Με τον ν. 4798/2021 (Α΄ 68) εισήχθη ο νέος Κώδικας Δικαστικών Υπαλλήλων, αντικαθιστώντας τον προϊσχύσαντα ν. 2812/2000 (Α΄ 67). Ο νόμος αυτός περιέχει σημαντικότατες καινοτομίες, προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού της δικαιοσύνης, με προεξέχουσα την πρόβλεψη ενός νέου, ειδικού κλάδου δικαστικών υπαλλήλων, εκείνου των -πανεπιστημιακής, φυσικά, εκπαίδευσης- υπαλλήλων τεκμηρίωσης και επικουρίας δικαστικού έργου. Όπως προκύπτει και από την ίδια την ονομασία του κλάδου, που, με αξιοθαύμαστη, είναι αλήθεια, γλωσσική ακρίβεια, αποτυπώνει ευκρινώς τα καθήκοντα των εν λόγω υπαλλήλων, εν προκειμένω, εισάγεται και παρ’ ημίν ο θεσμός των επίκουρων ή άλλως βοηθών των δικαστών, που απαντάται ήδη, με μακρά ιστορική παράδοση, στη συντριπτική πλειοψηφία των αλλοδαπών δικαστηρίων, τόσο σε συγγενή μας συστήματα του ηπειρωτικού δικαίου όσο και στις έννομες τάξεις του common law. Μάλιστα, η Ελλάδα, μαζί με το μικροσκοπικό Λιχτενστάιν, ήταν από τα ελάχιστα ευρωπαϊκά κράτη που στερούνταν ενός αντίστοιχου θεσμού, όπως και εάν αυτός ονομάζεται ανά χώρα, με τη σχετική ορολογία να ποικίλλει μεταξύ «ασκούμενων» (“interns”), «βοηθών δικαστών» (“seconded judges”) ή «γραφέων» (“scribes”). Οι γλωσσικές δε αυτές διαφοροποιήσεις αποτυπώνουν και διαφορετικά μοντέλα του σχετικού θεσμού, με ουσιώδεις αποκλίσεις τόσο στο status όσο και στα καθήκοντα του εν λόγω προσωπικού, που, πάντως, κοινή συνισταμένη είναι η θέση τους σε μία ενδιάμεση, επάλληλη σφαίρα μεταξύ του αποφασίζοντος δικαστικού λειτουργού και του κλασικού γραμματέα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον ίδιο ν. 4798/2021 προβλέφθηκαν και άλλοι καινοφανείς κλάδοι δικαστικών υπαλλήλων, όπως ο -απαραίτητος για την εποχή μας- κλάδος Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων[1]. Παρά το ενδιαφέρον του τελευταίου, όπως και της εν γένει σχέσης της δικαιοσύνης με τα media, για την οποία, πάντως, υπάρχει πλουσιότατη βιβλιογραφία, η παρούσα μελέτη θα επικεντρωθεί στον θεσμό των βοηθών των δικαστών, αποσκοπώντας, πρωτίστως, στην ένταξή του στις βασικές θεωρητικές διακρίσεις των υφιστάμενων αλλοδαπών συστημάτων, αλλά και σε μια πρώτη απόπειρα αξιολόγησής του.

Ι. Νομικό καθεστώς

α) Εθνικό νομοθετικό πλαίσιο

Επί του παρόντος, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τους υπαλλήλους του κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου περιορίζεται στον ιδρυτικό τους ν. 4798/2021. Συγκεκριμένα, το κεφάλαιο Γ΄ του εν λόγω νόμου, στα άρθρα 23 έως και 26, προβλέπει τη σύσταση των σχετικών οργανικών θέσεων, τα καθήκοντα των υπαλλήλων του κλάδου αυτού, τον τρόπο πλήρωσης των εν λόγω θέσεων, διά διαγωνισμού, καθώς και τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα, που περιλαμβάνουν πτυχίο νομικής σχολής, με άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος (εξαιρέσει των συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών ή ήδη υπηρετούντων δικαστικών υπαλλήλων), καθώς και γνώση χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στο κεφάλαιο Δ΄ του νόμου και, συγκεκριμένα, στα άρθρα 27 έως 31, καθορίζεται ο τρόπος διενέργειας των σχετικών διαγωνισμών, ο πρώτος εκ των οποίων έχει ήδη λάβει χώρα για τη διοικητική δικαιοσύνη, οδηγώντας στην πλήρωση 70 θέσεων, από τις οποίες 28 προορίζονται για το Συμβούλιο της Επικρατείας, 3 για τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, από 10 για το Διοικητικό Εφετείο και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, από 5 για το Διοικητικό Εφετείο και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, 5 για το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς και 4 για το Διοικητικό Πρωτοδικείο της ίδιας εδαφικής περιφέρειας. Ο νέος, βέβαια, κλάδος αφορά και την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένων και των εισαγγελιών, καθώς και το Ελεγκτικό Συνέδριο, πλην, όμως, δεν έχει, ακόμη, ενεργοποιηθεί με σχετική προκήρυξη.

Ακολούθως, στο Ε΄ Κεφάλαιο (άρθρα 32 και 33) προβλέπεται ο τρόπος διορισμού των εν λόγω υπαλλήλων και η δοκιμαστική τους υπηρεσία, ενώ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Στ΄ Κεφάλαιο, που στα άρθρα 34 έως και 38 περιγράφει αναλυτικά την εισαγωγική εκπαίδευση των υπαλλήλων του νέου κλάδου. Η εκπαίδευση αυτή περιλαμβάνει δύο στάδια, ένα κοινό και ένα δεύτερο στάδιο πρακτικής άσκησης σε δικαστήριο. Το δεύτερο αυτό στάδιο διανύουν, ακόμη, οι διορισθέντες από τον διαγωνισμό της διοικητικής δικαιοσύνης[2].

Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο ολοκληρώνεται με διατάξεις για την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των εν λόγω υπαλλήλων, που αφορούν τη βαθμολογική και μισθολογική τους κλίμακα (κεφάλαιο Ζ΄), τα συλλογικά τους όργανα (κεφάλαιο Η΄), τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους, συμπεριλαμβανομένων των αδειών τους (κεφάλαιο Θ΄), τον τρόπο αξιολόγησής τους (κεφάλαιο Ι΄), τις υπηρεσιακές τους μεταβολές (κεφάλαιο ΙΑ΄), με ρυθμίσεις και για τον πειθαρχικό τους έλεγχο (άρθρο 63) και τα περί τυχόν λύσης της υπαλληλικής τους σχέσης (άρθρο 64). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ακροτελεύτιο άρθρο 65 του νομοθετικού corpus για τους βοηθούς των δικαστών, που προβλέπει πενταετές κώλυμα για τη συμμετοχή τους στους διαγωνισμούς προς εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, όπως και για τους διαγωνισμούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και των (πλέον καταργηθέντων[3]) Ειρηνοδικών.

Και ναι μεν με τον πρόσφατο ν. 4798/2021 έλαβε χώρα μια ολοκληρωμένη εισαγωγή του διακριτού κλάδου των επίκουρων δικαστικού έργου, με πλήρες πλαίσιο για το υπηρεσιακό τους status, ωστόσο, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε και το άρθρο 13 του ν. 4194/2013 (Α΄ 208), που αποτελεί προπομπό του νέου θεσμού. Ειδικότερα, στο άρθρο αυτό του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων, που ρυθμίζει τη διάρκεια και το περιεχόμενο της πρακτικής άσκησης των υποψήφιων για διορισμό τους ως δικηγόρων, στην πέμπτη του παράγραφο, προβλέφθηκε ότι μέρος από τη συνολικώς δεκαοκτάμηνη άσκηση, διάρκειας έως έξι μηνών, μπορεί να λάβει χώρα στη γραμματεία του πολιτικού ή διοικητικού εφετείου ή πρωτοδικείου ή της αντίστοιχης εισαγγελίας ή του ειρηνοδικείου της έδρας του Δικηγορικού Συλλόγου, στον οποίο έχει εγγραφεί ο ασκούμενος, ενώ με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε η δυνατότητα αντίστοιχης πρακτικής άσκησης και στα Ανώτατα Δικαστήρια, ήτοι στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Άρειο Πάγο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά και τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ρυθμίσεις που εξακολουθούν να ισχύουν, με παράταση, μάλιστα, του σχετικού χρονικού διαστήματος έως και τους 12 μήνες, μετά από την αντικατάσταση των διατάξεων αυτών από το άρθρο 3 του ν. 4745/2020 (Α΄ 214) και την αναρίθμησή τους στις παρ. 6 και 7 του εν λόγω άρθρου. Εκείνο, πάντως, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης είναι η ΚΥΑ, η οποία έχει εκδοθεί κατ’ επίκληση των εξουσιοδοτικών διατάξεων του επίμαχου άρθρου 13 του ν. 4194/2013, ειδικά για τα Ανώτατα Δικαστήρια. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για την υπ’ αριθ. 88588/14.11.2014 (Β΄ 3156/24.11.2014) κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που, στην πέμπτη παράγραφο του μόνου της άρθρου, προβλέπει ότι οι ασκούμενοι, με απόφαση του Προέδρου του οικείου Δικαστηρίου, τοποθετούνται σε οργανωτικές του μονάδες και προς υποβοήθηση του έργου τους, επικουρούν τους δικαστικούς λειτουργούς στη μελέτη και προπαρασκευή των υποθέσεων, καθώς και στην αναζήτηση ημεδαπής και αλλοδαπής νομολογίας και νομοθεσίας και είναι δυνατόν να συντάσσουν περιλήψεις ή ευρετήρια νομολογίας, καθήκοντα δηλαδή που προσιδιάζουν σε βοηθούς δικαστών. Αντίστοιχη ρύθμιση, για εξάμηνη δηλαδή άσκηση των υποψήφιων δικηγόρων σε δικαστήρια και εισαγγελίες, περιείχε και ο προϊσχύσας Κώδικας Δικηγόρων, όπως αυτός είχε κυρωθεί με το ν.δ. 3026/1954 (Α΄ 235), μετά από την προσθήκη στο άρθρο 6 αυτού της πέμπτης του παραγράφου, με το άρθρο 33 του ν. 3910/2011 (Α΄ 11). Ωστόσο, ελλείψει περιγραφής καθηκόντων που προσιδιάζουν σε βοηθούς των δικαστών, κατ’ αντιστοιχία με την προαναφερθείσα ΚΥΑ για τα Ανώτατα Δικαστήρια, ο θεσμός της πρακτικής άσκησης στα δικαστήρια δεν θα μπορούσε παρά να θεωρηθεί απλώς ως μια πρώτη απόπειρα, ως ένας προπομπός του θεσμού της επικουρίας του δικαιοδοτικού έργου και όχι ως μια πλήρης και ολοκληρωμένη εισαγωγή του στην ελληνική έννομη τάξη.

β) Ευρωπαϊκό πλαίσιο

Εκτός των διατάξεων αυτών της εθνικής μας έννομης τάξης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο υφίσταται και η γνώμη 22 (2019) του Συμβουλευτικού Συμβουλίου Ευρωπαίων Δικαστών του Συμβουλίου της Ευρώπης, για τον ρόλο των βοηθών δικαστών[4], που, έστω και ως κείμενο ήπιου δικαίου, περιλαμβάνει ουσιώδεις ρυθμίσεις, ιδίως, ως προς τα ζητήματα δεοντολογίας του εν λόγω κλάδου, ήτοι την ανεξαρτησία και αμεροληψία των βοηθών δικαστών, κατ’ αντιστοιχία όσων ισχύουν και για τους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς, αλλά και ως προς το καίριο ζήτημα του δικαστικού απορρήτου[5] της ηθικής και επαγγελματικής τους συμπεριφοράς, με περαιτέρω συστάσεις για την τήρηση διακριτών, πάντοτε, ορίων μεταξύ του υποστηρικτικού ρόλου των βοηθών στη νομική έρευνα και στην οργάνωση και επεξεργασία των υποθέσεων αφενός και στην καρδιά της δικαιοδοτικής κρίσης αφετέρου, που πρέπει να παραμένει ακραιφνώς έργο του δικαστή.

