εξασθένησης της σχέσης αντιπροσώπευσης αποτελεί και ο παραγκωνισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης στο δημοκρατικό οικοδόμημα. Παρ’ ότι οι δήμοι και οι κοινότητες αποτέλεσαν το εργαστήρι της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στο πλαίσιο της Βεστφαλικής τάξης και μετά την Ναπολεόντεια μετάλλαξη της Γαλλικής Επανάστασης, η τύχη της τοπικής διοίκησης υποτάχθηκε στο πρόταγμα λειτουργίας ενός κράτους ισχυρού, πολεμικού και συγκεντρωτικού που μεριμνά για την αναπαραγωγή της εξουσίας του, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα δικαιώματα των πολιτών του. Για πολλές δεκαετίες, λοιπόν, η εξουσία των Ο.Τ.Α. αντιμετωπιζόταν ως δοτή, με άλλες λέξεις ως τμήμα της κρατικής εξουσίας, η οποία απονεμόταν άνωθεν στους δήμους και στις κοινότητες που αποτελούσαν δομές του κρατικού μηχανισμού. Οι μονάδες της τοπικής αυτοδιοίκησης λογίζονταν ως σημαντικά διοικητικά σχήματα, ενταγμένα πάντως στην κεντρική διοίκηση και ταγμένα στην εξυπηρέτηση των σκοπών της και της πληρέστερης ικανοποίησής τους.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η δημοκρατική λειτουργία των θεσμών της τοπικής αυτοδιοίκησης παραγνωρίστηκε. Ήδη από τον 19ο αιώνα, η ενίσχυση της αυτοτέλειάς της και η ενδυνάμωση του ρόλου της πρόβαλλαν ως μέσα προστασίας της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας των μελών του κοινωνικού συνόλου και ως ασπίδα των τοπικών κοινοτήτων έναντι των αυταρχικών τάσεων της κρατικής εξουσίας. Ωστόσο η συζήτηση για το καθεστώς των Ο.Τ.Α. και τον πολιτικό τους ρόλο γινόταν κατά κύριο λόγο με όρους κρατικοκεντρικούς: τα σχέδια για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις διαμορφώνονταν στο πλαίσιο της προβληματικής για την διοικητική ανασυγκρότηση του κράτους και η συμμετοχική συλλογιστική είχε δευτερεύουσα σημασία.
Ο λαός, όπως συγκροτούνταν για να επιλέξει τους κυβερνήτες του, συγκαλούνταν για να ασκήσει και την -κατά γενική παραδοχή- σπουδαία αρμοδιότητα εκλογής των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης: Ενιαίο και αδιαφοροποίητο, το εκλογικό σώμα ενεργούσε ως ανώτατο όργανο του κράτους που διάλεγε τους τοπικούς άρχοντες σε καθεμιά αυτοδιοικητική ενότητα.
Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, τα πράγματα άρχισαν να μεταβάλλονται. Στα περισσότερα μεταπολεμικά Συντάγματα[2] συναντώνται ρυθμίσεις που κατοχυρώνουν την θέση της τοπικής αυτοδιοίκησης ως βαθμίδας της δημοκρατικής οργάνωσης της εξουσίας και παράλληλα ο σχετικός διάλογος, σε επιστημονικό και σε νομολογιακό επίπεδο, άρχισε να ενσωματώνει τον προβληματισμό για τον ρόλο των οργανισμών της ως πεδίου ενάσκησης της λαϊκής κυριαρχίας[3]. Στην Ελλάδα, η συζήτηση στην Ε΄ «Αναθεωρητική» Βουλή ήταν ενδιαφέρουσα και γόνιμη, κατέληξε δε στην υιοθέτηση των άρθρων 101 και 102 Συντ., με τα οποία προστατεύονταν καταστατικά η ύπαρξη και οι αρμοδιότητες των τότε υφιστάμενων Ο.Τ.Α..
Έτσι, το ισχύον Σύνταγμα καθιέρωσε εξαρχής το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των Ο.Τ.Α. σε ό,τι αφορά την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, διατήρησε, όμως, την κανονιστική[4] και φορολογική εξουσία του κράτους. Οι επιλογές του έδωσαν το έναυσμα να αναπτυχθεί η προβληματική για την τοπική αυτοδιοίκηση ως κύτταρο του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και για την τοπική δημοκρατία ως επίπεδο επιτέλεσης του πολιτικού αυτοπροσδιορισμού. Με την αναθεώρηση του 2001, η κρατική εποπτεία περιορίστηκε στον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των αυτοδιοικητικών οργάνων και η θέση των Ο.Τ.Α. ενισχύθηκε, παρέχοντας έρεισμα στον νομοθέτη για εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις, αρκετές από τις οποίες οριοθετήθηκαν αυστηρά από την νομολογία, που διαχρονικά επιδεικνύει μειωμένη εμπιστοσύνη προς την αποκέντρωση της εξουσίας.
