Εισαγωγή

Ο άνθρωπος αφήνει το αποτύπωμά του όλο και πιο πολύ έντονα πάνω στη γη (anthropoxene). Αποτύπωμα αδυσώπητα καταστροφικό για το περιβάλλον. Αν και το όριο της ανθρωπόκαινου τοποθετείται στη βιομηχανική επανάσταση, για εμάς σημασία έχει αυτό που αποκαλείται «Μεγάλη Επιτάχυνση», όρος που υπονοεί την εκθετική επίδραση της ανθρώπινης δραστηριότητας στον πλανήτη με αφετηρία τη λήξη Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο πλανήτης οδεύει ολοταχώς προς την υπερθέρμανση. Το 2024 θα υπερβεί το όριο 1,5ο C θέρμανσης σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή. Ήδη, οι στόχοι του Παρισιού έχουν μείνει πίσω μας. Όλοι προσπαθούμε στο βέλος του χρόνου και κάτω από τη δική μας οπτική γωνία να εισφέρουμε σε ιδέες και προτάσεις, ενόψει του «καθήκοντος μας ενώπιον της φύσης». Η παρούσα συμβολή –που κινείται σε κανονιστικό επίπεδο σχετικά με το τι «πρέπει» να γίνει– μπορεί να φανεί σε κάποιους ουτοπική, αλλά μόνο μέσα από την ουτοπία μπορούμε να χαράξουμε πορεία εξόδου από το προαναγγελθέν τέλος. Άλλωστε, η ουτοπία του σήμερα είναι η πραγματικότητα του αύριο. Κάτι που χθες ήταν αδιανόητο, σήμερα μπορεί να συζητείται κι αύριο να είναι αυτονόητο.

Φυσικά δεν θα είχε νόημα οποιαδήποτε σχετική συζήτηση αν δεν ήμασταν σε θέση να αντιδράσουμε. Η ανθρωπόκαινος δεν έχει σχέση με την τυχαιότητα. Όπως ο άνθρωπος είναι ικανός για το χειρότερο, έτσι είναι ικανός και για το καλύτερο. Οι παράγοντες της κλιματικής κρίσης είναι ανθρωπογενείς κι άρα είναι στον ίδιο τον άνθρωπο να τους περιορίσει ή ακόμη και να τους καταργήσει[1]. Σε αυτή την πορεία της επανανοηματοδότησης της κοινής μοίρας, απαιτούνται κοινά μέτρα. Δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία μόνο για κάποιους. Η μετάβαση σ’ ένα βιώσιμο κόσμο απαιτεί αλλαγές και αναθεώρηση παγιωμένων αντιλήψεών μας. Η προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορεί να τελεσφορήσει στην παρούσα οικονομία, επειδή αποκλειστικός σκοπός της είναι η δημιουργία υπερκερδών. Όταν επικρατεί η «απληστία» του συστήματος, δεν αφήνεται χώρος στη φύση.

Στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μείωσης του αποτυπώματος του ανθρώπου, τα κοινωνικά δικαιώματα οφείλουν να συμμετάσχουν στην κλιματική επαγρύπνηση[2]. Ο μετριασμός των συνεπειών της υπερθέρμανσης της γης απαιτεί ένα συνολικό μετασχηματισμό του τρόπου κατανομής του πλούτου που με τη σειρά του προϋποθέτει νέες κοινωνικές πολιτικές[3]. Το μέγιστο εγχείρημα είναι τα νέα κοινωνικά δικαιώματα να αποτελέσουν επιλεγμένο στόχο μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Κι εντέλει να μεταβληθούν σε «περιβαλλοντικά κοινωνικά δικαιώματα».

Η οικολογική κρίση αποδίδεται στο ότι το ανθρώπινο είδος αναπτύσσεται κατά τρόπο επιβαρυντικό για την επιβίωσή του. Τα κοινωνικά δικαιώματα προστατεύουν τον άνθρωπο, αλλά θα υπάρχει στο μέλλον ανθρώπινο είδος; Η συνεχής υποβάθμιση του περιβάλλοντος αγγίζει υπαρξιακά τους ίδιους τους φορείς των δικαιωμάτων. Τα κοινωνικά δικαιώματα μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στη μετωπική σύγκρουση που διαφαίνεται. Μπορούν να αποτελέσουν το αντίβαρο απέναντι σε μια ξέφρενη και καταστροφική οικονομική ανάπτυξη. Να συντείνουν στην υπέρβαση που αναζητούμε για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Για να το πετύχουν, θα πρέπει να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο, μειώνοντας τις επιβλαβείς συνέπειες της παρέμβασης του ανθρώπου στη φύση και επιτρέποντας την κλιματική μετάβαση με πνεύμα δικαιοσύνης και ισότητας. Όπως ο άνθρωπος είναι η αιτία του προβλήματος, έτσι θα είναι και η λύση του.

Από καιρό έχει αναδειχθεί η σύνδεση ανάμεσα στην κλιματική αλλαγή και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η σύνδεση αυτή αναγνωρίστηκε από εθνικά και διεθνή δικαστήρια στις λεγόμενες «κλιματικές δίκες»[4]. Μπροστά σ’ ένα νομοθέτη που μυωπικά αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο πολιτικό κόστος και τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της πράσινης μετάβασης, η «περιβαλλοντική δικαιοσύνη» επέδειξε την πρέπουσα ευαισθησία απέναντι στην κλιματική κρίση[5]. Παρά τις ιδιαιτερότητες των νομικών συστημάτων, οι υπέρμετρες συγκεντρώσεις άνθρακα καταδικάστηκαν ως αντίθετες στο δικαίωμα στη ζωή[6]. Η κλιματική νομολογία μπορεί να λειτουργήσει ως ανάχωμα[7] ή να αποτελέσει μέσο πίεσης ή μικρό αλλά καθοριστικό «λιθαράκι», όμως, δεν αρκεί μπροστά στη διαφαινόμενη ολοκληρωτική καταστροφή[8]. Ο δικαστής, λόγω του ρόλου του, επικεντρώνεται περισσότερο στην αποκατάσταση της «περιβαλλοντικής βλάβης», ενώ το στοίχημα είναι κυρίως η πρόληψη, η αποφυγή, η επιβράδυνση. Η προστασία του περιβάλλοντος, αν έχει μια ευκαιρία, εξαρτάται από την ύπαρξη μιας ευρείας κοινωνικής συναίνεσης, τόσο εθνικής όσο και παγκόσμιας.

Στη μελέτη μας έχουμε ως πυξίδα την εσωτερική συνάφεια κοινωνικών δικαιωμάτων και περιβάλλοντος. Ως γνωστόν, η προστασία του τελευταίου  στο άρθρο 24 του Συντάγματος περιλαμβάνεται στα κοινωνικά δικαιώματα –άποψη που συμμερίζεται η θεωρία και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας[9]. Παρόλα αυτά, πρέπει να ομολογήσουμε, ότι υπάρχουν σημεία διαφοροποίησης. Γι’ αυτό και εξελικτικά δεν ανήκουν στην ίδια γενεά δικαιωμάτων. Ενώ τα κοινωνικά δικαιώματα εντάσσονται στη δεύτερη, η προστασία του περιβάλλοντος ήρθε στο προσκήνιο αργότερα ως μέρος της τρίτης γενεάς. Για την ακρίβεια, το δικαίωμα στο περιβάλλον δεν έχει καθαρά παροχικό χαρακτήρα, αλλά επιζητά την παρέμβαση του νομοθέτη (ρυθμιστικού τύπου). Ορθότερα, ταξινομείται στα λεγόμενα «μικτά δικαιώματα» που συνενώνουν τόσο θετικές ενέργειες του κράτους όσο και υποχρέωση προς αποχή[10]. Νομίζουμε ότι από την κοινή εμβάθυνση αμφότερες οι κατηγορίες δικαιωμάτων θα βγουν ωφελημένες –βέβαια, μια ολιστική προσέγγιση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα τα προίκιζε με ακόμη περισσότερη εσωτερική συνάφεια. Κοινωνικά δικαιώματα και περιβάλλον τέμνονται στην ανθρωποκεντρική τους διάσταση[11], καθώς και στην αρχή της βιωσιμότητας (αρχή αειφορίας). Ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο δεν ενδείκνυνται για εξάντληση. Όπως προσφυώς τονίζει ο Κώστας Σταμάτης[12], «[η] οικολογική διάσταση της ιδιότητας του πολίτη του κόσμου γίνεται κατανοήσιμη στο πλαίσιο μιας οικουμενικής δικαιοσύνης σχετικά με την κατανομή βαρών και ωφελημάτων μεταξύ των ανθρώπων».

Ι. Η γενεαλογία και η εξελικτική φύση των κοινωνικών δικαιωμάτων

Στο γύρισμα του 20ου αιώνα γεννήθηκε στην Ευρώπη το σύγχρονο κράτος πρόνοιας. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η άνοδος και η πτώση του κουμμουνισμού, οικονομικές κρίσεις, πανδημίες. Υπερμεγέθη γεγονότα με σοβαρές επιπτώσεις στο εσωτερικό των εθνικών κρατών. Πρέπει να «διαβάσουμε» τα κοινωνικά δικαιώματα σε σχέση με τις ιστορικές περιόδους, την ανάπτυξη της κοινωνικής πολιτικής και τον εθνικό συνταγματισμό. Άλλως, καταλήγουμε στην εννοιολογική αποστέωσή τους. Δεν γίνεται να μιλάμε για κοινωνικά δικαιώματα δογματικά κι έξω από τους όρους γέννησης και εξέλιξής τους, αφού υπαγορεύονται «από την ίδια την ιστορία και όχι τη λογική»[13].

Το λεγόμενο «κοινωνικό ζήτημα» (social question) που αναδύθηκε το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα υποδηλώνει τις κοινωνικές δυσλειτουργίες της εκβιομηχάνισης της οικονομίας (φτωχοποίηση προλετάριων). Γέννησε σειρά εργατικών διεκδικήσεων που άρχισαν να «κωδικοποιούνται» σιγά-σιγά σε κοινωνικά δικαιώματα (social rights). Τα τελευταία πρωτοεμφανίστηκαν ως αντίδραση στις επιβλαβείς συνέπειες της βιομηχανικής επανάστασης, προσφέροντας κοινό θεμέλιο για τη θέσπιση του σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Αποτέλεσαν μέρος μιας γενικότερης προσπάθειας εγκαθίδρυσης ενός μηχανισμού ρύθμισης της αγοράς[14]. Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός της εποχής εκείνης δεν ήταν ένα απλό δοκιμαστήριο ιδεών, αλλά εισήγαγε πρωτόγνωρες μεταρρυθμίσεις, όπως η θέσπιση της κοινωνικής ασφάλισης (ατομικές εισφορές έναντι ενός συλλογικού καταμερισμού των κινδύνων)[15].

Τότε, τα κοινωνικά μέτρα –που εισήχθησαν από συντηρητικές κυβερνήσεις–απέβλεπαν να συμπληρώσουν (ή να διορθώσουν) κι όχι να ανταγωνιστούν τους οικονομικούς στόχους. Προς την ίδια κατεύθυνση, έλαβε χώρα κι η μεταπολεμική χρυσή εποχή του κράτους πρόνοιας, για την οικοδόμηση του οποίου συνεργάστηκε ο Beveridge με τον Κeyns. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε το άλμα του κοινωνικού κράτος προς τα εμπρός με ανθρωπολογική επανάσταση[16]. Κι αυτό γιατί, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, για πρώτη φορά, ο άνθρωπος συμμετείχε σε μεγαλύτερη κλίματα στην κοινωνική και οικονομική ευημερία. Άρχισε να ζει καλύτερα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη εποχή. Στην αφετηρία τους, τα κοινωνικά δικαιώματα αφορούσαν κοινωνικά ταυτοποιημένα συλλογικά υποκείμενα, όπως οι εργαζόμενοι, η οικογένεια, οι άνεργοι, οι ανάπηροι, οι άστεγοι, κ.ά. Στην πορεία άρχισαν να αγκαλιάζουν τον άνθρωπο στην ολότητά του, προσδίδοντάς του μια καθολικότητα. Μόνο μετέπειτα από τη δεκαετία του ΄80 αναστράφηκε η κυρίαρχη θεώρηση με την αντιμετώπιση της κοινωνικής προστασίας ως βαριδίου στην οικονομική ανάπτυξη και των κοινωνικών δικαιωμάτων ως περιορισμών των οικονομικών ελευθεριών[17].

Σήμερα, ο λόγος ύπαρξης των κοινωνικών δικαιωμάτων, η «ratio» τους, έχει μεταβληθεί. Από παιδιά ταξικής σύγκρουσης, έντονων ιδεολογικών ανταγωνισμών μεταμορφώθηκαν, την εποχή της κλιματικής κρίσης, σε κεντρικούς άξονες επιβίωσης του ανθρώπινου είδους. Από περιορισμοί των οικονομικών ελευθεριών τείνουν να μεταλλαχθούν βαθμηδόν σε αναγκαία συνθήκη ανάπτυξης μιας βιώσιμης οικονομίας, άλλως, σε δικαιώματα επιβίωσης. Τα κοινωνικά δικαιώματα δεν βρίσκονται σε εγγενή αντίθεση με την αγορά[18], αλλά μπορούν να συντείνουν στην οικολογική μεταμόρφωσή της. Κι αυτό εφόσον αποφασίσουμε να «προσγειωθούμε» και δεν επιμείνουμε σε μια άρνηση του προβλήματος[19]. Τα κοινωνικά δικαιώματα έχουν ως εφαλτήριο το «ανήκειν» στη γη και, σύμφωνα με την κατηγορική προσταγή του Kant, μεταχειρίζονται τον άνθρωπο όχι σαν μέσο, αλλά πάντα ως αυτοσκοπό.

Κατά τον Bruno Latour, ο 21ος αιώνας είναι η εποχή του νέου γεω-κοινωνικού ζητήματος[20]. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ «κοινωνικών» και «οικολογικών» συγκρούσεων. Όπως το μαρτυρεί, «δεν χρειάζεται να επιλέξουμε ανάμεσα στους μισθούς των εργατών και τη μοίρα των πτηνών, αλλά ανάμεσα σε δύο εκδοχές του κόσμου όπου, και στις δύο περιπτώσεις, υφίστανται ταυτόχρονα τόσο οι εργατικοί μισθοί όσο και τα πουλάκια αλλά διαφορετικά συνδεδεμένα»[21].

Όπως ήδη προαναφέραμε, σύμφωνα με τη γενεαλογία τους, τα κοινωνικά δικαιώματα αφορούσαν αρχικά τους εργαζομένους. Ωστόσο, μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, άρχισαν να ενσαρκώνουν μια ευρύτερη –σχεδόν ειδυλλιακή– αντίληψη για την κοινωνική πολιτική, την απελευθέρωση του ατόμου από την ανάγκη (freedom from want). Σήμερα, θα πρέπει να αναλάβουν τη διάσωση του ανθρώπου. Αυτό θα το πετύχουν μέσω του πνεύματος από το οποίο διακατέχονται. Πλέον, στο κέντρο των κοινωνικών δικαιωμάτων εισήλθε η προστασία του ανθρώπου από τις νέες απειλές. Στην εποχή μας, η κύρια απειλή είναι η κλιματική αλλαγή. Τα κοινωνικά δικαιώματα πέρασαν από την απλή εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο στην υπερ-εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Στο εξής, η επιβίωση δεν περιορίζεται μόνο στα αναγκαία μέσα συντήρησης, αλλά εκτείνεται στο περιβάλλον[22]. Η διατήρηση στη ζωή δεν περιλαμβάνει μόνο την κάλυψη των βασικών αναγκών, αλλά αφορά και το περιβάλλον, αγαθό που θεωρούταν μέχρι πρόσφατα δεδομένο. Η «ratio» των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν είναι μόνο το μοίρασμα των καρπών της ανάπτυξης, αλλά κι η βιοτική ασφάλεια[23], όπου περιλαμβάνεται η προστασία της φύσης.

