Το «κέντρο» σαν πολιτική κατηγορία είναι από τις βασικές αναφορές στον δημόσιο διάλογο. Τα κόμματα κυβερνητικής φιλοδοξίας επιχειρούν να εμφανίζονται ως κεντροαριστερά ή κεντροδεξιά και ενίοτε ως κεντρώα, ενώ οι στρατηγικές «κατάληψης» του χώρου του κέντρου αποτελούν βασική ερμηνευτική παράμετρο της εκλογικής επιτυχίας. Υπάρχει επίσης η διάχυτη αντίληψη ότι στα εκλογικά σώματα των πιο ανεπτυγμένων κοινωνιών επικρατούν ψηφοφόροι που τείνουν σε περισσότερο κεντρώες εκλεκτικιστικές αντιλήψεις, συνθέτοντας απόψεις από αριστερές και δεξιές παραδόσεις. Λίγο ως πολύ το κέντρο αναδεικνύεται σε ένα σημείο ισορροπίας που λογίζεται ως μια βάση κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας, ως η μέση οδός που διατηρεί τις πολιτείες σε μια τροχιά δημοκρατικής ανθεκτικότητας. Στον λόγο περί «κέντρου» είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ανάλυσης και κανονιστικής υιοθέτησης του όρου, κάτι που καθιστά αναγκαίο ένα πρωταρχικό εννοιολογικό ξεκαθάρισμα. Τα ερωτήματα εδώ είναι δύο: συνιστά το «κέντρο» έναν διακριτό χώρο στην κοινή γνώμη και το εκλογικό σώμα; Και επίσης, αντιστοιχεί πολιτικοϊδεολογικά η κατηγορία «κέντρο» με κάποια συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα; Στο πρώτο μέρος θα επιχειρηθεί μια συνοπτική περιδιάβαση σε διάφορες θεωρίες της πολιτικής επιστήμης γύρω από την έννοια του «κέντρου», στο δεύτερο μέρος θα συζητηθούν κάποια ευρήματα της πρόσφατης έρευνας της εταιρείας Prorata με τίτλο «Το αίνιγμα του κέντρου» και στο τρίτο μέρος θα διατυπωθούν κάποιες σκέψεις σε σχέση με την εξέλιξη του κομματικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα σε συνάφεια με το «κέντρο» [1].

Ι. Θεωρητικές επισημάνσεις για την έννοια του κέντρου

Το κέντρο ως πολιτικοϊδεολογική ταυτότητα έχει προταχθεί από κόμματα που καλύπτουν όλο το ιδεολογικό φάσμα. «Κόμμα του Κέντρου» (Zentrum) ήταν το Καθολικό κόμμα στη Γερμανία από την περίοδο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας έως και τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης· ως «Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου» (Unión de Centro Democrático) αυτοπροσδιοριζόταν η δεξιά παράταξη στην Ισπανία στα πρώτα χρόνια μετά τη δημοκρατική μετάβαση του 1977· ως «κέντρο» αυτοπροσδιορίζεται ο Φρανσουά Μπαϊρού (François Bayrou) και το κόμμα του που προερχόταν από την «Ένωση για τη Γαλλική Δημοκρατία» (UDF) του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν (Valéry Giscard d’Estaing) στη Γαλλία. Το κέντρο επικαλέστηκαν ως βασική αναφορά τους τα κόμματα της Νέας Σοσιαλδημοκρατίας – ειδικά οι Νέοι Εργατικοί και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες -, ενώ στη Σκανδιναβία υπάρχει μια μακρά παράδοση αγροτικών κομμάτων που προσδιορίζονταν ως «Κόμματα του Κέντρου» και τα οποία πλέον τείνουν προς περισσότερο φιλελεύθερες απόψεις. Ως κεντρώα κόμματα εμφανίζονταν επίσης κόμματα της φιλελεύθερης οικογένειας οποτεδήποτε πιέζονταν από την πόλωση σοσιαλιστών και συντηρητικών/χριστιανοδημοκρατών. Ακόμα και ο εμβληματικός φιλελεύθερος πολιτικός ηγέτης του Καναδά Πιερ Τριντό (Pierre Trudeau) θεωρούσε ότι απευθύνεται στο «ριζοσπαστικό κέντρο». Από αυτήν τη σκοπιά, ίσως, ο μακρονισμός να δύναται να προσδιοριστεί ως ένα αυθεντικό κεντρώο κόμμα στον βαθμό που συνιστά αποτέλεσμα της υποχώρησης των μέινστριμ κομμάτων της Αριστεράς και της Δεξιάς στη Γαλλία.

