Το πολίτευμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν είναι ιδανικό· είναι, όμως, το καλύτερο από τα γνωστά πολιτεύματα, τόσο από την άποψη της αποτελεσματικότητας, όσο και από απόψεως αρχής, από την άποψη του σεβασμού δηλαδή των πολιτών ως ίσων και ελεύθερων υποκειμένων. Παρά ταύτα, είναι γεγονός ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αντιμετωπίζει σύγχρονες προκλήσεις, για παράδειγμα λόγω της οικονομικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής, ή λόγω του διαμοιρασμού της κυριαρχίας  σε πολλαπλά επίπεδα διακυβέρνησης, που φέρνουν στο προσκήνιο κάποιες αδυναμίες και εγγενείς αντιφάσεις της.

Δύο βιβλία, που εκδόθηκαν μέσα στο 2024, εισφέρουν σημαντικά στη συζήτηση για τις αντιφάσεις και το μέλλον της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πρόκειται για το βιβλίο της Καθηγήτριας Ιφιγένειας Καμτσίδου με τον τίτλο Η Δημοκρατία και οι άλλοι και το βιβλίο του Χαράλαμπου Κουρουνδή με τον τίτλο Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης.  Στο βιβλίο της η Ιφιγένεια Καμτσίδου τονίζει ότι «[η] πράξη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ταλαντεύεται ανάμεσα στο δημοκρατικό και το ολιγαρχικό στοιχείο της θέσμισής της» και ότι «[τ]ούτη η κεφαλαιώδης αντίφαση … αντιμετωπίζεται ως δομική κρίση που επιβάλλει δραστικές μεταρρυθμίσεις».[1] Επισημαίνοντας αυτήν την εγγενή αντίφαση, η συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και τη δημοκρατία. Από την άλλη μεριά, ο Χαράλαμπος Κουρουνδής σημειώνει ότι η δημοκρατική αρχή είναι συνυφασμένη με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας και η αντιπροσωπευτική αρχή με την έννοια της εντολής. Η μεταξύ τους σύνδεση είναι δεδομένη, αλλά η σύνδεση αυτή κατά τον συγγραφέα δεν αναιρεί την αυτοτέλειά τους. Εκείνος επιλέγει να μιλήσει για την αντιπροσώπευση.

Ι. Εμείς ο λαός και οι άλλοι

Η Δημοκρατία και οι άλλοι είναι ένα ακόμη βιβλίο της Ιφιγένειας Καμτσίδου, το οποίο καταπιάνεται με τα θεμέλια του συνταγματικού δικαίου και μάς βοηθά να κατανοήσουμε σε βάθος τη λογική και τη συναρμογή των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στο προηγούμενο βιβλίο της με τον τίτλο Το Κοινοβουλευτικό Σύστημα. Δημοκρατική αρχή και κυβερνητική ευθύνη η Καθηγήτρια Καμτσίδου προσέγγισε την ιστορία, τη θεωρία και την πράξη του κοινοβουλευτισμού ως του πολιτεύματος της ευθύνης. Στο νέο της βιβλίο η Ιφιγένεια Καμτσίδου τοποθετεί στο επίκεντρο το ζήτημα της καθολικότητας του πολιτικού δεσμού, που είναι το θεμελιακότερο όλων των θεμάτων, αφού αφορά τη συγκρότηση του πολιτικού υποκειμένου, του λαού. Χωρίς τον λαό δεν υπάρχει συνταγματικό δίκαιο, δεν υπάρχει ούτε Σύνταγμα. Ποιοι είμαστε, λοιπόν, εμείς ο λαός; Και ποιοι είναι οι άλλοι από τους οποίους εμείς ως λαός οριοθετούμαστε;

Το βιβλίο διατρέχει μια κεντρική ιδέα που συνέχει όλες τις επιμέρους θεματικές. Αυτή είναι, άλλωστε, η φιλοδοξία όλων των συγγραφέων: να καταφέρουν να αναδείξουν μία κεντρική ιδέα, η οποία θα συνέχει όλα τους τα επιχειρήματα. Η συγγραφέας το επιτυγχάνει κι εξετάζει το ζήτημα της συγκρότησης του λαού στη σύγχρονη πολυεπίπεδη διακυβέρνηση συνεκτικά και πειστικά με βάση την κεντρική ιδέα της αρχής της αυτοκυβέρνησης. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας προσδιορίζεται ως η αυτοκυβέρνηση του λαού. Συγκεκριμένα, η συγγραφέας σημειώνει ότι:

Η αρχή [της λαϊκής κυριαρχίας] αναδεικνύει ως πρόταγμα την αυτοκυβέρνηση του λαού, δηλαδή την ικανότητα του πολιτικού σώματος να διεκδικεί, δια των αντιθέσεων και των συγκρούσεων που το διατρέχουν, τον καθορισμό λήψης κρίσιμων αποφάσεων για την ρύθμιση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών σχέσεων.[2]

Ο στόχος της αυτοκυβέρνησης είναι το κρίσιμο στοιχείο, το οποίο καθορίζει τη διάπλαση του δεσμού της ιθαγένειας, προσδιορίζει ποιοι είμαστε εμείς και ποιοι είναι οι άλλοι, καθώς και μέχρι που εκτείνεται η καθολικότητα της ψήφου. Ο στόχος της αυτοκυβέρνησης συνδέει τον πολιτικό δεσμό υποχρεωτικά με το έδαφος, καταλήγει η Ιφιγένεια Καμτσίδου.[3] Πράγματι, γνωρίζουμε ότι το συνταγματικό δίκαιο είναι δίκαιο εδαφικό. Ορίζει τα όρια του σε μια επικράτεια και εντός αυτής κατισχύει, αναπτύσσει την υπέρτατη ισχύ του, την περίφημη ανώτερη τυπική ισχύ που είναι ένα φαινόμενο μοναδικό και ανεπανάληπτο, το οποίο απαντά -από όλα τα δίκαια- μόνο στην περίπτωση του συνταγματικού δικαίου. Κατά συνέπεια, το κριτήριο του εδάφους ορίζει το πλήθος αυτών που υφίστανται τις συνέπειες των πολιτικών αποφάσεων, του εδαφικά κατισχύοντος δικαίου· άρα προσδιορίζει αυτομάτως και το πλήθος αυτών που πρέπει να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων. Αυτό σημαίνει ότι ο λαός αυτοκυβερνάται.

Η Καθηγήτρια Καμτσίδου τεκμηριώνει το ότι από τις απαρχές του ελληνικού κράτους, από τα συντάγματα της επανάστασης ή και τα προεπαναστατικά συνταγματικά κείμενα, το ελληνικό έθνος προσδιοριζόταν από το έδαφος, τους αυτόχθονες και εμπλουτιζόταν με τους ετερόχθονες, ή με τους ξένους που έρχονταν στην Ελλάδα, εφόσον ανέπτυσσαν δεσμούς με τη χώρα και συνεισέφεραν στην κοινή πολιτική ύπαρξη.[4] Η Ιφιγένεια Καμτσίδου κάνει λόγο για τη συγκρότηση, μέσα από τη διαδικασία της ελληνικής επανάστασης, του «πολιτικού υποκειμένου έθνους».[5] Με άλλα λόγια, η έννοια του έθνους ήταν στα συντάγματά μας πολιτική και συνώνυμη με την έννοια του λαού, ακριβώς όπως και στη γαλλική επάνασταση, από την παράδοση της οποίας έλκεται ο ελληνικός συνταγματισμός. Η γαλλική Nation ήταν έννοια πολιτική και όχι υπερβατολογική ή μεταφυσική.[6] Μετά τη γαλλική επανάσταση, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τα ρεύματα του γερμανικού ιδεαλισμού και του ρομαντισμού, υπό ορισμένες εκδοχές του, ήταν εκείνα που -στην προσπάθεια συγκρότησης ενός γερμανικού έθνους από την κατακερματισμένη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία- προσέδωσαν στο έθνος τη μεταφυσική του διάσταση ως ενότητα πολιτιστική και θρησκευτική ή ακόμη και ως δεσμό αίματος.[7]

Στην ελληνική πολιτική ιστορία, επισημαίνει η Καθηγήτρια Καμτσίδου, η υπερβατολογική, ιδεολογικοποιημένη και «ουσιοκρατική», όπως εύστοχα την ονομάζει, έννοια του έθνους εκτόπισε την πολιτική έννοια του έθνους κατά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, κατά την καχεκτική δημοκρατία κι έπειτα κατά την επταετία.[8] Το έθνος ως ιδεολογικό όπλο των χουντικών αφαιρούσε την ιθαγένεια και τα πολιτικά δικαιώματα από τον λαό, από αντιφρονούντες πολίτες που βρίσκονταν εξόριστοι σε διάφορες γωνιές της Ευρώπης και όχι μόνο.