Ακόμη, η προστασία του περιβάλλοντος συνδέεται με τη μείωση των ανισοτήτων. Οι τελευταίες προκαλούνται από την υπερεκμετάλλευση (ανθρώπων και φυσικών πόρων). Η μετάβαση σε μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη μπορεί να είναι επιτυχής, όταν δεν αποκλείει κανέναν. Το κόστος της πράσινης μετάβασης πρέπει επιμεριστεί σε όλους ενδογενεακά, αλλά και διαγενεακά. Κυρίως όμως είναι οι «σπάταλοι και κερδοσκόποι» που ευθύνονται για τη ρύπανση του αέρα και των υδάτων. Όταν υποχωρούν τα κοινωνικά δικαιώματα, αυξάνουν οι ανισότητες. Οι σύγχρονες κοινωνίες όχι μόνο δεν μεγιστοποιούν τις ελάχιστες ευκαιρίες (maxmin), όχι μόνο δεν διορθώνουν τις άνισες αφετηρίες των ατόμων, αλλά στηρίζονται στην όξυνσή τους. Η θεοποίηση της οικονομικής ελευθερίας βάλλει την ουσιαστική ισότητα, γεννά ή μάλλον εκτινάσσει τις ανισότητες, αυξάνει το λεγόμενο συντελεστή Gini. Ζούμε πλέον σ’ έναν κόσμο ακραίων ανισοτήτων. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι από την πλευρά της ανασφάλειας, της έλλειψης ενός αξιοπρεπούς επιπέδου ζωής. Ο κόσμος των ανισοτήτων είναι κόσμος ξέφρενος που οδεύει στην περιβαλλοντική καταστροφή. Η περιβαλλοντική πρόκληση είναι μέρος ενός γενικότερου προβλήματος που σχετίζεται με την κατανομή πόρων[24].

Ο ριζοσπάστης Πλάτων δεχόταν ότι δεν θα πρέπει να είναι κανείς περισσότερο από τέσσερις φορές πιο πλούσιος από το φτωχότερο μέλος της κοινωνίας. Στους «Νόμους», έργο ωριμότητάς του, υποστηρίζει ότι επιτρέπεται η αύξηση της περιουσίας του Αθηναίου μέχρι το τετραπλάσιο του αρχικού κλήρου. Η δε αύξηση της περιουσίας των πολιτών θα καταγράφεται στα δημόσια αρχεία από ειδική τάξη αρχόντων. Η αντίληψη αυτή έχει ως αφετηρία την παραδοχή ότι είναι αδύνατο να υπάρξει απόλυτη μεταξύ των πολιτών ισότητα. Η υπέρβαση του ορίου αυτού δεν στηρίζεται σε κανένα δικαιολογητικό λόγο. Η χάραξη ορίων στις ανισότητες συμβαδίζει με το πέρασμα της δικαιοσύνης από το «έχω» (οικονομική διάσταση) στο «είμαι» ή άλλως «υπάρχω» (ταυτότητα)[25].

Πέρα από το δίκαιο που είναι τέχνη των ορίων[26], δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε την ηθική διάσταση των ανισοτήτων. Όπως σθεναρά το τονίζει και ο Amartya Sen, η αποστασιοποίηση της οικονομίας από την ηθική φτώχυνε τα οικονομικά της ευημερίας[27]. «Είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ο πλούσιος να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού». Για άλλους, μια αλλαγή στο ήθος, είναι απαραίτητη για την πραγμάτωση της ουσιαστικής ισότητας[28]. Δεν υπάρχει θρησκεία που να μην αποπέμπει στο «πυρ τον αιώνιον» τους πλούσιους. Η Simone Weil είχε προτείνει να απαγορεύεται στους πλούσιους η είσοδός τους στην εκκλησία. Η ίδια με περισσή ενάργεια έδειξε ότι το παράπονο απέναντι στην αδικία αποτελεί ανθρώπινη ιδιότητα[29].

ΙΙ. Τα κοινωνικά δικαιώματα ως αντίδοτο της κλιματικής αλλαγής

Η απορρόφηση των κραδασμών της κλιματικής αλλαγής σημαίνει να διορθώσουμε τη μυωπία του υπάρχοντος συστήματος. Ο κινδυνογόνος κόσμος των ανισοτήτων αποδεικνύεται αυτοκαταστροφικός. Τι σημασία θα έχει να παραμείνει κανείς πλούσιος σ’ ένα κόσμο που θα καταρρέει; Μεταφορά πόρων στην άλλη ζωή, απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν υπάρχει. Ας επαναφέρουμε στη μνήμη μας το νωπό παράδειγμα της πανδημίας. Χάρις στα εθνικά συστήματα υγείας και την κρατική στήριξη του εισοδήματος μειώσαμε τις απρόβλεπτες συνέπειες της πανδημίας. Ο COVID-19 ανέδειξε την αξία του δημόσιου συστήματος υγείας, καθώς και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι διαφάνηκε αμυδρά –εκείνη την εποχή– μια αντιστροφή ιεράρχησης όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την υγεία[30] κι οι δημόσιες δαπάνες κλήθηκαν να λάβουν υπόψη τη νέα αυτή ιεράρχηση. Ως παρακαταθήκη της υγειονομικής κρίσης να κρατήσουμε ότι τα κοινωνικά δικαιώματα οφείλουν να εξελιχθούν σε κεντρικούς κατευθυντήριους άξονες της πολιτικής απέναντι στην αβεβαιότητα του μέλλοντος.

Πραγματικά, τα κοινωνικά δικαιώματα αποκτούν νέο ρόλο στην εποχή των κρίσεων. Το «ρίσκο», όπως το επισημαίνει, ο Ulrich Beck, συνδέεται με ανθρώπινες συμπεριφορές[31]. Κι οι περισσότερες φυσικές καταστροφές που μας βρίσκουν σήμερα, είναι υποπροϊόν της δυτικής προόδου, ενός συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης. Συντασσόμαστε με την άποψη ότι η κλιματική κρίση –όπως και η πρόσφατη πανδημία– ήταν μέρος μιας δυναμικής κοινωνικών, οικονομικών και κλιματολογικών κρίσεων, που θα αντιμετωπίσουμε στο άμεσο μέλλον. Η κοινή συνισταμένη τους είναι ότι πολλές από τις δυνατότητες, όπως και από τις συμπεριφορές του σήμερα, θα έχουν αλλάξει άρδην αύριο. Αν εκλάβουμε την κλιματική αλλαγή ως καταλύτη θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε το αύριο μ’ έναν πιο ανθρώπινο και αλληλέγγυο τρόπο. Σε αυτή την προοπτική, τα κοινωνικά δικαιώματα, από τα οποία αντλούν ζωτικό όφελος όλοι οι άνθρωποι, θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο και θα παύσουν να αποτελούν απλώς περιορισμούς των οικονομικών ελευθεριών.

Σε μια εποχή οικολογικής κρίσης, οι ανάγκες για κοινωνική προστασία είναι μεγάλες. Έτσι, η οικολογική κοινωνική προστασία επιβάλλει αφενός ενίσχυση/ προσαρμογή των ήδη υπαρχόντων μηχανισμών (με πράσινη ωστόσο χροιά), αφετέρου την επέκταση των προστατευτικών μέτρων σε νέους κινδύνους, με ιδιαίτερη μέριμνα για τους πιο ευάλωτους που εκτίθενται σε περιβαλλοντικούς κινδύνους (καύσωνα, ρύπανση). Πολλά κοινωνικά δικαιώματα, για να ανταποκριθούν στο νέο ρόλο τους, επιβάλλεται να αποκτήσουν νέο περιεχόμενο και δυναμική. Αν συνεχίσουν, όπως τα γνωρίσαμε στο παρελθόν, κινδυνεύουν να καταστούν απρόσφορα. Τα μελλοντικά chocs θα είναι πιο βίαια, αν δεν αλλάξουμε παράδειγμα ως προς την πρόσληψη των κοινωνικών δικαιωμάτων. Εντέλει, ο περιβαλλοντικός κίνδυνος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κοινωνικός (ασφαλιστικός) κίνδυνος[32], το βάρος του οποίου θα διαχέεται σε όλους τους επιμέρους κινδύνους που καλύπτει η κοινωνική ασφάλιση. Ο θεσμός αυτός αναφέρεται στους κινδύνους ύπαρξης, τις συνέπειες των οποίων αναλαμβάνει, σε μια δεδομένη στιγμή, να κοινωνικοποιήσει η κοινωνία. Οι κίνδυνοι ύπαρξης δεν είναι πλέον οι ίδιοι. Η κλιματική αλλαγή τους έχει επιτείνει σημαντικά. Ωστόσο, η αδυναμία πρόγνωσης έχει ανατρέψει κάθε δυνατότητα σταθερού σχεδιασμού. Έτσι, λ.χ. οι αναλογιστικές μελέτες του συνταξιοδοτικού συστήματος που κάποτε φιλοδοξούσαν να κινηθούν σε βάθος 25ετίας, σήμερα έχουν χάσει το έδαφος «κάτω από τα πόδια τους». Μια αρετή των συστημάτων που θα γίνει ιδιαίτερα πολύτιμη κατά την κλιματική αλλαγή, θα είναι η πλαστικότητά τους.

Primo, ένα από τα πλέον «πληγέντα» από την περιβαλλοντική μόλυνση δικαιώματα είναι εκείνο της υγείας. Λ.χ. η απελευθέρωση αερίων θερμοκηπίου από ορυκτά καύσιμα έχει πασιφανώς αναγνωριστεί ότι προσβάλλει τη σωματική ακεραιότητα και την υγεία του ανθρώπου και μάλιστα πέρα από εθνικά σύνορα (πρβλ. Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Γερμανίας, απόφαση 24ης Μαρτίου 2021, Neubauer κατά Γερμανίας)[33]. Πρώτος ο Ιπποκράτης στο «Περί αέρων, υδάτων και τόπων» είχε αναδείξει το σημαντικό ρόλο του περιβάλλοντος για την υγεία του ανθρώπου[34]. Πρόσφατα, η σύνδεση ανάμεσα στην υγεία και το περιβάλλον διακηρύχθηκε από τον ΠΟΥ το 2010 με την αντίληψη «One Health»[35]. Στο ίδιο μήκος κύματος, το Σύμφωνο της Glasgow (Νοέμβριος 2021) κάλεσε τα κράτη να θεσπίσουν συστήματα υγείας που θα είναι ανθεκτικά στις κλιματικές αλλαγές.

Η προστασία του περιβάλλοντος οφείλει να εισέλθει στο επίκεντρο πολιτικών υγείας. Κι αυτό γιατί δεν μπορούμε να είμαστε υγιείς μέσα σ’ ένα μολυσμένο περιβάλλον. Η πρώτη μέριμνα θα είναι η διασφάλιση της καθολικότητας στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Κι ενώ σ’ ένα πρώτο δημόσιο επίπεδο υπάρχει πρόσβαση όλων (ή σχεδόν όλων) στις υγειονομικές υπηρεσίες, μια πλήρης (ποσοτικά και ποιοτικά) περίθαλψη απαιτεί σημαντικούς ιδιωτικούς πόρους που δεν διαθέτουν όλοι. Στην εποχή της κλιματικής αλλαγής, δεν νοείται καμία de jure ή de facto διάκριση. Στο βαθμό που τα κράτη ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή, ευθύνονται και για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο είτε αυτό είναι δημόσιο είτε ιδιωτικό.

Οι χρόνιες παθήσεις λόγω μόλυνσης του περιβάλλοντος καθιστούν αναγκαία την καλλιέργεια μιας κουλτούρας πρόληψης. Η κοινωνική ασφάλιση από αποζημιωτικός θεσμός οφείλει να μεταλλαχθεί σε θεσμό πρόληψης[36]. Η πρόληψη των κινδύνων περιλαμβάνει και τον περιβαλλοντικό κίνδυνο. Από την άλλη, οι καταστροφές θέτουν νέα δεδομένα στη λειτουργικότητα των συστημάτων υγείας. Επειδή είναι αιφνιδιαστικές και μεγάλης κλίμακας, δημιουργούν στιγμιαία μεγάλη ζήτηση σε παροχή υγειονομικών υπηρεσιών. Το δημόσιο σύστημα θα πρέπει να είναι ικανό να απαντήσει σ’ αυτές τις άμεσες πιέσεις. Η αποτελεσματικότητά του δεν θα κρίνεται μόνο υπό κανονικές συνθήκες. Ανά πάσα στιγμή, το δημόσιο σύστημα υγείας θα οφείλει να διαθέτει πλεόνασμα (εφεδρικού) προσωπικού και υποδομών, για να μην τίθεται στους ιατρούς το τραγικό ηθικό δίλημμα της διαλογής ασθενών (triage médical)[37].

Secundo, η ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες περιβαλλοντικές απειλές. Για να αποκτήσει νέα δυναμική προστασίας επιβάλλεται ο υπάρχον μηχανισμός να συνδεθεί με παθολογίες που οφείλονται στο περιβάλλον. Η έκθεση στη μόλυνση του περιβάλλοντος αλληλεπιδρά συνήθως με το εργασιακό περιβάλλον. Λ.χ. στους επαγγελματικούς καρκίνους συντείνει συχνά η μόλυνση του περιβάλλοντος[38]. Δεν υπάρχει εργασία σε υγιεινό περιβάλλον, όταν επικρατεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Γενικά, η ύπαρξη δύο χωριστών κάδρων, της ζωής και της εργασίας, καθίσταται ξεπερασμένη σε ζητήματα υγείας. Μια «οικολογική κοινωνική ασφάλιση» προϋποθέτει νέες ισορροπίες ανάμεσα στις διάφορες πλευρές της ζωής και την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων (εξισορρόπηση ζωής και εργασίας). Και βέβαια το υπάρχον κενό στον τομέα αυτό είναι ότι δεν καλύπτονται, εκτός εξαιρέσεων, οι μη μισθωτοί[39]. Εξάλλου, εκείνοι που πέφτουν όλο και περισσότερο θύματα της κλιματικής αλλαγής είναι οι αγρότες (λ.χ. καρκίνοι προστάτη που συνδέονται σε υπερ-έκθεση σε χλωροδεκόνη)[40].

Tertio, το κράτος οφείλει να εγγυηθεί το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων όσων πλήττονται εισοδηματικά (αδυναμία/ απώλεια εργασίας) λόγω κλιματικής αλλαγής. Στα χρόνια που θα έλθουν, η υπερθέρμανση όπως και τα ακραία κλιματικά φαινόμενα θα μας αναγκάσουν ενίοτε να μένουμε στο σπίτι ή να μην πηγαίνουμε στη δουλειά μας. Πώς θα στηριχθεί το εισόδημα των απασχολουμένων; Η λύση βρίσκεται σε μια μετεξέλιξη της ασφάλισης ανεργίας και του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (άρθρο 21, παρ. β’ του Συντάγματος)[41], προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός είδους αποζημίωσης λόγω κλιματικής κρίσης. Δεν θα έχει υπολειμματικό χαρακτήρα (μέτρο αντι-φτώχεια) ούτε θα περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία. Συχνά, δεν λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες υπό τις οποίες καταβάλλεται το επίδομα ανεργίας[42]. Κατά την κλιματική κρίση, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται «ως μισθός όταν δεν θα μπορούμε για περιβαλλοντικούς λόγους να εργαστούμε». Όταν οι ατμοσφαιρικές συνθήκες ή οι πλημμύρες θα καθιστούν την παροχή εργασίας επικίνδυνη ή αδύνατη, μια ειδική αποζημίωση θα επιτρέπει την απορρόφηση των δυσμενών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.

