Οι φάσεις και οι αντιφάσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποτελούν πεδίο κοινών αναζητήσεων δύο διαφορετικών ως προς το αντικείμενο, τη μέθοδο και το ύφος γραφής, αλλά εξίσου σημαντικών βιβλίων που δημοσιεύθηκαν το 2024 από τις Εκδόσεις Σάκκουλα (Αθήνα-Θεσσαλονίκη). Το ένα είναι το βιβλίο της Ιφιγένειας Καμτσίδου, με τίτλο «Η δημοκρατία και οι άλλοι. Η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών» και πρόλογο του V. Delbos, και το άλλο είναι το βιβλίο του Χαράλαμπου Κουρουνδή, με τίτλο «Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές» και πρόλογο του Π. Μαντζούφα.
Η Ιφ. Καμτσίδου επιχειρεί μια απολογία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στους δύσκολους καιρούς της μετανεωτερικής συνθήκης[1], αναλύοντας κριτικά τρεις θεσμικές εξελίξεις που αφορούν τη Χώρα μας: primo, την εισαγωγή ποσοστώσεων υπέρ των γυναικών στους εκλογικούς συνδυασμούς, την οποία η Ιφ. Καμτσίδου θεωρεί ως «ένα αναγκαίο και κατ’ανάγκη μεταβατικό μέτρο, που ανοίγει τον δρόμο για τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής συμμετοχής» και «την επίτευξη της πραγματικής έμφυλης ισότητας»[2]· secundo, τη νομοθετική προσπάθεια να αναγνωριστεί η ψήφος των μεταναστών στις εκλογές των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία, κατά τη συγγραφέα, «βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μονομερή πρόσληψη της κυριαρχίας» που πλειοψήφησε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και υπέβαλε τον λαό στην «κηδεμονία της υπερβατικής οντότητας του έθνους»[3]· tertio, τη διευθέτηση της συμμετοχής στις εκλογές των απόδημων πολιτών, η οποία, κατά την Ιφ. Καμτσίδου, προϋποθέτει «την ειδική σταθμισμένη οργάνωσή της», προκειμένου να μην αλλοιώνεται «το θεσμικοπολιτικό νόημα των εκλογών ως βασικής παραμέτρου της αυτοκυβέρνησης»[4]. Επισημαίνοντας τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η συγγραφέας αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να ανασυγκροτηθεί η κατακερματισμένη ιδιότητα του πολίτη, να μειωθεί η απόσταση ανάμεσα στους εκλογείς και τους αντιπροσώπους και να διασφαλιστεί, απέναντι στον «ιστορικά αφόρητο» βαθμό διάσπασης της σχέσης δημοκρατίας και γεωγραφίας[5], ότι την κυβέρνηση θα επιλέγουν όλοι όσοι υπόκεινται στους νόμους και υφίστανται τις συνέπειες των δημόσιων πολιτικών. Εκτιμά δε ότι, στις μέρες μας, βασική προστασία απέναντι στη διαφαινόμενη νεοφεουδαρχική μεταλλαγή των πολιτικών θεσμών παρέχει η πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας σε εθνικό επίπεδο[6].
