Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στην επισκόπηση των κοινωνικής υφής διατάξεων που υιοθετούνται στα τρία συνταγματικά κείμενα του επαναστατημένου ελληνικού λαού-έθνους (Επιδαύρου, Άστρους και Τροιζήνας). Επεξηγηματικά, με τον όρο «κοινωνικά δικαιώματα», σπέρματα των οποίων εντοπίζονται στα Συντάγματα του Αγώνα, νοούνται οι –θετικού περιεχομένου (status positivus)- αξιώσεις των προσώπων για παροχές, κυρίως οικονομικής φύσεως, από τα κρατικά όργανα, με ιδιαίτερη έμφαση στην πραγμάτωση της κοινωνικής δικαιοσύνης[1].

Στο πρώτο μέρος καταγράφονται οι βασικές ρυθμίσεις κοινωνικού περιεχομένου στα τρία καταστατικά κείμενα της Ελληνικής Επανάστασης, ενώ η συγκεκριμένη ενότητα εμπλουτίζεται με μια συνοπτική αναφορά σε παροχικού χαρακτήρα διατάξεις των τοπικών Πολιτευμάτων.

Στο δεύτερο μέρος αναδεικνύονται οι κύριες επιρροές του εξισωτισμού του πρώιμου ελληνικού συνταγματισμού μέσα από τη σύντομη περιήγηση σε δύο θεμελιώδη έργα του Ελληνικού Διαφωτισμού, τα «Δίκαια του Ανθρώπου» στη «Νέα Πολιτική Διοίκηση» του Ρήγα Φεραίου και την «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου του Έλληνος.

Στο τρίτο μέρος εντοπίζονται ορισμένες εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα των Συνταγμάτων του Αγώνα και στα συνταγματικά κείμενα και το θεωρητικό πλαίσιο των δύο μεγάλων επαναστάσεων του 18ου αιώνα (Αμερικανική, Γαλλική).

Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος επιχειρείται μια σφαιρικότερη αποτίμηση των κοινωνικής υφής ρυθμίσεων των Συνταγμάτων του Αγώνα με την κοινωνική μέριμνα να εκλαμβάνεται ως αναγκαίο μέσο για την επίτευξη της ισότητας, με τελολογικό ορίζοντα τη διαμόρφωση Πολιτείας θεμελιωμένης στην αρχή της ίσης πολιτικής ελευθερίας.

Ι. Η θεσμοθέτηση της κοινωνικής μέριμνας στα Συντάγματα του Αγώνα

Α. Τοπικά Πολιτεύματα

Για λόγους χρονολογικής ακρίβειας, η παρουσίαση του θεσμικού πλαισίου της κοινωνικής μέριμνας είναι προτιμότερο να εκκινήσει από τα τοπικά Πολιτεύματα, τα οποία ως επί το πλείστον αρκούνταν σε οργανωτικού χαρακτήρα διατάξεις με υπόρρητο σκοπό την de iure επικύρωση της de facto εξουσίας των εντόπιων προεστών. Παρ’ όλη τη μάλλον διασπαστική τάση των εν λόγω νομοθετημάτων, αναδεικνύεται έστω και σε αδρές γραμμές η κοινωνική μέριμνα ως υλικό προαπαιτούμενο για την πραγμάτωση της ισότητας όλων ενώπιον του νόμου.

Στη Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος (ή Οργανισμό του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος) καθιερώνεται σε υπαινικτική, βεβαίως, μορφή το κοινωνικό κράτος δικαίου (άρθ. 25 παρ. 1 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος) και το χρέος κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθ. 25 παρ. 4 Συντ.) με την εξής διατύπωση: «ο Έλλην χρεωστεί προς όλους με δικαιοσύνην να φέρεται» (κεφ. Α΄). Προς εκπλήρωση του εν λόγω καθήκοντος, οι προεστοί αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεριμνούν για τη δίκαιη διανομή των παροχών σε όλους τους κατοίκους της επαρχίας, όπου εκτείνεται η εφαρμογή του συγκεκριμένου τοπικού Πολιτεύματος (κεφ. Γ΄, α΄). Επιπλέον, ο Άρειος Πάγος ως όργανο της εκτελεστικής εξουσίας οφείλει να φροντίζει για τη σύσταση και λειτουργία σχολείων, ορφανοτροφείων και νοσοκομείων, την προαγωγή της γεωργίας και άλλων αναγκαίων επαγγελμάτων με τελολογικό ορίζοντα όχι μόνο τη φυσική επιβίωση αλλά και την ηθική βελτίωση του έθνους (κεφ. Β΄, κδ΄).

Στον Οργανισμό της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος, για λόγους τόσο δεοντοκρατικούς (δικαιοσύνη) όσο και συνεπειοκρατικούς (διατήρηση της ομοψυχίας του στρατεύματος), τόσο οι αρχιστράτηγοι όσο και οι στρατιώτες δικαιούνται τη χορήγηση αμοιβής, και η εκτελεστική εξουσία οφείλει να προσδιορίσει το εύλογο ύψος αυτών και να τις αποδώσει χωρίς καθυστέρηση (σημ. 17).

Στον Οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας, η σύνταξη του εν λόγω τοπικού Πολιτεύματος δεν εξυπηρετεί έναν ιδεατό σκοπό («… αι παρούσαι περιστάσεις δεν συγχωρούσιν έναν τέλειον οργανισμόν»), αλλά ένα προσωρινό καθεστώς, το οποίο τίθεται στην υπηρεσία της πατρίδας με πρωταρχικό γνώμονα την κοινή ασφάλεια όλων των κατοίκων.

Στην «Κατάσταση Πολιτείας των Επτά Νήσων» εντοπίζεται μια πολύ ενδιαφέρουσα σύνδεση ανάμεσα στην εγγύηση και την καλλιέργεια της αστικής ελευθερίας των πολιτών και στη διασφάλιση της δημόσιας διδασκαλίας ως υποχρέωση των τοπικών αρχών.

Κατόπιν της συνοπτικής αναφοράς στα τοπικά Πολιτεύματα, είναι ευχερέστερο να προβούμε στην παρουσίαση των διατάξεων με κοινωνικό πρόσημο στα τρία Συντάγματα του Αγώνα.

Β. Σύνταγμα της Επιδαύρου

Στο Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, το οποίο συνετάχθη την Πρωτοχρονιά του 1822, το επαναστατημένο έθνος διακηρύσσει ήδη από το Προοίμιο την «πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Συγκροτητικό στοιχείο του πρώτου καταστατικού πολιτειακού κειμένου είναι η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, χωρίς καμία εξαίρεση στη βάση βαθμού, κλάσης ή αξιώματος (Τίτλος Α, Τμήμα Β, γ΄). Ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας αποτελεί η πρόβλεψη για δίκαιη διανομή όλων των εισπράξεων του υπό διαμόρφωση ελληνικού Κράτους σε όλες τις τάξεις και κλάσεις των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας (Τίτλος Α, Τμήμα Β, η΄). Τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τούτο συνιστά, από τη σκοπιά των παροχών, αντανάκλαση της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών «ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός» (άρθ. 4 παρ. 5 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος).

Εξειδικεύοντας τα μέτρα κοινωνικής προστασίας, το Προσωρινόν Πολίτευμα της Επιδαύρου αναθέτει στο Εκτελεστικό Σώμα, μεταξύ των λοιπών καθηκόντων, τη δυνατότητα λήψης έκτακτων μέτρων για την προμήθεια στέγης, τροφής, ρουχισμού, εφοδίων και εν γένει όλων των αναγκαίων μέσων για τη διατήρηση της δύναμης του επαναστατημένου Έθνους σε ξηρά και θάλασσα (Τίτλος Δ’, Τμήμα Ζ΄, οδ΄).

