I. ΣτΕ 2857/2003: στρατιωτικά δικαστήρια μειωμένης ανεξαρτησίας
Με την απόφαση 2857/2003, το Συμβούλιο της Επικρατείας σε ολομέλεια δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι «τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία αποτελούν ειδικά ποινικά δικαστήρια συγκροτούμενα κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς που ανήκουν οργανικά στο δικαστικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων. Οι στρατιωτικοί δικαστικοί λειτουργοί έχουν τη διττή ιδιότητα του δικαστή και του στελέχους των ενόπλων δυνάμεων και δεν υπόκεινται ευθέως στις ρυθμίσεις του πρώτου κεφαλαίου του τμήματος Ε΄ του Συντάγματος. Ο εκδιδόμενος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 96, παρ. 5 Συντάγματος, εκτελεστικός νόμος μπορεί να ρυθμίσει το καθεστώς υπηρεσιακής καταστάσεως, κατ’ εκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων που επιβάλλονται από τη διπλή ιδιότητα του δικαστή και του αξιωματικού, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα εξασφαλίζεται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων»[1].
Το δικαστήριο, εδώ, μάς λέει ότι οι στρατιωτικοί δικαστές έχουν «διπλή» ή «διττή ιδιότητα»: «του δικαστή», αλλά ταυτόχρονα και «του αξιωματικού» ή «στελέχους των ενόπλων δυνάμεων». Και ότι, γι’ αυτόν τον λόγο, «δεν υπόκεινται ευθέως στις ρυθμίσεις του πρώτου κεφαλαίου του τμήματος Ε΄ του Συντάγματος», δηλαδή στις διατάξεις των άρθρων 87-92 που θέτουν τις συνταγματικές εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας. Μάς λέει, τέλος, ότι την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των στρατιωτικών δικαστών οφείλει να διασφαλίζει ο εκτελεστικός του άρθρου 96, παρ. 5 του Συντάγματος νόμος κατά τη ρύθμιση του καθεστώτος της υπηρεσιακής κατάστασής τους και, πάντως, κατ’ εκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων που επιβάλλονται από την παραπάνω διττή ή διπλή ιδιότητά τους.
Κανονικά, το δικαστήριο θα έπρεπε να σταθεί εδώ και να θέσει ένα ερώτημα που προκύπτει αμείλικτο από την προηγούμενη σκέψη του. Τα στρατιωτικά δικαστήρια είναι, κατά την απόφαση, «ειδικά ποινικά δικαστήρια». Ασκούν ποινική εξουσία, εκδικάζουν εγκλήματα και επιβάλλουν ποινές. Είναι δυνατόν να ασκείται ποινική εξουσία από δικαστήρια τα οποία δεν περιβάλλονται από το σύνολο των συνταγματικών εγγυήσεων λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας (πλην εκείνων του άρθρου 93, παρ. 2-4 στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 96 παρ. 5), αλλά μόνο από τις νομοθετικές εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας που θα δεήσει να δώσει ο εκτελεστικός νόμος; Με άλλη διατύπωση: είναι νοητό καν να υπάρχουν διαβαθμίσεις στη δικαστική ανεξαρτησία: πλήρης για τους λειτουργούς της τακτικής δικαιοσύνης και ‘λάιτ’ ή ‘β΄ διαλογής’ για τους δικαστές της στρατιωτικής δικαιοσύνης; Νοείται η άσκηση δικαστικής, και μάλιστα ποινικής, εξουσίας από πρόσωπα που περιβάλλονται με οτιδήποτε λιγότερο από τις πλήρεις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας που θέτουν τα άρθρα 87-92 του Συντάγματος[2];
Το δικαστήριο δεν έθεσε το ερώτημα. Προχώρησε στην εξέταση της υπόθεσης, για να κρίνει ότι «[τ]ο ειδικό μισθολόγιο των τακτικών δικαστικών λειτουργών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται ευθέως στους ποινικούς δικαστές της στρατιωτικής δικαιοσύνης» και, συνεπώς, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα «η παράλειψη του νομοθέτη να συμπεριλάβει τους δικαστικούς λειτουργούς των ενόπλων δυνάμεων στο ειδικό μισθολόγιο του ν. 2521/1997»[3]. Η υπόθεση έκλεισε. Η νομολογία διαμορφώθηκε.
Υπάρχει κάτι εξόχως προβληματικό εδώ. Η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού συνεπάγεται, εξ ορισμού, εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας –τις οποίες, άλλωστε, το άρθρο 96, παρ. 5 του Συντάγματος ανέκαθεν απαιτούσε και για τους στρατιωτικούς δικαστές[4]. Η ιδιότητα του αξιωματικού των ενόπλων δυνάμεων συνεπάγεται, επίσης εξ ορισμού, το ακριβώς αντίθετο: ιεραρχία και υπακοή σε διαταγές. Οι ιδιότητες του δικαστικού λειτουργού και του αξιωματικού είναι θεμελιωδώς αντίθετες μεταξύ τους. Δεν τίθεται καν θέμα κάποιου είδους εναρμόνισής τους: η μία αποκλείει την άλλη. Αν είμαι δικαστικός λειτουργός, δεν έχω ιεραρχικά ανώτερους, τις διαταγές των οποίων οφείλω να υπακούω. Και αν είμαι αξιωματικός, δεν διαθέτω λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία.
Καταπώς φαίνεται, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν προβληματίστηκε για την εγγενή αντίφαση της παραδοχής του ότι οι στρατιωτικοί δικαστές είναι, ταυτόχρονα, δικαστές και αξιωματικοί. Έχει βεβαίως μια δικαιολογία. Την παραδοχή αυτή δεν την έκανε πρωτογενώς. Ο εκτελεστικός του άρθρου 96, παρ. 5 του Συντάγματος νομοθέτης ήταν αυτός που, λίγα χρόνια πριν, με τον Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων, είχε καθιερώσει τη διττή ιδιότητα του δικαστή-αξιωματικού[5].
Όμως προσοχή: Το Σύνταγμα ανέκαθεν προέβλεπε, στο άρθρο 96, παρ. 5, ότι οι στρατιωτικοί δικαστές περιβάλλονται με «τις» εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87, παρ. 1. Ήδη αυτή η επιλογή του οριστικού άρθρου –αντί της αναφοράς αορίστως σε (κάποιες) εγγυήσεις– μάλλον σημαίνει πως, για το συντακτικό νομοθέτη, οι εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας συγκροτούν ένα ενιαίο μπλοκ που δεν νοείται διαφοροποίησή του ανάλογα με την κατηγορία των δικαστικών λειτουργών. Αν κάποιος είναι δικαστικός λειτουργός κατά το Σύνταγμα, τότε εξοπλίζεται με το σύνολο των εγγυήσεων δικαστικής ανεξαρτησίας. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαστικός λειτουργός κατά την έννοια του Συντάγματος. Αλλά τότε, δεν μπορεί να ασκεί ποινική εξουσία. Διότι το Σύνταγμα αναθέτει την άσκηση δικαστικής λειτουργίας στα δικαστήρια (άρθρο 26, παρ. 3) και δικαστήρια είναι μόνον όσα συγκροτούνται από πρόσωπα που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία (άρθρο 87, παρ. 1)[6].
Ακόμα κι αν κάποιος δεν υιοθετεί τον παραπάνω συλλογισμό, υπάρχει κάτι πολύ πιο προφανές. Το Σύνταγμα απαιτεί εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας για τους στρατιωτικούς δικαστές. Πουθενά δεν προβλέπει ούτε καν υπονοεί –και πώς θα μπορούσε άλλωστε;– ότι έχουν παράλληλα και την ιδιότητα του αξιωματικού. Αυτό υπήρξε επιλογή του κοινού νομοθέτη. Που, όμως, ελέγχεται για αντισυνταγματικότητα, αν αναιρεί τη συνταγματική απαίτηση της δικαστικής ανεξαρτησίας, όπως με κραυγαλέο τρόπο συμβαίνει με την απόδοση της ιδιότητας του αξιωματικού σε –τελικά, γι’ αυτό το λόγο, κατ’ όνομα μόνο– δικαστικούς λειτουργούς.
