Η πρώτη ανάγνωση του τίτλου της μελέτης και η αναφορά στον προληπτικό έλεγχο ενδέχεται να παραξενέψει τον αναγνώστη καθώς, όπως είναι ευρέως γνωστό, δεν υφίσταται προληπτικός δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας στην ελληνική έννομη τάξη. Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες με μακρά παράδοση στον κατασταλτικό, διάχυτο και παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων[1]. Παρά την απουσία προληπτικού δικαστικού ελέγχου, η μελέτη τόσο του Συντάγματος όσο και της νομοθεσίας αναδεικνύει δύο διακριτές μορφές προληπτικού ελέγχου, και συγκεκριμένα τον πολιτικό και τον γνωμοδοτικό.
Με τον όρο πολιτικός έλεγχος, αναφερόμαστε στον έλεγχο που ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ορίζεται ως πολιτικός βάσει του οργανικού κριτηρίου καθώς ασκείται από δύο πολιτικά όργανα[2]. Ο έλεγχος αυτός λειτουργεί πάνω στην ευρύτερη αντίληψη των θεσμικών αντίβαρων[3] και το βασικό χαρακτηριστικό του είναι ότι εκτείνεται σε όλο το φάσμα της νομοθετικής διαδικασίας, από τη φάση της συζήτησης και ψήφισης σχεδίου ή πρότασης νόμου μέχρι τη φάση της έκδοσης και δημοσίευσης. Ειδικότερα, ο έλεγχος από τη Βουλή, καλύπτει, τόσο ζητήματα που αφορούν την τήρηση των συνταγματικών κανόνων που διέπουν τη νομοθετική διαδικασία[4] όσο και ζητήματα ουσιαστικής συνταγματικότητας, τα οποία άπτονται του ελέγχου του περιεχομένου των νομοθετικών διατάξεων[5]. Εξάλλου, ο έλεγχος συνταγματικότητας από πλευράς του Προέδρου της Δημοκρατίας εκδηλώνεται, μετά και τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 και την κατάργηση της κύρωσης, διά του θεσμού της αναπομπής[6].
Παρά την αδιαμφησβήτητη ευρύτητά του, ο πολιτικός έλεγχος έχει στην πραγματικότητα μικρή δυναμικότητα. Αφενός, η ενεργοποίηση του ελέγχου από πλευράς του Κοινοβουλίου παγίως απορρίπτεται αφετέρου, ο έλεγχος από πλευράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, δηλαδή, η αναπομπή, δεν έχει ασκηθεί ποτέ.
Περαιτέρω, στην ελληνική έννομη τάξη, διακρίνουμε μορφές προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας, οι οποίες έχουν καθαρά συμβουλευτικό-γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Όργανα μη δικαστικά[7], καθώς και όργανα δικαστικά που δρουν κατ’ ενάσκηση γνωμοδοτικής αρμοδιότητας, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, επιφορτίζονται με την άσκηση του ελέγχου συνταγματικότητας, στο πλαίσιο ευρύτερων ανατεθειμένων σε αυτά αρμοδιοτήτων ελέγχου νομιμότητας. Το Σύνταγμα του 1975 ρυθμίζει τις σχετικές αρμοδιότητες, οι οποίες συνεπιφέρουν την άσκηση ελέγχου γνωμοδοτικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 73, παρ. 2, του Συνάγματος, προβλέπεται η διατύπωση της γνώμης του Ελεγκτικού Συνεδρίου πριν την ψήφιση νομοσχεδίου που αφορά σε απονομή σύνταξης και τις προϋποθέσεις της. Στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 95, παρ. 1, περ. δ΄, εισάγεται η υποχρέωση σύνταξης πρακτικού επεξεργασίας πριν την έκδοση προεδρικού διατάγματος, ήτοι πριν την έκδοση ουσιαστικού νόμου. Τέλος, το άρθρο 65, παρ. 5, του Συντάγματος αναφέρεται στη σύσταση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 74, παρ. 1, αναλαμβάνει τη νομοτεχνική επεξεργασία των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμων.
Εκ της φύσεως του ελέγχου, ως συμβουλευτικού, αυτονόητα δεν υφίσταται νομική δεσμευτικότητα της γνωμοδοτικής κρίσης για το αποφασίζον όργανο. Εντούτοις, ο γνωμοδοτικός έλεγχος προσλαμβάνει μία ιδιότυπη δυναμικότητα καθώς ασκείται με απόλυτη συνέπεια από τα αρμόδια όργανα ενώ τα πορίσματα του ελέγχου συχνά αξιοποιούνται από τους αποδέκτες του.
Εξάλλου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις εκείνες, όπου οι παραπάνω μορφές ελέγχου λειτουργούν συνδυαστικά. Υφίσταται επομένως η περίπτωση σε συνταξιοδοτικά νομοσχέδια μία πιθανή αντισυνταγματικότητα διάταξης να επισημαίνεται, τόσο από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τη γνωμοδότησή του σύμφωνα με το 73, παρ. 2, του Συντάγματος, όσο και από την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής[8]. Επίσης, ενδέχεται μια μορφή γνωμοδοτικού ελέγχου να συνδυάζεται με την άσκηση πολιτικού ελέγχου από τη Βουλή.
Μία τέτοια περίπτωση έλαβε χώρα κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου «Εκλογή ευρωβουλευτών, διευκόλυνση εκλογέων μέσω επιστολικής ψήφου, εκκαθάριση εκλογικών καταλόγων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Εσωτερικών» (ν. 5083/2024, ΦΕΚ Α΄ 12). Κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία ασκήθηκαν δύο διακριτές μορφές προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας, γνωμοδοτικός, από πλευράς της Επιστημονικής Υπηρεσίας και πολιτικός από πλευράς της Βουλής. Έτσι, η θέση σε ισχύ του νόμου σχετικά με την επιστολική ψήφο, αποτελεί, κατά την άποψή μας, μία μελέτη περίπτωσης που μας δίνει τη δυνατότητα να μελετήσουμε τη συμβολή του προληπτικού ελέγχου κατά τη διαδικασία ψήφισης τυπικού νόμου και να διερευνήσουμε, με αφορμή τη θεματική που πραγματεύεται το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, τη λειτουργία (Ι) και τις προοπτικές του (ΙΙ) του.
Ι. Η λειτουργία του προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας
Μία ευρεία επιστημονική συζήτηση είχε ανοίξει πριν ακόμη την κατάθεση του σχεδίου νόμου, με αφορμή τη συνταγματικότητα της εισαγωγής ρυθμίσεων σχετικά με την επιστολική ψήφο και την αναγκαιότητα διασφάλισης της αρχής της μυστικότητας[9]. Αξίζει να επισημανθεί ότι στην ελληνική πραγματικότητα, ο επιστημονικός διάλογος, δυνάμει του οποίου επιχειρείται η ερμηνεία του Συντάγματος και η διατύπωση απόψεων περί της συνταγματικότητας ή μη συγκεκριμένων ζητημάτων, είναι έντονος, τόσο πριν όσο και μετά τη θέση σε ισχύ σημαντικών νομοθετημάτων και, σαφώς, πολύ πριν την τυχόν δικαστική τους αμφισβήτηση, η οποία πάντως έπεται καθώς ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας ασκείται κατασταλτικά[10].
Ο έντονος διάλογος και η διατύπωση διαφωνιών ως προς τη ρύθμιση της διαδικασίας της επιστολικής ψήφου, κλιμακώθηκε κατά το στάδιο της κοινοβουλευτικής συζήτησης του σχετικού σχεδίου νόμου, με χαρακτηριστικό αποτέλεσμα την ενεργοποίηση δύο μορφών προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας. Στην ανάπτυξη του διαλόγου σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, αλλά και η συζήτηση που έλαβε χώρα σε συνέχεια της κατάθεσης τεσσάρων συνολικά ενστάσεων αντισυνταγματικότητας, δυνάμει του άρθρου 100 του Κανονισμού της Βουλής. Η άσκηση του προληπτικού ελέγχου καθώς και ο συνδυασμός των μορφών του, πολιτικού και γνωμοδοτικού, αποτυπώνουν τόσο τη θετική συνδρομή του (A) όσο και τις ελλείψεις του (Β).
Α. Η θετική συνδρομή
H Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής παγίως συντάσσει έκθεση επί των σχεδίων νόμων και την καταθέτει μετά το πέρας της επεξεργασίας του σχεδίου ή της πρότασης νόμου από την αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή[11].
