Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1. Η πρόσφατη ενωσιακή νομολογία, που βρίσκεται στο επίκεντρο της παρούσας μελέτης, αποτελεί κρίσιμο μέρος του ευρύτερου ζητήματος της ιδιωτικής επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού, ένα θέμα που συγκεντρώνει όλο και περισσότερο τη συστηματική προσοχή του νομικού κόσμου και της αγοράς, συνακόλουθα δε και των δικαστηρίων, εθνικών[1] και ενωσιακών. Η επίκληση των κανόνων ανταγωνισμού προς θεμελίωση αδικοπρακτικών αξιώσεων αποκατάστασης ζημιών που έχουν προκληθεί εξαιτίας αντιανταγωνιστικών πρακτικών δεν συνιστά ασφαλώς novum, επανήλθε, όμως, δυναμικά στο νομικό προσκήνιο, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2014/104/ΕΕ σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού (εφεξής η «Οδηγία»)[2].

2. Με αφετηρία την παραδοχή ότι η πλήρης αποτελεσματικότητα των άρ. 101 παρ. 1 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) επιβάλλει την αναγνώριση σε κάθε ιδιώτη του δικαιώματος να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας αντιανταγωνιστικών πρακτικών[3], η Οδηγία, που ενσωματώθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με τον Ν. 4529/2018, διαμόρφωσε ένα ενιαίο και συνεκτικό πλαίσιο κανόνων, το οποίο ρυθμίζει ορισμένες – όχι όλες, ενδεχομένως, όμως, τις πλέον κρίσιμες – πτυχές της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραβάτη των κανόνων ανταγωνισμού. Όσα ζητήματα παρέμειναν αρρύθμιστα εξακολουθούν να διέπονται από τα εθνικά δίκαια, υπό το ενοποιητικό και καθοδηγητικό πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού (πρβλ. άρ. 4 της Οδηγίας).

3. Η εν λόγω αρχή επιτάσσει οι εθνικοί κανόνες να μην καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος, το οποίο αναγνωρίζει η έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κάθε θιγόμενο πρόσωπο, να ζητήσει πλήρη αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω αντιανταγωνιστικών πρακτικών. Η επίκληση της αρχής αυτής είναι μεν υπό τα ισχύοντα δεδομένα (μετά δηλαδή τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας) περισσότερο περιορισμένη σε σχέση με το παρελθόν, καθώς τα ζητήματα που χρήζουν της θεραπευτικής παρέμβασής της είναι περιορισμένης κλίμακας και ηπιότερης έντασης, χάρη ακριβώς στις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Εξακολουθεί, πάντως, να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση του αυτόνομου ενωσιακού δικαιικού κλάδου της ιδιωτικής επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού.

4. Στο πλαίσιο αυτό, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αξιοσημείωτη αύξηση του αριθμού των προδικαστικών ερωτημάτων που παραπέμπονται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) από τα εθνικά δικαστήρια, σχετικά με ζητήματα αστικής ευθύνης για αντιανταγωνιστικές πρακτικές. Μέσω των αποφάσεών του, το ΔΕΕ διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση της συνοχής σε αυτόν τον ταχέως εξελισσόμενο τομέα του δικαίου – την επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού μέσω ιδιωτικών αγωγών αποζημίωσης. Συναφώς, οι εμπεριστατωμένες αναλύσεις των Γενικών Εισαγγελέων αποδεικνύονται εξαιρετικά πολύτιμες για την κατανόηση της συλλογιστικής και της ερμηνευτικής πορείας που ακολουθεί το Δικαστήριο. Οι προτάσεις τους υιοθετούνται κατά κανόνα, εν όλω ή εν μέρει, από το ΔΕΕ, λειτουργώντας ως κρίσιμη ερμηνευτική πυξίδα και σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη του σχετικού νομικού πλαισίου.

5. Όπως επισημάνθηκε σε προηγούμενη μελέτη μας[4], στο προσκήνιο της νομολογιακής επεξεργασίας βρίσκονται προς το παρόν οι ακόλουθες ειδικότερες θεματικές: (α) το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής των επιμέρους διατάξεων της Οδηγίας, το οποίο διαφοροποιείται ανάλογα με το εάν πρόκειται για ζήτημα ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου[5], (β) η -ευθεία ή δια της αρχής της αποτελεσματικότητας[6] – επίδραση του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού στη διαμόρφωση των ουσιαστικών προϋποθέσεων (λ.χ. της αιτιώδους συνάφειας[7]) και άλλων παραμέτρων (λ.χ. της παραγραφής[8] ή της δεσμευτικότητας των αποφάσεων των εθνικών αρχών ανταγωνισμού[9]) της αστικής ευθύνης για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού στο προ της Οδηγίας χρονικό διάστημα (όταν, εννοείται, έχει προηγουμένως κριθεί ότι η διαφορά δεν εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας), (γ) η ερμηνεία ορισμένων δικονομικών διατάξεων της Oδηγίας (άρ. 5, 6 και 17 παρ. 1)[10] και (δ) η εξειδίκευση των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας με αφετηρία τη ρύθμιση του άρ. 7 σημ. 2 Κανονισμού για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [εφεξής ΚανΒρυξ I(bis)][11].

6. Στο πεδίο της διαμόρφωσης των ουσιαστικών προϋποθέσεων ευθύνης, ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν εκτενώς το ΔΕΕ ήταν ο καταλογισμός της αστικής ευθύνης για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού και η διάχυσή της εντός του ίδιου ομίλου συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης τόσο της μεταφοράς ευθύνης από τη μητρική στη θυγατρική[12] όσο και, αντίστροφα, από τη θυγατρική στη μητρική[13]. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε με την εφαρμογή της κατασκευής της ενιαίας οικονομικής οντότητας (single economic unit), η οποία έρχεται σε σύγκρουση[14] με την παραδοσιακή διδασκαλία της νομικής προσωπικότητας μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας[15] (ότι δηλ. για τα χρέη της ευθύνεται μόνον η ίδια με την περιουσία της[16] και ότι ο μέτοχος μόνον κατ’ εξαίρεση δύναται να ευθύνεται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις περί άρσης της νομικής προσωπικότητας[17]).

7. Τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα νομολογιακά δεδομένα υποστηρίζουν μια ευρεία ερμηνεία της εν λόγω κατασκευής στη σφαίρα της ιδιωτικής επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού, επιτρέποντας τη συμπερίληψη ενός ευρέως φάσματος εμπλεκόμενων νομικών οντοτήτων. Η ευρεία αυτή ερμηνεία συνδέεται, όπως φαίνεται, με την αποτελεσματική εφαρμογή των άρ. 101 και 102 ΣΛΕΕ & 1 και 2 Ν. 3959/2011, καθώς οι εν λόγω οντότητες θεωρούνται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον υπεύθυνες για τη ζημία που υπέστη ο ζημιωθείς ως αποτέλεσμα της εκάστοτε αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς.

8. Ωστόσο, οι πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις, με τις οποίες καταπιάνεται η παρούσα μελέτη[18], καταδεικνύουν ότι η νομολογιακή τάση προς διεύρυνση του εννοιολογικού πεδίου της οικονομικής οντότητας – και, συνακόλουθα, προς διευκόλυνση της άσκησης αξιώσεων αποζημίωσης για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού – προσκρούει σε ορισμένους περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί φέρουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά γνωρίσματα: πρώτον, εδράζονται στο ενωσιακό δίκαιο· δεύτερον, είναι εγγενώς δικονομικοί και αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων και στη βελτίωση της διαβίβασης μεταξύ των κρατών – μελών των δικαστικών πράξεων προς επίδοση· τρίτον, και σπουδαιότερο, συντείνουν στη χάραξη λειτουργικών ορίων, υπό την έννοια ότι η επίκληση της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας δεν θα πρέπει να οδηγεί σε υπέρμετρη και δυσανάλογη προστασία των ζημιωθέντων, κατά τρόπο που να αλλοιώνει το νόημα και τον σκοπό των εφαρμοστέων διατάξεων του ενωσιακού δικονομικού ιδιωτικού δικονομικού διεθνούς δικαίου (ιδ.δ.δ.)· τέταρτον, και σε συνέχεια και κατ’εφαρμογή του τρίτου, σε όλες τις εξεταζόμενες περιπτώσεις το ΔΕΕ απάντησε στα τεθέντα ενώπιόν του προδικαστικά ερωτήματα με αποκλειστικό γνώμονα τις αρχές που απορρέουν από τους κανόνες του ενωσιακού δικονομικού ιδ.δ.δ., χωρίς δηλ. να προστρέξει στα διδάγματα της νομολογιακής επεξεργασίας και εφαρμογής της κατασκευής της ενιαίας οικονομικής οντότητας ούτε στην επικαλούμενη από τους ενάγοντες ανάγκη για περιστολή των οικονομικών δαπανών που συνεπάγεται η αυστηρή τήρηση της δικονομικής τάξης. Με αυτή του τη στάση, το Δικαστήριο απέφυγε συνειδητά την αλλοίωση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του δικονομικού συστήματος και χάραξε σαφώς τα όρια της ρυθμιστικής εμβέλειας της έννοιας της “επιχείρησης”, επιμένοντας στη δομική αυτοτέλεια των επιμέρους κλάδων του ενωσιακού δικαίου (κανόνων ανταγωνισμού και κανόνων δικονομικού ιδ.δ.δ.)[19]. Υπό αυτό το πρίσμα, σε δικονομικό επίπεδο, είναι σαφές ότι τα συμφέροντα εναγόντων και εναγομένων πρέπει να θεωρηθούν ισοσθενή[20]. Ταυτόχρονα, τυχόν επιχειρήματα περί διευκόλυνσης της έγερσης αξιώσεων αποζημίωσης και συνακόλουθα εξυπηρέτησης της αρχής της αποτελεσματικότητας μέσα από μια διαδικασία συγκράτησης του οικονομικού κόστους που συνεπάγεται ο διασυνοριακό χαρακτήρας των διαφορών δεν βρήκαν ευήκοα ώτα.

9. Με αφετηρία τις ανωτέρω εισαγωγικές παρατηρήσεις, η παρούσα μελέτη διαρθρώνεται σε δύο διακριτά μέρη. Στο πρώτο μέρος, επιχειρείται μια συστηματική επισκόπηση των δύο βασικών νομολογιακών σταθμών (Skanska και Sumal) που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ισχύοντος πλαισίου αναφορικά με την έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας στο πλαίσιο της ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού. Η προκαταρκτική αυτή ανάλυση κρίνεται αναγκαία, καθώς θέτει το ερμηνευτικό υπόβαθρο για την κατανόηση των προαναφερθεισών πρόσφατών νομολογιακών εξελίξεων. Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στις εξελίξεις αυτές και μέσα από την εξέτασή τους οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η εμβέλεια της κατασκευής της ενιαίας οικονομικής οντότητας δεν επεκτείνεται σε δικονομικής φύσης ζητήματα, όπως η επίδοση των εισαγωγικών της δίκης δικογράφων ή οι βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας. Απεναντίας, η αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών, για τα οποία υφίσταται επί μακρόν αυτόνομο ενωσιακό δίκαιο, υπαγορεύεται από τη ratio legis των αντίστοιχων ενωσιακών Κανονισμών που τα ρυθμίζουν, δηλαδή από τον Κανονισμό 2020/1784 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος διαδέχθηκε τον Κανονισμό 1393/2007, και από τον ΚανΒρυξ I(bis) αντίστοιχα. Με αυτόν τον τρόπο, οι πρόσφατες και καθοριστικές εξελίξεις στη σχετική νομολογία του ΔΕΕ επανακαθορίζουν ως ένα βαθμό τα όρια της κατασκευής της ενιαίας οικονομικής οντότητας στο πεδίο της ιδιωτικής επιβολής του δικαίου του ανταγωνισμού, κυρίως ως προς τη δικονομική της εφαρμογή.

ΙΙ. Η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας ως κριτήριο προσδιορισμού των ενεχόμενων προς αποκατάσταση της ζημίας από αντιανταγωνιστικές πρακτικές προσώπων

A. Στην περίπτωση που οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές έχουν υλοποιηθεί από τη θυγατρική εταιρεία

10. Η εφαρμογή της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας κατά την ιδιωτική επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού τέθηκε το πρώτον ως προβληματισμός ενώπιον του ΔΕΕ στην υπόθεση Skanska, στην οποία το ΔΕΕ κλήθηκε εμμέσως να απαντήσει, εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις, μια μητρική εταιρεία ευθύνεται προς αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από τις αντιανταγωνιστικές πρακτικές θυγατρικής της.

11. Σύμφωνα με το σκεπτικό του ΔΕΕ[21], ο καθορισμός των υπόχρεων προς αποζημίωση προσώπων διέπεται – ως στοιχείο συστατικό και θεμελιώδους σημασίας του δικαιώματος προς αποζημίωση[22] – άμεσα από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και όχι τα εθνικά δίκαια. Και τούτο διότι τα συστατικά στοιχεία της ευθύνης πρέπει να είναι ομοιόμορφα. Αν οι υπόχρεοι προς αποζημίωση διέφεραν ανάλογα με το εφαρμοστέο δίκαιο, τούτο (α) θα προκαλούσε ανομοιογενή εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, (β) θα αντίκειτο στη θεμελιώδη αρχή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού περί δημιουργίας ίσων όρων ανταγωνισμού για όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά και (γ) θα αποτελούσε πρόκληση προς άγρα δικαιοδοσίας (forum shopping)[23]. Συνεπώς, ο προσδιορισμός των παθητικώς ενεχόμενων προσώπων πρέπει να πραγματοποιηθεί με βάση τα άρ. 101 και 102 ΣΛΕΕ, τα οποία αποσυνδέουν τον αποδέκτη των απαγορεύσεων που εισάγουν από την ιδιότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου.

12. Πράγματι, στις διατάξεις αυτές για τον προσδιορισμό του παραβάτη χρησιμοποιείται η έννοια της επιχείρησης[24]. Για το περιεχόμενο της έννοιας αυτής προκρίνεται η προσφυγή σε όσα ισχύουν στο πλαίσιο της δημόσιας επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού. Και τούτο, διότι η έννοια της επιχείρησης δεν μπορεί να έχει στο πλαίσιο της ιδιωτικής επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο που γίνεται παγίως δεκτό στο πλαίσιο της δημόσιας επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού από τις αρχές ανταγωνισμού, αφού οι επιδιωκόμενοι στόχοι είναι ομοιόμορφοι[25]. Αμφότερα τα μέσα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συστήματος εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού επιδιώκοντας την πάταξη αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών. To δικαίωμα αποζημίωσης θεσπίστηκε όχι μόνον για να διασφαλιστεί ότι θα αποκατασταθεί η ζημία που προκλήθηκε από συμπεριφορά αντίθετη προς τον ανταγωνισμό, αλλά επιπλέον για να υπηρετήσει την ανάγκη διασφάλισης της πλήρους αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού[26].

13. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα γίνονται παγίως δεκτά, η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε οντότητα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα (οικονομική μονάδα), ανεξαρτήτως του νομικού της καθεστώτος, του τρόπου χρηματοδότησής της και, τέλος, του εάν αποτελείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα[27]. Επομένως, προσδιορίζει μια οικονομική ενότητα, η οποία συνίσταται σε ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού. Για τον προσδιορισμό, λοιπόν, της έννοιας της επιχείρησης, το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού εστιάζει στο είδος της ασκούμενης δραστηριότητας, καθιερώνοντας ως κριτήριο το ενιαίο ή μη της συμπεριφοράς της επιχείρησης στην αγορά. Ο ανταγωνισμός συνίσταται σε και επηρεάζεται από οικονομικές δραστηριότητες και, επομένως, το δίκαιο που σκοπεί στην προστασία του μπορεί να είναι πλήρως αποτελεσματικό, μόνον εάν οι κανόνες και οι απαγορεύσεις του εφαρμόζονται σε οικονομικές ενότητες (και όχι απλώς στα νομικά πρόσωπα που τις απαρτίζουν). Η τυπική διάκριση μεταξύ των διαφόρων εταιρειών που τις απαρτίζουν δεν μπορεί, από πλευράς εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, να αντιταχθεί σε μια τέτοια ενιαία συμπεριφορά.

14. Σε περίπτωση που μια τέτοια οικονομική μονάδα παραβαίνει τα άρ. 101 παρ. 1 και 102 ΣΛΕΕ, υπέχει ευθύνη για την παράβαση αυτή σύμφωνα με την αρχή της προσωπικής ευθύνης. Τούτο σημαίνει ότι η αρχή αυτή εφαρμόζεται σε επίπεδο επιχείρησης, δηλαδή σε επίπεδο οικονομικής ενότητας, η οποία διέπραξε την παράβαση[28]. Ενώ όμως ο απαγορευτικός κανόνας των άρ. 101 παρ. 1 και 102 ΣΛΕΕ απευθύνεται σε επιχειρήσεις, οι κυρώσεις για την παραβατική συμπεριφορά, μεταξύ αυτών και η αξίωση αποζημίωσης, μπορούν να επιβληθούν μόνο σε νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, από αυτά που συγκροτούν την οικονομική ενότητα (η οποία στερείται νομικής προσωπικότητας)[29].

15. Συνακόλουθα, και σίγουρα σε ένα επιγενέστερο στάδιο, τίθεται το πρακτικής φύσης ερώτημα σε ποιο ή ποια από αυτά θα καταλογιστεί in concreto και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης η υποχρέωση αποζημίωσης[30]. Και τούτο διότι μπορεί μεν η έννοια της επιχείρησης και, μέσω αυτής, η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας να συνεπάγονται αυτοδικαίως, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, ευθύνη των νομικών προσώπων που απαρτίζουν την οικονομική ενότητα κατά τον χρόνο διάπραξης της παράβασης, εντούτοις μια τέτοια επιχείρηση στερείται δική της νομικής προσωπικότητας, αυτοτελούς σε σχέση με τις νομικές οντότητες που την απαρτίζουν. Επομένως, ο ζημιωθείς από την επίμαχη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό πρακτική δεν μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά της επιχείρησης αυτής καθεαυτήν, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να εναγάγει ένα από τα νομικά πρόσωπα που την απαρτίζουν. Τέτοιο πρόσωπο είναι, καταρχήν και προφανώς, εκείνο που τέλεσε την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

16. Προκειμένου, εν συνεχεία, να διαχυθεί η ευθύνη εντός του ομίλου και να καταλογιστεί η υποχρέωση αποζημίωσης και σε άλλο, πέραν του αυτουργού, νομικό πρόσωπο, πρέπει να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο αυτό ανήκει στην ίδια οικονομική οντότητα[31]. Όταν φυσικός αυτουργός της αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς είναι η θυγατρική εταιρεία, τότε η αστική ευθύνη μπορεί να καταλογιστεί και στη μητρική, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι οικονομικοί, οργανωτικοί και νομικοί δεσμοί που συνδέουν τις δύο αυτές νομικές οντότητες έχουν ως επακόλουθο, η μητρική να είναι σε θέση να ασκήσει και πράγματι να ασκεί καθοριστική επιρροή στη θυγατρική της. Αποτέλεσμα της ασκούμενης επιρροής είναι η θυγατρική, παρά τη διακριτή νομική της προσωπικότητα, να μην καθορίζει αυτόνομα, κατά τον χρόνο τέλεσης της παράβασης, τη στρατηγική της και την εν γένει δράση της στην αγορά, αλλά, ουσιαστικά, να ακολουθεί τις κατευθύνσεις και οδηγίες της μητρικής εταιρείας.