Με τη μεταπολίτευση και οπωσδήποτε στην πρώτη δεκαετία της, κατακτήθηκε πλήρως η πολιτική ελευθερία και επήλθε η καταλλαγή στη σχέση λαού και έθνους, μια σχέση που, όπως αναδεικνύει η συγγραφέας, ανεπιτυχώς αναμόχλευσε η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας με τις αποφάσεις της για τον νόμο Ραγκούση του 2010.[9] Ο νόμος εκείνος ανταποκρινόταν στις δημογραφικές μεταβολές του ελληνικού λαού. Ο ελληνικός λαός είχε πάψει να είναι ομοιογενής εσωτερικά και διάσπαρτος στο εξωτερικό. Έτσι, ένα δίκαιο ιθαγένειας προσανατολισμένο στην καταγωγή δεν κάλυπτε τις ανάγκες της αυτοκυβέρνησης. Γι’ αυτό ο νόμος Ραγκούση επανέφερε το δίκαιο του εδάφους: τα παιδιά των μεταναστών που είχαν φοιτήσει στο ελληνικό σχολείο μπορούσαν να πολιτογραφηθούν με αίτησή τους.

Το Συμβούλιο Επικρατείας ακύρωσε τη μεταρρύθμιση στρεφόμενο σε μια ουσιοκρατική αντίληψη περί έθνους ως ενότητας με κοινές αξίες, τις οποίες μάλιστα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η φοίτηση στο σχολείο δεν μετέδιδε άνευ ετέρου. Η Καθηγήτρια Καμτσίδου επισημαίνει τους κινδύνους μιας τέτοιας ερμηνευτικής προσέγγισης: η ουσιοκρατική αντίληψη του έθνους είναι υποκειμενική και ιδεολογική και κυρίως δεν υπηρετεί την αρχή της αυτοκυβέρνησης, τη συμμετοχή δηλαδή όλων στη λήψη των αποφάσεων που τους αφορούν, είτε πρόκειται για εθνικές, είτε για τοπικές εκλογές.[10] Σε άλλη ενότητα του βιβλίου της, η συγγραφέας σημειώνει ότι και η απροϋπόθετη διευκόλυνση της ψήφου των αποδήμων από τον τόπο κατοικίας τους αντλεί από μια υπερβατολογική πρόσληψη του έθνους.[11] Ενώ δηλαδή ο νομοθέτης το 2024 διευκόλυνε την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από το εξωτερικό σε ομογενείς που μπορεί για δεκαετίες να μην έχουν πραγματική σχέση με την πολιτική ζωή στη χώρα, πολύ περιορισμένα αναγνωρίζει το εκλογικό δικαίωμα σε κατοίκους της χώρας, εάν δεν είναι Έλληνες στην καταγωγή. Το αίμα αντιμετωπίζεται δηλαδή ως ισχυρός δεσμός, το έδαφος όχι, αν και -όπως εξ αρχής τονίσαμε- το ίδιο το Σύνταγμα είναι εδαφικό, εφαρμόζεται στην επικράτειά του και στηρίζεται, για να συνεχίσει να απολαμβάνει την υπεροχή του, οπωσδήποτε τουλάχιστον σε όσους αυτή περικλείει. Όπως σημειώνει η Ιφιγένεια Καμτσίδου: «[Η] απόσταση των αποδήμων από τα προβλήματα που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία, η απουσία τους από τον πολιτικό ανταγωνισμό και το γεγονός ότι η νομοθεσία και οι δημόσιες πολιτικές της “μητέρας πατρίδας” δεν αναμένεται να επηρεάσουν τη ζωής τους, θα τείνουν να αποπολιτικοποιήσουν την ψήφο τους.»[12]

Το βιβλίο της Καθηγήτριας Καμτσίδου περιέχει πλήθος παραδειγμάτων και σκέψεων που τροφοδοτούν τη συνεκτική αντίληψη της συγγραφέως για την ανάγκη της καθολικής συμμετοχής στο πλαίσιο της αυτοκυβέρνησης. Εδώ θα τονίσω ακόμη μόνον τη σημασία της ενδυνάμωσης της πολιτικής συμμετοχής των γυναικών. Η συγγραφέας αναδεικνύει ότι ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας και του ιδιωτικού χώρου, δηλαδή των οικογενειακών και διαπροσωπικών σχέσεων, με την αποτελεσματική, όχι απλώς τυπική, ενσωμάτωση των γυναικών στο πολιτικό σώμα, είναι φαινόμενα αλληλένδετα.[13] Με δύο λόγια η Καθηγήτρια Καμτσίδου ανατέμνει το ζήτημα της πολιτικής συμμετοχής όχι μόνο οριζόντια -ως διεύρυνση- αλλά και κάθετα -ως εμβάθυνση.