Ο Χ. Κουρουνδής προτείνει μια συστηματική και κριτική ανάλυση των κυριότερων θεωριών και των θεσμικών αποτυπώσεων της αντιπροσωπευτικής αρχής από τον ύστερο Μεσαίωνα ως σήμερα. Αναδεικνύει τον «πολυσημικό» χαρακτήρα της έννοιας της αντιπροσώπευσης[7], τη διακριτότητά της από την έννοια της δημοκρατίας και τη διακύμανση των διαφόρων προσλήψεών της μεταξύ της λεγόμενης «συμβολικής» (ή τυπικής) αντιπροσώπευσης, η οποία δίνει έμφαση ιδίως στην ελευθερία των αντιπροσώπων, και της λεγόμενης «περιγραφικής» (ή ουσιαστικής) αντιπροσώπευσης, η οποία τονίζει τον βαθμό εναρμόνισης των αντιπροσώπων με τη μεταβαλλόμενη πολιτική βούληση των αντιπροσωπευόμενων[8]. Παρουσιάζοντας τα μετέωρα βήματα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ο συγγραφέας εστιάζει, μεταξύ άλλων, στην κρίση του κομματικού συστήματος, στην υπερενίσχυση της δικαστικής εξουσίας απέναντι στην οποία ο λαϊκός συνταγματισμός δεν βρίσκει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση, στους αποκλεισμούς που προκαλεί η ανάπτυξη της «μαχητικής δημοκρατίας», στην παραβίαση των κανόνων καλής νομοθέτησης και στην κατάχρηση εξαιρετικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών για τη διαχείριση των αλλεπάλληλων κρίσεων. Ο Χ. Κουρουνδής υπογραμμίζει τον διαχρονικά ατελή χαρακτήρα της υπαρκτής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στο μέτρο που αυτή απέχει από την υλοποίηση της συναίρεσης πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας, εφόσον η διεκδίκηση της πολιτικής ισότητας δεν συνδυάζεται με το ανάλογο ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση της κοινωνικής ανισότητας[9]. Την ίδια στιγμή, ο συγγραφέας προβάλλει τη διαρκή ανάγκη ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων, αξιοποιώντας την έννοια της «εντολής-πλαίσιο», την οποία ανέπτυξαν στη Χώρα μας ο Α. Μάνεσης και ο Δ. Τσάτσος ως ενδιάμεση έννοια μεταξύ εκείνων της «ελεύθερης» και της «επιτακτικής» εντολής. Στο πλαίσιο αυτό, αναγνωρίζοντας ότι η δημοκρατία προϋποθέτει τη μείωση της αντιπροσώπευσης, ο Χ. Κουρουνδής καταλήγει με τη διαπίστωση ότι παραμένει επίκαιρο το κριτήριο του H. Kelsen σύμφωνα με το οποίο η απάντηση στο ερώτημα για τη σχέση μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων «εξαρτάται από την άποψη για το σε ποια έκταση είναι επιθυμητό να πραγματωθεί η ιδέα της δημοκρατίας»[10].
Δεν είναι εφικτό στη σύντομη αυτή παρουσίαση να αναδείξω με πληρότητα και συνέπεια τον πλούτο των ιδεών των δύο συγγραφέων. Θα αφήσω τον αναγνώστη να τον ανακαλύψει μόνος, μέσα από την προσεκτική μελέτη των βιβλίων τους, την οποία συνιστώ ανεπιφύλακτα ως ιδιαίτερα χρήσιμη αλλά και ευχάριστη. Καθώς πρόκειται για σπουδαίες επιστημονικές συμβολές, που δίνουν τροφή στον διάλογο, θα περιοριστώ να παρουσιάσω τις σκέψεις στις οποίες οδήγησε εμένα η μελέτη των παραπάνω βιβλίων και, κυρίως, ο κοινός προβληματισμός τους γύρω από τις σημερινές αντιξοότητες της πολιτικής αντιπροσώπευσης στη Χώρα μας και, γενικότερα, στις δυτικές δημοκρατίες. Με αφορμή και σε διάλογο με τις αναλύσεις των δύο συγγραφέων, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω, αφενός, την ανατροπή της νεωτερικής συνθήκης της αντιπροσώπευσης (Ι) και, αφετέρου, τη μετάλλαξη της σημασίας της (ΙΙ).
Ι. Η ανατροπή της νεωτερικής συνθήκης της αντιπροσώπευσης
Στους νέους χρόνους, η πολιτική αντιπροσώπευση συνδέθηκε σταδιακά με την ανάπτυξη της δημοκρατίας στην επικράτεια του φερόμενου ως κυρίαρχου εθνικού κράτους, την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και την υπαγωγή του ιδιωτικού στο δημόσιο, τον κοινοβουλευτισμό, τις ελεύθερες εκλογές, την καθολική ψήφο, την πολιτική ισότητα και την οργάνωση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων.
