Ι. Εισαγωγή – Πνευματική Ιδιοκτησία και Τεχνητή Νοημοσύνη

Τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) έχουν ήδη αποκτήσει ένα σημαντικό μερίδιο στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εκμετάλλευσης έργων πνευματικής ιδιοκτησίας. Όπως κάθε τεχνολογική εξέλιξη, έτσι και η ανάδυση τέτοιων συστημάτων ΤΝ δοκιμάζει τα όρια του δικαίου και θέτει περαιτέρω το ερώτημα: ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου ή θέσπιση νέου δικαίου; Πιο συγκεκριμένα, το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν το ισχύον δίκαιο είναι κατάλληλο και επαρκές, μέσω της ερμηνείας του, να επιλύσει τα νομικά προβλήματα που θέτει η ΤΝ, ή εάν απαιτείται μια νομοθετική παρέμβαση μέσω της υιοθέτησης μιας νέας νομοθετικής πράξης ρυθμίζουσας το πεδίο των τεχνολογιών ΤΝ. Ιδιαίτερα το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας ενδιαφέρεται για τον τύπο τεχνολογιών ΤΝ που είναι γνωστές ως «παραγωγική ΤΝ» (‘Generative AI’), ήτοι τεχνολογίες ΤΝ οι οποίες παράγουν περιεχόμενο ανάλογο με έργα προστατευόμενα από την πνευματική ιδιοκτησία, όπως εικόνες[1], κείμενα[2], μουσικές συνθέσεις[3] κ.λπ.

Τα ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με την παραγωγική ΤΝ στο πλαίσιο του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας είναι πολλαπλά. Για παράδειγμα, ο Καθηγητής Daniel Gervais δημιούργησε έναν κατάλογο με ορισμένα ανοιχτά ζητήματα στον υπό κρίση τομέα του ‘Generative AI’. Ενδεικτικά: α) εάν η εξόρυξη κειμένων και δεδομένων είναι νόμιμη· β) εάν το σύστημα ΤΝ παραβιάζει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας συγκεκριμένων δημιουργών όταν μέσω αυτού δημιουργείται ένα «έργο»· γ) εάν το ίδιο το σύστημα ΤΝ μπορεί να θεωρηθεί «δημιουργός»· δ) εάν ο αλγόριθμος που χρησιμοποιείται προστατεύεται ή όχι από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας· ε) το ζήτημα της διαχείρισης ψηφιακών δικαιωμάτων (Digital Rights Management)[4].

Τέτοιου είδους συστήματα ΤΝ λειτουργούν κυρίως επί τη βάσει μηχανισμών και διαδικασιών γνωστών ως «μηχανική μάθηση» (‘machine learning’). Μέσα από την διαδικασία του ‘machine learning’, ένας τεράστιος όγκος δεδομένων – που στο εξής θα αποκαλούνται εισαγόμενα δεδομένα (input)– καθίσταται διαθέσιμος στο σύστημα ΤΝ, το οποίο βασίζεται επ’ αυτών των δεδομένων προκειμένου να παραγάγει/εξαγάγει περιεχόμενο, για το οποίο χρησιμοποιείται ο όρος ‘output’. Η διαδικασία δε αυτή της μηχανικής μάθησης (‘machine learning’) περιγράφεται ήδη σε ενωσιακό επίπεδο στην αιτιολογική σκέψη 12 του Κανονισμού για την Τεχνητή Νοημοσύνη[5]: «Στις τεχνικές που επιτρέπουν τη συναγωγή συμπερασμάτων κατά τη δημιουργία ενός συστήματος ΤΝ περιλαμβάνονται προσεγγίσεις μηχανικής μάθησης που μαθαίνουν από δεδομένα πώς να επιτυγχάνουν ορισμένους στόχους, καθώς και προσεγγίσεις βασιζόμενες στη λογική και τη γνώση οι οποίες συνάγουν συμπεράσματα από κωδικοποιημένη γνώση ή συμβολική αναπαράσταση της προς εκτέλεση εργασίας. Η ικανότητα ενός συστήματος ΤΝ να συνάγει συμπεράσματα υπερβαίνει τη βασική επεξεργασία δεδομένων επιτρέποντας τη μάθηση, τη συλλογιστική ή τη μοντελοποίηση». Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η διαδικασία της μηχανικής μάθησης παρουσιάζει κοινά σημεία λειτουργίας με τον τρόπο που οι άνθρωποι δημιουργοί εμπνέονται και δημιουργούν τα έργα τους: μολονότι ο άνθρωπος δημιουργός δεν λειτουργεί μηχανικά, με τον τρόπο που λειτουργεί ένα σύστημα ΤΝ, εντούτοις και ο άνθρωπος δημιουργός συγκεντρώνει δεδομένα (εμπειρίες, προσωπικά βιώματα, επιρροές από άλλους δημιουργούς κ.λπ.) από το εξωτερικό περιβάλλον και τα επεξεργάζεται ούτως ώστε να παραγάγει το δικό του δημιουργικό περιεχόμενο· ομοίως, και το σύστημα ΤΝ – αν και σε αντίθεση με τον άνθρωπο λειτουργεί μηχανικά και δεν διαθέτει προσωπικότητα – συγκεντρώνει μεγάλο όγκο δεδομένων, τα οποία επεξεργάζεται προκειμένου να δημιουργήσει περιεχόμενο.

Η (μερική ή ολική) αντικατάσταση του ανθρώπου από την ΤΝ είναι ένας από τους κύριους κινδύνους που αναδύεται μέσω της ανάπτυξης και της διαρκούς εξέλιξης συστημάτων ΤΝ. Περαιτέρω, μεταξύ των δεδομένων που εισάγονται στο σύστημα ΤΝ ως ‘input’ συμπεριλαμβάνονται και έργα που έχουν δημιουργηθεί από ανθρώπους δημιουργούς και τα οποία προστατεύονται από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας[6]. Τα έργα αυτά χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας της μηχανικής μάθησης των συστημάτων ΤΝ χωρίς να ζητείται (και να χορηγείται) προηγούμενη άδεια των δημιουργών των εν λόγω έργων[7]. Το φαινόμενo αυτό προκαλεί την ανάδυση πολλών ανησυχιών σχετικά με την οικονομική θέση των δημιουργών στο πεδίο αυτό, καθώς η οικονομική εκμετάλλευση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ακολουθεί κατά κανόνα το ακόλουθο σχήμα: ο δημιουργός του έργου είναι ο αρχικός δικαιούχος όλων των αποκλειστικών δικαιωμάτων επί του έργου, τα οποία (δικαιώματα) μπορούν να μεταβιβασθούν ή η χρήση τους να αδειοδοτηθεί από τον δημιουργό σε ένα τρίτο μέρος και ο δημιουργός να λάβει ως αντιπαροχή για αυτή την μεταβίβαση ή την άδεια χρήσης αμοιβή. Στο πεδίο της μηχανικής μάθησης της δημιουργικής ΤΝ, η χρήση των προστατευόμενων από την πνευματική ιδιοκτησία έργων ως δεδομένων χρησιμοποιούμενων χωρίς προηγούμενη άδεια των δημιουργών των έργων οδηγεί αυτόματα σε μηδενική αμοιβή και, κατά συνέπεια, στην αποδυνάμωση της ήδη αποδυναμωμένης οικονομικής τους κατάστασης.

Η εισαγωγή σε νομοθετικό επίπεδο ενός δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών λόγω της εμφάνισης και της λειτουργίας συστημάτων παραγωγικής ΤΝ έχει ήδη προταθεί τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) όσο και στις ΗΠΑ. Με την παρούσα μελέτη θα επικεντρωθούμε στο ζήτημα της καταλληλότητας ή μη σχετικά με την υιοθέτηση ενός τέτοιου δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών στην Ε.Ε., αλλά και στην εθνική μας έννομη τάξη, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη και τις εξελίξεις και προτάσεις που έχουν λάβει χώρα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ο γενικός στόχος της μελέτης αυτής είναι η διερεύνηση του ζητήματος της κατάλληλης προστασίας των δημιουργών και της διασφάλισης μιας δίκαιης αμοιβής για αυτούς στο πεδίο της παραγωγικής ΤΝ. Για τους σκοπούς της μελέτης, η έρευνά μας αυτή θα περιοριστεί σε ένα μόνο από τα μέσα που έχει ήδη προταθεί προς επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, ήτοι την νομοθετική κατοχύρωση ενός δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών. Στο επόμενο μέρος ΙΙ, θα περιγραφούν οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που ήδη έχουν ληφθεί από τον Ευρωπαίο νομοθέτη στο πλαίσιο της παραγωγικής ΤΝ και η θέση των δημιουργών εντός αυτών. Θα προχωρήσουμε περαιτέρω στην παρουσίαση των προτάσεων που έχουν γίνει από συγκεκριμένους ακαδημαϊκούς κύκλους για την υιοθέτηση ενός Ευρωπαϊκού δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών (μέρος ΙΙΙ) και κατόπιν θα παρουσιάσουμε ορισμένες επιπλέον σκέψεις σχετικά με τις προτάσεις αυτές (μέρος IV). Η διερεύνηση της δυνατότητας κατοχύρωσης ενός τέτοιου δικαιώματος στην εθνική μας έννομη τάξη, ανεξαρτήτως των δράσεων της Ε.Ε. (μέρος V), και τα συμπεράσματα που θα ανακύψουν από την μελέτη αυτή (μέρος VI) θα ακολουθήσουν.