Στα καθ’ ημάς, το «κέντρο» αποκτά μια ξεκάθαρη έκφραση στη μετεμφυλιακή περίοδο διαμέσου της ΕΠΕΚ (Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου) τη δεκαετία του 1950 και της Ένωσης Κέντρου τη δεκαετία του 1960. Το Κέντρο εμφανίζεται ως τρίτος δρόμος μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς αν και η ριζοσπαστικοποίηση του χώρου λόγω του αιτήματος του εκδημοκρατισμού τον φέρνει βαθμιαία εγγύτερα προς την Αριστερά. Στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία ο χώρος εκπνέει μετά τις εκλογές του 1977 και την εκλογική υποχώρηση της ΕΔΗΚ (Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου) και αναβιώνει ως στρατηγική της «κεντροαριστεράς» από το σημιτικό ΠΑΣΟΚ, ως στρατηγική του «μεσαίου χώρου» από την καραμανλική ΝΔ και ως ξεκάθαρη ιδεολογική ανατοποθέτηση του ΠΑΣΟΚ από τον Ευ. Βενιζέλο την περίοδο 2012-2015. Η στροφή προς το κέντρο αποτελούσε βασικό στοιχείο της στρατηγικής Τσίπρα μετά το 2019 και σίγουρα η διαλεκτική κεντρόφυγων και κεντρομόλων κινήσεων εξηγεί και πλευρές της επιτυχίας της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σε όλη αυτήν την πορεία του όρου στην πολιτικοϊστορική τροχιά της χώρας, βέβαια, είναι δύσκολο το κέντρο να συνδεθεί με ένα συγκεκριμένο πολιτικοϊδεολογικό περιεχόμενο και να ξεφύγει από τη στρατηγική σκοπιμότητα μιας κεντρομόλου στρατηγικής, η οποία συνήθως σήμαινε την άμβλυνση του δεξιού ή του αριστερού ιδεολογικού και προγραμματικού χαρακτήρα ενός κόμματος.

Με όρους πολιτικού χώρου[2], η καταλυτική αναφορά σε σχέση με το κέντρο προέρχεται από τον Μορίς Ντιβερζέ, ο οποίος με απόλυτο τρόπο αποφαίνεται ότι δεν υπάρχει πολιτικό κέντρο· αντίθετα, ό,τι μπορεί να προσδιοριστεί ως κέντρο συνιστά το σημείο στο οποίο τείνουν οι μετριοπαθείς εκδοχές της Αριστεράς και της Δεξιάς[3]. Άρα δεν μπορεί να υπάρξει αμιγώς κεντρώος ψηφοφόρος ή κεντρώο κόμμα παρά μόνο ως αριστερόστροφο ή δεξιόστροφο. Για τον Τζοβάνι Σαρτόρι, αντίθετα, το κέντρο υπάρχει στο κομματικό συνεχές ως το σημείο στο οποίο συγκλίνουν οι συστημικές κομματικές δυνάμεις. Για τον Σαρτόρι η ύπαρξη ενός αυτοδύναμου κεντρώου κόμματος ή πολιτικού χώρου δεν είναι μια επιθυμητή εξέλιξη, καθώς με το κομματικό σύστημα του πολωμένου πλουραλισμού η ύπαρξη του κέντρου σημαίνει την ενίσχυση αντισυστημικών τάσεων προς τους δύο πόλους του κομματικού ανταγωνισμού. Η τάση αυτή οδηγεί εν γένει στην επικράτηση της αντισυστημικότητας έναντι της συστημικής σταθερότητας[4]. Κοντά στη λογική του Σαρτόρι κινείται και η αντίληψη περί «αξονικού κόμματος» (pivot party)[5], το οποίο τοποθετείται στο κέντρο του κομματικού ανταγωνισμού όχι κατ’ ανάγκη ως κεντρώο κόμμα, αλλά ως ένα κόμμα που είναι κρίσιμο για τη συγκρότηση μιας μονοκομματικής κυβέρνησης ή ενός κυβερνητικού συνασπισμού. Σε αυτήν την περίπτωση, βέβαια, το αξονικό (κεντρώο) κόμμα είναι παράγοντας σταθερότητας του συστήματος.

Για τον Άντονι Ντάουνς[6], τα κόμματα και οι υποψήφιοι, ως καταρχήν ορθολογικοί δρώντες, τείνουν προς την ικανοποίηση των προτιμήσεων των διάμεσων ψηφοφόρων (median voters) οι οποίοι καταλαμβάνουν τον μεσαίο χώρο του εκλογικού σώματος. Η εκλογική επιτυχία στη συνάφεια αυτή συνδέεται με κεντρομόλες παρά κεντρόφυγες κομματικές στρατηγικές, τις οποίες εκπληρώνουν κατά βάση τα λεγόμενα πολυσυλλεκτικά κόμματα. Όλα αυτά, βέβαια, εδράζονται σε μια συνθήκη (δεκαετίες 1950-1970)  κατά την οποία υπάρχει μια σχετική σταθερότητα στα κοινωνικοπολιτικά συστήματα και άρα ο πολυσυλλεκτισμός που απευθυνόταν στη διαρκώς διευρυνόμενη μεσαία τάξη ήταν και ένας κοινωνικοπολιτικός όρος για την αναπαραγωγή της μεταπολεμικής δημοκρατίας[7]. Στη φάση της καρτελοποίησης[8], όπου πια ο κομματικός ανταγωνισμός οριοθετείται από τις ανάγκες που επιβάλλει η στρατηγική του κράτους, το κέντρο είναι μια μεταβαλλόμενη συνθήκη, καθώς ορίζεται ως πολιτικό μέινστριμ εντός του καρτέλ των κρατικοποιημένων κομμάτων. Το κέντρο αυτό, τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά, είναι επί της ουσίας ένας κοινωνικοπολιτικός όρος διατήρησης της σταθερότητας του καθεστώτος που στηρίζει το καρτέλ, ενός καθεστώτος που συνήθως ορίζουμε ως μεταδημοκρατικό[9].

