Στις 29.05.2024 δημοσιεύθηκαν δύο νέες Οδηγίες, με αριθμούς 2024/1499 και 2024/1500. Αμφότερες ρυθμίζουν και αναβαθμίζουν τον ρόλο των φορέων ισότητας στη διαλεύκανση παραβάσεων ισότητας στην απασχόληση[1]. Κανένα νομικό σύστημα δεν πρέπει να σταματά μπροστά στη συναισθηματική, αλλά και πρακτική, αδυναμία ενός θύματος να προστατεύσει τα έννομα συμφέροντά του· κανένα νομικό σύστημα δεν πρέπει να αφήνει τον θύτη να υπολογίζει σ’ αυτή την αδυναμία, για να νιώσει «δυνατός». Το θεσμοθετημένο δίκαιο και η εφαρμογή του είναι οι παράγοντες απονομής δυνάμεων σε μια βαθιά ευνομούμενη κοινωνία.
Η παρούσα μελέτη ασχολείται με τον δικονομικό ρόλο των φορέων ισότητας ως εναγόντων πολιτικών δικών και με τον επιβοηθητικό δικονομικό τους ρόλο στη διαλεύκανση του πραγματικού μίας αστικής διαφοράς. Τα δύο αυτά σημεία σχετίζονται, συγκεκριμένα στις αστικές διαφορές, με την πρωτοκαθεδρία του ιδιώτη στην έναρξη, συνέχιση, διαμόρφωση αντικειμένου δίκης (ιστορική βάση και αίτημα αγωγής) και αποδεικτικής διαδικασίας κάθε ιδιωτικού δικαίου διαφοράς [αρχές διάθεσης, συζήτησης και πρωτοβουλίας διαδίκων, αντίστοιχα 106 και 108 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ)]. Κάθε εξέλιξη ή προσαρμογή των δικονομικών αυτών μεγεθών, ιδίως ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικές πολιτικές, σηματοδοτεί αλλαγές στην αντίληψη της πολιτικής δίκης: 1) εφόσον το επιβάλλει το ουσιαστικό διακύβευμα, 2) εφόσον τούτο προβλέπεται ρητά και 3) εφόσον γίνεται μέσα σε συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο.
Εν προκειμένω, το ουσιαστικό διακύβευμα είναι η αποτελεσματική δικαστική προστασία [άρθρα 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ)] θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (άρθρα 21, 23 και 26 ΧΘΔΕΕ)[2] και η αποτελεσματική εφαρμογή δικαίου που υπηρετεί τον σκληρό πυρήνα της κοινωνικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης[3]. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ζητήματα που σχετίζονται με την έννοια του δημοσίου συμφέροντος και την προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών, οι οποίες καλούνται να αναδιαμορφώσουν την έννοια της εξουσίας στον κοινωνικό ιστό[4]. Ποιες δικονομικές προσαρμογές επιβάλλει το συγκεκριμένο αντικείμενο προστασίας και πώς διαμορφώνεται το αντίστοιχο νομοθετικό πλαίσιο; Το δικονομικό δίκαιο καλείται να επιστηρίξει την αποτελεσματική εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου. Το δικονομικό δογματικό φίλτρο αυτού του στόχου είναι η έννοια της αποτελεσματικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ήτοι η διευκόλυνση της επίκλησης, στοιχειοθέτησης και απόδειξης των ισχυρισμών. Στην πραγματικότητα, οι καλούμενες ως προσαρμογές είναι τροποποιημένες θεάσεις της ήδη υπάρχουσας δυναμικής του δικονομικού δικαίου[5]. Η παρούσα μελέτη συνιστά μία αρχική προσπάθεια προσέγγισης όλων των ανωτέρω.
Το πλαίσιο ένταξης του προβληματισμού
Η κατοχύρωση της αρχής ισότητας ανήκει στον σκληρό πυρήνα της κοινωνικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα πρώτα βήματα ουσιαστικής νομικής εξασφάλισης της ισότητας είχαν ήδη γίνει με τις Οδηγίες 79/7/ΕΚ, 2000/43/ΕΚ, 2000/78/ΕΚ και 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, με τις οποίες προωθήθηκε η καταπολέμηση διακρίσεων λόγω φύλου σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, η καταπολέμηση διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, η καταπολέμηση διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, όσον αφορά στην απασχόληση, την εργασία και την επαγγελματική κατάρτιση, αντίστοιχα[6]. Στο πεδίο της αποτελεσματικής εφαρμογής του ουσιαστικού δικαίου, η συγκεκριμένη νομοθεσία, παρακολουθώντας τις εκάστοτε εξελίξεις της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής ένωσης (ΔΕΕ), ρύθμισε αποδεικτικές διευκολύνσεις, ιδίως ως προς την κατανομή του βάρους απόδειξης[7]. Η ανάγκη εξισορρόπησης της εγγενούς πληροφοριακής ασυμμετρίας των διαδίκων στις συγκεκριμένες διαφορές καθοδήγησε όλες τις δικονομικές εξελίξεις: επί της ουσίας, η ευρωπαϊκή νομοθεσία στόχευσε στην αποτελεσματική διαλεύκανση των πραγματικών στοιχείων της εκάστοτε διαφοράς[8]. Πρόσφατο νομοθετικό παράδειγμα απετέλεσε και η Οδηγία 2023/970 για τη μισθολογική διαφάνεια, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ισότητα των φύλων στην απασχόληση: Ο/η εργαζόμενος/η πρέπει να έχει την αναγκαία πρόσβαση στην πληροφορία, προκειμένου να μπορεί να εφαρμόζεται έτι αποτελεσματικότερα κάθε είδους αποδεικτική διευκόλυνση· η συγκεκριμένη Οδηγία αποτελεί τη συνέχεια της νομοθέτησης κανόνων για την αντιστροφή του βάρους απόδειξης ή, κατά την υιοθετούμενη εν προκειμένω ορολογία, κανόνων διευκόλυνσης του βάρους απόδειξης και της αποδεικτικής αξιολόγησης των εκατέρωθεν ισχυρισμών[9].
Σήμερα, η ad hoc λειτουργία των αποδεικτικών ελαφρύσεων διευκολύνεται έτι περαιτέρω με την «δικονομική επιφόρτιση» του ρόλου των φορέων ισότητας, βάσει των προβλεπομένων στις Οδηγίες 2024/1499 και 2024/1450[10]. Η πληροφοριακή και αποδεικτική διευκόλυνση των διαδίκων ενισχύεται από τη δυνατότητα των φορέων ισότητας να διεξάγουν έρευνα επί του πραγματικών περιστατικών μίας υπόθεσης, την οποία διατυπώνουν σε μορφή έκθεσης, προς επιβοήθηση της διαλεύκανσης του πραγματικού της διαφοράς[11]. Ο βοηθητικός ρόλος των φορέων ισότητας μπορεί να συνίσταται και στη διατύπωση νομικής γνώμης για την ύπαρξη διάκρισης ή εν γένει παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Περαιτέρω, βασική εξελικτική ρυθμιστική προσθήκη των Οδηγιών είναι η δυνατότητα των φορέων να κινηθούν προς τη διαπίστωση της παραβίασης της ίσης μεταχείρισης, ακόμη κι αν δεν υπάρχει συγκεκριμένος καταγγέλλων, με άλλα λόγια να κινούν τη διαδικασία διαπίστωσης παραβίασης για λογαριασμό του δημοσίου συμφέροντος[12].