17. Η εξέταση του ζητήματος αν η μητρική εταιρεία μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή δεν πρέπει να περιορίζεται σε θέματα υπό στενή έννοια εμπορικής πολιτικής των θυγατρικών (π.χ. στρατηγικής τιμών ή διανομής) ούτε να έχει τεθεί μια ειδική πολιτική παροχής πληροφοριών επί της σχετικής αγοράς προς όφελος της μητρικής. Αντιθέτως, πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με τις οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρείας και, ως εκ τούτου, να ληφθεί υπόψη η οικονομική πραγματικότητα[32]. Εφόσον διαπιστωθεί η συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων, οι εν λόγω οντότητες αποτελούν μέρος της ίδιας οικονομικής ενότητας και, συνεπώς, συνιστούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.

18. Στην ειδικότερη περίπτωση, κατά την οποία μητρική εταιρεία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του μετοχικού (ή εταιρικού) κεφαλαίου της θυγατρικής, γίνονται δεκτά τα εξής. Αφενός, ότι η πρώτη έχει προφανώς τη δυνατότητα άσκησης αποφασιστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς της δεύτερης, με αποτέλεσμα η θυγατρική να μη διαθέτει πραγματική αυτονομία όσον αφορά τη συμπεριφορά της στην αγορά∙ αφετέρου, ότι υφίσταται μαχητό τεκμήριο υπέρ του ότι η μητρική ασκεί πράγματι καθοριστική επιρροή στη θυγατρική της[33]. Σε μια τέτοια περίπτωση, για τη στοιχειοθέτηση της ενιαίας οικονομικής οντότητας, αρκεί ο ζημιωθείς να αποδείξει ότι η μητρική κατέχει, άμεσα ή έμμεσα[34], το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο[35] του μετοχικού (ή εταιρικού) κεφαλαίου[36] της θυγατρικής εταιρείας, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι πληρούται το εν λόγω τεκμήριο. Εν συνεχεία, εναπόκειται στη μητρική εταιρεία να ανατρέψει το τεκμήριο, προσκομίζοντας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τους οργανωτικούς, οικονομικούς και νομικούς δεσμούς αυτής και της θυγατρικής εταιρείας, ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική ενεργούσε (και εξακολουθεί να ενεργεί) αυτοτελώς στην αγορά.

19. Συμπερασματικά, στην περίπτωση της ευθύνης «από τη βάση προς την κορυφή», στην οποία οι θυγατρικές υιοθετούν συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, για τη διαπίστωση της οικονομικής ενότητας και κατ’επέκταση τη στοιχειοθέτηση της από κοινού ευθύνης με τη μητρική εταιρεία, αρκεί η απόδειξη της άσκησης καθοριστικής επιρροής εξουσίας από τη δεύτερη στην πρώτη. Αντιθέτως, δεν απαιτείται, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, να αποδειχθεί ότι η μητρική εταιρεία ασκεί επιρροή επί της πολιτικής της θυγατρικής της στον συγκεκριμένο κλάδο, όπου εντοπίζεται η παράβαση.

20. Όπως θα αναδειχθεί αμέσως παρακάτω, τα κριτήρια βάσει των οποίων διαπιστώνεται η ευθύνη της μητρικής για αντιανταγωνιστικές πρακτικές της θυγατρικής είναι εν μέρει διαφορετικά από εκείνα που μπορούν να οδηγήσουν στον καταλογισμό στη θυγατρική εταιρεία της ευθύνης για τις παραβάσεις που διέπραξε η μητρική.

B. Στην περίπτωση που οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές έχουν υλοποιηθεί από τη μητρική εταιρεία

21. Το αντίστροφο ενδεχόμενο, εκείνο δηλαδή κατά το οποίο αναζητείται η ευθύνη της θυγατρικής για ζημιογόνες αντιανταγωνιστικές πρακτικές της μητρικής εταιρείας, τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του ΔΕΕ στο πλαίσιο της υπόθεσης Sumal[37]. Η υπόθεση αυτή αποτελεί μία από τις πολλές που ήχθησαν ενώπιον του ΔΕΕ ως προδικαστικά ερωτήματα[38] σε συνέχεια απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δια της οποίας διαπίστωσε ότι δεκαπέντε κατασκευαστές φορτηγών είχαν μετάσχει σε σύμπραξη υπό τη μορφή ενιαίας και διαρκούς παράβασης του άρ. 101 ΣΛΕΕ και του άρ. 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Η παράβαση αυτή συνίστατο σε αθέμιτες ρυθμίσεις σχετικές, αφενός, με τον καθορισμό των τιμών και την αύξηση των μεικτών τιμών των μεσαίων και βαρέων φορτηγών στον ΕΟΧ και, αφετέρου, με το χρονοδιάγραμμα και τη μετακύλιση των δαπανών για την εισαγωγή τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών που απαιτούνται από τα πρότυπα Euro 3 έως Euro 6.

22. Το ΔΕΕ με την απόφασή στην υπόθεση Sumal έκανε δεκτό ότι, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, για την τεκμηρίωση της ενιαίας οικονομικής οντότητας πρέπει, πέραν των ως άνω οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών που συνδέουν τις δύο αυτές νομικές οντότητες, να αποδεικνύεται και η ύπαρξη συγκεκριμένης σχέσης μεταξύ της οικονομικής δραστηριότητας της εν λόγω θυγατρικής και του αντικειμένου της παράβασης για την οποία καταλογίστηκε ευθύνη στη μητρική. Πρέπει, δηλαδή να αποδεικνύεται ότι η θυγατρική συμμετείχε στην οικονομική δραστηριότητα της επιχείρησης, την οποία διεύθυνε η μητρική εταιρεία που διέπραξε την παράβαση[39].

23. Επομένως, στην αντίστροφη περίπτωση της ευθύνης «από την κορυφή προς τη βάση», ο ενιαίος χαρακτήρας της οικονομικής δραστηριότητας θα προκύπτει όχι μόνον από την αποφασιστική επιρροή που ασκεί η μητρική εταιρεία, αλλά και από το γεγονός ότι η δραστηριότητα της θυγατρικής είναι, κατά κάποιον τρόπο, αναγκαία για την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά (για παράδειγμα, διότι η θυγατρική πωλεί τα αγαθά, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της σύμπραξης). Εάν η θυγατρική, ακόμη και σε περίπτωση συμμετοχής της μητρικής εταιρείας στο σύνολο ή σχεδόν στο σύνολο του κεφαλαίου της, ασκεί δραστηριότητα εκτός του οικονομικού πεδίου, στο οποίο η μητρική εταιρεία είχε αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά, η «λειτουργική» έννοια της επιχείρησης δεν εφαρμόζεται.

4. Υπό αυτό το πρίσμα, η δυνατότητα που αναγνωρίζεται με την απόφαση Sumal στον ζημιωθέντα από αντιανταγωνιστική πρακτική να διευρύνει τα παθητικώς ενεχόμενα πρόσωπα δεν μπορεί να παρέχεται αυτομάτως κατά οποιασδήποτε θυγατρικής εταιρείας αλλά μόνον κατά εκείνης που συνδέεται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς. Όπως επεσήμανε με τις προτάσεις του ο Γενικός Εισαγγελέας Pitruzella, ο προσδιορισμός των νομικών προσώπων που απαρτίζουν την οικονομική ενότητα με βάση το αντικείμενο της προβαλλόμενης παράβασης και το οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνεται δεν αποτελεί novum, καθώς η εν λόγω προσέγγιση απαντάται ήδη στη νομολογία του ΔΕΕ[40]. Έτσι, σε υποθέσεις σαν την προκείμενη, ο ζημιωθείς πρέπει να αποδεικνύει ότι η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνία που συνήψε η μητρική εταιρεία και για την οποία αυτή καταδικάστηκε, αφορά τα ίδια προϊόντα με εκείνα, τα οποία εμπορεύεται η θυγατρική εταιρεία. Με αυτόν τον τρόπο, ο ζημιωθείς αποδεικνύει ότι η οικονομική ενότητα στην οποία ανήκει η θυγατρική εταιρεία, από κοινού με τη μητρική της, είναι εκείνη ακριβώς η οποία συνιστά την επιχείρηση που διέπραξε την παράβαση[41].

25.Σε κάθε περίπτωση, τα νομικά πρόσωπα που απαρτίζουν την ενιαία οικονομική ενότητα κατά τον χρόνο διάπραξης της παράβασης συνευθύνονται αυτοδικαίως, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον για την καταβολή της αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τις αντιανταγωνιστικές πρακτικές. Οι δε ενδιαφερόμενοι μπορούν να επιλέξουν τη νομική οντότητα, εξ αυτών που απαρτίζουν την οικονομική ενότητα, κατά της οποίας θα ασκήσουν την αγωγή αποζημίωσης[42].

III. Οι δικονομικές προεκτάσεις της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας

26. Όπως ήδη επισημάνθηκε εισαγωγικά, η διευρυμένη έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας στο ουσιαστικό δίκαιο της ιδιωτικής επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού — η οποία επιτρέπει τη διεύρυνση των παθητικώς ενεχόμενων προσώπων τόσο από τη βάση προς την κορυφή όσο και από την κορυφή προς τη βάση, δεν προσήκει να γίνει άκριτα δεκτή στο δικονομικό πεδίο. Και τούτο διότι στο χώρο του δικονομικού δικαίου επικρατούν η εσωτερική λογική και οι αρχές που διέπουν το οικείο, εφαρμοζόμενο, νομοθετικό πλαίσιο. Πράγματι, η τήρηση της δικονομικής τάξης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και συνακόλουθα δεν επιτρέπεται να κάμπτεται από τις σκοπιμότητες του ουσιαστικού δικαίου, ακόμα και εάν πρόκειται για τους κανόνες ανταγωνισμού[43]. Τούτο αναδεικνύεται με ενάργεια από τις αποφάσεις του ΔΕΕ κατά το στάδιο προεχόντως της επίδοσης του εισαγωγικού της δικής δικογράφου (υπό Α) και σε ένα δεύτερο επίπεδο της επακόλουθης εξέτασης των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας (υπό Β)

Α. Κατά την επίδοση των εισαγωγικών της δίκης δικογράφων: Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Volvo

1. Το κεντρικό νομικό ζήτημα: Η λειτουργία της ενιαίας οικονομικής οντότητας κατά τη μετάβαση από το ουσιαστικό στο δικονομικό δίκαιο του ανταγωνισμού

27. Το κεντρικό νομικό ζήτημα στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία είναι (και αυτή) απόρροια του cartel των φορτηγών, συνίστατο στο εάν η αναγνώριση της ύπαρξης ενιαίας οικονομικής οντότητας, κατά την έννοια της πάγιας ενωσιακής νομολογίας, καθιστά δυνατή την επίδοση στη θυγατρική, που εδρεύει στο κράτος μέλος, όπου ευρίσκεται αφενός το επιληφθέν δικαστήριο και αφετέρου το ενάγoν πρόσωπο, αγωγής αποζημίωσης για παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού στρεφόμενης αποκλειστικά κατά της εναγόμενης μητρικής, η οποία έχει την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε.. Η προβληματική εστίασε, λοιπόν, στο εάν η κατασκευή της ενιαίας οικονομικής οντότητας, μολονότι εδραιωμένη στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου του ανταγωνισμού, μπορεί να παραγάγει συνέπειες και στο δικονομικό πεδίο, εν προκειμένω αναφορικά με την εγκυρότητα της επίδοσης του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης.

28. Το ερώτημα αυτό ανέκυψε ως επακόλουθο της κρίσης του ΔΕΕ στην υπόθεση Sumal, με την οποία, όπως ήδη σημειώθηκε, αναγνωρίστηκε, υπό προϋποθέσεις, η δυνατότητα καταλογισμού ευθύνης στη θυγατρική εταιρεία για παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού που αποδίδονται στη μητρική της. Βασιζόμενος στην κατασκευή της ενιαίας οικονομικής οντότητας, ο ζημιωθείς από την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού (η ισπανική εταιρεία Transsaqui) επιχείρησε να επεκτείνει την εφαρμογή της και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Υποστήριξε συγκεκριμένα ότι, ενόψει της κατασκευής της ενιαίας οικονομικής οντότητας, η αγωγή δεν απαιτείται να επιδοθεί στον φερόμενο ως υπαίτιο της παράβασης – στη συγκεκριμένη περίπτωση, στη σουηδική μητρική εταιρεία Volvo – αλλά μπορεί να επιδοθεί σε άλλο πρόσωπο, ήτοι στην 100% θυγατρική εταιρεία Volvo España, η οποία δεν ενάγεται μεν, αλλά εδρεύει στο κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστηρίου (Ισπανία), εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τέθηκαν από το ΔΕΕ στην υπόθεση Sumal. Με άλλα λόγια, ο ζημιωθείς ισχυρίστηκε επί της ουσίας ότι από τη στιγμή που η θυγατρική δύναται, υπό προϋποθέσεις, να καταστεί υπόλογη για τις ζημιογόνες συνέπειες των αντιανταγωνιστικών ενεργειών της μητρικής της, είναι νόμιμη η επίδοση σε αυτήν δικογράφων, με τα οποία διεκδικείται η αποκατάσταση των συνεπειών αυτών, ακόμα και όταν η ίδια η θυγατρική δεν είναι μεταξύ των εναγόμενων προσώπων.

2. Οι αντιπαρατιθέμενες προσεγγίσεις

29. Από δικαιοπολιτικής σκοπιάς αντιπαρατίθενται δύο προσεγγίσεις. Από τη μία πλευρά, εκείνη που προάγει την προστασία των δικαιωμάτων της εναγόμενης μητρικής εταιρείας, τα οποία εν προκειμένω προστατεύονται διττώς: αφενός, από τον ειδικότερο Κανονισμός 2020/1784 (και προηγουμένως τον Κανονισμό 1393/2007), ο οποίος εφαρμόζεται στις διασυνοριακές, ενδοενωσιακές, επιδόσεις σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και, αφετέρου, από το γενικώς ισχύον άρ. 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «Χάρτη»), το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Πιο συγκεκριμένα, οι διατάξεις των Κανονισμών 1393/2007 και 2020/1784 αποσκοπούν όχι μόνον στην αποτελεσματική και ταχεία διαβίβαση των δικαστικών πράξεων, αλλά και στην απαίτηση για εξασφάλιση της προσήκουσας προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών, δια της πραγματικής και ουσιαστικής παραλαβής τους[44]. Παράλληλα, η επίδοση των δικαστικών πράξεων στον εναγόμενο, καθώς και η πρόβλεψη επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία της άμυνάς του, αποτελούν ουσιώδεις εγγυήσεις του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρ. 47 του Χάρτη[45].

30. Από την άλλη πλευρά, η προσέγγιση που εμπνέεται από την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού βασίζεται στα εξής επιχειρήματα: (α) Η επίδοση της αγωγής στη μητρική εταιρεία, όταν αυτή εδρεύει σε άλλο κράτος-μέλος από εκείνο του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου και του ενάγοντος, συνεπάγεται αυξημένο κόστος (ιδίως λόγω της ανάγκης μετάφρασης) και σημαντική επιμήκυνση των δικονομικών προθεσμιών. Το γεγονός αυτό ενδέχεται να δυσχεράνει, ή ακόμη και να παρακωλύσει, την άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης, λόγω αντιανταγωνιστικών πρακτικών και να πλήξει σοβαρά την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού. Μια τέτοια επιβάρυνση θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά, ιδίως για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, και να τους αποθαρρύνει από τη δικαστική διεκδίκηση της αποκατάστασης της ζημίας τους[46]. (β) Εξάλλου, θα ήταν παράδοξο να μπορεί ο ζημιωθείς από την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού να στραφεί κατά της θυγατρικής για αντιανταγωνιστική συμπεριφορά της μητρικής εταιρείας, αλλά να μην υπάρχει δυνατότητα να επιδοθεί στη θυγατρική το σχετικό εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο[47]. (γ) Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εφαρμογή της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας συνεπάγεται περιορισμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, ο περιορισμός αυτός παραμένει ανεκτός. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρ. 53 του Χάρτη, καμία από τις διατάξεις του δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή θίγουσα τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως αυτές κατοχυρώνονται στο πλαίσιο της δικονομικής έννομης τάξης[48].

31. Το ζήτημα της ορθής επίδοσης του εισαγωγικού της δικής δικογράφου είναι κεφαλαιώδους σημασίας, καθώς υπό το πρίσμα του ΚανΒρυξ Ι(bis), τυχόν μη επίδοση ή μη έγκαιρη επίδοση της αγωγής συνιστά λόγο άρνησης της αναγνώρισης[49] ή της εκτέλεσης[50] της δικαστικής απόφασης.

3. Η θέση του ΔΕΕ

32. Ανάμεσα στις αντικρουόμενες προσεγγίσεις — αφενός της διασφάλισης των δικονομικών δικαιωμάτων των εναγομένων και αφετέρου της ανάγκης για αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος αποζημίωσης λόγω παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού — το ΔΕΕ υιοθέτησε την πρώτη. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η επίδοση της αγωγής στη μητρική εταιρεία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την επίδοση στη θυγατρική της[51]. Σύμφωνα με το σκεπτικό του ΔΕΕ, το γεγονός ότι θυγατρική και μητρική εντάσσονται στην ίδια οικονομική οντότητα δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως ούτε ότι αυτές στερούνται αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας ούτε κατ’επέκταση ότι η θυγατρική έχει λάβει από τη μητρική της την πληρεξουσιότητα να παραλαμβάνει επ’ονόματι της τελευταίας, εν είδει αντικλήτου, τις δικαστικές πράξεις που της απευθύνονται, όπως αξιώνουν οι κανόνες του δικονομικού δικαίου[52].