Στη συνάφεια αυτή φαίνεται πως η προβληματική του κέντρου, παρότι συνδέεται καταρχάς με μία κάποιου είδους αποδοχή της αναγκαιότητας διχοτομίας Αριστεράς-Δεξιάς, καταλήγει να εκφράζει ένα αίτημα υπέρβασής της σε μια λογική τέλους των ιδεολογιών. Το κέντρο παρουσιάζεται ως ένας όρος σύστοιχος προς έννοιες όπως «υπευθυνότητα» ή «τεχνοκρατισμός», ως ένας χώρος αξιακής ουδετερότητας ή έστω ηθικής της ευθύνης, ο οποίος εκφεύγει από τις οριοθετήσεις των πρότερων αντιθέσεων. Ως έννοια, επομένως, δεν αντιστοιχεί σε ένα διακριτό πολιτικό περιεχόμενο, αλλά εμπεδώνεται στη συλλογική συνείδηση ως πολιτικό ύφος και ως μέθοδος άσκησης πολιτικής. Το κέντρο συσχετίζεται με τον μεταρρυθμισμό της τεχνοκρατικής διαχείρισης, τη συναίνεση, τη μετριοπάθεια και τον συμβιβασμό, και φυσικά τον αντιλαϊκισμό, ο οποίος δίνει υπόσταση στο κεντρώο αίτημα[10]. Με κάποιο τρόπο, στις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων επιβεβαιώνεται η αυτοεκπληρούμενη προφητεία του Σαρτόρι: όσο ενισχύεται το συστημικό κέντρο ως ένας σχετικά αυτόνομος χώρος που οριοθετείται από την υποτιθέμενη πολιτική των άκρων τόσο διογκώνονται οι πόλοι των αντισυστημικών αντιπολιτεύσεων. Το συστημικό κέντρο, όμως, δεν ωθείται στο περιθώριο, αλλά αντίθετα καλλιεργεί τη διαλεκτική συστημικού-αντισυστημικού για να μπορέσει να διασφαλίσει έναν χώρο μιας έστω βραχυπρόθεσμης επιβίωσης του συστημικού καρτέλ των κομμάτων, προσπαθώντας διαρκώς να κανονικοποιήσει τον αντισυστημισμό. Ως αποτέλεσμα, το κέντρο καθίσταται ένας χώρος άρνησης της πολιτικής ή καλύτερα ένας χώρος που ο μονόδρομος της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης επιβάλλεται ως ένας αδιαπραγμάτευτος κοινός τόπος που οδηγεί στο τέλος της πολιτικής.

ΙΙ. Το κέντρο στο ελληνικό κομματικό σύστημα μετά τις εκλογές του 2023

Η πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης της εταιρείας Prorata αποτελεί μια χρήσιμη αποτύπωση της μετεκλογικής συνθήκης στη χώρα μας, κυρίως γιατί αποτυπώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ορίζουσες του πολιτικοϊδεολογικού περιβάλλοντος σε συνθήκες ενός συστήματος κυρίαρχου κόμματος[11]. Μεθοδολογικά η έρευνα θέτει τέσσερις προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό του «κέντρου»: όσοι και όσες αυτοτοποθετούνται στο κέντρο του πολιτικού συνεχούς «Αριστερά-Δεξιά»· θεωρούν ως σημαντική παράμετρο να επιδιώκονται συναινέσεις στην πολιτική· αποστρέφονται τις έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις· και διατυπώνουν την άποψη ότι για να γίνουν καλύτερες οι κοινωνίες δεν απαιτούνται επαναστάσεις αλλά μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας μεταρρυθμίσεις. Η κεντρώα τοποθέτηση με αυτόν τον τρόπο ορίζεται ως μετριοπαθής ή συναινετική διάθεση προς την πολιτική και ως μεταρρυθμισμός πέραν της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά. Στο σύνολο του δείγματος το κέντρο, οριζόμενο έτσι, αντιστοιχεί στο 21%.