Στο Παράρτημα του πρώτου αυτού συνταγματικού κειμένου σε επίπεδο Επικράτειας, καταγράφεται ρητά η υποχρέωση εκ μέρους των διοικητικών αρχών να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την περίθαλψη των χηρών και των ορφανών όσων έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο για την απελευθέρωση της πατρίδας (ρζ΄). Μάλιστα, καθιερώνεται υποχρέωση της Διοίκησης μετά την ευόδωση του Αγώνα να επιβραβεύσει όσους συνεισέφεραν οικονομικά για την κάλυψη των δυσθεώρητων αναγκών της Επανάστασης και να ανταμείψει όσους υπέστησαν «προφανείς δυστυχίες» αγωνιζόμενοι υπέρ Πατρίδος (ρθ΄).

Γ. Σύνταγμα του Άστρους

Έναν χρόνο μετά (Απρίλιος 1823), στο Άστρος καταρτίστηκε ο επονομαζόμενος Νόμος της Επιδαύρου, όπου επαναλαμβάνονται σε γενικές γραμμές οι προβλέψεις του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, διακηρύσσεται εκ νέου η ισότητα όλων των Ελλήνων ενώπιον των νόμων χωρίς ουδεμία εξαίρεση (Τμήμα Β΄, Κεφάλαιον Β΄, γ΄), προβλέπεται η δίκαιη και αναλογικά κατανεμημένη διανομή των εισπράξεων στο σύνολο των κατοίκων της Επικράτειας (Τμήμα Β΄, Κεφάλαιον Β΄, ζ’) και, σε μια αρκετά προωθημένη για την εποχή διάταξη, εξαγγέλλεται ρητά και απερίφραστα η απαγόρευση της δουλείας[2], ως θεμελιακό γνώρισμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην καντιανή της κατηγορική προσταγή, ήτοι να μην καθίσταται κανένα πρόσωπο μέσο προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών, αλλά να αποτελεί αυτοσκοπό.

Παράλληλα, χάρη στη μέριμνα για διασφάλιση σταθερού πόρου ζωής για τις χήρες και τα ορφανά των πεσόντων στρατιωτών, με όριο, πάντως, την αποφυγή καταχρηστικής επίκλησης της διάταξης (Κεφάλαιον Ι΄, πστ΄), και την επιβράβευση όσων συνεισέφεραν οικονομικά και υπέστησαν πρόδηλη δυστυχία στον υπέρ Πατρίδος αγώνα (Κεφάλαιον Ι΄,^), κατοχυρώνονται δύο ακόμα κοινωνικής υφής υποχρεώσεις του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού Σώματος έναντι των κατοίκων της Ελληνικής Επικράτειας. Επιπροσθέτως, η δημόσια εκπαίδευση τελεί «υπό την προστασίαν του Βουλευτικού σώματος» (Τμήμα Δ΄, Κεφάλαιον Δ΄, λζ΄), ενώ το Εκτελεστικό Σώμα αναλαμβάνει το καθήκον να οργανώσει με συστηματικό τρόπο την εκπαίδευση της νεολαίας, εισάγοντας σε ολόκληρη την επικράτεια την αλληλοδιδακτική μέθοδο (Κεφάλαιον Ι΄, πζ΄). Τέλος, προβλέπεται η ανάληψη ενεργητικών πρωτοβουλιών εκ μέρους των διοικητικών αρχών για την προαγωγή του εμπορίου και της γεωργίας στην Ελλάδα, θεσμοθετώντας τη συνεταιριστική οργάνωση των εμπόρων και των γεωργών και ιδρύοντας δικαιοδοτικό όργανο με αποκλειστικό αντικείμενο την επίλυση των εμπορικών διαφορών (Κεφάλαιον Ι΄, πη΄).

Δ. Σύνταγμα της Τροιζήνας

Στο «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο συντάχθηκε στην Τροιζήνα τον Μάϊο του 1827, «το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό από όλα τα Συντάγματα της εποχής»[3], η «κοινή ευδαιμονίαν του Έθνους», μέσα από την αμοιβαία συνδρομή και την αναζήτηση του κοινού οφέλους, ανυψώνεται σε καταστατική αρχή της Πολιτείας μαζί με την πολιτική ανεξαρτησία. Η προαγωγή της κοινής υπόθεσης («κοινών πραγμάτων») του επαναστημένου Έθνους[4] καταδεικνύει την ίση πολιτική ελευθερία ως συστατική αξία του καταστατικού χάρτη της υπό απελευθέρωση Ελληνικής Πολιτείας.

Εκτός από τη ρητή κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας, με το επαναστατημένο έθνος να αναδεικνύεται σε πηγή και φορέα κάθε εξουσίας (Κεφ. Γ΄, 5), παρατηρείται η επανάληψη των θεμελιωδών διατάξεων περί ισότητας στις εκφάνσεις της ισότητας ενώπιον των νόμων (Κεφ. Γ΄, 7) και της ισότητας ως δίκαιης και αναλογικής κατανομής των εισπράξεων με περιουσιακά κριτήρια σε όλους τους κατοίκους της επικράτειας (Κεφ. Γ΄, 10), όπως και η πρόβλεψη διασφάλισης σταθερού πόρου ζωής για τις χήρες και τα ορφανά των θανόντων στρατιωτών (Παράρτημα, 147) και της επιβράβευσης όσων συνεισέφεραν με κάθε τρόπο (οικονομικό, στρατιωτικό κ.λπ.) στο επαναστατικό εγχείρημα (Παράρτημα, 148). Στο Σύνταγμα της Τροιζήνας αναλαμβάνεται μια -επιτακτικότερα διατυπωμένη- υποχρέωση του νομοθετικού οργάνου να «επαγρυπνεί», μεταξύ άλλων, για την καθιέρωση και προστασία της δημόσιας παιδείας, της γεωργίας, του εμπορίου, καθώς και για την πρόοδο των επιστημών, των κοινωφελών τεχνών και τη βιομηχανία, με διασφάλιση πνευματικών δικαιωμάτων στους εφευρέτες και τους συγγραφείς (Κεφ. Στ΄, 85).

Παρά τις αξιέπαινες εξαγγελίες των Συνταγμάτων του Αγώνα, στην πράξη η οικονομική δυσπραγία που ταλάνιζε το επαναστημένο Έθνος οδηγούσε σε ανεπαρκή εκπλήρωση των εξαγγελόμενων καθηκόντων της Διοίκησης, γεγονός που δημιουργούσε προστριβές και υπονόμευε τη συστράτευση στην κοινή υπόθεση της απελευθέρωσης. Όπως προκύπτει από τα Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων κατά τη Δ’ Διοικητική Περίοδο (Ιούνιος 1827-Ιανουάριος 1828), παρατηρείται έξαρση της πειρατείας με την ανοχή των διοικητικών αρχών προκειμένου να καλυφθούν οι επιτακτικές βιοτικές ανάγκες και, επιπροσθέτως, να επιτευχθεί εύκολος πλουτισμός για ναύτες και στρατιώτες λόγω της έλλειψης νόμιμων μέσων βιοπορισμού[5].

Στις συνεδριάσεις του Βουλευτικού επαναλαμβάνονται διαρκώς τα ζητήματα της υλικής ασφάλειας των οικογενειών των στρατιωτών ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις του Αγώνα[6], η ανάγκη περίθαλψης και πάσης φύσεως μέριμνας των πτωχών και εν γένει των ευάλωτων προσώπων που αδυνατούν να συντηρηθούν αυτοδύναμα[7], η διατήρηση επαρκών αποθεμάτων τροφής και λοιπών εφοδίων στα πεδία της μάχης[8], η σύνταξη και εφαρμογή σχεδίου δίκαιης διανομής της γης με στόχο την προαγωγή της γεωργίας και, πάνω απ’ όλα, την εκπλήρωση της θεμελιώδους αρχής της ισότητας[9], και τέλος, η κατανομή των προσόδων για τη σύσταση σχολείων για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας αλλά και για την καλλιέργεια των τεχνών (π.χ. μουσική)[10].