ΙΙ. Ευρωπαϊκή νομοθετική παρέμβαση στο πεδίο της παραγωγικής ΤΝ

Στο σύστημα του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας της Ε.Ε., η νομιμότητα της χρήσης έργων προστατευτέων από την πνευματική ιδιοκτησία ως εισαγόμενων δεδομένων για την εκπαίδευση και μάθηση συστημάτων ΤΝ αμφισβητείται[8]. Με μια διάθεση απλοποίησης των θέσεων που έχουν εκφραστεί επί του εν λόγω ζητήματος, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο ότι δύο κατά κύριο λόγο, αντικρουόμενες μεταξύ τους, θέσεις έχουν εκφραστεί. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, η χρήση έργων ως δεδομένων για την διαδικασία της μηχανικής μάθησης της παραγωγικής ΤΝ οδηγεί στην «εκμετάλλευση» των έργων αυτών. Συγκεκριμένα, η χρήση περιεχομένου προστατευόμενου από την πνευματική ιδιοκτησία ως ‘input’ προϋποθέτει την αναπαραγωγή των χρησιμοποιούμενων έργων. Η αναπαραγωγή των έργων αποτελεί εξουσία περιουσιακής φύσης η οποία ανήκει στους δημιουργούς των έργων σύμφωνα με το άρθρο 2 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, με το οποίο κατοχυρώνεται ως αποκλειστικό δικαίωμα των δημιουργών το δικαίωμα αναπαραγωγής των έργων τους[9]. Έτσι, σύμφωνα με την πρώτη αυτή άποψη, η χρήση έργων πνευματικής ιδιοκτησίας στο πεδίο της διαδικασίας της μηχανικής μάθησης υπάγεται στο δικαίωμα αναπαραγωγής των δημιουργών του άρθρου 2 της ανωτέρω Οδηγίας και, κατά συνέπεια, η χρήση αυτή χωρίς την άδεια των δημιουργών προσβάλλει το εν λόγω δικαίωμά τους[10].

Ωστόσο, σύμφωνα με μια δεύτερη θέση που έχει υποστηριχθεί, η χρήση έργων πνευματικής ιδιοκτησίας για την εκπαίδευση και την μάθηση των συστημάτων ΤΝ δεν υπάγεται στο δικαίωμα αναπαραγωγής του προαναφερόμενου άρθρου 2 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ. Η θέση αυτή βασίζεται στη θεμελιώδη διάκριση του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας μεταξύ ιδέας και έκφρασης, σύμφωνα με την οποία αντικείμενο προστασίας είναι η έκφραση μόνο της ιδέας και όχι η ιδέα η ίδια, ή γεγονότα, διαδικασίες και δεδομένα[11]. Έτσι, η χρήση των έργων πνευματικής ιδιοκτησίας ως εισαγόμενων δεδομένων στο σύστημα ΤΝ δεν προστατεύεται, ακριβώς διότι στην περίπτωση αυτή λειτουργούν και αξιοποιούνται ως δεδομένα και όχι ως εκφράσεις ιδέας. Όπως οι Καθηγητές Margoni και Kretschmer ρητά υποστηρίζουν, «η θεμελίωση της θέσης αυτής μπορεί να εντοπιστεί σε διεθνώς αναγνωρισμένες αρχές όπως η διάκριση μεταξύ ιδέας και έκφρασης και η διάκριση μεταξύ γεγονότος και έκφρασης, ήτοι στην αξίωση η πνευματική ιδιοκτησία να προστατεύει πρωτότυπες εκφράσεις, ενώ οι ιδέες, οι αρχές, οι διαδικασίες, τα γεγονότα και τα δεδομένα καθ’ αυτά δεν προστατεύονται»[12].

Η θεωρητική αυτή διαμάχη σχετικά με την νομιμότητα της χρήσης έργων προστατευόμενων από την πνευματική ιδιοκτησία για την διαδικασία της μηχανικής μάθησης φαίνεται να έχει επιλυθεί από τον Ευρωπαίο νομοθέτη υπέρ της πρώτης εκτεθείσας ανωτέρω άποψης. Σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790, μια νέα εξαίρεση από το δικαίωμα αναπαραγωγής των δημιουργών προβλέπεται, ήτοι η εξαίρεση της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων (text and data miningTDM)[13]. Η εν λόγω εξαίρεση της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων αποτελεί ακριβώς τον μηχανισμό επί του οποίου η διαδικασία της μηχανικής μάθησης των συστημάτων ΤΝ βασίζεται, καθώς θεμελιώνεται στην επεξεργασία, ανάμιξη και εξαγωγή περαιτέρω γνώσης από μεγάλο όγκο δεδομένων και κειμένων, ούτως ώστε να επιτρέψει την αναγνώριση μοτίβων και συνδυασμών μεταξύ φαινομενικά ασύνδετων πληροφοριών[14]. Η εξόρυξη κειμένων και δεδομένων λειτουργεί με τον ακόλουθο τρόπο: α) αναγνωρίζει έργα και άλλα δεδομένα που έχουν οργανωθεί σε μια προϋπάρχουσα βάση δεδομένων· β) αντιγράφει σημαντικά μέρη αυτού του υλικού που αναγνωρίζει, ούτως ώστε β1) να το τρέψει σε μορφή μηχανικώς αναγνώσιμη, β2) πιθανώς να το «ανεβάσει» σε κάποια πλατφόρμα, β3) να εξαγάγει τα δεδομένα και β4) να αναγνωρίσει μοτίβα μέσω της ανάμιξης των δεδομένων και των έργων που έχει συγκεντρώσει[15]. Η υιοθέτηση μιας νέας εξαίρεσης από τον ενωσιακό νομοθέτη, συγκεκριμένα της εξαίρεσης της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων, υπονοεί και προϋποθέτει την παραδοχή της θέσης ότι η χρήση έργων πνευματικής ιδιοκτησίας για τους ανωτέρω σκοπούς υπάγεται κατ’ αρχήν στο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Με άλλα λόγια, η χρήση τέτοιων έργων χωρίς την άδεια των δημιουργών τους είναι επιτρεπτή μόνον επειδή το δίκαιο προβλέπει συγκεκριμένα μία εξαίρεση από την πνευματική ιδιοκτησία· εάν δεν υπήρχε μία τέτοια πρόβλεψη, τότε κάθε χρήση των έργων θα υπήγετο στο δικαίωμα αναπαραγωγής των δημιουργών και θα προϋπέθετε την συναίνεση (και άδεια) του δημιουργού[16].

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 προβλέπεται η εξαίρεση, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα αναπαραγωγής του άρθρου 2 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ για χρήσεις έργων που αφορούν στην εξόρυξη κειμένων και δεδομένων που πραγματοποιείται από ερευνητικούς οργανισμούς και ιδρύματα πολιτιστικής κληρονομιάς για τους σκοπούς της επιστημονικής έρευνας. Περαιτέρω, το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 εισάγει μία πρόσθετη εξαίρεση από το δικαίωμα αναπαραγωγής των δημιουργών, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, η οποία (εξαίρεση) δεν περιορίζεται μόνο στους σκοπούς της επιστημονικής έρευνας. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790, «Τα κράτη μέλη προβλέπουν εξαίρεση ή περιορισμό στα δικαιώματα που προβλέπονται (…) στο άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ (…) για αναπαραγωγές και εξαγωγές νομίμως προσβάσιμων έργων και άλλου υλικού για τους σκοπούς της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων». Ωστόσο, οι δικαιούχοι του δικαιώματος αναπαραγωγής μπορούν να απαλλαγούν από την εξαίρεση αυτή μέσω μηχανισμού ‘opt-out’, εφόσον ρητά έχουν επιφυλαχθεί σχετικά με την χρήση έργων για σκοπούς εξόρυξης κειμένων και δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790[17]. Το άρθρο 4 της Οδηγίας δεν είχε συμπεριληφθεί στην αρχική Πρόταση[18], αλλά προσετέθη αργότερα κατά την διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας κατόπιν πρωτοβουλίας της Ολλανδικής αντιπροσωπείας[19]. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η εξάρτηση των εξαιρέσεων αυτών από ένα σύστημα αμοιβής των δημιουργών φαίνεται να αποκλείεται ρητώς από τον ενωσιακό νομοθέτη[20].