Το κέντρο κινείται σε μια λογική χαλαρής κομματικής ταύτισης (34% των κεντρώων αισθάνονται ότι έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με κάποιο κόμμα έναντι 55% στο σύνολο), θεωρεί τον λαϊκισμό κυρίως ως σύνολο υποσχέσεων που δεν μπορούν να εφαρμοστούν (71% έναντι 49% στον γενικό πληθυσμό) και τον εντοπίζει στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος (65% έναντι 37%), τάσσεται σαφώς υπέρ της Ουκρανίας και του Ισραήλ στις αντίστοιχες πολεμικές αναμετρήσεις, ακολουθεί σε πολλά ταυτοτικά ζητήματα πιο φιλελεύθερες θέσεις σε σχέση με τη βάση των ψηφοφόρων της ΝΔ, είναι αρκετά πιο δεξιόστροφο σε ζητήματα ασφάλειας και μετανάστευσης, είναι ελαφρώς πιο εκκοσμικευμένο από τον γενικό μέσο όρο, τηρεί μια ξεκάθαρη φιλοευρωπαϊκή στάση και έχει μια σαφώς συντηρητική θέση για το ζήτημα των ανισοτήτων. Έχει μια εμφανή αρνητική προδιάθεση απέναντι στην εφαρμοσιμότητα των ιδεών της Αριστεράς και είναι δύσπιστο για τον ρόλο του κράτους, καθώς εμφανίζεται ως βασικός υπερασπιστής των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην υλοποίηση πολιτικών. Οι μισοί κεντρώοι ψηφοφόροι αντιλαμβάνονται τη ΝΔ πρωταρχικά ως κεντροδεξιό κόμμα, το 44% αυτών τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κυρίως ως αριστερό κόμμα και το 56% το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως πρωτίστως κεντροαριστερό. Κατ’ αντιστοιχία, ως κόμμα του κέντρου θεωρεί τη ΝΔ το 19% των κεντρώων ψηφοφόρων, τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ το 10% και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ το 31%.  Από το 21% των κεντρώων του δείγματος της έρευνας σχεδόν έξι στους δέκα ψήφισαν ΝΔ στις εκλογές του Ιουνίου 2023. Ένας στους δέκα κινήθηκε προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, 0,7 στους δέκα προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ενώ προς αποχή/άκυρο/λευκό 1,4 στους δέκα.

Στο πλαίσιο αυτό, σε ό,τι αφορά τον κομματικό ανταγωνισμό στην Ελλάδα, από την έρευνα προκύπτουν τα ακόλουθα πορίσματα:

1) Είναι σαφές το αποτύπωμα της μετεκλογικής συνθήκης στον βαθμό που το «κέντρο» τείνει σε πολύ μεγάλο βαθμό να εκδηλώνεται ως μια μέινστριμ κεντροδεξιά θέση. Σε αρκετά από τα ερωτήματα φαίνεται πως οι στάσεις των ψηφοφόρων του «κέντρου» έρχονται εγγύτερα προς τις στάσεις της βάσης των ψηφοφόρων της ΝΔ και δευτερευόντως του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Για παράδειγμα, στα ζητήματα του λαϊκισμού, των πολεμικών συγκρούσεων και του οικονομικού φιλελευθερισμού σχεδόν ταυτίζονται, στα ζητήματα πολιτισμικού φιλελευθερισμού το κέντρο εμφανίζεται ελαφρώς πιο φιλελεύθερο, ενώ σε ζητήματα δημόσιας τάξης και ασφάλειας, όπως και μετανάστευσης, πολύ πιο κοντά στη συντηρητική τοποθέτηση των ψηφοφόρων της ΝΔ. Εδώ μάλλον επαληθεύεται η θέση του Ντιβερζέ, καθώς φαίνεται να έχει πολιτικοποιηθεί επιτυχώς ο εν λόγω χώρος από τη ΝΔ, η οποία λαμβάνει και τη μερίδα του λέοντος αυτής της υποστήριξης. Πρόκειται για ένα σημείο συνάντησης Αριστεράς και Δεξιάς, όπου αποτυπώνεται όμως η τρέχουσα κυριαρχία της Δεξιάς.

2) Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη πλευρά, λογίζεται από αρκετούς ως κόμμα του κέντρου και φαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι κατανομές που παρουσιάζουν οι απαντήσεις των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επικοινωνούν λιγότερο με τις κατανομές των ψηφοφόρων του κέντρου και περισσότερο με τις κατανομές του γενικού πληθυσμού, έχοντας έναν ελαφρύ αριστερό προσανατολισμό. Αυτό τοποθετεί το ΠΑΣΟΚ στο κέντρο του κομματικού ανταγωνισμού, το οποίο είναι και συμβατό με τη στρατηγική «διμέτωπου» που ακολουθεί με συνέπεια εδώ και αρκετά χρόνια[12]. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τοποθετείται πιο ξεκάθαρα στον αριστερό πόλο του πολιτικού φάσματος, παρόλο που οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους του προτιμούν τον προσδιορισμό του «κεντροαριστερού» παρά του «αριστερού». Εδώ προκύπτει ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο. Συνδυαστικά ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ οριοθετούν την κοινωνική αναφορά ενός κεντροαριστερού κόμματος που εκτείνεται από την αριστερά ως το κέντρο και άρα λειτουργεί ως έναν βαθμό ως αντιστάθμισμα στην κυριαρχία της ΝΔ. Ωστόσο, αυτό το κόμμα δεν υπάρχει προς το παρόν. Και η ύπαρξη περισσότερων του ενός κομμάτων σε αυτόν τον χώρο κατακερματίζει την εκπροσώπηση δίνοντας στη ΝΔ τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως ένας συμπαγής πόλος που μπορεί να διασφαλίζει την κυβερνησιμότητα της χώρας. Αυτό είναι κάτι που αποτιμάται ως βασικό πλεονέκτημα της ΝΔ από τους ψηφοφόρους που κινούνται στον χώρο του κέντρου.