Στις μέρες μας, η κρίση των παραπάνω θεσμικών παραμέτρων της πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι μια έκφανση της απορρύθμισης του συνταγματισμού[11], ο οποίος εμφανίζεται «χωρίς κέντρο και κυρίαρχο», «απεντοπισμένος και αποτυποποιημένος»[12]. Όπως δέχονται και οι δύο συγγραφείς, αυτή η κρίση δεν οφείλεται μόνο σε εξωτερικές αιτίες, στον εξευρωπαϊσμό, την παγκοσμιοποίηση ή τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και της κοινωνίας. Οφείλεται επίσης στις καταβολές και τις ατέλειες του νεωτερικού συνταγματισμού, όπως, για παράδειγμα, στην αναπαραγωγή του θεολογικού προτύπου των ντεϊστών[13]. Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, ο λαός θεωρείται πηγή των εξουσιών, αλλά, ιδίως μετά την εκάστοτε εκλογική διαδικασία, λογίζεται ως απών από την άσκησή τους, οι δε επίσημοι αντιπρόσωποί του διεκδικούν το μονοπώλιο της επίκλησης του ονόματός του, κατακρίνοντας ως εξοβελιστέο «λαϊκισμό» κάθε άλλη «επί ματαίω» επίκλησή του, για να χρησιμοποιήσω τη βιβλική φράση την οποία αναφέρει εύστοχα και ο Χ. Κουρουνδής στο βιβλίο του[14].
Στο πλαίσιο της νεοφεουδαρχικής αλλοίωσης των κεκτημένων του νεωτερικού συνταγματισμού, η πολυδιάστατη κρίση της αντιπροσώπευσης συνδέεται πρωτίστως με δύο φαινόμενα: από τη μία, με τον απεντοπισμό του πολιτικού (A) και, από την άλλη, με την ιδιωτικοποίησή του (Β). Αν και οι δύο συγγραφείς λαμβάνουν καταρχάς σοβαρά υπόψη τους αυτά τα δύο φαινόμενα, τελικά μάλλον υποβαθμίζουν την έντασή τους και το μέγεθος των συνεπειών τους.
Α. Ο απεντοπισμός του πολιτικού
Όπως έχει επισημάνει ο J. Derrida, «το πολιτικό δεν έχει πια τόπο σταθερό ή ουσιώδη»[15]. Ο πολυδιάστατος απεντοπισμός του πολιτικού ανταγωνισμού από τον έλεγχο -ή και απλώς από τη σφαίρα επιρροής- της κρατικής κυριαρχίας ευνοείται από την επάνοδο της λογικής της διαμοιρασμένης κυριαρχίας και τη ρευστοποίηση του δικαίου, τις οποίες προωθούν ιδίως ο εξευρωπαϊσμός των συνταγματικών προτύπων, η παγκοσμιοποίηση και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο απεντοπισμένος πολιτικός ανταγωνισμός είναι, σε μεγάλο βαθμό, ανεπίδεκτος επαρκούς και αποτελεσματικής πλαισίωσης από τις αποδιοργανωμένες πλέον δημόσιες εξουσίες, τόσο τις κρατικές όσο και τις τοπικές ή τις υπερκρατικές[16].
Ο Χ. Κουρουνδής υπογραμμίζει τις βαρύνουσες επιπτώσεις της νέας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης στα αντιπροσωπευτικά συστήματα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αδυναμία των εθνικών Κοινοβουλίων να ελέγξουν ζητήματα παγκόσμιων διατάσεων, τη μετανάστευση, το διεθνές εμπόριο και την κλιματική κρίση[17]. Πλην όμως, δεν αξιολογεί εκτενέστερα -υπό το πρίσμα αυτών των παραμέτρων- τη λυσιτέλεια της όποιας ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων.
