Ι. Εισαγωγή

Το δικαίωμα στη στέγαση έχει ισχυρά θεμέλια σε εθνικό, σε ενωσιακό και διεθνές επίπεδο. Αποτελεί δικαίωμα υπόστασης ή αλλιώς «δικαίωμα στα δικαιώματα», καθώς δίχως τη διασφάλιση (αξιοπρεπούς) στέγασης είναι αδύνατο για το άτομο να απολαμβάνει τα υπόλοιπα δικαιώματά του, να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του, να διαφυλάττει την υγεία του και να διαβιεί υπό όρους που σέβονται την αξία και την αξιοπρέπειά του. Η θεμελιώδης, επομένως, σημασία του είναι αδύνατον να αμφισβητηθεί.

Στην Ελλάδα της ιδιοκατοίκησης, των πολύ στενών οικογενειακών δεσμών και της επί 60 έτη σημαντικής συμβολής του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), οι διεκδικήσεις σχετικά με το δικαίωμα στη στέγαση παρέμεναν σε δεύτερη μοίρα, λόγω της άμεσης ή έμμεσης ικανοποίησής του. Όμως, η οικονομική κρίση του 2008-2009 και οι επακόλουθες πολιτικές λιτότητας, ιδίως η κατάργηση του ΟΕΚ και η σημαντική μείωση των εισοδημάτων των πολιτών, οδήγησαν σε δραστική μείωση των δυνατοτήτων διατήρησης ακόμη και της πρώτης κατοικίας, επιφέροντας πλήγμα στο θεμελιώδες δικαίωμα στη στέγαση. Στη συνέχεια, η ραγδαία αύξηση της βραχυχρόνιας μίσθωσης (airbnb) και της χορήγησης χρυσής βίζας (golden visa) σε πολίτες τρίτων χωρών με την προϋπόθεση αγοράς και διατήρησης ακίνητης περιουσίας συγκεκριμένης αξίας οδήγησαν σε μείωση των διαθέσιμων ακινήτων και σε εκτόξευση των τιμών τους, θίγοντας περαιτέρω το δικαίωμα για αξιοπρεπή στέγαση των πολιτών. Η νέα, λοιπόν, κατάσταση που διαμορφώθηκε ανέδειξε την ανάγκη το δικαίωμα στη στέγαση και εν τέλει στην αξιοπρεπή διαβίωση των φορέων του να διεκδικήσει ξανά τη θέση του.

Η συνταγματικά προβληματική, λόγω αντίθεσης στο άρθρο 21 παρ. 4 του Συντάγματος, κατάργηση του ΟΕΚ, η οποία, παρότι έθιξε το κοινωνικό κεκτημένο και κατ’ επέκταση τον ίδιο τον πυρήνα του κοινωνικού δικαιώματος στη στέγαση, δεν ανατράπηκε δικαστικά, αλλά και οι μετέπειτα πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, έχουν κλονίσει την πίστη και την ελπίδα των πολιτών στη δικαστική προστασία του κοινωνικού δικαιώματος στη στέγαση. Παράλληλα, υφίσταται μία διστακτικότητα στην αποδοχή του δικαστικού ελέγχου των κοινωνικών δικαιωμάτων στη βάση προβληματισμών σχετικών με τις δημοσιονομικές συνέπειες ενός τέτοιου ελέγχου, αλλά και με τη διάκριση των εξουσιών και τη δημοκρατική νομιμοποίηση των δικαστηρίων να αποφασίζουν επί θεμάτων διανεμητικής δικαιοσύνης[1].