Επί του σχεδίου νόμου που εξετάζεται εν προκειμένω η Επιστημονική Υπηρεσία κατέθεσε την Έκθεσή της, η οποία περιείχε γενική (ενημερωτική) παρατήρηση σχετικά με την εκλογή μελών του Ευρωκοινοβουλίου, καθώς και σχετικά με το συνταγματικό και ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο της επιστολικής ψήφου. Περαιτέρω, η Έκθεση περιείχε σημαντικό αριθμό παρατηρήσεων, ιδίως ως προς το βασικό θέμα που ρύθμιζε το εν λόγω νομοσχέδιο, δηλαδή αυτό της επιστολικής ψήφου και της ρύθμισης της σχετικής διαδικασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Έκθεση πραγματεύθηκε και ανέπτυξε μείζονα συνταγματικά ζητήματα, όπως το αν η συνταγματική απαίτηση ειδικής πλειοψηφίας που ορίζεται στο άρθρο 54, παρ. 1, του Συντάγματος καταλαμβάνει και τις ευρωπαϊκές εκλογές. Ανέλυσε, επίσης, τις συνταγματικές αρχές που διέπουν την ψήφο και την ψηφοφορία για την εκλογή μελών του ευρωκοινοβουλίου και για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, καθώς και το συνταγματικό ζήτημα ως προς τη δυνατότητα ή μη η επιστολική ψήφος να ρυθμισθεί και για τους εντός επικρατείας εκλογείς. Ταυτόχρονα, η Επιστημονική Υπηρεσία διατύπωσε παρατηρήσεις νομοτεχνικής φύσης και παρατηρήσεις που άπτονται της εφαρμογής των διατάξεων του νομοσχεδίου, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό έγιναν αποδεκτές από το επισπεύδον Υπουργείο[12], όπως αποτυπώνεται στο ψηφισθέν σχέδιο νόμου[13].
Εγγράφεται, έτσι, η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας σε ένα πλαίσιο ουσιαστικής συμβολής στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία, με παρατηρήσεις που αφορούν τόσο σε νομοτεχνικά ζητήματα και, επομένως, άπτονται της εφαρμογής του νόμου, όσο και σε συνταγματικά ζητήματα, συναφή με τις υπό ψήφιση διατάξεις.
Τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τη συμβολή της Επιστημονικής Υπηρεσίας στους δύο αυτούς άξονες είναι πολλά. Ως προς τη συμβολή της σε επίπεδο εφαρμογής του νόμου, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική, η έχουσα τη νομοθετική πρωτοβουλία Κυβέρνηση συμβουλεύεται την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας και δύναται να καταθέτει νομοτεχνικές βελτιώσεις σε περίπτωση που έχουν επισημανθεί λάθη σε αναφορές ή όταν προτείνονται τροποποιήσεις για λόγους ευκρίνειας και αρτιότερης εφαρμογής. Μεταξύ πολλών παραδειγμάτων, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την εκτεταμένη υιοθέτηση παρατηρήσεων σε πρόσφατους νόμους όπως τον ν. 4780/2021 «Εθνική Αρχή Προσβασιμότητας, Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής», όπου ενσωματώθηκε μεγάλος αριθμός παρατηρήσεων της Επιστημονικής Υπηρεσίας[14] σε θέματα νομοτεχνικά. Ομοίως, στον ν. 5072/2023 «Δάνεια: Διαφάνεια, ανταγωνισμός, προστασία των ευάλωτων – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167, επανεισαγωγή του προγράμματος “ΗΡΑΚΛΗΣ” και άλλες επείγουσες διατάξεις», έγινε επίσης δεκτός μεγάλος αριθμός παρατηρήσεων της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής που αφορούσαν την ορθή εφαρμογή του νόμου και την ενσωμάτωση της Οδηγίας[15].
Ως προς την ενσωμάτωση των παρατηρήσεων της Επιστημονικής Υπηρεσίας προς την κατεύθυνση της συνταγματικής θωράκισης των υπό ψήφιση νομοσχεδίων τα παραδείγματα είναι επίσης πολλά και αφορούν σημαντική νομοθετική ύλη. Επισημαίνεται, συναφώς, η συνεισφορά της στον ν. 5021/2023[16], όπου κατόπιν παρατήρησης στην Έκθεσή της περί ρύθμισης σειράς ζητημάτων με Υπουργική απόφαση και όχι με προεδρικό διάταγμα[17] και σχετικής μνείας της παρατήρησης στην Ολομέλεια από εκπρόσωπο της αντιπολίτευσης[18], η αρμόδια Υπουργός αποδέχθηκε την παρατήρηση δηλώνοντας «Δεν έχουμε κανένα λόγο να μη δεχθούμε το προεδρικό διάταγμα, αυτό που προτείνει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής»[19]. Εξάλλου, σημαντική είναι η συνεισφορά των παρατηρήσεων της Επιστημονικής Υπηρεσίας και σε μείζονος σημασίας νομοσχέδια, όπως σε αυτό που ρύθμιζε το πλαίσιο των δημοσίων συναθροίσεων[20]. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι ο Πρωθυπουργός κατά την τεταμένη επί του θέματος συζήτηση στη Βουλή ανέφερε σχετικά: «λάβαμε υπ’ όψιν πλήρως τις παρατηρήσεις της Επιστημονικής Επιτροπής και ενσωματώσαμε στο ακέραιο τα προτεινόμενα από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής»[21].
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθούμε και σε μία ακόμη σημαντική συνεισφορά των εκθέσεων της Επιστημονικής Υπηρεσίας, η οποία επιβεβαιώνεται και κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση του σχεδίου νόμου που εξετάζουμε σχετικά με την επιστολική ψήφο. Συγκεκριμένα, παρατηρείται η αξιοποίηση των παρατηρήσεών της από τους Βουλευτές, γεγονός που συντελεί στην ενίσχυση της ποιότητας του κοινοβουλευτικού διαλόγου. Μάλιστα, το περιεχόμενο της Έκθεσης αναφέρθηκε τόσο κατά τη συζήτηση των ενστάσεων αντισυνταγματικότητας[22] όσο και ευρύτερα κατά τις τρεις συνεδριάσεις στις οποίες συζητήθηκε το σχέδιο νόμου[23].
Ειδικότερα, επί του σχεδίου νόμου «Εκλογή ευρωβουλευτών, διευκόλυνση εκλογέων μέσω επιστολικής ψήφου, εκκαθάριση εκλογικών καταλόγων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Εσωτερικών» ο πολιτικός έλεγχος ασκήθηκε και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση καθώς τέσσερις κοινοβουλευτικές ομάδες της αντιπολίτευσης[24] κατέθεσαν ενστάσεις αντισυνταγματικότητας, αξιοποιώντας το άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής. Παράλληλα, κατά τη συζήτηση των ενστάσεων αντισυνταγματικότητας αξιοποιήθηκαν από τους βουλευτές τα πορίσματα του γνωμοδοτικού ελέγχου που είχε ασκηθεί και ειδικότερα οι παρατηρήσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας.
Όπως είναι γνωστό, η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στη Βουλή και την Κυβέρνηση, όμως στο πλαίσιο του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού ενεργοποιείται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από την τελευταία[25], και, κατά συνέπεια, ο ρόλος του Κοινοβουλίου στο νομοθετικό έργο ατονεί. Χωρίς να υπάρχει απόλυτη σύγκλιση των ερεισμάτων των δύο μορφών ελέγχου, η αλληλουχία γνωμοδοτικού και πολιτικού ελέγχου εντείνει συχνά την κοινοβουλευτική συζήτηση γύρω από ζητήματα συνταγματικότητας, πρωτίστως, μάλιστα, σε νομοσχέδια που εκ του αντικειμένου τους εγείρουν αυξημένη πίεση της αντιπολίτευσης προς την Κυβέρνηση. Αυτή ήταν και η περίπτωση του σχεδίου νόμου που εξετάζουμε και τούτο οδήγησε σε έναν παραγωγικό κοινοβουλευτικό διάλογο και σε σχετική τοποθέτηση και της αρμόδιας Υπουργού[26]. Σαφώς, το αποτέλεσμα του πολιτικού ελέγχου ήταν το αναμενόμενο, ήτοι η απόρριψη των ενστάσεων αντισυνταγματικότητας.
Β. Τα ελλείμματα
Μολονότι υφίσταται ένα θετικό πρόσημο στη λειτουργία του προληπτικού ελέγχου, τα ελλείμματα που παρουσιάζονται κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία, τόσο στον γνωμοδοτικό όσο και στον πολιτικό έλεγχο, επισκιάζουν τη συμβολή του. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ελλείματα που παρουσιάζει διαχρονικά ο προληπτικός έλεγχος, και τα οποία ορισμένες φορές εντοπίζονται με μεγαλύτερη οξύτητα λόγω της σημαντικότητας που προσλαμβάνουν ορισμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως αυτή που σχολιάζεται στο πλαίσιο της παρούσας συμβολής.