3) Στη συνάφεια αυτή οι στρατηγικές των κομμάτων σε σχέση με το κέντρο είναι ξεκάθαρες. Καταρχάς, με την κίνησή της προς το κέντρο η ΝΔ εδραιώνεται ως τυπικό κεντροδεξιό κόμμα[13], επιτρέποντας σε μια πολυπρόσωπη πολιτισμική/ταυτοτική Δεξιά να διατηρεί κάποιους θύλακες επιρροής. Στο πλαίσιο αυτό συγκροτεί ένα μεγάλο αφήγημα για την ελληνική κοινωνία, δεδομένης και της απουσίας του πόλου που θα εκφράσει το εναλλακτικό μεγάλο αφήγημα. Η συγκεκριμένη στρατηγική της ΝΔ θυμίζει την κίνηση του ΠΑΣΟΚ από τα αριστερά προς το κέντρο του κομματικού ανταγωνισμού κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980[14]. Η στρατηγική της κίνησης προς και εν τέλει ελέγχου του χώρου κέντρου ενισχύεται από τον κατακερματισμό στον χώρο της αντιπολίτευσης, στον βαθμό που τα περισσότερα κόμματα έχουν ως στόχο να διασφαλίσουν την οριακή υπέρβαση του εκλογικού κατωφλιού του 3% και άρα στοχεύουν στη συσπείρωση επιμέρους τμημάτων του κοινωνικού ακροατηρίου με πιο εξειδικευμένες απευθύνσεις. Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, το οποίο διεκδικεί τη δεύτερη θέση στις προσεχείς ευρωεκλογές, επιλέγει στην πραγματικότητα να διεκδικήσει την πρωτιά ανάμεσα σε κόμματα ελάσσονος εκλογικής επιρροής προσδοκώντας πιθανόν την ολοκλήρωση της αποδιάρθρωσης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ως δύναμης που εκπροσωπούσε προνομιακά τον κεντροαριστερό χώρο ως το 2023. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, όπως φαίνεται και από την έρευνα, φαίνεται πως πλησιάζει τα απώτατα όρια της εκλογικής του επιρροής. Κάτι που σημαίνει ότι η κεντρώα τροχιά στην οποία έχει τροχιοδρομηθεί το κόμμα τείνει να εξελιχθεί σε μια πορεία αδιεξόδου, εάν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν επιλέξει στρατόπεδο και άρα δεν αρχίσει να αποκτά σαφέστερα αριστερόστροφα ή δεξιόστροφα χαρακτηριστικά.

4) Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι επί της ουσίας το μόνο αντιπολιτευτικό κόμμα που προσπαθεί, έστω τύποις, να διατηρήσει μια κάποιου είδους κυβερνητική έγκληση προς την κοινωνία, απότοκη αναμφίβολα της πρόσφατης κυβερνητικής του εμπλοκής. Ωστόσο, λόγω της πρόσφατης διάσπασής του αλλά και της εσωτερικής αστάθειας που εμφανίζει και η οποία συμπυκνώνεται ως διαρκής αμφισβήτηση της ηγεσίας του, βιώνει μια εδραία απαξίωση, υπό τη μορφή χαμηλής εμπιστοσύνης, από το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης. Συνεπώς, δεν έχει προς το παρόν τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως ο κύριος αντικυβερνητικός πόλος και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να εμφανιστεί ως εναλλακτική λύση κυβερνησιμότητας. Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει τα επίχειρα της εκλογικής του κατάρρευσης το 2023 και της μετέπειτα αδυναμίας του να οργανώσει μια βιώσιμη μετάβαση στην μετά Τσίπρα εποχή. Ωστόσο, σε σχέση με το λεγόμενο κέντρο η αδυναμία του εντοπίζεται στην προηγούμενη περίοδο, οπότε το στρατηγικό κενό του κόμματος μετά το 2019 επιχειρήθηκε να καλυφθεί από μία ασαφή, κενή περιεχομένου και κοινωνικής γείωσης στρατηγική «στροφής προς το κέντρο». Ουδέποτε, στον λόγο και τη στρατηγική του κόμματος, η αναφορά στο κέντρο δεν ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή συνθηματολογία και ουδέποτε κατανοήθηκε από την ηγεσία και την κομματική ελίτ σε τι συνίστατο πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά αυτός ο χώρος του κέντρου και άρα σε ποια κατεύθυνση έπρεπε να πολιτικοποιηθεί διαμέσου των κομματικών παρεμβάσεων. Βασικά εμπόδια για τη διαμόρφωση μιας πειστικής στρατηγικής ήταν, αφενός, η επιμένουσα αντιΣΥΡΙΖΑ προκατάληψη, η οποία καθιστούσε τον ΣΥΡΙΖΑ υπαρξιακό αντίπαλο πολλών δυνάμεων εκ δεξιών και εξ αριστερών που δεν επιθυμούσαν καμία σύγκλιση μαζί του, και, αφετέρου, η προγραμματική αμφιθυμία μεταξύ του αξιακά επιθυμητού και του πρακτικά εφαρμόσιμου, με το δεύτερο στοιχείο να επικρατεί στον λόγο του κόμματος και να πλαισιώνεται με μια σχεδόν κενή περιεχομένου πολιτική μετριοπάθεια.