Με τα δεδομένα αυτά, η παρούσα μελέτη, αφού αναλύει τη νομική θεμελίωση (ΙΙ) και το περιεχόμενο (ΙΙΙ) του δικαιώματος στη στέγαση, αντικρούει τα επιχειρήματα υπέρ μιας διστακτικής δικαστικής προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων (IV). Στη συνέχεια, παραθέτει ορισμένα θεραπευτικά μέτρα προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων (V), δίνοντας έμφαση στα νομολογιακά παραδείγματα της Νοτίου Αφρικής (VI) και της Κολομβίας (VII). Με τον τρόπο αυτό, η μελέτη αποσκοπεί να συνδράμει στον επιστημονικό διάλογο σχετικά με τους τρόπους δικαστικής προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, υπό το πρίσμα του κανονιστικού περιεχομένου και της δικαστικής προστασίας του δικαιώματος στη στέγαση.

ΙΙ. Νομική θεμελίωση

Στην εθνική έννομη τάξη, το δικαίωμα στη στέγαση καθιερώνεται ρητά στο άρθρο 21 παρ. 4 του Συντάγματος, ενώ η απόλαυσή του συνδέεται στενά με τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 21 παρ. 3, αλλά και 24 του Συντάγματος. Πράγματι, δίχως την ύπαρξη, και μάλιστα αξιοπρεπούς, κατοικίας είναι αδύνατο να πραγματωθεί η πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), δίχως το προαπαιτούμενο ενός σταθερού οικιστικού περιβάλλοντος είναι αδύνατο για τον καθένα να αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος)[2], δίχως την ύπαρξη μίας ασφαλούς και καθαρής κατοικίας, δεν είναι δυνατή η διατήρηση της υγείας των πολιτών (άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος), ενώ η επιλογή της κατοικίας αυτής εδράζεται στην ίδια την προσωπική ελευθερία του ατόμου (άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος). Εξάλλου, η κατοικία με την ευρεία της έννοια, δεν αναφέρεται μόνο στο εσωτερικό των τειχών της, αλλά και στον περιβάλλοντα χώρο, ανοίγοντας το δρόμο για την παράλληλη εφαρμογή του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Μάλιστα, στο πλαίσιο υποθέσεων αναγκαστικής εκτέλεσης, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αξιοποιήσει και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ειδικότερα την αρχή της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας[3], ως πολύτιμους συμμάχους για την πληρέστερη οχύρωση του δικαιώματος στη στέγαση.

Από τη σκοπιά του συγκριτικού δικαίου, ενδιαφέρον παρουσιάζει το παράδειγμα της Γαλλίας[4]. Ελλείψει ρητής συνταγματικής διάταξης στο γαλλικό Σύνταγμα που να κατοχυρώνει το κοινωνικό δικαίωμα στη στέγαση, το κοινωνικό δικαίωμα για αξιοπρεπή κατοικία διαπλάστηκε νομολογιακά με την 94-359 απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1995 του Conseil Constitutionnel[5]. Πιο συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη τη δέκατη παράγραφο του Προοιμίου του Συντάγματος του 1946 σύμφωνα με την οποία «[τ]ο έθνος εξασφαλίζει στο άτομο και στην οικογένεια τις αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξή τους», την ενδέκατη παράγραφο του Προοιμίου αυτού, σύμφωνα με την οποία το έθνος «εγγυάται σε όλους, ιδίως στα παιδιά, στις μητέρες και στους ηλικιωμένους εργαζόμενους, την προστασία της υγείας, την υλική ασφάλεια, την ανάπαυση και τον ελεύθερο χρόνο. Κάθε άνθρωπος που, λόγω της ηλικίας του, της σωματικής ή πνευματικής του κατάστασης ή της οικονομικής του κατάστασης, βρίσκεται σε αδυναμία να εργαστεί, έχει το δικαίωμα να λάβει από την κοινότητα τα κατάλληλα μέσα διαβίωσης»[6], καθώς και το γεγονός ότι από το Προοίμιο του Συντάγματος του 1946 προκύπτει επίσης ότι η προστασία της αξιοπρέπειας του ανθρώπου από κάθε μορφή υποβάθμισης αποτελεί αρχή συνταγματικής αξίας[7], το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η δυνατότητα κάθε ανθρώπου να έχει αξιοπρεπή στέγαση αποτελεί στόχο συνταγματικής αξίας».