Βέβαια, κατά τον χρόνο της προσθήκης των εν λόγω προβλέψεων, η εξαίρεση της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων ως μηχανισμός που θα επιδρά στο ζήτημα της χρήσης έργων στο πλαίσιο της διαδικασίας της μηχανικής μάθησης των συστημάτων ΤΝ δεν περιλαμβανόταν στην αρχική πρόθεση του ενωσιακού νομοθέτη, όπως μπορεί να συναχθεί από τα προπαρασκευαστικά κείμενα της Οδηγίας, όπου το ζήτημα της παραγωγικής ΤΝ και της σχέσης του με την πνευματική ιδιοκτησία απουσιάζει[21]. Ως εκ τούτου, ένα περαιτέρω ερμηνευτικό πρόβλημα ανακύπτει: εφαρμόζεται η εξαίρεση της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων των άρθρων 3 και 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 στην περίπτωση της παραγωγικής ΤΝ, λαμβάνοντας υπόψη ότι υπό την έποψη μιας ιστορικής ερμηνείας των διατάξεων μπορεί να συναχθεί ότι ο ενωσιακός νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη το ζήτημα αυτό όταν εισήγαγε τα συγκεκριμένα άρθρα; Η απάντηση στο υπό κρίση ερώτημα δόθηκε αυθεντικά από τον ίδιο τον ενωσιακό νομοθέτη[22]. Στην αιτιολογική σκέψη 105 του Κανονισμού για την ΤΝ προβλέπεται: «Τα μοντέλα ΤΝ γενικού σκοπού, ιδίως τα μεγάλα παραγωγικά μοντέλα ΤΝ, που είναι ικανά να παράγουν κείμενο, εικόνες και άλλο περιεχόμενο, παρουσιάζουν μοναδικές ευκαιρίες καινοτομίας, αλλά και προκλήσεις για τους καλλιτέχνες, τους συγγραφείς και άλλους δημιουργούς και τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται, διανέμεται, χρησιμοποιείται και καταναλώνεται το δημιουργικό τους περιεχόμενο. Για την ανάπτυξη και την εκπαίδευση τέτοιων μοντέλων απαιτείται πρόσβαση σε τεράστιο όγκο κειμένων, εικόνων, βίντεο και άλλων δεδομένων. Οι τεχνικές εξόρυξης κειμένων και δεδομένων μπορούν να χρησιμοποιούνται εκτενώς στο πλαίσιο αυτό για την ανάκτηση και την ανάλυση τέτοιου περιεχομένου, το οποίο ενδέχεται να προστατεύεται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικά δικαιώματα. Για κάθε χρήση περιεχομένου που προστατεύεται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας απαιτείται η άδεια του οικείου δικαιούχου, εκτός εάν ισχύουν σχετικές εξαιρέσεις και περιορισμοί όσον αφορά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Η οδηγία (ΕΕ) 2019/790 θέσπισε εξαιρέσεις και περιορισμούς που επιτρέπουν τις αναπαραγωγές και τις εξαγωγές έργων ή άλλων αντικειμένων προστασίας, για τους σκοπούς της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς, οι δικαιούχοι μπορούν να επιλέξουν να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους επί των έργων τους ή άλλων αντικειμένων προστασίας για να αποτρέψουν την εξόρυξη κειμένων και δεδομένων, εκτός εάν αυτή γίνεται για σκοπούς επιστημονικής έρευνας. Όταν τα δικαιώματα εξαίρεσης έχουν ρητά διατηρηθεί με κατάλληλο τρόπο, οι πάροχοι μοντέλων ΤΝ γενικού σκοπού χρειάζεται να λαμβάνουν άδεια από τους δικαιούχους, εάν επιθυμούν να πραγματοποιήσουν εξόρυξη κειμένων και δεδομένων από τέτοια έργα»[23].

Σύμφωνα με την ξεκάθαρη αυτή θέση, δύο βασικά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν στο πεδίο του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας της Ε.Ε. de lege lata: α) ότι η εξαίρεση εξόρυξης κειμένων και δεδομένων των άρθρων 3 και 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 εφαρμόζεται ευθέως στην περίπτωση της διαδικασίας μηχανικής μάθησης των συστημάτων παραγωγικής ΤΝ και, ως εκ τούτου, β) η χρήση έργων για την εκπαίδευση των συστημάτων αυτών παραγωγικής ΤΝ υπόκειται στο δικαίωμα αναπαραγωγής των δημιουργών· προηγούμενη άδεια για την χρήση των έργων για αυτόν τον σκοπό δεν απαιτείται λόγω της εξαίρεσης της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων, εκτός και εάν η χρήση των έργων δεν εμπίπτει στο άρθρο 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 και ο δικαιούχος του δικαιώματος αναπαραγωγής έχει ρητά αρνηθεί την υπαγωγή στην εξαίρεση αυτή σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790[24].

ΙΙΙ. Προτάσεις για την υιοθέτηση ενός ενωσιακού δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών

Όπως μπορεί να συναχθεί από τα ανωτέρω εκτεθέντα, η υπαγωγή της εκπαίδευσης των συστημάτων ΤΝ μέσω της χρήσης εισαγόμενων δεδομένων στο σύστημα του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελεί ένα ζήτημα αμφιλεγόμενο. Ωστόσο, ο ενωσιακός νομοθέτης έχει λάβει μία ξεκάθαρη νομική θέση στο πεδίο αυτό μέσω της εισαγωγής της εξαίρεσης της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων, όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω: η εκπαίδευση των συστημάτων ΤΝ μέσω της χρήσης δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων έργων προστατευόμενων από την πνευματική ιδιοκτησία, υπάγεται στην προστασία του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά η χρήση αυτή δεν οδηγεί σε παραβίαση των αποκλειστικών δικαιωμάτων του δημιουργού λόγω της εξαίρεσης της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων. Μια τέτοια νομοθετική πολιτική δεν αντιμετωπίζει ένα άλλο καίριο ζήτημα στην εποχή της ΤΝ, ήτοι το ζήτημα της αμοιβής των δημιουργών.

Τα άρθρα 18, 19, 20 και 22 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 περιλαμβάνουν συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την κατοχύρωση δίκαιης αμοιβής υπέρ των δημιουργών (και των εκτελεστών καλλιτεχνών) στο πλαίσιο των συμβάσεων εκμετάλλευσης που συνάπτουν. Με το άρθρο 18 εισάγεται η γενική αρχή της δέουσας και αναλογικής αμοιβής· με το άρθρο 19 υιοθετείται μια γενική υποχρέωση διαφάνειας των αντισυμβαλλομένων/αδειούχων/υποαδειούχων των δημιουργών· με το άρθρο 20 προβλέπεται ένας μηχανισμός αναπροσαρμογής των συμβάσεων· με το άρθρο 22 κατοχυρώνεται υπέρ των δημιουργών ένα δικαίωμα ανάκλησης των μεταβιβασθέντων ή αδειοδοτηθέντων δικαιωμάτων τους[25]. Ωστόσο, η εφαρμογή όλων των ανωτέρω ρυθμίσεων περί δίκαιης αμοιβής προϋποθέτει ότι οι δημιουργοί διατηρούν κάποιο αποκλειστικό δικαίωμα επί των έργων τους και ότι αποφασίζουν να παραχωρήσουν άδεια χρήσης αυτού του δικαιώματος ή να το μεταβιβάσουν σε κάποιον αντισυμβαλλόμενό τους. Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, ήτοι στην περίπτωση της χρήσης έργων ως μέρους της διαδικασίας μηχανικής μάθησης των συστημάτων ΤΝ, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δημιουργοί δεν έχουν ένα τέτοιο δικαίωμα επί των χρησιμοποιούμενων στο πλαίσιο της εκπαίδευσης των μηχανισμών ΤΝ έργων τους, καθώς η εξαίρεση της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων τους αποστερεί ένα τέτοιο δικαίωμα[26]. Ως εκ τούτου, οι ανωτέρω διατάξεις περί δίκαιης αμοιβής της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 δεν μπορούν να εφαρμοσθούν ευθέως στην υπό κρίση περίπτωση.

Το σύστημα αυτό, όπως έχει υιοθετηθεί από τον ενωσιακό νομοθέτη, μπορεί να οδηγήσει στο φαινόμενο της άνισης κατανομής των οικονομικών εσόδων που πηγάζουν από την εκμετάλλευση των έργων μεταξύ των εταιριών ΤΝ, των δικαιούχων και των δημιουργών. Για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, αυτό που κατά κανόνα συμβαίνει στην πράξη είναι ότι οι δημιουργοί μεταβιβάζουν/αδειοδοτούν την χρήση μερικών ή όλων των αποκλειστικών δικαιωμάτων τους επί των έργων τους σε κάποιον ενδιάμεσο – για παράδειγμα σε κάποιον εκδότη, παραγωγό, δισκογραφική εταιρία κ.λπ. – ο οποίος αναλαμβάνει την εκμετάλλευση των έργων και ο οποίος είναι γνωστός ως «δικαιούχος» (‘rightholder’). Τέτοιοι δικαιούχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας αποκτούν ένα (μεγάλο ή μικρό) ρεπερτόριο έργων, διατηρώντας την εξουσία να παρέχουν υποάδειες (sublicenses) για την εκμετάλλευση των έργων σε τρίτα μέρη. Μέσω της εισαγωγής της εξαίρεσης της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων, οι εταιρίες ΤΝ δεν υποχρεούνται κατ’ αρχήν να αναζητήσουν τέτοιες υποάδειες από τους ανωτέρω δικαιούχους. Ωστόσο, οι δικαιούχοι έχουν την ευχέρεια να αρνηθούν την υπαγωγή τους στην εξαίρεση της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790, και να απαιτήσουν από τις εταιρίες ΤΝ να ζητήσουν από αυτούς τη χορήγηση υποαδειών προκειμένου οι εταιρίες αυτές να χρησιμοποιήσουν τα έργα του ρεπερτορίου των δικαιούχων ως δεδομένα εκπαίδευσης στο πλαίσιο της διαδικασίας της μηχανικής μάθησης. Το σύστημα αυτό της εξαίρεσης της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων, το οποίο ερείδεται επί μιας εξαίρεσης από την πνευματική ιδιοκτησία με ευχέρεια ‘opt-out’ υπέρ των δικαιούχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένα έσοδα για τους δικαιούχους, αλλά δεν διασφαλίζει ότι οι ίδιοι οι δημιουργοί θα λάβουν τελικά αμοιβή – ή πολλώ μάλλον δίκαιη αμοιβή– για την χρήση των έργων τους ως δεδομένων εκπαίδευσης των μηχανισμών παραγωγικής ΤΝ[27].

