Οι τίτλοι των βιβλίων της Ιφιγένειας Καμτσίδου και του Χαράλαμπου Κουρουνδή παραπέμπουν σε διαφορετικές πτυχές του συνταγματικού δικαίου και, ως εκ τούτου, δεν προδιαθέτουν τον αναγνώστη για τις μεθοδολογικές συγκλίσεις που πρόκειται να συναντήσει κατά τη μελέτη των δύο έργων. Ειδικότερα, το μεν πρώτο εστιάζει σε ένα επίκαιρο θέμα, το οποίο αφορά τους όρους απονομής πολιτικών δικαιωμάτων σε μετανάστες, αποδήμους και γυναίκες, ενώ το δεύτερο καταπιάνεται με την εξέλιξη της έννοιας της αντιπροσώπευσης υπό το πρίσμα της συνταγματικής θεωρίας. Παρά τις διαφορετικές αφετηρίες, όμως, οι δύο συγγραφείς ακολουθούν ένα παρεμφερές μεθοδολογικό μονοπάτι, καθώς προσεγγίζουν τα θέματά τους με γνώμονα κλασικές έννοιες του συνταγματικού δικαίου και της πολιτικής επιστήμης, όπως είναι αυτές της εθνικής και της λαϊκής κυριαρχίας, της καθολικής ψήφου και της αυτοκυβέρνησης. Συναφώς, οι αναλύσεις τους δεν παραμένουν καθηλωμένες στο στενό πλαίσιο της νομικής δογματικής, αλλά προσλαμβάνουν μια σαφή πολιτειολογική διάσταση, η οποία αναδεικνύει με ποιο τρόπο η υποχώρηση της πολιτικής έναντι της οικονομίας και οι συνεπαγόμενοι μετασχηματισμοί του κράτους επικαθορίζουν την εξέλιξη των συνταγματικών θεσμών. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι η μεν Καμτσίδου υπάγει τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις για την «ψήφο των άλλων» σε μια ευρύτερη τάση ενίσχυσης των ολιγαρχικών απειλών για το πολίτευμα, ενώ ο Κουρουνδής ανάγει τα σημερινά διλήμματα της αντιπροσώπευσης πρωτίστως στο ζήτημα της κρίσης των κομμάτων.

Πριν προχωρήσει κανείς στην εξέταση του περιεχομένου των δύο βιβλίων, αξίζει να σταθεί στη σύγχρονη πολιτική και θεσμική πραγματικότητα, όπως την περιγράφουν αδρομερώς οι δύο συγγραφείς. Σύμφωνα με τις εισαγωγικές τους παρατηρήσεις, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τείνει να περιορίζει τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων και να υπαγορεύει την προσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών μελών σε ένα συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο[1]. Αν επιχειρούσε κανείς να εγκύψει στη λογική της νέας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, όπως αυτή θεσμοθετήθηκε την περίοδο 2012-2013 και αναθεωρήθηκε μετά την εμπειρία της υγειονομικής κρίσης[2], θα διέκρινε τους ακόλουθους πυλώνες, οι οποίοι αποτελούν ένα μείγμα των θεωριών του νεοφιλελευθερισμού και του ορντοφιλελευθερισμού: α) αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία που εστιάζει μονομερώς στις δημόσιες δαπάνες, β) απουσία παρέμβασης στο σκέλος των κρατικών εσόδων, τα οποία διαρκώς περιορίζονται λόγω της διεθνούς τάσης μείωσης των φορολογικών συντελεστών των μεγάλων επιχειρήσεων, γ) αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας προκειμένου να επιτυγχάνεται η κατάρτιση ισοσκελισμένων ή και πλεονασματικών προϋπολογισμών. Υπό αυτούς τους όρους, οι υπερεθνικοί οικονομικοί καταναγκασμοί συρρικνώνουν το πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού, αφυδατώνουν τη δυνατότητα χάραξης εναλλακτικών πολιτικών, κυρίως σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, και, σε τελευταία ανάλυση, υπονομεύουν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Περαιτέρω, οι συγκεκριμένες τάσεις επιφέρουν την προϊούσα αλλοίωση του κοινωνικού κράτους δικαίου, όπως αυτό οικοδομήθηκε, σε διεθνές επίπεδο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και προαναγγέλλουν τη μετάβαση σε νέες πολιτειακές μορφές, οι οποίες θυμίζουν, όλο και περισσότερο, το «κράτος-νυχτοφύλακα» του 19ου αιώνα[3].