Εν τέλει: είναι δυνατόν να ασκείται ποινική εξουσία από πρόσωπα που δεν διαθέτουν πλήρεις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας και, άρα, είναι αμφίβολο αν είναι δικαστικοί λειτουργοί κατά την έννοια του Συντάγματος; Το ερώτημα δεν θα έπρεπε καν να τίθεται –παρά μόνον ως ρητορικό, με αυτονόητη την αρνητική απάντηση. Παρόλα αυτά, το Συμβούλιο της Επικρατείας, εμμέσως μεν αλλά πάντως σαφώς, το απάντησε θετικά. Εδώ ανακύπτει και ένα παρεμπίπτον ερώτημα: είναι δυνατόν το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας, εγγυητής του κράτους δικαίου, να μη βρίσκει κανένα πρόβλημα στη διαπίστωσή του ότι ποινική εξουσία ασκείται από πρόσωπα που δεν διαθέτουν πλήρεις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας;
Και εδώ έχει δικαιολογία. Δεν είναι το μόνο ανώτατο δικαστήριο που αποδέχθηκε αβασάνιστα πως τα στρατιωτικά δικαστήρια είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, λιποβαρή. Είχε προηγηθεί το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας του άρθρου 99 του Συντάγματος, το οποίο με την απόφαση 31/1997 έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι είναι απαράδεκτες αγωγές κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης, διότι οι τελευταίοι δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί κατά την έννοια των άρθρων 88-91 του Συντάγματος, προσθέτοντας την εξής σκέψη: «Δεν επιδρά δε εν προκειμένω το γεγονός ότι με ειδικό νόμο τα μέλη των παραπάνω στρατιωτικών δικαστηρίων είναι δυνατόν να περιβληθούν και με πραγματικές εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, διότι το στοιχείο αυτό δεν επαρκεί για να χαρακτηρισθούν ως δικαστικοί λειτουργοί κατά την προεκτεθείσα έννοια του όρου τούτου στα άρθρα 88-91 του Συντάγματος»[7].
Το δικαστήριο φαίνεται εδώ να δέχεται ότι με νόμο είναι απλώς «δυνατόν» –και, άρα, δεν είναι αναγκαίο– να περιβληθούν οι στρατιωτικοί δικαστές με εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας ή, πάντως, ότι οι εγγυήσεις αυτές μπορεί και να μην είναι «πραγματικές» (και, άρα, ενδέχεται να είναι εικονικές ή προσχηματικές;). Η σκέψη αυτή είναι, φυσικά, ευθέως αντίθετη στην απαίτηση του άρθρου 96, παρ. 5 του Συντάγματος, ήδη πριν την αναθεώρησή του, οι στρατιωτικοί δικαστές να περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87, παρ. 1.
Όμως και πάλι: είναι δυνατόν να ασκείται ποινική εξουσία από πρόσωπα που δεν έχουν καν την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού κατά την έννοια του Συντάγματος; Και είναι δυνατόν ανώτατο δικαστήριο να μην προβληματίζεται από τη διαπίστωσή του ότι ποινική εξουσία ασκείται από πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού;
ΙΙ. Η αντίδραση του αναθεωρητικού νομοθέτη: εξομοίωση στρατιωτικών με τακτικούς δικαστές
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα θα έπρεπε να είναι αυτονόητη. Όπως αυτονόητη θα έπρεπε να είναι η ερμηνεία του άρθρου 96, παρ. 5 του Συντάγματος, ήδη όπως ίσχυε πριν την αναθεώρησή του, την οποίαν υιοθέτησε ισχυρή μειοψηφία της απόφασης ΣτΕ 2857/2003. Σύμφωνα μ’ αυτή, «τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων απολαύουν όλων των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και, ως εκ τούτου, έχουν σαφώς την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, όπως την εγγυάται το άρθρο 26 του Συντάγματος και προσήκει σε κράτος δικαίου, το οποίο δεν επιτρέπει την υπαγωγή κατηγορίας πολιτών στη δικαιοδοσία δικαστηρίων με μειωμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Κατά ταύτα, η παραπομπή του άρθρου 96, παρ. 5 μόνο στο άρθρο 87, παρ. 1 του Συντάγματος αρκεί για να τους διασφαλίσει την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού και δεν απαιτείται παραπομπή και στα άρθρα 88 επ., τα οποία αποτελούν οργανωτικές εξειδικεύσεις της θεμελιώδους γενικής ρήτρας του άρθρου 87, παρ. 1. Η δομή αυτή των συνταγματικών διατάξεων αποσκοπεί προδήλως στο να καταστήσει δυνατή στον κοινό νομοθέτη την κατάλληλη προσαρμογή των ως άνω εξειδικεύσεων προς τις οργανωτικές ιδιαιτερότητες του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων»[8].
Ας κρατήσουμε τη φράση ότι το κράτος δικαίου δεν επιτρέπει την υπαγωγή κατηγορίας πολιτών στη δικαιοδοσία «δικαστηρίων με μειωμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας». Τέτοια ακριβώς όμως είναι τα στρατιωτικά δικαστήρια αν, όπως έγινε δεκτό στην απόφαση ΣτΕ 2857/2003, οι δικαστές που τα συγκροτούν δεν εξοπλίζονται με τις (πλήρεις) εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας των άρθρων 87-92 του Συντάγματος.
Το άρθρο 96, παρ. 5 του Συντάγματος, ήδη από το 1975, απαιτεί οι στρατιωτικοί δικαστές να περιβάλλονται με τις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87, παρ. 1. Όχι με κάποιες εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας[9]. Όχι με τις όποιες εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας δεήσει –αν δεήσει– να τους απονείμει ο εκτελεστικός νόμος[10]. Αλλά, συγκεκριμένα, με «τις» εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας «του» άρθρου 87 παρ. 1. Το οριστικό άρθρο σημαίνει: με όλες τις εγγυήσεις με τις οποίες περιβάλλονται κατά το Σύνταγμα οι δικαστικοί λειτουργοί. Τις ίδιες ακριβώς, ούτε περισσότερες ούτε λιγότερες.
Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι αυτή δεν είναι η μόνη δυνατή ερμηνεία του άρθρου 96, παρ. 5, είναι ωστόσο μια υποστηρίξιμη ερμηνεία και, πάντως, αυτή που εναρμονίζεται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη με τις αρχές του κράτους δικαίου. Παρόλα αυτά το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν την υιοθέτησε. Ένας από τους ιδρυτικούς μύθους του φιλελευθερισμού είναι πως τα δικαστήρια υπάρχουν για να διασφαλίζουν τα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Στην περίπτωση της νομολογίας που διαμορφώθηκε με την απόφαση ΣτΕ 2857/2003, βλέπουμε ένα δικαστήριο –και μάλιστα το ανώτατο διοικητικό της χώρας– να απορρίπτει την, απολύτως υποστηρίξιμη, ερμηνευτική εκδοχή που υπέδειξε η μειοψηφία των μελών του και να υιοθετεί μιαν ερμηνεία που, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είναι κι αυτή υποστηρίξιμη, πάντως δύσκολα εναρμονίζεται με τις αρχές του κράτους δικαίου, αλλά αντιθέτως καταλήγει σε ένα σοβαρό δικαιοκρατικό έλλειμμα: την ανοχή της άσκησης ποινικής εξουσίας από «δικαστήρια με μειωμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας».
Δεν είχαν όλα τα δικαστήρια την ίδια στάση. Υπήρξαν διοικητικά δικαστήρια που θεώρησαν αδιανόητο να ασκείται ποινική εξουσία από δικαστήρια χωρίς πλήρεις εγγυήσεις ανεξαρτησίας[11]. Όμως το ανώτατο δικαστήριο του κλάδου διαφώνησε και αναίρεσε τις αποφάσεις τους.
Το δικαιοκρατικό έλλειμμα ήρθε να αποκαταστήσει η πολιτική εξουσία –αυτή που, κατά τους ιδρυτικούς μύθους του φιλελευθερισμού, αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τα δικαιώματα και το κράτος δικαίου– με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019. Η αναθεώρηση του άρθρου 96, παρ. 5 ήρθε δεδηλωμένα ως αντίδραση στην παραπάνω νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο γενικός εισηγητής της, τότε, αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρωτοβουλία του οποίου υπήρξε η πρόταση αναθεώρησης της συγκεκριμένης διάταξης, δήλωνε ενώπιον της προτείνουσας βουλής: «Εμείς καταθέσαμε μία επιπλέον πρόταση που έχει να κάνει με την οριστική επίλυση της δικαστικής ιδιότητος με όλες τις προνομίες λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών. Υπάρχει στο ισχύον Σύνταγμα διάταξη που αναγνωρίζει στους στρατιωτικούς δικαστάς την υπηρεσιακή και λειτουργική και προσωπική τους εξομοίωση με τους υπόλοιπους δικαστές. Η νομολογία, όμως, του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2003 έβγαλε μία ακίδα, ένα πρόβλημα, γιατί θεώρησε ότι στο Σύνταγμα δεν υπήρχε ρητή αναφορά ως προς την εξομοίωση, παρά μόνο στο άρθρο 87 και δεν υπήρχε στο άρθρο 88 παράγραφος 2, φερ’ ειπείν, που μιλάει για τα μισθολογικά των τακτικών δικαστών, άρα δεν είναι πλήρως ισότιμοι με τους άλλους δικαστές οι στρατιωτικοί δικασταί. Άρα, αυτό καλούμαστε να το διορθώσουμε…»[12].