Αξιοσημείωτο είναι πάντως ότι, παρά την έλλειψη ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος στη στέγαση στο γαλλικό Σύνταγμα, ο κοινός νομοθέτης προχώρησε σε αρκετά αναλυτική απαρίθμηση των χαρακτηριστικών που οφείλει να πληροί ένα κατάλυμα ώστε να λογίζεται ως αξιοπρεπής κατοικία. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να περιλαμβάνει εγκαταστάσεις κατάλληλης θέρμανσης, παροχή πόσιμου νερού, εγκαταστάσεις για τη διάθεση των οικιακών λυμάτων, κουζίνα σχεδιασμένη να φιλοξενεί συσκευή μαγειρέματος και νεροχύτη με ζεστό και κρύο νερό, εγκαταστάσεις υγιεινής[8], ηλεκτρικό σύστημα που να παρέχει επαρκή φωτισμό σε όλα τα δωμάτια και πρίζες για τη χρήση των απαραίτητων για την καθημερινή ζωή οικιακών συσκευών[9], ενώ ρητά ορίζεται ότι κελάρια, υπόγεια, σοφίτες, δωμάτια χωρίς εξωτερικό παράθυρο και άλλοι χώροι εγγενώς ακατάλληλοι για ανθρώπινη κατοικία, καθώς και χώροι που χρησιμοποιούνται υπό συνθήκες που οδηγούν σαφώς σε υπερβολική πληρότητα δεν μπορούν να διατίθενται για κατοίκηση, ούτε δωρεάν ούτε έναντι χρηματικού ανταλλάγματος[10].

Σε διεθνές επίπεδο, το δικαίωμα στη στέγαση εδράζεται στο άρθρο 31 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, στο άρθρο 11 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα, στο άρθρο 23 παρ. 3 εδ. α’ της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ενώ προστατεύεται και μέσω των άρθρων 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)[11] και του άρθρου 8 αυτής[12][13].

Σε ενωσιακό επίπεδο, ενόψει των περιορισμένων αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στον κοινωνικό τομέα, το δικαίωμα στη στέγη έχει απασχολήσει στο πλαίσιο του παράγωγου δικαίου και κυρίως της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αναγνώρισε την υποχρέωση για εγγύηση της πρόσβασης στην κατοικία αρχικά για τους μετακινούμενους εργαζόμενους, αξιοποιώντας το άρθρο 9 του τότε ισχύοντος Κανονισμού 1612/68, ενώ στη συνέχεια συνδύασε το δικαίωμα στη στέγη με την κοινωνική ένταξη, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 34 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Συμπληρωματικά, «βάσεις» για τη στήριξη του δικαιώματος στη στέγη προσφέρει η Οδηγία 2014/54/ΕΕ (περί απαγόρευσης διακρίσεων) η οποία ρητά περιλαμβάνει στο υλικό πεδίο εφαρμογής της και τον τομέα της στέγης[14], καθώς και η 19η αρχή (στέγαση και βοήθεια για τους αστέγους) του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων του 2017[15]. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι διατυπώσεις της ΕΕ εμφανίζονται φειδωλές, καθώς περιορίζουν τους δικαιούχους του δικαιώματος σε στέγη στα άτομα σε κατάσταση ανάγκης, στα ευάλωτα άτομα και στους άστεγους.

Συνολικά, τα εθνικά και διεθνή κείμενα που προστατεύουν κοινωνικά δικαιώματα και ειδικότερα το δικαίωμα στη στέγαση εμφανίζουν μεταξύ τους μία συμπληρωματική λειτουργία[16]. Εφορμώντας από κοινές αξίες και συγκλίνοντας προς κοινούς στόχους, επιδιώκουν το ανώτερο δυνατό επίπεδο προστασίας, δίχως μεταξύ τους ανταγωνισμό και ιεράρχηση. Βάσει δε της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, «υπερισχύει» κάθε φορά το κείμενο με την πληρέστερη προστασία[17].