Η Ιφ. Καμτσίδου τονίζει, εκτός των άλλων, τόσο την αδυναμία του εθνικού Συντάγματος να συμβάλλει στη σύνταξη του πολιτικού υποκειμένου[18] όσο και την «πολυεπίπεδη» διακυβέρνηση που προάγει τη σύγχυση των αρμοδιοτήτων και την εγκατάσταση αδιαφανών διαδικασιών διαχείρισης των δημοσίων πράγματων[19]. Ωστόσο, δεν αξιολογεί τον πραγματικό αντίκτυπο που μπορεί να έχουν στην αντιμετώπιση των παραπάνω φαινομένων επιμέρους μέτρα, όπως η αναγνώριση της συμμετοχής των μεταναστών στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Αρκεί άραγε αυτή η συμμετοχή για τον «επανεντοπισμό» του πολιτικού[20]; Πόσο αποτελεσματική θα μπορούσε να είναι η κατοχύρωση της «ιθαγένειας του τόπου κατοικίας»[21], όταν ο τόπος κατοικίας χάνει όλο και περισσότερο τη σταθερότητά του και η ρύθμιση των τοπικών υποθέσεων δεν εξαρτάται μόνο από τις τοπικές αρχές;
Η ανεύρεση αποτελεσματικής λύσης στο πρόβλημα της δημοκρατικής διαχείρισης του απεντοπισμένου πολιτικού έχει γίνει η πιο δύσκολη άσκηση για όλους τους ερευνητές και όχι μόνο για τους δύο συγγραφείς. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι βασικό στοιχείο της κρίσης της νεωτερικής συνθήκης της αντιπροσώπευσης αποτελεί το γεγονός ότι κανείς δεν φαίνεται να είναι ακόμη σε θέση να προτείνει μια αποτελεσματική λύση. Σχεδόν όλες οι προτεινόμενες λύσεις μάλλον απηχούν το πρόβλημα παρά το αντιμετωπίζουν. Η ίδια διαπίστωση μοιάζει να ισχύει πολύ περισσότερο ως προς την ιδιωτικοποίηση του πολιτικού.
Β. Η ιδιωτικοποίηση του πολιτικού
Στη σημερινή εποχή, στην οποία κυριαρχεί η υπερ-φιλελεύθερη αντίληψη ότι μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς δήμο, δικαιολογημένα ο M. Luciani τονίζει ότι η κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι πλέον προεχόντως κρίση του αντιπροσωπευόμενου[22]. Δεν συνδέεται τόσο με την κρίση των θεσμών αντιπροσώπευσης και τους αντιπροσώπους, όσο με την κρίση της πολιτικής που ιδιωτικοποιείται και συρρικνώνεται σε ταυτοτικές αντιπαραθέσεις ατόμων που είναι σχεδόν αδύνατον να αντιπροσωπευτούν.
Περισσότερο η Ιφ. Καμτσίδου αναδεικνύει την ιδιωτικοποίηση του πολιτικού. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, και τον κίνδυνο οι μεν ποσοστώσεις υπέρ των γυναικών στους εκλογικούς συνδυασμούς να περιθωριοποιήσουν το πολιτικό, λόγω της στήριξης της σχέσης του εκλογέα με τον εντολοδόχο του στο φύλο του τελευταίου, και να προαγάγουν την αντικατάσταση του λαού από «μια εξίσου πλασματική ομοσπονδία ταυτοτήτων»[23], η δε διευκόλυνση του εκλογικού δικαιώματος των εκπατρισμένων πολιτών να διευρύνει την αποπολιτικοποίηση της ψήφου[24]. Απ’ την πλευρά του, ο Χ. Κουρουνδής, ο οποίος φαίνεται να αρνείται τη ρευστοποίηση των κοινωνικών τάξεων της νεωτερικότητας[25], δεν εστιάζει την ανάλυσή του στην ανάπτυξη και τις συνέπειες του άκρατου ατομικισμού της εποχής μας.