Πάντως, η νομολογιακή ρευστοποίηση των αρμοδιοτήτων των Ο.Τ.Α. δεν πρέπει να επισκιάζει την συνταγματική αναβάθμιση της τοπικότητας για την κατανομή της διοίκησης των δημόσιων πραγμάτων. Ο συντακτικός και ο αναθεωρητικός νομοθέτης υιοθέτησαν ρυθμίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της δημοκρατικής συμμετοχής στους Ο.Τ.Α., που μπορούν δηλαδή να συμβάλλουν στην διαμόρφωση των αποφάσεων για τα κοινά από όλους όσοι επηρεάζονται από αυτές. Οι επιλογές τους για την τ.α. μαρτυρούν ότι κατά το Σύνταγμα η πολιτική εξουσία αρθρώνεται σε περισσότερα επίπεδα και συνδηλώνουν ότι ο σεβασμός της δημοκρατικής αρχής συνδέεται και με την κατάλληλη οργάνωση του εκλογικού σώματος σε καθένα από αυτά.
Με βάση, λοιπόν, το ισχύον Σύνταγμα τίθενται τα εξής ερωτήματα: η κατοχύρωση ενός πεδίου, όπου η διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων καθορίζεται από τα ιδιαίτερα προβλήματα της περιφέρειας ή/και από τα γεωγραφικά, οικονομικά και κοινωνιολογικά πλεονεκτήματά της, επιτρέπει –ή, ενδεχομένως, επιβάλλει- καθένας τοπικός οργανισμός να έχει τον λαό του, που θα είναι το ανώτατο όργανό του; είναι δημοκρατικά ανεκτό, η τοπική εξουσία η οποία έχει την ευθύνη του σεβασμού των «μικρών», αλλά αναγκαίων για την διαφύλαξη της κοινωνικής αξιοπρέπειας δικαιωμάτων και διαχειρίζεται την καθημερινή ζωή των μελών του κοινωνικού συνόλου, να αναδεικνύεται από μια συλλογικότητα που δεν αντανακλά την κοινωνική σύνθεση του τοπικού πληθυσμού;
Γ. Ο ξένος δεν χωράει στον λαό, η τοπική εξουσία υπάγεται στις κρατικές σκοπιμότητες
Τα ερωτήματα τέθηκαν με έμφαση, όταν ο νομοθέτης επιχείρησε να ρυθμίσει το θέμα της συμμετοχής των νόμιμα και μόνιμα διαμενόντων αλλοδαπών τρίτων χωρών στις εκλογικές διαδικασίες των Ο.Τ.Α. με τον ν. 3838/2010. Έτσι, μια περιορισμένη δέσμη πολιτικών δικαιωμάτων αποσυνδέθηκε από την ιθαγένεια και η ένταξη στην πολιτική κοινότητα έπαψε να αποτελεί απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την εκλογή κάποιων από τα όργανα που διαχειρίζονται δημόσιες υποθέσεις[5]. Ενισχύοντας τη μεταβολή που επέφερε η αναγνώριση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, ο νομοθέτης προνόησε καθεμιά αρχή, ανάλογα με τις αρμοδιότητές της, να διαθέτει διαφορετικό εκλογικό σώμα, και σε καθεμιά κινητήρια δύναμη της εξουσίας να αντιστοιχεί μια σχετικά αυτοτελής διαδικασία προώθησής της. Η αντίσταση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην μεταρρύθμιση ήταν σθεναρή και η εφαρμογή της ματαιώθηκε[6].
Επιπλέον, η πρόταση που ο ΣΥΡΙΖΑ υπέβαλε κατά την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος (2018-19), ώστε ο νομοθέτης να εξουσιοδοτείται πλέον και ρητά να παρέχει το παραπάνω δικαίωμα σε όσους αλλοδαπούς είναι μόνιμα και νόμιμα εγκατεστημένοι στην χώρα, δεν συνάντησε ευρεία συναίνεση στην προτείνουσα Βουλή και, βέβαια, δεν υιοθετήθηκε από την αναθεωρητική Βουλή με την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία. Επομένως, η επαναφορά της σήμερα προβάλλει όχι απλώς ως μια προσπάθεια κατοχύρωσης δικαιωμάτων των μεταναστών, αλλά και ως απόπειρα ανανέωσης του περιεχομένου της λαϊκής κυριαρχίας.
Βέβαια, η υποδοχή μιας τέτοιας πρότασης δεν αναμένεται ένθερμη. Αν η διευκόλυνση της ψήφου των απόδημων Ελλήνων αναγνωρίστηκε σχεδόν ομόφωνα ως οφειλόμενη θεσμική παροχή σε όσους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την χώρα για να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή διαβίωση[7], η ένταξη των μεταναστών που για τον ίδιο λόγο την επέλεξαν ως τόπο μόνιμης εγκατάστασής τους, συχνά προσκρούει σε φαινόμενα κοινωνικής εσωστρέφειας και σε πολιτική καχυποψία. Επιπλέον, το ανώτατο ακυρωτικό, αξιολογώντας το εγχείρημα που πραγματοποιήθηκε με τον ν. 3838/2010, οχυρώθηκε πίσω από μια αποστεωμένη ερμηνεία του όρου «λαός» και την κρατικοθετικιστική θεώρηση της αυτοδιοίκησης και των αρμοδιοτήτων της, προβάλλοντας ερμηνείες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν ακόμη και τη συνταγματική διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Η πλειοψηφία του Δ’ Τμήματος, με φανερά εσφαλμένες αναλογίες[8] και η πλειοψηφία της Ολομέλειας, παραγνωρίζοντας τη ρητά εκδηλωμένη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη[9], ανασυγκρότησαν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας με τρόπο που να περιορίζει δραστικά την υποδοχή νέων μελών έστω και στα τοπικά εκλογικά σώματα: ο μοναδικός Λαός του Συντάγματος συντίθεται από όλους τους Έλληνες πολίτες και αποκλειστικά από όσους έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια[10] και αυτός ως αδιαφοροποίητο σύνολο ασκεί κάθε εξουσία μέσα στο κράτος. Η κυριαρχία του λαού αποκόπηκε από την δημοκρατική αποστολή της και με το βάρος της κατοχύρωσής της από μη αναθεωρητέα διάταξη ενδέχεται να δυσκολέψει την τροποποίηση των κανόνων για την ανάδειξη των αυτοδιοικητικών αρχών.