Στο σχέδιο νόμου που εξετάζεται, το έλλειμμα του ελέγχου από την Επιστημονική Υπηρεσία θα μπορούσε να εντοπιστεί τόσο σε παρατηρήσεις, οι οποίες διατυπώθηκαν και δεν υιοθετήθηκαν σε σχέση με ζητήματα εφαρμογής του νόμου, όσο και στην απουσία ελέγχου επί ζητημάτων που καταρχήν επιχειρήθηκε να ρυθμισθούν διά τροπολογιών. Ειδικότερα, εν είδει παραδείγματος, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε μία παρατήρηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας επί των άρθρων 11 και 13 όπου προχώρησε σε επισημάνσεις προκειμένου να διασφαλισθεί στο ακέραιο η μυστικότητα της ψήφου[27]. Εξάλλου, η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας δεν μπόρεσε να επεκταθεί επί του αντικειμένου δύο εκπρόθεσμων τροπολογιών[28] με τη μία εξ αυτών να έχει εξαιρετικά σημαντικό αντικείμενο και συγκεκριμένα την άσκηση εκλογικού δικαιώματος στις εθνικές εκλογές από εκλογείς εκτός επικρατείας διά επιστολικής ψήφου[29]. Μάλιστα, η εκπρόθεσμη κατάθεση της τροπολογίας η οποία ρύθμιζε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα επισημάνθηκε εμφατικά από βουλευτές κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης[30]. Σημειώνεται ότι η εν λόγω τροπολογία δεν συγκέντρωσε κατά την ονομαστική ψηφοφορία τη συνταγματικά προβλεπόμενη πλειοψηφία σύμφωνα με το άρθρο 51, παρ. 4, και έτσι απορρίφθηκε.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ιδιότυπη δεσμευτικότητα που προσλαμβάνει ο γνωμοδοτικός έλεγχος από την Επιστημονική Υπηρεσία και οδηγεί τους έχοντες τη νομοθετική πρωτοβουλία στην υιοθέτηση των παρατηρήσεων που διατυπώνονται, έχει ως όριο αφενός, το ρυθμιστικό πλαίσιο επί του οποίου διατυπώνεται και, συγκεκριμένα, το σχέδιο νόμου όπως διαμορφώνεται μετά την επεξεργασία του από την αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή και αφετέρου, τη διάθεση αυτοδέσμευσης των φορέων.
Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται ότι ελλείπει από τις εκθέσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας ο έλεγχος των τροπολογιών, οι οποίες κατατίθενται ενόψει της συζήτησης στην Ολομέλεια και όχι κατά την επεξεργασία του νομοσχεδίου από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή[31]. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί ότι η αδυναμία διατύπωσης παρατηρήσεων επί τροπολογιών έχει σχολιασθεί από βουλευτές[32]. Εξάλλου, σχετική μνεία του συγκεκριμένου περιορισμού του ελέγχου εντοπίζεται και στο πλαίσιο μίας απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) από τον εκκαλούντα. Ειδικότερα, ο εκκαλών υποστήριξε ότι συγκεκριμένη διάταξη νόμου προστέθηκε με εκπρόθεσμη τροπολογία, με αποτέλεσμα να μην περιλαμβάνεται στις διατάξεις για τις οποίες γνωμοδοτεί η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής[33].
Ο περιορισμός αυτός έχει σαφέστατο αντίκτυπο στην κοινοβουλευτική διαδικασία καθώς σημαντικά ζητήματα έχουν στο παρελθόν ρυθμιστεί διά τροπολογιών[34]. Αξίζει ωστόσο να τονίσουμε ότι η επεξεργασία και ενίοτε αποδοχή των πορισμάτων της Επιστημονικής Υπηρεσίας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη διάθεση αυτοδέσμευσης των φορέων της νομοθετικής πρωτοβουλίας. Στο πλαίσιο αυτό, ως παράδειγμα και απόδειξη τόσο της αποδοχής των πορισμάτων της Επιστημονικής Υπηρεσίας όσο και της θέλησης αυτοδέσμευσης των φορέων αποτελεί η πρόσφατη αλλαγή του εκλογικού νόμου σχετικά με το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές προκειμένου να αντιμετωπιστεί η περίπτωση συγκρότησης ενός «κόμματος-κελύφους» το οποίο δρούσε ως εγκληματική οργάνωση και του οποίου την πραγματική ηγεσία ασκούσε καταδικασθείς για το ποινικό αδίκημα διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης[35]. Είναι μάλιστα σημαντικό να επισημάνουμε ότι επί του συγκεκριμένου ζητήματος τόσο η Κυβέρνηση όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ανέμεναν τη διατύπωση παρατηρήσεων στην έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας[36]. Για τον λόγο αυτό, η σχετική τροπολογία κατατέθηκε και ενσωματώθηκε κατά την επεξεργασία του νομοσχεδίου στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή με αποτέλεσμα η Επιστημονική Υπηρεσία να μπορεί να γνωμοδοτήσει επί του θέματος.
Περαιτέρω, πέραν των μειονεκτημάτων του γνωμοδοτικού ελέγχου, βασικά ελλείμματα εντοπίζονται και στον κοινοβουλευτικό έλεγχο της συνταγματικότητας βάσει του άρθρου 100 του Κανονισμού της Βουλής. Ο έλεγχος αυτός, έχει ως εγγενές μειονέκτημα την πάγια απόρριψή του και τη σχετικά σύντομη συζήτηση[37]. Το μειονέκτημα αυτό είναι εμφανές και στην περίπτωση που εξετάζουμε. Πέραν της απόρριψης του ελέγχου, αξίζει να σημειωθεί ότι η συζήτηση της ένστασης αντισυνταγματικότητας περιορίστηκε σε 16 σελίδες κοινοβουλευτικής συζήτησης σε ένα σύνολο άνω των 250 σελίδων κοινοβουλευτικού διαλόγου στο πλαίσιο των τριών συνεδριάσεων συζήτησης του σχεδίου νόμου.
Συνοψίζοντας, στο συγκεκριμένο ζήτημα, εντοπίζονται δύο μειονεκτήματα του προληπτικού ελέγχου. Πρώτον, ο περιορισμένος κατ’ αντικείμενο έλεγχος της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, ο οποίος δεν μπορεί να επεκταθεί σε εκπρόθεσμες τροπολογίες, και, δεύτερον, στην πάγια απόρριψη της ένστασης αντισυνταγματικότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαδικασία ψήφισης ενός νομοσχεδίου θα πρέπει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να ελέγχεται προληπτικά ώστε να εντοπίζονται και να αναχαιτίζονται τυχόν παραβιάσεις. Εντούτοις, ο πολιτικός έλεγχος δεν τελεσφορεί ποτέ, με αποτέλεσμα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, να οδηγούμαστε «σε πραγματική περιφρόνηση του Συντάγματος, δεδομένου ότι οι πολιτικοί σχηματισμοί του Κοινοβουλίου, μη έχοντας τον φόβο της επιγενόμενης δικαστικής μομφής λόγω του ανέλεγκτου, ουσιαστικά αδιαφορούν για τη συνδρομή των προβλεπόμενων προϋποθέσεων»[38]. Πρόκειται, επομένως, για ένα φαινόμενο που «συνεχίζεται και επιτείνεται»[39] και εμπεδώνεται ολοένα και περισσότερο ως αλλοιωτική πρακτική καθώς διαφαίνεται ότι «[α]υτό που το Σύνταγμα γενικώς απαγορεύει, στην ουσία επιτρέπει σε ένα όργανό του να το παραβλέψει»[40].
ΙΙ. Η προοπτική ενίσχυσης του προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας
Η μελέτη της λειτουργίας «δύο όψεων» του προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας, θετικής και αρνητικής, μάς οδηγεί στην αναζήτηση των προοπτικών του αλλά και της πιθανότητας ενίσχυσής του. Εξάλλου, η παρούσα χρονική συγκυρία παρουσιάζει ενδιαφέρον. Αφενός, ενδεχομένως να μην απέχουμε πολύ από την έναρξη μίας νέας διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος. Αφετέρου, βρισκόμαστε, ήδη εδώ και κάποια χρόνια, σε ένα νέο πλαίσιο άσκησης του ελέγχου συνταγματικότητας. Παρά τη δικονομική αφετηρία του άρθρου 93, παρ. 4, του Συντάγματος, η αναθεώρηση του άρθρου 100 του Συντάγματος και η προσθήκη της παρ. 5, καθώς η θέση σε ισχύ των νόμων 3900/2010 και 4274/2014 έχουν προσδώσει στον έλεγχο συνταγματικότητας χαρακτηριστικά συγκεντρωτικού και αφηρημένου ελέγχου.
Οι δύο παραπάνω παρατηρήσεις κατευθύνουν, τρόπον τινά, και τις σκέψεις μας αναφορικά με την ενίσχυση του προληπτικού ελέγχου. Έτσι, εκκινούμε από την παραδοχή ότι ο δικαστικός έλεγχος δεν είναι σκόπιμο να ενισχυθεί και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των δικονομικών εργαλείων με τα οποία έχουν εξοπλιστεί τα Ανώτατα Δικαστήρια, ο διάχυτος έλεγχος έχει προσλάβει έναν χαρακτήρα αρκούντως συγκεντρωτικό προκειμένου να υπηρετήσει την ασφάλεια δικαίου. Δεύτερον, μία μεγάλου είδους αλλαγή, προς την κατεύθυνση ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, απαιτεί ένα επίπεδο θεσμικής συναίνεσης, το οποίο φαίνεται διαχρονικά να ελλείπει από την ελληνική έννομη τάξη. Αυτό επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από την απόρριψη των σχετικών αναθεωρητικών προτάσεων. Πρόκειται για ένα θέμα, το οποίο τέθηκε, με διάφορες αποχρώσεις κατά τις αναθεωρήσεις του 2001 και του 2008, και επαναφέρθηκε, με ηπιότερο τρόπο που αφορούσε πρόταση θέσπισης γνωμοδοτικού προληπτικού ελέγχου και κατά την αναθεώρηση του 2019[41].
Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν σχετικά με την άσκηση προληπτικού ελέγχου σε ένα θέμα που συναρτάται άμεσα με την έκφραση λαϊκής βούλησης, αποτελούν βασικό άξονα για την αναζήτηση του κατάλληλου τρόπου διατύπωσης προληπτικής γνώμης περί της συνταγματικότητας αντίστοιχων διατάξεων, καθώς και του κατάλληλου τρόπου προκειμένου να ενισχυθεί ευρύτερα η ποιότητα της νομοθετικής διαδικασίας και του περιεχομένου των νόμων. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε την περίπτωση να ενισχυθούν οι ήδη υπάρχουσες μορφές ελέγχου (Α), αλλά, και να θεσμοθετηθεί μία νέα εν είδει προληπτικής κρίσης γνωμοδοτική αρμοδιότητα προκειμένου να ενισχυθεί η «ένδειξη συνταγματικότητας» κατά το στάδιο της ψήφισης του νόμου (Β).
Α. Η ενίσχυση του υφιστάμενου ελέγχου
Βάσει όσων έχουν παρατηρηθεί πιο πάνω, διακρίνουμε δύο άξονες ενίσχυσης του υφιστάμενου προληπτικού ελέγχου. Πρώτον, πολύ βασική είναι η ενίσχυση του γνωμοδοτικού ρόλου της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, ώστε να μπορεί να γνωμοδοτεί μέσω των εκθέσεών της και επί τροπολογιών. Συγκεκριμένα, έχει παρατηρηθεί ότι η συμβολή των παρατηρήσεων είναι καίρια, παρά το γεγονός ότι η Υπηρεσία ακολουθεί ήπιες, ως επί το πλείστον, διατυπώσεις κατά τη διατύπωση των συλλογισμών περί αντισυνταγματικότητας των υπό ψήφιση διατάξεων και διατυπώνει παρατηρήσεις «με φειδώ και αυτοσυγκράτηση»[42]. Εκείνο, όμως, που επίσης έχει παρατηρηθεί και επιβεβαιώνεται και από τη μελέτη της Έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας επί του σχεδίου νόμου που εξετάζουμε, είναι πως, συχνά, ένα μεγάλο μέρος της νομοθετικής ύλης που είναι αμφίβολης συνταγματικότητας, εισάγεται προς ψήφιση με άσχετες ή εκπρόθεσμες τροπολογίες. Κατά συνέπεια, προτείνεται η επέκταση του ελέγχου που ασκεί η Επιστημονική Υπηρεσία και στις τροπολογίες που κατατίθενται στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη διάρκεια συζήτησης και ψήφισης σχεδίων νόμων[43]. Μία τέτοια τροποποίηση θα είχε πολλαπλά θετικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, θα οδηγούσε στη διατύπωση γνώμης σχετικά με νομοτεχνικής και ουσιαστικής φύσης ζητήματα στο σύνολο της υπό ψήφισης νομοθεσίας. Επίσης, θα λειτουργούσε, ενδεχομένως, έμμεσα, ως παραίνεση σε εμπρόθεσμη κατάθεση των τροπολογιών. Τέλος, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης τροπολογιών, η Επιστημονική Υπηρεσία, θα είχε τη δυνατότητα να επισημάνει ζητήματα επί τυπικής αντισυνταγματικότητας που αφορούν τη διαδικασία ψήφισης (intena corporis), όπως εξάλλου έχει συμβεί και στο παρελθόν[44].
Η ενίσχυση του ρόλου της Επιστημονικής Υπηρεσίας μπορεί να λάβει χώρα με τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής και του εσωτερικού Κανονισμού λειτουργίας της[45], ώστε να επεκταθεί ο έλεγχος που διενεργεί και σε τροπολογίες που κατατίθενται κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια. Ο έλεγχος από ένα τέτοιο όργανο ζητημάτων που εντάσσονται στην έννοια των interna corporis επιτρέπει κατ΄ ουσία την παραμονή του ελέγχου σε εσωτερικό επίπεδο, αυτό του Κοινοβουλίου, και όχι τη μετακίνησή του στη δικαστική κρίση, η οποία ενδεχομένως να μην είναι λειτουργικά συμβατή με ζητήματα που ανάγονται στην κοινοβουλευτική διαδικασία.
Ο δεύτερος άξονας ενίσχυσης του προληπτικού ελέγχου αφορά τον πολιτικό έλεγχο συνταγματικότητας. Η σκέψη ενίσχυσης του προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας έχει σκοπό να ενισχύσει την ίδια τη Βουλή αλλά και να αποτελέσει ένα αντίβαρο στον σταθεροποιημένο πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ελλειμμάτων στην ελεγκτική λειτουργία του Κοινοβουλίου[46]. Προς το σκοπό αυτό, θα ήταν δόκιμο να ενισχυθεί η διαδικασία συζήτησης της ένστασης συνταγματικότητας με εκτενέστερο διάλογο και να τροποποιηθεί η διαδικασία λήψης της απόφασης, ενδεχομένως με πρόβλεψη ονομαστικής ψηφοφορίας.
Περαιτέρω, θα μπορούσε να προβλεφθεί η διατύπωση γνωμοδότησης επί του τεθέντος ζητήματος από ένα ανεξάρτητο όργανο με ισχυρή συμμετοχή ενός συγκεκριμένου αριθμού βουλευτών, προκειμένου να μην αποφασίζει η πλειοψηφία, η οποία ταυτίζεται με την έχουσα τη νομοθετική πρωτοβουλία κυβέρνηση. Επί του θέματος που εξετάζουμε, το οποίο αφορά ουσιαστικά στην εκλογική διαδικασία, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να προβλεφθεί μία γνωμοδοτική αρμοδιότητα από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ).
Β. Μία νέα γνωμοδοτική αρμοδιότητα
Όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι σημαντική η ενίσχυση του προληπτικού ελέγχου προς την κατεύθυνση αποτροπής της θέσης σε ισχύ τυχόν αντισυνταγματικών διατάξεων. Για τον λόγο αυτό, τασσόμαστε υπέρ της ενίσχυσης του ελέγχου γνωμοδοτικού χαρακτήρα, καθώς φρονούμε ότι θα έχει μία αποφασιστική επίδραση χωρίς να αποτρέπει ή ακόμη και να επηρεάζει τον δικαστικό έλεγχο εφαρμογής του νόμου, ο οποίος ασκείται κατασταλτικά από το αρμόδιο δικαστήριο. Παράλληλα, σε συνάρτηση με την πρόταση που προηγήθηκε περί ενίσχυσης του πολιτικού ελέγχου θεωρούμε ότι η ενεργοποίηση του γνωμοδοτικού ελέγχου μπορεί να συνδυαστεί με προηγούμενη άσκηση πολιτικού ελέγχου από έναν ικανό αριθμό βουλευτών.
Με άξονα το θέμα το οποίο εξετάζουμε, η πιο ενδεδειγμένη λύση θα ήταν ο γνωμοδοτικός έλεγχος να ανατεθεί στο ΑΕΔ για τους λόγους που εξηγούνται αμέσως παρακάτω. Κύριο αντικείμενο του ψηφισθέντος νομοσχεδίου είναι η ρύθμιση της διαδικασίας εκλογής ευρωβουλευτών με τροποποιήσεις που εισήχθησαν στον ν. 4255/2014, η εισαγωγή της δυνατότητας άσκησης του εκλογικού δικαιώματος με επιστολική ψήφο για την εκλογή των ευρωβουλευτών και τη συμμετοχή σε εθνικό δημοψήφισμα, καθώς και επί μέρους τροποποιήσεις της εκλογικής νομοθεσίας (π.δ. 26/2012), με έμφαση στη διευκόλυνση της συμμετοχής των ατόμων με αναπηρία στην εκλογική διαδικασία. Αντιλαμβανόμαστε, κατά συνέπεια, ότι πρόκειται για ρύθμιση εκλογικής νομοθεσίας επί της οποίας το ΑΕΔ είναι αρμόδιο. Συγκεκριμένα, όπως είναι γνωστό, το ΑΕΔ είναι αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Συντάγματος, για την εκδίκαση των ενστάσεων κατά το άρθρο 58 του Συντάγματος, δηλαδή τον έλεγχο και την εκδίκαση «των βουλευτικών εκλογών κατά του κύρους των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται, είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών, είτε σε έλλειψη των νόμιμων προσόντων»[47]. Παράλληλα, το ΑΕΔ είναι «αρμόδιο για την εκδίκαση των ενστάσεων που στρέφονται κατά του κύρους των διεξαγομένων σε όλη την Επικράτεια εκλογών για την ανάδειξη αντιπροσώπων είτε στη Βουλή (άρθρα 58 και 100 του Συντάγματος) είτε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο»[48]. Είναι, επίσης, αρμόδιο επί τη βάσει του άρθρου 100, παρ. 1, περ. β΄, του Συντάγματος για τον έλεγχο του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος που διεξάγεται κατά το άρθρο 44, παρ. 2, και για την κρίση περί ασυμβιβάστων ή την έκπτωση βουλευτή, κατά τα άρθρα 55, παρ. 2, και 57 του Συντάγματος.