Σε αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο εγγράφονται οι αναλύσεις της Καμτσίδου και του Κουρουνδή για την εξέλιξη των συνταγματικών θεσμών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έναν ρεαλιστικό σκεπτικισμό για το παρόν και το μέλλον της δημοκρατίας. Από το σύνολο των επεξεργασιών τους μπορεί να διακρίνει κανείς τρεις θεματικές, οι οποίες απασχολούν αμφότερους τους συγγραφείς και, ως εκ τούτου, συγκροτούν ένα άτυπο πλαίσιο συνομιλίας των δύο μελετών. Η πρώτη αφορά την τάση υποκατάστασης της λαϊκής κυριαρχίας από την κυριαρχία του έθνους, η δεύτερη τον διαρκώς ενισχυόμενο ρόλο των δικαστών έναντι των νομοθετικών σωμάτων, ενώ η τρίτη την ανάγκη ενίσχυσης της δημοκρατικής λειτουργίας των σύγχρονων πολιτευμάτων με όρους πραγματικής αυτοκυβέρνησης των λαών.

Ι. Μορφές υποκατάστασης της λαϊκής κυριαρχίας από την κυριαρχία του έθνους

Οι δύο μελέτες πραγματεύονται την ανάδυση νέων μοτίβων στη θεσμική λειτουργία του σύγχρονου κράτους, τα οποία αμφισβητούν τη δυνατότητα του πραγματικού – και κατακερματισμένου – λαού να αυτοκυβερνάται και, κατά συνέπεια, αναδεικνύουν ως φορέα της κυριαρχίας ένα αδιαίρετο έθνος που συνέχεται με δεσμούς αίματος. Ειδικότερα, η Καμτσίδου εστιάζει στις τάσεις συγκρότησης μιας εθνικιστικής συνταγματικής ταυτότητας στην Ελλάδα, η οποία αποκλίνει από θεμελιώδη προτάγματα των νεωτερικών επαναστάσεων, ενώ ο Κουρουνδής κάνει λόγο για τις σύγχρονες μεταλλάξεις της έννοιας της εντολής που αναπαράγουν συνταγματικές αντιλήψεις του 19ου αιώνα.

Α. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας, η έννοια του λαού ως φορέα της κυριαρχίας υπέστη δύο ειδών αλλοιώσεις. Όπως αναλύει η Καμτσίδου στο δεύτερο μέρος του βιβλίου της, από τη μία πλευρά δεν απονεμήθηκαν πολιτικά δικαιώματα σε μετανάστες που διαθέτουν ουσιαστικούς δεσμούς με τη χώρα, ενώ από την άλλη θεσμοθετήθηκε η απροϋπόθετη συμμετοχή στις εκλογές των απόδημων Ελλήνων. Αναφορικά με την πρώτη περίπτωση, ο ν. 3838/2010 είχε προβλέψει, αφενός, την απονομή των δικαιωμάτων του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στην τοπική αυτοδιοίκηση σε μη κοινοτικούς αλλοδαπούς και, αφετέρου, τη δυνατότητα απόκτησης ιθαγένειας από παιδιά μεταναστών που φοίτησαν για τουλάχιστον έξι χρόνια σε ελληνικό σχολείο. Με τον τρόπο αυτό, ο Έλληνας νομοθέτης επιχείρησε να αποσυνδέσει εν μέρει την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη από το δίκαιο του αίματος και, κατ’ αντιστοιχία με τη φιλελεύθερη παράδοση που εγκαινίασαν τα επαναστατικά συντάγματα, να εισαγάγει στην έννομη τάξη το δίκαιο του εδάφους[4]. Απέναντι σε αυτήν την τάση φιλελευθεροποίησης, όμως, του δικαίου της ιθαγένειας έμελλε να ορθωθεί ένα τείχος συντηρητισμού από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η απόφαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου να κηρύξει τον νόμο αντισυνταγματικό δεν σήμανε μόνο τον αποκλεισμό από την πολιτική κοινότητα ανθρώπων που είχαν οικοδομήσει βιοτικές σχέσεις στη χώρα μας, αλλά, επιπλέον, συνέβαλε στη μετατόπιση της θεμελίωσης της κυριαρχίας από τον λαό στο έθνος[5]. Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση της Καμτσίδου, η συγκεκριμένη εξέλιξη κατέστησε τον λαό «στενόχωρο» και, επομένως, επέφερε την αποδυνάμωση της αρχής της καθολικότητας της ψήφου[6].