Δ. Η χειραφέτηση του λαού της αυτοδιοίκησης και η ενδυνάμωση της λαϊκής κυριαρχίας
Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος δεν θα διατυπωθεί απλώς σε ένα περιβάλλον, όπου οι νέο-εθνικιστικές τάσεις διατρέχουν την πολιτική ζωή[11] και τη νομολογιακή παραγωγή των τελευταίων χρόνων. Θα είναι μια απόπειρα «αφομοίωσης» των συνεπειών που αναπτύσσουν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η παγκοσμιοποίηση και η κινητικότητα των πληθυσμών στην συγκρότηση του κυρίαρχου και στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του και, για τον λόγο αυτό, η σχετική συζήτηση θα διέλθει αναγκαστικά και μέσα από την αντιπαράθεση όσον αφορά το σύγχρονο περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής, ώστε η αυτοκυβέρνηση του λαού να εξασφαλίζεται ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της τοπικής δημοκρατίας.
Πραγματικά, η συμπερίληψη των μόνιμων κατοίκων στο τοπικό εκλογικό σώμα του προσδίδει μια ανοικτότητα, που μέχρι πρόσφατα ήταν ασυνήθιστη. Πρόσωπα που δεν διαθέτουν την ιθαγένεια και ενδεχομένως δεν έχουν προσωπικό ενδιαφέρον για την πολιτική ζωή της χώρας στο σύνολό της, αποκτούν λόγο για την διαχείριση μιας ομάδας υποθέσεων, που «αποσπώνται» από την κυριαρχία και ξεφεύγουν από τον πλήρη έλεγχο του φορέα της. Όσοι διαχειρίζονται τις τοπικές υποθέσεις επιλέγονται από μια συλλογικότητα που η σύνθεσή της αναμορφώνεται περισσότερο εύκολα, απ’ ό,τι γινόταν αποδεκτό για όργανο που ασκεί κρατική εξουσία, και η πολιτική σχέση φαίνεται να γίνεται πιο χαλαρή. Ο παραπάνω προβληματισμός, ωστόσο, δεν υποβαθμίζει τα θεσμικοπολιτικά πλεονεκτήματα της απόδοσης του δικαιώματος ψήφου στους αλλοδαπούς τρίτων χωρών για την συμμετοχή τους στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Καταρχάς, πρόκειται για μια σύγχρονη διαδικασία πρόσβασης στην πολιτική κοινότητα και στην ιδιότητα του πολίτη. Η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές αποτελεί ένα πρώτο στάδιο ένταξης ευρύτερων ομάδων του πληθυσμού στην πολιτική ζωή και μια μέθοδο αναμόρφωσης του εκλογικού σώματος, ώστε να είναι όσο γίνεται πιο συμπεριληπτικό. Μέσω της μερικής χειραφέτησης που τους παρέχει το δικαίωμα επιλογής των δημοτικών αρχών, οι αλλοδαποί εκλογείς συνομιλούν ως ίσος προς ίσον με τους ημεδαπούς συγκατοίκους τους στην πόλη, εξοικειώνονται με τον πολιτικό ανταγωνισμό της περιοχής τους και με τον τρόπο αυτό προετοιμάζονται να γίνουν και νέοι πολίτες. Με άλλα λόγια, η ψήφος των αλλοδαπών στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ακόμη και οι αγώνες για την θεσμοθέτησή της[12], διαμορφώνουν ένα πεδίο, όπου όλα τα ενήλικα μέλη του πληθυσμού χτίζουν μεταξύ τους πολιτικούς δεσμούς που ξεκινούν μεν από την διαχείριση των καθημερινών πραγμάτων, αλλά ενσωματώνουν τη δυναμική του κοινού πολιτικού πράττειν: αν γίνει δεκτό ότι οι άνθρωποι που στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, που συμβάλλουν στην δημοσιονομική ευρωστία του κράτους, που ανανεώνουν τον μαθητικό και φοιτητικό πληθυσμό της και που γενικότερα εμπλουτίζουν τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή, έχουν δικαίωμα με τα χρόνια να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, η υποδοχή τους στην πολιτική κοινότητα μπορεί να απλουστευτεί και να επιταχυνθεί από την απόδοση της πρωτόλειας ιδιότητας του πολίτη της πόλης τους[13].