33. Συνακόλουθα, φορέας του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρ. 47 του Χάρτη και ειδικότερα του δικαιώματος για πραγματική και ουσιαστική επίδοση των δικαστικών πράξεων είναι κάθε αυτοτελές υποκείμενο δικαίου και όχι η επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού. Οι δε δικαστικές διαφορές στο πεδίο της ιδιωτικής επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού δεν εξαιρούνται από τις δικονομικές εγγυήσεις που απορρέουν από το άρ. 47 του Χάρτη. Με βάση, λοιπόν, τα προεκτεθέντα, η αγωγή για να είναι σύννομη (προεχόντως υποστατή), θα πρέπει να επιδοθεί στη μητρική εταιρεία.

34. Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και μέσα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1393/2007 (και του διαδόχου του Κανονισμού 2020/1784)[53]. Από το γράμμα και τον σκοπό των διατάξεών τους προκύπτει ότι ο ενωσιακός νομοθέτης προέβλεψε μόνον δύο περιπτώσεις στις οποίες η επίδοση και η κοινοποίηση διασυνοριακής, ενδοενωσιακής, δικαστικής πράξης αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του, ήτοι, αφενός, όταν είναι άγνωστος ο τόπος κατοικίας ή συνήθους διαμονής του παραλήπτη και, αφετέρου, όταν ο τελευταίος αυτός έχει διορίσει εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο (αντίκλητο) εντός του κράτους μέλους όπου διεξάγεται η διαδικασία[54]. Συνεπώς, η επίδοση της αγωγής στη μητρική εταιρεία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η θυγατρική είχε οριστεί ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός της, δηλαδή αντίκλητός της[55]. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η αγωγή πρέπει, προκειμένου να θεωρείται σύννομη, να επιδοθεί απευθείας στη μητρική[56].

35. Τα δε επιχειρήματα περί διακινδύνευσης της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού εξαιτίας των εξόδων επίδοσης και μετάφρασης, καθώς και της επιμήκυνσης των προθεσμιών περί άσκησης και συζήτησης της αγωγής, αποκρούστηκαν τόσο με το σκεπτικό ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όσο και επί της αρχής.

36. Ειδικότερα, απορρίφθηκαν ως μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα, καθώς: (α) τα έξοδα επίδοσης αντιστοιχούν σε ένα πάγιο τέλος, το ποσό του οποίου καθορίζεται από τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης · συνεπώς, το σχετικό κόστος είναι περιορισμένο[57], (β) τα έξοδα μετάφρασης, μολονότι αφενός είναι αναπόφευκτα και αναγκαία, αφού σε περίπτωση σύνταξης του δικογράφου σε γλώσσα που ο παραλήπτης του δικογράφου δεν κατανοεί, τότε ο τελευταίος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να παραλάβει το δικόγραφο[58], και αφετέρου επιβαρύνουν τον ζημιωθέντα – ενάγοντα, εντούτοις μπορούν να καταλογιστούν, εν συνεχεία και με την εκδοθησόμενη απόφαση, ως έξοδα διαδικασίας, στην εναγόμενη μητρική[59], (γ) το επιχείρημα ότι η lex fori προβλέπει για την κατανομή των δικαστικών εξόδων ότι ο ενάγων μπορεί να ανακτήσει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε μόνον εάν γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της, δεν δύναται αφ’ εαυτού να έχει ως συνέπεια να καταστούν ανεφάρμοστες οι διατάξεις του Κανονισμού 1393/2007 (και του διαδόχου του Κανονισμού 2020/1784) για τη διασυνοριακή επίδοση των δικαστικών πράξεων[60] και (δ) η επιμήκυνση των προθεσμιών άσκησης της αγωγής είναι εύλογη λαμβανομένου υπόψη του διασυνοριακού χαρακτήρα της διαφοράς και ως εκ τούτου συμβατή με το άρ. 47 του Χάρτη[61], σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του οποίου, για τους σκοπούς αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και διασφάλισης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, απαιτείται η σχετική διαδικασία να μην υπερβαίνει μία εύλογη διάρκεια[62].

37. Εξάλλου, το ΔΕΕ με την τελική του σκέψη απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά και επί της αρχής, επισημαίνοντας ότι μετά την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Sumal, ο ζημιωθείς μπορεί να αποφύγει τις δαπάνες και την επιμήκυνση των δικονομικών προθεσμιών που συνεπάγεται η εναγωγή της μητρικής εταιρείας, στρεφόμενος αποκλειστικά κατά της θυγατρικής, εφόσον εννοείται τεκμηριώσει τις οικείες προϋποθέσεις[63]. Σε περίπτωση μη υλοποίησης της δυνατότητας αυτής, φέρει και τη σχετική οικονομική επιβάρυνση[64].

Β. Κατά την εξέταση των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας

1. Το νομολογιακό προηγούμενο του ΔΕΕ

(i) Η αξιολόγηση της διαφοράς ως ενοχής εξ αδικοπραξίας

38. Η διεθνής δικαιοδοσία επί αγωγής, η οποία στρέφεται κατά θυγατρικής (ή μητρικής) εταιρείας, ανήκουσας στην ίδια οικονομική ενότητα με την παραβαίνουσα μητρική (ή θυγατρική), κρίνεται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων που απασχολούν τη δικαστηριακή πράξη σύμφωνα με το άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι(bis)[65]. Το άρθρο αυτό καλύπτει τις αξιώσεις που ερείδονται σε ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας[66]. Μολονότι η ευθύνη του μη παραβιάζοντος τους κανόνες ανταγωνισμού, αλλά ευθυνόμενου ως ανήκοντος στην ίδια οικονομική οντότητα, νομικού προσώπου (θυγατρικής ή μητρικής) δεν ερείδεται σε αδικοπραξία του ιδίου[67], αλλά του φυσικού αυτουργού (μητρικής ή θυγατρικής αντίστοιχα), το άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι(bis) βρίσκει εν προκειμένω εφαρμογή. Και τούτο, διότι η έννοια της ενοχής εξ αδικοπραξίας ερμηνεύεται αυτοτελώς, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίδεται στην έννομη σχέση από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Ορίζεται δε αρνητικά και περιλαμβάνει κάθε απαίτηση, με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγόμενου και η οποία δεν αφορά διαφορές από σύμβαση[68]. Ως σύμβαση νοείται η ελευθέρως αναληφθείσα από έναν συμβαλλόμενο δέσμευση έναντι άλλου συμβαλλόμενου. Ελλείψει δέσμευσης, την οποία ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει ελεύθερα έναντι του αντισυμβαλλόμενού του, δεν πρόκειται για διαφορά από σύμβαση αλλά για διαφορά από αδικοπραξία[69].

(ii) Η εφαρμογή της δικαιοδοτικής βάσης του τόπου επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος

39. Το άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι(bis) απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια του τόπου, όπου συνέβη (ή ενδέχεται να συμβεί) το ζημιογόνο γεγονός[70]. Η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» καλύπτει, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ[71], τόσο τον τόπο, όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, όσο και τον τόπο επέλευσης της ζημίας, ώστε να μην αποκλείονται κρίσιμα σημεία σύνδεσης κατά την εξέταση του ζημιογόνου γεγονότος[72]. Η εν λόγω δικαιοδοτική βάση θεμελιώνεται στην ύπαρξη ιδιαίτερα στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και των δικαστηρίων που ενδέχεται να επιληφθούν αυτής· σύνδεσμος, ο οποίος δικαιολογεί την αναγνώριση διεθνούς δικαιοδοσίας για λόγους εύρυθμης απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργάνωσης της δίκης[73].

40. Ο εναγόμενος δύναται να εναχθεί, κατ’ επιλογή του ενάγοντος, ενώπιον του δικαστηρίου είτε του ενός είτε του άλλου εκ των δύο τόπων, υπό την προϋπόθεση ότι η επιλογή αυτή ανταποκρίνεται σε αντικειμενικές ανάγκες σχετικές με τη διεξαγωγή των αποδείξεων ή την αποτελεσματική οργάνωση της δίκης[74]. Στην περίπτωση που επιλεγούν τα δικαστήρια του τόπου επέλευσης της ζημίας, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι επισυνέβη στον τόπο αυτό κάποια ενέργεια ή παράλειψη του υπεύθυνου. Με άλλα λόγια, το δικάζον δικαστήριο αποκτά διεθνή δικαιοδοσία χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει χώρα στην περιφέρειά του καμία ενέργεια του συγκεκριμένου εναγόμενου.

41. Με αυτόν τον τρόπο, ο κανόνας του άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι(bis) διατηρεί την πρακτική αποτελεσματικότητά του, η οποία θα ανατρεπόταν, εάν η διάταξη αυτή ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι αφορά μόνον τον τόπο του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος, καθότι ο τελευταίος συμπίπτει κατά κανόνα με τη κατοικία του εναγόμενου[75]. Από την άλλη πλευρά, το άρ. 7 σημ. 2 του ΚανΒρυξ Ι(bis) πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, ειδάλλως υπάρχει κίνδυνος να καταστεί άνευ περιεχομένου η γενική αρχή περί διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους, στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο εναγόμενος[76]. Στο ίδιο πνεύμα, επισημαίνεται ότι τo άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι(bis) δεν έχει σχεδιαστεί ως ενισχυτικός του forum actoris κανόνας[77]. Η προκρινόμενη κατ’ εφαρμογή του άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι(bis) βάση διεθνούς δικαιοδοσίας, ακόμα και εάν αυτή καταλήγει να εντοπίζεται στην έδρα/κατοικία του ενάγοντος, πρέπει να βρίσκεται αντικειμενικά σε πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές της προβλεψιμότητας, της εγγύτητας, της ασφάλειας δικαίου, και τη ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

(iii) Η θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας σύμφωνα με το άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι (bis) δεν αποκλείεται λόγω του οικονομικού χαρακτήρα της ζημίας

42. Η έννοια της ζημίας δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητού νομοθετικού ορισμού στο πλαίσιο του άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι(bis). Το σχετικό κενό καλύπτεται από την νομολογιακή επεξεργασία της έννοιας αυτής εκ μέρους του ΔΕΕ, οι κρίσεις του οποίου ανάγονται ως προς το ζήτημα αυτό σε ερμηνευτική πυξίδα για τα εθνικά δικαστήρια. H ζημία στο πλαίσιο του άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι(bis) αποτελεί πτυχή της έννοιας του «ζημιογόνου γεγονότος», δηλαδή μιας αυτόνομης έννοιας, η οποία χρησιμοποιείται για την απονομή της διεθνούς δικαιοδοσίας, μέσω του εντοπισμού των τόπων που έχουν στενό δεσμό με τη διαφορά[78], και ερμηνεύεται αυτοτελώς.

43. Για να μπορεί ο τόπος επέλευσης της ζημίας να θεμελιώσει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή του άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι(bis), πρέπει, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, να έχει λάβει χώρα στον τόπο αυτό η αρχική ζημία, δηλαδή εκείνη που απορρέει άμεσα από το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός. Επακόλουθες και εξ αντανάκλασης (έμμεσες) ζημιογόνες συνέπειες δεν αρκούν[79].

44. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη νομολογιακή ερμηνεία του άρθρου 7 σημ. 2 του ΚανΒρυξ Ι(bis), η φύση της ζημίας — και συγκεκριμένα το γεγονός ότι πρόκειται για καθαρά περιουσιακή ζημία, υπό την έννοια ότι το ζημιογόνο γεγονός είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων της ενάγουσας χωρίς προηγούμενη σύνδεση με υλικό αγαθό — δεν αποκλείει τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας στον τόπο επέλευσης της ζημίας. Αρκεί να συντρέχουν οι υπόλοιπες τασσόμενες από το ΔΕΕ προϋποθέσεις, ήτοι η περιουσιακή ζημία να είναι αρχική και άμεση[80].

45. Στο πλαίσιο αυτό, έχει ήδη κριθεί από το ΔΕΕ ότι αμιγώς οικονομική ζημία, σαν και αυτή που υπέστη η ενάγουσα εταιρεία Sumal (πρόσθετες δαπάνες λόγω τεχνηέντως υψηλής τιμής των εμπορευμάτων λόγω παράνομης οριζόντιας σύμπραξης)[81], μπορεί να συνιστά άμεση ζημία δυνάμενη να θεμελιώσει κατ’ αρχήν τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους εντός του οποίου επήλθε, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι επιπλέον δαπάνες που καταβλήθηκαν εξαιτίας του τεχνηέντως υψηλού τιμήματος συνιστούν άμεση συνέπεια της παραβίασης του άρ. 101 ΣΛΕΕ[82]/[83].

(iv) Ο εντοπισμός του τόπου επέλευσης της οικονομικής ζημίας που προκαλείται από αντιανταγωνιστικές πρακτικές

(α) Οι δυσχέρειες και η μέθοδος αντιμετώπισής τους

46. Ο — ενίοτε αμιγώς — οικονομικός χαρακτήρας των επιζήμιων συνεπειών, υπό την έννοια ότι η προκληθείσα ζημία (όπως οι επιπρόσθετες δαπάνες κτήσης ή τα διαφυγόντα κέρδη) δεν συνδέεται με υλική αλλοίωση συγκεκριμένου πράγματος, καθιστά δυσχερή τον εντοπισμό ενός σαφούς γεωγραφικού τόπου επέλευσης της ζημίας. Παρόλα αυτά, το ΔΕΕ δεν αποκλείει εκ προοιμίου τη δυνατότητα θεμελίωσης διεθνούς δικαιοδοσίας στον τόπο επέλευσης τέτοιας ζημίας, αλλά επιδιώκει την προσαρμογή της εφαρμογής της σχετικής δικαιοδοτικής βάσης στην ιδιαιτερότητα της οικονομικής βλάβης που προκαλούν οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές.

47. Εκκινώντας από την υπόθεση ότι η οικονομική ζημία εκδηλώνεται σε συγκεκριμένο τόπο και τοποθετείται νοητά σε ορισμένο έδαφος (λ.χ. εκεί όπου αγοράζεται το υπερτιμημένο αγαθό ή λαμβάνει χώρα η μείωση των πωλήσεων), το ΔΕΕ επιδιώκει την επαλήθευση της ορθότητας της επιλογής του τόπου αυτού, λαμβάνοντας υπόψη του τις λοιπές κρίσιμες ιδιαίτερες περιστάσεις της εκάστοτε εξεταζόμενης διαφοράς[84], οι οποίες εκτιμώνται από κοινού. Ως κρίσιμες νοούνται εκείνες οι περιστάσεις που αναδεικνύουν τις αρχές στις οποίες στηρίζεται το κριτήριο της διεθνούς δικαιοδοσίας του τόπου της ζημίας[85], δηλαδή τις αρχές της εγγύτητας μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου[86] και της προβλεψιμότητας της δωσιδικίας για τους διαδίκους[87]. Επιπλέον συνυπολογίζεται το εάν η υποδεικνυόμενη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας συντονίζει το βηματισμό της με τους κανόνες προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με τους ΚανΡώμη I και ΙΙ[88], όπου υιοθετούνται οι ίδιες κατευθυντήριες γραμμές.

48. Αντιθέτως, δεν είναι κρίσιμο το εάν η υποδεικνυόμενη κατά τα ανωτέρω δικαιοδοτική βάση συμπίπτει με το forum actoris[89]. Κατά συνέπεια, η δικαιοδοτική βάση του τόπου επέλευσης της ζημίας υιοθετείται ακόμα και στην περίπτωση που ο τόπος επέλευσης της ζημίας ευρίσκεται στον τόπο, όπου ο ενάγων διατηρεί την κατοικία ή την έδρα του[90], αρκεί η επιλογή αυτή να επιβάλλεται από τις ειδικές περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης[91] και να υπηρετεί τις θεμελιώδεις αρχές του ενωσιακού δικονομικού ιδ.δ.δ.

(β) Ο εντοπισμός του τόπου επέλευσης της ζημίας στο ειδικότερο παράδειγμα των ζημιογόνων αντιανταγωνιστικών πρακτικών

49. Σε διαφορές που αφορούν την αποκατάσταση ζημίας από αντιανταγωνιστικές πρακτικές – όπως απαγορευμένες συμπράξεις ή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – το ΔΕΕ, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω αρχών, λαμβάνει υπόψη του την ιδιαιτερότητα των σχετικών διαφορών. Έτσι, κατά τον προσδιορισμό του τόπου επέλευσης της ζημίας, συνεκτιμά ιδίως τον τόπο της θιγόμενης σχετικής γεωγραφικής αγοράς[92]. Για παράδειγμα, στην υπόθεση του cartel φορτηγών, με βάση την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η διαπιστωθείσα παράβαση του άρ. 101 ΣΛΕΕ αφορούσε το σύνολο του ΕΟΧ. Συνεπώς, είχε ως συνέπεια τη στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της αγοράς αυτής, μέρος της οποίας αποτελούν και οι θιγόμενες εθνικές αγορές (κατά κύριο λόγο η Ισπανική)[93].

50. Ωστόσο, το κριτήριο του τόπου της θιγόμενης σχετικής αγοράς δεν είναι από μόνο του επαρκές για τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας. Θα πρέπει, επιπλέον, να υποστηρίζεται και από την παράμετρο της διακρίβωσης του τόπου, στον οποίο επήλθε η επικαλούμενη από τον θιγόμενο ζημία (λ.χ. πρόσθετες δαπάνες λόγω τεχνηέντως υψηλής τιμής, ή μείωση πωλήσεων και τα εξ αυτής διαφυγόντα κέρδη)[94]. Θα πρέπει, δηλαδή, να αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ζημιωθείς (όπως λ.χ. η Sumal[95]) δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στη θιγόμενη αγορά και εξ αυτού του λόγου υπέστη την επικαλούμενη ζημία. Υπό την έννοια αυτή, το ΔΕΕ έχει ήδη δεχθεί στην υπόθεση Volvo κ.λπ. ότι, σε περίπτωση (άμεσης ή έμμεσης) αγοράς αγαθού, του οποίου η τιμή αυξήθηκε λόγω παράνομης οριζόντιας σύμπραξης, αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής αποζημίωσης ως προς τις επιπλέον δαπάνες του αγοραστή είναι το δικαστήριο του τόπου απόκτησης του εν λόγω αγαθού[96].