Η δεύτερη αλλοίωση της έννοιας του πραγματικού λαού συνδέεται με τους όρους απονομής εκλογικών δικαιωμάτων στους Έλληνες που είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στο εξωτερικό. Ως προς αυτό το ζήτημα, η Καμτσίδου εστιάζει στην εξέλιξη του νομοθετικού πλαισίου και εξετάζει εάν και κατά πόσο οι εκάστοτε ισχύουσες ρυθμίσεις θέτουν ως προϋπόθεση για την ένταξη ενός απόδημου στο εκλογικό σώμα την ύπαρξη ουσιαστικών δεσμών με τη χώρα. Τέτοιου είδους κριτήρια εισήγαγε ο ν. 4648/2019, ο οποίος εξαρτούσε την εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού, μεταξύ άλλων, από την υποβολή φορολογικής δήλωσης κατά το τρέχον ή το προηγούμενο έτος[7]. Στον αντίποδα, ο ισχύων νόμος 5044/2023 ήρε το σύνολο των προϋποθέσεων που θεμελίωναν την ύπαρξη πραγματικών δεσμών, προκειμένου να καθιερώσει ως μοναδικό κριτήριο ένταξης στον «εθνικό κορμό» την εξ αίματος καταγωγή. Όπως επισημαίνει η συγγραφέας, η περαιτέρω ενίσχυση της εθνικιστικής συνταγματικής ταυτότητας είναι προφανές ότι θα συντελέσει στην αποπολιτικοποίηση της ψήφου, εφόσον το εκλογικό δικαίωμα θα ασκείται πλέον και από πρόσωπα που δεν θα δεσμεύονται από τις συνέπειες των αποφάσεων της κυβερνώσας πλειοψηφίας[8].

Όπως κάθε μεταρρύθμιση στο πεδίο της λειτουργίας των θεσμών, έτσι και η τάση επιστροφής του έθνους ως φορέα της κυριαρχίας δεν είναι άσχετη με τους μετασχηματισμούς που συντελούνται στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Σε ό,τι αφορά την άρνηση απονομής ιθαγένειας σε μετανάστες που διατηρούν πραγματικούς δεσμούς με τη χώρα, παρατηρεί κανείς ότι αυτή αποτελεί μία ακόμη όψη της αποσύνδεσης των δικαιωμάτων από τις υποχρεώσεις των πολιτών, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της κοινωνίας υπό την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Κατ’ αντιστροφή, δηλαδή, της δυνατότητας των κατόχων του μεγάλου κεφαλαίου να επενδύουν σε χώρες που τους διασφαλίζουν την απόλαυση σημαντικών προνομίων και την ανάληψη ελάχιστων υποχρεώσεων[9], οι μετανάστες είναι αναγκασμένοι να αναλαμβάνουν βάρη χωρίς να τους αναγνωρίζονται πολιτικά δικαιώματα. Από την άλλη πλευρά, η απροϋπόθετη απονομή εκλογικών δικαιωμάτων στους αποδήμους, οι οποίοι, μάλιστα, ενδέχεται να μην συνεισφέρουν καθόλου στα δημόσια βάρη, είναι ασύμβατη με μία θεμελιώδη αρχή της πολιτικής αντιπροσώπευσης, όπως αυτή διατυπώθηκε από τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα εάν το σύνθημα της Αμερικανικής Επανάστασης «καμία φορολόγηση, χωρίς αντιπροσώπευση» παραμένει σήμερα επίκαιρο, υπό αντεστραμμένους όρους, και, άρα, επιτάσσει τον αποκλεισμό από την πολιτική κοινότητα όσων δεν βαρύνονται με καμία φορολογική υποχρέωση λόγω της έλλειψης ουσιαστικών δεσμών με τη χώρα.