Τα ζητήματα αυτά της αμεροληψίας, του δικαστικού απορρήτου και της κόκκινης γραμμής μεταξύ της επικουρίας του δικαστικού έργου και της άσκησης της δικαιοδοτικής λειτουργίας αποτελούν απανταχού ζητούμενα, εξ ου και απαντώνται διαφορετικά συστήματα βοηθών δικαστών, διά των οποίων επιχειρείται να αντιμετωπισθούν οι εν λόγω προκλήσεις. Ωστόσο, τα ζητήματα αυτά δεν αντιμετωπίζονται από όλους ως προκλήσεις για τη δημιουργία ενός συστήματος, που με στρατηγικές εγγυητικές δικλείδες ασφαλείας θα τις υπερβαίνει επιτυχώς, αλλά οδηγούν ορισμένους σε πλήρη άρνηση όλων συλλήβδην των θεσμών που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αναμιγνύονται, λιγότερο ή περισσότερο, στο έργο του δικαστή[6]. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως και της πρόβλεψης βοηθών δικαστών παγκοσμίως, ακόμη και για όσους αντιμετωπίζουν τους σχετικούς θεσμούς με σκεπτικισμό, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως, καλώς ή κακώς, η ιδέα της απονομής της δικαιοσύνης αποκλειστικά από ένα δικαστή, εν είδει μιας απομονωμένης, απροσπέλαστης νήσου, είναι όχι απλώς παρωχημένη, αλλά επικίνδυνα ουτοπική στις μέρες μας, καθώς, υπό τη συνεχή «τεχνικοποίηση» των διαφορών, με τη διείσδυση επιστημονικών δεδομένων, υπάρχουν ήδη εξωτερικοί παράγοντες της δίκης, όπως λ.χ. οι πραγματογνώμονες, για να μην αναφερθούμε στην γκρίζα ζώνη της επιρροής «αφανών υπηρετών» του δικαστικού έργου από επαγγελματίες ή μη του περιβάλλοντος του δικαστή[7]. Υπό αυτό το πρίσμα του “no judge is an island”, παραφράζοντας το γνωστό “no man is an island” του John Donne, η κατοχύρωση του θεσμού της επικουρίας του δικαστή σε θεσμικό επίπεδο, με τις δέουσες εγγυήσεις, είναι απείρως προσφορότερη από ένα πρακτικά θολό τοπίο, χάριν της διαφύλαξης μιας ιδεατής εικόνας ενός υπερφυσικού δικαστή-υπερήρωα που δεν χρειάζεται καμία συνεισφορά.

ΙΙ. Σκοπός και λειτουργίες του σώματος των βοηθών των δικαστών

Ο κύριος σκοπός του σώματος των βοηθών των δικαστών είναι η βελτίωση και η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Παρά το προφανές κλισέ του εν λόγω σκοπού, τον οποίο, χωρίς υπερβολή, ευαγγελίζεται κάθε νομοθετική μεταρρύθμιση στο πεδίο της δικαιοσύνης, είναι αλήθεια πως στην περίπτωση των επίκουρων των δικαστών ο σκοπός αυτός δεν αποτελεί απλό ευχολόγιο, αλλά ερείδεται σε συγκεκριμένα, μετρήσιμα στοιχεία. Έτσι, από ποιοτικές και ποσοτικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε πληθώρα κρατών έχει διαφανεί σημαντική συνεισφορά της εισαγωγής σωμάτων βοηθών δικαστών στην αντιμετώπιση της εκκρεμότητας των δικαστηρίων[8], συνεισφορά, μάλιστα, που έχει αποδειχθεί αποτελεσματικότερη ακόμη και από τον διορισμό περισσότερων δικαστών, καθώς από μελέτες έχει αποδεχθεί πως μία αύξηση των υπηρετούντων δικαστών σε ποσοστό 10% δεν συνεπάγεται ισόποση αύξηση των εκροών του δικαστικού συστήματος, αλλά μόνον αύξηση των αποφάσεων σε ποσοστό ίσο με το ήμισυ του ποσοστού των διορισθέντων, ήτοι, στο εν λόγω case study, σε ποσοστό 5%[9]. Η διαρροή δε αυτή μεταξύ του ποσοστού εισροής δικαστών και των εκροών του έργου τους οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στον χρόνο που απαιτείται, προκειμένου οι νέοι δικαστές να αποκτήσουν τη δέουσα εμπειρία, ώστε να φθάσουν στο ζενίθ της παραγωγικότητάς τους. Υπό αυτό το πρίσμα, η εισαγωγή του νέου κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου συνιστά ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, για την οποία οι επιλογές του νομοθέτη εξαντλούνται, συνήθως, σε δικονομικές μεταρρυθμίσεις στο παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις, όμως, εκτός από τους περιορισμούς στο δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη που αναπόφευκτα συνεπάγονται, δημιουργούν και οι ίδιες νέα νομικά ζητήματα, κυρίως ως προς τη συνταγματικότητά τους και την κατά χρόνο εφαρμογή τους, ζητήματα που, μάλιστα, συχνά είναι δυσχερέστερα και από την ίδια την κατ’ ουσίαν επίλυση των υποθέσεων, με συνέπεια να επιμηκύνουν έτι περαιτέρω τον χρόνο διεκπεραίωσής τους. Έτσι, η συνεισφορά των βοηθών των δικαστών δεν αποκλείεται να αποδειχθεί αποτελεσματικότερη ως προς την επιτακτική ανάγκη της βελτίωσης των χρονικών επιδόσεων της ελληνικής δικαιοσύνης.