Για τον λόγο αυτό ορισμένες προτάσεις για την εισαγωγή ενός ενωσιακού δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών στο πεδίο της μηχανικής μάθησης των συστημάτων ΤΝ έχουν εκφραστεί στη θεωρία. Το ζήτημα της επιστροφής συγκεκριμένων οικονομικών απολαβών στους δημιουργούς από την εκμετάλλευση των έργων τους δεν είναι αποκλειστικά συνδεδεμένο με την αδειοδότηση της χρήσης των δικαιωμάτων τους· με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η χρήση περιεχομένου προστατευόμενου από την πνευματική ιδιοκτησία ως δεδομένων για την εκπαίδευση συστημάτων ΤΝ δεν οδηγεί σε παραβίαση των δικαιωμάτων των δημιουργών δεν σημαίνει επίσης ότι δεν υπάρχει και λόγος για την διασφάλιση της αμοιβής των δημιουργών[28]. Συνεπώς, το περαιτέρω ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν υπάρχει πράγματι ανάγκη προστασίας των δημιουργών και διασφάλισης υπέρ αυτών μιας δίκαιης αμοιβής στο πλαίσιο της παραγωγικής ΤΝ και, εάν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι θετική, ποια είναι η ανάγκη αυτή.

Μια εις βάθος ανάλυση των λόγων που επιβάλλουν την κατοχύρωση ενός ενωσιακού δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών στο περιβάλλον της ΤΝ έχει γίνει από τον Καθηγητή Martin Senftleben, ο οποίος έχει, μεταξύ άλλων, παραθέσει έξι (6) βασικά επιχειρήματα για την ανάγκη υιοθέτησης ενός τέτοιου δικαιώματος[29]: α) την παρασιτική λειτουργία των συστημάτων παραγωγικής ΤΝ, τα οποία δεν μπορούν να παραγάγουν περιεχόμενο χωρίς την χρήση έργων ανθρώπινης δημιουργίας· β) ότι τα έργα που δημιουργούνται από ανθρώπους δημιουργούς επιτελούν μια σημαντική κοινωνική λειτουργία, σε αντίθεση με το εξαγόμενο από συστήματα ΤΝ περιεχόμενο, καθώς η ΤΝ δεν είναι ικανή να συλλάβει τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες με τον ίδιο τρόπο όπως οι άνθρωποι· γ) το δικαίωμα αμοιβής των δημιουργών μπορεί να εξασφαλίσει την κοινωνική και πολιτική εξέλιξη, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω των έργων ανθρώπινης δημιουργίας· δ) οι άνθρωποι που ενδεχομένως χάσουν την δουλειά τους ή των οποίων η δημιουργική απασχόληση ενδεχομένως περιοριστεί θα χρειαστούν οικονομική στήριξη ούτως ώστε να αποκτήσουν νέες δεξιότητες· ε) η αμοιβή των δημιουργών μπορεί να δώσει την ουσιώδη ένδειξη ότι οι δημιουργικές διεργασίες είναι και παραμένουν σημαντική ανθρώπινη δραστηριότητα με συγκεκριμένα αξία· στ) το δικαίωμα αμοιβής των δημιουργών, το οποίο θα δώσει το κίνητρο στους ανθρώπους δημιουργούς να παράγουν νέα έργα, θα είναι τελικά επωφελές και για τις εταιρίες ΤΝ, καθώς θα είναι σε θέση να χρησιμοποιούν νέα έργα ως δεδομένα για την περαιτέρω εκπαίδευση των μηχανισμών ΤΝ προς δημιουργία νέου περιεχομένου. Επίσης, η κατοχύρωση ενός δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών δικαιολογείται και από πλευράς θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεδομένου ότι μέσω αυτού θα εξασφαλιστούν τα δικαιώματα των δημιουργών στην ελευθερία έκφρασής τους και στην ελευθερία της τέχνης, όπως τα δικαιώματα αυτά προβλέπονται στα άρθρα 11 και 13 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα[30].

Επί τη βάσει αυτών και άλλων παρόμοιων επιχειρημάτων ορισμένοι θεωρητικοί έχουν προτείνει την νομοθετική κατοχύρωση σε ενωσιακό επίπεδο ενός δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών. Ωστόσο, οι τρόποι και τα μέσα με τα οποία αυτό το δικαίωμα αμοιβής θα καταστρωθεί διαφέρουν. Από τις προτάσεις που έχουν ήδη γίνει, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ δύο βασικών προτάσεων για την νομοθετική υιοθέτηση του δικαιώματος αυτού. Σύμφωνα με την πρώτη θεωρητική πρόταση, η ρύθμιση ενός δικαιώματος αμοιβής βασισμένου σε περιορισμό της πνευματικής ιδιοκτησίας θα επιτύχει τους προαναφερόμενους στόχους, συγκεκριμένα την ενδυνάμωση του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας στην εποχή της ΤΝ. Ιδιαίτερα, η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στα εισαγόμενα δεδομένα (input) της μηχανικής μάθησης, ήτοι στα έργα πνευματικής ιδιοκτησίας που χρησιμοποιούνται ως εκπαιδευτικό υλικό για την παραγωγική ΤΝ, και προτείνεται η αντικατάσταση του ‘opt-out’ μηχανισμού του άρθρου 4 παρ. 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 από ένα δικαίωμα αμοιβής: οι εταιρίες ΤΝ δεν θα χρειάζεται να λαμβάνουν άδειες από τους δικαιούχους για να χρησιμοποιούν τέτοιο περιεχόμενο για τους σκοπούς της μηχανικής μάθησης, αλλά την ίδια στιγμή θα υποχρεούνται να καταβάλλουν ένα είδος εισφοράς/φόρου (levy), το οποίο θα διανέμεται περαιτέρω απευθείας στους δημιουργούς[31].  Τα χρήματα τα οποία θα καταβληθούν από τις εταιρίες ΤΝ ως εισφορά/φόρος για την ελεύθερη χρήση περιεχομένου προστατευόμενου από την πνευματική ιδιοκτησία ως εκπαιδευτικού υλικού, σύμφωνα με την εν λόγω πρόταση, θα δίνονται σε φορείς συλλογικής διαχείρισης, οι οποίοι εν συνεχεία θα διανέμουν τα χρήματα στους δημιουργούς ενώ σημαντικό (εποπτικό και συντονιστικό) ρόλο στην διαδικασία αυτή προτείνεται να διαδραματίζει ένας εξειδικευμένος ενωσιακός θεσμός/οργανισμός για ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και ψηφιακών υπηρεσιών[32]. Ένα τέτοιο σύστημα ελεύθερης μεν χρήσης, επί πληρωμή δε (‘permitted-but-paid’), μέσω της εισαγωγής ενός περιορισμού της πνευματικής ιδιοκτησίας υπό τον όρο χορήγησης αμοιβής, δεν είναι κάτι τελείως ξένο στο δόγμα του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας[33], πολλώ μάλλον και συγκεκριμένα στο ενωσιακό δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας[34].

Σύμφωνα με την δεύτερη πρόταση για την εισαγωγή ενός ενωσιακού δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών, που έχει υποστηριχθεί από ορισμένους θεωρητικούς, το κέντρο του σχετικού μηχανισμού δεν θα πρέπει να είναι τα εισαγόμενα δεδομένα (input) στο σύστημα ΤΝ, αλλά το παραγόμενο από το σύστημα ΤΝ περιεχόμενο μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της μηχανικής μάθησης[35]. Δυνάμει της θέσης αυτής, προτείνεται η εισαγωγή ενός μηχανισμού, βάσει του οποίου οι εταιρίες ΤΝ θα καταβάλλουν ένα κατ’ αποκοπή ποσό σε περίπτωση που το παραγόμενο από το σύστημα παραγωγικής ΤΝ περιεχόμενο έχει την δυνατότητα να αντικαταστήσει ή να λειτουργήσει ως υποκατάστατο των έργων ανθρώπινης δημιουργίας[36]. Το ποσό αυτό θα καταβάλλεται από τις εταιρίες ΤΝ σε φορείς συλλογικής διαχείρισης, οι οποίοι κατόπιν θα χρησιμοποιούν τα χρήματα που τους καταβλήθηκαν με σκοπό την ενίσχυση των οικονομικών συνθηκών (διαβίωσης και εργασίας) των δημιουργών, λ.χ. δημιουργία ταμείου για κοινωνικούς και πολιτισμικούς σκοπούς. Η υπό κρίση πρόταση βασίζεται κατά κύριο λόγο στο δόγμα του ‘domaine public payant’, του οποίου εμπνευστής ήταν ο Καθηγητής Adolf Dietz και το οποίο αφορούσε στην καταβολή ενός κατ’ αποκοπή ποσού για την χρήση έργων μη προστατευόμενων από την πνευματική ιδιοκτησία λόγω του ότι είχαν υπαχθεί στο ‘public domain’ με σκοπό την βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των δημιουργών και την προώθηση της πολιτισμικής ανάπτυξης[37]. Στο πλαίσιο αυτό, έχει προταθεί η υιοθέτηση από τον ενωσιακό νομοθέτη της ακόλουθης διάταξης: «Τα Κράτη Μέλη προβλέπουν ένα δικαίωμα με σκοπό να εξασφαλίσουν ότι μία εύλογη αμοιβή καταβάλλεται από τον χρήστη, εάν ένα έργο λόγου ή τέχνης που παράγεται από ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης, χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο έργου που έχει δημιουργηθεί από άνθρωπο, και προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι η αμοιβή αυτή καταβάλλεται σε πολιτισμικά ταμεία οργανισμών συλλογικής διαχείρισης για τον σκοπό της ενίσχυσης και της υποστήριξης των ανθρώπινων παραγωγών έργων λόγου και τέχνης»[38].