51. Η λύση αυτή, ωστόσο, προϋποθέτει ότι ο ζημιωθείς αγοραστής απέκτησε τα υπερκοστολογημένα αγαθά σε έναν μόνο τόπο. Σε περίπτωση που οι αγορές πραγματοποιήθηκαν σε περισσότερους τόπους, θα πρέπει να αναζητηθεί διαφορετικό κριτήριο. Και τούτο διότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο τόπος αγοράς παύει να είναι λειτουργικός, καθώς δεν επιτρέπει τον εντοπισμό ενιαίου τόπου επέλευσης της ζημίας[97]. Για την περίπτωση αυτή, το ΔΕΕ προκρίνει ο τόπος επέλευσης της ζημίας (λ.χ. επιπλέον δαπάνες που καταβλήθηκαν εξαιτίας τεχνηέντως υψηλής τιμής[98]) να προσδιορίζεται ατομικώς για κάθε φερόμενο ως ζημιωθέντα και να βρίσκεται, καταρχήν, στην (καταστατική) έδρα του προσώπου αυτού[99].

52. Η σύγκλιση των παραμέτρων του τόπου της θιγόμενης αγοράς και του τόπου επέλευσης της ατομικής ζημίας, πέραν του ότι συντονίζει τις υποδεικνυόμενες βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας με τις ευρύτερες στοχεύσεις του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, πληροί επιπλέον τους σκοπούς της εγγύτητας και της προβλεψιμότητας των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας. Αφενός, τα δικαστήρια του κράτους μέλους, εντός του οποίου ευρίσκεται η επηρεαζόμενη αγορά και εντοπίζεται η προκληθείσα ατομική ζημία, είναι στην καλύτερη θέση να επιληφθούν τέτοιων αγωγών αποζημίωσης. Αφετέρου, επιχείρηση που βαρύνεται με συμπεριφορές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μπορεί ευλόγως να αναμένει να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο οι συμπεριφορές αυτές έπληξαν τον ανταγωνισμό και ζημιώσαν τις εκεί δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις (λ.χ. του αγοραστές των υπερκοστολογημένων αγαθών)[100].

53. Επιπλέον, ένας τέτοιος καθορισμός του τόπου επέλευσης της ζημίας είναι, μεταξύ άλλων, σύμφωνος προς τις απαιτήσεις περί συνέπειας, κατά την αιτ. σκ. 7 του ΚανΡώμη II, στο μέτρο που, σύμφωνα με το άρ. 6 παρ. 3 στχ. αʹ του εν λόγω Κανονισμού, το εφαρμοστέο δίκαιο σε αγωγές αποζημίωσης για πράξεις περιοριστικές του ανταγωνισμού είναι εκείνο της χώρας, της οποίας η αγορά θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί[101].

54. Τέλος, η επιλογή της δικαιοδοτικής βάσης της θιγόμενης αγοράς εξυπηρετεί κατ’ αποτέλεσμα και την ευρύτερη δικαιοπολιτική στόχευση περί διευκόλυνσης της έγερσης αξιώσεων αποζημίωσης λόγω αντιανταγωνιστικών πρακτικών. Και τούτο διότι εισάγει ένα σταθερό, αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο αφενός αφίσταται πλήρως από τον συνήθως μεταβαλλόμενο τόπο της κατοικίας/έδρας των εμπλεκόμενων μερών, αφετέρου, συμπίπτει κατ’αποτέλεσμα (και όχι ως ζητούμενο) στην πλειονότητα των περιπτώσεων με το forum actoris[102]. Υπό αυτήν την έννοια, ο ζημιωθείς αποκτά τη δυνατότητα – εφόσον συντρέχουν οι οικείες προϋποθέσεις – να εναγάγει, ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου της κατοικίας/έδρας του, όλες τις εταιρείες[103] που συναπαρτίζουν την επιχείρηση, στην οποία καταλογίζεται η παραβατική συμπεριφορά[104], και μάλιστα για το σύνολο της ζημίας που υπέστη[105].

2. Η θεμελίωση της δικαιοδοτικής βάσης της ομοδικίας με επίκληση της κατασκευής της ενιαίας οικονομικής οντότητας: Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Athenian Brewery και Heineken

55. Όπως μόλις ελέχθη, μέσα από την τεκμηρίωση της δικαιοδοτικής βάσης του τόπου επέλευσης της ζημίας, ο ενάγων-ζημιωθείς αποκτά τη δυνατότητα να εναγάγει ενώπιον του forum actoris τα νομικά πρόσωπα (θυγατρική και μητρική εταιρεία) της ενιαίας οικονομικής οντότητας, στην οποία αποδίδεται η παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού. Η δυνατότητα αυτή θα μπορούσε να βρει έρεισμα και στο άρ. 8 σημ. 1 ΚανΒρυξ Ι (bis)[106]. Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη θέτει μια επιπρόσθετη προϋπόθεση: ένας εκ των παθητικώς συνεναγόμενων ομοδίκων (anchor defendant), κατά κανόνα η θυγατρική εταιρεία, πρέπει να έχει την κατοικία/έδρα του στο κράτος-μέλος, όπου ευρίσκεται το επιλαμβανόμενο δικαστήριο. Η δωσιδικία της ομοδικίας δεν στοιχειοθετείται, λοιπόν, στον τόπο κάποιας ειδικής δωσιδικίας των ομοδίκων[107], αλλά μόνον στον τόπο της γενικής δωσιδικίας κάποιου εξ αυτών. Επομένως, ενδεχόμενη συντρέχουσα δικαιοδοτική βάση ενός εκ των ομοδίκων δεν είναι ικανή να θεμελιώσει τη δωσιδικία της ομοδικίας κατά το άρ. 8 σημ. 1. Η εν λόγω δικαιοδοτική βάση απασχόλησε το ΔΕΕ στην υπόθεση Athenian Brewery και Heineken.

56. Στο επίκεντρο της επίμαχης υπόθεσης βρέθηκε η σχέση της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας, η οποία οδηγεί σε εις ολόκληρον και αλληλέγγυα ευθύνη των εμπλεκόμενων στην αντιανταγωνιστική πρακτική εταιρειών, με το άρ. 8 σημ. 1 του Κανονισμού για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις [εφεξής ΚανΒρυξ I(bis)]. Ειδικότερα, στην υπόθεση αυτή, η εταιρεία Macedonian Thrace Brewery (ΜΤΒ), εγκατεστημένη στην Ελλάδα, επεδίωξε την αναγνώριση της από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνης της Athenian Brewery (ΑΒ) και της μητρικής της εταιρείας Heineken NV για ζημία που υπέστη λόγω καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης στην ελληνική αγορά ζύθου, κατά παράβαση του άρ. 102 ΣΛΕΕ. Η Heineken, εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες, κατείχε κατά τον κρίσιμο χρόνο έμμεση συμμετοχή 98,8% στην ΑΒ, χωρίς να ασκεί άμεσες διαχειριστικές πράξεις στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με την υπ’ αρ. 590/2014 απόφασή της, διαπίστωσε την παράβαση εκ μέρους της ΑΒ, χωρίς ωστόσο να επεκτείνει την έρευνά της και στη Heineken, κρίνοντας ότι δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά ούτε και επαρκείς ενδείξεις, ούτε και συντρέχουν υπέρτεροι λόγοι αποτελεσματικότητας που να δικαιολογούν την κίνηση περαιτέρω έρευνας προς αυτή την κατεύθυνση[108]. Η ΜΤΒ άσκησε αγωγή ενώπιον του πρωτοδικείου Άμστερνταμ κατά των δύο εταιρειών, επικαλούμενη τη διεθνή δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 8 σημ. 1 του ΚανΒρυξ Ι(bis). Το πρωτοδικείο έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς την ΑΒ, ωστόσο η απόφαση αυτή ανετράπη από το εφετείο Άμστερνταμ.

57. Κατά της απόφασης αυτής, οι εναγόμενες άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden, το οποίο υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημα που απασχόλησε το ΔΕΕ, καλώντας το επί της ουσίας να διευκρινίσει εάν η εφαρμογή του άρ. 8 σημ. 1 ΚανΒρυξ Ι(bis) σε υποθέσεις ιδιωτικής επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού δύναται να επηρεαστεί από την κατασκευή της ενιαίας οικονομικής οντότητας. Το ΔΕΕ έκρινε τελικά ότι υπό τις εκτιμώμενες συνθήκες μπορεί να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοτική βάση της ομοδικίας. Ωστόσο, από την επισκόπηση του σκεπτικού του συνάγεται και εδώ με ενάργεια ότι ήχθη στο συμπέρασμα αυτό μόνον επειδή τούτο επιβαλλόταν από τους κανόνες του δικονομικού ιδ.δ.δ., εν προκειμένω του ΚανΒρυξ Ι(bis). Εάν δεν συνέβαινε αυτό το ΔΕΕ θα υιοθετούσε διαφορετική στάση.

(i) Η δικαιοδοτική βάση του άρ. 8 σημ. 1 ΚανΒρυξ I (bis)

58. Ως γνωστόν, η εν λόγω διάταξη εισάγει τη συντρέχουσα δικαιοδοτική βάση της δωσιδικίας της ομοδικίας, προβλέποντας ότι ένα πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί, εφόσον υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων λόγω της χωριστής εκδίκασής τους[109].

59. Επομένως, για να τύχει εφαρμογής το άρ. 8 σημ. 1 ΚανΒρυξ Ι (bis) στο πλαίσιο της εδώ εξεταζόμενης προβληματικής πρέπει να συντρέξουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) Η αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε εξαιτίας της αντιανταγωνιστικής πρακτικής να ασκείται ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο μία από τις εμπλεκόμενες συνδεδεμένες εταιρείες έχει την έδρα της. Ο εναγόμενος, που κατοικεί στην περιφέρεια του forum και συμπαρασύρει όλους τους άλλους εναγομένους, οι οποίοι συνενάγονται μαζί του, αποκαλείται και βασικός εναγόμενος (anchor defendant)[110]. Το άρ. 8 σημ. 1 ΚανΒρυξ Ι (bis) δεν ισχύει, αν κανείς από τους συνεναγόμενους δεν ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους της κατοικίας του [λ.χ. όταν η διεθνής δικαιοδοσία δεν θεμελιωθεί έστω για έναν εναγόμενο στο άρ. 4, αλλά π.χ. στο άρ. 7 σημείο 1 ή 2 ΚανΒρυξ Ι (bis)]. Δεν ισχύει επίσης το άρ. 8 σημ. 1 ΚανΒρ Ια εάν η διεθνής δικαιοδοσία για τον βασικό εναγόμενο θεμελιώνεται σε συμφωνία παρεκτάσεως με τον ενάγοντα, η οποία δεν μπορεί να συμπαρασύρει τους υπόλοιπους εναγομένους, (β) Η άλλη συνεναγόμενη εταιρεία να έχει την έδρα της σε ένα, οποιοδήποτε, κράτος – μέλος της Ε.Ε. και (γ) Τυχόν ξεχωριστή εναγωγή των εμπλεκόμενων εταιρειών να αντενδείκνυται λόγω της στενής συνάφειας των περισσότερων αγωγών, καθόσον σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ελλόχευε ο κίνδυνος της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται και σκοπός της αναλυόμενης διάταξης, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης, με την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας παράλληλης εκδικάσεως μιας υποθέσεως ή συγγενών υποθέσεων και την αποφυγή εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων[111]. Παρόλα αυτά γίνεται παγίως δεκτό ότι η εν λόγω δικαιοδοτική βάση πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, διότι εισάγει εξαίρεση από τη γενική δικαιοδοτική βάση του τόπου της έδρας του εναγόμενου[112]. Για τον λόγο αυτό, γίνεται δεκτό ότι δεν θεμελιώνεται η δικαιοδοτική βάση της ομοδικίας όταν αποδεικνύεται πως ο ενάγων άσκησε την αγωγή κατά πλειόνων εναγομένων αποκλειστικά με σκοπό να αποκλείσει έναν εξ αυτών από τα δικαστήρια του κράτους της κατοικίας του[113]. Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων επιχειρεί να διαμορφώσει τεχνητά τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρ. 8 σημ. 1 του ΚανΒρυξ Ι(bis), καταστρατηγώντας τον προβλεπόμενο εκεί κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας[114].

(ii) Ειδικότερα η προϋπόθεση της στενής συνάφειας και η διασύνδεσή της με την έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας

60. Η στενή συνάφεια συνιστά έννοια του ενωσιακού δικαίου, αυτοτελώς ερμηνευόμενη. Συντρέχει όταν καθίσταται σαφές ότι η συνεκδίκαση είναι αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο έκδοσης ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων σε περίπτωση χωριστής εκδίκασης των υποθέσεων. Για να χαρακτηριστούν οι αποφάσεις ως ασυμβίβαστες μεταξύ τους δεν αρκεί να υπάρχει απόκλιση όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς, αλλά πρέπει, επιπλέον, η απόκλιση αυτή να εντάσσεται στο πλαίσιο της ίδιας πραγματικής και νομικής κατάστασης[115]. Η θέση αυτή συντονίζεται και με την προδιαληφθείσα συσταλτική προσέγγιση της εδώ εξεταζόμενης δικαιοδοτικής βάσης.

61. Στο πλαίσιο αυτό, έχει ήδη κριθεί νομολογιακώς ότι τέτοια πραγματική και νομική κατάσταση υφίσταται όταν περισσότερες επιχειρήσεις μετείχαν σύμφωνα με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε ενιαία και διαρκή παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, ακόμα και εάν μετείχαν κατά τρόπο ανόμοιο, τόσο από γεωγραφική όσο και από χρονική άποψη[116].

62. Υπό το πρίσμα αυτό, η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται και στην περίπτωση κατά την οποία οι εμπλεκόμενες εταιρείες (κατ’εξοχήν θυγατρική και μητρική) συνενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων, στα οποία μία εξ αυτών έχει την έδρα της, επειδή ανήκουν στην ίδια επιχείρηση κατά την ενωσιακή έννοια του όρου. Και τούτο ανεξαρτήτως του εάν η ένταξη των εμπλεκόμενων εταιρειών στην ίδια επιχείρηση έχει διαπιστωθεί με προηγούμενη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή εθνικής αρχής ανταγωνισμού[117], αν και στην περίπτωση αγωγών τύπου «follow on», που βασίζονται σε προηγούμενη (δεσμευτική) απόφαση αρχής ανταγωνισμού, η οποία διαπίστωσε τόσο την παράβαση όσο και την ενιαία οικονομική οντότητα, η απόδειξη θα είναι ασφαλώς ευχερέστερη[118]. Η ορθότητα της θέσης αυτής βασίζεται στα ακόλουθα επιχειρήματα: (α) Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ένα ενιαίο βιοτικό περιστατικό, δηλαδή η παράβαση που διαπράχθηκε από τη θυγατρική (ή κατά περίπτωση από τη μητρική) εταιρεία, η οποία (δυνάμει ιδίως του τεκμηρίου ελέγχου) καταλογίζεται στη μητρική ως εάν την είχε διαπράξει αυτή η ίδια, και αντιστρόφως. Επομένως, οι αγωγές κατά της μητρικής και της θυγατρικής εταιρείας στηρίζονται στα ίδια γενεσιουργά της ευθύνης πραγματικά περιστατικά, (β) Επιπλέον, στο μέτρο που αμφότερες οι αγωγές έχουν ως αντικείμενο την ίδια παράβαση του άρ. 102 ΣΛΕΕ, υφίσταται η ίδια νομική κατάσταση όσον αφορά τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης. Ως εκ τούτου υπάρχει κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων όταν διαφορετικά δικαστήρια αποφαίνονται επί της αντίστοιχης ευθύνης της μητρικής ή της θυγατρικής εταιρείας[119] και (γ) Ο κίνδυνος αυτός περί έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων γίνεται περαιτέρω αισθητός στην περίπτωση που η παράβαση δεν διαπιστώνεται με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά τρόπο δεσμευτικό για όλα τα κράτη μέλη κατά τα προβλεπόμενα στο άρ. 16 παρ. 1 του Κανονισμού 1/2003. Για παράδειγμα, όταν, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, εθνική αρχή ανταγωνισμού έχει προηγουμένως αποφανθεί ότι υφίσταται ευθύνη (τουλάχιστον της θυγατρικής εταιρείας), η απόφαση αυτή δεσμεύει δυνάμει του άρ. 9 παρ. 1 Οδηγίας μόνο τα δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους, ενώ τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους, όπως εν προκειμένω τα ολλανδικά, οφείλουν να τη λάβουν υπόψη τους μόνον ως εκ πρώτης όψεως μέσο απόδειξης (άρ. 9 παρ. 2 Οδηγίας)[120].

63. Τέλος, μια τέτοια ερμηνεία συνάδει τόσο με την αρχή της προβλεψιμότητας των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας όσο και με την αρχή της ασφάλειας δικαίου[121], η οποία επιβάλλει εν προκειμένω η δικαιοδοτική βάση του άρ. 8 σημ. 1 ΚανΒρυξ Ι (bis) να ερμηνεύεται με τρόπο που να επιτρέπει στην εναγόμενη (μητρική ή θυγατρική) εταιρεία να προβλέπει εύλογα τις εθνικές δικαιοδοτικές αρχές, ενώπιον των οποίων ενδέχεται να εναχθεί με σκοπό την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από τις αντιανταγωνιστικές δραστηριότητες, στις οποίες εμπλέκεται[122].

(iii) Απόδειξη ή απλή επίκληση; Το κρίσιμο όριο τεκμηρίωσης της ενιαίας οικονομικής οντότητας

64. Τα ζητήματα που αναλύθηκαν προηγουμένως είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, λιγότερο σύνθετα και δεν φαίνεται να απασχόλησαν ιδιαιτέρως το ΔΕΕ, το οποίο ήχθη ευχερώς στο συμπέρασμα ότι η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας μπορεί να συντείνει στη θεμελίωση της δικαιοδοτικής βάσης της ομοδικίας. Αντιθέτως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αυξημένο βαθμό δυσκολίας παρουσιάζει η εκτίμηση του απαιτούμενου επιπέδου αποδεικτικής τεκμηρίωσης της ενιαίας οικονομικής οντότητας κατά το στάδιο διερεύνησης των προϋποθέσεων εφαρμογής της εν λόγω δικαιοδοτικής βάσης.