Εδώ, θα πρέπει να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, δεχόμενοι ότι η κοινωνική ασφάλιση, κατά την εγγύηση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το δικαίωμα στην υγιεινή διατροφή[43]. Ως γνωστόν από την εποχή του Ιπποκράτη γίνεται δεκτό ότι η καλή υγεία κτίζεται πάνω σε μια υγιεινή διατροφή. Η κακή διατροφή ευθύνεται για το 22% των θανάτων παγκοσμίως. Ίσως, ένα μέρος των προνοιακών επιδομάτων θα ήταν προτιμότερο να χορηγείται σε είδος και συγκεκριμένα σε βιολογικά προϊόντα[44]. Έτσι, παράλληλα με την κάλυψη βασικών αναγκών, θα καλλιεργούνται και ορθές συμπεριφορές.

Όταν δεν είναι δυνατή η εργασία, καθίσταται αναγκαία η στήριξη του ατόμου μέσω του εισοδήματός του[45]. Το παράδειγμα της πρόσφατης πανδημίας καλλιέργησε προδρομικές ιδέες. Το «stay home, stay safe» έθεσε ένα γενικό αίτημα επιβίωσης για τους περισσότερους[46],[47],όμοιο μ’ εκείνο που θα θέσει σε κάποια χρόνια η υπερθέρμανση του πλανήτη. Μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων θα βρεθεί σε «θάλαμο αναμονής», όχι μόνο γιατί δεν θα υπάρχει επαρκής εργασία, αλλά γιατί δεν θα είναι δυνατή η παροχή της για περιβαλλοντικούς λόγους. Η ανάγκη αυτή στήριξης του εισοδήματος υπερέβη την πανδημία και μεταβλήθηκε σε προτεραιότητα στην παγκόσμια κοινωνία ρίσκου. Σε όλες τις χώρες αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για την εγγύηση ενός ελάχιστου (βασικού) αξιοπρεπούς εισοδήματος για όλους τους πολίτες[48],[49]. Είναι, όμως, αυτονόητο ότι όσο πιο απαιτητικοί είναι οι όροι πρόσβασης σε αυτό τόσο περισσότεροι αποκλείονται από τον προστατευτικό του κλοιό. Έτσι, το πέρασμα από το ελάχιστο (minimum) εισόδημα στο καθολικό (basic income) μετεξελίχθηκε από ουτοπία σε αναγκαία πραγματικότητα.

Το εισόδημα «ύπαρξης» (βασικό εισόδημα, basic income) αποτελεί μια ελάχιστη αναδιανομή πλούτου σε εθνική και πλανητική κλίμακα, ανεξάρτητα από την κατοχή μιας θέσης εργασίας. Πρόκειται για τη θεσμοθέτηση ενός τακτικού, χωρίς προϋπόθεση εργασίας και έλεγχο πόρων, εξατομικευμένου χρηματικού εισοδήματος ως βασικού συστατικού στοιχείου μιας βιώσιμης ανάπτυξης[50]. Το πιο αποφασιστικό επιχείρημα υπέρ της καθιέρωσής του είναι το γεγονός ότι εισερχόμαστε στην εποχή της μετα-εργασιακής κοινωνίας. Κατά τρόπο μη αναστρέψιμο, οι θέσεις εργασίας όλο και θα μειώνονται λόγω κλιματικής αλλαγής.

Από την άλλη, η διηνεκής οικονομική ανάπτυξη είναι περιβαλλοντολογικά καταστροφική. Για να εξέλθουμε από το φαύλο κύκλο, θα πρέπει να υπερβούμε τις υπάρχουσες μορφές αλληλεγγύης. Επομένως, η κύρια φροντίδα των μελλοντικών κοινωνιών δεν θα είναι τόσο η ατέρμονη ανάπτυξη και η συνακόλουθη δημιουργία θέσεων εργασίας, όσο η ισόρροπη αξιοποίηση των πόρων και η δίκαιη κατανομή του υπάρχοντος πλούτου[51]. Εν τέλει, γίνεται όλο και πιο επιτακτική η θέσμιση ενός κοινωνικού μοντέλου, όπου το βασικό εισόδημα θα μπορούσε να εκληφθεί ως μερική κοινωνική αποζημίωση για το περιβαλλοντικό κόστος που συνήθως επιρρίπτεται στους λιγότερο ευνοημένους[52].

Το βασικό (καθολικό) εισόδημα θα είναι η μεγάλη ουτοπία του 21ου αιώνα. Από μια διφορούμενη ιδέα έχει εξελιχθεί σε βασική συνιστώσα των πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μια «συγκεκριμένη ουτοπία» που μας δείχνει το δρόμο για τη σωτηρία της γης[53]. Το εισόδημα αυτό, κατ’ άλλους, «μισθός του πολίτη» (revenu de citoyenneté) ή «μισθός της ελευθερίας» συνίσταται –πολύ χοντρικά, αφού υπάρχουν περισσότερες εκδοχές του– στην καταβολή σε κάθε άτομο, από τη γέννηση έως το θάνατό του, ενός εισοδήματος, ικανού να του καλύψει τις στοιχειώδεις του ανάγκες, χωρίς προϋπόθεση ανεπάρκειας πόρων ή κάποια άλλη ανταπόδοση (λ.χ. παροχή εργασίας). Η καθιέρωσή του αποτελεί μια ριζοσπαστική πρόταση που δεν αποσκοπεί μόνο στο να αποφύγει τις παρενέργειες και τους περιορισμούς του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αλλά να πάει πολύ πιο πέρα από αυτό. Έχει άλλο στόχο από εκείνον της αντιμετώπισης της φτώχειας, αφού είναι απόλυτα απροϋπόθετο, με την έννοια ότι δεν εξαρτάται από κανέναν όρο.

Quatuor, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι θα αναδείξουν μια νέα κατηγορία «ευάλωτων» ατόμων που θα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις επιβαρυντικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής ή σε κάποιες μορφές μόλυνσης (καύσωνες). Οι καιροί που θα έρθουν θα είναι ιδιαίτερα θερμοί με αποτέλεσμα πολλοί ηλικιωμένοι και άτομα ευπαθών ομάδων να έχουν ανάγκη πρόσθετης φροντίδας (care). Η έννοια των ομάδων αυξημένου κινδύνου θα οικοδομηθεί με βάση την ηλικία και το ιατρικό ιστορικό του ατόμου σε σχέση πάντα με τις περιβαλλοντικές απειλές. Επειδή η «κλασική» κοινωνική ασφάλιση δεν προνοεί γι’ αυτούς θα καταστεί αναγκαία η λήψη ειδικών μέτρων –όπως και για τα πρόσωπα που φροντίζουν ευπαθείς ομάδες (βλ. προηγούμενο πανδημίας[54]).

Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Guerra et autres/ Italie) δέχθηκε ότι η μόλυνση του περιβάλλοντος μπορεί να οδηγήσει στη στέρηση της απόλαυσης της κατοικίας[55]. Λόγω κλιματικής κρίσης, η τελευταία θα μεταβληθεί σ’ ένα είδος περιβαλλοντικού «καταφυγίου». Συγχρόνως, η πράσινη αρχιτεκτονική θα οδηγήσει στην αύξηση των οικολογικών σπιτιών, συμβάλλοντας στην πράσινη μετάβαση. Σε συνταγματικό επίπεδο, το άρθρο 21, παρ. 4 οφείλει να κατοχυρώνει μια κατάλληλη (ικανοποιητική) κατοικία, όπου θα περιλαμβάνεται και η περιβαλλοντική διάσταση. Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι το δικαίωμα στην παιδεία είναι αποφασιστικό για την εκπαίδευση των νέων στις οικολογικές αξίες. Γενικά, το εν λόγω δικαίωμα, διαμορφώνοντας μια γενεά νέων εκπαιδευμένων στην πράσινη οικονομία, συντελεί στη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων.

Η μετάβαση σ’ ένα οικονομικό μοντέλο που σέβεται το περιβάλλον (πράσινη μετάβαση), επιβάλλει προσαρμογές στον τρόπο χρηματοδότησης της κοινωνικής προστασίας. Οι αυξημένες ανάγκες για πρόσθετα μέτρα απαιτούν πρόσθετους πόρους. Για την αναζήτηση νέων πόρων θα πρέπει να επιστρατευθεί μια κοινωνικά δίκαιη φορολογία. Η ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε φόρους πράσινης μετάβασης. Η περιβαλλοντική φορολογία εντάσσεται στα εργαλεία που συμβάλλουν στην αλλαγή συμπεριφορών, ενώ προσκομίζει τα αναγκαία έσοδα για την πράσινη μετάβαση[56]. Η περιβαλλοντική αλληλεγγύη αποτελεί τη βάση για την επιβολή φόρων. Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σ’ έναν παραλληλισμό. Η περιβαλλοντική κρίση αναπέμπει, κατά κάποιο τρόπο, στη θεωρία του επαγγελματικού κινδύνου (risque professionnel): οι κίνδυνοι των εργατικών ατυχημάτων αυξήθηκαν με την εκβιομηχάνιση της οικονομίας. Επομένως, το κοινωνικό σύνολο που επωφελείται της προόδου, θα πρέπει να αναλάβει το τίμημά τους. Έτσι και η περιβαλλοντική κρίση θα πρέπει να επιβαρύνει εκείνους που κερδίζουν από το ρυπογόνο οικονομικό μοντέλο.

Και φυσικά η κρίση του κοινωνικού κράτους επιτείνει την κλιματική κρίση. Άλλως, λειτουργεί ως επιταχυντής της δεύτερης. Δεν είμαστε στην πρώτη νεότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η «Golden Age», η «Ένδοξη Τριαντακονταετία» (1945-1975), πέρασε. Σήμερα, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι θύματα μιας κοινωνικής οπισθοδρόμησης, μιας μεγάλης αντεπίθεσης των νεοφιλελεύθερων ιδεών. Κρίθηκαν δαπανηρά για τις επιχειρήσεις και επιβαρυντικά για κρατικούς προϋπολογισμούς[57]. Έτσι, γεννήθηκε η ρητορική της κρίσης του κοινωνικού κράτους που κρύβει επιμελημένα υστεροβουλίες, εγωισμούς κι όχι μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού του υπάρχοντος συστήματος ή αντικατάστασής του από κάτι κοινωνικότερο. Κάτω από την οπτική μας, για να αντιπαρέλθουμε την κλιματική κρίση θα πρέπει να υπερβούμε την κρίση του κοινωνικού κράτους.

Προς λάθος κατεύθυνση βρίσκεται η μετατόπιση του κοινωνικού δικαίου προς τις επιταγές της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.)[58]. Αυτή η διαμόρφωση μιας «συνολικής πολιτικής» θα έχει ως αποτέλεσμα την υποταγή της κοινωνικής πολιτικής στις οικονομικές και νομισματικές πολιτικές της Ε.Ε. Ειδικότερη αλλά σημαντικότερη πτυχή θα είναι η συγκράτηση των κοινωνικών δαπανών, ενώ γνωρίζουμε ότι πράσινη μετάβαση χωρίς αύξηση των κοινωνικών δαπανών θα ισοδυναμούσε με αυτοαναίρεσή της. Βέβαια, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές με την απόσυρση του κράτους δεν συμβαδίζουν με τα νέα οικολογικά πρόταγματα που επιβάλλουν μια νέα σχέση ανάμεσα στην αγορά και το κράτος, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Στη μετανεωτερικότητα αμφισβητήθηκε η αδιάκοπη πρόοδος, για να επανέλθει μια συλλογική συνείδηση ιστορικής επιστροφής του αενάως ίδιου[59]. Πιο συμβατή με τον εξελικτικό χαρακτήρα της έννοιας της προόδου είναι μια σπειροειδής κίνηση προς τα άνω των κοινωνικών δικαιωμάτων (effet spiral): πισωγυρίσματα με ταυτόχρονη άνοδο κάθε φορά του κατώτατου επιπέδου. Μετά από μια αμφισβήτηση, το κοινωνικό δικαίωμα επανέρχεται ανανεωμένο και βελτιωμένο. Λ.χ. από την τοποθέτηση του κατώτατου ορίου στην απόλυτη φτώχεια στην ανύψωσή του στη σχετική και ούτω καθ’ εξής. Σήμερα, από αναδιανεμητικά δικαιώματα μετατρέπονται σε δικαιώματα επιβίωσης, σε εργαλεία της πράσινης μετάβασης.

Θα μπορούσαμε να φιλοτεχνήσουμε το κοινωνικό δικαίωμα μέσα από το ζεύγος δράση/αντίδραση. Πιθανολογούμε ότι μετά την τωρινή τους χειροτέρευση, θα επανέλθουν τα κοινωνικά δικαιώματα ως καθολικά και απροϋπόθετα δικαιώματα συμμετοχής στην «πράσινη» ευημερία. Ο μόνος όρος για την υλοποίησή τους είναι η ύπαρξη πλούτου και επομένως η ουσία τους συνίσταται στη δίκαιη κατανομή του. Στην εποχή μας, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον θα πρέπει να ενσωματωθούν στα κοινωνικά δικαιώματα.

ΙΙΙ. Τα κοινωνικά δικαιώματα ως καλός αγωγός της πράσινης μετάβασης

Τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι «όλα ή τίποτα». Έχουν διαβαθμίσεις στην υλοποίησή τους. Δεν φθάνει σήμερα απλώς να μην πεθάνουμε. Θέλουμε να ζήσουμε και καλά. Να συμμετάσχουμε στο βαθμό της κτηθείσας ευημερίας. Η ανάπτυξή τους δεν είναι ευθύγραμμη και ανοδική. Όπως η προαγωγή δεν εμπόδισε την οπισθοδρόμηση, έτσι, κι η οπισθοδρόμηση δεν θα εμποδίσει μια εκ νέου προαγωγή. Κατά βάση, τα κοινωνικά δικαιώματα ενσαρκώνουν το δικαίωμα στην ευτυχία. Ανοίγουν το δρόμο για το γνωστό «The pursuit of happiness» της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας. Η ευτυχία είναι ένα σθεναρό υποκειμενικό αίσθημα που εκπορεύεται από συλλογικούς και κοινωνικούς όρους. Μόνο σε υψηλά επίπεδα προσωπικής εξαύλωσης και πνευματικής ανάτασης απαξιώνει κανείς τους υλικούς όρους ζωής. Γι’ όλους μας, η συντήρηση της υλικής υπόστασής μας είναι αναγκαία για να βρούμε τον εαυτό μας.

Στα ανωτέρω, όμως, θα πρέπει να εισάγουμε μια οικολογική διάσταση. Για την ακρίβεια, δεν αρκεί να προβάλλουμε «πώς» η ανθρωπογενής υπερθέρμανση, λόγω της ανθρώπινης οικονομικής δραστηριότητας, επιδρά αρνητικά στα κοινωνικά δικαιώματα (λ.χ. υγεία), αλλά οφείλουμε να επανατοποθετήσουμε τα τελευταία πάνω σε μια οικολογική βάση, να τα μετουσιώσουμε σε «περιβαλλοντικά κοινωνικά δικαιώματα». Σε αυτή την προοπτική, τα εν λόγω δικαιώματα αποκτούν ένα νέο ρόλο και μας προετοιμάζουν γι’ ένα μέλλον «με ουδέτερο αποτύπωμα άνθρακα». Δεν είναι τα θύματα της μόλυνσης, αλλά μέσο αποτροπής ή επιβράδυνσής της. Για την κλιματική αλλαγή, δεν έχει σημασία μόνο το οικονομικό μοντέλο, αλλά και η διαμορφωθείσα έννοια της ευημερίας. Όπως προσφυώς υπογραμμίζει ο Στέργιος Μήτας, η προστασία της φύσης με όρους κοινωνικών σχέσεων, στη βάση της αλληλεγγύης, εμβάλλει και το «συλλογικό καθορισμό για το ποιες ανάγκες αξίζει να ικανοποιούνται και μέχρι ποιου μέτρου»[60]. Με απλά λόγια, δεν είναι πλέον σύμφωνη με το σεβασμό των κοινωνικών δικαιωμάτων μια κοινωνία κατανάλωσης.