III. Περιεχόμενο του δικαιώματος

Το περιεχόμενο του δικαιώματος στη στέγαση έχει σκιαγραφηθεί κυρίως μέσω της νομολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ). Σύμφωνα με αυτή, δεν αρκεί η κατοικία από μόνη της, με την έννοια του απλού κτίσματος, αλλά απαιτείται η ύπαρξη αξιοπρεπούς κατοικίας, η οποία εξασφαλίζει συνθήκες διαβίωσης που να μην προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και να μη θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των δικαιούχων[18]. Πιο συγκεκριμένα, αξιοπρεπής λογίζεται η κατοικία, η οποία είναι στατικά και κατασκευαστικά ασφαλής[19], δεν είναι υποβαθμισμένη, διαθέτει βασικές ανέσεις[20] που σέβονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια[21], προσφέρει συνθήκες υγιεινής[22], διαθέτει δηλαδή κατάλληλο σύστημα ηλεκτροδότησης, ύδρευσης, αποχέτευσης και αποκομιδής σκουπιδιών[23], καθώς και κατάλληλο μέγεθος, λαμβανομένης υπόψη της σύνθεσης της οικογένειας που διαμένει σε αυτήν[24] (δείκτης πυκνοκατοίκησης)[25]. Ως οικία που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες του αγοραστή νοείται αυτή, η οποία αφενός έχει το ελάχιστο προβλεπόμενο ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογενείας εμβαδόν αφετέρου είναι, εξ αντικειμένου, κατάλληλη για να χρησιμοποιηθεί ως μόνιμη κατοικία, από τον οποιοδήποτε τρίτο και την οικογένεια αυτού. Αντίστοιχα, σε εθνικό επίπεδο η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κρίνει ότι για κτίσματα με εμβαδόν 25 τ.μ. και ελάχιστη πλευρά 4 μ. «η δόμηση τέτοιων ελάχιστων διαστάσεων κτισμάτων,- τελείως ακατάλληλων κατά κοινή πείρα για ανθρώπινες συνθήκες διαβιώσεως (…) επιδεινώνει το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον και τους όρους διαβιώσεως τόσον εκείνων για τους οποίους τα κτίσματα αυτά προορίζονται, όσο και, γενικότερα, των κατοίκων της περιοχής»[26]. Επαρκής στέγαση σημαίνει, επίσης, σταθερή στέγαση[27].

Επιπλέον, κατά την ελληνική νομολογία, η καταλληλότητα της κατοικίας κρίνεται και με κριτήρια που αφορούν την εν γένει οικιστική οργάνωση της περιοχής στην οποία βρίσκεται. Κρίσιμο είναι, δηλαδή, αν η περιοχή διαθέτει τις υποδομές που είναι αναγκαίες για τη μόνιμη διαβίωση των κατοίκων της και την οργάνωση της προσωπικής και της οικογενειακής τους ζωής, μέσω των δραστηριοτήτων που συνάπτονται με την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του σύγχρονου ανθρώπου και την ανάπτυξη της προσωπικότητας του[28][29]. Με το δεδομένο αυτό, έχει κριθεί ότι κατοικία σε περιοχή η οποία «στερείται των βασικών υποδομών και οργανώσεως συγκοινωνίας, εμπορικού κέντρου, αγοράς, κοινωνικών υπηρεσιών, ειδικότερα η υδροδότηση της είναι 2 ώρες την ημέρα (…) δεν μπορεί, εξ αντικειμένου, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής, να χρησιμοποιηθεί ως μόνιμη κατοικία»[30]. Υπό το ίδιο πρίσμα, η ΕΕΚΔ, αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) έχουν προβεί σε σύνδεση του δικαιώματος στην κατοικία με το περιβάλλον, όπως αναδεικνύεται στην υπόθεση του ΕΔΔΑ Guerra and Others κατά Ιταλίας[31], στην οποία το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η μόλυνση του περιβάλλοντος μπορεί να οδηγήσει στη στέρηση της απόλαυσης της κατοικίας.