IV. Περαιτέρω σκέψεις επί των προτάσεων για το ενωσιακό δικαίωμα αμοιβής των δημιουργών

Αν θα θέλαμε να εντοπίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά καθεμίας εκ των ανωτέρω προτάσεων για την εισαγωγή ενός δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών στο πεδίο της παραγωγικής ΤΝ, τότε θα μπορούσαμε να συναγάγουμε τα ακόλουθα συμπεράσματα. Η πρώτη πρόταση, που αναλύθηκε ανωτέρω, βασίζεται κυρίως σε δύο στοιχεία: α) στο ότι ο μηχανισμός έχει ως επίκεντρο τα εισαγόμενα δεδομένα (input), ήτοι το προστατευόμενο από την πνευματική ιδιοκτησία περιεχόμενο που χρησιμοποιείται ως υλικό εκπαίδευσης των συστημάτων παραγωγικής ΤΝ· β) στο ότι η συλλογή και η διανομή των καταβαλλόμενων ποσών θα γίνεται μέσω οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, υπό τον συντονισμό και την εποπτεία ενός ευρωπαϊκού οργανισμού, που θα έχει ρυθμιστική αρμοδιότητα σε ζητήματα που αφορούν στην ψηφιακή εκμετάλλευση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ή γενικότερα σε ζητήματα ψηφιακών υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την δεύτερη πρόταση: α) ο μηχανισμός στηρίζεται στο ‘output’, δηλαδή στο περιεχόμενο που παράγεται από την παραγωγική ΤΝ και το οποίο εξάγεται από τη συλλογή, επεξεργασία και ανάμιξη εκπαιδευτικού για το σύστημα ΤΝ υλικού· β) το ποσό θα καταβάλλεται από τις εταιρίες ΤΝ σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, οι οποίοι στη συνέχεια θα κάνουν τη διανομή των χρημάτων στους δημιουργούς με σκοπό την ενίσχυση και ανάπτυξη της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Ο παρακάτω πίνακας περιγράφει τα δύο αυτά χαρακτηριστικά/διαφοροποιήσεις των προτάσεων:

  Βάση μηχανισμού Αρμόδιοι οργανισμοί
 1η πρόταση Input Οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης + ενωσιακός οργανισμός
2η πρόταση Output Οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης

 

Όσον αφορά την πρώτη πρόταση, δεν είναι σαφές αν η θέση πως τα εισαγόμενα δεδομένα αποτελούν την βάση για τον καθορισμό της αμοιβής προϋποθέτει επίσης ότι τα κριτήρια για τον καθορισμό της περαιτέρω κατανομής των χρημάτων που καταβάλλουν οι εταιρίες ΤΝ στους συγγραφείς θα βασίζονται στην έκταση της χρήσης του έργου ως εκπαιδευτικού υλικού. Πιο συγκεκριμένα, ας πάρουμε το ακόλουθο παράδειγμα: μια εταιρεία ΤΝ καταβάλλει τα χρήματα που απαιτούνται βάσει του δικαιώματος αμοιβής σε έναν οργανισμό συλλογικής διαχείρισης (ή σε έναν οργανισμό της Ε.Ε.). Ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης θα διανείμει στη συνέχεια τα καταβληθέντα χρήματα στους δημιουργούς. Το ερώτημα που τίθεται είναι σύμφωνα με ποια κριτήρια θα διανεμηθούν τα χρήματα στους δημιουργούς. Και ειδικότερα: τα χρήματα που θα καταβάλλονται στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης από τις εταιρείες ΤΝ θα διανέμονται στους δημιουργούς ανάλογα με το πόσο κάθε ένα από τα έργα που αξιοποιήθηκαν ως δεδομένα εκπαίδευσης για τη διαδικασία της μηχανικής μάθησης χρησιμοποιήθηκε; Εάν οι υποστηρικτές της πρώτης πρότασης απαντούσαν καταφατικά στο ερώτημα αυτό, τότε θα προέκυπταν κάποιες αμφιβολίες σε σχέση με την εφαρμογή της πρότασης αυτής στην πράξη και την αποτελεσματικότητά της, καθώς τα έργα που χρησιμοποιούνται και δη η έκταση της χρήσης τους στη διαδικασία εκπαίδευσης της παραγωγικής ΤΝ είναι πολύ δύσκολο – σχεδόν αδύνατο – να προσδιοριστούν.

Ως εκ τούτου, η δεύτερη πρόταση, η οποία βασίζεται στο ‘output’ και με την οποία διευκρινίζεται ότι τα κριτήρια διανομής των χρημάτων που θα συγκεντρωθούν θα διαμορφωθούν με βάση τον σκοπό της προώθησης της ανθρώπινης δημιουργίας και της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης, δεν αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα. Ωστόσο, περαιτέρω έρευνα χρειάζεται ώστε να εξειδικευτούν τα ακριβή κριτήρια με τα οποία θα καθορίζεται η διανομή των χρημάτων στους δημιουργούς. Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, η καταβολή των απαιτούμενων χρημάτων από τις εταιρείες ΤΝ στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης ενδέχεται να μην έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς η διαπραγματευτική θέση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης διαφέρει. Για παράδειγμα, ορισμένα κράτη μέλη της Ε.Ε., όπως η Γερμανία και η Γαλλία, διαθέτουν ισχυρούς οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, ενώ άλλα κράτη μέλη δεν διαθέτουν. Ομοίως, ορισμένοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης, που διαθέτουν ευρύ ρεπερτόριο με έργα «υψηλής ζήτησης», μπορεί να έχουν πολύ ισχυρότερη θέση στην αγορά σε σχέση με άλλους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, οι οποίοι δεν διαθέτουν μεγάλο ρεπερτόριο ή ρεπερτόριο με τέτοια έργα «υψηλής ζήτησης». Ως εκ τούτου, αυτές οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω κατακερματισμό στην Ε.Ε., γεγονός που αντιτίθεται στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς της Ε.Ε. και στην ίση μεταχείριση των δημιουργών[39]. Πιθανώς για τον λόγο αυτόν, ο καθηγητής Sentfleben διευκρίνισε ότι το ιδανικό θα ήταν τα χρήματα να καταβάλλονται από τις εταιρείες ΤΝ σε έναν κεντρικό πανευρωπαϊκό οργανισμό συλλογικής διαχείρισης. Μια πιθανή εναλλακτική λύση θα ήταν η θέσπιση ενός θεσμικού οργάνου της ΕΕ για την πνευματική ιδιοκτησία που θα ειδικευόταν, μεταξύ άλλων, στη συλλογή και διανομή των χρημάτων που θα προκύπτουν από τη συμμόρφωση με το δικαίωμα αμοιβής των δημιουργών για σκοπούς ΤΝ[40].

V. Δυνατότητες εφαρμογής ενός μηχανισμού αμοιβής των δημιουργών στην εθνική έννομη τάξη

Η εξαίρεση της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων των άρθρων 3 και 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα άρθρα 21Α και 21Β του ν. 2121/1993, όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με τα άρθρα 8 και 9 του ν. 4996/2022, αντίστοιχα. Η μεταφορά των ενωσιακών διατάξεων στο εθνικό δίκαιο έγινε σχεδόν verbatim. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το άρθρο 21Β του ν. 2121/1993, «[ε]πιτρέπεται η αναπαραγωγή και η εξαγωγή έργων και άλλου υλικού στα οποία η πρόσβαση είναι νόμιμη με σκοπό τη διεξαγωγή εξόρυξης κειμένων και δεδομένων με την προϋπόθεση ότι η ως άνω χρήση δεν έχει ρητά περιοριστεί από τον δημιουργό ή άλλο δικαιούχο με κατάλληλο τρόπο, όπως με μηχαναγνώσιμα μέσα για την περίπτωση περιεχομένου που έχει καταστεί διαθέσιμο στο κοινό επιγραμμικά. Αναπαραγωγές και εξαγωγές που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την παρ. 1 μπορεί να διατηρούνται για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων»[41].

Η ανωτέρω εκτεθείσα πρώτη πρόταση περί της δημιουργίας ενός νέου περιορισμού της πνευματικής ιδιοκτησίας, ήτοι της ελεύθερης χρήσης των έργων ως εισαγόμενων δεδομένων για την εκπαίδευση και μάθηση συστημάτων παραγωγικής ΤΝ υπό τον όρο καταβολής εύλογης αμοιβής στους δημιουργούς, προϋποθέτει τροποποίηση της εξαίρεσης της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων σε ενωσιακό επίπεδο. Και τούτο, δεδομένου ότι, με βάση την εν λόγω πρόταση, ο μηχανισμός ‘opt-out’ θα πρέπει να αντικατασταθεί από το δικαίωμα αμοιβής των δημιουργών. Ως εκ τούτου, η υιοθέτηση ενός τέτοιου μηχανισμού σε επίπεδο κρατών-μελών θα παραβίαζε τον ειδικό μηχανισμό της εξαίρεσης της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων, όπως αυτός κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 (όμοια επιχειρηματολογία ισχύει αναφορικά και με το άρθρο 3 της Οδηγίας). Έτσι, μια ενδεχόμενη νομοθετική επέμβαση του Έλληνα νομοθέτη για την κατοχύρωση ενός μηχανισμού όμοιου με αυτόν της πρώτης πρότασης θα ερχόταν σε αντίθεση με το ενωσιακό δίκαιο και συγκεκριμένα με το άρθρο 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790.