Να θυμίσουμε ότι κοινωνικό και περιβαλλοντικό δίκαιο έχουν ως κοινή βάση, την αλληλεγγύη (τόσο ενδογενεακή όσο και διαγενεακή) (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος)[61]. Γι’ αυτό προστατεύοντας το περιβάλλον (άρθρο 24 του Συντάγματος) προστατεύουμε και τα κοινωνικά δικαιώματα. Με τη βιωσιμότητα η κοινωνική ασφάλιση συναντά την προστασία του περιβάλλοντος. Κάτω από μια άλλη οπτική, από την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης (αειφορία), η οποία έχει αναγορευθεί σε καταστατική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συντάγματος, συνάγεται και η αρχή της βιώσιμης κοινωνικής πολιτικής, δηλαδή η προστασία του κοινωνικού κεφαλαίου στο οποίο ανήκει, κατ’ εξοχήν, ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης και το οποίο αποτελεί ουσιώδη όρο της ποιότητας ζωής των εργαζομένων και γενικότερα των πολιτών[62]. Ο νομοθέτης έχει summa divisio μια υποχρέωση να προστατεύσει το κοινωνικό (ασφαλιστικό) κεφάλαιο, έτσι ώστε να μεταβιβαστεί ακέραιο στις επόμενες γενεές[63]. Η αναφορά στη βιωσιμότητα επιδιώκει τη διαφύλαξη της οικονομικής ισορροπίας της κοινωνικής ασφάλισης ως αναγκαίου όρου διαβίωσης της παρούσας και των μελλουσών γενεών. Αλλά και από την πλευρά του δικαίου του περιβάλλοντος, η βιώσιμη ανάπτυξη αποβλέπει στη μακροπρόθεσμη διατήρηση του περιβάλλοντος μέσα από την αρμονική συνύπαρξη οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης (δυναμική τάση)[64].

Η κλιματική μετάβαση προϋποθέτει την αντιμετώπιση της έκρηξης της κατανάλωσης και της παραγωγικότητας που βλάπτουν το γήινο σύστημα. Στην προοπτική αυτή, η λογική των κοινωνικών δικαιωμάτων θα πρέπει να αναμορφωθεί και να αποσπαστεί από την αγορά και τις οικονομικές ελευθερίες. Η υλοποίηση των εν λόγω δικαιωμάτων δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μοίρασμα του προϊόντος μιας άπληστης αγοράς (ως μοίρασμα της λεγόμενης «πίτας») που μπροστά στη μεγιστοποίηση των κερδών δεν έχει καμία οικολογική αναστολή. Η ανάπτυξη των κοινωνικών δικαιωμάτων στηρίχθηκε μεταπολεμικά σ’ έναν κεϋνσιανισμό, σε μια ατέρμονη παραγωγή, σ’ ένα καταναλωτικό μοντέλο που ευθύνεται για τη σπατάλη των ανθρώπινων πόρων. Στη δυτική Ευρώπη, κατά την «ένδοξη τριακονταετία» του κοινωνικού κράτους, συναντάμε περισσότερο μια καλλιέργεια του μύθου της αλληλεγγύης, παρά της ίδιας της αλληλεγγύης. Με άλλα λόγια, εκείνο που στοίχειωνε την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους ήταν η εικόνα της αλληλεγγύης και όχι η αλήθειά της. Γενικά, οικοδομούμε τον κόσμο με εικόνες (αναπαραστάσεις) που μας καθοδηγούν. Στήνουμε ένα οικείο σκηνικό και κανείς δεν προσέχει πώς πραγματικά λειτουργεί, επιβεβαιώνοντας τελικά τη «φαντασιακή θέσμιση» της κοινωνίας.

Τα κοινωνικά δικαιώματα στηρίχθηκαν κατ’ ουσία στην αχαλίνωτη οικονομική ανάπτυξη, σ’ έναν επικρατούντα κεϋνσιανισμό –γι’ αυτό και η οικονομική κρίση μεταφραζόταν σε μείωση των κοινωνικών παροχών. Μοιράστηκε το πλεονάζον, χωρίς να θιγεί το σύστημα. Το κεκτημένο των κοινωνικών δικαιωμάτων οδηγούσε σε απώλεια συνείδησης του τιμήματος γι’ αυτή την αλληλεγγύη. Έτσι, πιστέψαμε ότι η διαχρονικότητα της προστασίας ήταν απόρροια της αλληλεγγύης, ενώ ήταν προϊόν οικονομικής μεγέθυνσης. Στο ίδιο μήκος κύματος, η επιλογή για την έξοδο από την οικονομική κρίση, κατά τον νεο-κεϋνσιανισμό, είναι η αύξηση (ή διατήρηση) των κοινωνικών παροχών, προκειμένου να τονωθεί η κατανάλωση με απώτερη συνέπεια την επάνοδο στην οικονομική ανάπτυξη.

Η οικολογική αλλαγή επιβάλλει ένα οικονομικό μοντέλο που θα θέτει περιορισμούς ανάπτυξης –με την έννοια της μείωσης των εκπομπών άνθρακα–, ενώ τα αποτελέσματά του θα κατανέμονται με πιο δίκαιο τρόπο. Με μια λέξη, μικρότερη και δικαιότερη ανάπτυξη. Σε αυτή την προοπτική, τα κοινωνικά δικαιώματα θα λειτουργήσουν ως μέρος (και ως «θύματα») της πράσινης μετάβασης. Συγχρόνως, θα ενσωματώνουν μια οικολογική συνείδηση κι έναν καταναλωτικό αυτοπεριορισμό. Τα αναγκαία προς το ζην θα περιορίζονται στα ουσιώδη, όπως αυτά θα προσδιορίζονται από ένα οικολογικό μοντέλο ζωής. Οι συντάξεις[65] και τα επιδόματα δεν πρέπει να σχεδιάζονται με βάση την αύξηση της καταναλωτικής δύναμης, ενθαρρύνοντας τους ανθρώπους να εξαντλούν τους φυσικούς πόρους. Μια μικρότερη πίτα εξαιτίας της πράσινης ανάπτυξης, δικαιότερα κατανεμημένη, είναι πολύ προτιμότερη από μια μεγαλύτερη, ικανή να καταστρέψει τον πλανήτη.

Η λογική της αέναης αύξησης της παραγωγής οδηγεί σε εξάντληση των φυσικών πόρων. Οι τελευταίοι δεν είναι ατέρμονοι και το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο δεν έχει οροφή. Η «πράσινη μετάβαση» υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύει μια μείωση της ανάπτυξης -0,1 με -0,5 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) στις ευρωπαϊκές χώρες (2018). Είναι αναμενόμενο ότι η μείωση αυτή θα έχει οικονομικές επιπτώσεις στις κοινωνικές δαπάνες. Για να αντιμετωπιστούν τα κενά στη χρηματοδότηση, απαιτείται μια νέα αναδιανομή του πλούτου (μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ αφιερωμένο στην υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων). Η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία δεν μπορεί να γίνει σε βάρος των κοινωνικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής πολιτικής. Θα πρέπει να είναι «δίκαιη». Αυτό ανευρίσκεται –τουλάχιστον σε επίπεδο διακήρυξης αρχών– και στα soft law κείμενα της Ε.Ε., «η αλλαγή προς τη βιωσιμότητα σημαίνει προώθηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και της ευημερίας για όλους»[66].

Η περιβαλλοντική προσέγγιση των κοινωνικών δικαιωμάτων ταιριάζει περισσότερο με την οπτική του Amartya Sen σχετικά με την ανάπτυξη των ικανοτήτων του ατόμου (capability approach). Υπό το κρατούν σύστημα, η αγορά είναι η κύρια οδός για την πρόσβαση στα αγαθά και την ευημερία, ενώ τα κοινωνικά δικαιώματα συμπληρώνουν ή καλύπτουν τα «ατυχήματα» στην κούρσα της αγοραίας διανομής. Ο τρόπος αυτός, που επικεντρώνεται κυρίως στα αγαθά, συντείνει στην εξάντληση των φυσικών πόρων. Η έμφαση που δίνουμε στην αναδιανομή των πόρων ως πεμπτουσίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, δημιουργεί ένα στενό θεωρητικό πλαίσιο που δεν ενσωματώνει την κλιματική αλλαγή[67].

Η αρχική επιλογή του Amartya Sen είναι ότι η φτώχεια είναι περισσότερο στέρηση βασικών δυνατοτήτων, παρά χαμηλό επίπεδο εισοδημάτων. Σε συνάφεια με την προηγούμενη θέση του, υποστηρίζει ότι η προαγωγή της ισότητας συνδέεται με τη βελτίωση της ικανότητας καθενός ανθρώπου να επιτύχει άξιες λόγου λειτουργίες της ζωής (to extend the range of functionings available to individuals). Γι’ αυτό, ο Amartya Sen αποδίδει κεντρικό ρόλο στις ικανότητες (capabilities) του προσώπου να επιδιώκει βασικούς και έλλογους στόχους ζωής[68]. Η ανάπτυξη των ικανοτήτων εξαρτάται από το ίδιο το άτομο (βιολογική ταυτότητα), την κοινωνία (νομικοί κανόνες, πολιτικοί θεσμοί) και το περιβάλλον (φύση, κλίμα, τεχνολογική υποδομή). Ο προσανατολισμός των κοινωνικών δικαιωμάτων με βάση τη θεωρία του Amartya Sen τα αναβαθμίζει σε «παράγοντες κοινωνικής μετατροπής» (social conversion factors). Στην προοπτική αυτή, η εν λόγω κατηγορία δικαιωμάτων δημιουργεί (θεσμοποιεί) μια βάση –στην οποία περιλαμβάνεται και το φυσικό περιβάλλον– ευνοϊκή για την ανάπτυξη των ικανοτήτων του κάθε ατόμου.

Έτσι, τα κοινωνικά δικαιώματα δεν επικεντρώνονται μόνο στο αποτέλεσμα, δεν αποτελούν απλή απόλαυση μιας έτοιμης κατάστασης πραγμάτων –μέσω μιας απο-εμπορευματοποίησης των αγαθών που επιτυγχάνεται με κρατική παρέμβαση–, αλλά εστιάζουν και στην ικανότητα διαμόρφωσής του. Με άλλα λόγια, σημασία δεν έχει μόνο η μεταβίβαση πόρων, αλλά κι η διαδικασία που οδηγεί σε αυτή[69]. Με τη  διαδικαστική τους όψη τα κοινωνικά δικαιώματα αφήνουν ανοικτές διόδους για να καταστούν ενεργές οι δυνατότητες που κρύβει ο κάθε άνθρωπος. Σ’ ένα μολυσμένο περιβάλλον είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να αναπτυχθεί καμία ικανότητα και γι’ αυτό ελλοχεύει η φτώχεια. Με άλλα λόγια, συστατικό στοιχείο της ευζωίας των ανθρώπων είναι και η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Δεν θα ήταν άσκοπο να τονίσουμε ότι η «προσέγγιση ικανοτήτων» συναντά όρια[70] και ότι εντέλει προτιμότερη θα ήταν η οικοδόμηση των κοινωνικών δικαιωμάτων ως ενός συνδυασμού ουσιαστικών (substantive) και διαδικαστικών (procedural) πλευρών.

Από την πλευρά μιας διαλεκτικής σχέσης δικαιωμάτων-υποχρεώσεων[71], η μείωση της χρηματοδότησης των συντάξεων προϋποθέτει νέους πόρους που θα αντληθούν με τη βοήθεια της περιβαλλοντικής φορολογίας. Έτσι, η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, στην περίοδο της πράσινης μετάβασης, θα πρέπει να ενσωματώσει μια αναδιανεμητική διάσταση. Η οικολογική παράμετρος θα πρέπει να διατρέχει όλο το θεσμό. Λ.χ., τα αποθεματικά των Ταμείων θα πρέπει να επενδύονται κατά κύριο λόγο στην πράσινη ανάπτυξη. Τα λεγόμενα κεφαλαιοποιητικά συστήματα θα έχουν ως αποστολή να ενθαρρύνουν την περιβαλλοντική προτεραιότητα στις επενδύσεις των κεφαλαίων τους. Ειδικότερα, αντί της επιλογής μιας κερδοσκοπικής χρηματοοικονομικής φούσκας, πρέπει να επικρατούν κριτήρια προστασίας της απασχόλησης, του περιβάλλοντος και του πολιτισμού. Προς την κατεύθυνση αυτή, το άρθρο 51 του ν. 5078/2023 (άρθρο 19 Οδηγίας ΕΕ 2016/2341) που θέτει τους επενδυτικούς κανόνες για τα αποθεματικά των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης, προβλέπει ότι : «τα Τ.Ε.Α. λαμβάνουν υπόψη τον δυνητικό μακροπρόθεσμο αντίκτυπο κάθε επενδυτικής απόφασης σε παράγοντες σχετικούς με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση». Έτσι, ένα κοινωνικό δικαίωμα (δικαίωμα σε συμπληρωματική συνταξιοδοτική παροχή) μεταμορφώνεται σε όπλο για να αποτραπεί η καταστροφή του περιβάλλοντος.

Η μέχρι σήμερα κυρίαρχη ματιά πρέσβευε ότι η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος εξαρτάται από την οικονομική ανάπτυξη. Μπορεί μια (κλασική) πολιτική οικονομικής μεγέθυνσης και αύξησης της παραγωγής που στηρίζεται στην εξάντληση των φυσικών πόρων, να επιτρέπει την αύξηση της απασχόλησης και κατ’ επέκταση των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία[72], ωστόσο, δεν παύει να οδηγεί σε αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και υποβάθμιση του περιβάλλοντος[73]. Η μόνη διέξοδος είναι να αλλάξει η κοινωνική ασφάλιση ρόλο και από «θύμα» μιας μη αναστρέψιμης κατάστασης να γίνει όπλο αποτροπής της. Δεν αρκεί να απαλύνει τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, αλλά οφείλει να εγκαταλείψει μια μυωπική οπτική, ενσωματώνοντας τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος. Του λοιπού, η κοινωνική ασφάλιση δεν θα πρέπει να στηριχθεί σε μια οικονομική ανάπτυξη που οδηγεί στην κλιματική κρίση, αλλά σε μια ανάπτυξη που θα εναρμονίζεται με την προστασία του περιβάλλοντος[74] (ακόμη και μικρότερη σε μέγεθος). Τα όποια κενά που θα δημιουργηθούν στη χρηματοδότηση του θεσμού θα καλυφθούν από μια ευρύτερη αναδιανομή του πλούτου. Έτσι, θα οδηγηθούμε στην όσμωση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος με τη διατήρηση των φυσικών πόρων προς χάρη των επερχόμενων γενεών (αρχή αειφορίας).

Η πράσινη μετάβαση αναμένεται να έχει αρνητικές συνέπειες –πάντως, όπως υποστηρίζεται, όχι και τόσο σημαντικές[75]– στη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Τα τελευταία, για να απορροφήσουν τη μείωση των εσόδων τους και να αντισταθμίσουν τις νέες ανισότητες, θα έχουν ανάγκη μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση διεύρυνσης του αναδιανεμητικού (κοινωνικού) τους ρόλου. Πρόσθετα, η κοινωνική ασφάλιση θα πρέπει να αποκαταστήσει την ανισορροπία ανάμεσα σε τομείς με «brown jobs» σε συνεχή συρρίκνωση και τους ανερχόμενους τομείς της πράσινης οικονομίας.

Η σύγχρονη τάση για ενίσχυση της κεφαλαιοποίησης έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον νέο ρόλο που επιφυλάσσεται στην κοινωνική ασφάλιση κατά την περίοδο της πράσινης μετάβασης. Η εγκατάλειψη της κοινωνικής δικαιοσύνης και ο ενστερνισμός από τους σύγχρονους μεταρρυθμιστές των συνταξιοδοτικών συστημάτων της λογικής της οικονομικής αποδοτικότητας[76] ανατροφοδοτεί ουσιαστικά την κλιματική κρίση, αφού αναπαράγει το παραγωγιστικό (productivist) πρότυπο οικονομίας. Από την άλλη, τα κεφαλαιοποιητικά Ταμεία θα διατρέξουν, λόγω ακραίων φαινομένων, αυξημένους επενδυτικούς κινδύνους (λ.χ. πτώση αξίας των μετοχών BP λόγω πετρελαιοκηλίδας στον κόλπο του Μεξικού το 2010).