Η αναγνώριση, ακριβώς, του χαρακτήρα δημοσίου συμφέροντος[13] των εν λόγω διαφορών έρχεται να επιστεγάσει όλες τις έως τώρα εξελίξεις αποδεικτικής και πληροφοριακής διευκόλυνσης, να αιτιολογήσει τη συμμετοχή των δημοσίων φορέων ισότητας στις συγκεκριμένες ένδικες διαφορές και να θεμελιώσει το δογματικό έρεισμα των στοχευμένων και ρητά ρυθμισμένων «παρεκκλίσεων» από τις αρχές του ελληνικού, αλλά και κάθε εθνικού δικονομικού δικαίου. Όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, οι παρεκκλίσεις αυτές είναι τροποποιημένες θεάσεις της ήδη υπάρχουσας δυναμικής του δικονομικού δικαίου. Ειδικότερα, η αναγνώριση του χαρακτήρα των διαφορών ως «δημοσίου συμφέροντος» δεν αλλάζει τη δομή της πολιτικής δίκης: επιτρέπεται η συμμετοχή των φορέων ισότητας ως διαδίκων ή ως βοηθητικών της δίκης προσώπων, διευκολύνεται-επικουρείται η αποδεικτική διαδικασία από δημόσιο φορέα, αλλά το διάδικο προσφεύγον-ενάγον μέρος, όποιο κι αν είναι αυτό, εξακολουθεί να καθορίζει το αντικείμενο της δίκης και το αντικείμενο της απόδειξης[14]. Σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζονται εν προκειμένω οι νέες ρυθμίσεις των Οδηγιών.
Οι νέες ρυθμίσεις
Οι επιμέρους διατάξεις που ρυθμίζουν τα ανωτέρω αναφερόμενα ζητήματα είναι οι διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 10 των Οδηγιών 2024/1499 και 2024/1450. Οι συγκεκριμένες διατάξεις ορίζουν ότι η νομοθεσία των κρατών μελών πρέπει να διασφαλίζει: α) τη δυνατότητα των φορέων να διεξάγουν διεξοδικές έρευνες προς διαπίστωση παραβιάσεων, εξασφαλίζοντας για τους φορείς το δικαίωμα πρόσβασης σε κατάλληλες πληροφορίες και έγγραφα, β) ότι οι φορείς ισότητας δύνανται να διατυπώνουν πορίσματα επί του πραγματικού υλικού, σχετικά με τη διαπίστωση ή μη των πραγματικών περιστατικών, καθώς και σχετικά με το νομικό χαρακτηρισμό αυτών, ενώ πρέπει να προβλέπεται, εάν η διατύπωση των ανωτέρω συμπερασμάτων θα έχει τη μορφή μη δεσμευτικής γνωμοδότησης ή δεσμευτικής απόφασης, γ) ότι οι φορείς ισότητας έχουν το δικαίωμα να ενεργούν στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών για ζητήματα αστικού και διοικητικού δικαίου, δηλαδή να υποβάλλουν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, να κινούν δικαστικές διαδικασίες για λογαριασμό ενός ή περισσότερων θυμάτων, να συμμετέχουν σε δικαστικές διαδικασίες υπέρ ενός ή περισσότερων θυμάτων ή να κινούν δικαστικές διαδικασίες ιδίω ονόματι προς υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος.
H δικονομική αρμοδιότητα των φορέων ισότητας, ως διοικητικών αρχών, να αποκτούν την ιδιότητα διαδίκου δεν είναι κάτι αυτονόητο για την εγχώρια νομική επιστήμη[15]. Η όλη συζήτηση, βέβαια, έχει περισσότερο περιστραφεί γύρω από την ικανότητά τους να παρίστανται ως διάδικοι σε υποθέσεις που αφορούν πράξεις ή παραλείψεις τους. Η δικονομική καινοτομία των τελευταίων Οδηγιών είναι ότι όχι μόνο απονέμουν στις διοικητικές αρχές φορέων ισότητας την ικανότητα του διαδίκου για λογαριασμό άλλου προσώπου-θύματος παραβίασης του δικαίου των διακρίσεων, αλλά τους καθιστούν «φορείς του ουσιαστικού δικαίου», που απολαμβάνουν την ικανότητα του διαδίκου προς προστασία ιδίου συμφέροντος, ήτοι προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι «δημοσιοποιείται» μία ιδιωτική διαφορά ή εγκαθιδρύεται η ταυτόχρονη ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα επιβολή της νομοθεσίας περί απαγόρευσης διακρίσεων, εντασσόμενης στον σκληρό πυρήνα της σύγχρονης ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής.