Εκτός, πάντως, του ανωτέρω, θεμελιώδους σκοπού της συνεισφοράς στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, οι βοηθοί των δικαστών επιτελούν και άλλες, επί μέρους λειτουργίες, όπως τον ήδη προαναφερθέντα ρόλο τους ως “sounding board”, ήτοι ως ένα πρώτο ακροατήριο για τους πιθανούς «δρόμους» επίλυσης μιας διαφοράς, ρόλος που, μάλιστα, προσφέρει τη μόνη πιθανή συνεργασία σε μονομελείς συνθέσεις. Η λειτουργία αυτή πρέπει, βέβαια, πάντοτε, να χαλιναγωγείται στα όρια της αριστοτελικής μεσότητας, καθώς στην υπερβολή της μπορεί να οδηγήσει σε αντιφατικές γνώμες του ίδιου δικαστή, που, υπό την επίδραση διαφορετικών κάθε φορά βοηθών, δεν αποκλείεται να χάσει το προσωπικό του στυλ και τη δογματική συνέπεια των απόψεών του. Τέτοιου είδους αρνητικές επιδράσεις έχουν διαφανεί από έρευνες στην επιρροή των law clerks στις γνώμες των δικαστών του Supreme Court, με περαιτέρω, μάλιστα, επιβαρυντικό παράγοντα την ηλικία των τελευταίων, που όσο αυξάνει, έχει διαφανεί πως οδηγεί σε μεγαλύτερη εξάρτησή τους από τους βοηθούς, ιδίως, μετά από το όριο των 65 ετών[10]. Πάντως, η ελληνική δικαιοσύνη δεν είναι εκτεθειμένη σε τέτοιους κινδύνους, δεδομένου του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση των δικαστικών λειτουργών, αλλά, κυρίως, του συστήματος που έχει επιλέξει ο νομοθέτης για τους βοηθούς των δικαστών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τον πρόδρομο θεσμό των ασκουμένων, δεν εναλλάσσονται ταχέως, με θητεία ενός δικαστικού έτους, αφού προτιμήθηκε το σύστημα της μόνιμης σταδιοδρομίας τους. Η νομοθετική αυτή επιλογή αναμένεται να δημιουργήσει πολύτιμη προστιθέμενη αξία ιδίως σε ανώτερες θέσεις, με, εκ των πραγμάτων, περιορισμένη χρονική θητεία των υπηρετούντων σε αυτές δικαστικών λειτουργών[11], δηλαδή, κατά βάση, στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπου, λόγω του νεαρού της ηλικίας των επικούρων, αυτές αναμένεται να σταδιοδρομήσουν υπό τη θητεία πλειόνων Γενικών Επιτρόπων, εισφέροντας, έτσι, μελλοντικά διαχρονικούς τρόπους προσέγγισης των εκάστοτε ζητημάτων.

Επίσης, στο σημείο αυτό δεν θα ήταν υπερβολή να αναδείξουμε τον «υπερτροφισμό» των δικαστικών καθηκόντων, που ολοένα και εμπλουτίζονται με πρόσθετες εργασίες. Σε αυτό το πλαίσιο, εργασίες όπως η σύνταξη περίληψης της απόφασης, το “cross-checking” της εισήγησης και του σχεδίου της απόφασης για τυχόν γλωσσικά ή αριθμητικά λάθη ή ανακριβείς νομολογιακές παραπομπές, μπορούν κάλλιστα να ανατεθούν σε βοηθό, υπό την τελική εποπτεία του δικαστή. Επίσης, στη διαδικασία στο ακροατήριο, την οποία καλείται να διευθύνει ο δικαστής, αντιμετωπίζοντας συγχρόνως αυτοστιγμεί όποιο δικονομικό ζήτημα ανακύπτει, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ολλανδικό σύστημα των “griffiers”, οι οποίοι είναι παρόντες στο ακροατήριο, με καθήκον να επικαιροποιούν το “memo” της υπόθεσης, δηλαδή ένα είδος εσωτερικής εισήγησης του δικαστή, με βάση τα τεκταινόμενα στη συζήτηση και τους ισχυρισμούς των διαδίκων που χρήζουν περαιτέρω έρευνας και διασταύρωσης[12].

IΙΙ. Συστήματα δικαστικής επικουρίας και το ελληνικό μοντέλο

Με βάση το ευρωπαϊκό, αλλά και όχι μόνον προηγούμενο, τα συστήματα δικαστικής επικουρίας διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: στο μοντέλο των ασκούμενων (“internship model”), στο σύστημα των επίκουρων δικαστών (“seconded judges”) και, τέλος, στο σύστημα των γραφέων (“scribes”)[13].

α) Το σύστημα των ασκούμενων (“internship model”)

Στο σύστημα των ασκούμενων η επικουρία του δικαστικού έργου ανατίθεται σε νέους αποφοίτους νομικής, με σύντομη θητεία, διάρκειας, συνήθως, ενός δικαστικού έτους. Το σύστημα αυτό ακολουθείται, κυρίως, από χώρες του common law, συμπεριλαμβανομένης της Μεγάλης Βρετανίας, με τους “magistrate clerks”, της Ιρλανδίας, του Καναδά και, φυσικά, των Ηνωμένων Πολιτειών, από όπου και έλκει την καταγωγή του. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τον θεσμό του law clerk, που η εφαρμογή του προηγήθηκε της νομοθετικής του κατοχύρωσης, αφού γεννήθηκε το 1882, όταν ο δικαστής Horace Gray, με την ανάληψη των καθηκόντων του στο Supreme Court, έφερε μαζί τον βοηθό του από το δικαστήριο της Μασαχουσέτης, όπου και υπηρετούσε προηγουμένως, πληρώνοντας, μάλιστα, την αμοιβή του με ίδιους πόρους[14].

Ο ρόλος του law clerk απευθύνεται σε άρτι αποφοιτήσαντες νομικούς, οι οποίοι κάνουν την άσκησή τους για ένα έτος όχι γενικώς στο Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά υπό την επίβλεψη ενός συγκεκριμένου δικαστή. Ο θεσμός παρουσιάζει μεν μια οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα συνεργασία μεταξύ εντελώς διαφορετικών γενεών, αφού ένας, εκ των πραγμάτων, ωριμότερος ανώτατος δικαστής καλείται να συνεργασθεί με έναν, συνήθως, εικοσάχρονο απόφοιτο νομικής, ο οποίος εισφέρει εντελώς διαφορετικές και σύγχρονες προσλαμβάνουσες. Χαρακτηριστική, εν προκειμένω, είναι η περιβόητη ιστορία για τον διάλογο που λέγεται πως ακολούθησε, μετά από τη διάσκεψη επί της υπόθεσης Bowers v. Hardwick (1986), σχετικά με τη συνταγματικότητα της ποινικοποίησης των ομόφυλων σχέσεων, μεταξύ του δικαστή L. Powell και του βοηθού του: ο πρώτος, απευθυνόμενος στον βοηθό του, εξέφρασε την απορία του για την ένταση ως προς το νομικό αυτό θέμα, δεδομένου ότι ο ίδιος ισχυρίσθηκε πως δεν γνώριζε κανέναν ομοφυλόφιλο, ενώ, όπως αποκαλύφθηκε, ήταν ο ίδιος του ο clerk[15].