Εξάλλου, μολονότι το ακριβές περιεχόμενο και τα όρια του κατασταλτικού και συγκεντρωτικού ελέγχου που δύναται να ασκήσει το ΑΕΔ δεν έχουν χαραχθεί με σαφήνεια (για παράδειγμα δεν έχει γνωμοδοτήσει ποτέ επί ζητημάτων αναφορικά με δημοψήφισμα), φαίνεται ως λογική λύση το όργανο που είναι αρμόδιο για τον κατασταλτικό έλεγχο να είναι αρμόδιο και για ex ante γνωμοδότηση.
Στο σημείο αυτό, θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε για ποιο λόγο, για το ζήτημα που εξετάζουμε δεν ενδείκνυται σχετικός έλεγχος από το ΣτΕ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα Δικαστήριο το οποίο έρχεται σε επαφή και ελέγχει, ευθέως ή παρεμπιπτόντως, τη συνταγματικότητα νομοθετημάτων όλων των κλάδων δικαίου και όχι μόνο του δημοσίου δικαίου[49], γεγονός που εξοπλίζει το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο με μία ασύγκριτη εξοικείωση με την ελληνική δικαιική ύλη. Ταυτόχρονα, είναι ένα όργανο ήδη επιφορτισμένο με γνωμοδοτικό έλεγχο, κυρίως των προεδρικών κανονιστικών διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 95 παρ. 1 περ. δ΄ του Συντάγματος αλλά και σε επίπεδο Διοικητικής Ολομέλειας αναφορικά με «θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου και απονομής της δικαιοσύνης»[50]. Μάλιστα, επί του συγκεκριμένου αντικειμένου, όπως έχει τονίσει το ΣτΕ, «[τ]ο όργανο της Πολιτείας, στο οποίο ανήκει η νομοθετική πρωτοβουλία, πρέπει τυπικά να ζητεί, αλλά και ουσιαστικά να επιζητεί τις απόψεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. πρακτικά ΣτΕ σε Ολομ. και Συμβ. 26/2020, 7/2019, 2/2014, 1/2008, 7/1991)»[51].
Εντούτοις, βασικό επιχείρημα προκειμένου να απομακρυνθούμε από το ενδεχόμενο το ΣτΕ να ελέγχει ζητήματα εκλογικής νομοθεσίας είναι το γεγονός ότι ήδη το Δικαστήριο έχει τοποθετηθεί με διάφορες αφορμές σε ζητήματα εκλογικής νομοθεσίας απορρίπτοντας τις σχετικές αιτήσεις ως απαράδεκτες και θεωρώντας ότι είναι αναρμόδιο. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται σε πρόσφατες αποφάσεις που αφορούν τις ευρωεκλογές[52] και τις βουλευτικές εκλογές[53]. Εξάλλου, στην απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ 2787/2015, το δικαστήριο έκρινε ότι εμπίπτει στην έννοια των κυβερνητικών πράξεων το Προεδρικό Διάταγμα περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα και η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου περί υποβολής προτάσεως διενέργειάς του και, επομένως, δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας[54]. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη συγκλίνουσα γνώμη της απόφασης αυτής, ο έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 100, παρ. 1, περ. β΄, του Συντάγματος, στην αρμοδιότητα του ΑΕΔ. Η σχετική αρμοδιότητα του ΑΕΔ τονίστηκε και στην απόφαση 1088/2023 ως προς τις βουλευτικές εκλογές με τη σκέψη ότι το ΑΕΔ είναι «αποκλειστικώς αρμόδιο κατά το Σύνταγμα (άρθρα 58 και 100, παρ. 1,περ. α΄, για την επίλυση του συνόλου των διαφορών που ανακύπτουν κατά την εκλογική διαδικασία»[55], ενώ και στην πλέον πρόσφατη απόφαση 510/2024 σχετικά με την επίλυση ζητήματος που ανακύπτει κατά τη διαδικασία της ηλεκτρονικά υποβαλλόμενης πρότασης συνδυασμού υποψηφίων, το ΣτΕ διευκρίνισε ότι η σχετική αρμοδιότητα «συμπεριλαμβανομένου τόσο του ζητήματος της νομιμότητας της μη ανακήρυξης του συνδυασμού λόγω μη καταβολής του προβλεπόμενου κατά περίπτωση παραβόλου (…), όσο και του ζητήματος του κύρους, από συνταγματική άποψη, των διατάξεων που προβλέπουν την επιβολή του παραβόλου, ανήκει αποκλειστικά στο Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, ως αρμόδιο όργανο για την ανακήρυξη των υποψηφίων βουλευτών ή ευρωβουλευτών. Εφ’ όσον δε με βάση την απόφαση του Τμήματος αυτού του Αρείου Πάγου εγερθεί στη συνέχεια αμφισβήτηση του κύρους των εκλογών με την άσκηση ένστασης κατά της απόφασης ανακήρυξης των εκλεγέντων, αποκλειστικά αρμόδιο για την επίλυση της σχετικής εκλογικής διαφοράς είναι το ΑΕΔ (πρβ. ΣτΕ 1088/2023)». Έτσι, το ΣτΕ προσδιόρισε συγκεκριμένα ότι «το Α.Ε.Δ. ελέγχει κάθε παράβαση του δικαίου σχετική με την ενέργεια των εκλογών (βουλευτικών ή ευρωεκλογών). Ως ενέργεια δε των εκλογών νοείται όχι μόνο η κύρια διαδικασία αυτών, αλλά το σύνολο των διαδικαστικών σταδίων από την προκήρυξή τους μέχρι και την ανακήρυξη των βουλευτών ή ευρωβουλευτών»[56].
Αντιστρόφως, ο έλεγχος από το ΑΕΔ συγκεντρώνει το πλεονέκτημα μίας προληπτικής κρίσης, χωρίς να επηρεαστεί ο κατασταλτικός και συγκεντρωτικός έλεγχος που ασκεί το ίδιο Δικαστήριο. Θα μπορούσε να ανατεθεί σε αυτό γνωμοδότηση επί συγκεκριμένων ζητημάτων που προκύπτουν κατά τη νομοθετική διαδικασία, κατόπιν έγερσης σχετικού ζητήματος δυνάμει του άρθρου 100 του Κανονισμού της Βουλής είτε από μεγάλο αριθμό βουλευτών, προς ενίσχυση του δικαιώματος της μειοψηφίας, είτε από τον Πρόεδρο της Βουλής.
Παρόμοια πρόταση έχει διατυπωθεί σε επιστημονική βάση[57] και από τη ΝΔ κατά την τελευταία αναθεώρηση περί καθιέρωσης προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων για ψηφισμένα νομοσχέδια (πλην εκείνων που αφορούν αποκλειστικά κύρωση διεθνών συνθηκών) από το ΑΕΔ ως απλή γνώμη προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πριν την έκδοσή τους, εφόσον κατά την ψήφιση στη Βουλή, η ένσταση αντισυνταγματικότητας συγκεντρώσει τα 2/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών[58].
Παράλληλα, το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της γνωμοδοτικής του αρμοδιότητας, ορθότερο θα ήταν να περιορίζεται ως προς το αντικείμενο από το υποβληθέν ερώτημα. Αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει δύο πλεονεκτήματα. Πρώτον, δίνει τη δυνατότητα εστιασμένου και σε βάθος ελέγχου στα συγκεκριμένα ζητήματα που έχουν ανακύψει ενδοκοινοβολευτικά. Πρόκειται για έγκαιρο και χωρίς χρονοτριβή έλεγχο προκειμένου, κατόπιν έκδοσης της γνωμοδότησης, να συνεχίσει η κοινοβουλευτική διαδικασία. Δεύτερον, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο προς την κατεύθυνση ενός ολιστικού ex ante ελέγχου του νομοσχεδίου, ο οποίος θα αλλοίωνε τον βασικό του ρόλο ως Ανώτατου Δικαστηρίου επιφορτισμένου με κατασταλτικό έλεγχο των σχετικών ζητημάτων. Έτσι, προτείνεται η γνωμοδοτική αρμοδιότητα να είναι σαφής και ορισμένη με αναφορά των προς γνωμοδότηση θεμάτων. Αυτονόητο είναι, κατά την άποψή μας, ότι μία τέτοια λύση θα έπρεπε να προβλεφθεί κατόπιν συνταγματικής αναθεώρησης.
Επίλογος
Η ρύθμιση ενός τόσο ουσιώδους ζητήματος, όσο αυτού της επιστολικής ψήφου, έδωσε κατά την άποψή μας μία αφορμή μελέτης της ευρύτερης «συνταγματικής δικονομίας» ελέγχου συνταγματικότητας. Μας δίνει, επίσης, μία αφορμή να μελετηθεί το ζήτημα του ελέγχου συνταγματικότητας πέρα από το δίπολο Κυβέρνηση-Δικαστής και την κλιμάκωση της θεσμικής έντασης που κατά καιρούς παρατηρείται στη σχέση τους.