Η αναθεωρητική βουλή έκανε δεκτή την πρόταση και πλέον το άρθρο 96 παρ. 5 εδ. α΄ ορίζει, αίροντας όποια αμφιβολία μπορεί να υπήρχε, πως τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων «περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των λοιπών δικαστικών λειτουργών κατά το άρθρο 87, παρ. 1 του Συντάγματος και εξομοιώνονται ως προς όλα με τους τακτικούς δικαστές». Ο αναθεωρητικός νομοθέτης έδωσε απερίφραστη απάντηση στα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω: οι στρατιωτικοί δικαστές εξοπλίζονται με πλήρεις εγγυήσεις ανεξαρτησίας όπως και οι «λοιποί» δικαστικοί λειτουργοί της τακτικής δικαιοσύνης, προς τους οποίους εξομοιώνονται «ως προς όλα». Δεν νοείται άσκηση ποινικής εξουσίας από πρόσωπα που δεν διαθέτουν πλήρεις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας. Και, κατά μάλλον προφανή συνέπεια, δεν νοείται άσκηση ποινικής εξουσίας από πρόσωπα που, παράλληλα με την ιδιότητα του δικαστή, έχουν και αυτή του «αξιωματικού» ή «στρατιωτικού» ή «στελέχους των ενόπλων δυνάμεων».
ΙΙΙ. Η νομολογία μισθοδικείου και ΣτΕ μετά την αναθεώρηση
Στην αναθεωρημένη διάταξη του άρθρου 96, παρ. 5 διατηρήθηκε αυτούσιο το τελευταίο εδάφιο που, ήδη από το 1975, όριζε: «Τα σχετικά με τη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, καθώς και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους, ορίζονται με νόμο»[13]. Τέτοιος νόμος, που όρισε το χρόνο και τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 5, υπήρξε ο Κώδικας Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων που εκδόθηκε το 1995. Έκτοτε η συνταγματική διάταξη κατέστη και παραμένει εφαρμοστέο δίκαιο. Τίθεται το ζήτημα αν απαιτείται νέος νόμος για την έναρξη εφαρμογής των μεταβολών που επέφερε η τελευταία αναθεώρηση.
Συναφώς πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ των δύο μεταβολών που προβλέπονται, διακρινόμενες με το συνδετικό «και», στο νέο εδάφιο α΄ της παρ. 5: οι στρατιωτικοί δικαστές, αφενός, «περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των λοιπών δικαστικών λειτουργών» και, αφετέρου, «εξομοιώνονται ως προς όλα» με αυτούς. Η πρώτη μεταβολή είναι άμεσης εφαρμογής και δεν προϋποθέτει την έκδοση εκτελεστικού νόμου που να ορίζει το χρόνο και τον τρόπο εφαρμογής της. Με αυτήν απλώς διευκρινίζεται –κάτι που, όπως είπαμε, προέκυπτε ερμηνευτικά, ως μια υποστηρίξιμη ερμηνευτική εκδοχή, ήδη πριν την αναθεώρηση– ότι οι στρατιωτικοί δικαστές είναι δικαστικοί λειτουργοί κατά την έννοια του Συντάγματος με πλήρεις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας, όπως και οι «λοιποί» της τακτικής δικαιοσύνης. Κατ’ ουσίαν, με την αναθεώρηση κατέστη ισχύον δίκαιο, δηλαδή υποχρεωτική, η ερμηνευτική εκδοχή που είχε προταθεί από τη μειοψηφία της απόφασης ΣτΕ 2857/2003 αλλά απορρίφθηκε από το δικαστήριο.
Η δεύτερη μεταβολή, η ως προς όλα εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστών με αυτούς της τακτικής δικαιοσύνης, προϋποθέτει την έκδοση εκτελεστικού νόμου που θα ορίσει όχι μόνο την έναρξη εφαρμογής, αλλά κυρίως τον τρόπο προσαρμογής της εξομοίωσης στις θεσμικές ιδιαιτερότητες της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Το περιεχόμενο του νόμου αυτού κατά βάση διαγράφεται στο νέο εδάφιο β΄ της παρ. 5: «Νόμος ορίζει τη βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς, τη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος αυτού, των πειθαρχικών συμβουλίων του και τα της επιθεώρησης».
Τη διάκριση αυτή υιοθέτησε προσφάτως το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 του Συντάγματος με την απόφαση 2/2024, με την οποία έκρινε ότι, μετά την αναθεώρηση, έχει πλέον δικαιοδοσία για την εκδίκαση διαφορών σχετικά με τις αποδοχές στρατιωτικών δικαστών –οι οποίοι, κατά τούτο, αναγνωρίζονται ως δικαστές κατά την έννοια του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ότι, από το συνδυασμό του εδ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 96 με την παρ. 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος, «συνάγεται ότι αγωγές των δικαστικών λειτουργών των ενόπλων δυνάμεων κατά ατομικών πράξεων που αφορούν το καθεστώς μισθοδοσίας τους υπάγονται πλέον, μετά την αναθεώρηση, στην εξαιρετική δικαιοδοσία του προβλεπόμενου στο άρθρο 88 Ειδικού Δικαστηρίου» και ότι τούτο «δεν προϋποθέτει την προηγούμενη έκδοση του εκτελεστικού νόμου που προβλέπεται στα επόμενα εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 96»[14]. Το δικαστήριο έσπευσε μάλιστα να συμπληρώσει ότι «η συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου δεν ανέχεται την υπαγωγή κατηγορίας πολιτών στη δικαιοδοσία δικαστηρίων με μειωμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας»[15] –υιοθετώντας κατά τούτο τη γνώμη της μειοψηφίας της απόφασης ΣτΕ 2857/2003, απ’ όπου αντλεί τη φράση.
Μετά την αναθεώρηση, επομένως, η διάταξη του άρθρου 96, παρ. 5 του Συντάγματος είναι άμεσης εφαρμογής ως προς την επέκταση στους στρατιωτικούς δικαστές του συνόλου των συνταγματικών εγγυήσεων δικαστικής ανεξαρτησίας, μεταξύ των οποίων και η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88, παρ. 2 και, πρακτικά, για κάθε ζήτημα που διέπει το υπηρεσιακό καθεστώς τους για το οποίο δεν είναι αναγκαία η έκδοση εκτελεστικής νομοθεσίας εξομοίωσης. Για παράδειγμα, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 89, που απαγορεύει την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς (με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου), είναι αυτονοήτως και, πάντως, άμεσα εφαρμοστέα στους στρατιωτικούς δικαστές από τη θέση σε ισχύ του αναθεωρημένου Συντάγματος, καθόσον για την εφαρμογή της δεν είναι αναγκαία η έκδοση εκτελεστικής νομοθεσίας.
Αντιθέτως, δεν είναι άμεσα εφαρμοστέα στους στρατιωτικούς δικαστές η, εκτελεστική των άρθρων 87-92 του Συντάγματος, νομοθεσία που διέπει το υπηρεσιακό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών της τακτικής δικαιοσύνης, στο βαθμό που για την εφαρμογή της απαιτείται η έκδοση της, εκτελεστικής του άρθρου 96, παρ. 5, νομοθεσίας εξομοίωσης. Έτσι, το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88, παρ. 2, μολονότι αναγνώρισε πως, μετά την αναθεώρηση, εφαρμόζεται και στους στρατιωτικούς δικαστές η συνταγματική αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των δικαστικών λειτουργών[16], ωστόσο έκρινε πως δεν εφαρμόζεται άμεσα σε αυτούς το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών της τακτικής δικαιοσύνης, δεδομένου ότι δεν έχει ακόμα εκδοθεί ο εκτελεστικός της νέας συνταγματικής διάταξης νόμος, προκειμένου να ρυθμίσει «την βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς και το μισθολογικό καθεστώς τους»[17]. Η νομοθετική ρύθμιση του ειδικού μισθολογικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών των ενόπλων δυνάμεων επιβάλλεται πάντως να γίνει –καταλήγει το δικαστήριο– «εντός ευλόγου χρόνου από την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης συνταγματικής διάταξης, … ώστε να προβλέπονται ανάλογες προς το λειτούργημά τους αποδοχές»[18].
Σχεδόν ταυτόχρονα με την απόφαση 2/2024 του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88, εκδόθηκε η, παραπεμπτική στην επταμελή σύνθεση, απόφαση 1340/2024 του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας[19]. Με την απόφαση αυτή το δικαστήριο, παρότι αναγνωρίζει ότι με την αναθεώρηση του άρθρου 96, παρ. 5 επήλθε ουσιώδης μεταβολή στο συνταγματικό status των στρατιωτικών δικαστών, παρόλα αυτά εμμένει αδικαιολόγητα στην ατυχή κατασκευή της «διττής ιδιότητάς» τους ως δικαστών-στρατιωτικών (την οποία πρέπει να θεωρήσουμε ότι αποκήρυξε ο αναθεωρητικός νομοθέτης), πάνω στην οποία δομεί το συλλογισμό του[20].