Παρόλα αυτά, ο αμερικανικός θεσμός παρουσιάζει ουκ ολίγα προβλήματα, με πρώτο και σοβαρότερο την εξαιρετικά αμφίβολη αξιοκρατία της διαδικασίας επιλογής, που δεν διεξάγεται συνολικά από το δικαστήριο, αλλά από κάθε συγκεκριμένο δικαστή. Εν πρώτοις, χαρακτηριστική είναι η υποεκπροσώπηση των γυναικών, αφού από επιστημονικές μελέτες έχει διαπιστωθεί πως η άνοδος της φοίτησης των γυναικών στις νομικές σχολές, συμπεριλαμβανομένων των κορυφαίων εξ αυτών, δεν μεταφράσθηκε σε αντίστοιχη ή έστω κατά προσέγγιση αύξηση της εκπροσώπησής τους στον θεσμό των clerks, στον οποίο δεν έκαναν την εμφάνισή τους παρά το 1944, με τη Lucile Lomen, η οποία διετέλεσε βοηθός του δικαστή William Douglas. Έκτοτε δε μικρή πρόοδος έχει γίνει, με τα ποσοστά των αρρένων βοηθών να παραμένουν σταθερά περί το 70% του συνόλου των clerks, ετησίως[16]. Το πρόβλημα, όμως, στην επιλογή των υποψηφίων δεν είναι ζήτημα φύλου, αφού από άλλες μελέτες, που δεν εξαντλούν την έρευνά τους στον παράγοντα αυτόν, έχει αναδειχθεί πως πρόκειται για ένα γενικότερο κενό αξιοκρατίας. Ειδικότερα, από ενδελεχή ανάλυση του συνόλου των διαχρονικά υπηρετήσαντων ως βοηθών, με βάση τα βιογραφικά τους, έρευνες έχουν καταλήξει στον σχηματισμό ενός πληκτικά πανομοιότυπου προφίλ των επιτυχόντων υποψηφίων[17].

Τα ζητήματα αυτά στην αξιοκρατική επιλογή των υποψηφίων ανάγονται, κατά βάση, στην αίγλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εδώ καταλήγει, εν πολλοίς, να λειτουργεί εις βάρος του, αφού η άσκηση ενός νέου αποφοίτου σε αυτό λειτουργεί ως ένα είδος “summa cum laude” για τους νέους νομικούς και, μάλιστα, πρόκειται για μία επαινετική διάκριση απολύτως εξαργυρώσιμη, αφού, μετά από την άσκησή τους, οι clerks γίνονται ανάρπαστοι από τις ελίτ νομικές εταιρείες των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες, έτσι, αποκτούν εκ των έσω πρόσβαση στον τρόπο λειτουργίας του Δικαστηρίου και στους συσχετισμούς του, σε ενεστώτα, μάλιστα, χρόνο. Δεδομένης, φυσικά, της δέσμευσης εμπιστευτικότητας των clerks[18], το εν λόγω μειονέκτημα του θεσμού δεν μπορεί να καταγραφεί επιστημονικά, αν και θα ήταν υπερβολικά αφελές να θεωρήσει κανείς πως οι βοηθοί δεν εισφέρουν σχετικές πληροφορίες στα δικηγορικά γραφεία ή τα γραφεία εισαγγελέων, όπου εν συνεχεία απορροφώνται. Το μειονέκτημα εκείνο, πάντως, που έχει αποδειχθεί επιστημονικά από τη λειτουργία των clerks είναι η επιρροή τους στις υποθέσεις που καταλήγουν να συζητηθούν, εν τέλει, ενώπιον του Supreme Court, αφού έχει διαφανεί μια ορατή σχέση μεταξύ της αύξησης της ανάθεσης στους βοηθούς καθηκόντων κατά τη διαδικασία διήθησης των υποθέσεων που άγονται στο Δικαστήριο και της μείωσης του αριθμού των διαφορών που περνούν επιτυχώς τα σχετικά φίλτρα[19], παρότι κανείς θα προσδοκούσε μάλλον το αντίθετο από νέους νομικούς, στους οποίους τα νομικά ζητήματα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να φαντάζουν, ακόμη, αστραφτερά καινοτόμα, σε σχέση, τουλάχιστον, με δικαστές που ήδη έχουν αντιμετωπίσει πλειάδα παραλλαγών τους.

Ως προς την ελληνική έννομη τάξη, παρατηρούμε ότι το μοντέλο των ασκούμενων εξακολουθεί να υφίσταται, σε ένα βαθμό, δεδομένου ότι, παρά την εισαγωγή του νέου θεσμού των μόνιμων δικαστικών υπαλλήλων τεκμηρίωσης και επικουρίας δικαστικού έργου, δεν έχει καταργηθεί η σχετική ρύθμιση στον Κώδικα Δικηγόρων, που, όπως είδαμε, με βάση και την κατ’ εξουσιοδότησή της εκδοθείσα ΚΥΑ ειδικά για τα ανώτατα δικαστήρια, περιλαμβάνει ανάθεση καθηκόντων που προσιδιάζουν στο έργο της επικουρίας των δικαστών. Ειδικά, πάντως, για τα Ανώτατα Δικαστήρια πρέπει να επισημάνουμε πως ο θεσμός της πρακτικής άσκησης έχει μακρά παράδοση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, που είχε δώσει την ευκαιρία σε νέους νομικούς να συνεργασθούν με εξαιρετικά πεπειραμένους Συμβούλους, πολλοί δε, μάλιστα, από τους ασκούμενους αυτούς διένυαν το στάδιο της εκπλήρωσης των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, εξ ου και παρουσιάζονταν ένστολοι. Η σύντομη, πάντως, αυτή εμπειρία στο Δικαστήριο κατέληξε να το προικίσει με εξέχοντα μέλη του, αφού, μετά από την άσκησή τους, συμμετείχαν στον τότε διαγωνισμό των δόκιμων εισηγητών ή μετέπειτα στον διαγωνισμό της ΕΣΔΙ, οπότε ο θεσμός υπήρξε αμοιβαία επωφελής (“win- win”) τόσο για τους ασκούμενους όσο και για το ίδιο το Δικαστήριο.