Περαιτέρω, η εγκαθίδρυση του επιβοηθητικού τους ρόλου στη διαδικασία της απόδειξης συμπληρώνει, ίσως και ολοκληρώνει, την προσπάθεια του ευρωπαίου νομοθέτη να λειάνει την πληροφοριακή ασυμμετρία των μερών. Σύμφωνα και με τις αιτιολογικές σκέψεις των Οδηγιών, οι φορείς ισότητας καλούνται να συμμετέχουν στην αποδεικτική διαδικασία, διεξάγωντας έρευνες επί του πραγματικού της διαφοράς, με αυξημένες ανακριτικές αρμοδιότητες και υποβάλλοντας στη συνέχεια παρατηρήσεις στο δικαστήριο. Παρατηρήσεις μπορεί να υποβληθούν και επί του νομικού σκέλους της διαφοράς. Οι σχετικές προβλέψεις αποδίδουν στους φορείς ισότητας έναν χαρακτήρα amicus curiae. Ο θεσμός του amicus curiae δεν συναντάνται στα ηπειρωτικά δίκαια· είναι θεσμός αγγλοσαξωνικής προέλευσης. Τα πρόσωπα που ενεργούν ως amicus curiae ενεργούν κατ’ εντολή και προς υποστήριξη ενός διαδίκου, υποβάλλοντας παρατηρήσεις επί νομικών ή πραγματικών ζητημάτων[16]. Ο θεσμός του amicus curiae δεν είναι άγνωστος για τη διοικητική δίκη· είναι πρόσφατα γνωστός στην πολιτική δίκη: Στη διάταξη του άρθρου 14, περ θ΄, του ν. 3959/2011 προβλέπεται ότι, αν σε μία δίκη τίθενται ζητήματα απτόμενα της εφαρμογής του δικαίου ανταγωνισμού, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, αν δεν είναι διάδικος, μπορεί να υποβάλει επιβοηθητικές παρατηρήσεις προς το δικαστήριο, εφόσον το κρίνει σκόπιμο[17]. Περαιτέρω, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 6, παρ. 10 και 11, του ν. 4529/2018 περί αγωγών αποζημίωσης, λόγω παραβίασης, πάλι, του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν πρόσκλησης του δικαστηρίου να υποβάλλει παρατηρήσεις επί συγκεκριμένων αποδεικτικών ζητημάτων, όπως προβλέπεται στις οικείες διατάξεις. Στην προκειμένη περίπτωση, οι φορείς ισότητας θα κληθούν επί της ουσίας, να υλοποιήσουν την αντιστροφή/κατανομή βάρους απόδειξης, που αναφέρθηκε παραπάνω. Η αποδεικτική έρευνα θα διεξάγεται με τις θεσμοθετημένες διευκολύνσεις του άρθρου 8 αμφότερων των Οδηγιών. Το αποδεικτικό υλικό θα υποβάλλεται με τη μορφή υπομνήματος, αποδεικτικών παρατηρήσεων, στο δικαστήριο. Ιδιαίτερο δογματικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο φορέας ισότητας[18] δύναται να υποβάλλει παρατηρήσεις επί του νομικού χαρακτηρισμού μίας συμπεριφοράς ως παραβιάζουσας ή μη την αρχή της ισότητας. Στερεί άραγε αυτό το δικαστήριο από την εφαρμογή της αρχής iura novit curia; Οι σχετικές επιφυλάξεις ορθά αίρονται από τη θεωρία του διοικητικού δικαίου[19]. Σε κάθε περίπτωση, διατηρείται η δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να προσφύγει στο ΔΕΕ μέσω της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, ως προς την ερμηνεία της αντίστοιχης νομοθεσίας. Το κείμενο των Οδηγιών εναποθέτει στα κράτη μέλη να αποφασίσουν, εάν το υπόμνημα των φορέων ισότητας ενώπιον του δικαστηρίου θα έχει τη μορφή μη δεσμευτικής γνωμοδότησης ή δεσμευτικής απόφασης (βλ. άρθρο 9 των Οδηγιών).
Συστηματικά και δικαιοπολιτικά, είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου, το ανωτέρω υπόμνημα-απόφαση των φορέων ισότητας θα έχει δεσμευτική ισχύ για το δικαστήριο[20]. Στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου, οι πράξεις-υπομνήματα των φορέων ισότητας θα είναι, ως προς τη νομική τους φύση, διοικητικές πράξεις. Οι πράξεις διοικητικών αρχών δεν παράγουν δεδικασμένο, αλλά υπάρχει δεσμευτικότητα της διοικητικής πράξης: τα πολιτικά δικαστήρια δεν μπορούν να ελέγξουν ούτε παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης αυτής[21]. Εφόσον, λοιπόν, η διοικητική πράξη δεν έχει ανατραπεί απολαμβάνει του τεκμηρίου της νομιμότητας. Η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων δεν ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια. Σε κάθε περίπτωση, κάθε ερμηνευτική προσέγγιση των νέων ρυθμίσεων πρέπει να γίνεται υπό το φως της ανάγκης συντονισμού της δημόσιας και ιδιωτικής επιβολής του δικαίου των διακρίσεων. Η προτεραιότητα για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή όχι παραβίασης της αρχής της ισότητας, και ειδικά του δικαίου των διακρίσεων, πρέπει να δοθεί στους φορείς ισότητας, ως δημόσιες αρχές, οι οποίες ενισχύονται με αυξημένες ανακριτικές αρμοδιότητες. Δεν μπορεί, βέβαια, να θεωρηθεί ότι η εν λόγω προτεραιότητα έχει έναν επίσημο νομοθετικά ρυθμισμένο χαρακτήρα. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός των συγκεκριμένων διαφορών ως ζητημάτων «δημοσίου συμφέροντος» οδηγεί με ασφάλεια στη σκέψη ότι η έρευνα των φορέων ισότητας επί του πραγματικού των επίμαχων διαφορών πρέπει να προτεραιοποιείται. Το εν λόγω στοιχείο πρέπει πάντα να λαμβάνεται εμφατικά υπόψη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων των συγκεκριμένων Οδηγιών. Στο πλαίσιο του ελληνικού δικονομικού δικαίου, θα χρησιμοποιηθεί η διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, προκειμένου να ανασταλεί η εκδίκαση των αγωγών πολιτικών δικαστηρίων, μέχρι την ολοκλήρωση της έρευνας και της κρίσης των φορέων ισότητας επί του εκάστοτε κρινόμενου ζητήματος. Η δέσμευση που, εν τέλει, θα επιλεγεί από τον εθνικό νομοθέτη θα έχει περισσότερο το χαρακτήρα αποδεικτικής και όχι νομικής δέσμευσης. Οι φορείς ισότητας θα λειτουργούν, πράγματι, ως amicus curiae, χωρίς να μπορούν να δεσμεύουν την τελική δικαστική κρίση.
Το ζήτημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, στην περίπτωση που θα εκδίδεται, υπό τις νέες αρμοδιότητες των φορέων ισότητας (άρθρο 9, παρ. 2, των Οδηγιών), ατομική εκτελεστή διοικητική πράξη που θα ελέγχεται από τα διοικητικά δικαστήρια. Στο σύστημα του ελληνικού δικαίου, οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων παράγουν δεδικασμένο, που δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια, όταν το διοικητικής φύσης ζήτημα, που λύθηκε από διοικητικό δικαστήριο, εμφανίζεται ως προδικαστικό ενώπιον των πολιτικών[22], μόνο όμως για το διοικητικής φύσης ζήτημα που έλυσε το δικαστήριο, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, προκειμένου να θεμελιώσει την κρίση του για το κύρος της διοικητικής πράξης[23], εφόσον βέβαια υπάρχει ταυτότητα διαδίκων[24]. Το εθνικό δικαστήριο, σίγουρα, θα διατηρεί το δικαίωμά του να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, εφόσον διαφωνεί ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς ή ως προς την εφαρμογή, γενικώς, των επίμαχων διατάξεων, δεδομένου ότι η κυριαρχική αρμοδιότητα ερμηνείας του ευρωπαϊκού δικαίου δεν αφαιρείται από το ΔΕΕ. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι σε κάθε περίπτωση θα υπάρχει δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου από το νομικό χαρακτηρισμό γεγονότων εκ μέρους μίας διοικητικής αρχής ή εκ μέρους του αναθεωρητικού της διοικητικής πράξης διοικητικού δικαστηρίου. Πάντως, δεν θα αφήνεται εύκολα περιθώριο αμφισβήτησης των πραγματικών περιστατικών που έχουν συντρέξει. Το εν λόγω σημείο γεννά σοβαρούς προβληματισμούς για την ελληνική δικονομική σκέψη, δεδομένου ότι η έννοια του δεδικασμένου, στο ελληνικό δικονομικό σύστημα, καλύπτει την κριθείσα έννομη σχέση και όχι πραγματικά περιστατικά[25]. Μήπως, τελικά, πρόκειται για μία καθαρά αποδεικτική, και όχι εκ δεδικασμένου, δέσμευση; Το εάν θα επιτρέπεται ή όχι ανταπόδειξη επί αυτής θα εξαρτηθεί από τη διατύπωση που θα ακολουθήσει ο Έλληνας νομοθέτης. Ειδικά ως προς τη δέσμευση από τις δικαστικές αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων, θα ανέκυπτε προβληματισμός στην ελληνική δικονομική έννομη τάξη, ως προς το αν θα έπρεπε να θεωρηθεί δέσμευση εκ δεδικασμένου. Η παραβίαση δεν είναι η ίδια μία έννομη σχέση, αλλά ένα πραγματικό γεγονός με έννομες συνέπειες. Δεν κρίνεται μία έννομη σχέση αλλά πραγματικά γεγονότα, στα οποία προσδίδεται ένας νομικός χαρακτηρισμός. Από τον τελευταίο, δε, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να διαφοροποιηθούν με την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος. Θα έπρεπε, επομένως, να μιλά κανείς για μία αποδεικτική αξιοποίηση του δεδικασμένου απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, αλλά όχι για εκ δεδικασμένου, με την τυπική έννοια, δέσμευση[26]. Η φιλοσοφία των νέων Οδηγιών είναι η αποδεικτική διευκόλυνση των διάδικων μερών και όχι μία τυπική καθολική δέσμευση. Στο σύστημα της ελληνικής έννομης τάξης φαίνεται ότι η παραβίαση, όταν κρίνεται στο πλαίσιο της δημόσιας επιβολής του δικαίου των διακρίσεων, έχει έννομες συνέπειες, αλλά δεν έχει η ίδια αυτοτελώς τα χαρακτηριστικά ενός δικαιώματος με ιστορική αιτία και αίτημα ικανοποίησης, ώστε να μπορεί κανείς να μιλά ακριβώς για δέσμευση εκ δεδικασμένου. Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι τα συμμετέχοντα στη διοικητική διαδικασία μέρη δεν είναι απαραίτητα ίδια με τα συμμετέχοντα στις αγωγές ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, ώστε να μπορεί κανείς να αναφέρεται με δογματική ασφάλεια στην έννοια του δεδικασμένου.
Οι φορείς ισότητας, επομένως, μάλλον θα προβαίνουν, στα ελληνικά δεδομένα, σε μη δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις: τόσο ως προς το πραγματικό όσο και ως προς το νομικό μέρος μίας διαφοράς. Ο ρόλος τους θα είναι αυτός του amicus curiae. Σε κάθε περίπτωση, η σκιάγραφηση του ρόλου τους, σε προσαρμογή των με τις Οδηγίες επιτασσομένων, θα πρέπει να είναι συγκεκριμενοποιημένη νομοθετικά. Είναι, βέβαια, αναπόφευκτο η δόκιμη δογματικά και τελολογικά επιλογή της μη δεσμευτικής απόφασης, να οδηγήσει, νομολογιακά, σε ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης της διαφορετικής αποδεικτικής κατάληξης από το δικαστήριο ή στην ανάγκη προδικαστικής προσφυγής στο ΔΕΕ σε περίπτωση διαφορετικής νομικής θέασης της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης.
Επίλογος
Οι νέες Οδηγίες 2024/1499 και 2024/1500 αναβαθμίζουν το ρόλο των φορέων ισότητας σε ρόλο amicus curiae, ακόμη και πολιτικών δικαστηρίων, οδηγώντας σε θεσμική εμπέδωση του δημοσίου συμφέροντος χαρακτήρα των συγκεκριμένων διαφορών. Ταυτόχρονα, η δικαιοπολιτική στοχοθεσία του δικονομικού δικαίου, για θεσμικά εγγυημένη και αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, καλείται να αναπτύξει ιδιαίτερα αντανακλαστικά σε υποθέσεις όπου το βασικό διακύβευμα είναι η προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων· πόσω μάλλον, όταν ένας δημόσιος φορέας καλείται σε συμμετοχή στη δίκη. Η πρόβλεψη κάθε τέτοιου αντανακλαστικού με συγκεκριμένες διατάξεις νόμου (Οδηγιών και προσαρμοστικών αυτών νόμων) υπηρετεί την ασφαλή λειτουργία της διάκρισης των εξουσιών[27] και την ασφάλεια δικαίου. Ταυτόχρονα, αποδεικνύει την ελαστικότητα των δικονομικών μεγεθών που, κατά κύριο λόγο, υπηρετούν την πραγματική εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου: η νομοθετικά περιχαρακωμένη διευκόλυνση της αποδεικτικής διαδικασίας είναι ο πιο σημαντικός τρόπος εξασφάλισης μίας αποτελεσματικής δίκης. Τέλος, η ρητά προβλεπόμενη δυνατότητα των φορέων ισότητας να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη προς διαπίστωση της παράβασης, ιδίω ονόματι, καθιστά την πολιτική δικαιοσύνη, σε αυτές τις υποθέσεις, φορέα κρίσης όχι μόνο ατομικών δικαιωμάτων, αλλά του ίδιου του δικαίου. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, «η περιπέτεια της δίκης δεν πρέπει να διακυβεύει την τύχη του επίδικου ουσιαστικού δικαιώματος, μέσω δε της δικαστικής απόφασης θα πρέπει να πραγματοποιείται η μετάβαση της δίκης στην περιοχή του ουσιαστικού δικαίου»[28].
[1] Η Οδηγία 2024/1499 αφορά περιπτώσεις παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης για λόγους φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκευτικών πεποιθήσεων ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ενώ η Οδηγία 2024/1500 αφορά παραβιάσεις της αρχής της ίσης μεταχείρισης για λόγους που σχετίζονται με το φύλο.
[2] Για τη σύνδεση των δικονομικών συστημάτων προώθησης της δίκης, διαμόρφωσης αιτημάτων και επίκλησης και απόδειξης πραγματικού υλικού της δίκης με το εκάστοτε προστατευόμενο έννομο αγαθό και τις εκάστοτε υιοθετούμενες κοινωνικές πολιτικές, βλ. Ασημακοπούλου Ε., Η σύγχρονη φυσιογνωμία της συζητητικής αρχής, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2017, σ. 15 επ. Βλ. σχετικά με τις ανάγκες δικονομικών προσαρμογών, όταν διακυβεύεται η εφαρμογή δικαίου προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων Asimakopoulou Ε., «A General Perspective: Procedural Rules When It Comes to Legal Values Litigation», International Labor Rights Case Law 2023, σ. 80 επ. Γενικώς, σε μεγάλο εύρος ζητημάτων ευρωπαϊκού δικαίου, είναι καταλυτική η επίδραση της θεώρησής τους υπο το πρίσμα του δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων Βλ. Hess B., «The influence of European Court of Human Rights on the European Law of Civil Procedure» στο Kengyel M./ Ahrens H.-J./ Althammer C. et al (επιμ.), Festschrift für Professor Nikolaos K. Klamaris, 2ος τόμος, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σ. 371 επ.