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο δέχθηκε ότι «και μετά την κατά τα ανωτέρω συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2019, η οποία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αποβλέπει στην ουσιώδη ενίσχυση του υπηρεσιακού καθεστώτος τους και την εξομοίωσή του με αυτό των λοιπών δικαστικών λειτουργών, τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων διατηρούν την διπλή ιδιότητά τους ως δικαστικοί λειτουργοί αλλά και ως στελέχη του στρατεύματος, εφ’ όσον το Σύνταγμα εξακολουθεί να αναφέρεται σε σώμα (δικαστικό) των ενόπλων δυνάμεων. […] Επομένως, κατά την έννοια του Συντάγματος δεν είναι, κατ’ αρχήν, δυνατή η αυτόθροη εφαρμογή του συνόλου των σχετικών με την δικαιοσύνη συνταγματικών διατάξεων και στους στρατιωτικούς δικαστές ούτε η επέκταση επί μέρους συνταγματικών ρυθμίσεων που αφορούν το υπηρεσιακό καθεστώς των λοιπών δικαστών στους στρατιωτικούς δικαστές, οι οποίοι, όπως ήδη εκτέθηκε, διέπονται από ρυθμίσεις που προσιδιάζουν στην διττή ιδιότητά τους, ως μελών ειδικής ποινικής δικαιοδοσίας (στρατιωτική δικαιοσύνη), αλλά και ως στελεχών των ενόπλων δυνάμεων»[21]. Το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι, εφόσον δεν έχει ακόμα εκδοθεί η εκτελεστική του άρθρου 96, παρ. 5 νομοθεσία εξομοίωσης, για την υποχρεωτική αποχώρηση των στρατιωτικών δικαστών από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας παραμένουν εφαρμοστέες οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων –και όχι η συνταγματική διάταξη του άρθρου 88, παρ. 5.
Η παραδοχή στην οποία θεμελιώνεται η κρίση του δικαστηρίου είναι ελάχιστα πειστική. Και, μάλλον, αντίθετη σε αμφότερες τις μεταβολές τις οποίες επέφερε η αναθεώρηση του 2019. Η διατήρηση της «διπλής» ή «διττής ιδιότητας» των στρατιωτικών δικαστών ως δικαστών και στρατιωτικών είναι, εξ ορισμού, ασύμβατη με την περιβολή τους, πλέον, με (όλες) τις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας των «λοιπών» δικαστικών λειτουργών. Και, επιπροσθέτως, καθιστά αδύνατη, δηλαδή ματαιώνει, την «ως προς όλα» εξομοίωσή τους με τους τακτικούς δικαστές. Πολλώ δε μάλλον που η –καθαυτήν απολύτως υποστηρίξιμη– κρίση στην οποία κατέληξε το δικαστήριο μπορούσε, ή μάλλον όφειλε, να θεμελιωθεί σε έναν διαφορετικό, αλλά ισοδύναμου αποτελέσματος συλλογισμό.
Σύμφωνα με το άρθρο 88, παρ. 5 του Συντάγματος, οι δικαστικοί λειτουργοί έως το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους και όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους ή τους αντίστοιχους με αυτούς με τη συμπλήρωση του 67ου έτους. Μετά την αναθεώρηση του 2019, η διάταξη αυτή, με την οποία τίθεται μια εγγύηση δικαστικής ανεξαρτησίας, είναι εφαρμοστέα και στους στρατιωτικούς δικαστές. Δεν είναι ωστόσο άμεσης εφαρμογής, διότι προϋποθέτει την έκδοση της εκτελεστικής νομοθεσίας για τον καθορισμό της βαθμολογικής εξομοίωσής τους με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς. Ο εκτελεστικός νομοθέτης μπορεί (οφείλει) να καθορίσει την αντιστοιχία των βαθμών της στρατιωτικής δικαιοσύνης –στην οποία δεν υπάρχει βαθμός εφέτη– με αυτούς της τακτικής δικαιοσύνης, δεν επιτρέπεται όμως να παρεκκλίνει από τη συνταγματική πρόβλεψη ότι στρατιωτικοί δικαστές έως το βαθμό αντίστοιχο του εφέτη αποχωρούν υποχρεωτικά με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας, ενώ όσοι έχουν ανώτερο βαθμό με τη συμπλήρωση του 67ου έτους.
ΙV. Το μετέωρο βήμα της εξομοίωσης και το ανίσχυρο νομοθετικών ρυθμίσεων
Με την αναθεώρηση του 2019 η πολιτική εξουσία έκανε ένα πρώτο βήμα για την αποκατάσταση του δικαιοκρατικού ελλείμματος της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Το βήμα έμεινε μετέωρο. Περισσότερο από πέντε χρόνια μετά τη θέση σε ισχύ του αναθεωρημένου άρθρου 96, παρ. 5, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει ακόμα εκδώσει τον εκτελεστικό νόμο για την εξομοίωση των στρατιωτικών με τους τακτικούς δικαστές –καθιστώντας τη συνταγματική διάταξη, τουλάχιστον εν μέρει, αδρανή[22]. Η ίδια πλειοψηφία που, ως αναθεωρητική βουλή, υπερψήφισε την αναθεωρημένη διάταξη, ως κοινή βουλή πλέον, την περιφρονεί απροκάλυπτα, αδιαφορώντας για την υλοποίηση της συνταγματικής επιταγής. Η αδράνεια του νομοθέτη συνεπάγεται σοβαρή υποβάθμιση της κανονιστικότητας του Συντάγματος[23]. Ενώ η πολιτική εξουσία ως αναθεωρητικός νομοθέτης, ασκώντας «μεγάλη» πολιτική, αναγνώρισε το δικαιοκρατικό έλλειμμα και την ανάγκη αποκατάστασής του, η πολιτική εξουσία ως κυβέρνηση και κοινός νομοθέτης, κατά την τρέχουσα διαχείριση της πολιτικής, φαίνεται πως δεν είναι διατεθειμένη να αποχωριστεί τα προνόμια που αυτό ακριβώς το δικαιοκρατικό έλλειμμα της στρατιωτικής δικαιοσύνης τής προσφέρει.
Αμφότερα τα ανώτατα δικαστήρια που κλήθηκαν να εφαρμόσουν τη νέα διάταξη του άρθρου 96, παρ. 5 επισήμαναν, με τη μορφή έντονης υπόδειξης, το συνταγματικό πρόβλημα που προκαλείται από την αδράνεια του νομοθέτη, χωρίς πάντως να καταλήξουν σε κρίση αντισυνταγματικότητας. Το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 έκρινε ότι, «εφόσον στο Σύνταγμα δεν καθορίζεται ειδικώς ο χρόνος εντός του οποίου ο νομοθέτης υποχρεούται να εκδώσει τον εκτελεστικό της νέας συνταγματικής διάταξης νόμο», η πάροδος διετίας από την έναρξη της ισχύος της δεν επιβάλλει την ικανοποίηση του αγωγικού αιτήματος για καταβολή στους στρατιωτικούς δικαστές των αποδοχών που προβλέπονται για τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών δικαστηρίων, «ούτε με άμεση εφαρμογή της αναθεωρημένης διάταξης ούτε και δυνάμει του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Δοθέντος, όμως, ότι κατά τον χρόνο συζήτησης της παρούσας υπόθεσης στο ακροατήριο [15.12.2022] είχε ήδη παρέλθει τριετία από την αναθεώρηση του Συντάγματος […] είναι επιβεβλημένη η τάχιστη, χωρίς άλλη καθυστέρηση, ολοκλήρωση των ενεργειών με την ψήφιση του σχετικού νόμου»[24].
Στο ίδιο πνεύμα, το Γ΄ τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχθηκε ότι, «λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι στο κράτος δικαίου οι συνταγματικές επιταγές δεν είναι ανεκτό να αποδυναμώνονται από την αδράνεια του κοινού νομοθέτη, ο νόμος αυτός πρέπει να εκδοθεί εντός ευλόγου χρόνου από την αναθεώρηση της παρ. 5 του άρθρου 96 του Συντάγματος, η πάροδος του οποίου ελέγχεται από το Δικαστήριο τούτο»[25], για να καταλήξει στην κρίση –η οποία πάντως παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του τμήματος– ότι η πάροδος δυόμιση ετών από την αναθεώρηση δεν συνιστά υπέρβαση του εύλογου χρόνου[26].
Έστω και έτσι, η αδράνεια του νομοθέτη καθιστά ανενεργή τη νέα συνταγματική διάταξη του άρθρου 96 παρ. 5 κατά το ήμισυ μόνο, δηλαδή κατά το μέρος που προβλέπει την «ως προς όλα» εξομοίωση των στρατιωτικών με τους τακτικούς δικαστές, για την οποία είναι αναγκαία η έκδοση του εκτελεστικού νόμου. Πέραν αυτής, η άλλη μεταβολή που επέφερε η συνταγματική διάταξη, η επέκταση στους στρατιωτικούς δικαστές των συνταγματικών εγγυήσεων των άρθρων 87-92, είναι όπως είπαμε άμεσης εφαρμογής για κάθε ζήτημα για το οποίο δεν είναι αναγκαία η έκδοση του εκτελεστικού νόμου.