ΙΙΙ. Ορισμένα συμπεράσματα για την προοπτική του κομματικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα

Καταρχάς, φαίνεται στην ελληνική περίπτωση ότι οι στάσεις των ψηφοφόρων που εντοπίζονται στο κέντρο πολιτικοποιούνται διαμέσου του πολιτικού προγράμματος του κυρίαρχου κόμματος. Το εάν η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη αναδειχθεί σε ηγεμονικό κόμμα στη λογική του ΠΑΣΟΚ του 1981-2010 ή εάν εξελιχθεί σε αξονικό κόμμα στο ελληνικό κομματικό σύστημα, θα είναι κάτι που θα κριθεί από τυχόν διεργασίες υπέρβασης του κατακερματισμού κυρίως της (κεντρο)αριστερής αντιπολίτευσης. Άλλωστε, όρος για την αναπαραγωγή ενός συστήματος κυρίαρχου κόμματος είναι ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης και σε αυτόν αποβλέπει προφανώς και το κυβερνών κόμμα. Στη συνάφεια αυτή, ο έλεγχος του κέντρου από τη ΝΔ και κυρίως η πολιτικοποίηση του κέντρου ως μιας μέινστριμ κεντροδεξιάς αποτελούν προϋποθέσεις για την κυριαρχία της. Βέβαια, ο χώρος του κέντρου, που έλκεται προς το παρόν από δεξιές ιδέες, είναι ένας χώρος ο οποίος αποστρέφεται την πολιτική αντιπαράθεση, κυρίως γιατί υποβιβάζει τα πολιτικά ζητήματα σε διαχειριστικά επίδικα. Υπό μία έννοια, η περίφημη «μεταπολιτική» – με όλες τις προβληματικές εννοιολογήσεις που έχουν δοθεί σε αυτόν τον όρο – ενδημεί σε αυτόν τον χώρο κυρίως γιατί αντιμετωπίζει τα ζητήματα με μια φαινομενικά απολιτική κοινή λογική που στην ουσία είναι υπερπολιτικοποιημένη υπέρ ενός συγκεκριμένου κόμματος.

Ως εκ τούτου, η σημασία του κέντρου ως μεθόδου άσκησης και κατανόησης της πολιτικής έγκειται στο ότι απευθύνεται σε στρώματα, μεσοστρωματικής κοινωνικής συγκρότησης και υψηλού μορφωτικού επιπέδου και εισοδήματος, τα οποία λειτουργούν ως στηρίγματα μιας ευρύτερης συναίνεσης προς την κυβερνητική πολιτική, καθώς θεωρείται ότι εκφράζουν τον μέσο όρο της ελληνικής κοινωνίας. Αποτελούν επί της ουσίας μια πολιτική βιτρίνα που διασφαλίζει μια έξωθεν καλή μαρτυρία σε μια κυβέρνηση που ειδικά σε ζητήματα λειτουργίας του κράτους δικαίου έχει παρουσιάσει ένα ιδιαίτερα προβληματικό ιστορικό. Για να το πούμε αλλιώς, αυτός ο χώρος του κέντρου δεν αποτελεί τον κοινωνικό εγγυητή της δημοκρατικής λειτουργίας, αλλά κυρίως της κυβερνητικής σταθερότητας.

Υπ’ αυτήν την έννοια, το να μιλά κάποιος για κέντρο σε μια εποχή ρευστότητας, ισούται επί της ουσίας με το να μιλά για έναν χώρο που αφορά τη νομιμοποίηση της καθεστωτικής πολιτικής. Και αυτό αποκτά μεγαλύτερη σημασία σε μια περίοδο πληθωριστικής ανάκαμψης που ακολουθεί μια οξεία και ιδιαίτερα τραυματική σε πολλά επίπεδα κρίση. Η συλλογική προσδοκία της κανονικότητας, της ηρεμίας ή της σταθερότητας φαντάζει πιο ελκυστική από την αναταραχή, τις αντιθέσεις ή τις εξάρσεις της συγκρουσιακότητας που ορίζεται ως μη κανονικότητα. Έτσι, ο χώρος του κέντρου δεν είναι κατ’ ανάγκη περισσότερο δημοκρατικός ή φιλελεύθερος σε σχέση με το σύνολο της κοινής γνώμης. Είναι κατά κύριο λόγο ένας χώρος συστημικής προσκόλλησης που σκοπεί στην επίτευξη της σταθερότητας ή καλύτερα της ισχυρής προβλεψιμότητας της κυβερνητικής λειτουργίας. Και η σταθερότητα μπορεί ενδεχομένως να είναι απόρροια συναινέσεων ή συμβιβασμών ανάμεσα σε πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις στη δημοκρατική της εκδοχή, ωστόσο αυτές οι συναινέσεις και αυτοί οι συμβιβασμοί ενδέχεται να αποτελούν και αναπόφευκτες συνέπειες αυταρχικών επιβολών. Πρόκειται για ένα μέινστριμ – με την κυριολεκτική σημασία ενός δεσπόζοντος ρεύματος – που επιβάλλεται στην κοινωνία σαν ένα δέον που υπερβαίνει και ενίοτε υποσκάπτει κανονιστικές/συνταγματικές θεμελιώσεις ή κοινωνικές διεκδικήσεις.