Ενίσχυση της απεξάρτησης των αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων από το κράτος και από τις ελίτ. Περαιτέρω, η διαφοροποίηση των τοπικών εκλογικών σωμάτων από τον λαό-φορέα της κυριαρχίας φαίνεται πολύ πιθανόν να συντείνει στη δημιουργία των πολιτικών όρων που είναι αναγκαίοι για την απεξάρτηση της αυτοδιοίκησης από την κρατική κηδεμονία και την ανάπτυξη της τοπικής δημοκρατίας. Στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε και του λεγόμενου δυτικού κόσμου, η υποβολή των Ο.Τ.Α. στην κεντρική εξουσία δεν είναι μόνον θέμα κανονιστικό. Ανεξάρτητα από τις αρμοδιότητες που τους έχουν εκχωρηθεί, οι Δήμοι και οι Περιφέρειες αντιμετωπίζονται συχνά ως προέκταση ή παράρτημα του κυβερνητικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα και οι διαδικασίες ανάδειξης των οργάνων των Ο.Τ.Α. να υποτάσσονται στις προτεραιότητες του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Επιπλέον, το πολιτικό βάρος που προσκτώνται τα αυτοδιοικητικά στελέχη και η εξουσία που διαχειρίζονται τα μονοπρόσωπα όργανα της Τ.Α., τόσο στην περιφερειακή βαθμίδα, όσο και στους μεγάλους και μεσαίους Δήμους, αποτελούν αφορμή για την συνδιαλλαγή τους με τους παράγοντες της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Αποτελεί, επομένως, κοινό τόπο, ότι η εκάστοτε κυβερνητική εξουσία επιδιώκει να αξιοποιήσει τις εκλογές των Ο.Τ.Α. για την παραμονή της στην εξουσία, ενώ τα περισσότερα κόμματα καθορίζουν την στάση τους για την αυτοδιοίκηση με βάση τις στοχεύσεις τους στο γενικότερο πολιτικό επίπεδο. Πρόκειται για μια από τις πιο «παραδοσιακές» μορφές ιδιωτικοποίησης της δημόσιας εξουσίας, καθώς η υπαγωγή των τοπικών διακυβευμάτων στις σκοπιμότητες των κεντρικών μηχανισμών, επιτρέπει την απαλλοτρίωσή της υπέρ των συμφερόντων των κομματικών επιτελείων ή των τοπικών ελίτ που συνδιαλέγονται με αυτά.
Η συμμετοχή των αλλοδαπών κατοίκων στις αυτοδιοικητικές εκλογές μπορεί να επηρεάσει την παραπάνω κατάσταση σε μια θετική κατεύθυνση: οι υποψήφιοι δημοτικοί ή/και περιφερειακοί άρχοντες δεν θα απευθύνονται μόνο στους ψηφοφόρους–μέλη του εθνικού εκλογικού σώματος, τα τοπικά προβλήματα θα αποκτήσουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην προεκλογική αντιπαράθεση, ενώ παράλληλα στον εκλογικό ανταγωνισμό θα μετέχουν και πρόσωπα που δεν μπορούν να μετακινηθούν σε κεντρικές πολιτικές θέσεις. Τούτα τα στοιχεία μπορούν να ενισχύσουν τον αυτοτελή χαρακτήρα της εκλογικής αναμέτρησης και να ευνοήσουν την διαχείριση των τοπικών υποθέσεων με όρους που θα εξασφαλίζουν την αναγκαία αυτονομία από την κρατική εξουσία και από τις ατομικές βλέψεις των σύγχρονων προυχόντων.
Μικρές δημοκρατίες στην βάση της «πολυεπίπεδης» διακυβέρνησης. Κυρίως, όμως, η αναγνώριση του εκλογικού δικαιώματος των αλλοδαπών στις τοπικές εκλογές είναι μια μέθοδος σχηματισμού του «ιδανικού κλάσματος της δημοκρατίας»[14], δηλαδή της επιτέλεσης μιας ισορροπίας ανάμεσα σε αυτούς που υπάγονται στις δημόσιες πολιτικές και σε αυτούς που αποφασίζουν για αυτές. Συνοπτική υπόμνηση: το εκλογικό δικαίωμα αποτελεί κατηγόρημα της ιδιότητας του πολίτη, επειδή τούτο διασφαλίζει την αυτοκυβέρνηση του λαού και εγγυάται την πολιτική αυτονομία των μελών του. Η «περιχαράκωση», λοιπόν, του σώματος όσων μετέχουν στις διαδικασίες ανάδειξης των κρατικών οργάνων, αποκτά νόημα μόνο σε σχέση με τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό τους και τους όρους πραγμάτωσής του: Οι αλλοδαποί δεν στερούνται των εκλογικών δικαιωμάτων επειδή η δημοκρατία επέλεξε τον αποκλεισμό τους από την πολιτική ζωή του τόπου, αλλά για να εξασφαλίσει την ανόθευτη διατύπωση και έκφραση της βούλησης του λαού, για να μπορούν όλοι όσοι -οφείλουν να- υπακούν στους νόμους να επηρεάζουν ισότιμα και αποτελεσματικά την παραγωγή τους[15].
Τους δυο τελευταίους αιώνες, η κυριαρχία-αυτοκυβέρνηση του λαού εξασφαλίζεται μέσω της συγκρότησής του με βάση τον δεσμό της ιθαγένειας, που εξασφαλίζει την ξεκάθαρη και αντικειμενική οριοθέτηση της πολιτικής κοινότητας και ταυτόχρονα την ουδέτερη, άρα κατά το δυνατόν πιο ισότιμη, αντιμετώπιση όλων των πολιτών από την εξουσία. Ιδίως δε όταν η ιθαγένεια αποσυνδέεται από την εθνική καταγωγή, εφόσον δηλαδή προσδιορίζεται όχι ως κατηγόρημα των μελών μιας κοινότητας που διακρίνεται από τις «γενετικές» ιδιότητες του κοινού αίματος, της κοινής γλώσσας ή θρησκείας και των κοινών παραδόσεων, αλλά ως ο νομικός δεσμός του κράτους με τους φορείς της, η αναγωγή της σε κριτήριο συγκρότησης του εκλογικού σώματος επιτελεί αναντίλεκτα εγγυητική λειτουργία.