Είναι, ως εκ τούτου, αναγκαία η συνολική επανεξέταση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει το καθεστώς των στρατιωτικών δικαστών, προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι ρυθμίσεις του παραμένουν συμβατές με τη νέα συνταγματική διάταξη του άρθρου 96, παρ. 5 ή αν (και ποιες απ’ αυτές) έχουν καταστεί ανίσχυρες ως ασύμβατες με αυτήν. Συναφώς, το άρθρο 112, παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει: «Σε θέματα που για τη ρύθμισή τους προβλέπεται ρητά από διατάξεις του Συντάγματος η έκδοση νόμου, οι κατά περίπτωση νόμοι ή διοικητικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, που υπάρχουν κατά την έναρξη της ισχύος του, εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να εκδοθεί ο νόμος που προβλέπεται κατά περίπτωση, εκτός αν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του Συντάγματος».
Το βασικό σχετικό νομοθέτημα είναι ο Κώδικας Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων (ν. 2304/1995), που συμπληρώνεται από διατάξεις άλλων νόμων ή κανονιστικών πράξεων. Ήδη από τη θέσπισή του, ο Κώδικας ήταν εξόχως προβληματικός. «Δικονομικό ‘τέρας’» τον έχει αποκαλέσει, όχι αδίκως, ο καθηγητής Αδάμ Παπαδαμάκης[27], ο οποίος έχει επισημάνει από χρόνια –αλλά, δυστυχώς, ως φωνή βοώντος…– τα σοβαρά ελλείμματα και προβλήματά του[28]. Αρκετές ρυθμίσεις του ήταν αμφίβολης συνταγματικότητας ήδη πριν την αναθεώρηση του άρθρου 96, παρ. 5. Μετά την αναθεώρηση, η αντισυνταγματικότητά τους πρέπει να θεωρείται βέβαιη.
Καταρχάς, προδήλως αντισυνταγματικές είναι πλέον όλες οι ρυθμίσεις του Κώδικα που προσδίδουν στους στρατιωτικούς δικαστές την (παράλληλη) ιδιότητα αξιωματικού[29]. Η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού που περιβάλλεται με το σύνολο των συνταγματικών εγγυήσεων ανεξαρτησίας είναι θεμελιωδώς ασύμβατη με την ιδιότητα του αξιωματικού, που συνεπάγεται την υποχρέωση υπακοής σε διαταγές. Ενδεικτικά: σύμφωνα με το άρθρο 10, παρ. 3 του Κώδικα, οι στρατιωτικοί δικαστές δίνουν κατά το διορισμό τους, παράλληλα με τον όρκο του δικαστικού λειτουργού, και τον όρκο του στρατιωτικού. Δηλαδή ορκίζονται «υποταγή εις τους ανωτέρους» και ότι θα εκτελούν «προθύμως και άνευ αντιλογίας τας διαταγάς των»[30]. Το στρατιωτικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου δίνεται σε δημόσια συνεδρίαση ο όρκος διοριζόμενου στρατιωτικού δικαστή υποχρεούται, εκ του άρθρου 93, παρ. 4 του Συντάγματος, να μην εφαρμόσει τη διάταξη του Κώδικα κατά το μέρος αυτό και να δεχθεί να δοθεί μόνος ο όρκος του δικαστικού λειτουργού.
Αντισυνταγματικές είναι, για τον ίδιο λόγο, και όλες οι ρυθμίσεις της λοιπής νομοθεσίας που υπάγουν τους στρατιωτικούς δικαστές σε ρυθμίσεις που ισχύουν για αξιωματικούς, χωρίς αυτές να συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τη δικαστική ιδιότητά τους, όπως για παράδειγμα το άρθρο 8, παρ. 1 του π.δ. 390/1997 (Α΄ 276) που, κατά παραπομπή στο άρθρο 5, παρ. 4 του π.δ. 11/2014 (Α΄ 17) για τη σωματική ικανότητα του στρατιωτικού προσωπικού, θέτει ως προσόν για τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεων στρατιωτικών δικαστών τη μη υπέρβαση ορισμένου δείκτη μάζας σώματος[31].
Περαιτέρω, κραυγαλέα αντισυνταγματικός είναι πλέον ο Κανονισμός Οργάνωσης και Αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (π.δ. 95/2009, Α΄ 119). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κανονισμού, η διεύθυνση είναι διοικητική υπηρεσία που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας. Σύμφωνα με το άρθρο 2, της διεύθυνσης προΐσταται ex officio ο πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, δηλαδή ο ανώτατος λειτουργός της στρατιωτικής δικαιοσύνης, ενώ σ’ αυτή τοποθετούνται επίσης τρεις στρατιωτικοί δικαστές. Όμως η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς είναι ευθέως αντίθετη στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, η οποία είναι άμεσης εφαρμογής, διότι δεν ισχύει υπό την επιφύλαξη του νόμου και, επομένως, για την εφαρμογή της δεν είναι αναγκαία η έκδοση εκτελεστικής νομοθεσίας εξομοίωσης. Και βεβαίως είναι προφανές ότι η διεύθυνση είναι διοικητική υπηρεσία και όχι συμβούλιο ή επιτροπή που ασκεί αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της παρ. 2 του ίδιου άρθρου.
Η παράθεση νομοθετικών διατάξεων που, αν δεν είναι προδήλως αντισυνταγματικές, είναι πάντως πλέον (εξαιρετικά) αμφίβολης συνταγματικότητας θα μπορούσε να συνεχιστεί επί μακρόν[32]. Θα ανέμενε κανείς ότι, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 και εν αναμονή της θέσπισης της εκτελεστικής νομοθεσίας εξομοίωσης, ο νομοθέτης θα απείχε από τη θέσπιση νέων διατάξεων που δεν συμβιβάζονται με τις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών. Συνέβη, δυστυχώς, το ακριβώς αντίθετο.
Σε μιαν αδιανόητη για δικαιοκρατούμενη πολιτεία κίνηση, τον Ιούνιο του 2020 ψηφίστηκε το άρθρο 363 του ν. 4700/2020 (Α΄ 127), με το οποίο (υποτίθεται ότι) «ανεστάλη» για ένα έτος το άρθρο 63 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων, που θέτει τα ηλικιακά όρια αποχώρησης των στρατιωτικών δικαστών –στην πραγματικότητα, παρατάθηκε κατά ένα έτος, μία μόλις μέρα πριν εκπνεύσει (!), η θητεία ορισμένων στρατιωτικών δικαστών[33]. Περιττεύει να αναφερθεί η σημασία που έχει για τη δικαστική ανεξαρτησία ο βέβαιος και εκ των προτέρων καθορισμένος χρόνος αποχώρησης των δικαστικών λειτουργών. Κατά τη συγκλίνουσα γνώμη που διατυπώθηκε στην απόφαση ΣτΕ 3838/2012 Ολομ., «συμπλήρωμα και αυτονόητη προϋπόθεση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών είναι και η θέσπιση αυστηρού πλαισίου για τους όρους λήξης της δικαστικής ιδιότητας, η οποία, κατά την έννοια του άρθρου 87, παρ. 1 του Συντάγματος στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 96, παρ. 5 αυτού, πρέπει να λήγει με τη συμπλήρωση σταθερά προσδιοριζομένου εκ των προτέρων ορίου ηλικίας, μετά την πάροδο και μόνον του οποίου ο στρατιωτικός δικαστής αποχωρεί υποχρεωτικά από την υπηρεσία»[34].
Αν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία για το μείζον δικαιοκρατικό έλλειμμα της στρατιωτικής δικαιοσύνης, αυτή η κραυγαλέα, σε βαθμό ευτελισμού, προσβολή της ανεξαρτησίας της το επιβεβαίωσε περίτρανα. Δεν νοείται ο χρόνος αφυπηρέτησης δικαστικού λειτουργού να μην είναι βέβαιος, αλλά να εξαρτάται από τη βούληση και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του «εποπτεύοντος» υπουργού. Εξίσου, ή και περισσότερο, εντυπωσιακή υπήρξε η δικαιολόγηση της ρύθμισης, με την προσχηματική επίκληση του αναθεωρημένου άρθρου 96, παρ. 5 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, «έννομη συνέπεια της συνταγματικής αναθεώρησης είναι, μεταξύ άλλων, και η μεταβολή των ορίων ηλικίας αποχώρησης από την υπηρεσία» από το 60ο και 62ο έτος που προβλέπει το άρθρο 63 του Κώδικα στο 65ο και 67ο που προβλέπει το άρθρο 88, παρ. 5 του Συντάγματος. Ενόψει αυτών, συνεχίζει η έκθεση, «ούτε ο ν. 2304/1995 μπορεί να εφαρμοστεί, ως αντίθετος στο Σύνταγμα, ούτε έχει εκδοθεί ακόμα ο εκτελεστικός νόμος που προβλέπει το Σύνταγμα και έτσι υπάρχει ανάγκη προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης αυτής, έτσι ώστε να μην εφαρμοσθούν τα παραπάνω όρια ηλικίας σε όσους δικαστικούς λειτουργούς καταλαμβάνονται από αυτά. Για τον σκοπό αυτόν αναστέλλεται η εφαρμογή του άρθρου 63 του ΚΔΣΕΔ, ώστε να δοθεί χρόνος για την έκδοση του νόμου που προβλέπει το Σύνταγμα, ο οποίος και θα ρυθμίσει συνολικά όλα τα ζητήματα που άπτονται του περιεχομένου της αναθεωρηθείσας συνταγματικής πρόβλεψης»[35].