[3] The Union of Equality – European Commission (europa.eu) (πρόσβαση: 11.07.2024).
[4] Η εξασφάλιση της ισότητας (ουσιαστικού δικαίου κατοχύρωση και διευκολύνσεις πρόσβασης στη δικαιοσύνη μέσω δικονομικών προσαρμογών) οδηγεί σε μια νέα αντίληψη περί κοινωνικής εξουσίας. Η σχέση θύτη-θύματος, σε αυτές τις διαφορές, είναι τρόπος διαμοιρασμού και επιβολής δυνάμεων στον κοινωνικό ιστό. Βλ. ανάλυση της έννοιας της εξουσίας ως μέτρο φιλοσοφικής προσέγγισης της ισότητας φύλων σε Erinakis Ν., «Freedom, Power and our Hyper (-Real) World» στο Erinakis Ν./ Υ. Kouris, Contemporary Political Thought and Alternative Policies, ΕΝΑ, Αθήνα 2023.
[5] Άλλωστε, ακόμη και σε μορφές ακραίας κυριαρχίας των διαδίκων και ακραίας έμφασης στην προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων, ο σκοπός της πολιτικής δίκης περιέχει όχι μόνο την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων, αλλά και την εξ αντικειμένου τήρηση και εμπέδωση του δικαίου (Βλ. υπόσημ. 1 μ.π.π. στο μοντέλο θεωρίας Klein).
[6] Οι συγκεκριμένες Οδηγίες προσαρμόστηκαν, βασικά, στην ελληνική νομοθεσία με τους ν. 3896/2010 και 4443/2016.
[7] Βλ. αναλυτικά περί του ζητήματος Ασημακοπούλου Ε., «Η βία και η παρενόχληση στο χώρο εργασίας με βάση τον ν. 4808/2021: Δικονομικά ζητήματα, ειδικά το βάρος απόδειξης στις σχετικές διαφορές (άρθρο 15 του ν. 4808/2021)», ΕΕργΔ 2022 και τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία. Στη συγκεκριμένη μελέτη αναφέρεται όλο το ιστορικό διαμόρφωσης των ζητημάτων διευκόλυνσης του βάρους απόδειξης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήδη από το 1983, στην υπόθεση San Giorgio (C-199/982) περιείχε σκέψη περί της αναγκαιότητας δικονομικών διευκολύνσεων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου. Συγκεκριμένα, στην απόφαση αυτή αναφέρθηκε ότι είναι ασυμβίβαστοι με το κοινοτικό δίκαιο οι αποδεικτικοί κανόνες, είτε αφορούν αποδεικτικά μέσα είτε βάρος απόδειξης, που εμποδίζουν την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή του σε εκείνη την περίπτωση εφαρμοζόμενου ουσιαστικού δικαίου («Είναι ασυμβίβαστοι με το κοινοτικό δίκαιο όλοι οι κανόνες περί αποδείξεως που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη την επίτευξη της επιστροφής εθνικών επιβαρύνσεων που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου…αυτό ισχύει ιδίως προκειμένου για τεκμήρια ή αποδεικτικούς κανόνες που αποσκοπούν στο να μεταθέσουν στον φορολογούμενο το βάρος αποδείξεως ότι οι επιβαρύνσεις που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως δεν επερρίφθησαν σε άλλα πρόσωπα»). Η νομολογία του ΔΕΕ σχηματοποιήθηκε στο ζήτημα της προσαρμογής του βάρους απόδειξης στις ανάγκες της ουσίας της διαφοράς μέσα από υποθέσεις που σχετίζονταν με τις διακρίσεις στον χώρο εργασίας. Συγκεκριμένα, η γενική αρχή κατονομής του βάρους απόδειξης, βάσει της οποίας κάθε μέρος επιφορτίζεται με την υποχρέωση να αποδείξει τους ισχυρισμούς, στους οποίους στηρίζεται η αγωγική του αξίωση ή ο αμυντικός του ισχυρισμός, ισχύει και στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Παρόλα αυτά, ο δικαστής έχει την εξουσία να διατάζει το ένα μέρος να προσκομίσει αποδεικτικά μέσα, που αυτό κρίνει απαραίτητα, έστω και αν αυτό το μέρος δεν φέρει κατά τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου το βάρος απόδειξης (βλ. Biavati P., European Civil Procedure, Kluwer Law International, Alphen aan den Rijn. 2011, σ. 129). Το δικαστήριο, δηλαδή, μπορεί να προσαρμόσει αυτή την αρχή, έτσι ώστε να εξισορροπηθεί η ουσιαστική ανισότητα μεταξύ των μερών ως προς την ικανότητά τους να αποδείξουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Γι’ αυτό το λόγο, είναι δυνατόν το ένα μέρος να υποχρεωθεί να εισάγει στη δίκη όλες τις πληροφορίες και τα πραγματικά περιστατικά που έχει στην διάθεσή του, προκειμένου να διευκολύνει την απόδειξη του έτερου διάδικου μέρους (Lenaerts Κ./Arts D./Maselis I., Procedural Law of the European Union, Sweet & Maxwell, Λονδίνο 2006, 2η εκδ. § 24-73 σημ. 30). Η αντιμετώπιση αυτή του βάρους απόδειξης από το ΔΕΕ έχει την ρίζα της στο γεγονός ότι συχνά τα διάδικα μέρη είναι άνισα μεταξύ τους ως προς τη δυνατότητα πρόσβασής τους σε αποδεικτικά μέσα, λ.χ. σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών και νομικών προσώπων ή κρατών μελών και οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, το βάρος απόδειξης διαμορφώνεται προς επίτευξη της ισότητας με αφετηρία την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (βλ. Μακρίδου Κ., Δικονομία Εργατικών Διαφορών, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009, σ. 196). Το δικαστήριο δεν καλείται, μέσω της μεταβολής του βάρους απόδειξης, να διαμορφώσει κανόνες δικαίου που δεν υπάρχουν, κάτι το οποίο θα ήταν άλλωστε προβληματικό ως αντικείμενο στην συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αλλά καλείται να παίξει τον ρόλο του θεματοφύλακα των θεσπισμένων νομοθετικά ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γεγονός που είναι δικαιοπολιτικά θεμιτό και νομικά επιβεβλημένο (βλ. Μöllers Ch., The three branches, A comparative model of separation of powers, Oxford University Press, Οξφόρδη 2013, σ. 172 και175). Θεμελιώδη δε ατομικά δικαιώματα που έχουν ταυτόχρονα δικονομική έκφραση είναι το δικαίωμα ακρόασης και η ισότητα των διαδίκων, τα οποία έχουν την νομική πηγή τους στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. Κεραμεύς Κ., Αστικό δικονομικό δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1986, σ. 95). Βάσει αυτής της διαπίστωσης και λαμβανομένων υπόψη όλων των παραπάνω αναφερομένων, πρέπει πάντα να κρίνεται η σχετική εκδοθείσα νομολογία του ΔΕΕ (βλ. Royal Copenhagen C-400/93, Bilka Kaufhaus C-170/84, Danfoss 109/88, Enderby C-127/92, Isabel Gonzalez Castro C-41/17, Minno Ghanaddan C-274/18).