ΙΙ. Οι αντιπρόσωποι

Το βιβλίο του Χαράλαμπου Κουρουνδή με τον τίτλο Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης ασχολείται με την ιδέα της αντιπροσώπευσης από τις απαρχές της μέχρι την ωρίμανσή της ως αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πρόκειται για ένα βιβλίο που επιτυγχάνει, πέρα για πέρα, τον φιλόδοξο στόχο του, να παρουσιάσει ευσύνοπτα, αλλά χωρίς υπεραπλουστεύσεις, την ιστορική εξέλιξη της πολυσήμαντης έννοιας της αντιπροσώπευσης, από τον ύστερο μεσαίωνα, αρχής γενομένης από την πράξη της Καθολικής Εκκλησίας,[14] μέχρι τις μέρες μας. Στην πραγματικότητα, η εξέλιξη της αντιπροσώπευσης υπήρξε αρκετά νωρίς αλληλένδετη με την εξέλιξη της δημοκρατίας, όσο κι εάν ο συγγραφέας διακρίνει τα δύο. Στο βιβλίο παρουσιάζονται, από τη μία μεριά, οι βασικοί πυλώνες της αστικής δημοκρατίας του 19ου αιώνα,[15] βασικό χαρακτηριστικό της οποίας υπήρξε η ελεύθερη εντολή και, από την άλλη μεριά, η κομματική δημοκρατία του 20υ αιώνα συνυφασμένη με την ουσιαστική εντολή-πλαίσιο.[16] Σε αυτή τη μακρά διαδρομή, αξιοσημείωτος είναι ο ενδιάμεσος σταθμός, μεταξύ δηλαδή αστικής και κομματικής δημοκρατίας, στον οποίον ο συγγραφέας αφιερώνει ένα σημαντικό κεφάλαιο του βιβλίου του.[17] Είναι η λενινιστική προσέγγιση της μαρξιστικής θεωρίας για την αντιπροσώπευση, τα εργατικά συμβούλια του πρώτου χρόνου της Βαϊμάρης, η αντιπροσώπευση στα σοβιετικά συντάγματα ως αντιπροσώπευση των εργατών και όχι του λαού και η με αυτόν τον τρόπο υπέρβαση του νομικού δεσμού της ιθαγένειας για την απονομή των πολιτικών δικαιωμάτων. Η ανάλυση του Κουρουνδή μάς δείχνει ότι, παρά τις προσπάθειες, το Κοινοβούλιο και τα εργατικά συμβούλια δεν μπόρεσαν να συνυπάρξουν. Η δε σύντομη εμπειρία και η εν γένει αποτυχία της επαγγελματικής εκπροσώπησης κατά τον Μεσοπόλεμο να αφήσει κάποιο ισχυρό θεσμικό αποτύπωμα απέδειξαν ότι η εκπροσώπηση μιας τάξης, ενός μέρους του πολιτικού συνόλου, δεν μπορεί να συναγωνιστεί το Κοινοβούλιο, το οποίο αναπαριστά τον συνολικό πολιτικό δεσμό.

Όχι μόνο η ιστορική εκδίπλωση, αλλά και η ανάπτυξη των θεωριών αντιπροσώπευσης εκ μέρους του Κουρουνδή είναι πλήρης. Εύστοχα αναλύει ο συγγραφέας τη φορμαλιστική ιδέα της αντιπροσώπευσης αφενός, την περιγραφική αντιπροσώπευση αφετέρου,[18] καθώς και την κατασκευαστική στροφή στην αντιπροσώπευση: την ιδέα δηλαδή ότι οι αντιπρόσωποι δεν αντανακλούν και δεν περιγράφουν τη βούληση του λαού, αλλά την κατασκευάζουν το πρώτον.[19] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βιβλίο μάς προσφέρει το πανόραμα των αντιλήψεων περί αντιπροσώπευσης διαχρονικά και αποτελεί μια ασφαλή βάση για την εκκίνηση των σύγχρονων προβληματισμών για το μέλλον της αντιπροσώπευσης που μέρα με τη μέρα καθίσταται όλο και περισσότερο δυσοίωνο.