ΙΙ. Η εξισωτική-κοινωνιοκεντρική διάσταση του νεοελληνικού Διαφωτισμού

Στη συνέχεια θα αναδειχθεί η έντονη επίδραση δύο θεμελιακών κειμένων του νεοελληνικού Διαφωτισμού[11], της «Ελληνικής Νομαρχίας» του Ανωνύμου του Έλληνος και της «Νέας Πολιτικής Διοικήσεως» του Ρήγα Φεραίου, στην εξισωτική και κοινωνιοκεντρική διάσταση των ελληνικών Συνταγμάτων, όπως αυτή εκτέθηκε ανωτέρω.

Α. «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου του Έλληνος

Ο Ανώνυμος ο Έλλην, στο εμβληματικό έργο του «Ελληνική Νομαρχία», αναζητώντας, από μια ρεπουμπλικανική οπτική, τον κατάλληλο τρόπο αφύπνισης των υποδουλωμένων Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό και, εν συνεχεία, το βέλτιστο πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης του απελευθερωμένου Έθνους, εκκινεί από τη ρουσσωϊκή διάκριση ανάμεσα στη φυσική ανομοιότητα και την κοινωνική ανισότητα.

Εν είδει παρέκβασης στο σημείο αυτό, ο Rousseau στην έννοια της ανομοιομορφίας ως φυσικής κατάστασης εντάσσει διαφορές των προσώπων που συναρτώνται με τη σωματική ρώμη, την ηλικία, τις πνευματικές ή ψυχικές ιδιότητες κ.λπ., δηλαδή με τα μοναδικά γνωρίσματα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης[12]. Εξ αντιδιαστολής, ορίζει την ανισότητα ως κοινωνικοπολιτική κατασκευή που δεν πηγάζει από τη φύση του ανθρώπινου γένους, αλλά ανακύπτει μέσα από συμβατικούς διακανονισμούς ιδιοκτησιακού τύπου που ιδρύουν και αναπαράγουν σχέσεις ανισοτιμίας μεταξύ των προσώπων[13].

Ομοίως, όπως προκύπτει μέσα από τη συνολική θεώρηση της «Ελληνικής Νομαρχίας», οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων διακρίνονται σε φυσικές (άρα θεμιτές), όπως η δυνατή ή αδύναμη κράση, το περισσότερο ή λιγότερο πνεύμα, και σε επίκτητες, ήτοι βασιζόμενες στην ανατροφή και την τύχη (άρα αθέμιτες), οι οποίες χρήζουν άρσης ή έστω άμβλυνσης από την οργανωμένη Πολιτεία.

Με αφετηρία την ισονομία και ισοπολιτεία ως συστατικά στοιχεία της θεσμικής οργάνωσης του Κράτους («νομαρχία»), ο Ανώνυμος ο Έλλην φιλοδοξεί να διατηρήσει τη φυσική ανομοιότητα χωρίς να επιτρέψει την εκτροπή της σε καταπίεση σε βάρος των ασθενέστερων από τα ισχυρότερα μέλη της πολιτικής κοινότητας[14]. Ασκεί, λοιπόν, δριμεία κριτική στα προνόμια των ευγενών, δηλαδή στην ολιγαρχική διάρθρωση του υποδουλωμένου ελλαδικού χώρου, όπου ο λαός καθίσταται μισθωτός δούλος, απλό εργαλείο προς μεγιστοποίηση των κερδών των κατεχόντων ιδιοκτησία[15].

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ισότητα όχι μόνο ως τυπική διακήρυξη αλλά και ως πραγματική κατάσταση των ελεύθερων ανθρώπων, ο Ανώνυμος ο Έλλην δίνει έμφαση τόσο στον θεσμό της δημόσιας εκπαίδευσης ως μηχανισμό ισόρροπης ανατροφής των νέων[16] όσο και στην οργάνωση δικτύων κοινωνικής προστασίας από τον νομοθέτη, με ιδιαίτερη μέριμνα για τους μη έχοντες[17].

Στόχος της «Ελληνικής Νομαρχίας» δεν είναι απλώς ο μετριασμός της επίκτητης ανομοιότητας, η οποία αποτελεί την πηγή της κοινωνικής αδικίας, αλλά έτι περαιτέρω η οργάνωση του κοινού βίου με όρους ίσης ελευθερίας, μέσα από την οποία περνά αναπόδραστα η προσωπική και συλλογική ευδαιμονία[18]. Η νομιμοποίηση της κρατικά οργανωμένης εξουσίας δεν μπορεί παρά να συναρτάται άρρηκτα με την εκπλήρωση των καθηκόντων που υπέχουν τα αρμόδια όργανα, άρα μέσα από μια σχέση αμοιβαιότητας ως προς τα δικαιώματα-υποχρεώσεις και τις ωφέλειες-βάρη[19]. Εξ αντιδιαστολής, η διάχυση της φυσικής ανομοιότητας σε πολιτική ανισότητα και σε κοινωνική αδικία μεταβάλλει άρδην τη φύση του πολιτεύματος από «νομαρχία» (δηλαδή από ρεπουμπλικανικό σύστημα διακυβέρνησης[20]) σε «τυραννία»[21].

Β. «Νέα Πολιτική Διοίκησις» του Ρήγα Φεραίου

Η περισσότερο ιακωβίνικη πρόσληψη του Ρήγα Φεραίου επικεντρώνεται σε μια ριζοσπαστικότερη θεώρηση των εξισωτικών, κοινωνιοκεντρικών προταγμάτων της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Ρήγας, στη «Νέα Πολιτική Διοίκηση»[22], αποζητά την οικοδόμηση μιας πολυεθνοτικής πολιτικής κοινότητας, αποτελούμενης από τους βαλκανικούς λαούς που βρίσκονται υπό τον ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Ρήγας υιοθετεί την προσέγγιση των φυσικών, αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρθρο 1). Τα «φυσικά δίκαια» του ανθρώπου συνίστανται στα εξής: α) ισότητα όλων των προσώπων, β) ελευθερία-απαγόρευση δουλείας, γ) ανεπιφύλακτη προστασία της ανθρώπινης ζωής, δ) προστασία της ιδιοκτησίας (με τη μορφή της βιοτικής αυτοτέλειας) κάθε προσώπου.

Η θέσμιση της πολιτικής κοινότητας αποσκοπεί στην προαγωγή των φυσικών δικαίων του ανθρώπου και της επωφελούς διευθέτησης της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και, εξ αντιδιαστολής, την παρεμπόδιση βλαπτικών ενεργειών ή παραλείψεων κατά την οργάνωση του κοινού βίου (άρθρο 4).

Αναφορικά με τη μέριμνα των διοικητικών οργάνων προς τους κατοίκους της πολυεθνοτικής πολιτικής κοινότητας, ο Ρήγας ανάγει τις δημόσιες συνδρομές και ανταμοιβές σε «ιερό χρέος της πατρίδος» (άρθρο 21). Το ιερό τούτο χρέος συνίσταται στην αρωγή των δυστυχησάντων κατοίκων που δεν δύνανται να εργαστούν, προκειμένου να διασφαλίσουν έναν αξιοπρεπή τρόπο ζωής. Επιπλέον, η διοίκηση της πατρίδος οφείλει να ανταμείβει εφ’ όρου ζωής όσους αγωνίστηκαν στον πόλεμο με βλάβη της υγείας τους (άρθρο 21).