Μια παραλλαγή του συστήματος των ασκούμενων απαντάται σε ορισμένες χώρες, όπως η Αυστρία, η Φινλανδία, η Ελβετία και η Σλοβενία, όπου η άσκηση αυτή δεν απευθύνεται γενικά σε νέους αποφοίτους, αλλά αποτελεί μέρος της νομικής εκπαίδευσης είτε για να γίνει κανείς δικαστής είτε για να λάβει την άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος[20]. Ειδικά στην Ελβετία, απαντάται η πλέον ριζοσπαστική έκφανση του θεσμού των βοηθών των δικαστών, που είναι παρόντες στη διάσκεψη και, μάλιστα, με δικαίωμα όχι αποφασιστικής ψήφου, αλλά, πάντως, συμβουλευτικής γνώμης[21]. Η παρουσία στη διάσκεψη, ωστόσο, αποφεύγεται στα περισσότερα συστήματα, γιατί αποτελεί την πλέον αποτελεσματική εγγύηση της διαφύλαξης των ορίων μεταξύ των καθηκόντων του βοηθού και του δικαστή, ο οποίος πρέπει να έχει τον τελικό λόγο στη σύνταξη της απόφασης, αποτυπώνοντας πλήρως τη διάσκεψη.

β) Το σύστημα των επίκουρων δικαστών (“seconded judges”)

Η ανωτέρω παραλλαγή του συστήματος των ασκουμένων μας οδηγεί στο δεύτερο μοντέλο των επίκουρων δικαστών, που δεν αποτελούν απλώς βοηθούς των δικαστών, αλλά είναι και οι ίδιοι δικαστές, προφανώς νέοι, οι οποίοι τοποθετούνται προς υποβοήθηση του δικαστικού έργου σε ανώτατα δικαστήρια, για συγκεκριμένο, σύντομο χρονικό διάστημα, πριν από την ανάθεση σε αυτούς αυτόνομων καθηκόντων ή την προαγωγή τους, κάτι δηλαδή που προσιδιάζει στο παρ’ ημίν στάδιο της παρεδρίας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το μοντέλο αυτό ακολουθείται στη Γερμανία και την Ισπανία. Σπουδαία πλεονεκτήματα του εν λόγω συστήματος είναι αφενός ότι οι επίκουροι δικαστές και όχι επίκουροι των δικαστών, εν προκειμένω, για να ακριβολογούμε, είναι και οι ίδιοι δικαστικοί λειτουργοί, με το αντίστοιχο status, οπότε δεν τίθενται, με την ίδια τουλάχιστον ένταση, τα ακανθώδη ζητήματα της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας των βοηθών, ενώ, προερχόμενοι από τον πρώτο βαθμό, φέρνουν εμπειρία από την πρακτική των υποθέσεων και τα προβλήματά τους στο ανώτατο δικαστήριο που αποφαίνεται τελειωτικά. Προφανώς, το μοντέλο αυτό προσιδιάζει σε συστήματα, στα οποία οι δικαστές σταδιοδρομούν σε νεαρή ηλικία και όχι σε χώρες, όπου διορίζονται ως δικαστές νομικοί εγνωσμένου κύρους, σε μεγαλύτερη ηλικία.

γ) Το σύστημα των μόνιμων βοηθών άλλως «γραφέων» (“scribes”)

Την τριάδα των συστημάτων επικουρίας των δικαστών ολοκληρώνει το σύστημα των μόνιμων βοηθών άλλως «γραφέων», με τον μάλλον αναχρονιστικό όρο της μετάφρασης στην ελληνική της χρησιμοποιούμενης σε πολλές χώρες ορολογίας των “scribes”. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του συστήματος είναι η μακρά σταδιοδρομία του σχετικού προσωπικού αντί της σύντομης θητείας των ασκούμενων ή των επίκουρων δικαστών. Από τις χώρες που υιοθετούν το σύστημα αυτό με τα πλέον επωφελή αποτελέσματα είναι η Ολλανδία, που παρουσιάζει και εντυπωσιακά στατιστικά στον χρόνο διεκπεραίωσης των υποθέσεων, με δημοσίευση της απόφασης συνήθως περί τις 6 εβδομάδες μετά από τη συζήτηση (!), αποτέλεσμα στο οποίο οπωσδήποτε συμβάλλει η υποβοήθηση του δικαστή από τους “griffiers”. Παρά τη μακροβιότερη σταδιοδρομία των βοηθών αυτού του συστήματος, κάθε άλλο παρά σπάνια είναι η μεταπήδησή τους στη συνέχεια στον δικαστικό κλάδο. Με αυτά τα δεδομένα, η νομοθετική επιλογή του ν. 4798/2021 εντάσσεται αναμφίβολα σε αυτό το σύστημα, αναθέτοντας τα καθήκοντα της επικουρίας του δικαστικού έργου σε μόνιμους μεν δικαστικούς υπαλλήλους, που, μετά από την εκπνοή του προβλεπόμενου πενταετούς κωλύματος, μπορούν να συμμετάσχουν, μεταξύ άλλων, στον διαγωνισμό της ΕΣΔΙ.