65. Ανέκυψε, δηλαδή, το ερώτημα εάν αρκεί η απλή επίκληση των προϋποθέσεων θεμελίωσης της ευθύνης της μητρικής για ενέργειες της θυγατρικής εταιρείας (και αντιστρόφως) ή εάν το Δικαστήριο οφείλει να εισέλθει ήδη κατά το στάδιο της εξέτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας σε ενδελεχή εξέταση των προϋποθέσεων αυτών, κατά μείζονα λόγο όταν οι προϋποθέσεις της θεμελίωσης ενιαίας οικονομικής οντότητας αντικρούονται από τις εναγόμενες (λ.χ. όταν η μητρική αμφισβητεί ότι έχει ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής εταιρείας).

66. Το ζήτημα δεν είναι απλό, καθώς η έκταση των εξουσιών του επιληφθέντος δικαστηρίου κατά το στάδιο της διερεύνησης της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν ρυθμίζεται εναρμονισμένα στον ΚανΒρυξ I (bis), αλλά αφήνεται στη ρυθμιστική εμβέλεια των εθνικών εννόμων τάξεων, εν προκειμένω στους δικονομικούς κανόνες της lex fori. Η προσφυγή στις εθνικές έννομες τάξεις τελεί πάντως υπό την επιφύλαξη της αρχής της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων του ενωσιακού δικαίου, εν προκειμένω του ΚανΒρυξ Ι (bis). Σύμφωνα με το ΔΕΕ, η αρχή της αποτελεσματικότητας επιβάλλει εν προκειμένω στο επιλαμβανόμενο δικαστήριο να μην προβαίνει κατά το στάδιο της εξέτασης της διεθνούς του δικαιοδοσίας σε διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας ευρείας κλίμακας επί των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε τον κίνδυνο να προδικαστεί επί της ουσίας η υπόθεση[123].

67. Η αποφατική αυτή προσέγγιση δεν απαντά ολοκληρωμένα στο ερώτημα. Καθίσταται σαφές τι πρέπει να αποφεύγεται, χωρίς όμως να αποσαφηνίζεται ποιος είναι πραγματικά ο επιτρεπτός βαθμός διείσδυσης του επιληφθέντος δικαστηρίου στα πραγματικά περιστατικά που συνέχονται με την τεκμηρίωση της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας και δια αυτής στη στενή συνάφεια. Για αυτόν το λόγο, το ΔΕΕ επισημαίνει στη συνέχεια, ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αρκείται στην εξέταση του κατά πόσο δεν μπορεί εκ των προτέρων να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ύπαρξης επιχείρησης – λ.χ. το ενδεχόμενο η μητρική εταιρεία να έχει ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής – λαμβάνοντας πάντως υπόψη όλα τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών του εναγόμενου[124].

68. Η εξέταση αυτή διευκολύνεται, εν προκειμένω, στην περίπτωση της επίκλησης του (αντικειμενικού) μαχητού τεκμηρίου περί καθοριστικής επιρροής στην περίπτωση που η μητρική εταιρεία κατέχει άμεσα ή έμμεσα το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής της[125]. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο μοναδικός ισχυρισμός που θα μπορούσε να καταδείξει ότι η επίκληση της δικαιοδοτικής βάσης της ομοδικίας έχει ως σκοπό την τεχνητή ενεργοποίηση των προϋποθέσεων του άρ. 8 σημ. 1 ΚανΒρυξ Ι(bis) συνίσταται στην επίκληση αποχρωσών ενδείξεων, από τις οποίες να προκύπτει ότι η μητρική εταιρεία δεν κατείχε άμεσα ή έμμεσα το σύνολο (σχεδόν) του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής[126]. Αν δεν έχει εφαρμογή το τεκμήριο ελέγχου (είτε εξ αρχής είτε διότι ανετράπη σύμφωνα με τα παραπάνω), θα αρκεί σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στην προηγούμενη παράγραφο, η prima facie απόδειξη ότι η μητρική εταιρεία όντως άσκησε καθοριστική επιρροή στην οικονομική δραστηριότητα της θυγατρικής, κατά τον χρόνο που διαπράχθηκε η παράβαση, ιδίως δίνοντάς της οδηγίες.

69. Σε κάθε περίπτωση, από την προεκτεθείσα ανάλυση προκύπτει με σαφήνεια ότι και στην προκειμένη περίπτωση αφετηρία για την εξέταση του δικονομικού ζητήματος (τον προσδιορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας) αποτέλεσαν οι δικονομικοί κανόνες του ΚανΒρυξ Ι(bis) και η ερμηνεία τους από το ΔΕΕ — και όχι η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας. Η τελευταία απλώς συνεκτιμήθηκε ως παράμετρος αποκλειστικά στο πλαίσιο της διερεύνησης συνδρομής των προϋποθέσεων της δικαιοδοτικής βάσης της ομοδικίας. Κοντολογίς, κρίθηκε ότι τα Ολλανδικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία διότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρ. 8 σημ. 1 ΚανΒρυξ Ι(bis) – με συνεκτίμηση, και όχι επί τη βάσει, της κατασκευής της ενιαίας οικονομικής οντότητας.

3. Η θεμελίωση της δικαιοδοτικής βάσης του forum delicti δια της αντίστροφης εφαρμογής της κατασκευής της ενιαίας οικονομικής οντότητας: Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Mol

(i) Τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και το τεθέν ζήτημα

70. Κλείνοντας αυτό το νομολογιακό ταξίδι, αξίζει κανείς να σταθεί στην απόφαση του ΔΕΕ υπόθεση Mol, η οποία σηματοδοτεί έναν ακόμη κόμβο στην πορεία της ιδιωτικής επιβολής του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού. Η εν λόγω υπόθεση συνδέεται (και αυτή) με τη δικονομική εφαρμογή των ρυθμίσεων για την ιδιωτική επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού και ειδικότερα με την εξέταση των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας. Εμφανίζει, όμως, μια σημαντική ιδιαιτερότητα, η οποία για να γίνει κατανοητή προϋποθέτει μια σύντομη εξιστόρηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, με τα οποία ο αναγνώστης έχει ήδη αποκτήσει μια οικειότητα, αφού μήτρα είναι και εδώ η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το cartel των φορτηγών.

71. Πιο συγκεκριμένα, η ουγγρική εταιρεία Mol είναι μητρική πλειόνων θυγατρικών εταιρειών, εγκατεστημένων σε διάφορα κράτη μέλη της Ε.Ε.. Οι θυγατρικές αυτές απέκτησαν εμμέσως από τη Mercedes – Benz Group, μέλος της διαπιστωθείσας οριζόντιας σύμπραξης, φορτηγά, η οποία (σύμπραξη) φέρεται να προκάλεσε ζημία ίση με το υπερβάλλον ποσό που οι θυγατρικές αυτές κατέβαλαν εξαιτίας παράβασης του άρ. 101 ΣΛΕΕ.

72. Η σχετική αγωγή αποζημίωσης η οποία αποτέλεσε και το εφαλτήριο για το προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του ΔΕΕ, δεν ασκήθηκε, ωστόσο, από τις θυγατρικές, αλλά από τη μητρική εταιρεία τους Mol. Η αγωγή αυτή υποβλήθηκε ενώπιον των δικαστηρίων της Ουγγαρίας, όπου η Mol διατηρεί την καταστατική της έδρα (forum actoris). Προκειμένου να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία των ουγγρικών δικαστηρίων, η Mol επικαλέστηκε τη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας των αδικοπρακτικών ενοχών [άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι(bis)]. Υπενθυμίζεται ότι η θεμελίωση της εν λόγω βάσης προϋποθέτει την τεκμηρίωση του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», ο οποίος καλύπτει αφενός τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός και αφετέρου (και διαζευκτικά) τον τόπο επέλευσης της ζημίας. Η Mol ισχυρίστηκε ότι, εν προκειμένω, ο τόπος επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος συνίσταται στην καταστατική της έδρα. Και τούτο διότι εκεί εντοπίζεται το κέντρο των οικονομικών και περιουσιακών συμφερόντων του ομίλου – που απαρτίζεται από τις θυγατρικές και – του οποίου ηγείται ως μητρική εταιρεία[127]. Για να αχθεί, δε, στο συμπέρασμα αυτό η Mol προσέφυγε στην κατασκευή της ενιαίας οικονομικής οντότητας, με το σκεπτικό ότι η ίδια, ως μοναδική ελέγχουσα εταιρεία του ομίλου επιχειρήσεων που συναπαρτίζει μαζί με τις θυγατρικές της, επηρεάζεται άμεσα από την κερδοφόρα ή ζημιογόνα λειτουργία αυτών.

73. Κατ’ ουσίαν, λοιπόν, η Mol διατύπωσε τον καινοφανή ισχυρισμό ότι η κατασκευή της ενιαίας οικονομικής οντότητας (τουλάχιστον στο πεδίο της διεθνούς δικαιοδοσίας) δεν αφορά μόνον τον παραβάτη των κανόνων ανταγωνισμού, αλλά και τον ζημιωθέντα. Από τη στιγμή, που η έννοια της επιχείρησης επικαθορίζει τη διαδικασία προσδιορισμού των παθητικώς ενεχόμενων προσώπων σε μια αγωγή αποζημίωσης για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, θα πρέπει να διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο και κατά την αντίστροφη πορεία, κατά τον προσδιορισμό δηλαδή των ενεργητικώς ενεχόμενων προσώπων[128]. Κατά νομική και λογική αναγκαιότητα και των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας μέσα από την εξειδίκευση του τόπου επέλευσης της ζημίας.

74. Η Mol επεδίωξε να θεμελιώσει τον ισχυρισμό της σε οικονομικής λογικής επιχειρήματα συναφή με την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, παρακάμπτοντας τη δικονομική πραγματικότητα. Κατά τους ισχυρισμούς της, ενδείκνυται σε αντίστοιχες περιπτώσεις η συγκέντρωση των αντιδικιών σε ένα forum, το οποίο θα επιληφθεί των αξιώσεων αποζημίωσης που υπέστησαν συνολικά όλες οι θυγατρικές της εταιρείες, δηλαδή σε επίπεδο ομίλου. Με μια τέτοια επιλογή, αποφεύγεται το ενδεχόμενο της πολυδάπανης εκκίνησης διαφορετικών δικαστικών διαδικασιών από κάθε θυγατρική που αγόρασε προϊόντα σε τιμή μεγαλύτερη από εκείνη που θα ίσχυε, εάν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η αντιανταγωνιστική πρακτική και συνακόλουθα τον κατακερματισμό της ουσιαστικής επίλυσης της αντιδικίας[129].

(ii) Η αρνητική απάντηση του ΔΕΕ

75. Αν και η προβληθείσα επιχειρηματολογία δεν στερείται οικονομικής λογικής και δικαστικής αποτελεσματικότητας[130], το εγχείρημα της Mol δεν στέφθηκε τελικώς με επιτυχία, καθώς τόσο τα ουγγρικά δικαστήρια όσο και το ίδιο το ΔΕΕ τάχθηκαν κατά της αξιοποίησης της έννοιας της ενιαίας οικονομικής οντότητας με σκοπό τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας του forum actoris της μητρικής εταιρείας για ζημίες που έχουν υποστεί οι θυγατρικές της.

76. Ειδικότερα το ΔΕΕ εκκίνησε το συλλογισμό του με επίκληση στο νομολογιακό κεκτημένο[131], όπως αυτό έχει διαμορφωθεί με τις σχετικές αποφάσεις του[132]. Έτσι το ΔΕΕ, πρώτον, ανέδειξε την κρισιμότητα του κριτηρίου της θιγόμενης σχετικής γεωγραφικής αγοράς (σκ. 27) και δεύτερον, επεσήμανε ότι οι επακόλουθες και οι έμμεσες ζημίες δεν αρκούν για τη θεμελίωση του forum delicti. Κρίσιμη είναι μόνον η ζημία που έχει επέλθει ως άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού (σκ. 28 -29)[133]. Υπό αυτήν την έννοια ως τόπος επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος κατά την έννοια του άρ. 7 σημ. 2 ΚανΒρυξ Ι (bis) μπορεί να θεωρηθεί είτε εκείνος, στον οποίο οι θυγατρικές της Mol αγόρασαν τα προϊόντα των οποίων η τιμή επηρεάστηκε από την οριζόντια σύμπραξη (ο οποίος συμπίπτει με εκείνον της θιγόμενης αγοράς) είτε, σε περίπτωση αγορών σε περισσότερα κράτη, ο τόπος όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα της θιγόμενης θυγατρικής. Αντιθέτως, η έδρα της μητρικής δεν συνιστά με βάση τα ως άνω νομολογιακά δεδομένα κρίσιμο κριτήριο για τον προσδιορισμό των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας.

77. Εν συνεχεία, το ΔΕΕ υπεισήλθε στον πυρήνα του προβλήματος εξετάζοντας εάν η κατασκευή της ενιαίας οικονομικής οντότητας είναι σε θέση να μεταβάλει τη διαμορφωθείσα με βάση το νομολογιακό του προηγούμενο προσέγγισή[134]. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ήταν, όπως ήδη σημειώθηκε, αρνητική[135], και υπαγορεύθηκε[136] προεχόντως από τις αρχές που διέπουν τον ΚανΒρυξ I(bis)[137], συγκεκριμένα των αρχών της εγγύτητας, της προβλεψιμότητας, του προβαδίσματος της γενικής διεθνούς δωσιδικίας της κατοικίας/έδρας του εναγόμενου, της σύνθεσης του δικονομικού με το ουσιαστικό ιδ.δ.δ. (ΚανΡώμη ΙΙ) και, τέλος, της ασφάλειας δικαίου[138].

78. Στο πλαίσιο αυτό το ΔΕΕ: (α) έκανε δεκτό ότι ο τόπος στον οποίο ευρίσκεται η έδρα της μητρικής, δεν τελεί καθ’ εαυτός σε τοπική εγγύτητα με τον τόπο επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, και δεν δύναται αφ’ εαυτού να αποτελέσει κρίσιμο κριτήριο για τη στοιχειοθέτηση της βάσης της διεθνούς δικαιοδοσίας του forum delicti[139], (β) επεσήμανε ότι η έδρα της μητρικής δεν υπηρετεί την αρχή της προβλεψιμότητας, καθώς η επιχείρηση που βαρύνεται με αντιανταγωνιστικές συμπεριφορές δεν αναμένει ευλόγως να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων που βρίσκονται στον τόπο αυτό[140], (γ) υπενθύμισε τον κανόνα της εφαρμογής της γενικής βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας του τόπου κατοικίας του εναγόμενου, ο οποίος μόνον κατ’εξαίρεση και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να παρακάμπτεται[141], (δ) διευκρίνισε ότι το forum actoris της μητρικής εταιρείας δεν εξυπηρετεί ούτε το αίτημα η υποδεικνυόμενη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας να συντονίζει το βηματισμό της με τους κανόνες προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με τον ΚανΡώμη ΙΙ, ο οποίος, υπενθυμίζεται, υποδεικνύει ως εφαρμοστέο το δίκαιο της χώρας στην οποία ευρίσκεται η πληττόμενη από τις αντιανταγωνιστικές πρακτικές αγορά[142] και (ε) υπογράμμισε ότι ο σκοπός της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει να δύναται το επιληφθέν της υπόθεσης εθνικό δικαστήριο να αποφαίνεται ευχερώς επί της διεθνούς δικαιοδοσίας, χωρίς να είναι αναγκασμένο να υπεισέλθει να προβεί σε επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης[143].

79. Η μοναδική μνεία για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού εντοπίζεται στη σκ. 41[144] της επίμαχης απόφασης, όπου αποσαφηνίστηκε ότι η απόρριψη της δικαιοδοτικής βάσης του forum actoris της μητρικής εταιρείας δεν προκαλεί προσκόμματα στην έγερση της αγωγής αποζημίωσης ούτε ασφαλώς στην προσήκουσα εφαρμογή της κατασκευής της ενιαίας οικονομικής οντότητας. Οι ζημιωθέντες εξακολουθούν να έχουν στη διάθεσή τους μια γκάμα βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία συμπεριλαμβάνει (μέχρι και) το forum actoris της άμεσα θιγόμενης – ζημιωθείσας θυγατρικής[145] – κάτι που προφανώς προάγει την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού – όπως και το forum της έδρας της εναγόμενης θυγατρικής – μέλος της ενιαίας οικονομικής οντότητας και ευθυνόμενης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που έθεσε το ΔΕΕ στην απόφαση Sumal[146].

IV. Συμπέρασμα

80. Η έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας» έχει αναδειχθεί σε πυλωρό του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού, τόσο στο πεδίο της δημόσιας όσο και επιγενέστερα σε εκείνο της ιδιωτικής επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού. Επιτρέπει τη διεύρυνση του κύκλου των υπεύθυνων για αποζημίωση προσώπων. Μέσα από αυτήν την κατασκευή, καθίσταται εφικτή η καταλογιστική μετατόπιση της ευθύνης, είτε από θυγατρική προς μητρική εταιρεία είτε αντιστρόφως, αρκεί να συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις – άλλοτε η καθοριστική επιρροή και άλλοτε η λειτουργική σύνδεση με την παράβαση. Ο κοινός παρονομαστής είναι η λειτουργική προσέγγιση της επιχείρησης ως ενιαίας οικονομικής ενότητας, ανεξαρτήτως της νομικής της μορφής.

81. Η αντίληψη περί επιχείρησης δεν εκτείνεται, όμως, χωρίς όρια. Παρά την εμβέλειά της στο ουσιαστικό πεδίο, το ΔΕΕ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν άνευ ετέρου τα αποτελέσματά της και στο δικονομικό επίπεδο. Ειδικά σε ζητήματα όπως η επίδοση εισαγωγικών δικογράφων ή η θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας, η έννοια της ενιαίας οικονομικής οντότητας υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη διαφύλαξης της θεσμικής αυτοτέλειας των δικονομικών κανόνων και των θεμελιωδών αρχών που τους διέπουν: την προβλεψιμότητα, την εγγύτητα, την ασφάλεια δικαίου και, πρωτίστως, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρ. 47 του Χάρτη.