Κατά συνέπεια, η λεγόμενη «μάχη του κέντρου», τουλάχιστον από μια σκοπιά υπεράσπισης της δημοκρατίας και προώθησης ενός σχεδίου κοινωνικού μετασχηματισμού, έχει νόημα εφόσον ένας δυνητικός πολιτικός φορέας διαθέτει μια σαφή πολιτικοϊδεολογική αφετηρία και άρα με βάση αυτήν την αφετηρία επιχειρεί να επαναπολιτικοποιήσει το κέντρο σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Όχι τόσο για να καταλάβει το κέντρο, αλλά κυρίως για να περιορίσει τον χώρο του πολιτικού μέινστριμ που λειτουργεί ως κοινωνικοπολιτικό θεμέλιο των σύγχρονων μεταδημοκρατικών διευθετήσεων. Και για να αποτρέψει την επίφοβη και απόλυτα υπαρκτή μετατόπιση της κοινωνίας προς το δεξιό άκρο του κομματικού συστήματος. Το μέινστριμ του κέντρου, απηχώντας και την αντίληψη του Σαρτόρι, νομιμοποιεί τη διόγκωση του ακροδεξιού πόλου και, μάλιστα, όσο ο τελευταίος ενισχύεται τόσο έλκει και το κέντρο προς τα δεξιά. Ο κίνδυνος δεν είναι η συντηρητική μετατόπιση της κοινωνίας, αλλά η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς λογικής ως κοινής λογικής που θα αποστρέφεται με τη σειρά της πολιτικούς ανταγωνισμούς και θα επιδιώκει συναινέσεις και συμβιβασμούς. Υπέρ ενός αυταρχικού μονόδρομου, προφανώς.

[Το κείμενο βασίζεται στην εισήγηση του γράφοντος στην εκδήλωση με τίτλο το «Αίνιγμα του Κέντρου» που διοργανώθηκε από την εταιρεία ερευνών Prorata στις 15 Ιανουαρίου 2024.]

 

[1] Η έρευνα με τίτλο «Το Αίνιγμα του Κέντρου» μπορεί να αναζητηθεί εδώ και διενεργήθηκε το διάστημα Δεκέμβριος 2023-Ιανουάριος 2024.

[2] Για μια περιεκτική σύνοψη της οικείας συζήτησης στην πολιτική επιστήμη, βλ. Daalder H., «In Search of the Center of European Party Systems», American Political Science Review 78:1/1984, σ. 92-109.

[3] «…Παρ’ όλα αυτά, το δικομματικό σύστημα φαίνεται πως ανταποκρίνεται στη φύση των πραγμάτων, το οποίο σημαίνει ότι η πολιτική επιλογή λαμβάνει συνήθως τη μορφή μιας επιλογής μεταξύ δύο εναλλακτικών λύσεων. Η δυαδικότητα των κομμάτων δεν υπάρχει πάντα, αλλά σχεδόν πάντα υπάρχει η δυαδικότητα των τάσεων. Κάθε πολιτική συνεπάγεται μια επιλογή μεταξύ δύο ειδών λύσεων: οι λεγόμενες συμβιβαστικές λύσεις αναγκαστικά θα κλίνουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Αυτό ισοδυναμεί με το να λέμε ότι το κέντρο δεν υπάρχει στην πολιτική: μπορεί να υπάρχει ένα κόμμα του κέντρου, αλλά δεν υπάρχει καμία τάση του κέντρου, κανένα δόγμα του κέντρου. Ο όρος «κέντρο» εφαρμόζεται στο γεωμετρικό σημείο στο οποίο συναντώνται οι μετριοπαθείς των αντίθετων τάσεων: οι μετριοπαθείς της Δεξιάς και οι μετριοπαθείς της Αριστεράς. Κάθε κέντρο διαιρείται εναντίον του εαυτού του και παραμένει χωρισμένο σε δύο μισά, το Κεντροαριστερό και το Κεντροδεξιό. Διότι το κέντρο δεν είναι τίποτα περισσότερο από την τεχνητή ομαδοποίηση της δεξιάς πτέρυγας της Αριστεράς και της αριστερής πτέρυγας της Δεξιάς. Η μοίρα του κέντρου είναι να διαλυθεί, να πληγεί και να εκμηδενιστεί: να διαλυθεί όταν το ένα από τα μισά του ψηφίζει Δεξιά και το άλλο Αριστερά, να πληγεί όταν ψηφίζει ως ομάδα πρώτα Δεξιά και μετά Αριστερά, να εκμηδενιστεί όταν απέχει από την ψηφοφορία…». Βλ. Duverger Μ., Political Parties, Methuen, Λονδίνο, 1959, σ. 215.