Επιπλέον, πέρα από αξιοπρεπής και επαρκής, η κατοικία οφείλει να είναι και οικονομικά προσιτή. Όπως επισημαίνει η ΕΕΚΔ η στέγαση θεωρείται οικονομικά προσιτή, όταν το νοικοκυριό μπορεί να πληρώσει το αρχικό κόστος (εγγύηση, προκαταβολή ενοικίου), το τρέχον ενοίκιο ή/και άλλες δαπάνες (χρήσεις κοινής ωφέλειας, συντήρησης και διαχείρισης) σε μακροπρόθεσμη βάση και εξακολουθεί να είναι σε θέση να διατηρήσει ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο, όπως αυτό ορίζεται από την κοινωνία, στην οποία βρίσκεται το νοικοκυριό[32]. Κατ’ αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις πρέπει να υιοθετήσουν τα κατάλληλα μέτρα για να ενθαρρύνουν την κατασκευή κατοικιών, ιδίως κοινωνικών κατοικιών[33]. Μάλιστα, τα πρότυπα επαρκούς στέγασης πρέπει να εφαρμόζονται τόσο στις κατοικίες που διατίθενται προς ενοικίαση όσο και στις κατοικίες που ιδιοκατοικούνται[34].

Επιπλέον, σύμφωνα με την ΕΕΚΔ, η υποχρέωση προώθησης και παροχής στέγασης επεκτείνεται και στην προστασία από παράνομη έξωση[35]. Τα κράτη πρέπει να λαμβάνουν μέτρα – ακόμη και στις περιπτώσεις εξώσεων λόγω αφερεγγυότητας ή παράνομης κατάληψης – υπέρ όσων απειλούνται με έξωση, ιδίως διαβούλευσης προς το σκοπό ανεύρεσης εναλλακτικών λύσεων, θέσης εύλογης προθεσμίας προ της διενέργειάς της, νομοθέτησης της απαγόρευσης των εξώσεων τη νύχτα ή κατά τη διάρκεια του χειμώνα, καθώς και παροχής ενδίκων μέσων και νομικής βοήθειας, ώστε οι θιγόμενοι σε ανάγκη να μπορούν να απευθυνθούν στα αρμόδια δικαστήρια. Ακόμη και στις περιπτώσεις δικαιολογημένων εξώσεων, οι αρχές πρέπει να υιοθετούν μέτρα για την επαναστέγαση ή την οικονομική ενίσχυση των ενδιαφερομένων[36]. Στις περιπτώσεις δε εξώσεων που στρέφονται κατά ατόμων μη καθορισμένου νομικού καθεστώτος, οι αρχές οφείλουν να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να βρουν λύσεις αποδεκτές για τα μέρη, προκειμένου να αποφευχθούν καταστάσεις κατά τις οποίες κινδυνεύουν να αποκλειστούν από την πρόσβαση σε υπηρεσίες και ανέσεις, τις οποίες δικαιούνται ως πολίτες του κράτους όπου διαμένουν[37].

Ως προς τις νομαδικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των περιπλανώμενων Ρομά, τόσο η ερμηνεία του άρθρου 16 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη[38] όσο και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ[39] υποδηλώνουν ότι κατάλληλα σημεία-σταθμοί πρέπει να παρέχονται προς το σκοπό της εγκατάστασης των σχετικών πληθυσμών.