Μία οπτική απαλλαγμένη από την προκατάληψη ταύτισης της αποτελεσματικότητας του ελέγχου με τον Δικαστή αναδεικνύει σημαντικές παραμέτρους του μη δικαστικού ελέγχου και της συμβολής του στην ποιότητα της νομοθέτησης. Παράλληλα, όμως, επιβεβαιώνει τον αδύναμο ρόλο της Βουλής στην κοινοβουλευτική διαδικασία.
Ο «χρόνος» του ελέγχου και, συγκεκριμένα, ο χρόνος του ελέγχου μίας διαδικασίας που καταλήγει στην έκφραση της λαϊκής βούλησης είναι κρίσιμος. Χαρακτηριστική είναι, εν προκειμένω, η θέση του ΕΔΔΑ σύμφωνα με την οποία «μόλις εκφρασθεί ελεύθερα και δημοκρατικά η λαϊκή βούληση, ουδεμία μεταγενέστερη μεταβολή στην οργάνωση του εκλογικού συστήματος δύναται να οδηγήσει σε αμφισβήτηση της επιλογής αυτής, εκτός και αν υφίστανται επιτακτικοί για τη δημοκρατική τάξη λόγοι»[59]. Όμως, ταυτόχρονα υφίσταται πάντα μία ουσιώδης σύνδεση της βασικής φυσιογνωμίας του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας με τη συνταγματική μας παράδοση περί κατασταλτικού, διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου. Κάθε είδους βαθιά τομή ενδέχεται να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα στοχεύει να επιλύσει.
Η ισχυροποίηση της προληπτικής κρίσης σε ένα αντικείμενο που αφορά την έκφραση λαϊκής βούλησης οδηγεί στην πρόταση ενός ελέγχου «ισχυρότερο[υ] του κοινοβουλευτικού κι ασθενέστερο[υ] του δικαστικού»[60].
[1] Βλ. Μαυριά Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 6η έκδ., 2021, σ. 256 επ.˙ Μανιτάκη Α., Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Ι, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 455 επ.˙ του ίδιου, «Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα», ΤοΣ 2003, σ. 13-47. Για μία επισκόπηση του συστήματος συνταγματικότητας στην Ελλάδα, βλ. και Ηλιοπούλου-Στράγγα Τ., Κουτνατζή Σ.-Ι., «Constitutional courts as ‘positive legislators’», RHDI 1/2010, σ. 351-386.
[2] Βλ., συναφώς, Κανελλοπούλου Μ. Ν., Ο πολιτικός έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου, διδακτορική διατριβή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1989.
[3] Ως προς τη θεωρία των θεσμικών αντίβαρων, βλ., ενδεικτικά, Τασόπουλο Γ., Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007 και Μαυρομούστακου Η., «Η διάκριση των λειτουργιών», στο Αντωνίου Θ. (επιμ.), Γενικές Αρχές Δημοσίου Δικαίου, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ. 35-65, ιδίως, σ. 61-62.
[4] Βλ., κυρίως, άρθρα 101, παρ. 5 και 6, και άρθρο 29, παρ. 7, του Κανονισμού της Βουλής και άρθρο 72, παρ. 3, του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παρ. 6, του Κανονισμού της Βουλής.
[5] Σύμφωνα με το άρθρο 100, παρ. 1, του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Κοινοβουλευτικό): «Ο Πρόεδρος της Βουλής και κάθε Βουλευτής ή μέλος της Κυβέρνησης μπορεί να ζητήσει, στο στάδιο της καταρχήν συζήτησης, να αποφανθεί η Βουλή αναφορικά με συγκεκριμένες αντιρρήσεις που προβάλλει για τη συνταγματικότητα νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου, όπως διαμορφώθηκε από την αρμόδια επιτροπή και εισάγεται στην Ολομέλεια ή στο Τμήμα Διακοπής Εργασιών της Βουλής. Μέχρι την έναρξη της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος της Βουλής και κάθε Βουλευτής ή μέλος της Κυβέρνησης μπορεί να ζητήσει να αποφανθεί η Βουλή αναφορικά με συγκεκριμένες αντιρρήσεις που προβάλλει ως προς τη συνταγματικότητα τροπολογίας που κατατέθηκε στην Ολομέλεια ή στο Τμήμα Διακοπής Εργασιών της Βουλής. Σε περίπτωση ενιαίας συζήτησης επί της αρχής, επί των άρθρων και επί του συνόλου, αντίρρηση που προβάλλεται ή αντιρρήσεις που προβάλλονται από περισσοτέρους ως προς τη συνταγματικότητα νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου ή τροπολογίας συζητείται ή συζητούνται μέχρι την έναρξη της ψηφοφορίας».
[6] Μάνεσης Α., Η νομικοπολιτική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγματος, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη Ι, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 613˙ Σκουρής Β., Βενιζέλος Ευ., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1985, σ.12-13˙ Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, ό. π., σ. 410 επ.
[7] Σπυρόπουλος Φ., Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2η έκδ., 2020, σ. 159-162.
[8] Στον νόμο 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις», ξεχωρίζουν τρία επί μέρους άρθρα των οποίων αμφισβητείται η συνταγματικότητά από τους φορείς του γνωμοδοτικού ελέγχου (Ελεγκτικό συνέδριο και Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής). Πρόκειται για ρυθμίσεις που αφορούν το ποσοστό και τις προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης αιτία θανάτου (άρθρο 12), τη ρύθμιση σχετικά με το ανώτατο όριο καταβολής σύνταξης (άρθρο 13) και τη ρύθμιση σχετικά με την περικοπή σύνταξης σε περίπτωση απασχόλησης συνταξιούχων (άρθρο 20).
[9] Πρβλ. τις τοποθετήσεις των: Κ. Χρυσόγονου, τηλεοπτική συνέντευξη για τη συνταγματική προβληματική της επιστολικής ψήφου στην εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού BLUESKY, 30.11.2023˙ Γ. Σωτηρέλη, «Επιστολική ψήφος και εκλογή Ευρωβουλευτών. Ένα βήμα μπρος (;) και ένα πίσω», στο SLpress, 4.12.2023, αναδημοσίευση στο constitutionalism.gr (πρόσβαση: 30.9.2024)˙ Χ. Τσιλιώτη, «Η συνταγματικότητα της καθιέρωσης της επιστολικής ψήφου», στο syntagmawatch.gr (πρόσβαση: 30.9.2024).
[10] Βλ., για παράδειγμα, την επιχειρηματολογία και διαφωνία των συνταγματολόγων για ζητήματα που απασχόλησαν την εφαρμογή του Συντάγματος, όπως η ψήφος Αλευρά. Για το ζήτημα αυτό, βλ., συναφώς, χρονικό που επιμελήθηκε ο Αναστασιάδης Γ. (επιμ.), «Χρονικό της συνταγματικοπολιτικής έντασης», Δίκαιο και Πολιτική, 10, 1985, σ. 282 επ.. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η πρόσφατη συζήτηση με αφορμή τη θέση σε ισχύ του ν. 5094/2024 «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων και άλλες διατάξεις». Ως προς την ερμηνεία του άρθρου 16, παρ. 5 και 8, του Συντάγματος, καθώς και την ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα του εν λόγω νόμου, βλ., μεταξύ πολλών, Σκουρής B., Βενιζέλος Ευ., Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16, παρ. 5 και 8, του Συντάγματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2024,˙ Κ. Γιαννακόπουλος, «Η απαξίωση του Συντάγματος. Σχόλια στο σχέδιο νόμου για τα μη κερδοσκοπικά μη κρατικά πανεπιστήμια», στο nomarchia.gr (πρόσβαση: 30.9.2024) και, σχετικά, τον φάκελο «Ιδιωτικά Α.Ε.Ι. και Σύνταγμα», στο constitutionalism.gr (πρόσβαση: 30.9.2024).
[11] Σύμφωνα με το άρθρο 4, παρ. 4, του εσωτερικού Κανονισμού λειτουργίας της Επιστημονικής Υπηρεσίας (ΦΕΚ Β΄ 1745/2009), «Οι εκθέσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας επί των νομοσχεδίων και των προτάσεων νόμων, θεωρημένες κατά το άρθρο 2, παρ. 1, εδ. α΄, του παρόντος Κανονισμού, διανέμονται στους Βουλευτές μία τουλάχιστον ημέρα πριν από τη συνεδρίαση της Ολομελείας της Βουλής ή της αρμόδιας διαρκούς κοινοβουλευτικής Επιτροπής του άρθρου 70, παρ. 2, του Συντάγματος ή του Τμήματος διακοπής των εργασιών της Βουλής, αφού ληφθεί υπόψη το κείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου, όπως το έχει διαμορφώσει και ψηφίσει η αρμόδια διαρκής κοινοβουλευτική Επιτροπή».