Την εποχή της πράσινης μετάβασης, το δικαίωμα στην εργασία, όπως είναι φυσικό, θα παραμείνει δικαίωμα στην εργασία, αλλά με άλλο περιεχόμενο. Κι αυτό γιατί η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής καλεί σε μια βαθιά μετάλλαξη της απασχόλησης. Απαιτείται μαζικός επαγγελματικός προσανατολισμός για εργαζομένους των οποίων οι τομείς θα πληγούν (μεταβολή της αυτοκινητοβιομηχανίας από θερμική σε ηλεκτρική). Η προστασία του δικαιώματος στην εργασία θα επιβάλλει εκτεταμένη επαγγελματική μετάβαση, καθώς και ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων. Ενώ οι παραδοσιακές θέσεις εργασίας θα εξαφανιστούν ή θα μετασχηματιστούν, η μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία θα δημιουργήσει συγχρόνως νέες θέσεις εργασίας. Αν όλα αυτά αφεθούν στην ίδια την αγορά, τότε θα αυξηθούν οι ανισότητες. Γι’ αυτό απαιτείται η συνδρομή του κράτους και της οργανωμένης παρέμβασης.

Η δημογραφική ανάπτυξη, στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, αποτελεί ένα «non sens écologique», αφού φυσιολογικά μεταφράζεται με μια υπερ-κατανάλωση των φυσικών πόρων, ενώ συγχρόνως επιτείνει τη μόλυνση του περιβάλλοντος[77]. Μελέτες καταδεικνύουν ότι η αύξηση πληθυσμού στις πλούσιες χώρες οδηγεί στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Όσο πιο πολυάριθμες είναι οι κοινωνίες της κατανάλωσης, τόσο περισσότερους καταναλωτές έχουμε –βέβαια, αυτά επισημαίνονται από την πλευρά της κλιματικής κρίσης και δεν υπαινίσσονται επαναφορά Μαλθουσιανών θεωριών. Πώς επιλύεται το πρόβλημα; Με εθνικούς εγωισμούς απλώς υπάρχει ένας διαγκωνισμός στην κούρσα της καταστροφής. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον παγκόσμιο πληθυσμό ως πληθυσμό της κάθε χώρας και αντίστροφα[78]. Να λάβουμε, εξάλλου, υπόψη μας ότι η κλιματική κρίση επιδεινώνει, όπως είναι φυσικό, το δημογραφικό πρόβλημα. Πράγματι, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής ανακόπτεται, λόγω μόλυνσης του περιβάλλοντος, ενώ επηρεάζεται αρνητικά και η αναπαραγωγική ικανότητα.

Πιθανόν, η κλιματική αλλαγή να μας θέσει ενώπιον πληθυσμιακών μετακινήσεων. Ισχυρά κύματα μετανάστευσης θα προκληθούν λόγω κλιματικής αλλαγής, μάλιστα από χώρες που δεν ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Στην προοπτική μιας παγκόσμιας δικαιοσύνης, οι χώρες υποδοχής δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τους «κλιματικούς μετανάστες»[79] ως απειλή –μια αύξηση 3° C αναμένεται ότι θα οδηγήσει στο θάνατο δεκάδες εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν σε τροπικές χώρες–, αφού αποτελούν ένα είδος περιβαλλοντικού καταφυγίου (δικαίωμα αναζήτησης ενός βιώσιμου εδάφους). Ανάμεσα σε όλα τα άλλα, οι νέες πραγματικότητες υπαγορεύουν μια μεγαλύτερη καθολικότητα των συστημάτων κοινωνικής προστασίας[80], έτσι ώστε η πρόσβαση στις κοινωνικές παροχές να αποδεσμευτεί από την πλήρωση των οικείων προϋποθέσεων νόμιμης παραμονής ή εργασίας[81]. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το κατά Ματθαίον: «… Ξένον και σε περιμαζέψαμεν …», ιδιαίτερα στους χαλεπούς καιρούς της κλιματικής κρίσης.

IV. Το θεμελιώδες δικαίωμα κλιματικής συνδρομής

Στις ταινίες καταστροφής μπορεί η φαντασία των σεναριογράφων να ξεπερνάει την πραγματικότητα, αλλά πρόκειται περισσότερο για διαφορά κλίμακας. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται όλο και πιο συχνά ακραία φαινόμενα συνδεδεμένα με περιβαλλοντικούς κινδύνους. Μεγάλου μεγέθους κλιματικές διαταραχές, σεισμοί, υγειονομικές κρίσεις κλονίζουν την πίστη για τον έλεγχο της μοίρας του ανθρώπου. Μάλιστα, οι καταστροφές έχουν αποκτήσει εξαιρετική δυναμική, αφού εμφανίζονται, όλο και πιο συχνά, απροειδοποίητα και σε μεγάλη έκταση. Η επιδίωξη της μέγιστης δυνατής ασφάλειας του ζωτικού πυρήνα του ατόμου αρχίζει να κλονίζεται από το απρόβλεπτο που δεν εξορκίζεται ούτε τιθασεύεται. H φυσική καταστροφή ποτέ δεν τελειώνει με την επέλευση της ίδιας της θεομηνίας. Ακολουθεί η επούλωση των πληγών που δύσκολα επέρχεται χωρίς την κρατική συνδρομή (ή τη βοήθεια της κοινότητας). Ειδάλλως, η φυσική καταστροφή καταλήγει σε κοινωνική.

Μεταπολεμικά, τα συστήματα κοινωνικής προστασίας από κινδύνους, όπως ασθένεια, εργατικά ατυχήματα, γηρατειά, οργανώθηκαν στη βάση της κανονικότητάς τους σ’ έναν κύκλο ζωής. Αφορούσαν γεγονότα από τα οποία δεν μπορούσε κανείς να ξεφύγει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η προβλεψιμότητα και το μέγεθός τους επέτρεπαν την αντιμετώπισή τους από την κοινωνική ασφάλιση. Γενικά, με την αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος αλλάζει η έννοια του «κινδύνου». Λ.χ. η μετάβαση στη μεταβιομηχανική κοινωνία (post-industrial society) σήμαινε ότι οι άνθρωποι είχαν να αντιμετωπίσουν νέους κοινωνικούς κινδύνους σε σχέση με την αγορά εργασίας, την οικογένεια, το φύλο[82]. Κατά την εξέλιξη του θεσμού, η έννοια του κοινωνικού κινδύνου διευρύνθηκε (new social risks), συμπεριλαμβάνοντας νέες όψεις κοινωνικής ανασφάλειας. Η νέα γενεά κινδύνων δεν συνδέθηκε τόσο με την εργασιακή σχέση όσο με την ιδιότητα του ατόμου (λ.χ. μακρόχρονη φροντίδα)[83]. Το τελευταίο ανέλαβε έναν πιο ενεργό ρόλο (λ.χ. επανένταξη στην αγορά εργασίας) κι όχι απλά εκείνον του αποδέκτη σ’ ένα σύστημα πληρωμών.

Η παραπάνω τεχνική, ακόμη και στην εξέλιξή της, συναντά εγγενή όρια. Έτσι, τα υπάρχοντα συστήματα δεν συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των μεγάλων φυσικών καταστροφών, αφού η τεχνική της κοινωνικής ασφάλισης καθίσταται ακατάλληλη απέναντι στα ακραία φαινόμενα. Όπως με διορατικότητα σημειώνεται, «Η κοινωνική ασφάλιση δεν εμφανίζεται πια ως το ενοποιητικό κέντρο της κοινωνικής προόδου. Σήμερα δεν καλύπτει παρά ένα μόνο μέρος της λεγόμενης κοινωνικής σφαίρας»[84].

Το ίδιο αδύναμη (σε μεγάλο βαθμό) να συνδράμει όσους έχουν τη δυνατότητα να προστρέξουν σε αυτή, αποδεικνύεται κι η ιδιωτική ασφάλιση. Η με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια διαχείριση του κόστους των φυσικών καταστροφών και συνεπειών της κλιματικής αλλαγής[85] δεν νομίζουμε ότι μπορεί να αποτελέσει λύση –άλλωστε, οι ασφαλιστικές εταιρείες απειλούνται οι ίδιες με κατάρρευση σε περίπτωση φυσικών καταστροφών, λόγω του ύψους των αποζημιώσεων που καλούνται να καταβάλλουν (βλ. πύρινη λαίλαπα στην Καλιφόρνια, 2025).

Στην «κοινωνία του ρίσκου» (Ulrich Beck)[86] δεν υπάρχουν μόνο οι κλασικοί κίνδυνοι που καλύπτονται από την κοινωνική ασφάλιση και τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Τα ρίσκα της λεγόμενης μετανεωτερικότητας είναι απρόβλεπτα, αφού δεν υπακούουν σε κανονικότητες και δεν μπορούν, γι’ αυτό το λόγο, να υπολογιστούν με βάση το νόμο των πιθανοτήτων. Δεν είναι προβλέψιμα και γι’ αυτό δεν είναι ασφαλίσιμα. Τα νέα «ρίσκα» δεν γνωρίζουν ταξικές διαστρωματώσεις, αφορούν μεγάλο αριθμό ατόμων, ενώ οι συνέπειές τους είναι ανυπολόγιστες για όλους. Λ.χ. το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνομπίλ, η νόσος των τρελών αγελάδων, η πανδημία COVID 19, οι πλημμύρες, οι τυφώνες δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης. Κάτω από διάφορες ονομασίες τα ακραία καιρικά φαινόμενα δίνουν την εικόνα του μοιραίου και μη αντιμετωπίσιμου. Η δε φυσική καταστροφή δεν είναι τόσο φυσική, αφού οφείλεται σε ανθρώπινες συμπεριφορές, όπως είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος, η κρατική ολιγωρία απέναντι στην κλιματική αλλαγή και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Οι φυσικές καταστροφές γεννιούνται από οικονομικές ανισότητες, προκαλώντας με τη σειρά τους νέες. Προφητικά είχε επισημανθεί ότι το μείγμα φυσικών κινδύνων και κοινωνικών αντιφάσεων θα μπορούσε να γίνει εκρηκτικό και όντως έγινε με τις πυρκαγιές στο Malibu το 2025[87].

Η ανάληψη της κοινωνικής ευθύνης από το κράτος αποβλέπει στην αντιμετώπιση καταστροφών που υπερβαίνουν τα λογικά (ανθρώπινα) όρια της ατομικής ευθύνης. Τα ακραία φαινόμενα, λόγω της μεγάλης τους κλίμακας, αναδεικνύουν την κοινή μοίρα των μελών της κοινωνίας[88]. Ενώπιον των μαζικών καταστροφών –καταστάσεων με τραγικές συνέπειες για μεγάλο αριθμό ατόμων– το σύγχρονο κοινωνικό κράτος, ενεργοποιώντας την εθνική αλληλεγγύη, αναγκάζεται συχνά να λάβει a posteriori μέτρα κοινωνικής αποζημίωσης (indemnisation sociale, soziale Entschädigung)[89]. Η κρατική παρέμβαση που είναι μεμονωμένη και χρονικά περιορισμένη, αποβλέπει στην επαναφορά της κανονικότητας μετά την καταστροφή (κατ’ εικόνα ενός «αιμοδότη»). Η ποικιλία των απαντήσεων για τη μείωση των κοινωνικών επιπτώσεων των περιβαλλοντικών κινδύνων φανερώνει μια αποσπασματική προσέγγιση από την πλευρά του κράτους (au coup par coup)[90]. Όπως το επισημαίνει ο Π. Μαντζούφας, «ο πρωτόγνωρος χαρακτήρας των περιβαλλοντικών απειλών οδηγεί το νομοθέτη να παρεμβαίνει κατά περίπτωση, ενόψει των εκάστοτε αναγκών προστασίας, με αποτέλεσμα οι ρυθμίσεις του να έχουν εμπειρικό και αποσπασματικό χαρακτήρα»[91].

Μια νέα έκφραση της ασφάλειας αποτελεί η αποκατάσταση των ζημιών από τις φυσικές καταστροφές. Τα κράτη δεν μπορούν να αδιαφορήσουν για τα δεινά των ατόμων. Στη θέση της ασφάλειας των κρατών αναδύθηκε η «ανθρώπινη ασφάλεια»[92]. Η αρχή της πρόληψης[93], όπως και της προφύλαξης[94], είναι ικανές να αντιμετωπίσουν τον φόβο μας, ενώ η αποκατάσταση των ζημιών μας απελευθερώνει από την ανάγκη. Πρόληψη και επανόρθωση βαδίζουν δίπλα – δίπλα στο ίδιο δύσβατο μονοπάτι.

Η αλήθεια είναι ότι τα «κλασικά» κοινωνικά δικαιώματα δεν αρκούν πάντα στην περίπτωση των φυσικών καταστροφών. Καλύπτουν συγκεκριμένο είδος αναγκών (εργασία, οικογένεια, υγεία, κατοικία, εισόδημα). Ωστόσο, μπροστά σε κατακλυσμιαίες καταστάσεις, ο άνθρωπος απογυμνώνεται ολοκληρωτικά. Περιέρχεται σε μηδενικό σημείο, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, που πολλές φορές ούτε ένα εθνικό κράτος μπορεί να αντιμετωπίσει. Τα συστήματα κοινωνικής προστασίας δεν είναι ανθεκτικά απέναντι στην επέλευση ακραίων καιρικών φαινομένων, γιατί σχεδιάστηκαν πάνω σε άλλους κινδύνους. Οι νέες απειλές θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από το στάδιο σχεδιασμού των μέτρων, ειδάλλως το κοινωνικό κράτος κινδυνεύει να καταστεί αναποτελεσματικό την εποχή της ανθρωπόκαινου.

Η φυσική καταστροφή δεν πλήττει μόνο κοινωνικά αγαθά –όπως την υγεία και την κατοικία[95]–, αλλά και τις οικονομικές ελευθερίες, καθώς και την ιδιοκτησία (και γενικότερα τις παραγωγικές δομές μιας χώρας). Το ζήτημα που ανακύπτει είναι πόσο αλληλέγγυοι μπορούμε να φανούμε απέναντι στους πλούσιους. Γίνεται δεκτό ότι το χρέος της αλληλεγγύης μεταφράζεται με την υποχρέωση των εύπορων να βοηθήσουν τους λιγότερο τυχερούς. Γενικά, οι καταστροφές επιβάλλουν περαιτέρω εναρμονίσεις αφενός ανάμεσα στην αλληλεγγύη και την καθολικότητα και αφετέρου ανάμεσα στην αλληλεγγύη και την ομοιόμορφη μεταχείριση[96].

Ωστόσο, η αντιμετώπιση των καταστροφών δεν οργανώνεται στη βάση σαφών (οριοθετημένων, τυποποιημένων) δικαιωμάτων, αλλά προκρίνεται η διακριτική ευχέρεια του κράτους να παρέμβει όποτε και όπως αυτό επιθυμεί και δύναται. Τα όποια μέτρα κινούνται σ’ ένα αυστηρά δημοσιονομικό πλαίσιο. Συνήθως, οι καταστροφές δύσκολα συνταιριάζουν με την προβλεψιμότητα των προϋπολογισμών. Η αοριστία, εξάλλου, απορρέει από την ποικιλία και το μέγεθος των αναγκών που γεννώνται λόγω ακραίων φαινομένων. Έτσι, η βιοτική ασφάλεια την οποία οφείλει να εγγυηθεί το κράτος, συντηρεί την ανασφάλεια δικαίου. Μόνο όταν είναι γνωστά εκ των προτέρων το είδος των καλυπτόμενων καταστροφών και το μέτρο αποκατάστασης, ο άνθρωπος νιώθει πραγματικά ασφαλής.