82. Με άλλα λόγια, ενώ η «επιχείρηση» λειτουργεί ως ουσιαστικό υποκείμενο ευθύνης, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα επιμέρους νομικά πρόσωπα όταν πρόκειται για τη διεξαγωγή της δίκης. Το ΔΕΕ διατηρεί έτσι μια καθαρή γραμμή ανάμεσα στην έννοια της ευθύνης και στην έννοια της δικονομικής ένταξης: το ενωσιακό δίκαιο προστατεύει τη λειτουργική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, χωρίς όμως να παραβλέπει την ανάγκη για τήρηση των δικονομικών εγγυήσεων.

83. Εν τέλει, η ενιαία οικονομική οντότητα παραμένει κρίσιμο εργαλείο για τη θεμελίωση ευθύνης, αλλά όχι για την επέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή την παράκαμψη των διαδικαστικών τύπων. Το ΔΕΕ θέτει με σαφήνεια τα όρια της: καίρια μεν για τον καταλογισμό της ευθύνης, ακατάλληλη όμως να ρυθμίσει τη διαδικασία εναγωγής των ενεχόμενων προς αποζημίωση νομικών προσώπων.

 

[1] Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 1624/2023 ΕΕμπΔ 2024,1180, ΕφΑθ 303/2024 ΕΕμπΔ 2024,379, ΜΠρΑθ 341/2025 ΤΝΠ Νόμος.

[2] Νέα ώθηση αναμένεται να δοθεί μετά την πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση ASG 2, στην οποία έγινε δεκτό ότι η εκχώρηση των δικαιωμάτων αποκατάστασης της ζημίας εξαιτίας αντιανταγωνιστικών πρακτικών σε πάροχο νομικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να τα ασκήσει συλλογικά στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης είναι συμβατή με την αρχή της αποτελεσματικότητας (βλ. ΔΕΕ, C-253/23, 28.01.2025, ASG 2). Εκκρεμεί η επίλυση των σχετικών ζητημάτων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναμφίβολα θα τεθούν στο προσεχές μέλλον.

[3] Βλ. και αιτ. σκ. 3 Οδηγίας. Υπενθυμίζεται ότι ήταν το ΔΕΕ (τότε ΔΕΚ) που έθεσε τις βάσεις για την καθιέρωση του δικαιώματος αποζημίωσης σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων ανταγωνισμού στις αποφάσεις του επί των υποθέσεων Courage (ΔΕΚ, C-453/99, 20.11.2001, Courage και Crehan) – εφεξής «Courage»-, και Manfredi (ΔΕΚ, C-295/04 έως C-298/04, 13.07.2006, Manfredi κ.λπ.) – εφεξής «Manfredi».

[4] Βλ. Σταυρακίδη Τ., «Ζητήματα γύρω από την αστική ευθύνη της θυγατρικής για αντιανταγωνιστικές πρακτικές της μητρικής – Επ’αφορμή της απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση Sumal (C-882/19)», ΔΕΕ 2022, σ. 587 επ..

[5] Πράγματι, η ρύθμιση του διαχρονικού πεδίου εφαρμογής του N. 4529/2018 δεν είναι ενιαία, αλλά διαφοροποιείται αναλόγως του αν πρόκειται για ουσιαστικές ή δικονομικές διατάξεις. Ειδικότερα, οι δικονομικές διατάξεις των άρ. 1 έως 15 του νόμου αυτού εφαρμόζονται σε αγωγές αποζημίωσης που ασκήθηκαν από την 26η.12.2014 και εφεξής (άρ. 16 παρ. 2 Ν. 4529/2018), ενώ οι ουσιαστικές διατάξεις εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου (άρ. 16 παρ. 1 Ν. 4529/2018), δηλαδή από τις 27 Δεκεμβρίου 2016 (άρ. 24 Ν. 4529/2018), ημερομηνία που αντιστοιχεί με τη λήξη της προθεσμίας ενσωμάτωσης της Οδηγίας στις εθνικές έννομες τάξεις (άρ. 21 παρ. 1 εδ. α΄ Οδηγίας). Η χρονική αυτή τοποθέτηση της έναρξης ισχύος των ουσιαστικών διατάξεων προ της δημοσίευσης του νόμου ερείδεται στην παγίως διαμορφωμένη νομολογία του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία, μετά τη λήξη της προθεσμίας ενσωμάτωσης, το εθνικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο προς το περιεχόμενο κάθε διάταξης της μεταφερόμενης οδηγίας. Ως εκ τούτου, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία η έναρξη ισχύος των ουσιαστικών διατάξεων είχε τοποθετηθεί χρονικά μεταγενέστερα, η υποχρέωση σύμμορφης ερμηνείας θα ίσχυε αδιαλείπτως από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας. Εν προκειμένω, τέτοιο ζήτημα δεν ανακύπτει, καθώς το ελληνικό δίκαιο περιέχει ρητή νομοθετική ρύθμιση ως προς το χρονικό σημείο έναρξης ισχύος των ουσιαστικών διατάξεων, το οποίο προσδιορίζεται σαφώς στην 27η Δεκεμβρίου 2016. Βλ. συναφώς, ΔΕΕ, C-605/21, 18.04.2024, Heureka Group (Comparateurs de prix en ligne) = ΔΕΕ 2024,929, με παρατηρ. Κουτσούκη Δ. = ΕΕμπΔ 2024,1186, με παρατηρ. Κινινή = Europe, Juin 2024, comm. 231, με παρατηρ. Idot = RTD eur. 2024, 715, με παρατηρ. (ομοίως) Idot (αφορά ζητήματα συναφή με την παραγραφή – χρονικό σημείο έναρξης, διάρκεια, λόγοι αναστολής/διακοπής – οι σχετικές ρυθμίσεις χαρακτηρίζονται ως ουσιαστικές), ΔΕΕ, C-25/21, 20.04.2023, Repsol Comercial de Productos Petrolíferos= ΔιΔικ 2023,665 = ΕΕμπΔ 2023,924, με παρατηρ. Κινινή = JCP E 2023/1249, με παρατηρ. Coursière-Pluntz & Bernand = Contrats, conc. Consom. 2023, comm. 102, με παρατηρ. Bosco = JCP G 2023,607, με παρατηρ. Chagny = Europe 2023, 217, με παρατηρ. Idot = RDC 2023,81, με παρατηρ. Amaro = CoRe 2024,142, με παρατηρ. Mole & Lodigiani (αφορά το ζήτημα της δεσμευτικότητας τελεσίδικων αποφάσεων εθνικών αρχών ανταγωνισμού – η σχετική ρύθμιση χαρακτηρίστηκε ουσιαστική – σκ. 39), βλ. επίσης Heinen V./ Binet C., «Probative value of decisions of national competition authorities in civil actions not subject to the Damages Directive: Case C-25/21 Repsol Comercial de Productos Petrolíferos», J. Eur. Compet. Law Pract. 2023, σ. 351, ΔΕΕ, C-57/21, 12.01.2023, RegioJet, και ΔΕΕ, C-163/21, 10.11.2022, PACCAR κ.λ.π. (αμφότερες αφορούν στα άρ. 5 και 6 της Οδηγίας και την εκεί ρυθμιζόμενη υποχρέωση και διαδικασία κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων – οι σχετικές ρυθμίσεις χαρακτηρίστηκαν ως δικονομικές), ΔΕΕ, C-267/20, 22.06.2022, Volvo και DAF Trucks = Lex & Forum 2022, σ. 954 επ., με σχ. Καραμέρου = CoRe 2023, σ. 64 επ., με παρατηρ. Francesco  = JCP E 2023, σ. 1050, με παρατηρ. Bettoni [επί της διάρκειας της προθεσμίας παραγραφής (άρ. 10, το οποίο συνιστά ουσιαστική διάταξη), της απονομής στα εθνικά δικαστήρια της εξουσίας εκτίμησης του ύψους της ζημίας (άρ. 17 παρ. 1, το οποίο συνιστά δικονομική διάταξη – βλ. συναφώς και ΔΕΕ, C-312/21, 16.02.2023, Tráficos Manuel Ferrer = ΕΕμπΔ 2024, σ. 269, με παρατηρ. Κινινή = ΔΕΕ 2024, σ. 454 επ., με παρατηρ. Αποστολόπουλου, σκ. 51) και του μαχητού τεκμηρίου πρόκλησης ζημίας λόγω των συμπράξεων (άρ. 17 παρ. 2, το οποίο συνιστά ουσιαστική διάταξη)], ΔΕΕ, C-637/17, 28.03.2019, Cogeco = ΔΕΕ 2019,1102, με παρατηρ. Μαρίνου (επί ζητημάτων συναφών με την παραγραφή – χρονικό σημείο έναρξης, διάρκεια, λόγοι αναστολής/διακοπής, των οποίων η φύση χαρακτηρίζεται, όπως μόλις ελέχθη, ουσιαστική).

[6] Το ΔΕΕ κατά τη διαμόρφωση των ειδικότερων κανόνων που διέπουν την αστική ευθύνη εξαιτίας αντιανταγωνιστικών πρακτικών διακρίνει ανάμεσα αφενός στους κανόνες που διέπουν τα συστατικά στοιχεία του δικαιώματος αποζημιώσεως και αντλούν το έρεισμά τους απευθείας από τα άρ. 101 και 102 ΣΛΕΕ και αφετέρου σε εκείνους που (κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπο) συνδέονται με τις λεπτομέρειες της άσκησης του δικαιώματος προς αποκατάσταση ζημίας. Οι δεύτεροι αυτοί κανόνες υπόκεινται σε έναν πρώτο χρόνο στις εθνικές διατάξεις και εν συνεχεία σε ένα δεύτερο χρόνο διαπλάθονται υπό την διαμορφωτική επίδραση της αρχής της αποτελεσματικότητας, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του δικαιώματος αποζημίωσης του θιγόμενου από τις αντιανταγωνιστικές πρακτικές (βλ. προτάσεις Γεν. Εισαγγ. Wahl, στην υπόθεση Skanska Industrial Solutions κ.λπ., σημ. 40-41, προτάσεις Γεν. Εισαγγ. Kokott, στην υπόθεση Kone, σημ. 23, Μαρίνο, ΧρΙΔ 2020, σ. 53, υπό VII και VIII). Στην πρώτη κατηγορία ζητημάτων εντάσσονται ως συστατικά και θεμελιώδους σημασίας στοιχεία του δικαιώματος αποζημίωσης ο καθορισμός των υπόχρεων προς αποζημίωση προσώπων και η εννοιοδότηση της αιτιώδους συνάφειας. Στη δεύτερη, εντάσσεται λ.χ. το ζήτημα της παραγραφής.

[7] Βλ. ΔΕΕ, C-435/18, 12.12.2019, Otis κ.λ.π.= ΧρΙΔ 2020,56 επ., με παρατηρ. Μαρίνου · για την εν λόγω απόφαση βλ. επίσης Gassler, The Otis Judgment: Another Conformation of the Expansive Scope of Cartel Liability after Kone (C-435/18 Otis), CoRe 2020, σ. 45 επ., ΔΕΕ, C-557/12, 05.06.2014, Kone κ.λ.π. = ΕΕμπΔ 2014,507, με παρατηρ. Χατζάρα. Βλ. αναλυτικότερα Τρούλη Ε., «Η υπόθεση Kone AG κ.ά. κατά ÖBB-Infrastruktur AG (C-557/12) και τα «Umbrella claims»: Ένα νέο όριο για την αιτιότητα;», στο Τιμητικός τόμος Ιωάννη Κ. Ρόκα, 2017, σ. 967 επ., Ζαπριάνο Ν., «Η θεμελίωση της αιτιώδους συνάφειας. Συνδυασμός των θεωριών της πρόσφορης αιτίας και του σκοπού του κανόνα δικαίου στην αστική ευθύνη λόγω παραβάσεων του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού», Αρμ. 2015, σ. 741 επ., Dunne Ν., «It never rains but it pours? Liability for “umbrella effects” under EU competition law in Kone», Common Mark. Law Rev. 2014, σ. 1813.

[8] Βλ. τις αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις Cogeco, Volvo και DAF Trucks και Heureka Group.

[9] Βλ. την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Repsol Comercial de Productos Petrolíferos.

[10] Βλ. τις αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις RegioJet, PACCAR κ.λπ., Volvo και DAF Trucks, Tráficos Manuel Ferrer.

[11] Βλ. ΔΕΕ, C-30/20, 15.07.2021, Volvo κ.λ.π. = ΕλλΔνη 2021, σ. 1591 = ΕΕμπΔ 2021, σ. 1409 επ., με παρατηρ. Τζάκα = Europe 2021, comm. 361, με παρατηρ. Idot = D. 2021,1432 = RTD com. 2021, σ. 679 με παρατηρ. Marmisse-d’Abbadie d’Arrast (εφεξής, «Volvo κ.λπ.»), ΔΕΕ, C-59/19, 24.11.2020, Wikingerhof = ΕΕμπΔ 2020, σ. 1001 επ. = D. 2021, σ. 1064 = Rev. crit. DIP 2021, σ. 440, με σημ. Idot = RTD com. 2021, σ. 229, με παρατηρ. Marmisse-d’Abbadie d’Arrast, ΔΕΕ, C-451/18, 29.07.2019, Tibor-Trans = Rev. crit. DIP 2020, με παράτ. Idot = E.C.L.R. 2020, 16(1), σ. 230-231, με παρατηρ. Esposito/Hacker, ΔΕΕ, 05.07.2018, C-27/17, flyLAL-Lithuanian Airlines, ΔΕΕ, C-352/13, 21.05.2015, CDC Hydrogen Peroxide (εφεξής, «CDC Hydrogen Peroxide»). Βλ. επίσης Idot, Chronique Droit européen de la concurrence – Actions en réparation: la lancinante question de la compétence internationale, RTD Eur. 2021, σ. 959 επ..

[12] Βλ. ΔΕΕ, C-724/17, 14.03.2019, Skanska Industrial Solutions κ.λ.π. = ΔΕΕ 2020,62, με παρατηρ. Μαρίνου = ΧρΙΔ 2019, σ. 534, με παρατηρ. Λιάσκου = JCP E 2019, σ. 1286, με παρατηρ. Constans  (εφεξής «Skanska»). Για την εν λόγω απόφαση βλ. και Wurmnest W., «Liability of “Undertakings” in Damages Actions for Breach of Articles 101, 102 TFEU», Common Mark. Law Rev. 2020, σ. 915 επ., Leitch Α., «Skanska: Are Jurisdiction Challenges Now an Impossible Undertaking?», Competition Law Journal 2019, σ. 97.

[13] Βλ. ΔΕΕ, C-882/19, 06.10.2021, Sumal = ΕΕμπΔ 2022, σ. 263, με παρατηρ. Τριανταφυλλίδη = Europe 2021, comm. 450, με παρατ. Idot. Για την απόφαση αυτή, βλ. επίσης Σταυρακίδη Τ., ΔΕΕ 2022, σ. 587 επ. (εφεξής «Sumal»).

[14] Βλ. Αθανασίου Λ./ Μαστρομανώλη Ε., «Καταλογισμός σε μητρική εταιρεία παράβασης κανόνων ανταγωνισμού θυγατρικής της (σύγχρονες τάσεις και συγκριτικές παρατηρήσεις)», Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιρειών, σ. 1169 επ.

[15] Άρ. 61 ΑΚ.

[16] Άρ. 1 παρ. 1 εδ. α΄ Ν 4548/2018.

[17] Για τις οποίες βλ. ΑΠ(ολομ.) 2/2023 ΕπισκΕΔ 2013, σ. 573 επ., με παρατηρ. Παμπούκη Κ.

[18] Πρόκειται συγκεκριμένα για (παρατιθέμενες με χρονολογική σειρά), ΔΕΕ, C-632/22, 11.07.2024, Volvo (Assignation au siège dune filiale de la défenderesse), εφεξής «Volvo», ΔΕΕ, C-425/22, 04.07.2024, Mol, εφεξής «Mol», ΔΕΕ, C-393/23, 13.11.2025, Athenian Brewery και Heineken = D. 2025,309, εφεξής, «Athenian Brewery και Heineken».

[19] Βλ. χαρακτηριστικά προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην υπόθεση Mol, σημ. 92: «(…) επισημαίνεται ότι ο ως άνω κανονισμός [σ.σ. ΚανΒρυξ Ι(bis)] αντιστρέφει τον εν λόγω γενικό κανόνα [σ.σ. τον κανόνα της της γενικής δικαιοδοτικής βάσης του τόπου κατοικίας του εναγόμενου] όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες εναγόντων οι οποίοι θεωρούνται ως ασθενέστεροι διάδικοι, παρέχοντάς τους ενισχυμένη προστασία υπό τη μορφή της δυνατότητας να ενάγουν στον τόπο της κατοικίας τους (ή της εργασίας τους). Οι φερόμενοι ως ζημιωθέντες από συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν συγκαταλέγονται, αυτοί καθεαυτούς, στις εν λόγω κατηγορίες (εκτός αν ενεργούν, στο πλαίσιο συγκεκριμένης περιπτώσεως, ως καταναλωτές). Το εν λόγω status quo είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι υφίσταται δημόσιο συμφέρον για τη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου του ανταγωνισμού και ότι, για την προαγωγή του εν λόγω συμφέροντος, ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να θεσπίσει ορισμένους κοινούς κανόνες στον τομέα της ιδιωτικής επιβολής του εν λόγω δικαίου. Αυτό που έχει σημασία για την υπό κρίση υπόθεση είναι ότι τέτοια επιλογή δεν αποτυπώνεται σε κάποιον από τους «προστατευτικού χαρακτήρα» κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού 1215/2012, υπό την τρέχουσα μορφή τους.» (υπογραμμίσεις δικές μας).

[20] Βλ. σημ. 93 των προτάσεων του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην υπόθεση Mol.

[21] Βλ. Skanska, σκ. 28, καθώς και προτάσεις Γεν. Εισαγγ. Wahl στην ίδια υπόθεση, σημ. 59-61.

[22] Και όχι ως ζήτημα που άπτεται των λεπτομερειών της άσκησης του δικαιώματος αυτού, όποτε θα ρυθμιζόταν από τις εθνικές έννομες τάξεις, βλ. supra, υποσημ. 6.

[23] Βλ. προτάσεις Γεν. Εισαγγ. Wahl στην υπόθεση Skanska, σημ. 67.