Με αυτή την έννοια, όμως, η ιθαγένεια έχει στις μέρες μας εγγενώς δυναμικό και μη ουσιοκρατικό χαρακτήρα[16]. Στην εποχή των διαρκών, εύκολων ή/και εξαναγκασμένων μετακινήσεων, όπου εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εγκαταλείπουν την πατρίδα τους και αναζητούν νέους τόπους ανάπτυξης του βιοτικού τους σχεδίου, η κυριαρχική εξουσία του κράτους να απονέμει την ιθαγένεια στα μόνιμα μέλη του κοινωνικού συνόλου, δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από την λαϊκή κυριαρχία: είτε το εκλογικό σώμα θα διευρύνεται εύτακτα πλην διαρκώς, ώστε να συμπεριλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είτε η αυτοκυβέρνηση θα συρρικνώνεται και η δημοκρατία θα γίνεται όλο και πιο τυπική.
Η συμμετοχή των αλλοδαπών στις αυτοδιοικητικές εκλογές μπορεί να αποτελέσει μέθοδο αν όχι αυτοκυβέρνησης, τουλάχιστον αυτοδιαχείρισης σε ό,τι αφορά μια ομάδα δημόσιων υποθέσεων, καθώς και υποστήριξης του πολιτικού -και όχι βέβαια κομματικού- χαρακτήρα της τοπικής εκλογικής αντιπαράθεσης. Πέρα από την «ενταξιακή» συμβολή της στη διαδικασία για την απόκτηση της ιθαγένειας[17], η διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος επιτρέπει την ενασχόληση με τα κοινά του τόπου και σε αυτούς που διστάζουν ή δεν επιθυμούν να προσδεθούν στο κράτος: οι μόνιμοι κάτοικοι, που τα συμφέροντά τους συναρτώνται με την διαχείριση των δημοτικών πραγμάτων και οι οποίοι καθημερινά υφίστανται τις συνέπειες των αποφάσεων των δημοτικών αρχόντων, γίνονται μέλη του λαού της πόλης τους και διαμορφώνουν τις κατευθύνσεις άσκησης της τοπικής εξουσίας χωρίς να υποχρεωθούν σε πολιτογράφηση[18].
Είναι, δηλαδή, πιθανότατο, η κατανομή των δημόσιων υποθέσεων σε κεντρικό και σε αυτοδιοικητικό επίπεδο, η πολιτική αυτονόμηση των τοπικών θεμάτων από τη θέληση της Βουλής, στην πράξη από τους στόχους της εκάστοτε κυβέρνησης ή/και των πολιτικών κομμάτων, να βοηθήσουν την αποκατάσταση μιας πραγματικής και πιο δημοκρατικής αυτοδιοίκησης. Τούτος ο εσωτερικός «επιμερισμός» της κυριαρχίας[19] δεν δείχνει να αποδυναμώνει την λαϊκή εξουσία, αντίθετα την εξορθολογίζει και την κάνει πιο αποτελεσματική. Στα διαφορετικά εκλογικά σώματα ανατίθενται ξεχωριστές αρμοδιότητες και η αναγκαία αποσαφήνισή τους μπορεί να πολιτικοποιήσει ξανά και τις δυο εκλογικές διαδικασίες.
Στις εκλογές για την ανάδειξη της Βουλής, η αντιπαράθεση θα οργανώνεται σε αναφορά με τα διακυβεύματα της διακυβέρνησης, με τα προβλήματα δηλαδή που απαιτούν νομοθετική παρέμβαση και ανάπτυξη δημόσιων πολιτικών. Το εκλογικό σώμα των πολιτών θα αναδεικνύει τους αντιπροσώπους του αφενός για να ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση, κι αφετέρου για να στηρίζουν και να ελέγχουν την κυβέρνηση· με άλλα λόγια για να επικαθορίζουν την γενική πολιτική της χώρας. Οι τοπικές υποθέσεις, που θα πρέπει να προσδιοριστούν με νέο και ενιαίο εκτελεστικό νόμο του Συντάγματος, θα πάψουν να αντιμετωπίζονται ως μερίδιο της διοικητικής λειτουργίας και η αντιπαράθεση γι’ αυτές θα ανακτήσει πολιτικό νόημα. Το εκλογικό σώμα των κατοίκων θα επιλέγει ανάμεσα σε περισσότερα σχέδια για την επίλυση των προβλημάτων της πόλης, για τη θέση της στον αυτοδιοικητικό χάρτη της χώρας και της Ε.Ε., για τις προοπτικές της στο πλαίσιο του εθνικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, για την ιστορική της μνήμη και τον πολιτισμό της. Η προσωπική δύναμη των τοπικών αρχόντων, γενετικό χαρακτηριστικό[20] της σταθερά οικογενειοκρατικής ελληνικής κοινωνίας, θα συναντά ένα ανάχωμα και οι εκλογικές συμπεριφορές θα τείνουν γενικότερα να αλλάξουν και να ανταποκρίνονται καλύτερα στις συνταγματικές απαιτήσεις για την θεμελίωση της πολιτικής εξουσίας.