Συχνά, χειρότερη από τη μη αποκατάσταση των ζημιών αποδεικνύεται η διακριτική παροχή κρατικής βοήθειας (ενίοτε με κομματικά κριτήρια). Η καταστροφή από τον τυφώνα Katrina (2005) στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής οφειλόταν σε μια νεοφιλελεύθερη στροφή του κράτους. Η ιδιωτικοποίηση αποψίλωσε πολλές κρατικές υπηρεσίες, καθιστώντας αυτό αδύναμο ως «caregiver». Η επελθούσα καταστροφή ήταν αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορίας ρατσισμού και κοινωνικού αποκλεισμού στη Νέα Ορλεάνη, καθώς και μιας οικονομικής ανάπτυξης, τυφλής στους κινδύνους της φύσης[97]. Η προστασία έναντι των καταστροφών δεν συμβαδίζει με την προώθηση ιδιωτικοποιήσεων και απόσυρσης του κράτους από την κοινωνική προστασία. Όσοι δηλώνουν εχθροί του κοινωνικού κράτους, είναι εκείνοι που πρώτοι προστρέχουν στη βοήθειά του σε περίπτωση ακραίων φαινομένων.

Πέραν από τις κλασικές τεχνικές της κοινωνικής ασφάλισης και της κοινωνικής πρόνοιας, το κράτος υιοθετεί ειδικούς τρόπους αποζημίωσης των θυμάτων θεομηνιών που παρεκκλίνουν των συνηθισμένων. Το κράτος παρεμβαίνει χωρίς προηγούμενη υπαγωγή (στην κοινωνική ασφάλιση) και χωρίς έλεγχο πόρων (από την κοινωνική πρόνοια). Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστροφής επιβάλλει τον έκτακτο χαρακτήρα των μέτρων. Τα μέτρα μπορεί να είναι ποικίλα και ετερογενή, από ελάφρυνση από υποχρεώσεις μέχρι τη χορήγηση έκτακτων οικονομικών ενισχύσεων[98]. Πάντως, η οργάνωση ενός αποζημιωτικού μηχανισμού δεν σημαίνει και αποδοχή/νομιμοποίηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, αλλά οργάνωση μιας άμυνας ενάντια στα αρνητικά αποτελέσματά της.

Σε περίπτωση φυσικών καταστροφών, η κρατική συνδρομή δεν αρκεί να έχει μόνο αποζημιωτικό χαρακτήρα (φυσικά πέρα από την ίδια την πρόληψη), αλλά εκτείνεται, σ’ ένα πρώτο στάδιο, σε επείγουσες δράσεις κυρίως τις πρώτες στιγμές του ακραίου φαινομένου (επείγοντα περιστατικά στα νοσοκομεία, άμεση επέμβαση πυροσβεστικής, μεταφορά τραυματιών, προσωρινή στέγη και τροφή πληγέντων), όταν τα σωστικά συνεργεία επιδίδονται σ’ έναν «αγώνα κατά του χρόνου». Η επείγουσα βοήθεια δεν μπορεί να εξαναγκαστεί δικαστικά, αφού ο χρόνος παροχής της δεν αφήνει πολλά περιθώρια αντίδρασης. Μόνο εκ των υστέρων μπορεί να αναζητηθεί ευθύνη για μη έγκαιρη και προσήκουσα συνδρομή του κρατικού μηχανισμού. Η αστική ευθύνη του κράτους θεμελιώνεται στο ότι η ασφάλεια του θύματος αποτελεί δικαίωμά του. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να προστατευθεί άμεσα από μια καταστροφή[99],[100], είτε πρόκειται για τη διάσωσή του είτε για τον περιορισμό των επιβλαβών συνεπειών του φαινομένου –η οικολογική ζημία είναι αιφνίδια κι όχι μακροπρόθεσμη (διαβρωτική). Πάντως, η απρονοησία/αμέλεια του θύματος (imprudence caractérisée) δεν μπορεί να λειτουργήσει σε βάρος του, αφού δεν απαλλάσσει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της.

Οι πρώτες βοήθειες διαθέτουν το μηχανισμό τους. Με το ν. 4662/2020 θεσπίστηκε ένα σύστημα πολιτικής προστασίας με τον Εθνικό Μηχανισμό Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων (National Crisis and Hazard Management Mechanism (Nat-CHAMM) που καλύπτει ολόκληρο τον κύκλο διαχείρισης καταστροφών και συνιστά το σύνολο των συντρεχουσών επιχειρησιακών και διοικητικών δομών και λειτουργιών της Πολιτικής Προστασίας. Δόθηκε έμφαση στον συντονισμό πρόληψης, ετοιμότητας, αντιμετώπισης και αποκατάστασης των κινδύνων. Το όλο θεσμικό πλαίσιο θεμελιώθηκε σε μια παθογένεια. Δεν υφίστατο ένας ενιαίος εθνικός μηχανισμός ολιστικής κάθετης διαχείρισης κινδύνων και απειλών που να καλύπτει τη διαχείριση εκτάκτων αναγκών από τη φάση της πρόληψης έως και τη φάση της αποκατάστασης.

Ο Εθνικός Μηχανισμός έχει ως προτεραιότητες, αφενός την πρόληψη, την ετοιμότητα και την προστασία της ζωής, της υγείας και της περιουσίας των πολιτών, του περιβάλλοντος, της πολιτιστικής κληρονομιάς, των υποδομών, των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των υπηρεσιών ζωτικής σημασίας, των υλικών και άυλων αγαθών από φυσικές και τεχνολογικές καταστροφές και λοιπές απειλές συναφούς προέλευσης, που προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης σε ειρηνική περίοδο και αφετέρου τη μείωση του κινδύνου και την αντιμετώπιση, αποκατάσταση και ελαχιστοποίηση των συνεπειών τους. Ιδρύθηκε, μάλιστα, Υπουργείο Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτικής Προστασίας[101].

Από το 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέσπισε έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό για την αντιμετώπιση των καταστροφών. Ο μηχανισμός της Ένωσης προάγει την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών μέσω πρακτικής συνεργασίας και συντονισμού, χωρίς να επηρεάζει την πρωταρχική ευθύνη των κρατών μελών να προστατεύουν τους πολίτες, το περιβάλλον και τις περιουσίες, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής κληρονομιάς, στο έδαφός τους από καταστροφές και να εφοδιάζουν τα συστήματα διαχείρισης καταστροφών που διαθέτουν με επαρκή μέσα, ώστε να μπορούν να αντεπεξέρχονται επαρκώς και κατά τρόπο συνεπή σε καταστροφές τέτοιας φύσεως και τέτοιου μεγέθους, για τις οποίες ευλόγως αναμένεται να είναι προετοιμασμένα[102]. Λόγω της παγκοσμιοποίησης των περιβαλλοντικών κινδύνων, οι καταστροφές επιβάλλουν εξίσου τη διεθνή αλληλεγγύη. Ένα τέτοιο δείγμα προσφέρει η Συνθήκη για την Ε.Ε. σύμφωνα με το άρθρο 21, παρ. 2 της οποίας « Η Ένωση καθορίζει και εφαρμόζει κοινές πολιτικές και δράσεις και εργάζεται για την επίτευξη υψηλού βαθμού συνεργασίας σε όλους τους τομείς των διεθνών σχέσεων, με στόχο: …ζ) την παροχή συνδρομής σε πληθυσμούς, χώρες και περιοχές που αντιμετωπίζουν φυσικές ή ανθρωπογενείς καταστροφές, …».

Η ανάληψη του οικονομικού βάρους των φυσικών καταστροφών πρέπει να γίνει από τον κρατικό προϋπολογισμό ή από ειδικούς φόρους. Για την κάλυψη των θυμάτων ατυχημάτων (απροσδιόριστης αιτίας) ή καταστροφών, έχουν δημιουργηθεί σε πολλές χώρες αποζημιωτικά κεφάλαια[103]. Ειδικότερα, η «κοινωνική αποζημίωση» αποτελεί οργανωμένη μορφή αλληλεγγύης –όπως η κοινωνική ασφάλιση– που αναλαμβάνει τη συλλογική ευθύνη για κάλυψη ιδιαίτερα επαχθών ζημιών, λόγω απρόβλεπτων φυσικών και κοινωνικογενών καταστροφών (μεγάλες πυρκαγιές, πλημμύρες, αποζημίωση θυμάτων εμβολιασμών, τρομοκρατία)[104]. Στη Γαλλία, στο όνομα της εθνικής αλληλεγγύης αποζημιώνονται οι βλάβες που οφείλονται άμεσα στον υποχρεωτικό εμβολιασμό (νόμοι 4 Μαρτίου 2002 και 9 Αυγούστου 2004 από το «Office national d’indemnisation des accidents médicaux, des affections iatrogènes et des infections noscomiales»). Στη Γερμανία, μέρος της «Soziale Entschädigung» αποτελεί και η αποκατάσταση της βλάβης από έναν εμβολιασμό ή από ένα προληπτικό μέτρο (60 IfSG, Infektionsschutzgesetz) που γίνεται για το γενικό καλό[105].

Η ανάγκη θέσπισης ενός μόνιμου μηχανισμού –αντί αποσπασματικών μέτρων έχει γίνει προ πολλού αισθητή στη χώρα μας. Παλαιότερα, είχε θεσπιστεί ένα Ειδικό Ταμείο Αντιμετώπισης Έκτακτων Αναγκών, υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων στήριξης και ενίσχυσης πληγέντων από θεομηνίες, πυρκαγιές, σεισμούς, πλημμύρες και άλλες φυσικές καταστροφές ή ακραία καιρικά φαινόμενα[106]. Ο ειδικός αυτός λογαριασμός είχε σκοπό να χορηγεί έκτακτες κοινωνικές παροχές και οικονομικές ενισχύσεις στα θύματα πυρκαγιών που εκδηλώθηκαν οπουδήποτε στην Επικράτεια κατά το έτος 2007.

Στην Ελλάδα, η κοινωνική αποζημίωση μπορεί να μην έχει οργανωθεί ακόμη σε θεσμό, ωστόσο, έχουν ήδη εισαχθεί αποσπασματικά κάποιες ρυθμίσεις. Λ.χ. οι ασφαλιστικές εισφορές, τρέχουσες και καθυστερούμενες, προς όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, που οφείλονται από επιχειρήσεις, εργοδότες η ασφαλισμένους που έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή δραστηριότητα σε περιοχές που πλήττονται από θεομηνίες ή άλλες φυσικές καταστροφές και αποδεδειγμένα έχουν υποστεί ζημιές, ρυθμίζονται με ορισμένο ευνοϊκό γι’ αυτές τρόπο (άρθρο 4 παρ. 2 ν. 2556/97)[107]. Ανάμεσα στις διευκολύνσεις: α) οι καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, περιόδου απασχόλησης μέχρι το τέλος του προηγούμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο συνέβη η θεομηνία, μαζί με τα πρόσθετα τέλη, τόκους και λοιπές προσαυξήσεις και επιβαρύνσεις της ίδιας ημερομηνίας, κεφαλαιοποιούνται, β) αναστέλλεται η καταβολή των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών προς τους οργανισμούς της προηγούμενης παραγράφου για έξι (6) μήνες, αρχής γενομένης από την 1η του μήνα κατά τον οποίο συνέβη η θεομηνία χωρίς τον υπολογισμό κατά το διάστημα αυτό πρόσθετων τελών και άλλων προσαυξήσεων και γ) Οι εισφορές των προηγούμενων παραγράφων εξοφλούνται σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο έληξε η εξάμηνη αναστολή. Ο αριθμός των δόσεων προσδιορίζεται από το πηλίκο της διαίρεσης του ποσού της ζημιάς δια του 1/24 του συνολικού ποσού της οφειλής και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 12 και μεγαλύτερος των 24.

Η κτηθείσα εμπειρία από την υγειονομική κρίση μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλώς διδακτική και για τον τρόπο αντιμετώπισης των συνεπειών της περιβαλλοντικής κρίσης. Η ανάγκη για οργάνωση τέτοιων anti-shock μηχανισμών σε μια μόνιμη βάση έγινε έκδηλη κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID 19[108]. Η διεθνής συνεργασία και βοήθεια, με την ανάπτυξη εθνικών κοινωνικών πολιτικών, πραγματικά σώζει ζωές. Στον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης, τα μέτρα στήριξης, λόγω αρνητικών συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού, κινήθηκαν προς τρεις κατευθύνσεις: εισοδηματική ενίσχυση των εργαζομένων (αποζημίωση ειδικού σκοπού), ελάφρυνση των επιχειρήσεων από τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις και αξιοποίηση της ψηφιοποίησης. Ο κρατικός προϋπολογισμός κάλυψε τις ασφαλιστικές εισφορές λόγω της αναστολής συμβάσεων εργασίας[109], ενώ παρατάθηκε η προθεσμία καταβολής τρεχουσών εισφορών[110]. Από άποψη συγκριτικού δικαίου, παρατηρήθηκε μια προσαρμογή, με την έννοια της χαλάρωσης των όρων πρόσβασης, των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στα νέα δεδομένα της πανδημίας [111].

Υπό το ισχύον οπλοστάσιο, η κρατική παρέμβαση γίνεται υπό τη σκέπη της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25, παρ. 1 του Συντάγματος), της αλληλεγγύης (άρθρο 25, παρ. 4, άρθρο 4, παρ. 5 του Συντάγματος)[112] και της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2, παρ. 1 του Συντάγματος). Θεμελιώνεται, έτσι, ένα δικαίωμα σε κοινωνική αποζημίωση (μια sui generis μορφή κοινωνικής προστασίας). Το δικαίωμα αυτό συνίσταται στην «κοινωνικοποίηση» (συλλογική ευθύνη) νέων μαζικών κινδύνων που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικότητα από τους ήδη υπάρχοντες μηχανισμούς, ούτε από την ατομική πρόνοια[113],[114],[115]. Στο πλαίσιο «του χρέους της αλληλεγγύης», το κράτος μεσολαβεί ώστε οι πολίτες/θύματα να αποζημιωθούν από εκείνους που είχαν περισσότερη τύχη.

Πολλές καταστροφές (κλιματική αλλαγή) οφείλονται στο επικρατούν οικονομικό μοντέλο κι επομένως θα πρέπει να κοινωνικοποιηθεί η αποκατάσταση των συνεπειών τους[116]. Κατ’ αρχήν, η ευθύνη του κράτους γεννάται από την αδράνειά του να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή ή τη μείωση των συνεπειών από την κλιματική αλλαγή. Το κράτος πρέπει να λάβει λογικά μέτρα που θα μπορούσαν να αλλάξουν τον ρου των πραγμάτων, μειώνοντας την επελθούσα ζημία[117]. Ωστόσο, η προηγούμενη προσέγγιση είναι περιοριστική. Η υποχρέωση του κράτους θεμελιώνεται πολύ απλά στην περιβαλλοντική αλληλεγγύη. Όπως το όφελος επιμερίζεται σε όλους, έτσι κι οι θυσίες πρέπει να κατανέμονται σε όλους[118]. Η αποκατάσταση των ζημιών από την κλιματική αλλαγή επιτυγχάνεται με την επίκληση του καθήκοντος της κοινωνικής αλληλεγγύης, κατά το άρθρο 25, παρ. 4 του Συντάγματος[119].

Τέλος, στο πλαίσιο ενός κλιματικού συνταγματισμού[120], δεν θα ήταν περιττή μια ρητή συνταγματική διάταξη που να καθιερώνει ένα νέο κοινωνικό δικαίωμα στην κοινωνική βοήθεια των θυμάτων των καταστροφών. Ένα αυτόνομο δικαίωμα με ρητή αναγνώριση. Όπως το σημειώνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η κλιματική αλλαγή λειτουργεί ως καταλύτης που οδηγεί στην επώαση νέων θεμελιωδών δικαιωμάτων που ανταποκρίνονται στο μέγεθος της διακινδύνευσης και ως εκ τούτου υπαγορεύουν τον βαθμό της κρατικής παρέμβασης[121]. Η επόμενη αναθεώρηση θα πρέπει να είναι μια «γενναία» αναθεώρηση που θα αντιμετωπίζει το ζήτημα της πράσινης μετάβασης συνολικά.