[8] Βλ., γενικά για το ζήτημα της πληροφοριακής διευκόλυνσης, Osterloh-Konrad Ch., Der allgemeine vorebereitende Informationsanspruch, zivilrechtliche Auskunfts-und Rechenschaftsanspruche und ihre Funktion im Zivilprozess, Βeck, Μόναχο 2007, σ. 115.
[9] Το θέμα της αντιστροφής του βάρους απόδειξης δεν είναι αντικείμενο μελέτης της παρούσας μελέτης. Καθώς όμως οι ρυθμίσεις των Οδηγιών 2024/1499 και 2024/1450 είναι νομοθετική εξέλιξη της όλης θεματικής περί αποδεικτικής διευκόλυνσης των διαδίκων μερών στις διαφορές διακρίσεων, αναφέρονται εδώ τα βασικά στοιχεία του ζητήματος. Για το θέμα της αντιστροφής βάρους απόδειξης και τον τρόπο εφαρμογής του, βλ. αναλυτικά σε Giannakourou St. /Goulas D., «Enforcing Anti–Discrimination Law in Greece» στο Halekova B./Möschel M. (επιμ.), Antiscrimination Law in Civil Law Jurisdictions, Oxford University Press, Οξφόρδη 2019, σ. 195 επ.· Χασιρτζόγλου Μ., «Η διευκόλυνση του εργαζομένου στην απόδειξη της καταχρηστικότητας καταγγελίας σύμβασης εργασίας του με τους ν. 4808/2021 και 5053/2023», ΕλλΔνη 2024, σ. 19 επ.͘· Ασημακοπούλου Ε., «Δικονομικά ζητήματα από τις τελευταίες νομοθετικές εξελίξεις στο εργατικό δίκαιο· αποδεικτικές διευκολύνσεις, προβολή ισχυρισμών, ειδικές ρυθμίσεις προβολής και σώρευσης αιτημάτων», ΕλλΔνη 2024, σ. 85 επ. μ.π.π. σε θεωρία και νομολογία. Οι διατάξεις αντιστροφής του βάρους απόδειξης στις εργατικές διαφορές είναι σήμερα συστηματοποιημένες στις διατάξεις των άρθρων 53, 23 και 67 του π.δ. 80/2022, σχετικά με τις υποθέσεις διακρίσεων λόγω φύλου, λόγω θρησκείας, εθνικής καταγωγής, σεξουαλικού προσανατολισμού και τις υποθέσεις παρενόχλησης, αντίστοιχα. Η θεωρία και η νομολογία έχει εκφραστεί με σειρά εκατέρωθεν επιχειρημάτων. Η θέση της παρούσας μελέτης, περιέχουσα τον διατυπωθέντα διάλογο, (βλ. και ΕλλΔνη 2024, σ. 85επ.) είναι ότι «πρόκειται για μία ad hoc κατανομή κάθε φορά του βάρους απόδειξης, για το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που καλούνται σε εφαρμογή κατά το ουσιαστικό δίκαιο, χωρίς να πρέπει να υπάρχει προσκόλληση, κάθε φορά, σε ένα συγκεκριμένο σχήμα. Τούτο μπορεί να αρυσθεί και από τις αιτιολογίες της νομολογίας Isabel Gonzalez Castro «από τα οποία μπορεί να συναχθεί τεκμήριο διάκρισης…πράγμα που είναι έργο του δικαστηρίου να επαληθεύσει» αλλά και από τη Mino Ghanaddan «δεν επιβάλλει στον διάδικο που κρίνει ότι θίγεται από τέτοια διάκριση να επικαλεστεί…πραγματικά περιστατικά…εάν ο διάδικος αυτός δεν έχει πρόσβαση σε τέτοιες στατιστικές ή πραγματικά περιστατικά ή η πρόσβασή του σε αυτά είναι δυσχερής…». Η προσκόλληση σε ένα συγκεκριμένο σχήμα δεν μπορεί να έχει νόημα, όταν πρόκειται για διατάξεις οι οποίες έχουν την νομοθετική πηγή τους σε υπερεθνικές διατάξεις, οι οποίες με τη σειρά τους προέρχονται, ακριβώς, από μία νομολογιακή in concreto ρύθμιση σε συγκεκριμένες υποθέσεις του βάρους απόδειξης, μέσω της δικαστικής πρωτοβουλίας του ΔΕΕ. Η κατανομή αφορά τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό βάρος απόδειξης: αφορά τόσο τον διάδικο που είναι επιφορτισμένος με την προσκομιδή των αποδεικτικών μέσων αλλά και, κατά συνέπεια, τον διάδικο που θα επωμιστεί τις συνέπειες της μη απόδειξης ενός γεγονότος. Βεβαίως, η κατάπτωση του αντικειμενικού βάρους απόδειξης είναι αυτή που επιφέρει τις τελικές δικονομικές συνέπειες· η ισχύς του υποκειμενικού βάρους απόδειξης απλώς επιβεβαιώνει ποιος φέρει την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού. Το δικαστήριο, βέβαια, χωρίς να έχει υποχρέωση, κρατούσης της συζητητικής αρχής, μπορεί να διατάξει προσκομιδή συμπληρωματικών αποδεικτικών μέσων, μέσω έκδοσης προδικαστικής απόφασης του άρθρου 254 του ΚΠολΔ (βλ. σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης στο θέμα του βάρους απόδειξης Δοξάκη Ε., «Αντιστρέφοντας το βάρος απόδειξης στις εργατικές διαφορές του ν. 4808/2021», ΕΕργΔ 4/2022, σ. 361 επ., όπου αναφέρεται ιδίως στα ζητήματα του βάρους απόδειξης βάσει της διάταξης του άρθρου 66 του ν. 4808/2021, περί καταγγελίας σύμβασης εργασίας, καθώς, επίσης, στον προβληματισμό περί κατανομής και όχι πλήρους αντιστροφής του βάρους απόδειξης, ώστε να βοηθήσει τον διάδικο που έχει το υποκειμενικό βάρος απόδειξης ή να βοηθήσει τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης περί ύπαρξης ή μη ενδείξεων περιστατικών παρενόχλησης. Μέσω των αποδεικτικών μέσων που θα προσκομίσουν οι διάδικοι, κρατούσης άλλωστε της αρχής της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων (άρθρο 346 του ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα σχηματίσει πεποίθηση περί του εάν πράγματι συνέβησαν τα επικαλούμενα γεγονότα, χωρίς απαραίτητα να εφαρμόσει κανόνες «αντιστροφής». Στη δικανική κρίση θα ελεγχθεί εν τέλει όχι το εάν αντέστρεψε ή όχι το βάρος απόδειξης, και εάν εφήρμοσε τις θεωρίες περί «τεκμηρίου» ή «πιθανολόγησης», αλλά εάν ορθά επιμέρισε τις συνέπειες της αποδεικτικής δυσχέρειας. Ειδικά ως προς την έννοια του τεκμηρίου, παρά το ότι είναι η πιο «κοντινή» έννοια για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατανομής βάρους απόδειξης, η παρούσα μελέτη υιοθετεί την άποψη ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί ακριβώς, καθώς οι διατυπώσεις των αντίστοιχων διατάξεων δεν παραπέμπουν σε τεκμήριο. Σύμφωνα με τον γενικό ορισμό, στο τεκμήριο, από την ύπαρξη ενός γεγονότος, το οποίο δεν είναι στοιχείο της νομοτυπικής μορφής του κανόνα δικαίου, συνάγεται η ύπαρξη ενός άλλου γεγονότος, τα οποίο είναι στοιχείο του κανόνα δικαίου (τεκμήριο πράγματος) ή ύπαρξη ή ανυπαρξία ενός δικαιώματος (τεκμήριο δικαιώματος). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει νομοτυπική διατύπωση τέτοιας μορφής, αλλά διατύπωση κανόνα αποδεικτικής αξιολόγησης. Επισκόπηση, μάλιστα, και πρόσφατης νομολογίας αναδεικνύει τελικά ότι, όπως κι αν χαρακτηριστεί ο κανόνας κατανομής του βάρους απόδειξης, το δικαστήριο προβαίνει σε μία εκατέρωθεν στάθμιση των αποδείξεων, ώστε να καταλήξει εν τέλει στο κρίσιμο πόρισμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρύεται από την ΕφΑθ 3669/2021 αλλά και, έμμεσα, από την ΜΠρΑθ 726/2023. Αμφότερες αναφέρουν τα υποστηριζόμενα, προβαίνοντας, εν τέλει, σε μία ad hoc αποδεικτική αξιολόγηση όλου του αποδεικτικού υλικού. Η προστιθέμενη αξία της de lege lata ύπαρξης τούτων των διατάξεων είναι ότι, σε περίπτωση λανθασμένης κατανομής του βάρους απόδειξης, θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 13 του ΚΠολΔ. Πέραν τούτου, η σύμπτωση μάλιστα του βάρους απόδειξης με την λειτουργία του ουσιαστικού δικαίου έχει ως συνέπεια η «αντίστροφη» κατανομή του βάρους απόδειξης να επηρεάζει και το βάρος επίκλησης, ήτοι το εύρος των πραγματικών περιστατικών που θα είναι αναγκαία για τη στήριξη της έννομης συνέπειας (για την αντιμετώπιση της προβληματικής σε υποθέσεις καταγγελίας σύμβασης εργασίας βλ. Ζερδελή Δ., Εργατικό Δίκαιο, 5η έκδ, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 1433, σημ. 45, όπου υποστηρίζεται ότι πρέπει νομολογιακά, ακόμη και χωρίς νομοθετική παρέμβαση, να αναγνωριστεί, με έρεισμα την καλή πίστη, μία υποχρέωση πληροφόρησης από τον εργοδότη στον εργαζόμενο σχετικά με τους λόγους της απόλυσης. Το ίδιο ζήτημα επιχειρεί να λύσει, σχετικά με την εξασφάλιση της ισότητας των φύλων στο χώρο εργασίας, η πρόταση Οδηγίας Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 4ης Μαρτίου 2021, σχετικά με τη μισθολογική διαφάνεια, ώστε να υπάρχει πρόσβαση σε πληροφορίες ενδεχόμενης ύπαρξης διάκρισης, η οποία σήμερα είναι Οδηγία, με αριθμό 2023/970 της 10ης Μαϊου 2023, βλ. επίσης και εισαγωγικές παρατηρήσεις).
[10] Τούτο σημειώνεται ευθέως και στις αιτιολογικές σκέψεις 31 και 30 αντίστοιχα. Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 31 της Οδηγίας 2024/1499 αναφέρει ότι: «Η εξουσία να διεξάγουν έρευνες και να λαμβάνουν αποφάσεις και το δικαίωμα να ενεργούν στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που παρέχονται στους φορείς ισότητας δυνάμει της παρούσας Οδηγίας αναμένεται να διευκολύνουν την πρακτική εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων των Ο δηγιών 2000/43/ΕΚ, 2000/78/ΕΚ και 2004/113/ΕΚ σχετικά με το βάρος της απόδειξης και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων. Υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα Οδηγία, οι φορείς ισότητας θα είναι σε θέση να διαπιστώνουν πραγματικά περιστατικά από τα οποία μπορεί να τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, εκπληρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2000/43/ΕΚ, στο άρθρο 10 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ και στο άρθρο 9 της οδηγίας 2004/113/ΕΚ». Τα αντίστοιχα αναφέρει και η αιτιολογική σκέψη 30 της Οδηγίας 2024/1450.
[11] Βλ. σχετικά και τις αιτιολογικές σκέψεις 26 και 27 της Οδηγίας 2024/1500.
[12] Η νομολογία του ΔΕΕ είχε ήδη προετοιμάσει το έδαφος αυτό στην απόφαση Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding κατά Firma Feryn NV, C-54/07. Στην ένδικη αυτή υπόθεση, ο φορέας ισότητας κινήθηκε δικαστικά ιδίω ονόματι, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη διάκρισης, ακόμη και αν δεν υπάρχει ταυτοποιημένο θύμα. Η υπογράμμιση της σημασίας που έχει η καθαρή διαπίστωση της παραβίασης δικαίου διακρίσεων, χωρίς να έχει σημασία αν ασκείται, τελικά, μία συγκεκριμένη αρυόμενη εκ τούτο αξίωση, ανευρίσκεται και στην υπόθεση Braaathens, C-30/19 Βλ. Ασημακοπούλου Ε., «Η αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων ως βάση προσεγγίσεων δικονομικού δικαίου. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του ΔΕΕ C-30/19 Diskriminerigsombusmannen v. Brrathens Regional Aviation AB», Αρμενόπουλος 2021, σ. 1806 επ.
[13] Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να τονιστεί ότι η εισαγωγή της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος εδώ τίθεται προς ενίσχυση και όχι προς ερμηνευτικό περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος, εδώ, εισάγεται μόνο για να υποστηρίξει την ατομικότητα, ιδίως ως προς την έκφανσή της στην αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η σχετική περαιτέρω ανάλυση είναι εκτός των σκοπών της συγκεκριμένης μελέτης. Για την ανάλυση έννοιας γενικού συμφέροντος, βλ. το θεμελιώδες έργο του Σούρλα Π., Δίκαιο και δικανική κρίση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Κρήτη 2020, σ. 786 επ.
[14] Για τη διάκριση πολιτικής δίκης από τη διοικητική, με άξονα το ποιος καθορίζει το αντικείμενο της δίκης και της απόδειξης, βλ. Ασημακοπούλου Ε., «Σκέψεις περί επαφής και σύγκρουσης της Πολιτικής και Διοικητικής Δικαιοδοσίας: Ποια είναι η γραμμή δικονομικού διαχωρισμού των δύο δικαιοδοσιών και ποιες είναι οι αντανακλαστικές συνέπειες του προβληματισμού», Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας 2023, σ. 137επ.