Μάλιστα, ο Ρήγας, στο σχέδιο Συντάγματός του, προβαίνει σε πρόβλεψη διαγραφής των χρεών των πολιτών για δάνεια που έχουν λάβει προ πενταετίας, ώστε να αποφευχθεί μια πρακτική που όξυνε την ανισότητα μεταξύ οφειλετών και δανειστών, καθώς εντός πέντε ετών οι τόκοι έφταναν σε τόσο μεγάλο ύψος που διπλασίαζαν το αρχικό κεφάλαιο (άρθρο 35).

Η εκπαίδευση δεν εκλαμβάνεται απλώς ως δικαίωμα αλλά και ως καθήκον του συνόλου του πληθυσμού, ανδρών και γυναικών, από το οποίο εξαρτάται η προκοπή του έθνους ως κοινωνικοπολιτικής οντότητας. Συνεπεία τούτου, το Κράτος οφείλει να ιδρύσει σχολεία σε όλες τις περιοχές της Επικράτειας (άρθρο 22).

ΙΙΙ. Η επιρροή από τα προτάγματα της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης

Στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται η ανάδειξη των εκλεκτικών συγγενειών που συνδέουν το ηθικοπολιτικό και κανονιστικό υπόβαθρο της κοινωνικής μέριμνας στα Συντάγματα του Αγώνα με τις δύο μεγάλες Επαναστάσεις του 18ου αιώνα, την Αμερικανική και τη Γαλλική.

Α. Αμερικανική Επανάσταση

Μολονότι ο πιο δημοκρατικός και κοινωνιοκεντρικός χαρακτήρας της Γαλλικής Επανάστασης μοιάζει να βρίσκεται εγγύτερα στην αρχιτεκτονική των τριών Συνταγμάτων του Αγώνα, εντούτοις θα διαφανεί ότι τα φιλελεύθερα στοιχεία της Αμερικανικής Επανάστασης δεν έχουν ως σημείο αναφοράς τον εγωιστή ιδιώτη, αλλά το πρόσωπο στην παραπληρωματικότητά του, δηλαδή ως άτομο, πολίτη και μέλος του κοινωνικού συνόλου.

Στη Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας (1776) και στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών (1787), τα φυσικά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα στη ζωή, την ελευθερία και την ευτυχία αναγορεύονται σε πυλώνες της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν πρόκειται, πάντως, για αμιγώς ατομοκεντρική επιδίωξη της ευτυχίας, αλλά για ένα συλλογικό εγχείρημα που συνέχεται με την αναγνώριση ενός συμπεριληπτικού «εμείς» (we, the people)[23]. Συνεπώς, η χάραξη διακριτών σχεδίων ζωής στο κυνήγι της ευτυχίας εκκινεί από την αφετηριακή ισότητα των προσώπων στη βάση της επίκοινης ανθρώπινης ιδιότητάς τους, αλλά και της πολιτικής συμμετοχής τους σε ένα συνεργατικό εγχείρημα (res publica) με τελολογικό ορίζοντα την προαγωγή του δημόσιου αγαθού, ήτοι την κοινή ευδαιμονία όλων.

Στα «Ομοσπονδιακά Κείμενα» (Federalist Papers) των «πατέρων» του αμερικανικού συνταγματισμού αναλύονται λεπτομερώς οι βασικές οργανωτικές προκείμενες της αυτεξούσιας πολιτικής κοινότητας και γίνεται ρητή μνεία στις προκλήσεις που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων των καταστατικών κειμένων, προκειμένου να εξευρεθούν οι βέλτιστες δυνατές λύσεις, αφενός, για την προαγωγή του κοινού συμφέροντος και, αφετέρου, για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων εκάστου προσώπου-πολιτικού δρώντος.

Ο ριζικά διαφορετικός βαθμός απόλαυσης του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, ήτοι η ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, διασπά την ενότητα του πολιτικού σώματος διαχωρίζοντας τα μέλη του κοινωνικού συνόλου σε «δανειστές» και «οφειλέτες»[24]. Η ολιγαρχική διάρθρωση της κοινωνικοοικονομικής δομής προξενεί διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και πολιτική αστάθεια και, αντιστρόφως, η πολιτική αστάθεια παροξύνει την ολιγαρχική κατανομή των παραγωγικών πόρων, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται ουσιωδώς η οικοδόμηση μιας πολιτικής κοινότητας ενιαίων συμφερόντων και προσδοκιών[25].

Η διαχείριση των διακριτών, συχνά-πυκνά αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων και προσδοκιών των ατόμων, συνιστά, από κανονιστική σκοπιά, το πρωταρχικό καθήκον της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και, σε θεωρητικό επίπεδο, το κύριο μέλημα των συντακτών των Federalist Papers[26]. Η εναρμόνιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων και, εν συνεχεία, η προσαρμογή τους σε επίκοινο αγαθό δημόσιου ενδιαφέροντος, δηλαδή σε θεμελιακή πολιτική αρχή του κοινού βίου, γίνεται αντιληπτή ως ιδιαίτερα πολύπλοκο έργο που δεν μπορεί να επιτευχθεί από το σύνολο των μελών του κοινωνικού συνόλου, αλλά απαιτεί τη συνδρομή των πιο πεφωτισμένων και ενάρετων αξιωματούχων του Κράτους[27].

Στο σημείο αυτό, λοιπόν, εντοπίζεται μια οιονεί πλατωνική, ελιτίστικη διαμόρφωση του «κοινού αγαθού», διασαλεύοντας έτσι εν μέρει την καταρχήν συγκολλητική σχέση μεταξύ ρεπουμπλικανικής διακυβέρνησης και δημοκρατικής διαβούλευσης. Παρά την αναγνώριση της καθολικότητας του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι ως βάσης της πολιτικής ισότητας, η έννοια της κοινωνικής συνοχής και της πολιτικής σταθερότητας δεν αναφέρεται τόσο στις σχέσεις μεταξύ των προσώπων, αλλά στην οικοδόμηση δεσμών εμπιστοσύνης μεταξύ εξουσιαζόντων και εξουσιαζομένων[28].  Ο σκοπός (προαγωγή της ευτυχίας των ανθρώπων) και τα μέσα επίτευξής του (γνώση των κατάλληλων μεθόδων διαχείρισης των συμφερόντων και προσδοκιών) θεωρούνται σε ισάξιο βαθμό χαρακτηριστικά της χρηστής διακυβέρνησης[29].

Στην αμερικανική θεσμική και κοινωνική πραγματικότητα, η ανάπτυξη του εμπορίου αποτελεί μεν πρωταρχική μέριμνα της κρατικά οργανωμένης πολιτικής κοινότητας[30], ωστόσο εξίσου σημαντική είναι η απόκτηση των αναγκαίων δημόσιων πόρων για τη χρηματοδότηση των απαιτούμενων υποδομών με στόχο την κοινή ευημερία όλων μέσα από τη δίκαιη κατανομή των φόρων ομοιόμορφα σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια. Με άλλα λόγια, η κατάπνιξη της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και η άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των συμπολιτών εκλαμβάνονται ως εξίσου σοβαρές παθογένειες στη διάρθρωση της Πολιτείας[31] και, κατά συνέπεια, η ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της ιδιοκτησίας και τη φορολογική δικαιοσύνη κρίνεται εξόχως σημαντική για τη de facto νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας.

Β. Γαλλική Επανάσταση

Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του Αγώνα φέρνουν σε ακόμα στενότερη σύνδεση τα πρώιμα βήματα του ελληνικού συνταγματισμού με τα ηθικοπολιτικά οράματα και τις κανονιστικές αποτυπώσεις της Γαλλικής Επανάστασης[32].