Επίλογος

Η μόλυνση του περιβάλλοντος γίνεται πλέον ορατή στους πάντες εκ του σύνεγγυς. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει το οικολογικό πρόβλημα. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια συστημική αλλαγή χωρίς ιστορικό προηγούμενο ως προς την έκταση και την ταχύτητα. Ομολογούμε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση μέσα στο ισχύον πλαίσιο. Δεν μπορούμε να προστατεύσουμε το περιβάλλον, συνεχίζοντας να ζούμε με τον τρόπο που ξέρουμε. Για τη διάσωση της γης, πρέπει να κολυμπήσουμε κόντρα στο ρεύμα, επιχειρώντας εντέλει να αλλάξουμε τη ροή της ανθρωπόκαινου εποχής. Αυτό θα συμβεί μόνο όταν η παρουσία του ανθρώπου γίνει ευεργετική κι όχι καταστροφική για τον πλανήτη.

Σε αυτόν τον αγώνα, πρέπει να αλλάξουμε τα πάντα και ανάμεσα στα άλλα να αλλάξουμε τον τρόπο θεώρησης των κοινωνικών δικαιωμάτων, να τα εμπλουτίσουμε με μια οικολογική διάσταση. Είναι σοφό να αποθησαυρίσουμε τις εμπειρίες μας από την πρόσφατη υγειονομική κρίση. Μπροστά στην πανδημία, για να επανέλθουμε στην κανονικότητα «βάλανε πλάτες» τα δημόσια νοσοκομεία και οι ιατροί του δημόσιου συστήματος. Υπήρξε μια μαζική και συναινετική αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Η κλιματική αλλαγή απαιτεί μια «οικολογική κοινωνική πολιτική» όσο κι αν κοστίζει αυτή. Μπροστά το διακύβευμα, το τίμημα θα είναι πάντα μηδαμινό.

Προσπαθήσαμε να καταδείξουμε ότι η ικανότητα της κοινωνικής προστασίας να απαντήσει στην εκτίναξη των περιβαλλοντικών κινδύνων εξαρτάται αφενός από την ικανότητά της να απαλύνει τις δυσμενείς συνέπειες από τις ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (τα κοινωνικά δικαιώματα ως αντίδοτο), αφετέρου από την ικανότητά της να προσαρμοστεί στην πράσινη μετάβαση (τα κοινωνικά δικαιώματα ως καλός αγωγός της πράσινης μετάβασης).

Υπάρχει, όμως, μια κρίσιμη στιγμή που τα κοινωνικά δικαιώματα, όπως τα γνωρίζουμε, δεν αρκούν μπροστά στο μέγεθος των φυσικών καταστροφών –υπολογίζεται ότι μέχρι το 2040 το κόστος τους θα έχει διπλασιαστεί. Εδώ, έρχεται ένα νέο κοινωνικό δικαίωμα, που πρέπει να συζητηθεί ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος, το δικαίωμα κρατικής συνδρομής λόγω κλιματικής αλλαγής. Όπως το αναπτύξαμε, θα είναι ένα δικαίωμα κοινωνικής αποζημίωσης που θα περιλαμβάνει ο,τιδήποτε χρειάζεται και θα χρηματοδοτείται από την περιβαλλοντική φορολογία. Για τη διαφανή και θεσμική υλοποίησή του θα απαιτηθεί η ίδρυση ενός Ειδικού Ταμείου (Ταμείου Κλιματικού Χρέους). Το ειδικό αυτό Ταμείο για το Κλίμα πέρα από την αποζημιωτική του παρέμβαση σε περίπτωση καταστροφών, θα καλύπτει και τις κοινωνικές δαπάνες της πράσινης μετάβασης (λόγω αναγκαστικής αλλαγής πολλών επαγγελμάτων)[122].

Η προοπτική θέσπισης ενός ειδικού κλάδου περιβαλλοντικών κινδύνων στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης –αν κι όπως αναφέραμε δεν ικανοποιεί αναλογιστικά– δεν έχει απομακρυνθεί. Ιδιαίτερη σημασία και ανάγκη αναμόρφωσης θα αποκτήσει η ασφάλιση αγροτών από φυσικές καταστροφές (ΕΛΓΑ)[123]. Η καταστροφή γεωργικής παραγωγής από κάποιες μορφές κακοκαιρίας δύσκολα μπορεί να εξομοιωθεί με φυσικές καταστροφές λόγω κλιματικής αλλαγής. Απαιτείται ένα «καθολικό» καθεστώς αποζημίωσης για απώλεια σοδειών από κλιματικούς λόγους.

Οι κρίσεις είναι μια στιγμή αλήθειας[124] και αποκαλύπτουν, μέσα από μια όξυνση καταστάσεων, το «καλό» και το «κακό» για το μέλλον. Δεν πολεμάμε μόνο κατά της κλιματικής αλλαγής, αλλά και κατά ενός μοντέλου κοινωνίας. Το κεντρικό πρόβλημα είναι οι επιδιώξεις των οικονομικών φορέων και θεσμών, οι οποίοι συμπεριφέρονται λες και δεν υπάρχει περιβαλλοντική απειλή. Κι αυτό γιατί οι επενδύσεις υπακούουν σε βραχυπρόθεσμους σχεδιασμούς, ενώ η προστασία του περιβάλλοντος είναι το μεγάλο στοίχημα του μέλλοντος. Πρόκειται για τη λεγόμενη «τραγωδία των οριζόντων» (la tragédie des horizons). Πρόσφατο «κακό» παράδειγμα η Έκθεση «Draghi» που ασκεί κριτική στο Corporate Sustainability Reporting Directive (CSRD) και Corporate Sustainability Due Diligence Directive (CSDDD), γιατί επιβαρύνουν με την πράσινη μετάβαση τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις[125]. Δεν συνειδητοποιούν ότι τέτοιες προσεγγίσεις επιτείνουν μια ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή και δεν είναι επωφελείς για κανέναν ούτε για την ίδια την οικονομία. Πρόσφατα, πάντως, αρχίζουν και οι επιχειρήσεις να μοιράζονται τις ανησυχίες για το περιβάλλον, υιοθετώντας (αρχής γενομένης από την πανδημία) τους λεγόμενους δείκτες, «Environmental, Social and Governance (ESG) sustainability indices», που τις κατατάσσουν ανάλογα με το αν μπορούν να εκπληρώνουν περιβαλλοντικούς στόχους[126], [127].

«Και είδον, και ήκουσα ενός αετού πετομένου εν μεσουρανήματι λέγοντας φωνή μεγάλη΄ Ουαί ουαί ουαί τους κατοικούντας επί της γης εκ των λοιπών φωνών της σάλπιγγος των τριών αγγέλων των μελλόντων σαλπίζειν». «Και είδα κι άκουσα έναν αετό που επέτα μεσουρανίς κι έλεγε με φωνή μεγάλη: «Ουαί ουαί ουαί σ’ αυτούς που κατοικούν στη γη όταν ακουστούν οι άλλες φωνές της σάλπιγγας των τριών αγγέλων που μέλλεται να σαλπιστούν» (Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, μεταγραφή Γιώργος Σεφέρης, σ. 77).

[Για τον φίλο και συνάδελφο, ομότιμο καθηγητή, Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου.]

 

[1] Βλ. Πανάγο Θ., «Ανθρωπογενείς παράγοντες επιδείνωσης της κλιματικής αλλαγής», ΠερΔικ 2/2023, σ. 190.

[2] Βλ.. Mougeolle P, «Réconcilier la fin du monde avec la fin du mois en reconnaissant un devoir de vigilance climatique et social contraignant », Droit social 2024, σ. 967.

[3] Βλ. Piketty T., Μικρή ιστορία ισότητας, μτφρ. Άγγελος Μουταφίδης, Πατάκης, Αθήνα 2021, σ. 366.

[4] Βλ. Μπάλια Γ., «Κλιματικές δίκες στην Ευρώπη», ΔιΔικ 4/2024 (36), σ. 546.

[5] Βλ. Κουβαρά Η., «Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου στις κλιματικές υποθέσεις», ΠερΔικ 3/2022, σ. 337 επ.

[6] Βλ. Αγγέλου Ι., «Κλιματική κρίση και δικαιοσύνη», ΔιΔικ 1/2023, σ. 18 επ.

[7] Βλ. Κόμνιος Κ., «Η κλιματική δίκη ως ανάχωμα στην κλιματική κρίση», ΠερΔικ 2/2023, σ. 183.

[8] Ακόμη και εκεί όπου το δικαστήριο, κηρύσσοντας την αντισυνταγματικότητα νόμου, ορίζει το μέσο θεραπείας (Νότια Αφρική). Βλ. Σαμαρτζή Α., «Ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική», Nomarchia.gr. (Οκτ. 18, 2024).

[9] Ο Μαντζούφας Π. υποστηρίζει ότι το δικαίωμα στο περιβάλλον δεν μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού δικαιώματος, γιατί το αντικείμενο της αξίωσης του πολίτη δεν είναι συγκεκριμένη παροχή υλικού (χρηματικού χαρακτήρα) (Συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σ. 315).

[10] Βλ. ενδεικτικά Σιούτη Γ., Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, Δ΄ εκδ., Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2022, σ. 34 επ. Κουτούπα – Ρεγκάκου Ε., Δίκαιο του περιβάλλοντος, Γ’ εκδ., ., Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2008, σ. 27.

[11] Βλ. και οικοκεντρική προσέγγιση Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε., ό.π., σ. 4.

[12] Βλ. Σταμάτη Σ., Δίκαιο και δικαιοσύνη στην εποχή των ορίων, Πόλις, Αθήνα 2000, σ. 28.

[13] Βλ. Marshall T.H., Ιδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, Gutenberg, Αθήνα 2001.

[14] Βλ. Polanyi K., The Great Transformation: the political and economic origins of our time, Beacon Press, Βοστώνη 1957.

[15] Βλ. Dean H., «The contruction of social rights» στο Pennings F. / M. Seeleib-Kaiser (επιμ.) EU Citizenship and social rights, Edward Elgar publishing, Cheltenham 2018, σ. 233.

[16] Βλ. Piketty T., ό.π., σ. 206.

[17] Βλ. Atkinson A., Ανισότητα. Τι μπορεί να γίνει;, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Πατάκης, Αθήνα 2017, σ. 384-386.

[18] Βλ. Deakin S., «Social rights στο a globalized economy» στο Alson P. (επιμ.), Labour rights as human rights, σ. 38.

[19] Βλ. Latour Br., Που θα προσγειωθούμε;, μτφρ. Άγγελος Μουταφίδης, Πόλις, Αθήνα 2019, σ. 15.

[20] Βλ. Ibid, ό.π., σ. 88.

[21] Βλ. Ibid, ό.π., σ. 81.

[22] Ο Robespierre όριζε ως πρώτο ανάμεσα στα δικαιώματα το «δικαίωμα επιβίωσης». Ως γνωστόν, η επανάσταση της 10ης Αυγούστου 1792 είχε αμφισβητήσει την απεριόριστη ελευθερία του εμπορίου.

[23] Βλ. Σ. Μήτα, Η αλληλεγγύη ως θεμελιώδης αρχή δικαίου, ΄Ιδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα, 2016, σ. 140 επ.

[24] Βλ. Α. Σεν Α., Η ανάπτυξη ως ελευθερία, μτφρ. Ελένη Αστερίου, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σ. 324.

[25] Βλ. Supiot Α., L’esprit de Philadelphie, Seuil, Παρίσι 2010, σ. 101.

[26] Βλ. Ibid, σ. 97.

[27] Βλ. Sen Α., Για την ηθική και την οικονομία, μτφρ. Άγγελος Φιλιππάτος, Καστανιώτης, Αθήνα 2000.

[28] Βλ. Κοέν Τ., Αν θέλεις ισότητα, γιατί είσαι τόσο πλούσιος;, μτφρ. Μιχάλης Παπανικολάου/Αργύρης Παπασυριόπουλος, ΠΕΚ, Αθήνα 2016.

[29] Βλ. Weil. S., Το πρόσωπο και το Ιερό, μτφρ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Πόλις, Αθήνα 2018, σ. 10.

[30] Βλ. Boyer R., Οι καπιταλισμοί στη δίνη της πανδημίας, μτφρ. Άγγελος Μουταφίδης,  Πόλις, Αθήνα 2021, σ. 276.

[31] Βλ. Μπεκ Ο., Ελευθερία ή καπιταλισμός, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σ. 140.

[32] Βλ. παρακάτω σχετικές επιφυλάξεις μας.

[33] Βλ. Αγγέλου Ι., ό.π., σ. 20.

[34] Βλ. Λυπουρλής Δ., Ιπποκρατική Ιατρική, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1983.

[35] Η σύζευξη υγείας και περιβάλλοντος  αναδείχθηκε μέσα από το πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον, καθώς και από τη δράση του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ε.Ε.  Βλ. Πισιμίση Κ., «Υγεία και περιβάλλον: η σύγκλιση των άκρων στο Διεθνές Δίκαιο; Η δυναμική της διεθνούς προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», ΠερΔικ 1/2023, σ. 32 επ.

[36] Βλ. Pellet R., «La sécurité sociale écologique : évolution nécessaire ou faux concept?», RDSS 2022, σ. 706.

[37] Βλ. ενδεικτικά Ακριβοπούλου Χ., «Τραγικές ιατρικές επιλογές και ιατρική της καταστροφής κατά την πανδημία SARSCOV-2», ΕφημΔΔ 1/2020, σ. 55 επ., Βιδάλης Τ., «COVID-19 : Η προτεραιότητα ασθενών στη νοσοκομειακή περίθαλψη (triage)», www. Constitutionalism.gr

[38] Βλ. Elbaum Μ., «La protection sociale française est-elle en capacité de répondre à la montée des risques environnementaux et aux implications de la transition écologique?», RDSS 2022, 1098. Βλ. πρόσφατη εναρμόνιση με την Οδηγία 2022/431/ΕΕ για την προστασία των εργαζομένων από καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες κατά την εργασία.

[39] Πρβλ. Παρατ. Στεργίου Α. στην ΜΔΕφΑθ 1138/2023, ΔτΚΑ 2/2023, σ. 451.

[40] Βλ. Elbaum Ε., ό.π.

[41] Βλ. Στεργίου Α., Κοινωνικά Δικαιώματα, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2023, σ. 253 επ.

[42] Βλ. Atkinson Α., ό.π., σ. 367.

[43] Πρβλ. Conseil d’Orientation des Retraites, Rapport annuel. Evolutions et perspectives des retraites en France, 2022, σ. 24.

[44] Οι σχετικές δράσεις ποικίλλουν από έλεγχο της ποιότητας των τροφίμων μέχρι μια εκτεταμένη πληροφόρηση.

[45] Βλ. Στεργίου Α., Βασικό εισόδημα (basic income). Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών, ΔτΚΑ 2/2021, σ. 425.

[46] Βλ. Devetzi S./Stergiou A. (επιμ.), Social security in times of corona, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2021.

[47] Βλ. ιστοσελίδα του BIEN.

[48] Βλ. Stergiou A., «Le revenu minimum garanti en Grèce. Vivre au bout de la nuit», Droit social, 10/2020 (σχετικό αφιέρωμα).

[49] Στη Γαλλία, το 2018 έγινε πρόταση από τον Macron για ένα «Revenu universel d’ activité» (RUA) το οποίο, όμως, μόνο κατ’ όνομα είναι καθολικό, αφού δεν αποδεσμεύτηκε από τις εν λόγω προϋποθέσεις. Βλ. Damon J., «Le projet de RUA, c’est le projet de RSA», RDSS 2020, σ. 238.