[24] Βλ. Skanska, σκ. 28, και προτάσεις Γεν. Εισαγγ. Wahl, σημ. 62. Βλ. και άρ. 1 παρ. 1 εδ. α΄ Οδηγίας (αν και μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί από το ΔΕΕ απόφαση κατόπιν προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με αγωγές, στις οποίες ratione temporis είναι εφαρμοστέα η Οδηγία). Για την έννοια της επιχείρησης στο πλαίσιο της παθητικής νομιμοποίησης για αγωγές αποζημίωσης, βλ. Γκουντέλα Ε., Οι όμιλοι επιχειρήσεων ανάμεσα στην πραγματική οικονομία και τη νομική δογματική, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2024, σ. 96 επ., Κουτσούκη Δ., Η αξίωση αποκατάστασης της ζημίας από οριζόντια σύμπραξη επιχειρήσεων (καρτέλ) κατά το Ν. 4529/2018, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2024, 85 επ., Κινινή Ε., Εις ολόκληρο ευθύνη και αναγωγή στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2023, 44 επ., Ρόκα Αλ., Η διεύθυνση του ομίλου επιχειρήσεων ως δικαίωμα και υποχρέωση της μητρικής εταιρείας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2022, 216 επ., Ζαπριάνο Ν., Αστική ευθύνη λόγω παραβάσεων του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2021, 59 επ..

[25] Βλ. Skanska, σκ. 47, Sumal, σκ. 38.

[26] Βλ. Sumal, σκ. 35-36, Courage και Crehan, σκ. 24 έως 26, Manfredi κ.λπ., σκ. 59. Βλ. επίσης προτάσεις Γεν. Εισαγγ. Wahl, σημ. 31.

[27] Βλ. Skanska, σκ. 36 και 37, Sumal, σκ. 41.

[28] Βλ. Skanska, σκ. 31 και 32, Sumal, σκ. 42.

[29] Βλ. ΔΕΕ, C-93/13 P και C-123/13 P, 05.03.2015, Επιτροπή κατά Eni και Versalis και Eni κατά Επιτροπής, σκ. 89, ΔΕΕ, C-97/08 P, 10.09.2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκ. 56 και 57.

[30] Βλ. Volvo, σκ. 49.

[31] Βλ. Αθανασίου Λ., εις ΔικΕλΑντ, β΄ έκδοση, § 24, 92.

[32] Βλ. ΔΕΕ, C-152/19 P, 25.03.2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, σκ. 75, ΔΕΕ, C-623/15 P, 18.01.2017, Toshiba κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα, σκ. 46, ΔΕΕ, -293/13 P και C-294/13 P, 24.06.2015, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Fresh Del Monte Produce, σκ. 76.

[33] Βλ. ΔΕΕ, C-595/18 P, 27.01.2021, The Goldman Sachs Group κατά Επιτροπής, σκ. 32.

[34] Όταν δηλαδή ο έλεγχος αυτός ασκείται μέσω μιας αδιάκοπης αλυσίδας συμμετοχών που αφορούν το σύνολο (ή σχεδόν το σύνολο) του μετοχικού κεφαλαίου, βλ. ΔΕΕ, C-90/09 P, 20.01.2011, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκ. 88.

[35] Από την απόφαση της C-521/09 P, 29.11.2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, σκ. 63, το ΔΕΕ δέχεται τη δυνατότητα εφαρμογής του τεκμηρίου της πραγματικής άσκησης αποφασιστικής επιρροής και σε συμμετοχές ελαφρώς κατώτερες του 100% (στην υπόθεση εκείνη, συμμετοχή ύψους 98%).

[36] Το ΔΕΕ επέκτεινε, εν συνεχεία, το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω τεκμηρίου, ώστε αυτό να καλύπτει και περιπτώσεις στις οποίες η μητρική εταιρεία κατέχει το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με τις μετοχές της θυγατρικής, αποσαφηνίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι το τεκμήριο δεν βασίζεται στους κεφαλαιουχικούς δεσμούς, αλλά στον βαθμό ελέγχου που η μητρική εταιρεία ασκεί επί της θυγατρικής, βλ. ΔΕΕ, C-595/18 P, 27.01.2021, The Goldman Sachs Group κατά Επιτροπής, σκ. 35, η οποία επικύρωσε επ’ αυτού την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, T-419/14, 12.07.2018, The Goldman Sachs Group κατά Επιτροπής.

[37] Βλ. αναλυτικότερα Σταυρακίδη Τ., ΔΕΕ 2022, σ. 601 επ.. Βλ. επίσης Τζουγανάτο Δ., «Πόσο σοβαρά απειλούνται οι όμιλοι επιχειρήσεων από το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού» στο θανασίου Λ., Μικρουλέα Α., Περάκης Ε., Ρόκας Ν., Σουφλερός Η., Σωτηρόπουλος Γ., Τζουγανάτος Δ. (επιμ.) Συνομιλώντας με τον Καθηγητή Γεώργιο Μιχαλόπουλο για το δίκαιο της επιχείρησης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2023, σ. 927 επ., Ζευγώλη, «Ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ με αφορμή την υπόθεση Sumal (C-882/19)», ΔΕΕ 2023, σ. 998 επ., Χριστιά, «Παρατηρήσεις στην ΔΕΕ υπόθ. C-882/19, απόφ. της 6.10.2021 (Παράνομη σύμπραξη – Ευθύνη θυγατρικής για πράξεις της μητρικής εταιρείας)», ΔΕΕ 2022, σ. 329.

[38] Βλ. λ.χ. ΔΕΕ, C-425/22, 04.07.2024, Mol, ΔΕΕ, C-312/21, 16.02.2023, Tráficos Manuel Ferrer, ΔΕΕ, C-267/20, 22.06.2022, Volvo και DAF Trucks, ΔΕΕ, C-882/19, 06.10.2021, Sumal.

[39] Βλ. Σκ. 46 και 51. Βλ. επίσης προτάσεις Γεν. Εισαγγ. Pitruzella, σημ. 25 και 54 επ., όπου και η επισήμανση ότι παρόμοια λύση εφαρμόζουν και τα βρετανικά δικαστήρια (υποσημ. 69). Βλ. την απόφαση Media-Saturn Holding GmbH & Ors κατά Toshiba Information Systems (UK) Ltd & Ors [2019] EWHC 1095 (Ch) (2 Μαΐου 2019), σκ. 129-155. Για την εν λόγω απόφαση, βλ. και Garnier, Contrats, conc. Consom. 2021, comm. 186, παρ. 2, Robertson, E.C.L.R. 2019, 40(8), σ. 347-353. Για την εν λόγω νομολογία των βρετανικών δικαστηρίων, βλ. Bellamy & Child, European union law of Competition, 16.034 επ. και 16.096.

[40] Βλ. σημ. 25 και υποσημ. 13 και 14 των προτάσεων του Γεν. Εισαγγ. Pitruzzella.

[41] Βλ. Sumal, σκ. 51 και 52.

[42] Βλ. σημ. 66 των προτάσεων του Γεν. Εισαγγ. Pitruzzella.

[43] Βλ. και σημ. 51 και 52 των προτάσεων του Γεν. Εισαγγ. Szpunar στην υπόθεση Volvo: «(…), η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση Sumal επικεντρώνεται αποκλειστικώς σε ζητήματα ουσιαστικού δικαίου (…). Αντιθέτως, όσον αφορά τους κανόνες, οι οποίοι διέπουν τον τρόπο επίδοσης ή κοινοποίησης εισαγωγικού δίκης εγγράφου, πρέπει να αποφεύγεται κάθε ασάφεια. (…).».

[44] Βλ. αιτ. σκ. 3 Καν. 2020/1874. Επίσης, ΔΕΕ, C-325/11, 19.12.2012, Alder, = ΕλλΔνη 2016,617, σκ. 36.

[45] Βλ. ΔΕΕ, C-354/15, 02.03.2017, Henderson, σκ. 72, ΔΕΕ, C-671/18, 05.12.2019, Centraal Justitieel Incassobureau, σκ. 39.

[46] Βλ. Volvo, σκ. 39-41 και 47.

[47] Βλ. Volvo, σκ. 42.

[48] Βλ. Volvo, σκ. 43.

[49] Βλ. άρ. 45 παρ. 1 στχ. β΄ ΚανΒρυξ Ι (bis).

[50] Βλ. άρ. 46 ΚανΒρυξ Ι (bis).

[51] Βλ. χαρακτηριστικά Volvo, σκ. 53.

[52] Πρβλ. άρ. 126 παρ. 1 περ. γ΄. Για τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα του διορισμού αντικλήτου, βλ. άρ. 142 και 143 ΚΠολΔ αντίστοιχα.

[53] Οι διασυνοριακές, ενδοενωσιακές επιδόσεις δικαστικών πράξεων ρυθμίζονται σήμερα από τον Καν. 2020/1784 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις μεταξύ κρατών μελών, ο οποίος αντικατέστησε τον Καν. 1393/2007. Η υπό κρίση υπόθεση υπάγεται διαχρονικά στο πεδίο εφαρμογής του Καν. 1393/2007, οι σχετικές ρυθμίσεις του οποίου, ωστόσο, δεν διαφοροποιούνται ουσιωδώς, ως προς τα κρίσιμα εδώ σημεία, από εκείνες του διαδόχου του.

[54] Βλ. άρ. 1 παρ. 2 και αιτ. σκ. 8 Καν. 1393/2007, καθώς και άρ. 1 παρ. 3 και αιτ. σκ. 6 Καν. 2020/1784. Βλ. και ΔΕΕ, C-325/11, 19.12.2012, Alder, σκ. 24.

[55] Πρβλ. και Αρβανιτάκης Π./Ε. Βασιλακάκης Ε., Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 (Κανονισμός επιδόσεων), Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2018, άρ. 1, σ. 45, αρ. 14.

[56] Βλ. Volvo, σκ. 59-61.

[57] Βλ. ibid., σκ. 63. Επίσης, αιτ. σκ. 16 Καν. 1393/2007 και αιτ. σκ. 28 και άρ. 15 εδ. β΄ και γ΄ Καν. 2020/1784. Εξάλλου, πέραν της διαβίβασης των δικαστικών πράξεων μέσω των υπηρεσιών διαβίβασης και παραλαβής, προβλέπεται και η δυνατότητα ταχυδρομικής κοινοποίησης (άρ. 14 Καν. 1393/2007 και 18 Καν. 2020/1784) ή ηλεκτρονικής επίδοσης (άρ. 19 Καν. 2020/1784), η οποία έχει σαφώς πιο περιορισμένο κόστος.

[58] Βλ. άρ. 8 Καν. 1393/2007 και 12 Καν. 2020/1784.

[59] Βλ. ibid., σκ. 64-65. Επίσης, άρ. 9 παρ. 2 Καν. 2020/1784.

[60] Βλ. ibid., σκ. 66. Βλ. και ΔΕΕ, C-312/21, 16.02.2023, Tráficos Manuel Ferrer, όπου έγινε δεκτό ότι εθνικός κανόνας δυνάμει του οποίου, σε περίπτωση που η αγωγή γίνεται εν μέρει δεκτή, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και το ήμισυ των κοινών εξόδων, δεν αντίκειται στην αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού. Ο ενάγων μπορεί εύλογα, σε περίπτωση μερικής ήττας του, να υποχρεωθεί να φέρει τα έξοδά του ή, τουλάχιστον, ένα μέρος των εξόδων αυτών, καθώς και μέρος των κοινών εξόδων, εφόσον η δημιουργία των εν λόγω εξόδων μπορεί να του αποδοθεί, για παράδειγμα λόγω υπερβολικών αιτημάτων ή λόγω της δικονομικής συμπεριφοράς του κατά τη διεξαγωγή της δίκης (βλ. ibid., σκ. 47)

[61] Βλ. ibid., σκ. 68.

[62] Η δε εύλογη διάρκεια της δίκης, κατά το νόημα του δεύτερου εδαφίου του άρ. 47 του Χάρτη, δεν μπορεί να καθοριστεί κατά γενικό και αφηρημένο τρόπο, επί τη βάσει ενός συγκεκριμένου ανώτατου ορίου. Αντίθετα, πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης, όπως είναι -ενδεικτικά- «το διακύβευμα και η περιπλοκότητα της διαφοράς» καθώς και «η συμπεριφορά των διαδίκων», ακόμη δε και «των αρμοδίων αρχών».

[63] Υπάρχει, πάντως, εν προκειμένω το ενδεχόμενο της αφερεγγυότητας της θυγατρικής εξαιτίας της στέρησης χρηματοδότησης από τη μητρική. Ωστόσο, το ενδεχόμενο αυτό είναι τυχαίο και πραγματολογικό και γι’ αυτό δεν μπορεί να συνυπολογιστεί για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας αντιμετώπισης του εδώ εξεταζόμενου ζητήματος.

[64] Βλ. ibid., σκ. 69. Το ΔΕΕ άντλησε στη σκ. 52 επιχείρημα και από την ad hoc αντιφατική στάση της ενάγουσας εταιρείας, η οποία μολονότι δεν ενήγαγε την ισπανική θυγατρική, ως είχε δυνατότητα κατ’εφαρμογή της ενιαίας οικονομικής οντότητας, επιχείρησε εν συνεχεία να βασιστεί στην κατασκευή αυτή, προκειμένου να αποφύγει τη διασυνοριακή επίδοση (venire contra factum proprium). Το επιχείρημα αυτό είναι πάντως περισσότερο οντολογικό και λιγότερο αξιακό. Ακόμα και εάν η ζημιωθείσα είχε συνεναγάγει την Ισπανική θυγατρική θα όφειλε να επιδώσει την αγωγή και στη μητρική της. Μοναδική δίοδος διαφυγής ήταν η αποκλειστική εναγωγή της θυγατρικής κατ’εφαρμογή του νομολογιακού προηγούμενου της Sumal.

[65] Εκτός, εννοείται, της γενικής δικαιοδοτικής βάσης του τόπου κατοικίας του εναγόμενου [άρ. 4 ΚανΒρυξ Ι (bis)].

[66] Σκ. 65 εδ. β΄. Η διάταξη αυτή απονέμει ευθέως και αμέσως τόσο τη διεθνή δικαιοδοσία όσο και την κατά τόπον αρμοδιότητα στο δικαστήριο του τόπου επέλευσης της ζημίας.

[67] Επομένως, με όρους ελληνικού δικαίου η ευθύνη της θυγατρικής είναι μεν εξωσυμβατική, αλλά όχι (ταυτόχρονα και) αδικοπρακτική-υποκειμενική. Πρόκειται, αντιθέτως, για ευθύνη εκ του νόμου και αντικειμενική, ανεξάρτητη δηλαδή από ίδιον πταίσμα του νομικού προσώπου, βλ. Σταθόπουλο Μ., Γενικό ενοχικό δίκαιο, 5η έκδοση, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2018), §6 109 επ. και §8, αρ. 44, Γεωργιάδη Απ., Ενοχικό δίκαιο, γενικό μέρος, 2η έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2015), §59, αρ. 4.

[68] Βλ. ΔΕΕ, C-375/13, 28.01.2015, Kolassa, σκ. 44, ΔΕΚ, C-189/87, 27.11.1988, Καλφέλης,, σκ. 18, Αρβανιτάκης Π./Βασιλακάκης Ε., ΕρμΕΚ (4) – ΚανΒρυξ Ια, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2020, άρθρ. 7 σημ. 2, αριθ. 80, Νίκα Ν./Σαχπεκίδου Ε., ΕυρΠολΔ, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, άρθρο 7 αριθ. 123 επ.

[69] Βλ. ΔΕΕ, C-147/12, 18.07.2013, ÖFAB, σκ. 33 επ., ΔΕΚ, C-27/02, 20.01.2005, Engler, σκ. 51.

[70] Βλ. Βασιλακάκη Ε., Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και από αδικοπραξία, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2004, σ. 169 επ., Κεραμέα Κ., «Διεθνής δικαιοδοσία σε αδικοπρακτικές αξιώσεις», ΕΕΕυρΔ 1994, α. 917 επ., Μακρίδου Κ., «Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της «αδικοπραξίας» και «οιονεί αδικοπραξίας» του άρθρου 5 § 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών», Αρμ 1990, σ. 1165 επ., Αρβανιτάκη Π., «Η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» επί σύνθετης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς κατά το άρθρο 5 σημ. 3 ΣυμΛουγκ/ΚανΒρ Ι», ΕΠολΔ 2009, σ. 472 επ., Μιχαηλίδου Χ., «Νομολογιακή επεξεργασία της ειδικής βάσης διεθνούς δικαιοδοσίας σε αδικοπρακτικές αξιώσεις από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», Δ 2000, σ. 196 επ..

[71] Βλ. ενδεικτικά flyLAL‑Lithuanian Airlines, σκ. 28, Kolassa, σκ. 45. Βλ. επίσης Δεληκωστόπουλο Ι., Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2η έκδοση, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2019, σ. 125.

[72] Σκ. 65 εδ. β΄, Tibor-Trans, σκ. 25, flyLAL‑Lithuanian Airlines, σκ. 28.

[73] Βλ. flyLAL‑Lithuanian Airlines, σκ. 27.

[74] Βλ. ΔΕΚ, C-168/02, 10.06.2004, Kronhofer, σκ. 18. Για τη σημασία της δικονομικής εγγύτητας, βλ. Παμπούκη Χ., Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2020, αρ. 506.

[75] Βλ. ΔΕΚ, C-21/76, 30.11. 2016, Mines de potasse dAlsace, ΔΕΚ, C-189/08, 16.07.2019, Zuid-Chemie, σκ. 31, ΔΕΚ, C-68/93, 07.03.1995, Shevill κ.λ.π., σκ. 27.

[76] Βλ. ΔΕΕ, C‑12/15, 16.06.2016, Universal Music International Holding, σκ. 25, ΔΕK, C-364/93, 19.11.1995, Marinari, σκ. 13.

[77] Βλ. ΔΕΕ, C-133/11, 25.12.2002, Folien Fischer and Fofitec = Αρμ. 2013,1902, με σχ. Παπασταύρου, σκ. 44-45, προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. M-C Sanchez-Bordona στην υπόθεση Vereniging van Effectenbezitters, σημ. 66.

[78] Βλ. προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Bobek, στην υπόθεση flyLAL‑Lithuanian Airlines, , σκ. 29.

[79] Βλ. Tibor-Trans, σκ. 27-28, flyLAL‑Lithuanian Airlines, σκ. 31-32. Βλ. επίσης Αρβανιτάκης Π. /Βασιλακάκης Ε. , ΕρμΕΚ (4)-ΚανΒρ Ια, 2020, άρθρ. 7 σημ. 2, αριθ. 97, Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα…, ό.π., σ. 126. Η έννοια του τόπου επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος δεν μπορεί να ερμηνευθεί διασταλτικώς, ώστε να περιλαμβάνει κάθε τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές οι επιζήμιες συνέπειες ενός γεγονότος. Επομένως, η έννοια αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα τον τόπο στον οποίο ο ζημιωθείς διατείνεται ότι υπέστη περιουσιακή ζημία που αποτελεί συνέπεια της αρχικώς επελθούσας ζημίας που υπέστη σε άλλο κράτος, βλ. συναφώς και Mol, σκ. 28.