Μια τέτοια μεταρρύθμιση σε συνταγματικό επίπεδο, μπορεί να αποτελέσει την ευκαιρία για τον «επανεντοπισμό» του πολιτικού, με την έννοια ότι διευκολύνει σημαντικά την επανασύνδεση των παραμέτρων της πολιτικής αντιπαράθεσης με τις επικράτειες όπου εφαρμόζονται οι αποφάσεις και ασκείται η εξουσία[21]. Απέναντι στην τάση των εξουσιών να πολλαπλασιάζονται και να διασπώνται άτακτα, στο εσωτερικό της «πολυεπίπεδης» διακυβέρνησης που συμβάλλει στην σύγχυση των αρμοδιοτήτων και στην εγκατάσταση αδιαφανών διαδικασιών διαχείρισης των δημόσιων πραγμάτων, που υποστηρίζει την περιθωριοποίηση του συλλογικού πράττειν και την επικυριαρχία του ατομικισμού[22], η επάνοδος στον τοπικά οργανωμένο ανταγωνισμό προβάλλει ως μια μέθοδος ανανέωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: η κατά τόπο οριοθετημένη και δικαιικά πλαισιωμένη λειτουργία των εκλογικών σωμάτων διευκολύνει την κατανόηση και την σύγκριση των προγραμμάτων και παρέχει στους εκλογείς την δυνατότητα να επιλέγουν πολιτικές και τα πρόσωπα που θα τις εφαρμόσουν, ώστε στη συνέχεια να ελέγχουν την εφαρμογή τους στην πράξη και να διεκδικούν στοιχειωδώς λογοδοσία. Η δύναμη των ελίτ αρχίζει να εξασθενεί και η πολιτική να επιστρέφει στην διαμόρφωση των αποφάσεων που αφορούν την κοινή τύχη των μελών του κοινωνικού συνόλου.
Ο αντίκτυπος μιας τέτοιας εξέλιξης θα υπερβεί τα ελληνικά σύνορα. Η αποκατάσταση του πολιτικού περιεχομένου των τοπικών εκλογών και η διεύρυνση του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα των τοπικών αρχών μπορούν να αποτελέσουν στοιχεία ανασυγκρότησης της έννοιας του πολίτη, καθώς και απόδοσης απτού κανονιστικού νοήματος στην δημοκρατική συμμετοχή. Σε μια περίοδο, κατά την οποία η παρακμή των δημοκρατικών θεσμών επιταχύνεται από την επανεμφάνιση του νεοναζισμού και του δογματικού νεοσυντηρητισμού, όπου η κατηγοριοποίηση των ανθρώπων με βάση το γένος, τη φυλή ή τη θρησκεία κερδίζει έδαφος και ναρκοθετεί θεμελιώδεις αρχές όπως η ισότητα και η αξία του ανθρώπου, η παραπάνω μεταρρύθμιση θα προσλάβει ευρωπαϊκή εμβέλεια: ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. και του Συμβουλίου της Ευρώπης θα αναγνωρίσει όλους τους κατοίκους των πόλεων ως μέλη των δημοτικών κοινοτήτων και θα επιτρέψει στις τελευταίες να διαμορφώνουν σχετικά αυτόνομα και πιο ουσιαστικά τις πολιτικές για τις τοπικές υποθέσεις. Η «αποαποικιοποίηση της τοπικής αυτοδιοίκησης»[23] που, πριν από 55 περίπου χρόνια, πρόβαλλε ως μια δημοκρατική πρόταση πολιτικής θέσμισης, θα αποκτήσει ένα πρώτο δυναμικό στήριγμα.
[Το παραπάνω κείμενο στηρίζεται στις σκέψεις που παρουσιάζονται αναλυτικότερα στην μελέτη μου «Η Δημοκρατία και οι άλλοι. Η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024.]
[1] Βλ. Κουρουνδής Χ., Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, ιδίως, σ. 221 επ.
[2] Όπως στο άρθρο 28 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης και στο άρθρο 5 του Ιταλικού Συντάγματος, βλ. Marcou G., «Les collectivités locales dans les constitutions des États unitaires en Europe», Les Nouveaux Cahiers du Conseil constitutionnel, τομ. 42, 1/2014, σ. 63-87.
[3] Διάλογος που απέληξε σε ενδιαφέρουσες μεταρρυθμίσεις σε ισχυρά κράτη μέλη της Ε.Ε. όπως η Γαλλία και η Ιταλία, αλλά και σε χώρες του σκανδιναβικού μπλοκ, όπως η Φινλανδία. Διαδικασίες σύνθετες και συχνά αντιφατικές, οι νομικές και πολιτικές προσπάθειες ενίσχυσης της εξουσίας της τοπικής αυτοδιοίκησης μαρτυρούν την δυσκολία οργάνωσης και εμπέδωσης μιας εξουσίας που συνδέεται αμεσότερα με την βούληση των πολιτών και εξαρτάται από τον έλεγχό τους. Aπολύτως ενδεικτικά βλ. Portelli H., «Décentraliser en réformant la Constitution», Commentaire, τομ. 98, 2/2002, σ. 321 επ.· Baguenard J., La décentralisation, Presses Universitaires de France, Παρίσι 2004· Marcou G., «L’État, la décentralisation et les régions», Revue française d’administration publique, τομ. 156, 4/2015, σ. 887 επ.· Kuhlmann S.- Wayenberg El., «Évaluer l’impact institutionnel dans les systèmes à niveaux multiples: Conceptualisation des effets de la décentralisation dans une approche comparative», Revue Internationale des Sciences Administratives, τομ. 82, 2/2016, σ. 247 επ. με πλούσια βιβλιογραφία· Portier Ν., «Décentralisation: la fin du jardin à la française », Constructif, τομ. 55, 1/2020, σ. 66 επ.· Verpeaux Μ., «La décentralisation et la démocratie locale», Titre VII, τομ. 9, 2/2022, σ. 55-63.