Όπως και στη Διακήρυξη της Αμερικάνικης Ανεξαρτησίας, ομοίως και στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (26 Αυγούστου 1789), τα φυσικά, αναπαλλοτρίωτα και ιερά δικαιώματα του ανθρώπου δεν κατοχυρώνονται υπέρ του αφηρημένου εαυτού ή του μεμονωμένου ατόμου, αλλά χάριν του όντος εκείνου που διαβιοί εν κοινωνία.

Η γενική ευημερία ανυψώνεται, λοιπόν, όχι μόνο σε καθοδηγητική αρχή της δράσης των πολιτειακών οργάνων αλλά και σε χρέος των πολιτών. Τα φυσικά δικαιώματα είναι μεν αναπαλλοτρίωτα, δέον δε να απολαμβάνονται επί ίσοις όροις, ενώ δύνανται να περιοριστούν χάριν της κοινής ωφέλειας (1). Η ελευθερία, εξάλλου, νοείται ταυτόχρονα με φιλελεύθερο και κοινωνιοκεντρικό τρόπο, ως αποχή από ενέργειες βλαπτικές όχι μόνο προς τα δικαιώματα των άλλων προσώπων αλλά και προς το κοινωνικό σύνολο (4, 5). Παραδείγματος χάριν, κάποιος δύναται να στερηθεί την ιδιοκτησία του χάριν σκοπού δημόσιας ωφέλειας, λαμβάνοντας βεβαίως την προβλεπόμενη από το νόμο δίκαιη αποζημίωση (17).

Στο γαλλικό Σύνταγμα του 1791, η αρχή της ισότητας κατοχυρώνεται ακόμα πιο εμφατικά, με την κατάργηση των τίτλων ευγενείας και κάθε λογής προνομίων και εξαιρέσεων από τον νόμο. Η υποχρεωτική συμμετοχή όλων στα δημόσια βάρη εξειδεικεύεται με την κατ’ αναλογία επιβάρυνση ανάλογα με τα μέσα, δηλαδή τις διαφοροποιημένες οικονομικές δυνατότητες, που διαθέτει κάθε πολίτης. Επιπλέον, στις εξισωτικές διατάξεις περί ιδιοκτησίας και φορολογίας, προστίθεται και η πρόβλεψη για δημόσια δομή εκπαίδευσης με όρους καθολικότητας και η κατοχύρωση της κοινωνικής μέριμνας-δημόσιας ανακούφισης των εγκαταλελειμμένων παιδιών, αναπήρων, απόρων, ενώ η Πολιτεία υποχρεούται να εξεύρει εργασία στους ικανούς προς εργασία φτωχούς.

Στο Σύνταγμα του 1793, η φορολογική υποχρέωση αναγορεύεται σε τιμητικό καθήκον του συμπολίτη με όρους αλληλεγγύης. Επιπροσθέτως, η πρόβλεψη για μέριμνα από τις αρμόδιες αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας (République) εκτείνεται στο σύνολο των παραγόντων (π.χ. ατυχία, ηλικία) που εν τοις πράγμασι εξασθενούν τη θέση ενός προσώπου εντός του κοινωνικού συνόλου.

Ο ριζοσπαστικός ρεπουμπλικανισμός των Thomas Paine και Emmanuel-Joseph Sieyés μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την αλληλουχία μεταξύ φυσικών δικαιωμάτων, πολιτικής κοινότητας με όρους ίσης ελευθερίας και άμβλυνσης των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων, κάτι που, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αποτελεί τον συνδετικό κρίκο των δύο μεγάλων Επαναστάσεων (παρά τις αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ τους), δηλαδή της Αμερικανικής και της Γαλλικής, με τον απελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού έθνους.

Στα «Δικαιώματα του Ανθρώπου», ο Paine εκκινεί από μια φυσικοδικαιική θεώρηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, εκλαμβάνοντας την οικοδόμηση πολιτικής κοινότητας ως επικυρωτικό και διορθωτικό μηχανισμό των αναπαλλοτρίωτων «ατού» της ανθρώπινης ύπαρξης[33]. Τα δικαιώματα, πάντως, δεν νοούνται ως ατομοκεντρικές αξιώσεις αλλά διασυνδέονται τόσο σε ενδογενεακή όσο και σε διαγενεακή[34] κλίμακα με την εξυπηρέτηση του κοινού καλού[35]. Η αμοιβαιοποίηση των ωφελειών και των βαρών της κοινωνικής συνύπαρξης δεν αποτελεί επίκτητη πολιτική αρετή, αλλά εγγενές γνώρισμα της συνεργατικής ανθρώπινης φύσης. Ακόμα και μια εξ ορισμού ιδιωτική διεργασία, όπως η ελευθερία διενέργειας εμπορικών συναλλαγών, διέπεται από τους «φυσικούς» νόμους της αλληλεπίδρασης προσώπων και εθνών στη βάση του κοινού και αμοιβαίου συμφέροντος[36]. Έτσι, τόσο η δημοκρατικά νομιμοποιημένη κυβέρνηση όσο και οι νόμοι ως θεσμική έκφραση της γενικής βούλησης αποτελούν μεν κοινωνικοπολιτικό εγχείρημα, συνιστούν δε τον φυσικό προορισμό του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος[37]. Η κοινωνικότητα, λοιπόν, αποτελεί φυσική κατάσταση του ανθρώπινου γένους και διαφθείρεται μέσα από τα αριστοκρατικά προνόμια και την ολιγαρχική διάρθρωση ενός –ταξικά μεροληπτικού- κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Έτσι, στη σκέψη του Paine η αριστοκρατία δεν εκλαμβάνεται απλώς ως ακατάλληλο μοντέλο διαρρύθμισης του κοινού πολιτικού βίου (διότι εδράζεται στην ανελευθερία και την ανισότητα), αλλά επιπροσθέτως και ως αφύσικη συνθήκη του ανθρώπινου πράττειν[38].

Η ρεπουμπλικανική διακυβέρνηση, με όρους ίσης συμμετοχής στην απόλαυση των φυσικών και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων του ανθρώπου, κατά τον Paine, δύναται να διασφαλιστεί μόνο μέσα από την καλλιέργεια πεπαιδευμένων πολιτών, κάτι που απαιτεί την επέκταση και την εμβάθυνση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στα φτωχά κοινωνικά στρώματα[39]. Παράλληλα, εν μέσω οικονομικής δυσπραγίας που οφείλεται στην κακή τύχη, η κρατικά οργανωμένη Πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει τα προς το ζην κάθε προσώπου που δεν καταφέρνει να απολαύσει το μερίδιο από τους καρπούς της γης που δικαιούται[40]. Στην εν λόγω σκέψη θα μπορούσε κάλλιστα να εντοπιστεί σε υπαινικτική μορφή το βασικό εισόδημα ως μηχανισμός αναπλήρωσης των απωλεσθέντων προσόδων, άρα ως μέσο ανακούφισης της φτώχειας και άμβλυνσης της ανισότητας που προξενεί η αγοραία διάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας.

Ο Αβάς Sieyés, στο κλασικό έργο του «Τι είναι η Τρίτη Τάξη;», προβάλλει τη θεμελιώδη σημασία που έχει για τη νομιμοποίηση του ταξικά διαστρωματωμένου έθνους-κράτους, η ίση επιρροή της κάθε τάξης στη διαμόρφωση της γενικής βούλησης[41]. Η Τρίτη Τάξη, στην οποία συμπεριλαμβάνεται το σύνολο του πληθυσμού που δεν ανήκει σε κάποια από τις προνομιούχες κατηγορίες της προγενέστερης απολυταρχικής διαστρωμάτωσης (ευγενείς, κλήρος), εκλαμβάνεται ως η ενσάρκωση της ιδέας του χειραφετημένου έθνους και ταυτίζεται με τον κυρίαρχο λαό ως πηγή και φορέα κάθε εξουσίας[42]. Πάντως, ο Sieyés κατανοεί τον ουτοπικό χαρακτήρα που θα είχε η οικοδόμηση μιας πολιτικής κοινωνίας αναγόμενης αποκλειστικά και μόνο στην Τρίτη Τάξη, μολονότι θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα απάλλασσε τα μέλη του κοινωνικού συνόλου από τα δεσμά της ανελευθερίας και της καταπίεσης[43]. Έτσι, επιχειρεί τουλάχιστον σε πρακτικό επίπεδο να της προσδώσει ισότιμο ρόλο με τις δύο προνομιούχες τάξεις στη διάρθρωση του κοινού πολιτικού εγχειρήματος[44].