[80] Βλ. ΔΕΕ, C-343/19, 09.07.2020, Verein für Konsumenteninformation, σκ. 33 (in fine), με περαιτέρω παραπομπές στις αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις Kronhofer, Kolassa, Löber, οι οποίες αφορούν χρηματοοικονομικές επενδύσεις.

[81] Υπό το πρίσμα της προκληθείσας λόγω της παραβατικής συμπεριφοράς ζημίας, συναφείς είναι οι αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις Volvo κ.λπ. (σκ. 11) και Tibor-Trans (σκ. 30).

[82] Βλ. σκ. 66 εδ. α΄, καθώς και Tibor-Trans, σκ. 31: «Όσον αφορά τη φύση της προβαλλομένης ζημίας, πρέπει να επισημανθεί ότι η ζημία αυτή δεν συνιστά απλώς οικονομική συνέπεια της ζημίας την οποία θα μπορούσαν να υποστούν οι άμεσοι αγοραστές, (…) και η οποία θα συνίστατο σε απώλεια πωλήσεων συνεπεία της αυξήσεως των τιμών. Αντιθέτως, η προβαλλόμενη στην υπόθεση της κύριας δίκης ζημία οφείλεται κατ’ ουσίαν στις επιπλέον δαπάνες που καταβλήθηκαν εξαιτίας του τεχνηέντως υψηλού τιμήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά άμεση συνέπεια της παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και, επομένως, άμεση ζημία δυνάμενη να θεμελιώσει, καταρχήν, τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους εντός του οποίου επήλθε.» (υπογραμμίσεις δικές μας).

[83] Το ίδιο έχει γίνει δεκτό και για τα διαφυγόντα κέρδη λόγω της μείωσης πωλήσεων. Ειδικότερα, το ζήτημα του κατά πόσον το διαφυγόν κέρδος μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αρχική ζημία», ή αν αποτελεί αποκλειστικώς συνακόλουθη οικονομική ζημία, απασχόλησε το ΔΕΕ στο πλαίσιο της υπόθεσης flyLALLithuanian Airlines, όπου το ΔΕΕ έκρινε ότι το εν λόγω διαφυγόν κέρδος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ζημία για την εφαρμογή του άρ. 7 σημ. 2 αρκεί να τεκμηριώνεται ότι η ζημία αυτή είναι αρχική και άμεση, ότι, δηλαδή, συνδέεται ευθέως με το εξεταζόμενο ζημιογόνο γεγονός, βλ. flyLAL‑Lithuanian Airlines, σκ. 36 («Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι διαφυγόν κέρδος το οποίο συνίσταται, μεταξύ άλλων, σε απώλεια πωλήσεων την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη ο ζημιωθείς συνεπεία συμπεριφορών αντίθετων προς τους κανόνες τους ανταγωνισμού, ιδίως δε προς τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ζημία» για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, θεμελιώνουσα, καταρχήν, τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους εντός του οποίου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός»). Πρβλ., επίσης, ΔΕΕ, C-618/15, 21.12.2016, Concurrence, σκ. 33 και 35.

[84] Πρβλ. Tibor-Trans, σκ. 36.

[85] Βλ. προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Sanchez-Bordona, στην υπόθεση Vereniging van Effectenbezitters, C-709/19, σκ. 49, προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Sanchez-Bordona, στην υπόθεση Verein für Konsumenteninformation, C-343/19, σκ. 59, 63.

[86] Βλ. και αιτ. σκ. 16 ΚανΒρυξ Ι(bis).

[87] Βλ. και αιτ. σκ. 15 ΚανΒρυξ Ι(bis).

[88] Βλ. αιτ. σκ. 7 ΚανΡώμη ΙΙ. Βλ. επίσης ΔΕΕ, C-343/19, 09.07.2020, Verein für Konsumenteninformation, σκ. 39.

[89] Όπως συνέβη στις υποθέσεις Sumal (αγωγή ισπανικής εταιρείας ενώπιον ισπανικών δικαστηρίων), Tibor-Trans (αγωγή ουγγρικής εταιρείας ενώπιον ουγγρικών δικαστηρίων), flyLAL‑Lithuanian Airlines (αγωγή λιθουανικής εταιρείας ενώπιον λιθουανικών δικαστηρίων).

[90] Βλ. ΔΕΕ, C-304/17, 12.11.2018, Löber, σκ. 24-25, Kronhofer, σκ. 20 (in fine), Παμπούκη Χ., Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ό.π., αρ. 877 (in fine).

[91] Βλ. προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. De la Tour, στην υπόθεση Volvo κ.λπ., C-30/20, σκ. 102 (in fine).

[92] Βλ. σκ. 66 εδ. β΄, Mol, σκ. 27 και 43, Volvo κ.λπ., σκ. 31, Wikingerhof, σκ. 37, Tibor-Trans, σκ. 32, flyLAL‑Lithuanian Airlines, σκ. 39, CDC Hydrogen Peroxide, σκ. 44. Πρβλ. επίσης Verein für Konsumenteninformation, 38. Βλ. επίσης Gaudemet-Tallon Η./ Ancel Μ. – Ε., Compétence et exécution des jugements en Europe, 6η έκδοση, LGDJ, 2018, αρ. 230, σ. 340.

[93] Βλ. λ.χ. στην υπόθεση Volvo κ.λπ., σκ. 31. Αντιστοίχως, στην υπόθεση Tibor-Trans θιγόμενη αγορά ήταν εκείνη της Ουγγαρίας (σκ. 32). Στην υπόθεση flyLAL‑Lithuanian Airlines, θιγόμενη ήταν η αγορά πτήσεων από και προς τον αερολιμένα του Βίλνιους, ήτοι η αγορά της Λιθουανίας – σκ. 38 και 39 -. Βλ. συναφώς και Mol, σκ. 27.

[94] Βλ. σκ. 66 εδ. β΄, Tibor-Trans, σκ. 33, flyLAL‑Lithuanian Airlines, σκ. 40 εδ. α΄.

[95] Ή η Tibor-Trans.

[96] Βλ. Volvo κ.λπ., σκ. 39 και 40 εδ. α΄. Πρβλ. Verein für Konsumenteninformation, σκ. 37 και 40 (αφορά ελαττωματικά προϊόντα). Βλ. τέλος και Mol, σκ. 31 και 43, καθώς και τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην ίδια αυτή υπόθεση, ό.π., σημ. 45.

[97] Βλ. Volvo κ.λπ., σκ. 40, εδ. β΄ και γ΄.

[98] Όπως αυτή των οχημάτων που αποτέλεσε το αντικείμενο της επίμαχης στις υποθέσεις Sumal, Volvo κ.λπ., και Tibor-Trans σύμπραξης.

[99] Βλ. Mol, σκ. 32 και 43, καθώς και τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην ίδια αυτή υπόθεση, ό.π., σημ. 46. Βλ. επίσης Volvo κ.λπ., σκ. 41-42 και συναφώς Idot L., «Chronique Droit européen de la concurrence – Actions en réparation : la lancinante question de la compétence internationale», RTD Eur. 2021, σ. 959 (υπό II). Η λύση της έδρας του ζημιωθέντος, μολονότι φαντάζει ασύμβατη με το άρ. 7 σημ. 2, δεν θα πρέπει να ξαφνιάζει, καθώς έχει ήδη γίνει δεκτή στην υπόθεση CDC Hydrogen Peroxide, σκ. 52 και 53 και είναι σε κάθε περίπτωση συμβατή με τις αρχές της προβλεψιμότητας και της εγγύτητας.

[100] Βλ. Volvo κ.λπ., σκ. 42, Tibor-Trans, σκ. 34, flyLAL-Lithuanian Airlines, σκ. 40 εδ. β΄.

[101] Βλ. Volvo κ.λπ., σκ. 32, Tibor-Trans, σκ. 35, flyLAL‑Lithuanian Airlines, σκ. 41.

[102] Βλ., supra, υποσημ. 97. Πρβλ. Τζάκα, σχόλιο σε ΔΕΕ της 15.7.2021, C-30/20, RH κατά AB Volvo, Volvo Group Trucks Central Europe GmbH, Volvo Lastvagnar AB, Volvo Group España SA, ΕΕμπΔ 2021, σ. 1056 επ..

[103] Είτε κατά μόνας είτε από κοινού.

[104] Για την εν λόγω χρησιμότητα της δικαιοδοτικής βάσης του τόπου επέλευσης της ζημίας, βλ. flyLAL‑Lithuanian Airlines, σκ. 42: «η βάση αυτή διεθνούς δικαιοδοσίας έχει εφαρμογή και σε περίπτωση πλειόνων υπαιτίων ζημίας, καθόσον το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου βάσει του τόπου επελεύσεως της προβαλλομένης ζημίας έναντι όλων των φερομένων ως εχόντων ευθύνη υπαιτίων».

[105] Βλ. σημ. 94 των προτάσεων του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην υπόθεση Mol.

[106] «Ένα πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί επίσης να εναχθεί, εφόσον υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων λόγω της χωριστής εκδίκασής τους».

[107] Βλ. Νίκας Ν./Σαχπεκίδου Ε., ΕυρΠολΔ, ό.π., άρθρο 8 αριθ. 7 επ., Αρβανιτάκης Π./Βασιλακάκης Ε., ΕρμΕΚ (4) – ΚανΒρυξ Ια, ό.π.,, άρθρ. 8, αριθ. 14, Bellamy & Child, European union law of Competition, 16.032.

[108] Παρ. 88-90.

[109] Ανάλογη ρύθμιση απαντάται και στο εθνικό δίκαιο (άρ. 37 ΚΠολΔ).

[110] Πρβλ. Σταυρακίδη Τ., ΔΕΕ 2022, σ. 601, υπ’αρ. 60.

[111] Βλ. Athenian Brewery και Heineken, σκ. 20, ΔΕΕ, C-832/21, 07.11.2023, Beverage City Polska, σκ. 34 (εφεξής «Beverage City Polska»), Νίκα Ν./Σαχπεκίδου Ε., Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2016, άρ. 8, σ. 215, αρ. 12.

[112] Βλ. Athenian Brewery και Heineken, σκ. 21, Beverage City Polska, σκ. 35.

[113] Βλ. Αρβανιτάκη Π. /Βασιλακάκη Ε., Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Κανονισμός Βρυξέλλες Ια, ό.π., άρ. 8, σ. 212, αρ. 13.

[114] Βλ. Athenian Brewery και Heineken, σκ. 23-24, Beverage City Polska, σκ. 43.

[115] Βλ. Athenian Brewery και Heineken, σκ. 22, CDC Hydrogen Peroxide, σκ. 20, με περαιτέρω νομολογιακές παραπομπές.

[116] Βλ. CDC Hydrogen Peroxide, σκ. 21.

[117] Για τη δεσμευτική ενέργεια των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, βλ. άρ. 9 της Οδηγίας και άρ. 9 Ν 4529/2018.

[118] Βλ. προτάσεις Γεν. Εισαγγ. Kokott, στην υπόθεση Athenian Brewery και Heineken, EU:C:2024:798, σημ. 41.

[119] Βλ. προτάσεις Γεν. Εισαγγ. Kokott, στην υπόθεση Athenian Brewery και Heineken, EU:C:2024:798, σημ. 40.

[120] Βλ. προτάσεις Γεν. Εισαγγ. Kokott, στην υπόθεση Athenian Brewery και Heineken, EU:C:2024:798, σημ. 56.

[121] Βλ. αιτ. σκ. 15 και 16 ΚανΒρυξ bis.

[122] Βλ. Athenian Brewery και Heineken, σκ. 34.

[123] Βλ. Athenian Brewery και Heineken, σκ. 42, καθώς και ΔΕΕ, C‑375/13, 28.01.2015, Kolassa, σκ. 61 έως 63.

[124] Βλ. Athenian Brewery και Heineken, σκ. 43-45.

[125] Βλ. Athenian Brewery και Heineken, σκ. 46.

[126] Πρβλ. ΔΕΕ, C‑377/20, 12.05.2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λ.π., σκ. 112. Σχετικά με τον μαχητό χαρακτήρα του τεκμηρίου πρβλ. ήδη ΔΕΕ, C‑508/11 Ρ, 08.05,2013, Eni κατά Επιτροπής, σκ. 47.

[127] Η λογική αυτή προσιδιάζει με εκείνη του forum concursus, βλ. άρ. 3 παρ. 1 Κανονισμού της 20ής Μαΐου 2015 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας

[128] Βλ. Mol, σκ. 35-36.

[129] Βλ. σημ. 90 των προτάσεων του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην υπόθεση Mol.

[130] Λ.χ. τυχόν έγερση αγωγής από περισσότερες της μίας θυγατρικές σε δικαστήρια διαφορετικών κρατών ή ακόμα και ενώπιον ενός δικαστηρίου, αλλά με διαφορετικά δικόγραφα και σε διαφορετικές δικασίμους (κάτι που στα παρ’ημίν είναι ορατό λόγω των διατάξεων της νέας τακτικής διαδικασίας) θα σήμαινε ότι τα δικαστήρια (ή οι συνθέσεις) που επιλαμβάνονται σε νέο χρόνο θα έχουν κάθε λόγο να αναστείλουν την ενώπιόν τους διαδικασία λ.χ. συνάφειας και έως ότου αποφανθεί τελεσιδίκως το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο [βλ. άρ. 30 ΚανΒρυξ Ι(bis) και άρ. 249 ΚΠολΔ]. Βλ. επίσης σημ. 96 των προτάσεων του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην υπόθεση Mol: «Τέλος, ακόμη και αν συγκεκριμένος ενάγων έχει ως πρώτη του προτεραιότητα τη συγκέντρωση της διεθνούς δικαιοδοσίας, και πάλι δεν παύει να ισχύει η γενική δωσιδικία των δικαστηρίων της έδρας του εναγομένου. Η εν λόγω επιλογή ασφαλώς ενέχει τα μειονεκτήματα που συνδέονται με τη «μετάβαση», αλλά δεν μπορεί να επικριθεί επειδή οδηγεί στον κατακερματισμό της αντιδικίας».

[131] Βλ. supra αρ. 38 επ..

[132] Βλ. supra υποσημ. 11.

[133] Βλ. supra αρ. 43.

[134] Βλ. Mol, σκ. 32 επ..

[135] Βλ. χαρακτηριστικά Mol, σκ. 37.

[136] Βλ. Mol, σκ. 38 επ., καθώς και σκ. 44.

[137] Βλ. supra αρ. 47.

[138] Βλ. τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην ίδια υπόθεση Mol, ό.π., σημ. 78-79: «Πράγματι, (…) το Δικαστήριο χρησιμοποιεί τον όρο «επιχείρηση» για να προσδιορίσει τον ενάγοντα (…), ο οποίος ήταν ο φερόμενος ως ζημιωθείς από τις επίμαχες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές. Εντούτοις, (…) η χρήση του εν λόγω όρου δεν έγινε στο πλαίσιο της συμπληρώσεως των εξελίξεων της νομολογίας που μνημονεύθηκαν ανωτέρω, με τις οποίες το Δικαστήριο τροποποίησε τον ορισμό του «τόπου επελεύσεως της ζημίας» ώστε να συμπεριλάβει την ιδιαιτερότητα των ένδικων διαφορών του τομέα του ανταγωνισμού (προσθέτοντας στο πλαίσιο αυτό περιεχόμενο στον ορισμό του «ενάγοντος»).».

[139] Βλ. Mol, σκ. 37-38, καθώς και τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην ίδια αυτή υπόθεση, ό.π., σημ. 76.

[140] Βλ. Mol, σκ. 37-38, καθώς και τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην ίδια αυτή υπόθεση, ό.π., σημ. 88.

[141] Βλ. Mol, σκ. 37 και 39.

[142] Βλ. Mol, σκ. 37 και 40, καθώς και τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην ίδια αυτή υπόθεση, ό.π., σημ. 87.

[143] Βλ. Mol, σκ. 45. Η ίδια ανάγκη απαντάται και στο σκεπτικό του ΔΕΕ στην απόφασή του επί της υπόθεσης Athenian Brewery και Heineken.

[144] Βλ. και σκ. 37 τελ. εδ. και 44, καθώς και τις προτάσεις του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην ίδια αυτή υπόθεση, σημ. 90 επ..

[145] Βλ. Mol, σκ. 41 επ., και χαρακτηριστικά σκ. 43: «(…), το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 επιτρέπει την άσκηση αγωγής, εντός της αγοράς που θίγεται από συμφωνίες συμπαιγνιακού χαρακτήρα σχετικά με τον καθορισμό και την αύξηση των τιμών των αγαθών, είτε ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου η επιχείρηση που εκτιμά ότι ζημιώθηκε αγόρασε τα αγαθά τα οποία αφορούν οι εν λόγω συμφωνίες είτε, σε περίπτωση που η επιχείρηση αυτή πραγματοποίησε αγορές σε περισσότερους τόπους, ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης αυτής». Βλ. και σημ. 95 των προτάσεων του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην ίδια αυτή υπόθεση.

[146] Βλ. σημ. 95 των προτάσεων του Γεν. Εισαγγ. Αιμιλίου στην υπόθεση Mol.

+ posts

Ο Τριαντάφυλλος Σταυρακίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Εμπορικού Δικαίου στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου και δικηγόρος Πειραιώς, με μακρά και πολυδιάστατη ενασχόληση με το εμπορικό και το αστικό δίκαιο. Διδάσκει εταιρικό δίκαιο, δίκαιο βιομηχανικής ιδιοκτησίας και τραπεζικό δίκαιο. Είναι κάτοχος τριών μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών στους τομείς του εμπορικού δικαίου, του ναυτικού δικαίου και του δικαίου των μεταφορών, ενώ η διδακτορική του διατριβή είχε ως αντικείμενο τη σύγκρουση πλοίων. Έχει συγγράψει τη μονογραφία «Ελαττωματικές αποφάσεις διοικητικών συμβουλίων», ενώ επίκειται η κυκλοφορία της τρίτης κατά σειρά μονογραφίας του, υπό τον τίτλο «Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του δικαιούχου του φορτίου». Παράλληλα, έχει δημοσιεύσει σειρά μελετών και σχολιασμών επί νομολογιακών ζητημάτων στον ελληνικό νομικό τύπο.

Μετάβαση στο περιεχόμενο