Ωστόσο, ο μηχανισμός που προτείνεται από τη δεύτερη ανωτέρω πρόταση, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να καταβάλλεται από τις εταιρίες ΤΝ ένα κατ’ αποκοπή ποσό σε φορείς συλλογικής διαχείρισης προκειμένου αυτό να διανέμεται στη συνέχεια στους δημιουργούς στο πρότυπο του ‘domaine public payant’, κατά τη γνώμη μου είναι ανεξάρτητο από και δεν επηρεάζει την εφαρμογή της εξαίρεσης της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων του άρθρου 21Β του ν. 2121/1993 (και του άρθρου 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790). Και τούτο, διότι, με την πρόταση αυτή, δεν υποστηρίζεται η αντικατάσταση ή τροποποίηση της συγκεκριμένης εξαίρεσης, αλλά η υιοθέτηση ενός νέου παράλληλου μηχανισμού, ο οποίος θα αποσκοπεί στην ενίσχυση της οικονομικής θέσης των δημιουργών και, κατά συνέπεια, στην στήριξη του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο μηχανισμός αυτός, στο μέτρο που δεν επηρεάζει (αντικαθιστά ή τροποποιεί) την εφαρμογή της εξαίρεσης εξόρυξης κειμένων και δεδομένων, όπως προβλέπεται στο ενωσιακό δίκαιο, μπορεί κατά την άποψη που υποστηρίζεται εδώ, να υιοθετηθεί και σε επίπεδο εθνικού δικαίου, ανεξαρτήτως των δράσεων που ενδεχομένως λάβουν χώρα σε επίπεδο Ε.Ε. Θα πρόκειται, δηλαδή, στην πραγματικότητα για ένα εθνικό μέτρο ενίσχυσης της θέσης των δημιουργών στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας με έναν ειδικό μηχανισμό που δεν ρυθμίζεται από το ενωσιακό δίκαιο και στον οποίο κατά συνέπεια τα κράτη-μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια νομοθέτησης. Και τούτο, διότι η ρύθμιση ζητημάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου, η οποία έχει κατά κανόνα ως σκοπό την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς[42], αποτελεί συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ε.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. α΄ της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Λόγω της συντρέχουσας αυτής αρμοδιότητας της Ε.Ε., «η Ένωση και τα κράτη μέλη δύνανται να νομοθετούν και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις στον τομέα αυτό. Τα κράτη μέλη ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της» (άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α΄ και β΄ ΣΛΕΕ).

Μολαταύτα, όπως συνάγεται και από όσα έχουν εκτεθεί ως άνω, η δεύτερη αυτή πρόταση περί της δημιουργίας ενός δικαιώματος αμοιβής των δημιουργών παρουσιάζει ορισμένα κενά σημεία τα οποία χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης. Για παράδειγμα, ένα ερώτημα που τίθεται είναι με βάση ποια ακριβώς κριτήρια και με ποιον ακριβώς μηχανισμό θα υπολογίζεται το ποσό που θα οφείλουν να καταβάλλουν οι εταιρίες ΤΝ, αλλά και με ποια κριτήρια θα γίνεται η αξιοποίηση των χρημάτων που θα καταβάλλονται από τις εταιρίες ΤΝ, προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική θέση των ανθρώπων δημιουργών. Περαιτέρω, τίθεται το ζήτημα του αρμόδιου για τη διαχείριση και αξιοποίηση των χρημάτων αυτών φορέα και, πιο συγκεκριμένα, αν θα πρόκειται για φορείς συλλογικής διαχείρισης ή για έναν κεντρικό φορέα, ο οποίος ενδεχομένως να ελέγχει ή/και να συντονίζει την δράση των φορέων συλλογικής διαχείρισης.

VI. Συμπεράσματα

Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, πέραν των επιμέρους στόχων που κατά περίπτωση εξυπηρετεί, είναι στην πραγματικότητα ένα δίκαιο προστασίας των δημιουργών. Και μολονότι πολλές φορές καθίσταται απαραίτητη η λήψη υπόψη έτερων σκοπών, όπως λ.χ. η ενίσχυση των τεχνολογικών εξελίξεων, τα δικαιώματα των χρηστών κ.λπ., η προστασία του δημιουργού, ήτοι του προσώπου από το οποίο ξεκινά η γένεση του έργου, προβάλλει ως βασική στοχοθεσία, έτσι ώστε κάθε προσπάθεια εξυπηρέτησης συγκεκριμένων άλλων σκοπών μέσω του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τη θέση και την προστασία των δημιουργών. Η οπτική μας προς τις νέες τεχνολογίες δεν θα πρέπει να είναι ούτε φοβική (ειδικά μάλιστα στο πλαίσιο του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο πάντα είναι στο προσκήνιο κάθε τεχνολογικής εξέλιξης), ούτε όμως και να οδηγεί σε αλλοίωση των βασικών αρχών και αξιών που διέπουν το δίκαιο. Η λύση, συνεπώς, απέναντι στις νέες τεχνολογίες της ΤΝ δεν μπορεί να είναι ούτε η απαγόρευση, ούτε φυσικά και η χωρίς όρια χρήση. Αντιθέτως, η λύση, όπως ήδη η αριστοτέλεια σκέψη επιτάσσει, είναι η «μεσότητα»: εν προκειμένω, η εύρεση ενός μηχανισμού εξισορρόπησης μεταξύ της ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών ΤΝ και της προστασίας των δημιουργών. Και αν ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί (τουλάχιστον προς το παρόν) από το ενωσιακό δίκαιο, νομίζω ότι ήρθε η ώρα ο εθνικός νομοθέτης να χαράξει τον δρόμο.

[Το παρόν άρθρο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του DynamInt Doctoral Conference 2024, το οποίο έλαβε χώρα στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ στις 28-29 Αυγούστου 2024]

 

[1] Βλ. ενδεικτικά τον μηχανισμό ‘AI Image Generator’ της DeepAI στο: https://pixlr.com/gr/image-generator/ (πρόσβαση: 02.11.2024), ή τον αντίστοιχο μηχανισμό DALL.E 2 της OpenAI στο: https://openai.com/index/dall-e-2/  (πρόσβαση: 02.11.2024).

[2] Βλ. το εργαλείο ‘Text Generator’ της DeepAI: https://deepai.org/chat/text-generator (πρόσβαση: 02.11.2024), ή το πλέον γνωστό ChatGPT: https://deepai.org/chat/text-generator (πρόσβαση: 02.11.2024).

[3] AI Music, https://aimusic.so/ [τελευταία πρόσβαση: 02.11.2024]· Suno, https://accounts.suno.com/sign-in?redirect_url=https%3A%2F%2Fsuno.com%2Fcreate  (πρόσβαση: 02.11.2024).

[4]Gervais D., «Checklist of Issues of Generative IP», δημοσιευθέν στο Kluwer Copyright Blog την 11.09.2023, στο https://copyrightblog.kluweriplaw.com/2023/09/11/checklist-of-issues-on-generative-ip/ (πρόσβαση: 02.11.2024).

[5] Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1689 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2024, για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 300/2008, (ΕΕ) αριθ. 167/2013, (ΕΕ) 168/2013, (ΕΕ) 2018/858, (ΕΕ) 2018/1139 και (ΕΕ) 2019/2144 και των οδηγιών 2014/90/ΕΕ, (ΕΕ) 2016/797 και (ΕΕ) 2020/1828 (κανονισμός για την τεχνητή νοημοσύνη) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ), ΕΕ L, 2024/1689, 12.7.2024 (στο εξής: Κανονισμός για την Τεχνητή Νοημοσύνη).

[6] Πρβλ. Dermawan A./Mezei P., «Emotional AI and Consensus-Based Remuneration Regime in Southeast Asia», δημοσιευθέν στο SSRN στις 29.11.2023, στο https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=4625850 (πρόσβαση: 03.11.2024), όπου οι συγγραφείς τοποθετούν τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται ως ‘input’ στο πλαίσιο της διαδικασίας της μηχανικής μάθησης στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες: α) δεδομένα που δεν προστατεύονται από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας ή που ανήκουν στο «κοινό κτήμα» (‘public domain’)· β) δεδομένα που υπάγονται στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά η χρήση τους έχει αδειοδοτηθεί μέσω αδειών Creative Commons· γ) δεδομένα προστατευόμενα από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας και χρησιμοποιούμενα χωρίς άδεια των δημιουργών τους.

[7] Το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται από συγκεκριμένες νομοθετικές πράξεις της Ε.Ε., κυρίως μέσω της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 [Οδηγία (ΕΕ) 2019/790 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά και την τροποποίηση των οδηγιών 96/9/ΕΚ και 2001/29/ΕΚ, L 130/92, 17.5.2019] και τον Κανονισμό για την Τεχνητή Νοημοσύνη (υποσημ. 5). Βλ. για περαιτέρω ανάλυση κατωτέρω το μέρος ΙΙ. Για μια αμερικανική προσέγγιση πρβλ. Kaplan Y./Gordon-Tapiero A., «Generative AI as unjust Enrichment», (2025) 86 Ohio State Law Journal (forthcoming), δημοσιευθέν στο SSRN την 18.04.2024, στο https://ssrn.com/abstract=4775342 (πρόσβαση: 10.11.2024), οι οποίοι υποστηρίζουν: ‘generative AI is not created in a vacuum: to create its outputs, generative AI must first be trained using gigantic databases comprised of expressive works previously created by humans. The creators of these works are usually not compensated for the use of their creations, their consent is not secured as a condition to use their works, and they may not even know that their works have been included in a training dataset’.