Ωστόσο, ο σύγχρονος άνθρωπος στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς τον εαυτό του, διεκδικώντας μόνο δικαιώματα και απωθώντας τα καθήκοντα, ακόμη και αυτό της ψήφου. Γοητευμένος από τη φυσική κινητικότητα που προσφέρει ο σημερινός καταμερισμός εργασίας, παραγνωρίζει την παράλληλη συρρίκνωση της κοινωνικής κινητικότητας. Παθιάζεται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ζωής του, μολονότι δυσκολεύεται να τον διαχειριστεί. Στερούμενος σταθερών σημείων αναφοράς, αναζητά απεγνωσμένα να βρει και να επιβάλει στους άλλους μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, όπου το γενικό κοινωνικό όραμα αντικαθίσταται από αποσπασματικά ατομικά οράματα που παρουσιάζονται ως καθολικά και η κουλτούρα της πολιτικής ορθότητας εναλλάσσεται με την κουλτούρα της μισαλλοδοξίας και του εξοστρακισμού, ο σύγχρονος άνθρωπος γίνεται μέλος μιας ρευστής και ετερόκλητης κοινότητας πραγματικών ή εικονικών μεταναστών. Πρόκειται για άτομα που έχουν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, για άτομα που προτίμησαν οικειοθελώς να αλλάξουν χώρα ή για άτομα που, χωρίς να αλλάξουν χώρα, σερφάρουν καθημερινά στο διαδίκτυο διατρέχοντας ατέρμονα πολλαπλές δομές κοινωνικοποίησης[26].
Αυτοί οι πραγματικοί ή εικονικοί μετανάστες δεν συγκροτούν συγκεκριμένες και σταθερές πολιτικές κοινότητες, ούτε έχουν σαφή ταξική συνείδηση. Τα πολιτικά κόμματα, το κοινοβούλιο, οι αυτοδιοικητικές αρχές, όπως και κάθε άλλη συλλογική συγκρότηση, τους αποπνέουν τη «δυσφορία του ενδημικού»[27], ενώ οι ίδιοι θέλουν να πιστεύουν ότι είναι αποδημητικοί, ελεύθεροι να κινούνται διαρκώς, με μια αίσθηση ή ψευδαίσθηση αυτονομίας, σχεδόν κυριαρχίας. Μπορεί άραγε να στεριώσει κάποια σχέση αντιπροσώπευσης με τέτοια άτομα; Στο κρίσιμο αυτό ερώτημα, θα μπορούσε κανείς να απαντήσει αρνητικά, θεωρώντας ότι, στη λογική του διάχυτου ατομικισμού της εποχής μας, τελικά κανείς δεν αντιπροσωπεύει κανέναν. Ωστόσο, η απάντηση αυτή θα ήταν μάλλον απλουστευτική. Όπως παρατηρεί ο M. Gauchet, στο τελευταίο του βιβλίο, «ακόμη κι αν τα άτομα δεν αισθάνονται ότι αντιπροσωπεύονται, τα περισσότερα από αυτά, πάντως, φιλοδοξούν να αντιπροσωπευθούν»[28]. Κατά τούτο, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα μπορούσε να αναζητηθεί στη μετάλλαξη της σημασίας της αντιπροσώπευσης, καθώς η τελευταία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη δημοκρατία.
ΙΙ. Η μετάλλαξη της σημασίας της αντιπροσώπευσης
Λαμβάνοντας υπόψη την εγγενή αστάθεια της αντιπροσώπευσης[29] και αξιοποιώντας θεωρητικές κατασκευές από τον H. Kelsen ως τη C. Mouffe, τις οποίες παρουσιάζει με ενάργεια ο Χ. Κουρουνδής, μπορεί κανείς να συλλάβει τον διαχρονικά ιδεολογικό, πλασματικό και νομιμοποιητικό ρόλο της αντιπροσώπευσης, η οποία διατηρεί την ψευδαίσθηση ότι νομοθέτης είναι ο λαός[30] και δεν αφορά πάντοτε την αναγνώριση ήδη υπαρχουσών ταυτοτήτων αλλά συνιστά συχνά μια διαδικασία κατασκευής τους[31]. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι, στις μέρες μας, πολλαπλασιάζονται διαρκώς και επικρατούν πεδία και μηχανισμοί εικονικής αντιπροσώπευσης (Α) που διευκολύνουν την επιστροφή στη συμβολική αντιπροσώπευση (Β).