Το πόσο προσχηματικά υπήρξαν όσα επικαλείται ο νομοθέτης του άρθρου 363 του ν. 4700/2020 προκύπτει και μόνο από το γεγονός ότι τεσσεράμισι έτη μετά την, υποτίθεται, «προσωρινή ρύθμιση», ώστε «να δοθεί χρόνος» για την έκδοση του εκτελεστικού νόμου, όχι μόνο δεν έχει εκδοθεί τέτοιος νόμος, αλλά αντιθέτως εξακολουθεί κάθε Ιούνιο έκτοτε, πλην του Ιουνίου του 2020, να εφαρμόζεται το, κατά δήλωση του νομοθέτη, αντισυνταγματικό άρθρο 63 του Κώδικα. Αυτή η δήλωση του νομοθέτη, ωστόσο, επιβεβαιώνει όσα προεκτέθηκαν[36]: το άρθρο 88, παρ. 5 του Συντάγματος είναι εφαρμοστέο στους στρατιωτικούς δικαστές, αν και όχι άμεσης εφαρμογής, αφού πρέπει πρώτα να εκδοθεί ο εκτελεστικός νόμος που θα καθορίσει ποιοι στρατιωτικοί δικαστές έχουν βαθμό αντίστοιχο του εφέτη (και αποχωρούν στο 65ο έτος της ηλικίας τους) και ποιοι ανώτερο (και αποχωρούν στο 67ο έτος). Μέχρι τότε, η ρύθμιση του άρθρου 63 του Κώδικα (αποχώρηση στο 60ο έτος για στρατιωτικούς δικαστές μέχρι το βαθμό Α΄ και στο 62ο έτος για αναθεωρητές) είναι αντισυνταγματική. Αλλά η μόνη δυνατότητα άρσης της αντισυνταγματικότητας που διαθέτει ο νομοθέτης είναι να προβλέψει την εφαρμογή των συνταγματικών ορίων αποχώρησης. Οποιαδήποτε άλλη νομοθετική ρύθμιση –όπως εδώ η παράταση κατά ένα έτος των ορίων του Κώδικα– πάσχει από αντισυνταγματικότητα, καθώς προβάλλει όχι μόνο το άρθρο 87, παρ. 1, αλλά αυτοτελώς και το άρθρο 88, παρ. 5 του Συντάγματος.
V. Και τώρα τί;
Υπάρχει στην αγγλική γλώσσα η έκφραση «ελέφαντας στο δωμάτιο» (elephant in the room). Αναφέρεται σε κάτι που είναι τόσο προφανές, όλοι το βλέπουν –δεν μπορεί να μη το βλέπουν–, αλλά κανείς δεν συζητάει γι’ αυτό. Διαχρονικά, η στρατιωτική ποινική δικαιοσύνη αποδίδεται σε ένα θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο με σοβαρά δικαιοκρατικά ελλείμματα. Τα στρατιωτικά δικαστήρια λειτουργούν, κατά την έκφραση της μειοψηφίας στην απόφαση ΣτΕ 2857/2003, «με μειωμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας». Το ότι η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει σημαίνει πως βολεύει αρκετούς. Σίγουρα την πολιτική εξουσία, στην οποία προσφέρει αυξημένα περιθώρια παρεμβάσεων. Συνηθίζουμε να αντιλαμβανόμαστε τα ποινικά δικαστήρια ως δικαστήρια που επιβάλλουν ποινές, «βάζουν κόσμο στη φυλακή». Όμως επίσης απαλλάσσουν από κατηγορίες. Υπό το πρίσμα αυτό, ίσως να είναι εξηγήσιμο το διαχρονικό έλλειμμα αντίδρασης απέναντι στο, προφανές, πρόβλημα.
Σε μια σπάνια –αλλά δυστυχώς, όπως αποδείχθηκε, πρόσκαιρη– δικαιοκρατική αναλαμπή, η πολιτική εξουσία ως αναθεωρητικός νομοθέτης διακήρυξε το 2019 τη βούλησή της να αποκαταστήσει το δικαιοκρατικό έλλειμμα της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Η πολιτική εξουσία ως κυβέρνηση και νομοθέτης δεν σεβάστηκε την εντολή που η ίδια, με τη συνταγματική αναθεώρηση, έδωσε στον εαυτό της. Περισσότερα από πέντε χρόνια έχουν περάσει και ο εκτελεστικός νόμος για την υλοποίηση της συνταγματικής επιταγής δεν έχει εκδοθεί. Έτσι, στο υφιστάμενο δικαιοκρατικό έλλειμμα ήρθε να προστεθεί ακόμη ένα: η περιφρόνηση μιας σαφούς συνταγματικής επιταγής – η αποδυνάμωση της οποίας λόγω αδράνειας του νομοθέτη δεν είναι ανεκτή στο κράτος δικαίου, όπως διακήρυξε η απόφαση ΣτΕ 1340/2024.
Η υφιστάμενη κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Όπως με αφοπλιστική ειλικρίνεια συνομολόγησε ο ίδιος ο νομοθέτης του ν. 4700/2020, ούτε η υφιστάμενη νομοθεσία μπορεί πλέον να εφαρμοστεί, ως αντισυνταγματική, αλλά ούτε έχει εκδοθεί ακόμα ο αναγκαίος για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας εκτελεστικός νόμος. Τα στρατιωτικά δικαστήρια λειτουργούν αυτή τη στιγμή σε μια ιδιότυπη κατάσταση limbo, μετεωριζόμενα μεταξύ ενός δικαιοκρατικού και ενός συνταγματικού ελλείμματος. Η μη εφαρμογή της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 96, παρ. 5 είναι μια πληγή στο Σύνταγμα. Κυρίως, όμως, η συνεχιζόμενη άσκηση ποινικής εξουσίας από δικαστές χωρίς πλήρεις εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας που θεωρούνται ταυτόχρονα «στρατιωτικοί» είναι μια πληγή στο κράτος δικαίου –που είναι και σοβαρότερη.
Όπως έχει από χρόνια πειστικά υποστηρίξει ο καθηγητής Αδάμ Παπαδαμάκης, η στρατιωτική δικαιοσύνη είναι δικαιοσύνη «για» το στρατό και όχι «μέσα» στο στρατό[37]. Τα στρατιωτικά δικαστήρια είναι «για» τις ένοπλες δυνάμεων και όχι «των» ενόπλων δυνάμεων[38]. Ποινικοί δικαστές δεν νοείται να είναι στρατιωτικοί, ούτε ποινικά δικαστήρια στρατιωτικές υπηρεσίες. Ενόψει όλων αυτών, υπάρχουν, νομίζω, δύο μόνον επιλογές. Η προφανής επιλογή είναι να υπάρξει –άμεσα![39]– μια γενναία και σαρωτική νομοθετική μεταρρύθμιση, προκειμένου τα στρατιωτικά δικαστήρια να εξομοιωθούν πλήρως με τα τακτικά, δηλαδή να γίνουν πραγματικά δικαστήρια κατά την έννοια του Συντάγματος, συγκροτούμενα από δικαστές με πλήρεις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Το πρώτο από το οποίο πρέπει να ξεκινήσει μια τέτοια μεταρρύθμιση είναι η αποκοπή κάθε δεσμού των στρατιωτικών δικαστηρίων με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και η μεταφορά τους, μαζί με τα τακτικά δικαστήρια, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης[40].
Εναλλακτικά, εάν δεν υπάρχει –όπως μέχρι στιγμής διαφαίνεται– η βούληση να εφαρμοστεί η συνταγματική επιταγή του άρθρου 96, παρ. 5, η μόνη άλλη επιλογή είναι να καταργηθούν τα στρατιωτικά δικαστήρια και να υπάγονται οι στρατιωτικοί στην κοινή ποινική δικαιοδοσία. Το άρθρο 96, παρ. 4 προβλέπει ότι «ειδικοί νόμοι» ορίζουν τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν «μπορεί» να υπαχθούν ιδιώτες. Μόνο στρατιωτικοί μπορεί να υπαχθούν σε αυτά. Η διάταξη είναι επιτρεπτική. Επιτρέπει στο νομοθέτη να εξαιρέσει τους στρατιωτικούς από την κοινή ποινική δικαιοδοσία, υπάγοντάς τους σε μιαν άλλη ειδική. Αν δεν γίνει χρήση της δυνατότητας, επανέρχεται ο κανόνας –σύμφωνος, άλλωστε, με την αρχή της ποινικής ισονομίας– της υπαγωγής τους στα τακτικά δικαστήρια.