Β. Μία επιπλέον όψη της αναβίωσης θεσμικών μοτίβων που παραπέμπουν στον κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα αποτελεί ο σύγχρονος μετασχηματισμός του χαρακτήρα της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Όπως επισημαίνει ο Κουρουνδής στην ανάλυσή του για την ιστορική εξέλιξη των συνταγματικών θεσμών, βασικό χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτισμού κατά την ολιγαρχική του φάση αποτελούσε η ελεύθερη εντολή, η οποία δήλωνε μια γενική σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πρόσωπο των βουλευτών. Δεδομένου, μάλιστα, ότι την εποχή εκείνη τα κοινοβούλια ήταν κοινωνικά ομοιογενή, λόγω της ισχύος του συστήματος της τιμηματικής ψήφου, το συμφέρον του έθνους ταυτιζόταν με τα συμφέροντα της αστικής τάξης και υπηρετείτο από την αδιαμεσολάβητη σχέση των αντιπροσωπευόμενων με τους αντιπροσώπους. Η ανάπτυξη του κομματικού φαινομένου στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου επέφερε μια σημαντική τομή στη μορφή της αντιπροσώπευσης, καθώς σήμανε τη μετάβαση από το ενιαίο έθνος ως φορέα της κυριαρχίας στον κατακερματισμένο λαό και, εν τέλει, στο κράτος των κομμάτων. Συναφώς, η προσθήκη αυτής της ενδιάμεσης σφαίρας ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες μετέτρεψε την ελεύθερη εντολή σε πολιτική εντολή-πλαίσιο, εφόσον οι ιδέες, οι αξίες και τα συμφέροντα των διάφορων κοινωνικών ομάδων άρχισαν να αντιπροσωπεύονται πρωτίστως από τα κόμματα[10]. Σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη λειτουργία των θεσμών, ο συγγραφέας παραπέμπει στις αναλύσεις του Μπ. Μανίν, ο οποίος κάνει λόγο για την προϊούσα κρίση του κομματικού φαινόμενου και την τάση επιστροφής στον προσωποπαγή χαρακτήρα της αντιπροσώπευσης. Αυτή η εξέλιξη, που έχει μετατρέψει σε βασικό επίδικο των εκλογών όχι την επιλογή κάποιου πολιτικού προγράμματος, αλλά την επιλογή του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας ως προσώπου, οδηγεί, κατά τον Κουρουνδή, στην «οπισθοχώρηση της δημοκρατικής όψης της αντιπροσώπευσης προς ενίσχυση της αριστοκρατικής»[11].

Η διαμόρφωση της νέας αυτής πολιτικής και θεσμικής πραγματικότητας δεν μπορεί ασφαλώς να εξηγηθεί με την αποκλειστική χρήση των εργαλείων της νομικής επιστήμης, δηλαδή χωρίς αναφορά στις τεκτονικές μετατοπίσεις που λαμβάνουν χώρα στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, ιδίως στην εποχή των διαδοχικών κρίσεων. Με γνώμονα την αναγκαιότητα μιας τέτοιας διεπιστημονικής προσέγγισης, ο Κουρουνδής υπάγει την αποδυνάμωση του ρόλου των κομμάτων σε μια ευρύτερη τάση υποχώρησης της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Όπως υποστηρίζει, εφόσον τα κράτη δεν μπορούν πλέον να αποκλίνουν ουσιωδώς από το νεοφιλελεύθερο δόγμα της διαρκούς ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, είναι επόμενο να καταγράφεται η αφυδάτωση του «αγωνιστικού», κατά την ορολογία της Σ. Μουφ, στοιχείου της δημοκρατίας ή, αλλιώς, της πραγματικής δυνατότητας εφαρμογής εναλλακτικών πολιτικών[12]. Σε ό,τι αφορά τη συμβατότητα της νέας αυτής πραγματικότητας με τη θεωρία της δημοκρατίας, οι αναλύσεις του Κουρουνδή, κυρίως εκείνες που αναφέρονται στις θέσεις του Χ. Κέλσεν, καθιστούν σαφές ότι η επικράτηση της θεολογίας των αγορών υπονομεύει το φιλοσοφικό θεμέλιο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος. Από τη στιγμή, δηλαδή, που η δημοκρατία προϋποθέτει τον σχετικισμό των αξιών, ενώ η απολυτότητα χαρακτηρίζει τις δικτατορίες[13], το γεγονός της επιβολής, σε διεθνές επίπεδο, ενός πλέγματος οικονομικών καταναγκασμών δεν μπορεί παρά να αφαιρεί από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας τα πλουραλιστικά της χαρακτηριστικά.