Α. Η επικράτηση πεδίων και μηχανισμών εικονικής αντιπροσώπευσης
Η τεχνολογική εξέλιξη προάγει την υποκατάσταση των νεωτερικών θεσμών του κοινοβουλίου, των πολιτικών κομμάτων και των περιοδικών εκλογών από πεδία και μηχανισμούς εικονικής αντιπροσώπευσης, όπως είναι τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, οι διαρκείς δημοσκοπήσεις και η συνεχής αδιαμεσολάβητη επικοινωνία στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης. Κατά το παράδειγμα της «διακυβέρνησης με αριθμούς» (gouvernance par les nombres), για την οποία κάνει λόγο ο A. Supiot[32], θα μπορούσε να γίνει λόγος για την αντιπροσώπευση με εικόνες και αριθμούς.
Η μετάβαση από την πολιτική του θεάματος στην εικονική πολιτική πραγματικότητα δεν προκαλεί μόνο τη μείωση της λογοδοσίας των κυβερνώντων και την ενίσχυση της προσωποποίησης της πολιτικής σε βάρος της δημοκρατικής διαβούλευσης των κυβερνωμένων, όπως παρατηρεί ο Χ. Κουρουνδής σχολιάζοντας τη «δημοκρατία του ακροατηρίου» στο έργο του Β. Manin[33]. Επιπλέον, σε μεγάλο βαθμό, αυτή η μετάβαση έχει ως αποτέλεσμα να κατασκευάζονται οι πολιτικές ταυτότητες αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων. Και τούτο δεν συμβαίνει μόνο στις περιόδους έκδηλης χειραγώγησης της πολιτικής πραγματικότητας, όπως την εβδομάδα που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2025 στη Χώρα μας. Συμβαίνει διαρκώς, έστω και σε μικρότερη ένταση, λόγω της ίδιας της φύσης των μηχανισμών εικονικής αντιπροσώπευσης, οι οποίοι προάγουν την τυποποίηση των πολιτικών γεγονότων και απωθούν την απρόβλεπτη πολιτική δράση. Αυτή η αναίρεση της πραγματικής πολιτικής προάγει την επιστροφή στην προνεωτερική, σχεδόν «αρχαϊκή» -για να χρησιμοποιήσω και τον χαρακτηρισμό που υιοθετεί ο Χ. Κουρουνδής[34]– συμβολική αντιπροσώπευση.
Β. Η επιστροφή της συμβολικής αντιπροσώπευσης
Στις σημερινές συνθήκες, στις οποίες η διακυβέρνηση βασίζεται σε συμβατικούς δεσμούς πίστης και εξάρτησης, τα -φαινομενικά δυναμικά αλλά, κατά βάθος, ανασφαλή- άτομα προσπαθούν διαρκώς να ανασυνθέσουν την προσωπικότητά τους που κατακερματίζεται από τις πολλαπλές -ιδίως τις ψηφιακές- αναπαραστάσεις της. Έτσι, γοητεύονται εύκολα από οποιονδήποτε ισχυρό μεσσία έρχεται να τα λυτρώσει και να τους προσφέρει μια κάποια ταυτότητα και μια δυναμική προοπτική. Τούτο μπορεί να αποσυνθέτει τη δημοκρατία, αλλά όχι την αντιπροσώπευση. Απλώς μεταλλάσσει το χαρακτήρα της τελευταίας, προσδίδοντάς της έναν -σχεδόν απόλυτα- συμβολικό και ενοποιητικό χαρακτήρα τον οποίο, ακολουθώντας τις πρόσφορες αναλογίες που επιχειρεί ο Χ. Κουρουνδής στο βιβλίο του, μπορεί κανείς να συναντήσει στους προνεωτερικούς, θρησκευτικούς ή κοσμικούς ηγεμόνες, στη χομπσιανή ενότητα του αντιπροσώπου[35] ή στην προσωποποιημένη εξουσία του φασιστικού κράτους[36].