[4] Όπως είναι γνωστό, οι ΟΤΑ διαθέτουν κανονιστική εξουσία με βάση το άρθρο 43 Συντ. που αναθέτει σε «άλλα όργανα της διοίκησης» την ρύθμιση υποθέσεων τοπικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα.
[5] Γεγονός που έχει επιτρέψει στον Κασιμάτη Γ., Οι βάσεις του πολιτεύματος και οι θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 327 επ. να προτείνει την αναγνώριση της πολιτικής ικανότητας ως δικαίωμα καθενός ανθρώπου, που αποσυνδέεται από την ιθαγένεια και απορρέει από την φύση των ανθρώπινων όντων που γεννιούνται και υπάρχουν ως «ζώα πολιτικά».
[6] ΣτΕ 460/2013.
[7] Για παράδειγμα η ΕΕΔΑ τιτλοφόρησε την σχετική Έκθεσή της: «Διευκόλυνση άσκησης δικαιώματος ψήφου από τους εκτός επικρατείας Έλληνες πολίτες. Η υλοποίηση του συνταγματικού συμβολαίου ως δημοκρατική και κοινωνική αναγκαιότητα» (Δεκέμβριος 2017), ΔτΑ, 80/2019, σ. 423 επ.
[8] Βλ. Χρυσόγονος Κ., «Το ‘δίκαιο του αίματος’ και η πολιτική συμμετοχή των αλλοδαπών στην τοπική αυτοδιοίκηση- Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 350/2011», ΘΠΔΔ 1/2011, σ. 103 επ..
[9] Ο οποίος, όπως προκύπτει από τις εργασίες της Η’ αναθεωρητικής Βουλής, με την προσθήκη της επιφύλαξης υπέρ του νόμου στο άρθρο 102 παρ. 2 Συντ. θέλησε να διευκολύνει την διεύρυνση των τοπικών εκλογικών σωμάτων και την συμπερίληψη σε αυτών όχι μόνον των κοινοτικών αλλοδαπών, αλλά όσο το δυνατόν ευρύτερου τμήματος του πραγματικού πληθυσμού της κοινότητας, βλ. τα αποσπάσματα των Πρακτικών της Επιτροπής Αναθεώρησης και της Ολομέλειας που παραθέτει η μειοψηφία της ΣτΕ 460/2013 σκ. 12.
[10] ΣτΕ 460/2013.
[11] Η παρουσία στη Βουλή του νεοναζιστικού κόμματος «Σπαρτιάτες» με ποσοστό που αγγίζει το 5%, καθώς και των κομμάτων της ευρύτερης ακροδεξιάς «Ελληνική Λύση» και «Νίκη» με ποσοστά 4,44% και 3,70% αντίστοιχα, μαρτυρά την εμπέδωση της εθνικιστικής ιδεολογίας σε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού και προοιωνίζεται την μετατόπιση του πολιτικού διαλόγου με άξονα το γνωστό τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».
[12] Βλ. Andrès H., «Les enjeux théoriques du droit de vote des étrangers : la démocratie contre la souveraineté», Migrations Société, n° 114, 6/2007, σ. 45 επ., ο οποίος αξιοποιεί πολύ συστηματικά την σκέψη του J. Rancière για την πρακτική, συνεπώς και νομική σημασία θεμελιωδών εννοιών της πολιτικής φιλοσοφίας, όπως ο πολίτης, τα δικαιώματα κ.ά.
[13] Για μια ωραία θεμελίωση της δημοκρατικής συμμετοχής στην κοινότητα των συμφερόντων όσων υπάγονται στις δημόσιες πολιτικές βλ. Boudou Β., Le dilemme des frontières: éthique et politique de l’immigration, Éditions de l’EHESS, Paris 2018, ιδίως σ. 207 επ.· πρβλ. Stilz A., Territorial Sovereignty: A Philosophical Exploration, Oxford University Press, Oxford 2019, σ. 133 επ.
[14] Κατά την ωραία αναλογία του Χριστόπουλου Δ., Ταξίδι στο κράτος. Κυριαρχία, δίκαιο, δικαιώματα, Πόλις, Αθήνα 2022, σ. 165.
[15] Για την πραγμάτωση της δημοκρατικής αρχής ως προτάγματος αυτοκυβέρνησης, οι Cayla Ph. και Seth C. «EU-Citizens Should Have the Right to Vote in National Elections» στο Bauböck R. (ed.), Debating European Citizenship, Springer Open books, Cham 2019, σ. 21 επ., υποστήριξαν την μάλλον ριζοσπαστική πρόταση, οι επί μακρόν διαμένοντες κοινοτικοί αλλοδαποί να συμμετέχουν και στις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις στην χώρα διαμονής του. Η δυσκολία της πρότασης και οι νομικές και πολιτικές αντιφάσεις που μια τέτοια ρύθμιση θα ενσωματώνει, δεν πρέπει να συσκοτίζει το ενδιαφέρον της από την σκοπιά της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, η οποία, με τον τρόπο αυτό, θα τείνει να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο και σχετική αυτονομία έναντι της εθνικής βλ. και Bauböck R., «The Three Levels of Citizenship within the European Union», German Law Journal, 15/2014, σ. 751επ., 757 επ.