IV. Ο ρόλος του δικαστή στην προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων

Παρά τις σημαντικές αποφάσεις τόσο εθνικών δικαστηρίων, όσο και του ΕΔΔΑ και της ΕΕΚΔ, οι οποίες έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη συγκεκριμενοποίηση του δικαιώματος στη στέγαση, η έκταση της δικαστικής προστασίας του δικαιώματος παραμένει ένα ζήτημα ανοιχτό. Η αναπόφευκτη σύνδεση της ικανοποίησης των κοινωνικών δικαιωμάτων με τη δημοσιονομική πολιτική, η χάραξη της οποίας αποτελεί έργο της εκτελεστικής εξουσίας, αποτελεί, διαχρονικά, τη βασική ένσταση ως προς την αγωγιμότητα και τη δικαστική προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Πράγματι, η σύνδεση δικαίου και πολιτικής είναι αναπόφευκτη στην περίπτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων[40]. Ωστόσο, ακόμη και η επιλογή του δικαστή να απέχει συνιστά εν τέλει πολιτική κρίση[41] και δύναται να θεωρηθεί ότι παραβιάζει ομοίως τη διάκριση των εξουσιών, υπό την έννοια της αποστέρησης της δικαστικής αρχής από την εξουσία διασφάλισης των κοινωνικών δικαιωμάτων και ταυτόχρονα παραχώρησης του δικαιώματος ανεξέλεγκτης δράσης στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Το τι κράτος επιθυμούμε, μπορούμε να δηλώσουμε με ασφάλεια ότι το έχει ήδη αποφασίσει ο συντακτικός νομοθέτης, με τις επιλογές του για ανάδειξη του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου σε αρχή, για αναγνώριση ευρύτατου καταλόγου κοινωνικών δικαιωμάτων και με την ανάδειξη της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης σε χρέος των πολιτών.

Οι ανωτέρω συνταγματικές υποχρεώσεις είναι γνωστές σε όλους τους φορείς της διοίκησης και στον νομοθέτη, ο οποίος οφείλει να τις σέβεται. Ως εκ τούτου, από τη φύση τους τα θεμελιώδη δικαιώματα συνιστούν περιορισμούς της νομοθετικής ύλης[42]. Η δικαστική αρχή έρχεται απλώς να περιφρουρήσει τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη και να λειτουργήσει ως εγγυητής ενός επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για κάθε πολίτη, όταν αυτό βάλλεται από τις παρεμβάσεις των υπόλοιπων θεσμών[43]. Σε τελική ανάλυση, οι δικαστικές αποφάσεις  – μέσω ενός δημιουργικού διαλόγου μεταξύ δικαστή και νομοθέτη[44]– ενδυναμώνουν τη δημοκρατία[45]. Απαραίτητη, βέβαια, είναι η οικουμενική οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους και η στροφή της προστασίας έναντι όχι μόνο των κρατικών φορέων, αλλά και των διεθνών κέντρων οικονομικής διακυβέρνησης[46].

Από την άλλη, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι τα κοινωνικά δικαιώματα διαδραματίζουν έναν ρόλο αναδιανεμητικό – εξαρτώνται από το «μέγεθος της πίτας», το οποίο μοιράζεται – δίχως όμως να παραβλέπουμε ότι και η ίδια η «πίτα» υπόκειται σε έλεγχο, υπό την έννοια του εάν ελήφθησαν όλα εκείνα τα μέτρα που θα οδηγούσαν στην αύξηση των ταμειακών διαθεσίμων του κράτους. Από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «[τ]ο Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», συνδυαστικά με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά το οποίο «[ο]ι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», συμπεραίνουμε ότι το κράτος δικαιούται να αξιώνει από κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, το «χρέος» του κατά τον λόγο των ικανοτήτων του[47]. Ως εκ τούτου, δεν νοείται ύπαρξη κοινωνικών δικαιωμάτων δίχως δίκαιη φορολογία[48]. Και αν στην Ελλάδα πριν την κρίση του 2009 η κατ’ επίφαση αλληλεγγύη που στήριξε τις κοινωνικές παροχές στηρίχθηκε στο δανεισμό και συνέτεινε στα δημόσια ελλείματα, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο και το επιχείρημα υπέρ της αποδόμησής της, οφείλουμε να επαναφέρουμε την έννοια της θεσμικής αλληλεγγύης – της αλληλεγγύης με ισότητα[49].