Και κάτι τελευταίο: ακόμα κι αν διατηρηθούν τα στρατιωτικά δικαστήρια, οφείλουν να εξαιρεθούν από τη δικαιοδοσία τους οι λιμενικοί[41]. Στην ελληνική έννομη τάξη υπάρχει ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας. Μπορεί τα σώματα ασφαλείας να θεωρούνται στρατιωτικά οργανωμένα και τα στελέχη τους να χαρακτηρίζονται στρατιωτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, όμως συνιστούν σαφώς διακεκριμένη κατηγορία σε σχέση με τους στρατιωτικούς, δηλαδή το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων. Στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 96, παρ. 4, στο οποίο κατονομάζονται τα «στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία», υπάγεται μόνο το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων, όχι και των σωμάτων ασφαλείας. Δεν δικαιολογείται η υπαγωγή στη στρατιωτική ποινική δικαιοσύνη των λιμενικών, που είναι προσωπικό σώματος ασφαλείας, όπως άλλωστε δεν δικαιολογείται και η διαφοροποίησή τους σε σχέση με το προσωπικό του έτερου σώματος ασφαλείας, τους αστυνομικούς, που υπάγονται στην τακτική ποινική δικαιοσύνη.
[1] ΣτΕ 2857/2003 Ολομ., σκέψη 6 (η έμφαση προστέθηκε). Ομοίως, και παγίως, ΣτΕ 3838/2012 Ολομ.· 684/2011· 4330/2009· 3688/2008· 1303/2007· 1556/2006· 3119/2006· 1096/2005· 1875-1877/2005· 3059/2015· 3166/2015· 3521/2005· 1375/2004· 2987-2988/2004 κ.ά. Σε νεότερες αποφάσεις γίνεται λόγος για τη διττή ιδιότητα «του δικαστή και του στρατιωτικού» (ΣτΕ 536/2021· 659-660/2021· 1089/2021). Με την απόφαση ΣτΕ 1185/2011 κρίθηκε, μάλιστα, ότι η απόρριψη αιτήματος χορήγησης άδειας ανατροφής τέκνου στρατιωτικού δικαστή «αφορά σε θέμα υπηρεσιακής κατάστασης αξιωματικού των Ενόπλων Δυνάμεων» (σκέψεις 7 και 9). Εδώ φαίνεται πως η ιδιότητα του αξιωματικού υπερισχύει εκείνης του δικαστή.
[2] Το Σύνταγμα προβλέπει σε κάποιες περιπτώσεις, κατά παρέκκλιση του άρθρου 87, παρ. 1, την άσκηση ποινικής ή άλλης δικαστικής εξουσίας από πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού. Αστυνομικές αρχές μπορούν να εκδικάζουν αστυνομικές παραβάσεις που τιμωρούνται με πρόστιμο και αρχές αγροτικής ασφάλειας αγροτικά πταίσματα και τις σχετικές ιδιωτικές διαφορές (άρθρο 96 παρ. 2). Τα μικτά ορκωτά δικαστήρια συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και, παράλληλα, από ενόρκους πολίτες (άρθρο 97). Επίσης τα ανώτατα ειδικά δικαστήρια των άρθρων 100, 99 και 88 παρ. 2 συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και, παράλληλα, από καθηγητές πανεπιστημίου ή δικηγόρους. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η άσκηση δικαστικής εξουσίας από πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού ή η συμμετοχή τέτοιων προσώπων σε δικαστήρια προβλέπεται από ειδική συνταγματική διάταξη.
[3] ΣτΕ 2857/2003 Ολομ., σκέψη 6.
[4] Πριν την αναθεώρηση του 2019, το άρθρο 96, παρ. 5 του Συντάγματος όριζε: «Τα δικαστήρια του στοιχείου α΄ της προηγούμενης παραγράφου συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, που περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος. Για τις συνεδριάσεις και αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 93. […]» (η έμφαση προστέθηκε).
[5] Ν. 2304/1995 «Κύρωση του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων» (Α΄ 83). Από σειρά διατάξεων του Κώδικα προκύπτει οι στρατιωτικοί δικαστές έχουν, παράλληλα με την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, και αυτή του αξιωματικού των ενόπλων δυνάμεων. Ενδεικτικά, οι στρατιωτικοί δικαστές δίνουν, παράλληλα με τον όρκο του δικαστικού λειτουργού, και τον όρκο του στρατιωτικού (άρθρο 10, παρ. 3), σε περίοδο πολέμου φέρουν στρατιωτική στολή (άρθρο 140, παρ. 4), προβλέπεται βαθμολογική αντιστοιχία τους με τους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων (άρθρο 142). Κυρίως, προβλέπεται ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα στρατιωτικού δικαστή κάθε συμπεριφορά «ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του ως δικαστικού λειτουργού ή ως αξιωματικού» (άρθρο 71, παρ. 1). Τέλος, προβλέποντας ότι οι στρατιωτικοί δικαστές δωσιδικούν ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων «όταν εξαιρούνται της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων για τα παρ’ αυτών πραττόμενα εγκλήματα» (άρθρο 144), ο Κώδικας τους υπάγει, τουλάχιστον καταρχήν, στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Βλ. Παπαδαμάκη Αδ., Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 9η έκδ., Εκδ. Σάκκουλα, 2021, σ. 26, υποσημ. 4.
[6] Εκτός από τις εξαιρέσεις που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει, περιοριστικά, με ειδικές διατάξεις του, βλ. παραπάνω, υποσημ. 2.
[7] ΕιδΔικΚακοδ 31/1997, Αρμ 1998, σ. 226 επ. (η έμφαση προστέθηκε).
[8] ΣτΕ 2857/2003 Ολομ., σκέψη 6 (γνώμη μειοψηφίας έντεκα μελών του δικαστηρίου, η έμφαση προστέθηκε).
[9] Όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η απόφαση ΣτΕ 2857/2003 Ολομ.
[10] Όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η απόφαση ΕιδΔικΚακοδ 31/1997, ό.π.
[11] ΔΕφΑθ 2229/2000, ΤοΣ 2001, σ. 416 επ., με σημείωμα Παπαδαμάκη Α.· ομοίως οι αποφάσεις ΔΕφΑθ 2228/2000· 2230/2000· 4651/2002· 4826/2002· 5549/2002, 267/2003· 930/2003· 1158/2003 κ.ά., οι οποίες αναιρέθηκαν με τις αναφερόμενες παραπάνω (υποσημ. 1) αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
[12] Πρακτικά συνεδριάσεων Επιτροπής Αναθεώρησης Συντάγματος, ΙΖ΄ Περίοδος, Συνεδρίαση ΙΣΤ΄ της 17.1.2019 (Κ. Τασούλας, Γενικός εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας). Στο ίδιο πνεύμα και η τοποθέτηση, στην ίδια συνεδρίαση, της βουλεύτριας της Νέας Δημοκρατίας Όλγας Κεφαλογιάννη: «Κατά το άρθρο 96 παράγραφος 5 του Συντάγματος, τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων και τα μέλη αυτά περιβάλλονται με τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Παρά ταύτα, η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2003 με απόφασή της δέχθηκε ότι οι στρατιωτικοί δικαστές δεν δικαιούνται το ειδικό μισθολόγιο των δικαστών. Το σκεπτικό βασίστηκε στο γεγονός ότι στο ισχύον Σύνταγμα η παράγραφος 5 του άρθρου 96 δεν παραπέμπει στο άρθρο 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος που αφορά στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρούμε ότι οι εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών δεν μπορεί να παρέχονται εν μέρει. Η πρότασή μας για τροποποίηση του σχετικού άρθρου λειτουργεί ακριβώς προς την κατεύθυνση αυτή, της περιβολής δηλαδή όλων ανεξαιρέτως των συνταγματικών εγγυήσεων της προσωπικής και της λειτουργικής ανεξαρτησίας της στρατιωτικής δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων περί αποδοχών» (η έμφαση προστέθηκε).
[13] Είναι το εδάφιο δ΄ της διάταξης όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2019 και το εδάφιο γ΄ της διάταξης όπως ίσχυε πριν από αυτή.
[14] Ειδ.Δικ. άρθρου 88 Συντ. 2/2024, σκέψη 6 (η έμφαση προστέθηκε).
[15] Ό.π., σκέψη 7.
[16] Ό.π.: «Ιδιαίτερης δε μισθολογικής μεταχείρισης τυγχάνουν πλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 96 όπως ισχύει, και οι δικαστικοί λειτουργοί των ενόπλων δυνάμεων και, επομένως, οι αποδοχές τους πρέπει να καθορίζονται από τον νομοθέτη αυτοτελώς, σε επίπεδο ανώτερο σε σχέση με το λοιπό προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και με βάση τις αρχές που διέπουν το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών των τακτικών δικαστηρίων» (η έμφαση προστέθηκε).
[17] Ό.π.
[18] Ό.π.
[19] Η απόφαση ΣτΕ 1340/2024 εκδόθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου και η απόφαση Ειδ.Δικ. άρθρου 88 Συντ. 2/2024 την 1η Οκτωβρίου 2024.