[50] Βλ. van Parijs P.  / Vanderborght Y., Βασικό εισόδημα για όλους. Μια ριζοσπαστική και ρεαλιστική πρόταση για μια ελεύθερη κοινωνία, Πόλις, Αθήνα 2021.

[51] Βλ. Standing G. (επιμ.), Promoting income security as a right, ILO, Γενεύη 2005.

[52] Βλ. Standing G., Βασικό εισόδημα. Πώς θα το επιτύχουμε;, μτφρ. Αργύρης Παπασυριόπουλος, Παπασωτηρίου, Αθήνα 2021, σ. 46.

[53] Βλ. Châton G. / Long M., Le revenu universel; une utopie pour le XXIe siècle?, Berger-Levrault, Παρίσι, 2022.

[54] Πρβλ. Μπούρλος Θ., «Οι ευπαθείς απέναντι στον κορωνοϊό ομάδες υπό το φως της κοινωνικής ασφάλισης», ΔτΚΑ 2/2020, σ. 275.

[55] Βλ. Στεργίου Α., Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 233.

[56] Βλ. Elbaum M., «La protection sociale française est-elle en capacité de répondre à la montée des risques environnementaux et aux implications de la transition écologique?», RDSS 2022, σ. 1098.

[57] Η ενοχοποίηση της κοινωνικής νομοθεσίας για την εκτόξευση των δημοσίων ελλειμμάτων είναι παραπλανητική. Βλ. Atkinson A., ό.π..

[58] Βλ. Lefebvre A., «Les transformations de l’Europe sociale par l’Union économique et monétaire», Droit social 2024, σ. 824.

[59] Βλ. Honneth A., Η ιδέα του σοσιαλισμού, Πόλις, Αθήνα 2018, σ. 19.

[60] Βλ. Μήτα Σ., Η αλληλεγγύη ως θεμελιώδης αρχή δικαίου, ό.π., σ. 178.

[61] Ibid, σ. 166.

[62] Βλ. μειοψ. στην Ολομ. ΣτΕ 3099/11, ΕΔΚΑ 2001, σ. 749. Πρβλ. Pieters D., «Social security and sustainable development» στο Pieters D. (επιμ.), Social protection of the Next Generation in Europe, EISS Yearbook 1997, σ. 73 επ.

[63] Υπάρχουν πολλές θεωρήσεις για τον όρο «κοινωνικό κεφάλαιο», η επικρατέστερη δέχεται ότι το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ένα σύνολο σχέσεων εμπιστοσύνης κι αμοιβαιότητας. Βλ. Στεργίου Α., Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, Δ΄ εκδ., Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2022.

[64] Βλ. ενδεικτικά Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε., ό.π., σ. 57, Μαντζούφα Π., ό.π., σ. 377.

[65] Οι συντάξεις μπορεί να απελευθερώνουν μια καταναλωτική δύναμη του σήμερα, ωστόσο, η χρήση της δεν πρέπει να γίνεται προς την κατεύθυνση της καταστροφής του περιβάλλοντος.

[66] Βλ. Kallia – Antoniou A., «EU policy for protection of fundamental rights and environment in the age of climate crisis», ΠερΔικ 2/2024, σ. 172 επ.

[67] Βλ. Σεν Α., Η ανάπτυξη ως ελευθερία, ό.π., σ. 128 επ.

[68] Βλ. Σεν Α., Η ιδέα της δικαιοσύνης, μτφρ. Γεώργιος Χρηστίδης, Πόλις, Αθήνα 2015, σ. 291 επ.

[69] Βλ. Deakin S., «Social rights in globalized economy» στο Alston P., Labour rights as human rights, OUP, Οξφόρδη 2005, σ. 59.

[70] Βλ. Deakin S., ό.π., σ. 58 επ., Σταμάτη Κ., ό.π., σ. 266 επ.

[71] Βλ. Borgetto M., «L’articulation des droits et des devoirs dans le champs de la protection sociale», RDSS 2009, σ. 5.

[72] Βλ. Γιαννίτσης Τ., Το ασφαλιστικό και η κρίση, Πόλις, Αθήνα 2016, σ. 98.

[73] Η Έκθεση της Γαλλικής Γερουσίας – Rapport d’ Information «Protéger et accompagner les individus en construisant la sécurité sociale écologique du XXIe siècle» που δημοσιεύτηκε τη 30η Μαρτίου 2022 έδειξε πόσο ευάλωτο είναι το ισχύον σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης απέναντι στην οικολογική απειλή.

[74] Βλ. Sénat, Rapport d’information N° 594, « Protéger et accompagner les individus en construisant la sécurité sociale écologique du XXXIème siècle », 2021-2022, 19.

[75] Για το πρόβλημα, βλ. Natali D./Raitano M./ Valenti G., Pensions and the green transition: policy and political issues at stake, ETUI Working paper 2022/04.

[76] Βλ. Ηλία Π., «Πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης και των συνταξιοδοτικών θεμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο», υπό δημοσίευση στο ΔτΚΑ 4/2024.

[77] Βλ. Pellet R., ό.π.

[78] Ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται, ο πληθυσμός των αναπτυγμένων χωρών μειώνεται (φαινόμενο δημογραφικής γήρανσης).

[79] Η κλιματική αλλαγή επιβαρύνει τις συνθήκες απασχόλησης (συνήθως αγρότες που δεν μπορούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους στο τόπο τους).

[80] Βλ. Δούση Ε., «Κλιματική αλλαγή και μετανάστευση: μια δύσκολη εξίσωση», ΠερΔικ 3/2023, σ. 323 και 324.

[81] Βλ. Στεργίου Α., Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 332 επ.

[82] Βλ. Taylor-Gooby P., New risks, New welfare, OUP, Οξφόρδη 2004.

[83] Βλ. Alfandari E., «L’évolution de la notion de risque social» στο EISS Yearbook 1996, σ. 49.

[84] Βλ. Ροζανβαλόν Π., Το νέο κοινωνικό ζήτημα, μτφρ. Σπύρος Κακουριώτης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001, σ. 45.

[85] Βλ. Ρόκα Ι., Το Συμβατικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 13η εκδ., Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2021, σ. 9 και 10.

[86] Για την επιστροφή της αβεβαιότητας στις σύγχρονες κοινωνίες ρίσκου, βλ. αντί άλλων Beck U., Risikogesellschaft.

[87] Davis M., Ecology of fear, Verso Books, 1995.

[88] Βλ. Ροζανβαλόν Π., Το νέο κοινωνικό ζήτημα, ό.π., σ. 43.

[89] Για τη Γερμανία, βλ. 5 SGB I (οι σχετικοί κανόνες εγγυώνται αποζημίωση για βλάβη υγείας), Fuchs/Preis, Sozialversicherungsrecht, De Gruyter, Βερολίνο 2000, σ. 37, Muckel S., Sozialrecht, 2. Aufl., Beck, Μόναχο 2007, σ. 464.

[90] Βλ. Elbaum Ε., «La protection sociale française est-elle en capacité de répondre à la montée des risques environnementaux et aux implications de la transition écologique?», RDSS 2022, σ. 1098.

[91] Βλ. Μαντζούφα Π., ό.π., σ. 293.

[92] Gros F., Η αρχή της ασφάλειας, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Πόλις, Αθήνα 2016, σ. 198.

[93] Όπως και η αρχή της προφύλαξης, βλ. σχετικά Μαντζούφας Π., Συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων στην κοινωνία της διακινδύνευσης, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σ. 330 επ.

[94] Βλ. Σιούτη Γ., ό.π., σ. 54 επ.

[95] Βλ. Τζατζάκη Β. / Αθηναίου Ε., «Δικαιώματα δεύτερης γενεάς και φυσικές καταστροφές: Η προστασία του δικαιώματος στην υγεία και την κατοικία», ΠερΔικ 3/2022, σ. 347 επ.

[96] Βλ. Dupeyroux J.-J., «Les exigences de la solidarité», Droit social 1990, σ. 741, Borgetto M. / Lafore R., «Le principe de solidarité dans la pensée de J.-J. Dupeyroux», Droit social 2022, σ. 294.

[97] Βλ. Cabane L., La catastrophe de l’Etat-providence. A propos de: R. Huret, Katrina, Éditions de l’EHESS, Παρίσι 2005.

[98] Οι μηχανισμοί αυτοί δεν υπάγονται στο υλικό πεδίο του Κανονισμού 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.

[99] Για τη θεμελίωση και τη λειτουργία της υποχρέωσης απασχόλησης, βλ. Μαντζούφα Π., ό.π., σ. 138.

[100] Βλ. Belrhali- Bernard Η., La responsabilité administrative au service de la protection des droits de l’homme, Grenoble, 2010.

[101] Με το ΠΔ 70/2021.

[102] βλ. Κανονισμό ΕΚ 1257/96, Απόφαση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου 1313/2013 και προτάσεις αναθεώρησης. Φυσικά, το «ανθρωπιστική βοήθεια» παραπέμπει σε μια φιλάνθρωπο/ εθελοντική διάθεση ενώ θα έπρεπε να πρόκειται, ειδικά στην περίπτωση της μόλυνσης του περιβάλλοντος (οι πιο πλούσιες χώρες του Βορρά ευθύνονται για τη μεγαλύτερη μόλυνση), για διεθνή υποχρέωση.

[103] Βλ. Vansweevelt T. / Weyts B. (επιμ.), Compensation funds in comparative perspective, Intersentia 2020.

[104] Βλ. Pieters D., Social Security: An introduction to the basic principles, Kluwer Law International, 2006 σ. 6.

[105] Η ανάκληση μιας τέτοιας αποζημίωσης είναι δυνατή εάν αποδειχθεί αναμφίβολα ότι η βλάβη δεν ήταν αποτέλεσμα του εμβολιασμού (§ 61 Satz 4 IfSG).

[106] Πρβλ. Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 29.8.2007 (ΔΕΝ 2007, 1367). Η εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη δικαιολογεί την έκδοση, κατά το άρθρο 44, παρ. 1 Συντ/τος, ΠΝΠ.

[107] Για το σεισμό της 26ης Ιαν. 2014 στην Κεφαλληνία, βλ. Εγγρ. Φ. 80000/2464/
167/3.2.2014, ΔΕΝ 2014, σ. 237.

[108] Βλ. Stergiou A. στο Devetzi S./Stergiou A. (επιμ.), Social security in times of corona, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σ. 180.

[109] Για τη διαδικασία κάλυψης των εισφορών, βλ. οικ. ΓΔ2/16764/106/2020.

[110] Βλ. Αποφ. Δ.15/Δ΄/οικ. 13226/325/2020

[111] Βλ. Devetzi S.  στο Devetzi S./Stergiou A. (επιμ.), Social security in times of corona, ό.π., σ. 188.

[112] Βλ. Κουμαριανός Β., Η κοινωνική ασφάλιση ως θεσμός αλληλεγγύης, Τόπος, Αθήνα 2023.

[113] Βλ. Kessler F., «Complément ou substitution à la Sécurité sociale? Essai sur l’indemnisaion sociale comme technique de protection sociale», Droit social 2006, σ. 198.

[114] Ιστορικό παράδειγμα κοινωνικής αποζημίωσης αποτελεί η περίπτωση των πολεμικών συντάξεων. Μετά τον πόλεμο, είχε ληφθεί μέριμνα για την αποκατάσταση των αναπήρων πολέμου και των θυμάτων πολέμου (Α.Ν. 1324/49). Ομοίως, οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, των οποίων η ιδιότητα αυτή έχει αναγνωρισθεί, σύμφωνα με το ν. 1285/82, απέκτησαν πολύ αργότερα δικαίωμα για σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο αν είχαν υποστεί διαρκή αναπηρία κατά τη διάρκεια της κατοχής.

[115] Ανάμεσα στις «κοινωνιογενείς» ζημίες που αποζημιώνονται από το κράτος, περιλαμβάνονται και οι πράξεις τρομοκρατίας. Ειδικότερα, τα θύματα τρομοκρατικών ενεργειών αποζημιώνονται με βάση τον ν. 1897/90. Με τον ν. 1977/91 με τον οποίο συμπληρώθηκαν οι διατάξεις του ν. 1879/90, προβλέπεται μια ευνοϊκότερη εφαρμογή των διατάξεων για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας ή λόγω θανάτου των εν λόγω θυμάτων. Το ενδιαφέρον για την τρομοκρατία και τα θύματά της είναι σχετικά πρόσφατο. Για τον ορισμό του πολυσημικού όρου «τρομοκρατία», λαμβάνονται υπόψη περισσότερο τα κίνητρα. Βλ. και άρθρο 33 παρ. 5 ν. 3232/04.

[116] Επομένως, εφόσον επέρχεται φυσική καταστροφή λόγω κλιματικής αλλαγής θεμελιώνεται υποχρέωση χωρίς ανάγκη απόδειξης οποιασδήποτε παρανομίας ή αιτιώδους συνδέσμου. Επειδή η μόλυνση του περιβάλλοντος υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, το κράτος δεν ευθύνεται προς αποζημίωση για όλη την έκταση της περιβαλλοντικής ζημίας. Βλ. Μητσιοπούλου Σ., «Αστική ευθύνη του κράτους για ζημία από κλιματική αλλαγή», ΠερΔικ 4/2022 4/2022, σ. 530.

[117] CEDH 9 avr. 2024 No 53600/20, Verein Klimasenniorinen Schweiz, § 444.

[118] Πρβλ. ΣτΕ 622/2021, ΔτΚΑ 2/2021 (Παρατ. Α. Στεργίου).

[119] Βλ. Ανθόπουλου Χ., Το πρόβλημα της λειτουργικής δέσμευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων εν όψει του άρθρου 25, παρ. 2, 3και 4 του Συντάγματος, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1993, Μαθιουδάκη Ι., «Η αρχή της αλληλεγγύης κατά το άρθ. 25 παρ. 4 Συντ.», ΕφημΔΔ 4/2016, σ. 465.

[120] Βλ. Ηλιάδου Α., «Η ανάγκη συνταγματικής προστασίας του κλίματος», ΕφημΔΔ 5/2024, σ. 549.

[121] Βλ. Βενιζέλος Ε., «Η κλιματική κρίση ως πρόσκληση για τη γενική θεωρία του Συντάγματος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων», ΠερΔικ 1/2022, σ. 3.

[122] Δεν αποκλείεται και η κατασπατάληση των φυσικών πόρων να δημιουργήσει οικονομική επιβράδυνση.

[123] Βλ. Στεργίου Α., Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, ό.π., σ. 1339.

[124] Βλ. Lafore R., «Le système de protection sociale à l’épreuve du Covid-19: des constats et quelques enseignements», RDSS 2020, σ. 981.

[125] Βλ. κριτική Fournier C., Novethic 10 Sept. 2024.

[126] Βλ. Martone M., «Work and the crisis» στο Y. Jorens (επιμ.), The Lighthouse function of social law, ISLSSL XIV European Regional Congress, Ghent 2023, σ. 180 και 181.

[127] Για το περιβάλλον στο δίκαιο των επενδύσεων, βλ. Luke E., «Environment and human rights in an investment law frame» στο K. Miles (επιμ.), Environment and investment law, Edward Elgar Publishing 2019, σ. 150 επ.

+ posts

Ο Άγγελος Στεργίου γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1957 στη Θεσσαλονίκη. Μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1980, έλαβε τον μεταπτυχιακό τίτλο D.E.A. στο Droit social του Πανεπιστημίου Paris I. Τον Δεκέμβριο 1985 αναγορεύτηκε Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Paris I - Panthéon- Sorbonne. Για τη διατριβή του βραβεύτηκε από το Centre Français de Droit Comparé. Αφού πέρασε από όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες, τον Δεκέμβριο 2005 εκλέχτηκε τακτικός Καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης. Από το 1982 είναι δικηγόρος στον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης.

Μετάβαση στο περιεχόμενο