[12] Η παρατήρηση σχετικά με νομοτεχνική βελτίωση (συγκεκριμενοποίηση ημερομηνίας) επί του άρθρου 4 (τροποποίηση του άρθρου 3 του ν. 4255/2014) έγινε δεκτή. Ομοίως, και νομοτεχνική βελτίωση επί των άρθρων 5 και 23. Εξάλλου, υιοθετήθηκε αλλαγή στο άρθρο 28 του ψηφισθέντος σχεδίου νόμου αναφορικά με την επιστολική ψήφο σε περίπτωση διενέργειας εθνικού δημοψηφίσματος.
[13] Βλ. το ψηφισθέν σχέδιο νόμου μετά την ενσωμάτωση νομοτεχνικών βελτιώσεων και τροπολογιών στο https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/18a4e643-1429-4e6b-a317-d7c6a29adabf/12481896.pdf (πρόσβαση: 30.9.2024).
[14] Βλ., πρωτίστως, ενσωμάτωση αλλαγών επί των άρθρων 2, 7, 9, 16, 21 και 36.
[15] Βλ., πρωτίστως, ενσωμάτωση αλλαγών επί των άρθρων 3, 6, 7, 8, 10, 19 και 36.
[16] «Εκσυγχρονισμός της μουσειακής πολιτικής και ζητημάτων διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς: ίδρυση μουσείων-ν.π.δ.δ., κρατική ασφάλιση της κινητικότητας των πολιτιστικών αγαθών, δράσεις του Ο.Δ.Α.Π. και του Μουσείου Ακρόπολης, ρυθμίσεις ποινικής προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, Συμβούλια του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, Μητρώο Προσωπικού Αρχαιολογικών Εργασιών και λοιπές διατάξεις σχετικά με το προσωπικό του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας στον πολιτισμό».
[17] Βλ. την παρατήρηση υπ. αριθ. 2 επί των άρθρων 33, παρ. 3, και 65.
[18] Περίοδος, ΙΗ΄, Σύνοδος Δ’, Συνεδρίαση ΟΒ’, 13.2.2023, ομιλία Α. Αναγνωστοπούλου, σ. 7896.
[19] Περίοδος, ΙΗ΄, Σύνοδος Δ’, Συνεδρίαση ΟΒ’, 13.2.2023, ομιλία της αρμόδιας Υπουργού, Σ. Μενδώνη, σ. 7914.
[20] Νόμος 4703/2020 «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις» καθώς και τη σχετική συζήτηση στην Ολομέλεια Περίοδος ΙΗ΄, Σύνοδος Α’, Συνεδρίαση ΡΟΣΤ’, 8.7.2020.
[21] Περίοδος ΙΗ΄, Σύνοδος Α’, Συνεδρίαση ΡΟΣΤ’, 8.7.2020 και Συνεδρίαση Ολομέλειας ΡΟΖ’ 9.7.2020.
[22] Βλ., ιδίως, Περίοδος Κ΄ Σύνοδος Α΄ Συνεδρίαση ΠΓ ΄, ιδίως, σ. 8963-8979, όπου συζητήθηκαν οι ενστάσεις αντισυνταγματικότητας.
[23] Βλ., συγκεκριμένα, Περίοδος Κ΄ Σύνοδος Α΄ Συνεδριάσεις ΠΓ΄ 22.1.2024, ΠΔ΄ 23.1.2024 και ΠΕ΄ 24.1.2024.
[24] Πρόκειται συγκεκριμένα για τις κοινοβουλευτικές ομάδες του ΚΚΕ, της Ελληνικής Λύσης, της Νέας Αριστεράς και του Δημοκρατικού Πατριωτικού Κινήματος «ΝΙΚΗ».
[25] Βλ., σχετικά, Τασόπουλο, Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, ό. π., σ. 95.
[26] Βλ., ιδίως, Περίοδος Κ΄ Σύνοδος Α΄ Συνεδρίαση ΠΓ΄ 22.1.2024, ιδίως, σ. 8978-8979, ομιλία Ν. Κεραμέως.
[27] Βλ. παρατήρηση υπ’ αριθ. 5.
[28] Πρόκειται για τις τροπολογίες με αριθμό 75/8 19.1.2024 και 79/12 22.1.2024.
[29] Βλ., επ’ αυτού, τη μελέτη του Ξηρού Θ., «Η επιστολική ψήφος στις γενικές βουλευτικές εκλογές», syntagmawatch.gr (πρόσβαση: 30.9.2024).
[30] Το εκπρόθεσμο της τροπολογίας επισημάνθηκε και στις τρεις συνεδριάσεις επεξεργασίας του σχεδίου νόμου, Περίοδος Κ΄ Σύνοδος Α΄ Συνεδριάσεις ΠΓ΄ 22.1.2024, ΠΔ΄ 23.1.2024 και ΠΕ΄ 24.1.2024.
[31] Βλ. σχετική επισήμανση και σε Μ. Στεφανόπουλο, Η καλή νομοθέτηση στην Ελλάδα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022, σ. 56.
[32] Βλ., απολύτως ενδεικτικά, τοποθέτηση Α. Χαρίτση για την κατάθεση της τροπολογίας στο σχέδιο νόμου που εξετάζουμε: «Είναι δυνατόν να μην εξετάζεται από την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής; Είναι δυνατόν να μην περνάει από επεξεργασία από την κοινοβουλευτική επιτροπή; Είναι δυνατόν να μην έχει προηγηθεί καμμία διαβούλευση», Πρακτικά Βουλής, Περίοδος Κ΄, Σύνοδος Α΄, Συνεδρίαση ΠΔ΄, 23.1.2024.
[33] ΣτΕ 2634/2022. Η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής διανέμεται πριν τη συζήτηση στην Ολομέλεια και διατυπώνεται επί του σχεδίου νόμου όπως έχει διαμορφωθεί κατά την επεξεργασία του από την αρμόδια επιτροπή. Κατά συνέπεια, δεν περιλαμβάνει τη γνωμοδότηση επί διατάξεων που κατατίθενται, υπό μορφή τροπολογιών, κατά τη συζήτηση και ψήφιση του σχεδίου νόμου στην Ολομέλεια.
[34] Βλ., σχετικά, την ψήφιση της τροπολογίας με αρ. 802/48 17.3.2021 και τίτλο «1.Ρυθμίσεις για τη λειτουργία της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών – Τροποποίηση άρθρου 5 ν. 2225/1994, 2. Έδρα, γραφεία και αποφάσεις της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 1 ν. 3115/2003, και 3. Ασφαλιστικό Καθεστώς Ευρωπαϊκών Εντεταλμένων Εισαγγελέων», η οποία ενσωματώθηκε στο σχέδιο νόμου «Εφαρμογή διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ρυθμίσεις για τη λειτουργία των δικαστηρίων και άλλες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» (ν. 4786/2021).
[35] Βλ. ν. 5019/2023 «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020 “σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ”, ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, ρυθμιστικό πλαίσιο για την παλαίωση οίνων και άλλες επείγουσες διατάξεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης» και την αιτιολογική έκθεση επί της τροπολογίας 1570/149 2.2.2023.
[36] Περίοδος ΙΗ΄, Σύνοδος Δ’, Συνεδρίαση ΞΘ’, 8.2.2023, βλ. ομιλία Μ. Κατρίνη, σ. 7568: «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ΠΑΣΟΚ έχει τοποθετηθεί πάνω στο περιεχόμενο αλλά και στη στόχευση που πρέπει να έχει η τροπολογία, θέτοντας τρεις βασικές προϋποθέσεις: Να είναι νομικά και συνταγματικά άρτια και, κυρίως, να είναι αποτελεσματική η στόχευσή της, γι’ αυτό και ζητήσαμε και τη γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής».
[37] Σύμφωνα με το άρθρο 100, παρ. 2, του Κανονισμού της Βουλής: «2. Ο Πρόεδρος της Βουλής ορίζει την έναρξη της συζήτησης της πρότασης ή των προτάσεων της προηγούμενης παραγράφου, στην οποία μετέχουν ένας από αυτούς που τη διατύπωσαν ή τις διατύπωσαν, ένας από τους αντιλέγοντες, οι Πρόεδροι των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και οι αρμόδιοι Υπουργοί, καθένας για πέντε (5) λεπτά της ώρας. H σχετική απόφαση λαμβάνεται αποκλειστικά με ανάταση ή έγερση».
[38] Γεραπετρίτης Γ., Σύνταγμα και Βουλή, αυτονομία και ανέλεγκτο των εσωτερικών του σώματος, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, σ. 227.
[39] Μαντζούφας Π., Καλή Νομοθέτηση και Κράτος Δικαίου, εκδ. Ευρασία, Αθήνα, 2019 σ. 188.
[40] Μποτόπουλος Κ., «Ανορθολογισμός και αντισυνταγματικότητα : Η διαιώνιση της παρεμβολής άσχετων διατάξεων σε νόμο», ΔιΔικ, 1994, σ. 271-280, σ. 274.