Οι ενστάσεις που αφορούν στο δικαστικό έλεγχο αναφορικά με τα κοινωνικά δικαιώματα στη βάση του δημοσιονομικού επιχειρήματος μπορούν να ξεπεραστούν και μέσω της πρόταξης ενός διαδικαστικού ελέγχου[50]. Για την επίτευξη του δικαστικού ελέγχου σε αυτή την περίπτωση, ο νομοθέτης οφείλει να έχει ήδη προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη[51], από την οποία να προκύπτει ότι η λήψη του συγκεκριμένου μέτρου της εκάστοτε μείωσης δεν θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών που επηρεάζονται από το μέτρο[52]. Ενδεχόμενη δε έλλειψη σχετικών μελετών, ή ακόμη και ύπαρξη μεν, ελλιπών και ανεπαρκών δε, μελετών μπορεί να οδηγήσει σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας του νόμου ή σε πιο εντατικό δικαστικό έλεγχο της ουσίας της υπόθεσης[53]. Όσο ελλείπει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση εκ μέρους του νομοθέτη, τόσο πιο πολύ δύναται να υπεισέρχεται ο δικαστής στην ουσία. Στην αντίθετη περίπτωση, ο έλεγχος εστιάζει περισσότερο στην πειστικότητα και ορθολογικότητα της μεθοδολογίας του νομοθέτη[54]. Με αυτό τον τρόπο δύναται να ανοίξει και ένας εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας, ο οποίος μέσω της ανάγκης εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των σχετικών με τα κοινωνικά δικαιώματα νομοθετικών επιλογών, θα οδηγήσει εν τέλει σε ενδυνάμωσή τους.

V. Θεραπευτικά μέτρα προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων

Από μια επισκόπηση της διεθνούς νομολογίας προκύπτει ότι δικαστήρια ανά τον κόσμο χρησιμοποιούν πληθώρα μέσων για να διασφαλίσουν τα κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία προσιδιάζουν στα ιστορικά και κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της κάθε χώρας. Στο άρθρο του με τίτλο «Improving remedies for social rights»[55], ο David Landau, μελετώντας τις δικαστικές πρακτικές διάφορων κρατών ανά τον κόσμο, κατηγοριοποιεί τα θεραπευτικά μέτρα (remedies), που προτάσσονται έναντι παραβιάσεων διάφορων κοινωνικών δικαιωμάτων και τα διακρίνει σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα απλά και τα σύνθετα θεραπευτικά μέτρα[56].

Στην κατηγορία των απλών θεραπευτικών μέτρων περιλαμβάνει, πρώτον, την εξατομικευμένη επιβολή (individualized enforcement) ενός κοινωνικού δικαιώματος μέσω της ικανοποίησης του προσφεύγοντος στο δικαστήριο διαδίκου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση στην οποία το δικαστήριο διατάσσει την παροχή φαρμακευτικής αγωγής σε έναν ασθενή, στον οποίο αρνούνται τη θεραπεία[57]. Δεύτερον, στην κατηγορία των απλών θεραπευτικών μέτρων ταξινομεί την αρνητική εντολή (negative injunction), δηλαδή τη μη εφαρμογή νόμων, οι οποίοι θα άλλαζαν το κοινωνικό status quo, όπως την κρίση περί αντισυνταγματικότητας ενός νόμου, ο οποίος θίγει το κοινωνικό κεκτημένο. Αμφότερες αυτές τις μορφές θεραπευτικών μέτρων, ο Landau τις αποκαλεί απλές, επειδή απαιτούν από τον δικαστή την έκδοση μίας μόνο πράξης. Συγχρόνως, αυτά τα μέτρα δεν ασκούν μεγάλη πίεση στον δικαστηριακό ρόλο.