[8] Πρβλ. Frosio G., «Should We Ban Generative AI, Incentivise It or Make It a Medium for Inclusive Creativity?», στο Bonadio Ε./Scanga C. (επιμ.), A Research Agenda for EU Copyright Law (Edward Elgar, forthcoming), δημοσιευθέν στο SSRN την 02.08.2023, στο https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=4527461 (πρόσβαση: 03.11.2024).

[9] Οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, ΕΕ L 167 της 22.6.2001, σ. 10-19. Για το αντίστοιχο δικαίωμα αναπαραγωγής του εθνικού μας δικαίου πρβλ. άρθρο 3 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 2121/1993.

[10] Βλ. για παράδειγμα Geiger C./Frosio G./Bulayenko O., «The Exception for Text and Data Mining (TDM) in the Proposed Directive on Copyright in the Digital Single Market – Legal Aspects», Centre for International Intellectual Property Law Studies (CEIPI) Research Paper 2018-02, δημοσιευθέν στο SSRN την 11.04.2018, αναθεωρηθέν την 03.11.2018, στο https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=3160586 (πρόσβαση: 03.11.2024), σ. 6.

[11] Η διάκριση αυτή διαπνέει όλα τα νομοθετικά κείμενα πνευματικής ιδιοκτησίας, είτε σε διεθνές ή ευρωπαϊκό είτε σε εθνικό επίπεδο. Βλ. ήδη την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης του 1886 για την Προστασία των Έργων Λόγου και Τέχνης (όπως ισχύει μετά την τελευταία τροποποίησή της την 29.09.1979), άρθρο 2 παρ. 1: ‘The expression “literary and artistic works” shall include every production in the literary, scientific and artistic domain, whatever may be the mode or form of its expression (…)’ (η πλαγιογράμμιση είναι δική μου).

[12] Η μετάφραση είναι δική μου. Βλ. Margoni T./Kretschmer M., «A Deeper Look into the EU Text and Data Mining Exceptions: Harmonisation, Data Ownership, and the Future of Technology», (2022) 71 GRUR International 685, 689: ‘support for this thesis can be found in internationally recognised principles such as the idea/expression and fact/expression dichotomy, that is to say in the postulate that copyright protects original expressions, whereas ideas, principles, procedures, facts and data as such are not protected’.

[13] Για μια παρουσίαση των ρυθμίσεων των άρθρων 3 και 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 βλ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα, 4η έκδοση (2021), σ. 776-779.

[14] Βλ. τον ορισμό της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 2 περ. 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790: «κάθε αυτοματοποιημένη αναλυτική τεχνική που αποσκοπεί στην ανάλυση κειμένων και δεδομένων σε ψηφιακή μορφή με στόχο την παραγωγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, προτύπων, τάσεων και συσχετισμών». Πρβλ. και Rosati Ε., «Copyright as an obstacle or an enabler? A European perspective on text and data mining and its role in the development of AI creativity», (2020) 27 Asia Pacific Law Review 198, 198-199.

[15] Geige C./Frosio G./Bulayenko, «The Exception for Text and Data Mining (TDM) in the Proposed Directive on Copyright in the Digital Single Market – Legal Aspects», ό.π., σ. 5-6.

[16] Και τούτο διότι ο θεσμός των εξαιρέσεων από την πνευματική ιδιοκτησία προϋποθέτει την χρήση ενός έργου που κατ’ αρχήν προστατεύεται από την πνευματική ιδιοκτησία και το οποίο εκ του νόμου εξαιρείται από την κατ’ αρχήν προστασία του. Άλλως, εάν εξ αρχής δεν προστατευόταν από το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη εξαίρεσης.

[17] Άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790: «Η εξαίρεση ή ο περιορισμός που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση έργων και άλλων αντικειμένων προστασίας που αναφέρεται σε αυτήν την παράγραφο δεν έχει ρητά περιοριστεί από τους δικαιούχους δικαιωμάτων τους με κατάλληλο τρόπο, όπως με μηχαναγνώσιμα μέσα για την περίπτωση περιεχομένου που έχει καταστεί διαθέσιμο κοινό επιγραμμικά».

[18] Πρόταση Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στην ψηφιακή ενιαία αγορά, Βρυξέλλες, 14.9.2016, COM 2016/0593 final – 2016/0280 (COD).

[19] Βλ. Margoni Τ./Kretschmer Μ., «A Deeper Look into the EU Text and Data Mining Expectations: Harmonisation Data Ownership and the Future of Technology», ό.π., 685, 686.

[20] Πρβλ. αιτ. σκ. 17 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790, η οποία αφορά στην εξαίρεση του άρθρου 3 της Οδηγίας («Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης, η οποία περιορίζεται σε οντότητες που διεξάγουν επιστημονική έρευνα, κάθε ενδεχόμενη βλάβη των δικαιούχων που προκαλείται μέσω αυτής της εξαίρεσης θα είναι ελάχιστη»). Ωστόσο, στην συνέχεια η γενική διατύπωση που χρησιμοποιείται γεννά το ερώτημα αν αφορά και στην εξαίρεση του άρθρου 4 της Οδηγίας («Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να προβλέψουν αποζημίωση των δικαιούχων σε σχέση με τις χρήσεις που εμπίπτουν στις εξαιρέσεις της εξόρυξης κειμένων και δεδομένων που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία»).

[21] Πρβλ. C. Geiger, ‘Elaborating a Human Rights-Friendly Copyright Framework for Generative AI’, (2024) 55 International Review of Intellectual Property and Competition Law 1129, 1149.

[22] Πρβλ. και H. Zhang/Y. Li, ‘Opt-Out Implied Licenses in Copyright Law: From Search Engines to GPAI Models’, (2024) 73 GRUR International 838, 847.

[23] Η έντονη γραμματοσειρά προσετέθη. Βλ. επίσης και την επόμενη αιτ. σκ. 106, αλλά και το άρθρο 53 παρ. 1 περ. γ΄ του Κανονισμού για την Τεχνητή Νοημοσύνη.

[24] Πρβλ. και Senftleben Μ., «Copyright Data Improvement for AI Licensing – The Role of Content Moderation and Text and Data Mining Rules», Institute for Information Law of the University of Amsterdam (IViR), δημοσιευθέν στο SSRN την 07.05.2024, στο https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=4817796 (πρόσβαση: 03.11.2024), σ. 12-13.

[25] Για την ερμηνεία των άρθρων αυτών της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 βλ. εντελώς ενδεικτικά: Rosati E., Copyright in the Digital Single Market (Oxford University Press, 2021), σ. 360 επ.· European Copyright Society, Comment of the European Copyright Society Addressing Selected Aspects of the Implementation of Articles 18 to 22 of the Directive (EU) 2019/790 on Copyright in the Digital Single Market, 8 June 2020· Paramythiotis Y., «Fairness in Copyright Contract Law: Remuneration for Authors and Performers Under the Copyright in the Digital Single Market Directive», στο Synodinou Τ-Ε/ Jougleux P. /Markou C./Prastitou-Merdi T. (επιμ.), EU Internet Law in the Digital Single Market (Springer, 2021), σ. 77 επ. Ειδικά για το άρθρο 18 βλ. Xalabarder R, «The Principle of Appropriate and Proportionate Remuneration for Authors and Performers in Art. 18 Copyright in the Digital Single Market Directive», InDret 4.2020, 1 επ.

[26] Αυτό δεν θα ισχύει – και, κατά συνέπεια, οι ρυθμίσεις των άρθρων 18-22 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790 – θα τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση που ο δικαιούχος έχει κάνει χρήση της ευχέρειας ‘opt-out’ που του δίνει το άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/790.

[27] Πρβλ. και Geiger C./Iaia V., «Towards an Independent EU Regulator for Copyright Issues of Generative AI: What Role for the AI Office (But More Importantly: What’s Next)?», δημοσιευθέν στο SSRN την 19.08.2024, στο https://ssrn.com/abstract=4914938 (πρόσβαση: 10.11.2024). Το γενικότερο ζήτημα του «αποπροσανατολισμού» του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας και της μετατόπισης αυτού από την προστασία των δημιουργών (authors) στην προστασία των δικαιούχων των δικαιωμάτων (rightholders) έχει επανειλημμένα τεθεί στην θεωρία ως θεμελιώδες πρόβλημα. Βλ. για παράδειγμα Gervais D., «Human rights and the philosophical foundations of intellectual property», στο Geiger C. (επιμ.), Research Handbook on Human Rights and Intellectual Property (Edward Elgar, 2015), σ. 92, όπου επισημαίνεται ότι το φαινόμενο της αδιαφορίας για την επικράτηση δικαιοσύνης όσον αφορά στην οικονομική κατάσταση των δημιουργών και του έντονου ενδιαφέροντος όσον αφορά στο ποιες είναι οι οικονομικές απολαβές των εταιριών (και όχι των δημιουργών) είναι αποτέλεσμα της Συμφωνίας TRIPS (Agreement on Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights, στο https://www.wto.org/english/docs_e/legal_e/27-trips_01_e.htm (πρόσβαση: 10.11.2024).