Για τον συγγραφέα «ο εμπλουτισμός της δημοκρατίας με κοινωνικό περιεχόμενο»[20] είναι το στοιχείο εκείνο το οποίο θα επιτρέψει την ανανέωση και τη σταθεροποίηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στις νέες συνθήκες. Ταυτόχρονα ο συγγραφέας εισφέρει, στην κατακλείδα της μελέτης του, μία τόσο βαθυστόχαστη όσο και παρηγορητική σκέψη: η αστάθεια είναι εγγενές στοιχείο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ειδικότερα σημειώνει:

Η εμφάνιση των κομμάτων άμβλυνε την απόσταση μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων μέσω της καλλιέργειας μιας κοινής πολιτικής βούλησης με βάση τις κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές, δεν τις εξάλειψε όμως, ούτε θα μπορούσε να τις εξαλείψει. Αυτή η απόσταση ενυπάρχει στην ταυτότητα της πολιτικής αντιπροσώπευσης, λειτουργώντας σταθεροποιητικά και αποδομητικά: από τη μια πλευρά καλλιεργεί σχέσεις και από την άλλη διαψεύδει προσδοκίες.[21]

*      *      *

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι το σημαντικότερο ίσως από τα επίκαιρα συνταγματικά ζητήματα. Οι κάθε είδους αυταρχισμοί που, μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως Προέδρου των ΗΠΑ,  αναδύονται ή ενδυναμώνονται στα δυτικά και στα ανατολικά μας στοχεύουν και προϋποθέτουν για την μακροημέρευσή τους αφενός την αποδόμηση της αντιπροσωπευτικής αρχής, όπως τη γνωρίζουμε στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος,  αφετέρου την επαναφορά της μοναρχικής ιδέας της συμβολικής ταύτισης του συνόλου με έναν μονοπρόσωπο φορέα κυριαρχίας. Σε αυτό το πλαίσιο τα προεδρικά πολιτεύματα, που περιστρέφονται γύρω από τον αρχηγό του κράτους, είναι περισσότερο ευεπίφορα σε αυτή την αυταρχική στροφή, χωρίς προηγούμενη φανερή κατάλυση των διαδικασιών τους. Αντίθετα, το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, επειδή στηρίζεται στην κομματική δημοκρατία, έχει την ικανότητα να φέρει διαρκώς στην επιφάνεια τον πολιτικό ανταγωνισμό και δεν επιτρέπει, τουλάχιστον όχι το ίδιο εύκολα, να καλλιεργηθούν οι αυταπάτες περί του ομοιογενούς λαού που ταυτίζεται σχεδόν θεολογικά με τον ηγεμόνα-μεσσία.

Ωστόσο, και η αγαπημένη μας κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει ανάγκη από σοβαρές μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με το γεγονός ότι η μαζική κοινωνία της βιομηχανικής επανάστασης έχει γίνει ακόμη μαζικότερη λόγω της ψηφιακής επανάστασης. Ο πολίτης έχει συρρικνωθεί σε κουκίδα των ψηφιακών πάνελ που φιλοδοξούν να αναπαριστούν την πραγματικότητα. Εάν το χάσμα μεταξύ αντιπρόσωπου και αντιπροσωπευόμενου στη μαζική βιομηχανική κοινωνία κάλυπτε, επιτυχώς, η κομματική δημοκρατία,[22] το ζητούμενο σήμερα είναι ποιος καλείται να καλύψει το χάσμα της νέας εποχής κι εάν έχει κλείσει ο ιστορικός κύκλος των κομμάτων ή εάν μπορούν να συνεχίσουν να εκπληρώνουν τον ιστορικό και θεσμικό τους ρόλο. Τα βιβλία της Ιφιγένειας Καμτσίδου και του Χαράλαμπου Κουρουνδή παρέχουν πολύτιμο στήριγμα στην αναμέτρησή μας απέναντι στα μεγάλα ερωτήματα για το μέλλον της δημοκρατίας μας.

 

[1] Καμτσίδου Ιφ., Η δημοκρατία και οι άλλοι. Η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών, πρόλογος  V. Delbos, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2024, σ. 1.

[2] Ibid, σ. 215.

[3] Ibid, σ. 110.

[4] Ibid, σ. 25-61.

[5] Ibid, σ. 29.