ΙV. Τα καθήκοντα της επικουρίας του δικαστικού έργου και ο τρόπος άσκησής τους

Από την αλλοδαπή εμπειρία προκύπτει ότι τα καθήκοντα της επικουρίας του δικαστικού έργου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την έρευνα της νομολογίας και της νομοθεσίας, τη σύνταξη ενός βοηθητικού υπομνήματος (“memo”) με τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, προς υποβοήθηση του δικαστή είτε για τη συζήτηση της υπόθεσης είτε για τη διαδικασία διήθησής της στα ανώτατα δικαστήρια, όπου δεν είναι δεδομένο πως θα συζητηθεί το σύνολο των εισερχόμενων υποθέσεων, ενώ, κατά περίπτωση, μπορεί να εκτείνονται και στην εισήγηση μίας πιθανής λύσης της υπόθεσης, με βάση τα αποτελέσματα της νομικής έρευνας του βοηθού. Ο τρόπος άσκησης των εκάστοτε καθηκόντων διακρίνεται, επίσης, σε τρία συστήματα: στο πρώτο, οι βοηθοί ασκούν τα καθήκοντά τους υπό την επίβλεψη ενός ή δύο συγκεκριμένων δικαστών, το λεγόμενο “cabinet system”, που είναι η μόνη λειτουργική επιλογή στο μοντέλο των ασκούμενων, αλλά και στην περίπτωση των seconded judges, ακριβώς λόγω του σύντομου της θητείας αμφοτέρων[22]. Το σύστημα αυτό υιοθετείται και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τους référendaires των δικαστών του[23]. Στο δεύτερο σύστημα, οι βοηθοί των δικαστών δεν τοποθετούνται στο γραφείο ενός συγκεκριμένου δικαστή, αλλά ανήκουν όλοι σε μία κοινή δεξαμενή, ασκώντας δηλαδή τα καθήκοντά τους όχι ανά δικαστή, αλλά ανά υπόθεση. Το σύστημα αυτό, επονομαζόμενο και “pool system”, προσιδιάζει, κατ’ εξοχήν, σε χώρες που υιοθετούν το σύστημα των μόνιμων βοηθών των δικαστών. Το τρίτο μοντέλο είναι ένα ενδιάμεσο σύστημα, κατά το οποίο ο βοηθός τοποθετείται σε τμήμα του δικαστηρίου (“panel system”), αυτό δε έχει υιοθετηθεί, επί του παρόντος, κατά το στάδιο της πρακτικής άσκησης των εκπαιδευόμενων του κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας του Δικαστικού Έργου στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, υπό την επίβλεψη, όμως, ενός υπεύθυνου πρακτικής άσκησης που αναλαμβάνει 6 εκπαιδευόμενους, χαρακτηριστικό δηλαδή που προσιδιάζει στο “cabinet system”[24]. Όποιο σύστημα, πάντως, και εάν επιλέγεται σε κάθε περίπτωση είναι μακράν προσφορότερο να ανατίθενται στους επίκουρους των δικαστών καθήκοντα έρευνας σε συγκεκριμένες μεν υποθέσεις, οι οποίες, όμως, δεν παρουσιάζουν μεμονωμένο και αποσπασματικό χαρακτήρα, αλλά απασχολούν σημαντικά το δικαστήριο, ιδίως στην αρχή της εμφάνισης των σχετικών θεμάτων, ώστε από το αποτέλεσμα μίας έρευνας να επωφελούνται περισσότεροι δικαστές για περισσότερες υποθέσεις, έχοντας ένα σημείο αφετηρίας επί πρωτότυπων, ιδίως, θεμάτων για την ερμηνεία νέων ρυθμίσεων.

Πέρα από τη γενική περιγραφή των καθηκόντων της επικουρίας του δικαστικού έργου στο άρθρο 24 του ν. 4798/2021, αλλά και ειδικότερες αναφορές στην αιτιολογική έκθεση επί του εν λόγω άρθρου, που εντάσσει στα καθήκοντα των βοηθών και «απλές έρευνες σε ζητήματα παραδεκτού ή βασίμου», το δικονομικό μας σύστημα, λόγω και της αυξανόμενης, δυστυχώς, περιπλοκότητάς του, προσφέρει και απολύτως συγκεκριμένα παραδείγματα εν δυνάμει καθηκόντων επικουρίας που θα μπορούσαν να ανατεθούν στους βοηθούς, όπως λ.χ. τη συγκριτική επισκόπηση των δικογράφων επί άσκησης δεύτερης αγωγής ή προσφυγής ή κατόπιν χωρισμού, ελλείψει των προϋποθέσεων ομοδικίας ή συνάφειας, προκειμένου να επισημανθούν τυχόν αποκλίσεις από το αρχικό δικόγραφο ή τη συμβολή τους στη σύνταξη όχι αποφάσεων, αλλά πράξεων, όπως οι πράξεις του άρθρου 28, παρ. 3, του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, καθώς και τον αρχικό έλεγχο των νομιμοποιητικών στοιχείων, που ειδικά σε πολυπληθείς ομοδικίες αποτελεί σημαντική επιβάρυνση του δικαστή, ο οποίος, φυσικά, θα έχει τον τελικό λόγο και την τελική ευθύνη, σε όλες τις περιπτώσεις.

Συμπέρασμα

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, μετά από τον πρόδρομο θεσμό της διενέργειας μέρους της πρακτικής άσκησης των υποψήφιων δικηγόρων σε δικαστήρια, ο Έλληνας νομοθέτης εισήγαγε ένα ολοκληρωμένο, πλέον, σύστημα επικουρίας του δικαστικού έργου, υιοθετώντας το μοντέλο των δικαστικών υπαλλήλων, μόνιμης, κατ’ αρχήν, σταδιοδρομίας. Η ακριβής σκιαγράφηση των καθηκόντων των νέων αυτών υπαλλήλων του κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας του Δικαστικού Έργου μένει να διαφανεί στην πράξη, όπως και η συμβολή τους στην επίτευξη του δικαιολογητικού λόγου του θεσμού, δηλαδή στη βελτίωση και επιτάχυνση του δικαιοδοτικού έργου, που ευχόμαστε να είναι επιτυχής, αν και η επιτυχία κάθε θεσμού δεν εξαρτάται μόνον από την, οπωσδήποτε αναγκαία, στέρεη οργανωτική του χάραξη, αλλά καταλήγει, εν τέλει, στα χέρια των προσώπων που τον απαρτίζουν.

 

[1] Βλ. άρθρα 66 επ. του ν. 4798/2021.