Αυτή η επιστροφή της συμβολικής αντιπροσώπευσης συμβαίνει σε όλα τα πεδία και τους μηχανισμούς εικονικής πλέον αντιπροσώπευσης, με τρόπο που προάγει την περαιτέρω μετάβαση από την ιδιωτικοποίηση του πολιτικού στην πολιτικοποίηση του ιδιωτικού. Ως αρχηγοί κρατών, βουλευτές και επικεφαλής πολιτικών κομμάτων εκλέγονται μεγαλοεπιχειρηματίες, μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι ή, γενικότερα, ιδιώτες που λειτουργούν ως δυναμικά σύμβολα συγκεκριμένης ταυτότητας συχνά χωρίς πολιτική εμπειρία ή και με αντιπολιτική δράση. Τα τελευταία χρόνια, τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, σε διεθνές επίπεδο, ήρθαν από την Ιταλία, με τον S. Berlusconi και τον «Beppe» Grillo, και, φυσικά, από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με τον D. Trump. Στη Χώρα μας, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα προήλθε από την «αυτοκτονία του [κομματικού] δήμου» του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, για να παραφράσω τον τίτλο του βιβλίου του Α. Κεσσόπουλου[37]. Αυτός ο κομματικός δήμος, αφού αποφάσισε οικειοθελώς να ρευστοποιηθεί σε εκλογικό σώμα περαστικών ατόμων που έχουν διάθεση να πληρώσουν δύο ευρώ, έφτασε να εκλέξει ως Πρόεδρο έναν άγνωστο επιχειρηματία ο οποίος προέβαλε κυρίως την ταυτότητα της προσωπικής του ζωής, την εικαζόμενη αποτελεσματικότητά του ως manager και την προοπτική εδραίωσης μιας αδιαμεσολάβητης διαδικτυακής σχέσης με τον λαό, για να υποσχεθεί ότι θα κάνει το πρώην κυβερνών κόμμα ξανά μεγάλο[38]˙ ήταν, πράγματι, κάτι σαν «Make Syriza Great Again».
* * *
Απέναντι σε όλες τις παραπάνω εξελίξεις, δεν στερούνται σημαντικής αξίας ούτε η ανάγκη ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων μέσω της έννοιας της «εντολής-πλαίσιο», την οποία υπογραμμίζει ο Χ. Κουρουνδής, ούτε η προσπάθεια πραγμάτωσης της λαϊκής κυριαρχίας σε εθνικό επίπεδο, την οποία προτάσσει η Ιφ. Καμτσίδου. Φοβάμαι, όμως, ότι πλέον δεν αρκούν. Η νεοφεουδαρχική μεταλλαγή των πολιτικών θεσμών, σε παγκόσμιο επίπεδο, μοιάζει να ωθεί στα όριά τους τις ατέλειες και τις αντινομίες του νεωτερικού συνταγματισμού. Για να ανασυγκροτήσουμε τον πολίτη και να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία, καλούμαστε πλέον να κάνουμε υπερβάσεις, να επανεφεύρουμε τα πεδία και τους μηχανισμούς πολιτικής αντιπροσώπευσης. Προεχόντως, καλούμαστε να δημιουργήσουμε μια πολυεπίπεδη, όχι μόνο αναλογική αλλά και ψηφιακή δημοκρατική αντιπροσώπευση, σε συνθήκες οριακές, στις οποίες ανεξέλεγκτοι φορείς ιδιωτικής εξουσίας διεκδικούν την κυριαρχία, καταλαμβάνοντας τόσο τις δημόσιες εξουσίες όσο και τις ηλεκτρονικές υποδομές πάνω στις οποίες εξελίσσονται διεθνώς η επικοινωνία, η οικονομία και, συνακόλουθα, η πολιτική.
[1] Καμτσίδου Ιφ., Η δημοκρατία και οι άλλοι. Η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών, πρόλογος V. Delbos, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 213.
[2] Ibid, σ. 217.
[3] Ibid, σ. 218.
[4] Ibid, σ. 221.
[5] Ibidem.
[6] Ibidem.
[7] Κουρουνδής Χ., Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές, πρόλογος Π. Μαντζούφας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 5.
[8] Ibid, σ. 301 επ.
[9] Ibid, σ. 16.