[41] Αρχικά, στις 15 Μαρτίου 1995, η Νέα Δημοκρατία είχε προτείνει τη μετονομασία του ΑΕΔ σε Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο θα ήταν αρμόδιο για την κρίση ως προς την αντισυνταγματικότητα τυπικού νόμου ύστερα από παραπομπή του αρμόδιου Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 93, παρ. 4, του Συντάγματος. Λόγω της πρόωρης διάλυσης της Βουλής, τον Αύγουστο του 1996 δεν διεξήχθησαν οι απαιτούμενες ψηφοφορίες για τη διαπίστωση ανάγκης αναθεώρησης και τον καθορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων. Στη συνέχεια, η Νέα Δημοκρατία στις 5 Ιουνίου 1997 επανέλαβε την πρότασή της χωρίς να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία στις ψηφοφορίες που διεξήχθησαν. Εν συνεχεία, την 11η Μαΐου 2006, υπήρξε και πάλι εισήγηση από τη Νέα Δημοκρατία για την ίδρυση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου και συγκέντρωση του ελέγχου μέσω ενός διπλού φίλτρου, δηλαδή, κάθε δικαστήριο θα παρέπεμπε ζήτημα συνταγματικότητας στην Ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου και, στη συνέχεια, η οικεία Ολομέλεια στο Συνταγματικό Δικαστήριο, εφόσον συμφωνούσε με την κρίση του παραπέμποντος Δικαστηρίου. Πριν την τελευταία αναθεώρηση, ο ΣΥΡΙΖΑ με την τοποθέτηση του Α. Τσίπρα, είχε ταχθεί υπέρ της θεσμοθέτησης «ενός Ειδικού γνωμοδοτικού οργάνου, αποτελούμενου αποκλειστικά από δικαστές των Ανώτατων Δικαστηρίων». Ωστόσο, η θέση αυτή δεν περιλήφθηκε στην πρόταση προς αναθεώρηση. Αντιθέτως, η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης της Νέας Δημοκρατίας στις 14 Νοεμβρίου του 2018 περιείχε την τροποποίηση δύο άρθρων του Συντάγματος (72 και 100) και την καθιέρωση προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων για ψηφισμένα νομοσχέδια (πλην εκείνων που αφορούν αποκλειστικά κύρωση διεθνών συνθηκών) από το ΑΕΔ ως απλή γνώμη προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πριν την έκδοση τους, εφόσον, κατά την ψήφιση στη Βουλή, η ένσταση αντισυνταγματικότητας συγκεντρώσει τα 2/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών.
[42] Βενιζέλος Ευ., Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2022, σ. 102.
[43] Η πρόταση αυτή διατυπώθηκε και πρόσφατα, Βλ. Στεφανόπουλο ό.π., σ. 46-47: «κρίνεται ως απολύτως θεμιτή η εντατικότερη εμπλοκή της [Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής] στη νομοπαραγωγική διαδικασία (π.χ. παραπομπή σε αυτήν και των τροπολογιών-προσθηκών προκειμένου για διατύπωση γνώμης σε βραχείες προθεσμίες) ακριβώς λόγω της επιστημονικής – τεχνοκρατικής της θεμελίωσης, η οποία της επιτρέπει να διατυπώνει κρίσεις αποστασιοποιημένες από πολιτικά ελατήρια». Περαιτέρω, και ο Τζέμος Β., «Η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση», στο Κοντιάδης Ξ., Σπυρόπουλος Φ. (επιμ.), Το μέλλον του Ελληνικού Κοινοβουλίου, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2011, σ. 211-224, σ. 224: προτείνει την εισαγωγή στον Κανονισμό της Βουλής της ακόλουθης ρύθμισης: «Βουλευτής ή 1/20 των Βουλευτών της Βουλής ζητούν την απόσυρση άσχετης τροπολογίας ή διάταξης νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου. Σε περίπτωση που δεν αποσυρθεί, ζητείται η γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής ως προς το αν συγκεκριμένη διάταξη νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου ή τροπολογία παραβιάζει ως άσχετη προς το περιεχόμενο του υπό ψήφιση νόμου το Σύνταγμα».
[44] Βλ., επί παραδείγματι, Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, επί του νομοσχεδίου Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, (ν. 4093/2012), γενικές παρατηρήσεις, Β.
[45] Τα άρθρα του Κανονισμού της Βουλής που διέπουν το πλαίσιο λειτουργίας της Επιστημονικής Υπηρεσίας είναι τα άρθρα 160-163 του Κανονισμού της Βουλής. Βλ., σχετικά, και Ράικος Α., Γενική Πολιτειολογία-Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο & Οργανωτικό Μέρος Ι, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 5η εκδ., 2018, σ. 767-769. Περαιτέρω, ισχύει ο εσωτερικός Κανονισμός λειτουργίας της Επιστημονικής Υπηρεσίας (ΦΕΚ Β΄ 1745/2009).
[46] Κοντιάδης Ξ., «Αποτίμηση και προτάσεις για μια νέα αναθεώρηση», στο Κοντιάδη Ξ. (επιμ.), Πέντε χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, τόμος Πρώτος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006, σ. 11-101, σ. 79 επ.
[47] Βλ. και άρθρο 25 του εκτελεστικού νόμου του άρθρου 100 του Συντάγματος (ν. 345/1976). H αίτηση λαμβάνει χώρα εντός 15 ημερών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία ανακηρύσσονται οι Βουλευτές ή οι αναπληρωματικοί βουλευτές.
[48] ΑΕΔ 10/2020. Πρβλ άρθρο 8 του ν. 4255/2014 και Γιαννακόπουλο Κ., «Ερμηνεία επί του άρθρου 100 του Συντάγματος», στο Σπυρόπουλος Φ., Κοντιάδης Ξ., Ανθόπουλος Χ., Γεραπετρίτης Γ. (επιμ.) Σύνταγμα, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 1566-1598˙ Πρεβεδούρου Ε., Βλάχου-Βλαχοπούλου Μ. Χ., «Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 100» στο Βλαχόπουλος Σ., Κοντιάδης Ξ., Τασόπουλος Γ. (επιμ.), στο syntagmawatch.gr (πρόσβαση: 30.9.2024).
[49] Καϊδατζής Α., «Το Συμβούλιο της Επικρατείας ως εγγυητής της συνταγματικότητας των νόμων», e-politeia, 2022, σ. 481-495, σ. 486.
[50] Άρθρο 15 του ν. 4938/2022.
[51] ΣτΕ Διοικητική Ολομέλεια, 31/2020.
[52] ΣτΕ 510/2024.
[53] ΣτΕ 1088/2023.
[54] ΣτΕ Ολ. 2787/2015, σκέψη 7.
[55] ΣτΕ 1088/2023, σκέψη 5.
[56] ΣτΕ 510/2024 σκέψη 2.
[57] Γεραρής Χ., «Αναβάθμιση ή μετεξέλιξη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», στο: Μανιτάκης Α., Φωτιάδου Αλ., (επιμ.), Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, σ. 121-133. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, απονέμεται γνωμοδοτική αρμοδιότητα στο ΑΕΔ για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των υπό ψήφιση σχεδίων νόμων. Μάλιστα, η πρόταση αυτή συνδέει την γνωμοδοτική αρμοδιότητα του ΑΕΔ με την προηγούμενη κατάθεση ένστασης αντισυνταγματικότητας από ορισμένους βουλευτές. Κατόπιν, θα αναστέλλεται η διαδικασία ψήφισης του νομοσχεδίου και θα συντάσσεται έκθεση αντιρρήσεων των ενιστάμενων βουλευτών προκειμένου το ΑΕΔ να κληθεί να γνωμοδοτήσει. Η γνωμοδότηση του ΑΕΔ θα διατυπώνεται σε πρακτικό εντός ορισμένης προθεσμίας και θα διαβιβάζεται στη Βουλή. Πρβλ. και Γιαννακόπουλο, «Ερμηνεία επί του άρθρου 100 του Συντάγματος», ό. π. σ. 1598, όπου υποστηρίζεται η προοπτική αυτή.
[58] Βουλή των Ελλήνων, ΙΖ΄ Περίοδος Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, Σύνοδος Δ΄, Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής και ψηφοφορίες επί των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος, τόμος Α΄, Αθήνα, 2019, σ. 16-17.
[59] ΕΔΔΑ, Πασχαλίδης, Κουτμερίδης και Ζαχαράκης κατά Ελλάδας, 10.4.2008, σκέψη 28. Βλ. και Λυκουρέζος κατά Ελλάδας, 15.6.2006, σκέψη 52, μόλις εκφραστεί ελεύθερα και δημοκρατικά η εκλογή του λαού, καμία μεταγενέστερη τροποποίηση του εκλογικού συστήματος δεν μπορεί να αμφισβητήσει την επιλογή αυτή, εκτός αν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι για τη δημοκρατική τάξη.
[60] Έκφραση του Θ. Ψήμμα με αφορμή το θέμα του ελέγχου των interna corporis, Ψήμμας Θ., Ο Δικαστικός έλεγχος των interna corporis: η παρεμβολή άσχετων διατάξεων στο νόμο, Αρμενόπουλος, 2018, σ. 898-909, σ. 909.
Η Δάφνη Ακουμιανάκη είναι Διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Paris 1 Panthéon Sorbonne και εκπονεί μεταδιδακτορική έρευνα στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως επιστημονική συνεργάτιδα στο Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής και είναι μέλος ΣΕΠ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Αρθρογραφεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά στο πεδίο του δημοσίου και του ευρωπαϊκού δικαίου.