[6] Χρήστου Β., «Η ελληνική επανάσταση στον ευρωπαϊκό αιώνα των επαναστάσεων», ΤοΣ 1-2/2022, σ. 139 επ., ιδίως σ. 141-146.

[7] Ibid, σ. 163-165.

[8] Καμτσίδου, ό. π., σ. 111-112.

[9] Ibid, σ. 103-129. Η Καμτσίδου (σ. 108) αναφέρει χαρακτηριστικά: «[Τ]ο έθνος των δικαστών και ορισμένων εκπροσώπων της πολιτικής ζωής δεν έχει καμιά σχέση με την κοινότητα των αφοσιωμένων στην καταπολέμηση της τυραννίας και στην διεκδίκηση της ισότητας αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Το μετανεωτερικό ελληνικό κράτος ανασυγκροτείται μέσω ενός αμφίβολου εκσυγχρονισμού της κατανόησής του ως περιούσιας φυλής που καλλιέργησε την ιδιοπροσωπία της κατά τους αιώνες, την εμπλούτισε με τα νάματα της ορθοδοξίας και οφείλει να τη διαφυλάξει άθιχτη στο ρευστό και επισφαλές περιβάλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και των διεθνών συνεργασιών».

[10] Η Καμτσίδου (ό. π., σελ 124), πολύ εύστοχα, αναφέρει: «Πρόκειται για την ρομαντική, αλλά ήκιστα δικαιοκρατική πρόσληψη του έθνους, που αποκόπτει την κρατική δράση από την λαϊκή καταγωγή της και επιτρέπει την κατασκευή της πολιτικής κοινότητας με α-πολιτικά στοιχεία, όπως η γλώσσα, τα ήθη, και ιδίως η θρησκεία, οι επίσημοι εκπρόσωποι της οποίας διεκδικούν επίμονα να επηρεάζουν σημαντικές κρατικές υποθέσεις». Ειδικά για τις τοπικές εκλογές, βλ. ό. π., σ. 135-166.

[11] Ibid, σ. 196-213. Αναφερόμενη στον Ν. 5044/2023 περί απροϋπόθετης συμμετοχής στις εκλογές όλων των Ελλήνων που είναι εγκατεστημένοι στο εξωτερικό από τον τόπο κατοικίας τους, η Καμτσίδου σημειώνει (σ. 207): «Η παραπάνω υπέρβαση, που αποκόπτει την εκλογική διαδικασία από το πρόταγμα της αυτοκυβέρνησης του λαού, εντάσσει στο εκλογικό σώμα, όσα πρόσωπα έχουν την ελληνική καταγωγή και αποτελούν ‘την ψυχή, αλλά και τη φωνή του έθνους στο εξωτερικό’. Ο απόηχος της εθνικιστικής συνταγματικής ταυτότητας που κατασκεύασε το Συμβούλιο της Επικρατείας ήταν σαφής και η ενίσχυση της προσπάθειας διαμοιρασμού της κυριαρχίας ανάμεσα στον λαό και την εθνική κοινότητα έγινε πρόδηλη».

[12] Ibid, σ. 210-211.

[13] Ibid, σ. 73.

[14] Κουρουνδής Χ., Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές, πρόλογος Π. Μαντζούφας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2024, σ. 25-28.

[15] Ibid, σ. 77-112.

[16] Ibid, σ. 185-220.

[17] Ibid, σ. 113-181.

[18] Ibid, σ. 199-203.

[19] Ibid, σ. 226-232.

[20] Ibid, σ. 304.

[21] Ibid, σ. 303.

[22] Christou V., «Brexit, Representative Democracy, and Constitutional Reform since 1997», ERPL/REDP 2018, σ. 833-885, 839-848.

+ posts

H Βασιλική Χρήστου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών από το 2019. Ως αριστούχος απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, πραγματοποίησε τις διδακτορικές της σπουδές με υποτροφία της DAAD στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Χαϊδελβέργης. Έχει επισκεφτεί ως ερευνήτρια το Κολλέγιο Γούλφσον του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ της Χαϊδελβέργης, καθώς και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Χούμπολντ στο Βερολίνο. Έχει συγγράψει μονογραφίες και άρθρα για τον μισαλλόδοξο λόγο, την προστασία προσωπικών δεδομένων, τον κοινοβουλευτισμό, τη συνταγματική ιστορία του 19ου αιώνα κ.ά.

Μετάβαση στο περιεχόμενο