Μολονότι συμβαδίζει με τον Paine σε κρίσιμες παραδοχές για την προαγωγή της κοινωνικοπολιτικής ισότητας και ευημερίας της κοινότητας μέσα από τη δίκαιη φορολόγηση με επιβάρυνση της κάθε τάξης ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητές της[45] και μέσα από την αρμονική συνέργεια ιδιωτικών δραστηριοτήτων και δημόσιων υπηρεσιών[46], ο Sieyés απορρίπτει την ιδέα των φυσικών και αναπαλλοτρίωτων «δικαίων» του ανθρώπου, υπογραμμίζοντας την πολιτική καταγωγή των δικαιωμάτων[47]. Συνδέοντας, λοιπόν, την καταγωγική μήτρα των δικαιωμάτων με την επί ίσοις όροις κτήση και απόλαυση της ιδιότητας του πολίτη[48], αναγορεύει τα δικαιώματα πολιτικής συμμετοχής σε αποκλειστικό εγγυητή για την κατοχύρωση και προαγωγή των αστικών δικαιωμάτων και εν γένει της ελευθερίας εκάστου προσώπου[49].

Συμπεράσματα

Από την περιήγηση στις κοινωνικού δικαίου ρυθμίσεις των Συνταγμάτων του Αγώνα συνδυαστικά με δύο θεμελιακά κείμενα του νεοελληνικού Διαφωτισμού και με τις ηθικοπολιτικές και κανονιστικές προκείμενες των δύο μεγάλων Επαναστάσεων στα τέλη του 18ου αιώνα (Αμερικανική, Γαλλική), μπορούμε να αντλήσουμε τα εξής συμπεράσματα σχετικά με την κοινωνιοκεντρική διάσταση της Ελληνικής Επανάστασης[50].

Προφανώς, τόσο τα Τοπικά Πολιτεύματα όσο και τα Συντάγματα του Αγώνα αποτέλεσαν μηχανισμούς, από τη μία, θεσμικής επικύρωσης της επικυριαρχίας των προεστών σε τοπικό επίπεδο και, από την άλλη, συντονισμένης εξισορρόπησης της εξουσίας τους στο πεδίο της –υπό απελευθέρωση- ελληνικής επικράτειας.

Ωστόσο, είναι μεθοδολογικά και ουσιαστικά αναγκαίο να υπερβούμε τη μονοσήμαντη, «από τα πάνω», ανάγνωση της εν λόγω ιστορικής κίνησης. Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για στείρα επιβολή των υλικών όρων εξουσίασης της -παραδοσιακής και αναδυόμενης- ελληνικής αστικής τάξης[51]. Παράλληλα, συνιστά εξελικτική διαδικασία με αντιφατικά χαρακτηριστικά (συμπερίληψης και αποκλεισμού, συνύπαρξης και σύγκρουσης) μεταξύ των δύο τάξεων του επαναστατημένου έθνους (αστική τάξη, αγροτικός πληθυσμός)[52].

Σε κάθε περίπτωση, μέσα από τις διατάξεις κοινωνικής πολιτικής στα Συντάγματα του Αγώνα αναδεικνύεται η δομική και θεσμική αμφισβήτηση του ολιγαρχικού χαρακτήρα του καπιταλισμού της εποχής[53] τόσο ως προς την πολιτειακή οργάνωση του –υπό απελευθέρωση- νεοσύστατου κράτους όσο και ως προς την από-ιεροποίηση του θεσμού της ιδιοκτησίας[54].

Υπό αυτό το πρίσμα, μέσα από την κατοχύρωση πτυχών ενός εν σπέρματι κοινωνικού κράτους δικαίου (δίκαιη κατανομή των βαρών, μέριμνα υπέρ των ευάλωτων προσώπων, δημόσια παιδεία, δημόσια υγεία, συνεταιριστική οργάνωση της γεωργίας κ.λπ.), η αρχή της ίσης ελευθερίας αναγορεύεται σε καταστατική αρχή των Συνταγμάτων του Αγώνα. Προβαίνοντας έτσι σε μια ρεπουμπλικανικού τύπου, κοινωνιοκεντρική ανάγνωση του απελευθερωτικού Αγώνα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ελευθερία τόσο ως αφηρημένη ιδέα όσο και ως εμπειρική προοπτική δεν περιορίζεται στην ατομοκεντρική της θεώρηση αλλά εμπλουτίζεται με θετικά-συμμετοχικά συμφραζόμενα, τα οποία καταδεικνύουν την άρρηκτη συνάφεια ανάμεσα στον φιλελεύθερο, τον δημοκρατικό και τον κοινωνικό χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης[55].

Ασφαλώς, η αναστολή λειτουργίας του Συντάγματος της Τροιζήνας από τον πρώτο Κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους Ιωάννη Καποδίστρια και η πραγματική κατάσταση πρόδηλης ανισότητας ισχύος μεταξύ των προνομιούχων τάξεων και των ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων δεν επέτρεψαν την πλήρη εκδίπλωση του κοινωνιοκεντρικού οράματος των Συνταγμάτων του Αγώνα. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονούμε ότι η θέσμιση μιας Πολιτείας διαπνεόμενης από τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης δεν είναι διόλου αμελητέα, αλλά λειτουργεί διαχρονικά ως ηθικοπολιτικός οδοδείκτης της δημοκρατίας στην πιο περιεκτική της εκδοχή[56].

 

[1] Βλ. ενδεικτικά Χρυσόγονος Κ. / Βλαχόπουλος Σπ., Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 4η αναθ. έκδ., Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017.

[2] «Εις την Ελληνικήν επικράτειαν ούτε πωλείται, ούτ’ αγοράζεται άνθρωπος·… αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το Ελληνικόν έδαφος, είναι ελεύθερος, και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».

[3] Βλ. Σβώλος Αλ., Τα ελληνικά Συντάγματα 1822 – 1975 / 1986: Η συνταγματική ιστορία της Ελλάδος, Στοχαστής, Αθήνα 1998. Σχετικά με το Σύνταγμα της Τροιζήνας, βλ. ενδεικτικά Παυλόπουλος Π., «Το πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος του 1827», στο Βλαχόπουλος Σ., Χρήστου Β., Κούμας Μ. (επιμ.), Η γένεση του ελληνικού συνταγματισμού. Η ελληνική συνταγματική ιστορία κατά τα επαναστατικά και τα μετεπαναστικά χρόνια, Πρακτικά Συνεδρίου του ΕΚΠΑ, 19-20 Μαρτίου 2021, εκδόσεις Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2023, σ. 65-77· Παιονίδης Φ., «Το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος του 1827 και το Σύνταγμα των Η.Π.Α.: Συγγένειες και επιρροές», Το Σύνταγμα, 1-2/2022, σ. 45-71. Εν γένει για την επίδραση των επαναστατικών Συνταγμάτων στην πολιτική και συνταγματική ιστορία του νεοελληνικού κράτους και τις συγκρούσεις γύρω από τη θέσπιση και την (μη) εφαρμογή τους, βλ. Αλιβιζάτος Ν., Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2012.