[15] Βλ. σχετική συζήτηση σε Παναγούλια Κ., Ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των ανεξάρτητων αρχών, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2023, σ. 241 επ. μ.π.π.
[16] Ο θεσμός του amicus curiae συμπεριλήφθηκε και στους πρότυπους δικονομικούς κανόνες του Αμερικανικού Ινστιτούτου Δικαίου (άρθρο 13). Εκεί, ορίζεται, ειδικά, ότι τα μέρη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις επί του υπομνήματος του amicus curiae επί νομικών ή πραγματικών ζητημάτων, βλ. Κλαμαρή Ν., «Τα βασικά δομικά στοιχεία των Διεθνικών Αρχών της Πολιτικής Δικονομίας του Αμερικανικού Ινστιτούτου Δικαίου», ΕλλΔνη 2014, σ. 641επ.
[17] ΣτΕ 166/2018. Βλ. και Ράικο Δ., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, σ. 167.
[18] Όπως αντίστοιχα και κατά τα ανωτέρω η Επιτροπή Ανταγωνισμού σε σχετικές δίκες.
[19] Βλ. αναλυτικά Τσιγαρίδα Β., Η αρχή iura novit curia στη διοικητική δίκη, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2021, σ. 335 επ.
[20] Ο αντίστοιχος προβληματισμός της δέσμευσης πολιτικού δικαστηρίου από διοικητική πράξη ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που έχει ήδη διεξάγει έρευνα επί υπόθεσης αναπτύχθηκε σχετικά με τη δέσμευση πολιτικών δικαστηρίων από απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, βλ. Ασημακοπούλου Ε., Οι αγωγές αποζημίωσης λόγω παραβίασης του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2018, σ. 88 επ.
[21] Βλ. Κονδύλη Δ., Το Δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2007, σ. 103 και 104.
[22] ΑΠ 1500, 1501/1991 ΕλλΔνη 1992/1, σ. 596. Βλ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο, ό.π., σ. 94, σημ. 20 μ.π.π.
[23] ΟλΑΠ 39/1998·ΑΠ 603/2004· 1286/2011 ΧρΙΔ 2012, σ. 299.
[24] ΑΠ 1286/2011 ΧρΙΔ 2012, σ. 299.
[25] Βλ. αντί άλλων Κονδύλη, Το Δεδικασμένο, ό.π., σ. 96 και 97, σημ. 20.
[26] Η «αποδεικτική αξιοποίηση» αποφάσεων δεν είναι έννοια ξένη στην ιστορία του δικαίου. Το 1847 ο Fr.C. von Savigny αποδέχτηκε το δεδικασμένο ως «πλάσμα αληθείας» (Fiktion der Wahrheit) (βλ. von Savigny Fr.C., System des heutigen romischen Rechts, De Gruyter, Berlin 1847, § 280, 261), ενώ συχνή είναι η αναφορά της επιστήμης στην περιβόητη φράση res judicata pro veritate accipitur (το δεδικασμένο λαμβάνεται αντί αληθείας) (βλ. Ibid, § 282 και 274). Στη συνέχεια, ο γάλλος Poithier θεμελίωσε την ιδέα του δεδικασμένου ως «αμάχητου τεκμηρίου», θεωρώντας ως τέτοιο εκείνο που προκύπτει δυνάμει του δεδικασμένου της δικαστικής απόφασης (autorité de la chose jugée). Κατά τον τελευταίο, ολόκληρο το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης «τεκμαίρεται αληθές και δίκαιο» (βλ. Ποδηματά Ε., στο Απαλαγάκη Χ. / Αρβανιτάκης Π. / Διαμαντόπουλος Γ. et al., Η πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή, Επιστημονικό Συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Νικόλαου Νίκα, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σ. 45 επ. και 53-54 μ.π.π.). Υπό την επήρεια όλων των παραπάνω, η ελληνική δικονομία του Maurer ενέτασσε τις διατάξεις περί δεδικασμένου στο κεφάλαιο περί αποδείξεως, και ειδικότερα στο τμήμα περί νόμιμων αμάχητων τεκμηρίων (βλ. Οικονομίδη Β. /Λιβαδά Μ., Εγχειρίδιον της Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, § 89, σ. 457 σημ. 1). Η δικονομική θεωρία, βέβαια (βλ. αντί άλλων σχετικά Ποδηματά, ό.π., σ. 59), υποστηρίζει πως ορθώς ο ισχύον ΚΠολΔ απέστη από την παλαιά ρύθμιση, περί θεώρησης του δεδικασμένου ως αμάχητου τεκμηρίου, διατυπώνοντας ταυτόχρονα τη γνώμη ότι η εν λόγω θεώρηση του δεδικασμένου είναι ξεπερασμένη.
[27] Βλ., για τον προβληματισμό γενικά της λειτουργίας των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών σε σχέση με τη διάκριση εξουσιών, Καμτσίδου Ιφ., «Η αρχή της διάκρισης εξουσιών και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές», ΤοΣ 1999, σ. 543επ.· Μανιτάκη Αντ., «Η διάκριση των εξουσιών ως μηχανισμός ανόρθωσης αντεξουσιών και ως θεμέλιο νομιμοποίησης των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών» στο Χαριστήριο εις Λουκά Θεοχαρόπουλο και Δήμητρα Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 385επ. Βλ. και πρόσφατα Παπανικολάου Κ., Η εξουσία των ανεξάρτητων αρχών, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2018, σ. 84επ. μ.π.π., ιδίως σημ. 330.
[28] Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία Ι, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2020, σ. 9.
Η Ευαγγελία (Ελίνα) Ασημακοπούλου είναι Διδάκτoρας Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο αντικείμενο του Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Δραστηριοποιείται επαγγελματικά ως Δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Διδάσκει Αστικό Δικονομικό και Εργατικό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις, στην Κύπρο. Είναι συγγραφέας τεσσάρων μονογραφιών, που έχουν τίτλο «Η σύγρονη φυσιογνωμία της συζητητικής αρχής» (2017), «Οι αγωγές αποζημίωσης λόγω παραβίασης δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού» (2018), «Η αοριστία των ανακοπών κατά τον ΚΠολΔ» (2022) και «Η διεθνής δικαιοδοσία των διαφορών εταιριών κατά τον Κανονισμό 1215/2012» (2023). Συμμετέχει στη διοργάνωση συνεδρίων και αναλαμβάνει τακτικά εισηγήσεις σε ελληνικά και διεθνή νομικά συνέδρια. Έχει κάνει επιστημονικές διαλέξεις σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και συμμετέχει συχνά ως εισηγήτρια ζητημάτων Δικονομικού Δικαίου σε επιμορφωτικά σεμινάρια της Εθνικής Σχολής Δικαστών. Αρθρογραφεί συστηματικά σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, καθώς και σε συλλογικούς τόμους.