[20] Στην απόφαση 2/2024 το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 αποφεύγει, προφανώς συνειδητά, οποιαδήποτε αναφορά στη «διττή» ή «διπλή ιδιότητα» των στρατιωτικών δικαστών και τη σχετική νομολογία. Σε ένα σημείο του σκεπτικού αναφέρεται μεν στην «ιδιαιτερότητα των δικαστικών λειτουργών των στρατιωτικών δικαστηρίων, ως στελεχών των ενόπλων δυνάμεων που ανήκουν σε ειδικό σώμα αυτών», η οποία «διατηρείται κατ’ αρχήν και μετά την αναθεώρηση της διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου 96» (σκέψη 7), η αναφορά αυτή ωστόσο γίνεται εν παρόδω, καθώς δεν είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του συμπεράσματος του συλλογισμού του. Το Ειδικό Δικαστήριο έκρινε πως, μολονότι στο πεδίο εφαρμογής της κατά το άρθρο 88, παρ. 2 αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης υπάγονται πλέον και οι στρατιωτικοί δικαστές, ωστόσο το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών της τακτικής δικαιοσύνης δεν εφαρμόζεται άνευ ετέρου σε αυτούς, δεδομένου, αφενός, ότι δεν έχει ακόμα εκδοθεί ο εκτελεστικός νόμος για τη βαθμολογική αντιστοιχία τους με τους τακτικούς δικαστές και, αφετέρου, ότι η κατά το άρθρο 96, παρ. 5 εξομοίωσή τους με εκείνους δεν έχει την έννοια της υπαγωγής τους σε ταυτόσημο μισθολογικό καθεστώς, αλλά ότι «οι αποδοχές τους πρέπει να καθορίζονται από τον νομοθέτη αυτοτελώς, σε επίπεδο ανώτερο σε σχέση με το λοιπό προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και με βάση τις αρχές που διέπουν το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών των τακτικών δικαστηρίων» (ό. π.).
[21] ΣτΕ 1340/2024, σκέψη 10 (η έμφαση προστέθηκε).
[22] Εδώ επανερχόμαστε στο γνώριμο μοτίβο του ιδρυτικού μύθου του φιλελευθερισμού που θέλει την πολιτική εξουσία να βάζει προσκόμματα στο κράτος δικαίου.
[23] Δεν είναι η μόνη. Η νέα παρ. 6 του άρθρου 73 που εισήγαγε το θεσμό της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας έχει μείνει επίσης στα χαρτιά, καθώς ούτε ο αναγκαίος για την υλοποίησή της εκτελεστικός νόμος έχει ακόμα εκδοθεί, βλ. Χίου Χ., «Κανονιστική υποβάθμιση του Συντάγματος: Η περίπτωση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας», στο www.nomarchia.gr (πρόσβαση: 4.10.2024). Γενικότερα για την κανονιστική απαξίωση που επιφέρει στο Σύνταγμα η προσθήκη διατάξεων που μένουν αδρανείς ή ανολοκλήρωτες βλ. Καϊδατζή Α., «Γιατί δεν πρέπει να ξεκινήσει αναθεώρηση του Συντάγματος», στο www.nomarchia.gr (πρόσβαση: 6.12.2024).
[24] Ειδ.Δικ. άρθρου 88 Συντ. 2/2024, σκέψη 7 in fine (η έμφαση προστέθηκε).
[25] ΣτΕ 1340/2024, σκέψη 10 in fine (η έμφαση προστέθηκε).
[26] Ό. π., σκέψη 13.
[27] Παπαδαμάκης, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, ό.π., σ. 26, υποσημ. 4.
[28] Ό.π., passim.
[29] Βλ. παραπάνω, υποσημ. 5.
[30] Άρθρο 3, παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό (π.δ. 130/1984, Α΄ 42).
[31] Με την απόφαση ΣτΕ 536/2021 κρίθηκε ότι η διάταξη δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, με το σκεπτικό ότι οι στρατιωτικοί δικαστές, «λόγω της διττής ιδιότητάς τους ως δικαστικών λειτουργών και ως στρατιωτικών, ασκούν καθήκοντα τα οποία δεν είναι άσχετα προς την στρατιωτική υπηρεσία εν γένει». Αντίθετη, και ορθή, μειοψηφία δέχθηκε ότι η ρύθμιση «δεν δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, ούτε τελεί σε προφανή συνάφεια προς το αντικείμενο των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων» (σκέψη 15). Όμοια η απόφαση ΣτΕ 1089/2021 (σκέψη 16). Αμφότερες οι αποφάσεις εκδόθηκαν επί αιτήσεων για την ακύρωση πράξεων που είχαν εκδοθεί πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019.
[32] Ενδεικτικά, προδήλως αντισυνταγματική πρέπει πλέον να θεωρείται η διάταξη του άρθρου 42, παρ. 3 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων, που ορίζει ότι η επιλογή προέδρου, εισαγγελέα και αντιπροέδρων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου γίνεται με απόφαση του ΚΥΣΕΑ.
[33] Ο ν. 4700/2020 δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ στις 29.6.2020. Την επομένη, 30.6.2020, θα έληγε η θητεία ορισμένων στρατιωτικών δικαστών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 63 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι λυπηρό ότι μια τέτοια διάταξη περιλήφθηκε σε ένα μείζονος σημασίας θεσμικό νομοθέτημα, τη νέα δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
[34] ΣτΕ 3838/2012 Ολομ., σκέψη 8 (συγκλίνουσα γνώμη δέκα μελών της σύνθεσης, η έμφαση προστέθηκε).
[35] Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο [κλπ.]», 17.6.2020, σ. 83 (η έμφαση προστέθηκε).
[36] Παραπάνω, υπό ΙΙΙ in fine. Παραδόξως, παρότι η απόφαση ΣτΕ 1340/2024 μνημονεύει τόσο το άρθρο 363 του ν. 4700/2020 όσο και την αιτιολογική του έκθεση, δεν λαμβάνει υπόψη αυτή την εντυπωσιακή –όσο και ασυνήθη– άσκηση νομοθετικού ελέγχου αντισυνταγματικότητας.
[37] Παπαδαμάκης, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, ό.π., σ. 23, 24.
[38] Δυστυχώς, το γραμματι(στι)κό επιχείρημα που διαβάζει ως κτητικό το οριστικό άρθρο «των» στη συνταγματική φράση «μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων» το επικαλούνται αμφότερες οι αποφάσεις Ειδ.Δικ. άρθρου 88 Συντ. 2/2024, σκέψη 7, και ΣτΕ 1340/2024, σκέψη 10. Παραβλέποντας ότι η ένταξη των στρατιωτικών δικαστών και δικαστηρίων στις ένοπλες δυνάμεις είναι ασύμβατη με την ιδιότητά τους ως δικαστικών λειτουργών και δικαστηρίων κατά την έννοια του Συντάγματος.
[39] «Τάχιστα, χωρίς άλλη καθυστέρηση», κατά την απόφαση Ειδ.Δικ. άρθρου 88 Συντ. 2/2024, σκέψη 7 in fine. Σε κάθε περίπτωση, η παρέλευση άνω των πέντε ετών από την αναθεώρηση συνιστά πλέον υπέρβαση του εύλογου χρόνου για την έκδοση του εκτελεστικού του άρθρου 96, παρ. 5 του Συντάγματος νόμου, η πάροδος του οποίου ελέγχεται δικαστικά, όπως διακηρύχθηκε με την απόφαση ΣτΕ 1340/2024, σκέψη 10 in fine. Έτσι, ήδη από το 2022, και ο Κοντιάδης Ξ., «Η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης μετά την αναθεώρηση του 2019», στο www.syntagmawatch.gr (πρόσβαση: 28.2.2022).
[40] Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι στρατιωτικό δικαστήριο είναι και ο Άρειος Πάγος όταν εκδικάζει αναιρέσεις κατά αποφάσεων ή βουλευμάτων στρατιωτικών δικαστηρίων, βλ. άρθρο 167 παρ. 1 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ν. 2287/1995, Α΄ 20): «Η ποινική δικαιοσύνη στο στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια και τον Άρειο Πάγο».
[41] Άρθρο 193, παρ. 1 («Στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων υπάγονται όσοι είναι στρατιωτικοί κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης…») σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παρ. 1, περ. β΄ ΣΠΚ («Στρατιωτικοί είναι όσοι ανήκουν στο στρατό και στο λιμενικό σώμα»).
Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τα κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντά του είναι οι σχέσεις δικαίου και πολιτικής, ο δικαστικός έλεγχος του νόμου, η ελληνική συνταγματική ιστορία και ιστορία του συνταγματικού δικαίου. Είναι επιστημονικός υπεύθυνος στο ερευνητικό πρόγραμμα PopCon (Populist Constitutionalism, Λαϊκιστικός συνταγματισμός). Έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό επιστημονικών μελετών και τρεις μονογραφίες: «Ο συνταγματισμός του Εικοσιένα: Η συνταγματική πρακτική της Επανάστασης μέσα από τις πηγές, 1821-1827» (2021), «Ο δικαστικός έλεγχος των νόμων στην Ελλάδα, 1844-1935» (2016), και «Συνταγματικοί περιορισμοί των ιδιωτικοποιήσεων» (2006).