[4] Στο κεφάλαιο περί αρμοδιοτήτων του Κυβερνήτη (Κεφ. Ζ΄) προβλέπεται ρητά ότι «Εις πάσαν συνόδου έναρξιν ομιλεί … διά τας δυνατάς βελτιώσεις των κοινών πραγμάτων» (119).

[5] Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων Δ΄ Διοικητική Περίοδος (Ιούνιος 1827-Ιανουάριος 1828), Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2020, σελ. XXXII.

[6] Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, ό.π., σελ. 15.

[7] Ibid, σελ. 15-16.

[8] Idem.

[9] Ibid, σελ. 100 (συνεδρίασις νζ΄ της 10ης Σεπτεμβρίου 1827).

[10] Ibid, σελ. 202 (συνεδρίασις ρζ΄ της 5ης Νοεμβρίου 1827).

[11] Σχετικά με τις ποικίλες -θεσμικές και κοινωνικές- πτυχές του νεοελληνικού Διαφωτισμού, βλ. χαρακτηριστικά Κιτρομηλίδης Π., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2009, και Δημαράς Κ. Θ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα, 2009.

[12] Rousseau J.-J., Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, μτφρ. Μ. Αλεξίου-Καναγκίνη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006, σελ. 75.

[13] Κατά τη διάσημη διατύπωση του Rousseau, «ο πρώτος που, έχοντας περιφράξει ένα κομμάτι γης, σκέφτηκε να πει: “αυτό είναι δικό μου”, και βρήκε ανθρώπους αρκετά αφελείς, ώστε να τον πιστέψουν, υπήρξε ο πραγματικός ιδρυτής της πολιτικής κοινωνίας. Από πόσα εγκλήματα, πολέμους, φόνους, από πόσες αθλιότητες και αίσχη θα είχε απαλλάξει το ανθρώπινο γένος εκείνος που, ξεριζώνοντας τους πασσάλους ή σκεπάζοντας το χαντάκι, θα φώναζε στους συνανθρώπους του: “Μην ακούτε αυτόν τον αγύρτη. Χαθήκατε, αν ξεχάσετε πως οι καρποί ανήκουν σε όλους και η γη δεν ανήκει σε κανέναν”», Ibid, σελ. 113.

[14] Με τα λόγια του Ανωνύμου του Έλληνος, «[α]ὐτὴ (ενν. η νομαρχία) ἔδωσεν εὐθὺς τόπον τῶν δυνατῶν, νὰ διαυθεντεύσουν τὴν πατρίδα των, ἐπαρηγόρησεν τοὺς ἀδυνάτους, μὲ τὸ σκῆπτρον τῆς δικαιοσύνης, ἐδίδαξε τοὺς ἀτάκτους νὰ εὕρωσι τὴν εὐτυχίαν των εἰς τὴν χρηστοήθειαν, ἐβράβευσεν τοὺς καλοηθεῖς, καὶ τέλος πάντων, χωρὶς νὰ ἐμποδίσῃ τὸ ἀκατάστατον τοῦ συμβεβηκότος, ἐτίμησε μόνον τὴν ἀξιότητα τοῦ ὑποκειμένου, καὶ οὕτως μὴ καταφρονοῦσα τὸν πτωχόν, ἀπεδίωξε ἀπὸ τὸν πλούσιον τὴν λύσσαν τῶν χρημάτων», Ανώνυμος ο Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, 1806, σελ. 4-5.

[15] «Ἀλλά, τί νὰ σᾶς εἰπῶ διὰ τὴν ἄλλην κλάσιν, τῶν ὀλιγάρχων λέγω, τῶν λεγομένων εὐγενῶν; Αὐτοὶ νομίζουσι τὸν ἑαυτόν τους τόσον διαφορετικὸν ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, ὁποὺ μόλις καταδέχονται νὰ τοὺς ἀκούουν, χωρὶς νὰ τοὺς ἀποκρίνωνται, οὔτε ποτὲ νὰ τοὺς συναναστρέφωνται. Αὐτοί, ὦ Ἕλληνες, κατέχουσιν εἰς τὰς χεῖρας των ὅλα τὰ καθολικὰ καὶ ἀληθῆ πλούτη τῆς ἐπικρατείας, ἤτοι τὰ χωράφια, ἀμπέλια, καὶ ὁλόκληρα χωρία, τὰ ὁποῖα ἐνοικιάζουσι πρὸς τὸν λαόν, εἰς τρόπον, ὁποὺ ὁ λαὸς εἶναι σχεδὸν δοῦλος μισθωτὸς ἀπὸ αὐτούς, καὶ δουλεύει διὰ τὸ κέρδος αὐτῶν», Ibid, σελ. 24. Στο σημείο αυτό, μάλιστα, εισάγει εμμέσως πλην σαφώς την κλασική διάκριση μεταξύ λαού και ελίτ που αποτελεί κοινό τόπο στη σύγχρονη θεωρία του λαϊκισμού, θέτοντας το ακόλουθο ρητορικό ερώτημα «Ποῖος ἔχοντας κρίσιν στοχασμοῦ δὲν φρίττει θεωρῶντας τοὺς ἐνενήντα ἐννέα νὰ μὴν ζῶσι, νὰ μὴν δουλεύωσι, νὰ μὴν κοπιάζωσι δι᾿ ἄλλο τι, ἢ διὰ τὸν ἑαυτόν των, παρὰ μόνον καὶ μόνον διὰ τὸ καλῶς ἔχειν τοῦ ἑνός;», Ibid, σελ. 37. Για μια επισκόπηση της θεωρίας του λαϊκισμού από ένα μάλλον ευμενώς διακείμενο πρίσμα, βλ. ενδεικτικά Σταυρακάκης Γ., Λαϊκισμός: Μύθοι, στερεότυπα και αναπροσανατολισμοί, εκδόσεις ΕΑΠ, Αθήνα, 2019.

[16] Ανώνυμος ο Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, ό.π., σελ. 5.

[17] Ibid, σελ. 6.

[18] Idem.

[19] «Οἱ νόμοι προβλέπουν εἰς τοὺς μὴ ἔχοντας. Τὰ τέκνα ὅλων εἶναι τῆς πατρίδος τέκνα, καὶ αὐτὴ τὰ ἀνατρέφει, τὰ γυμνάζει, καὶ τὰ προκόπτει, διὰ τοῦτο καὶ αὐτὰ τὴν ἀγαπῶσι διὰ εὐγνωμοσύνην…», Idem.

[20] Σύμφωνα με τον Κοντιάδη (βλ. Κοντιάδης Ξ., Η περιπετειώδης ιστορία των επαναστατικών Συνταγμάτων του 1821, Καστανιώτης, Αθήνα 2021), με ξεκάθαρες επιρροές από το «Πνεύμα των Νόμων» του Μοντεσκιέ και τον «Λόγο για την Ανισότητα» του Ρουσσώ, ο Ανώνυμος ο Έλλην εισηγείται μια «ρεπουμπλικανική θεώρηση της πολιτείας … η οποία ενσωματώνεται σε ένα  μανιφέστο πολιτικής διαμαρτυρίας, στρεφόμενο κατά του συνόλου των φορέων της καθεστηκυίας τάξης … καταγγέλλοντας τη διαφθορά, τις κοινωνικές ανισότητες και την αδιαφορία για το μέλλον του έθνους» (σελ. 68).

[21] Ανώνυμος ο Έλλην, Ελληνική Νομαρχία, ό.π., σελ. 33.

[22] Ρήγας Φεραίος, Νέα Πολιτική Διοίκησις, 1797.

[23] Βλ. Hamilton Alexander / Madison James / Jay John, Federalist Papers, Introduction, σελ. xxxvii.

[24] Madison, Federalist Paper 10, σελ. 50.

[25] Madison, Federalist Paper 62, σελ. 308.