[2] Κατά την παρ. 3 του άρθρου 34 του ν. 4798/2021, για κάθε κύκλο εισαγωγικής εκπαίδευσης ορίζεται από τη Διοικητική Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου Υπεύθυνος Εκπαίδευσης, για τον πρώτο δε αυτό κύκλο έχει ορισθεί ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ι.Β. Γράβαρης.

[3] Βλ. άρθρο 4 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65).

[4] Consultative Council of European Judges, «The role of Judicial Assistants», Opinion No. 22 (2019), στο https://rm.coe.int/opinion-22-ccje-en/168098eecb (πρόσβαση: 28.08.2024).

[5] Βλ. σχετικά το άρθρο 52 του ν. 4798/2021 που στην περ. β΄, ως προς την απαιτούμενη εχεμύθεια των υπαλλήλων του κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου, παραπέμπει στις αντίστοιχες διατάξεις για τους δικαστικούς λειτουργούς.

[6] Reale M.-C., «”Judge-Only” Justice V. Collaborators: Introduction», Oñati Socio-Legal Series 1/2012, σ. 6.

[7] Βλ. Ginsburg R.-B., Δικά μου λόγια, Άθενς Bookstore, Αθήνα, 2021, σ. 122, για τις, ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, ιστορίες ως προς τον ρόλο των συζύγων των δικαστών του Supreme Court των ΗΠΑ, που συχνά λειτουργούσαν ως “sounding board”, είχαν δηλαδή τον ρόλο που σήμερα, κατ’ εξοχήν, επιτελούν οι law- clerks, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη δημόσια παραδοχή του ίδιου του αρχιδικαστή John Marshall, για την καταφυγή του στη γνώμη της συζύγου του, Polly, σε περίπλοκες υποθέσεις.

[8] Sanders A./ Holvast N., «Empirical Studies on the Role and Influence of Judicial Assistants and Tribunal Secretaries», Editorial στο αφιέρωμα του ηλεκτρονικού περιοδικού International Journal for Court Administration 3/2020, σ. 2 και στο ίδιο τεύχος, Grendstad G./ Shaffer W./ Sunde J.-O./ Waltenburg E., «From Backlogs to Quality Assurance: The Development of Law Clerk Units at Norwegian Courts», σ. 4, για τη συνεισφορά των βοηθών δικαστών στην αντιμετώπιση του «στοκ» υποθέσεων των νορβηγικών δικαστηρίων.

[9] Deyneli F./ Mascini P., «Utility Maximizing Judges and Judicial Assistants: Testing Rational Choice Theory in 22 EU Countries», International Journal for Court Administration 3/2020, σ. 11.

[10] Rosenthal J./ Yoon A., «Judicial Ghostwriting: Authorship on the US Supreme Court», Cornell Law Review 6/2011, σ. 1330-1331, 1337-1338.

[11] Για τον ρόλο αυτόν των βοηθών δικαστών, βλ. Holvast N., «The Power of The Judicial Assistant/Law Clerk: Looking Behind The Scenes At Courts In The United States, England And Wales, And The Netherlands», International Journal for Court Administration 2/2016, σ. 15.

[12] Sanders A., «Judicial Assistants in Europe – A Comparative Analysis», International Journal for Court Administration 3/2020, σ. 13.

[13] Για τη σχετική διάκριση, βλ. Ibid, σ. 4.

[14] Stras D., «The Supreme Court’s Gatekeepers: The Role of Law Clerks in the Certiorari Process», Texas Law Review 2007, σ. 950-951, ενώ αναλυτικά για την ιστορία του θεσμού βλ. το έργο των Ward A./ Weiden D., Sorcerers’ Apprentices: 100 years of law clerks at the United States Supreme Court, NYU Press, Νέα Υόρκη 2007.

[15] Jeffries J., Justice Lewis F. Powell: A Biography, Fordham University Press, Νέα Υόρκη 2001, σ. 313 επ.

[16] Βλ. την έρευνα των Kaye D../ Gastwirth J., «Where Have All the Women Gone: The Gender Gap in Supreme Court Clerkships», Jurimetrics 2009, σ. 411 επ.

[17] George T./ Gulati M./ Yoon A., «Some Are More Equal Than Others: US Supreme Court Clerkships», Columbia Law Review Forum 2023, σ. 146-182.

[18] Το 1989 καταρτίσθηκε σχετικός Κώδικας Δεοντολογίας, ο Code of Conduct for Law Clerks of US Supreme Court, με αναλυτικές ρυθμίσεις για το απόρρητο των πληροφοριών που δέχονται οι clerks, ωστόσο, ο Κώδικας αυτός ουδέποτε δημοσιεύθηκε επισήμως, βλ. σχετικά Holvast N., «The Power of The Judicial Assistant/Law Clerk: Looking Behind The Scenes At Courts In The United States, England And Wales, And The Netherlands», International Journal for Court Administration 2/2016, σ. 14.

[19] Stras, «The Supreme Court’s Gatekeeper», ό.π., σ. 991-992.

[20] Sanders, «Judicial Assistants in Europe», ό.π., σ. 5.

[21] Bieri B., «Law Clerks in Switzerland- A solution to cope With the Caseload?», International Journal for Court Administration 2/2016, σ. 31.

[22] Βλ. αναλυτικά Sanders, «Judicial Assistants in Europe», ό.π., σ. 7.

[23] Αναλυτικά στοιχεία για τους référendaires παραθέτει και η αιτιολογική έκθεση του ν. 4798/2021.

[24] Βλ. άρθρο 38, παρ. 4, του ν. 4798/2021.

+ posts

Η Ευαγγελία Παυλίδου είναι Πρωτοδίκης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και Διδάκτορας του Τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Τμήματος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η διδακτορική διατριβή της έχει θέμα: «Η δεσμευτική ενέργεια των αποφάσεων της ποινικής και πολιτικής δικαιοδοσίας στη διοικητική δίκη» (2013), ενώ έχει γράψει και τη μονογραφία με θέμα: «Η συμμετοχή του τρίτου στη διοικητική δίκη: Παρέμβαση- Τριτανακοπή» (2017).

Μετάβαση στο περιεχόμενο