ΙΙ. Η ενίσχυση του ρόλου της δικαστικής έναντι της νομοθετικής εξουσίας

Στοιχείο της υποχώρησης του πλουραλιστικού χαρακτήρα των φιλελεύθερων δημοκρατιών συνιστά και η συρρίκνωση του θεσμικού ρόλου των κοινοβουλίων ως εκφραστών της γενικής βούλησης του λαού. Σε αυτό το πλαίσιο δεν εγγράφεται μόνο η παράκαμψη των εθνικών αντιπροσωπειών και η συστηματική προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης σε συνθήκες κρίσης. Παρεμφερές σύμπτωμα μιας ευρύτερης τάσης συνταγματικής απορρύθμισης στις μέρες μας αποτελεί και ο τρόπος εφαρμογής του δικαίου, ο οποίος όλο και συχνότερα αφίσταται από το γράμμα του Συντάγματος και των νόμων, ούτως ώστε να προσαρμοσθεί στη λογική της δυναμικής ερμηνείας από τα δικαστήρια[14]. Στις μελέτες τόσο της Καμτσίδου όσο και του Κουρουνδή εντοπίζει κανείς αναλύσεις κρίσιμων δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες δεν εξάντλησαν απλώς, αλλά υπερέβησαν τα όρια της δυναμικής ερμηνείας[15], προκειμένου να εφαρμόσουν το Σύνταγμα κατά τρόπο συμβατό με ένα πλέγμα ιδεολογικών και πολιτικών προκατανοήσεων. 

Α. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος, «Έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος». Κατά το γράμμα του συγκεκριμένου κανόνα, το Σύνταγμα εκχωρεί στον κοινό νομοθέτη την αρμοδιότητα λήψης της πολιτικής απόφασης, η οποία θα καθιερώνει τους όρους απονομής της ελληνικής ιθαγένειας. Όπως επισημαίνει η Καμτσίδου, η πολιτική εξουσία μπορεί να αντλήσει τα κριτήρια ένταξης ενός μέλους του κοινωνικού συνόλου στον λαό με τη στενή του έννοια είτε από το δίκαιο του αίματος είτε από το δίκαιο του εδάφους. Παρ’ όλα αυτά, στην περίπτωση του ν. 3838/2010, που προέβλεπε ότι η εξαετής φοίτηση σε ελληνικό σχολείο θεμελιώνει δικαίωμα απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι όροι απονομής της ιθαγένειας δεν μπορούν να αλλοιώνουν την εθνική ομοιογένεια της πολιτικής κοινότητας. Ειδικότερα, κατ’ επίκληση των στοιχείων της γλώσσας, της παράδοσης και του πολιτισμού, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο κήρυξε τις σχετικές διατάξεις αντισυνταγματικές και, ως εκ τούτου, προσέδωσε συνταγματική περιωπή στο δίκαιο του αίματος[16]. Με την εν λόγω αιτιολογία, η οποία ερείδεται μάλλον σε φυσικοδικαιικές αντιλήψεις παρά στο θετικό δίκαιο, το Συμβούλιο της Επικρατείας ουσιαστικά αυτοαναγορεύθηκε σε θεματοφύλακα μιας εθνικιστικής συνταγματικής ταυτότητας. Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση της Καμτσίδου, στόχο της συγκεκριμένης απόφασης, η οποία έκτοτε καθόρισε τη στάση της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων, αποτελούσε η υποβολή του λαού «στην ποδηγεσία της υπερβατικής οντότητας του έθνους»[17].

Β. Ο Κουρουνδής πραγματεύεται το θέμα της ενίσχυσης του θεσμικού ρόλου της δικαστικής εξουσίας υπό το πρίσμα της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Όπως επισημαίνει, η σύγχρονη τάση των ανώτατων δικαστηρίων να συμμετέχουν στην άσκηση της συνταγματικής πολιτικής έχει ανανεώσει το ενδιαφέρον για το θεωρητικό ρεύμα του νομικού ρεαλισμού και, κυρίως, για το έργο του Μ. Τροπέρ. Σύμφωνα με τη βασική θέση του τελευταίου αναφορικά με τον τρόπο εφαρμογής του δικαίου, ο σημασιολογικός πυρήνας του νομικού κειμένου διαθέτει μόνο δευτερεύουσα σημασία. Κατά συνέπεια, στον δικαστή ανήκει η αρμοδιότητα να ερμηνεύει με δεσμευτικό τρόπο το νόημα των κανόνων και, άρα, να προσδιορίζει το ακριβές περιεχόμενο της «γενικής βούλησης». Από τη στιγμή, επομένως, που η πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας επαφίεται, κατά τη ρεαλιστική θεωρία, πρωτίστως στην κρίση των δικαστηρίων, η έννοια της αντιπροσώπευσης στερείται το δημοκρατικό της περιεχόμενο και προσλαμβάνει αριστοκρατικό χαρακτήρα[18].