[26] Βλ. ενδεικτικά Hamilton, Federalist Paper 35, σελ. 166, όπου προκρίνεται ως βασικός πολιτικός στόχος η «τέλεια ενότητα ανάμεσα στον ευπορότερο ιδιοκτήτη και στον φτωχότερο μισθωτή».

[27] Madison, Federalist Paper 10, σελ. 51, Madison, Federalist Paper 57, σελ. 282.

[28] Madison, Federalist Paper 57, σελ. 283.

[29] Madison, Federalist Paper 62, σελ. 307.

[30] Hamilton, Federalist Paper 12, σελ. 61.

[31] Hamilton, Federalist Paper 35, σελ. 163.

[32] Σχετικά με τη συγκεκριμένη δικαιολόγηση της σύνδεσης μεταξύ ελληνικού και γαλλικού συνταγματισμού, βλ. Κοντιάδης, ό.π., σελ. 48, Μάνεσης Αρ., «Η φιλελεύθερη και δημοκρατική ιδεολογία της εθνικής Επανάστασης του 1821», στο Συνταγματική θεωρία και πράξη, τόμ. ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 231 επ.

[33] Με τη διατύπωση του Paine (Paine T., The Rights of Man, στο The Collected Writings of Thomas Paine, Volume II, 1779-1792, collected and edited by Moncure Daniel Conway, Project Gutenberg, σελ. 21), « …ο άνθρωπος δεν εισήλθε στην κοινωνία για να καταστεί χειρότερος σε σχέση με πριν, ούτε για να έχει λιγότερα δικαιώματα από όσα είχε προηγουμένως, αλλά για να διασφαλίσει καλύτερα τα εν λόγω δικαιώματα. Τα φυσικά δικαιώματά του είναι το θεμέλιο όλων των αστικών και πολιτικών του δικαιωμάτων» (μτφρ. δική μου).

[34] Κατά τον Paine (Ibid, σελ. 48), «εάν η παρούσα γενιά, ή οποιαδήποτε άλλη, προδιατίθεται να ζει σε συνθήκες δουλείας, τούτο δεν ελαχιστοποιεί ουδόλως το δικαίωμα της επερχόμενης γενιάς να είναι ελεύθερη».

[35] Ibid, σελ. 21.

[36] Ibid, σελ. 67.

[37] Ibid, σελ. 67, 85.

[38] Ibid, σελ. 28-29.

[39] Ibid, σελ. 106.

[40] Ibid, σελ. 97.

[41] Sieyés E.-J., What is the Third Estate?, 1789, σελ. 14.

[42] Ibid, σελ. 16.

[43] Ibid, σελ. 2-3.

[44] Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά (Ibid, σελ. 1), «Τι είναι η Τρίτη Τάξη; Τα πάντα. Τι ήταν μέχρι τώρα η Τρίτη Τάξη (estate) στην πολιτική τάξη (order); Τίποτα. Τι επιθυμεί να είναι; Κάτι».

[45] Ibid, σελ. 11.

[46] Ibid, σελ. 2.

[47] Ibid, σελ. 7.

[48] Idem.

[49] Ibid, σελ. 17.

[50] Για μια πρωτότυπη κοινωνιοκεντρική ανάγνωση των επαναστατικών Συνταγμάτων με έμφαση στην «από τα κάτω» διαμόρφωση και πραγμάτωση των πρώιμων πολιτειακών θεσμών του νεοελληνικού κράτους, βλ. Καϊδατζής Ακ., Ο συνταγματισμός του εικοσιένα. Η συνταγματική πρακτική της Επανάστασης μέσα από τις πηγές, 1821-1827, εκδ. Ευρασία, Αθήνα, 2021.

[51] Μια τέτοια αντίληψη περί μονομερώς συγκρουσιακής συνθήκης μεταξύ της αστικής τάξης και των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων υιοθετεί ο μαρξιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος (βλ. Κορδάτος Γ., Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, εκδ. οίκος Γ.Ι. Βασιλείου, Αθήναι 1924, ιδίως σελ. 148), αναθέτοντας στην καταπιεζόμενη εργατική τάξη την «αποστολή» της «κοινωνικής επαναστάσεως» (σελ. 168), την οποία κατέστειλε εν τη γενέσει της το «εθνικό κίνημα» της ελληνικής αστικής τάξης.

[52] Σε ένα τέτοιο πλαίσιο κινείται η -επίσης μαρξιστική- θεώρηση των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων της Ελληνικής Επανάστασης από τον Μηλιό (βλ. Μηλιός Γ., 1821: Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2020, ιδίως το ακόλουθο απόσπασμα στη σελ. 124, «Η Επανάσταση συμπύκνωνε σε κοινωνικό επίπεδο μια συμμαχία της αστικής τάξης (έμποροι, πλοιοκτήτες, προαγοραστές-τοπάρχες μεγάλης κλίμακας, ενοικιαστές φόρων σε ευρύτερο περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο), των φιλελεύθερων διανοουμένων, των ενδιάμεσων στρωμάτων που είχαν ενταχθεί στις νέες υπό εξέλιξη αστικές σχέσεις (μεταξύ αυτών οι μικρού και μεσαίου βεληνεκούς προαγοραστές και άλλοι ενδιάμεσοι και τοπικοί πολιτικοί μεσολαβητές-προύχοντες), των αγροτών, των προλεταρίων (ναυτών κ.λπ.) και άλλων φτωχών στρωμάτων της εποχής, υπό την ηγεμονία της αστικής εθνικιστικής στρατηγικής των φιλελεύθερων ιδεών του Διαφωτισμού».

[53] Ibid, σελ. 127.

[54] Βλ. σχετικά Σβώλος Αλ., «Τα πρώτα ελληνικά πολιτεύματα και η επίδρασις της Γαλλικής Επαναστάσεως», Εφημερίς Ελλήνων Νομικών, 1935, σελ. 737 επ., ιδίως σελ. 744.

[55] Για τα επαναστατικά συντάγματα ως θεσμικές αποτυπώσεις του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας με δίαυλο την αρχή της ισότητας, βλ. ενδεικτικά Μανιτάκης Α., «Ο δημοκρατικός χαρακτήρας της Επανάστασης», «Η Καθημερινή», 26.3.2021.

[56] Με τα λόγια του Αριστόβουλου Μάνεση (βλ. Μάνεσης Αρ., Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1961 (1965), σελ. 66), «η κοινωνική δημοκρατία δεν έρχεται καταλύσαι, αλλά πληρώσαι την πολιτική δημοκρατία».

+ posts

Ο Θωμάς Ψήμμας γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Αίγιο. Είναι απόφοιτος του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων του ίδιου Πανεπιστημίου στην Ιστορία, Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία του Δικαίου, με ειδίκευση στη Φιλοσοφία του Δικαίου (2012-2014) και στο Δημόσιο Δίκαιο και την Πολιτική Επιστήμη (2015-2017). Στο παραπάνω Πανεπιστήμιο ανακηρύχθηκε το 2020 και Διδάκτορας της Νομικής Σχολής στη Φιλοσοφία του Δικαίου, υποστηρίζοντας τη διδακτορική διατριβή με τίτλο «Η αρχή της ισότητας στην κοινωνική ασφάλιση: Στο μεταίχμιο μεταξύ αναδιανομής και ανταποδοτικότητας», η οποία εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη του Καθηγητή Κ. Σταμάτη και για την οποία έλαβε υποτροφία από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας. Μια ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της διατριβής αυτής εκδόθηκε σε βιβλίο τον Σεπτέμβριο 2020 από τις εκδόσεις Σάκκουλα (Αθήνα-Θεσσαλονίκη) με τίτλο «Τα θεμέλια της κοινωνικής ασφάλισης: Διανεμητική δικαιοσύνη, ισότητα, δημοκρατία». Μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά ελληνικά νομικά περιοδικά.

Μετάβαση στο περιεχόμενο