[16] Βλ. τις μελέτες των Saint-Bonnet F. και Mouchette J. «La citoyenneté juridictionnelle. Le prétoire préféré à l’agora» και «La saisine des autorités administratives indépendantes, nouvelle forme de la citoyenneté?» αντίστοιχα, στο αφιέρωμα «Formes des citoyenneté», Jus Politicum, 27/2022, σ. 9επ και 19επ, που δείχνουν τη σημασία της άσκησης των δικαιωμάτων ενώπιον της δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών για τη συγκρότηση της έννοιας της ιθαγένειας.
[17] Βλ. Lepoutre J., «Citoyenneté et nationalité, deux types d’appartenance distincts?», La Revue des droits de l’homme, 22/2022 στο http://journals.openedition.org/revdh/15160, και αμέσως πιο πάνω.
[18] Έτσι και η μειοψηφία στην ΣτΕ 460/2013.
[19] Για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια διάσταση του μετανεωτερικού διαμοιρασμού της κυριαρχίας, βλ. ενδεικτικά, Μανιτάκη Α., «Το νόημα της κυριαρχίας και του Συντάγματος ενώπιον της παγκοσμιοποίησης», στο Καζάκος Α. (επιμ.) Το Δίκαιο μπροστά στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2002, σ. 69 επ. (ιδίως 72 επ.).
[20] Αν και όχι αποκλειστικά δικό της χαρακτηριστικό· υπενθυμίζεται ότι μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του 2017, στην Γαλλία επιτρεπόταν η σώρευση του βουλευτικού αξιώματος με αιρετό αξίωμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, γεγονός που μαζί με το εκλογικό σύστημα της μονοεδρικής περιφέρειας στις εθνικές εκλογές, στήριξε την παρουσία πανίσχυρων τοπικών αρχόντων σε όλες τις πολιτικές οικογένειες.
[21] Όπως επισημαίνει κριτικά ο Γιαννακόπουλος Κ., Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2022, σ. 48 επ. (52 επ.), η μετάβαση στην μετανεωτερική διακυβέρνηση στηρίχθηκε εν πολλοίς στον απεντοπισμό του πολιτικού ανταγωνισμού, στην απόσπασή του δηλαδή από το έδαφος της δημοκρατίας. Η εξέλιξη αυτή αναδρά επί της κυριαρχίας των λαών, που γίνεται ευάλωτη από τις υπερεθνικές, καθώς και από τις ιδιωτικές εξουσίες. Αναφερόμενος στους δυο σημαντικότερους μηχανισμούς θεσμικοπολιτικού συντονισμού των κρατών της Δυτικής Ευρώπης κάνει φανερό, ότι αυτοί σήμερα βοηθούν στην απορρύθμιση της λαϊκής κυριαρχίας και του νόμου ως βασικού εργαλείου άσκησής της. Πραγματικά, το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες ιδρύθηκαν με σκοπό να αποτρέψουν την επέκταση, τον «απεντοπισμό» της ιδεολογίας των σοσιαλιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης στα δυτικά, αλλά σταδιακά απορρόφησαν σημαντικές αρμοδιότητες των κρατών-μελών τους, για την άσκηση των οποίων η πολιτική αντιπαράθεση έπαυσε να έχει νόημα στο εθνικό επίπεδο, χωρίς να μπορεί να το αποκτήσει σε ευρωπαϊκό. Η ουδετεροποίηση της πολιτικής που επέρχεται, π.χ. με την ατομικιστική αντίληψη του ΕΔΔΑ για την δημοκρατική κοινωνία, και η διευκόλυνση της επιβολής των ιδιωτικών εξουσιών από τα όργανα της Ε.Ε. πλήττουν την λαϊκή κυριαρχία, που σταδιακά στερείται το περιεχόμενο της.
[22] Ibid, σ. 74 επ.
[23] Décoloniser la province ήταν ο τίτλος της Έκθεσης που συνέταξε ο M. Rocard για το συνέδριο των σοσιαλιστών στην Grenoble το 1966, προωθώντας την ιδέα για μια ριζοσπαστική αποκέντρωση της Γαλλικής Δημοκρατίας και για την ανανέωση της δημοκρατικής συμμετοχής, βλ. https://michelrocard.org/app/photopro.sk/rocard/publi?docid=357232#sessionhistory-ready.
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου είναι Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Διευθύντρια των μεταπτυχιακών προγραμμάτων «Droit social européen et comparé» και «Δημόσιο Δίκαιο και Πολιτική Επιστήμη» της ίδιας Σχολής. Είναι Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Paris X- Nanterre. Διατέλεσε Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (2015-2019) και μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT 2019- 22/12/2023) και της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (2015-2022). Έχει δημοσιεύσει μελέτες για τη δημοκρατία, την οργάνωση του πολιτεύματος, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τη θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου. Είναι μέλος επιστημονικών συλλόγων και της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.