[10] Ibid, σ. 304.
[11] Yannakopoulos C., La déréglementation constitutionnelle en Europe, préface de M. Luciani, Sakkoulas Publications, Athènes-Salonique, 2019.
[12] Γιαννακόπουλος K., Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022, αρ. 15.
[13] Ibid, αρ. 28 και 74.
[14] Κουρουνδής, ό. π., σ. 302.
[15] Derrida J., Απροϋπόθετο ή κυριαρχία. Το πανεπιστήμιο στα σύνορα της Ευρώπης, μετάφραση Λ. Μολφέση, Β. Μπιτσώρης, Α. Κεραμίδα, Εκδόσεις Πατάκη, 2002, σ. 37.
[16] Γιαννακόπουλος, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, ό. π., αρ. 31 επ.
[17] Κουρουνδής, ό. π., σ. 3-4.
[18] Καμτσίδου, ό. π., σ. 28-29.
[19] Ibid, σ. 165.
[20] Ibid, σ. 164.
[21] Ibid, σ. 218.
[22] Luciani M., «Il paradigma della rappresentanza di fronte alla crisi del rappresentato», στο N. Zanon – F. Biondi (ed.), Percorsi e vicende attuali della rappresentanza e della responsabilità politica, Atti del Convegno Milano, 16-17 marzo 2000, Milan, Giuffrè, 2001, σ. 109 επ.
[23] Καμτσίδου, ό. π., σ. 81.
[24] Ibid, σ. 211.
[25] Κουρουνδής, ό. π., σ. 226.
[26] Yannakopoulos C., «Les nouvelles frontières du constitutionnalisme» (texte provisoire), Rapport national (Grèce) à la XLe Table ronde internationale de justice constitutionnelle comparée, 13-14.09.2024, https://cyannakopoulos.gr/wp-content/uploads/2024/09/CY_161.pdf, αρ. 41.
[27] Πρβλ., ως προς την έκφραση «malaise du sédentaire», Martens P., «Débats», στο S. Gaboriau – H. Pauliat, Justice et démocratie – Actes du colloque organisé à Limoges les 21-22 novembre 2002, Pulim, Limoges, 2003, σ. 484.
[28] Gauchet M., Le noeud démocratique. Aux origines de la crise néolibérale, Collection Bibliothèque des Sciences humaines, Gallimard, 2024, σ. 201.
[29] Κουρουνδής, ό. π., σ. 193.
[30] Ibid, σ. 139-143 και σ. 301-302.
[31] Ibid, σ. 259.
[32] Supiot A., Όταν κυβερνούν οι αριθμοί – Παραδόσεις στο College de France (2012-2014), μετάφραση Π. Κοντογεωργοπούλου, Εκδόσεις «Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου», 2025.
[33] Κουρουνδής, ό. π., σ. 221-226.
[34] Ibid, σ. 226.
[35] Ibid, σ. 33.
[36] Ibid, σ. 160-161.
[37] Κεσσόπουλος Α., Η αυτοκτονία του δήμου. Πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη, πρόλογος Ν. Κ. Αλιβιζάτος, Εκδόσεις Ευρασία, 2018.
[38] Κοντιάδης Ξ., Το «φαινόμενο Κασσελάκη». Το μεσσιανικό προσωπείο της μεταδημοκρατίας, Εκδόσεις Καστανιώτης, 2023.
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος είναι Καθηγητής στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (www.cyannakopoulos.gr). Είναι Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Jean-Moulin Lyon 3, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και πρώην Εισηγητής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Έχει συγγράψει πολλά νομικά βιβλία και άρθρα, στα οποία περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: «La notion de droits acquis en droit administratif français», LGDJ, Paris, 1997, «Η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού κατά την εκτέλεση των διοικητικών συμβάσεων», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006, «Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων», εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, «Δημόσιες συμβάσεις και συμβάσεις παραχώρησης. Μεγάλες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2019, « La déréglementation constitutionnelle en Europe », Sakkoulas Publications, Athènes-Salonique, 2019, και «Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός», εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022.