Σε ό,τι αφορά την ελληνική έννομη τάξη, η μελέτη του Κουρουνδή εστιάζει σε μία πρόσφατη περίπτωση άσκησης συνταγματικής πολιτικής ερήμην του αναθεωρητικού νομοθέτη. Ειδικότερα, παρ’ ότι το άρθρο 29 του Συντάγματος δεν προβλέπει διαδικασία αποκλεισμού πολιτικού κόμματος από τις εκλογές, ο ν. 5019/2023 όρισε ότι στερούνται το δικαίωμα κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών εκείνα τα κόμματα των οποίων η «πραγματική ηγεσία» έχει καταδικασθεί για το αδίκημα της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Στο πλαίσιο του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, η Ολομέλεια του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου έκρινε σύμφωνες με το Σύνταγμα τις επίμαχες διατάξεις και, ως εκ τούτου, απαγόρευσε στο «Εθνικό Κόμμα Έλληνες» να συμμετάσχει στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου 2023. Είναι αξιοσημείωτο ότι στο σκεπτικό της απόφασης γίνονται αρκετές αναφορές στην έννοια της «μαχόμενης δημοκρατίας», κατά το πρότυπο του άρθρου 21 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης, μολονότι το γράμμα του ελληνικού Συντάγματος θεσπίζει ένα διαφορετικό μοντέλο, αυτό της ανεκτικότητας απέναντι στους εχθρούς της δημοκρατίας[19]. Όπως υπογραμμίζει ο Κουρουνδής, η υιοθέτηση του γερμανικού παραδείγματος θα προϋπέθετε τη διενέργεια συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία δεν είναι δυνατόν να υποκατασταθεί από τις αποφάσεις του κοινού νομοθέτη και της δικαστικής εξουσίας χωρίς να υπονομευθεί ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος[20].

ΙΙΙ. Η αυτοκυβέρνηση του λαού ως σύγχρονο επίδικο

Οι σύγχρονοι μετασχηματισμοί του κρατικού φαινομένου, που επικαθορίζονται από την πρωταρχία της οικονομίας έναντι της πολιτικής, τείνουν να επιφέρουν αλλοιώσεις στον ίδιο τον πυρήνα του συνταγματικού δικαίου. Από τη στιγμή, δηλαδή, που η επικράτηση της θεολογίας των αγορών συρρικνώνει τη θεσμική ισχύ των αντιπροσωπευτικών σωμάτων και αφυδατώνει τον πλουραλιστικό χαρακτήρα των δημοκρατιών, τίθεται, σε τελευταία ανάλυση, υπό αμφισβήτηση η πραγματική δυνατότητα των λαών να διασφαλίζουν τους όρους της αυτοκυβέρνησής τους. Ενόψει του άμεσου κινδύνου της αυταρχικής μετάλλαξης των πολιτευμάτων στον δυτικό κόσμο, οι δύο συγγραφείς επιχειρούν να ανιχνεύσουν θεσμικά και πολιτικά μονοπάτια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αναζωογόνηση των δημοκρατιών. Πιο συγκεκριμένα, η Καμτσίδου εστιάζει στην ανάγκη επανεντοπισμού του πολιτικού μέσω της απονομής δικαιωμάτων στους μετανάστες, ενώ ο Κουρουνδής υποστηρίζει ότι η πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας προϋποθέτει την ενίσχυση της πολιτικής συμμετοχής και τον διαρκή έλεγχο των κομμάτων από την κοινωνία.

Α. Πέρα από τον σκεπτικισμό αναφορικά με την υποχώρηση της δημοκρατικής αρχής κατά την εποχή των διαδοχικών κρίσεων, οι αναλύσεις της Καμτσίδου χαρακτηρίζονται και από την πίστη στη δυναμική της χειραφέτησης που μπορεί να αναπτύξει το δίκαιο. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, εγγράφεται και η εκτίμηση ότι το νομοθετικό μέτρο της ποσόστωσης του φύλου στους εκλογικούς συνδυασμούς θα αποδειχθεί πρόσφορο για την εδραίωση της έμφυλης ισότητας στην πολιτική σφαίρα[21]. Υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι επίδικο στις μέρες μας αποτελεί η διενέργεια των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων, ούτως ώστε να αντιστραφεί η τάση του απεντοπισμού της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή της απομάκρυνσής της από το έδαφος της δημοκρατίας. Σε μια συγκυρία διαρκούς κινητικότητας των πληθυσμών, η Καμτσίδου θεωρεί αναγκαία προϋπόθεση για τον «επανεντοπισμό» του πολιτικού την απονομή εκλογικών δικαιωμάτων στους μετανάστες που έχουν οικοδομήσει ουσιαστικούς δεσμούς με τις χώρες υποδοχής. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, η πρότασή της αφορά την αναθεώρηση του Συντάγματος, ώστε να επιτραπεί η συμμετοχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές στους αλλοδαπούς μόνιμους κατοίκους των πόλεων. Μία τέτοια θεσμική πρωτοβουλία θα προσέδιδε νέα δυναμική στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον θα διαμόρφωνε ένα παράδειγμα συγκρότησης πολιτικών κοινοτήτων, στο πλαίσιο των οποίων όλα τα μέλη θα μοιράζονταν «ισότιμα και αλληλέγγυα…τις ελευθερίες, τα δημόσια αγαθά…και, τέλος, τις υποχρεώσεις που γεννά η κοινή συμβίωση»[22].