[28] Βλ. ομοίως και Mazzi F./Faciana S., «Video kills the radio star: Copyright and the human versus artificial creativity war», (2024) Journal of World Intellectual Property 1, 19.

[29] Βλ. Senftleben Μ., «AI Act and Author Remuneration», δημοσιευθέν στο SSRN την 19.03.2024, στο https://ssrn.com/abstract=4740268 (πρόσβαση: 10.11.2024), σ. 2 επ.· Senftleben  Μ., «Generative AI and Author Remuneration», (2023) 54 International Review of Intellectual Property and Competition Law 1535. Πρβλ. επίσης Senftleben M, «A Tax on Machines for the Purposes of Giving a Bounty to the Dethroned Human Author – Towards an AI Levy System for the Substitution of Human Literary and Artistic Works», δημοσιευθέν στο SSRN την 02.06.2022, στο https://ssrn.com/abstract=4123309 (πρόσβαση: 10.11.2024). Τα επιχειρήματα του Senftleben πηγάζουν κυρίως από τις πολιτισμικές και φιλοσοφικές θεωρίες των Schiller, Adorno, Beebe και Osborne.

[30] Geiger C./Iaia V., «The forgotten creator: Towards a statutory remuneration right for machine learning of generative AI» (2024) 52 Computer Law and Security Review 1, 7. Ομοίως και στις ΗΠΑ: Jenkins G., «A Principle of Artistic Data Sovereignty: Linking Creative Reuse to Author Remuneration», δημοσιευθέν στο SSRN την 16.04.2024, στο https://ssrn.com/abstract=4793272 (πρόσβαση: 10.11.2024), σ. 1, 8· Pasquale F./Sun H., «Consent and Compensation: Resolving Generative AI’s Copyright Crisis», Cornell Legal Studies Research Paper, δημοσιευθέν στο SSRN την 14.05.2024, διαθέσιμο σε https://ssrn.com/abstract=4826695 ( πρόσβαση: 10.11.2024)· Kaplan Y./Gordon-Tapiero A,  «Generative AI as unjust Enrichment», ό.π.

[31] Βλ. Geiger C./Iaia V., «The forgotten creator: Towards a statutory remuneration right for machine learning of generative AI», ό.π. 1, 6. Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι ένα τέτοιο δικαίωμα αμοιβής των δημιουργών, το οποίο βασίζεται σε περιορισμό της πνευματικής ιδιοκτησίας, είναι σύμφωνο με το τεστ των τριών βημάτων (three-step test) του άρθρου 9 της Σύμβασης της Βέρνης (υποσημ. 11) και του άρθρου 13 της Σύμβασης TRIPS (υποσημ. 27). Μια περαιτέρω ανάλυση της επιχειρηματολογίας αυτής θα υπερέβαινε τους σκοπούς της παρούσας μελέτης και, ως εκ τούτου, δεν θα λάβει χώρα. Βλ. όπ.π., σ. 7. Η ίδια θέση έχει υποστηριχθεί και στις ακόλουθες μελέτες: Geiger C., «Elaborating a Human Rights-Friendly Copyright Framework for Generative AI», (2024) 55 International Review of Intellectual Property and Competition Law 1129· Frosio G., «Should We Ban Generative AI, Incentivise It or Make it a Medium for Inclusive Creativity?», στο Bonadio Ε./Scanga C. (επιμ.), A Research Agenda for EU Copyright Law (Edward Elgar, forthcoming), δημοσιευθέν στο SSRN την 02.08.2023, στο https://ssrn.com/abstract=4527461 (πρόσβαση: 12.11.2024).

[32] Βλ. Geiger C./Iaia V., «The forgotten creator: Towards a statutory remuneration right for machine learning of generative AI», ό.π. 1, 8. Ομοίως και Geiger C./Iaia V., «Towards an Independent EU Regulator for Copyright Issues of Generative AI: What Role for the AI Office (But More Importantly: What’s Next)?».

[33] Βλ. Ginsburg J., «Fair Use For Free, or Permitted-but-Paid?», (2014) 29 Berkeley Technology Law Journal 1383. Πρβλ. επίσης Geiger C./Bulayenko Ο., «Creating Statutory Remuneration Rights in Copyright Law – What Policy Options under the International Legal Framework?», στο Ruse-Khan H-G./Metzger A., (επιμ.), Intellectual Property Ordering Beyond Borders, Cambridge University Press, 2022, σ. 408 επ.

[34] Για παράδειγμα, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 περ. β΄ της Οδηγίας 2001/29/ΕΚ η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής προβλέπεται υπό τον όρο καταβολής μιας εύλογης αποζημίωσης των δημιουργών.

[35] Η πρόταση αυτή έχει γίνει από τον Καθηγητή Senftleben σε περισσότερες από μία μελέτες του. Για παράδειγμα βλ. Senftleben Μ., «AI Act and Author Remuneration», ό.π., σ. 2 επ., Senftleben  Μ., «Generative AI and Author Remuneration», ό.π.

[36] Senftleben Μ., «AI Act and Author Remuneration», ό.π., σ. 14-15.

[37] Το σύστημα του domaine public payant παρέμεινε θεωρητικό, καθώς, μολονότι προτάθηκε στο πλαίσιο της τροποποίησης του γερμανικού κώδικα πνευματικής ιδιοκτησίας (UrhG), δεν υιοθετήθηκε τελικά στον νόμο που επακολούθησε το 2002. Βλ. εγγύτερα Dietz Α,, «A modern concept for the right of the community of authors (Domaine public payant)», (1990) Copyright Bulletin XXIV, 4, σ. 13-24.

[38] Η μετάφραση είναι δική μου. Το αρχικό κείμενο (στα αγγλικά) έχει ως εξής: ‘Member States shall provide a right in order to ensure that a single equitable remuneration is paid by the user, if a literary and artistic work generated by an artificial intelligence system, is used as a substitute for a work made by human author, and to ensure that this remuneration is paid to cultural funds of collective management organisations for the purpose of fostering and supporting human literary and artistic productions’. Βλ. Senftleben M, «A Tax on Machines for the Purposes of Giving a Bounty to the Dethroned Human Author – Towards an AI Levy System for the Substitution of Human Literary and Artistic Works», ό.π., σ. 2. Η διατύπωση της διάταξης βασίζεται στην αντίστοιχη διατύπωση του άρθρου 8 παρ. 2 της Οδηγίας 2006/115/ΕΚ [Οδηγία 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (κωδικοποίηση), ΕΕ L 376, 27/12/2006, σ. 28-35].

[39] Senftleben Μ., «Generative AI and Author Remuneration», (2023) 54 International Review of Intellectual Property and Competition Law 1535, 1554.

[40] Βλ. για έναν ενωσιακό οργανισμό πνευματικής ιδιοκτησίας στο ψηφιακό περιβάλλον Geiger C./ Mangal N., «Regulating Creativity Online: Proposal for an EU Copyright Institution», (2022) 71 GRUR International 933.

[41] Για μια ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 21Β του ν. 2121/1993, βλ. Κανελλοπούλου-Μπότη Μ., στο Χριστοδούλου Κ./Τσίρη Π./Παπαδοπούλου Μ-Δ (επιμ.), Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας (2024), υπό το άρθρο 21Β, σ. 333-336· Ιγγλεζάκη Ι., Δίκαιο Πληροφορικής, 5η έκδοση (2024), σ. 115-117. Ομοίως για το άρθρο 21Α, βλ. Κανελλοπούλου-Μπότη Μ., ό.π., υπό το άρθρο 21Α, σ. 323-331.

[42] Για παράδειγμα η Οδηγία (ΕΕ) 2019/790 υιοθετήθηκε επί τη βάσει των άρθρων 114 ΣΛΕΕ (προσέγγιση νομοθεσιών, εσωτερική αγορά) και 62 και 53 παρ. 1 ΣΛΕΕ (παροχή υπηρεσιών). Για την εναρμόνιση του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας σε επίπεδο Ε.Ε. και την ανάδυση του στόχου της εσωτερικής αγοράς ως του βασικότερου πυλώνα βλ. Ramalho Α., «The Competence and Rationale of EU Copyright Harmonization», στο Rosati Ε. (επιμ.), Routledge Handbook of EU Copyright Law, Routledge, 2021, σ. 3-17.

image_pdf
+ posts

Ο Μάριος Μωραΐτης είναι υποψήφιος Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και δικηγόρος. Αποφοίτησε από την Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, από όπου και έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα σπουδών με ειδίκευση στο «Αστικό Δίκαιο και Σύγχρονες Οικονομικές Συναλλαγές». Στο πεδίο της ερευνητικής και επαγγελματικής του ενασχόλησης εντάσσονται το αστικό δίκαιο, το εμπορικό δίκαιο, το ενωσιακό δίκαιο και το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Στη διδακτορική του διατριβή ασχολείται με το ζήτημα της εξασφάλισης δίκαιης αμοιβής των δημιουργών έργων πνευματικής ιδιοκτησίας στην ψηφιακή οικονομία και, συγκεκριμένα, στις πλατφόρμες on-demand και στις πλατφόρμες UGC (user-generated content). Μέρος της έρευνας του έχει διεξαχθεί στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου και στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Επιστημονικές μελέτες, σχόλια και παρατηρήσεις του σε δικαστικές αποφάσεις έχουν δημοσιευθεί στον νομικό τύπο.

Μετάβαση στο περιεχόμενο