[4] Sartori G., Parties and Party Systems: A Fremwork for Analysis, ECPR Press, Κόλτσεστερ 2005 (1976), σ. 116. Κοντά στην αντίληψη του Σαρτόρι κινείται και o Χαζάν, ο οποίος θεωρεί τα κεντρώα κόμματα όχι ως παράγοντες μετριοπάθειας αλλά ως πρόξενους πόλωσης στον κομματικό ανταγωνισμό. Βλ. Hazan R.Y., Centre Parties: Polarization and Competition in European Parliamentary Democracies, Continuum, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 1997.

[5] Keman H., «The search for the centre: Pivot parties in West European party systems», West European Politics, 17:4/1994, σ. 124-148, DOI: 10.1080/01402389408425046 .

[6] Downs A., Οικονομική θεωρία της δημοκρατίας, Παπαζήσης, Αθήνα, 1997 (1957).

[7] Για τον πολυσυλλεκτισμό, βλ. Kirchheimer O., «Ο μετασχηματισμός των κομματικών συστημάτων στη Δυτική Ευρώπη», Λεβιάθαν 11/1991 (1966), σ. 77-104.

[8] Katz R.S. & Mair P., «Changing models of party organization and party democracy: The emergence of the cartel party», Party Politics 1:1/1995, σ. 5-28.

[9] Crouch C., Μεταδημοκρατία, Εκκρεμές, Αθήνα, 2006.

[10] O Μάριους Οστρόφσκι αναφέρει ορισμένες έννοιες που βρίσκονται στον πυρήνα μιας κεντρώας ιδεολογίας: «μετριοπαθής», «συμβατικός», «καθεστωτικός», «γνώριμος», «μέινστριμ», «ουδέτερος», «νουνεχής», «λογικός», «συμβιβαστικός», «μη επαναστατικός», «υπολογισμένος». Βλ. Ostrowski M.S., «The ideological morphology of left–centre–right», Journal of Political Ideologies 28:1/2023, σ. 9.

[11] Bogaards M. & Boucek F. (επιμ.), Dominant Political Parties and Democracy: Concepts, measures, cases, and comparisons, Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 2010· Carty R.K., The Government Party: Political Dominance in Democracy, Oxford University Press, Οξφόρδη και Νέα Υόρκη, 2022.

[12] Ελευθερίου Κ. & Τάσσης Χ.Δ., «Από την ‘πασοκοποίηση’ στην ‘απο-πασοκοποίηση’; Η (τριπλή) ρήξη του ΠΑΣΟΚ με την πολιτική του παράδοση (2012-2020)», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 158/2022,  σ. 97-133.

[13] Χρυσόγελος Α., «Τι (δεν) είναι η Νέα Δημοκρατία: Θεωρητικές προσεγγίσεις στην έννοια του συντηρητικού/κεντροδεξιού κόμματος» στο Χρυσόγελος Α., Σταματελόπουλος Λ. & Λάμπρου Ι.Σ. (επιμ.), Ο συντηρητισμός στην Ελλάδα, Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2023.

[14] Μοσχονάς Γ., «Η διαιρετική τομή Δεξιάς-Αντιδεξιάς στη Μεταπολίτευση (1974-1990). Το περιεχόμενο της τομής και όψεις της στρατηγικής των κομμάτων του ‘αντιδεξιού υποσυστήματος’», στο Δεμερτζής Ν. (επιμ.), Η ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Οδυσσέας, Αθήνα, 1994.

image_pdf
+ posts

Ο Κώστας Π. Ελευθερίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983 και είναι Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής και Ιστορικής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Έχει διδάξει στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Συνεργάζεται με το Ιστορικό Αρχείο Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ και είναι συντονιστής του κύκλου πολιτικής ανάλυσης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ. Είναι συγγραφέας μεταξύ άλλων των ακόλουθων βιβλίων: «ΠΑΣΟΚ: άνοδος και πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος» (2013, με Χρ. Τάσση), «Το Πολιτικό Κόμμα» (2021) και «Η ιστορία του Εμπορικού και Εισαγωγικού Συλλόγου Πατρών» (2022, με Β. Αγγελή και Μ. Μανιούδη). Έχει συνεπιμεληθεί τον συλλογικό τόμο «Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη» (2023). Έχει δημοσιεύσει κεφάλαια και άρθρα στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα ισπανικά για τη θεωρία των κομμάτων, την ελληνική πολιτική και τις εργοδοτικές οργανώσεις στην Ελλάδα.

Μετάβαση στο περιεχόμενο