Β. Απέναντι στην κυρίαρχη τάση διαμόρφωσης μονοδρόμων τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική, ο Κουρουνδής αναζητεί διεξόδους με γνώμονα τη δημοκρατική συνταγματική θεωρία του 20ου αιώνα. Μέσω των αναφορών του στις μεσοπολεμικές αναλύσεις του Κέλσεν, αλλά και στο μεταπολεμικό έργο των Γκ. Λάιμπχολτς, Κ. Μορτάτι και Αρ. Μάνεση, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η πολιτική αντιπροσώπευση μιας διαιρεμένης σε τάξεις κοινωνίας δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσω των πολιτικών κομμάτων[23]. Εντούτοις, η πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας δεν προϋποθέτει μόνο την τυπική λειτουργία του πολυκομματισμού, εφόσον αυτή αποδεικνύεται στις μέρες μας αδύναμη να εκφράσει τις διαφορετικές τάσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα που ενυπάρχουν στις πλουραλιστικές κοινωνίες. Ζητούμενο, συνεπώς, αποτελεί η ανανοηματοδότηση της πολιτικής αντιπροσώπευσης υπό την έννοια της διαμόρφωσης ουσιαστικών σχέσεων ανάμεσα σε εκλογείς και εκλεγόμενους. Βασικό χαρακτηριστικό μιας τέτοιας ουσιαστικοποίησης της λαϊκής εντολής συνιστά η οικοδόμηση μορφών εμπιστοσύνης, που δεν θα περιορίζονται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου, κατά το πρότυπο του ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού του 19ου αιώνα, αλλά θα αναφέρονται σε συγκεκριμένα πολιτικά προγράμματα. Περαιτέρω, το περιεχόμενο των πολιτικών προγραμμάτων δεν αρκεί να εξαγγέλλεται προεκλογικά, αλλά πρέπει να συνεχίσει να δεσμεύει τους αντιπροσώπους, τουλάχιστον ως προς τις βασικές του αρχές, καθ’ όλη τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Όπως τονίζει ο Κουρουνδής, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της πολιτικής εντολής δεν μπορεί να διασφαλισθεί μέσω της απλής συμμετοχής των πολιτών στις εκλογές, αλλά προϋποθέτει τον διαρκή έλεγχο των κομμάτων και τη συνεχή άσκηση πίεσης προς την κρατική εξουσία μέσω της άσκησης των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης[24].

*    *    *

Οι μελέτες της Καμτσίδου και του Κουρουνδή χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία, πλούσια τεκμηρίωση και κριτική ματιά απέναντι στους ραγδαίους μετασχηματισμούς της σύγχρονης θεσμικής πραγματικότητας. Κατά συνέπεια, συνιστούν δύο σημαντικές συμβολές στα πεδία του συνταγματικού δικαίου και της συνταγματικής θεωρίας, οι οποίες αναμένεται να φανούν εξαιρετικά χρήσιμες τόσο στην επιστημονική κοινότητα όσο και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Σε μια συγκυρία που γεννά σκεπτικισμό και απαισιοδοξία, εφόσον προοιωνίζεται σκοτεινές μέρες για τη δημοκρατία σε διεθνές επίπεδο, οι δύο συγγραφείς δεν παρέχουν απλώς εναύσματα για αναστοχασμό, αλλά προτείνουν και οδούς διαφυγής από τη διαφαινόμενη δυστοπία. Πέρα από το ουσιαστικό τους ενδιαφέρον, οι προτάσεις αυτές διαθέτουν ιδιαίτερη αξία και από μεθοδολογική σκοπιά, καθώς βασίζονται σε μια διπλή σύνθεση. Από τη μία πλευρά πραγματεύονται τις μελλοντικές προκλήσεις για το δημοκρατικό πολίτευμα υπό το πρίσμα της ιστορίας των θεσμών, ενώ από την άλλη στοχεύουν στην αναζωογόνηση της πολιτικής δημοκρατίας χωρίς να παραβλέπουν ότι αυτή είναι συνυφασμένη με τη διαρκή μέριμνα για το κοινωνικό ζήτημα. Η τελευταία αυτή διάσταση, που διατηρεί στον κανονιστικό της ορίζοντα το οραματικό στοιχείο της κοινωνικής δημοκρατίας, κατατάσσει τα δύο βιβλία στην πλούσια θεωρητική παράδοση του ελληνικού δημοκρατικού συνταγματισμού.

 

[1] Καμτσίδου Ιφ., Η δημοκρατία και οι άλλοι. Η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών, πρόλογος V. Delbos, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, σ. 4-5· Κουρουνδής Χ., Μεγάλες αφηγήσεις και σταθμοί της αντιπροσώπευσης. Θεωρητικές προσεγγίσεις και θεσμικές πρακτικές, πρόλογος Π. Μαντζούφας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, σ. 3-4.

[2] Βλαχογιάννης Απ., Το Σύνταγμα στη νέα Ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση. Τάσεις και αλλοιώσεις του εθνικού συνταγματισμού, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη και Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου 2018, σ. 36 επ.· Κεσσόπουλος Αλ., «Ο αντίκτυπος των κρίσεων στο οικονομικό Σύνταγμα», στο Πρακτικά του συνεδρίου «100 χρόνια από τη γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση», 16-18.12.2022 (υπό δημοσίευση).

[3] Η συγκεκριμένη τάση αναμένεται να ενταθεί ιδίως μετά την ανακοίνωση του σχεδίου για τον εξοπλισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“Rearm Europe”), το οποίο αναμένεται να κοστίσει μέχρι και 800 δισεκατομμύρια ευρώ. Βλ. τη σχετική δήλωση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον Ντερ Λάιεν, στις 4 Μαρτίου 2025  https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/statement_25_673 (πρόσβαση 26.04.2025)

[4] Καμτσίδου, ό. π., σ. 56-57, 107-109, 121-122.

[5] Ibid, σ. 123.

[6] Ibid, σ. 134.

[7] Ibid, σ. 196-197.

[8] Ibid, σ. 204-207, 221.

[9] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το φαινόμενο του «law shopping», δηλαδή της δυνατότητας των εταιριών να εγκατασταθούν σε κάποια διαφορετική χώρα με σκοπό να υπαχθούν σε κάποια πιο φιλική από την άποψη της φορολογίας έννομη τάξη. Βλ. Στεργίου Αγγ., Κοινωνικά δικαιώματα. Γι’ έναν κόσμο λιγότερο άδικο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2023, σ. 97-99.

[10] Κουρουνδής, ό. π., σ. 11-13.

[11] Ibid, σ. 222-225.

[12] Ibid, σ. 258-259.

[13] Ibid, σ. 144-145.

[14] Yannakopoulos C., La déréglementation constitutionnelle en Europe, préface de M. Luciani, Sakkoulas Publications, Athènes-Salonique 2019, σ. 61 επ.

[15] Σχετικά με τα όρια της δυναμικής ερμηνείας, βλ. Βλαχόπουλο Σ., Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος. Η προσαρμογή του συνταγματικού κειμένου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2014, σ. 75 επ.

[16] Καμτσίδου, ό. π., σ. 109-111, 121-124.

[17] Ibid, σ. 218.

[18] Κουρουνδής, ό. π., σ. 232 επ. (ιδίως 240).

[19] Ρίζος Σ., «Η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων στο ισχύον Σύνταγμα», στο Τιμητικός Τόμος για τον Προκόπιο Παυλόπουλο. Liber Amicorum Discipulorumque, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024, σ. 697 επ.

[20] Κουρουνδής, ό. π., σ. 272-275.

[21] Καμτσίδου, ό. π., σ. 70-71.

[22] Ibid, σ. 155 επ. (ιδίως 158-159).

[23] Κουρουνδής, ό. π., σ. 136 επ., 185 επ., 208 επ.

[24] Ibid, σ. 285 επ., 303.

+ posts

Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, επιστημονικός συνεργάτης στο Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής και μέλος ΣΕΠ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στο συνταγματικό δίκαιο, την πολιτική και συνταγματική ιστορία, τη θεωρία του δικαίου και την πολιτική θεωρία. Από τις εκδόσεις Ευρασία κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η Αυτοκτονία του Δήμου. Πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη».

Μετάβαση στο περιεχόμενο