Από την άλλη πλευρά, στην κατηγορία των σύνθετων θεραπευτικών μέτρων ο Landau κατατάσσει, πρώτον τον έλεγχο ασθενούς τύπου (weak form review), δηλαδή τη δικαστική κρίση με την οποία αναγνωρίζεται η παραβίαση ενός κοινωνικού δικαιώματος, αλλά αντί να προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα αποκατάστασης, αφήνεται ευρύ περιθώριο στην κρατική εξουσία να διορθώσει τη βλάβη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του είδους δικαστικής κρίσης αποτελεί η απόφαση Grootboom[58] του δικαστηρίου της Νοτίου Αφρικής, η οποία αναλύεται στη συνέχεια. Δεύτερον, στην κατηγορία των σύνθετων θεραπευτικών μέτρων ο Landau εντάσσει τα διαρθρωτικά μέτρα ή τις εντολές διαρθρωτικής μεταρρύθμισης (structural injunctions). Πρόκειται για μια έννοια γνωστή από το δημόσιο δίκαιο των ΗΠΑ και λαμβάνει χώρα όταν ένα δικαστήριο εκδίδει ευρείες εντολές, με στόχο τη μακροπρόθεσμη μεταρρύθμιση μίας θεσμικής πρακτικής. Με άλλα λόγια, αντί να χορηγεί απλώς ατομική δικαστική προστασία σε μεμονωμένους διαδίκους, το Δικαστήριο προτρέπει την ανάπτυξη μίας νέας δημόσιας πολιτικής. Δεδομένου ότι τα δικαστήρια που κάνουν χρήση των διαρθρωτικών μέτρων λειτουργούν με τρόπο που δεν εμπίπτει στις παραδοσιακές αντιλήψεις του δικαστικού ρόλου, πρόκειται για μια επιλογή που μπορεί να δημιουργήσει πολιτική ένταση, αλλά συγχρόνως είναι η πιο πιθανή στο να επιφέρει κάποια αλλαγή στις εγκατεστημένες πρακτικές[59].

Παρότι εμφανίζουν ομοιότητες με τον έλεγχο ασθενούς τύπου, υπό την έννοια ότι είναι μια περισσότερο σύνθετη παρά απλή επιλογή, τα διαρθρωτικά μέτρα διαφέρουν από τον έλεγχο ασθενούς τύπου στο ότι, σε αυτή την περίπτωση τα δικαστήρια εκδίδουν συγκεκριμένες και λεπτομερείς εντολές, αντί να επιτρέπουν στο πολιτικό σύστημα να κατασκευάσει τη δημόσια πολιτική περισσότερο ή λιγότερο μόνο του. Τα διαρθρωτικά μέτρα έχουν χρησιμοποιηθεί από τα δικαστήρια διαφόρων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και της Κολομβίας. Για παράδειγμα, το 2004 η υπόθεση που αφορούσε εκτοπισμένους στην Κολομβία περιελάμβανε έναν τεράστιο αριθμό μεταγενέστερων εντολών προς διάφορους κλάδους της δημόσιας διοίκησης, με στόχο να κατασκευάσει το Δικαστήριο μια συνεκτική δημόσια πολιτική στον τομέα αυτό. Το Δικαστήριο ξεκίνησε με ένα σχετικά ευρύ σύνολο διαταγών, αλλά γρήγορα άρχισε να εκδίδει πιο ειδικές διαταγές για να αντιμετωπίσει τη γραφειοκρατική αδράνεια και αντίσταση. Η υπόθεση ξεκίνησε το 2004 και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Συγκριτική εμπειρία από τις Ηνωμένες Πολιτείες δείχνει ότι παρόμοιες υποθέσεις που αφορούν την κατάργηση του σχολικού διαχωρισμού, τη μεταρρύθμιση των φυλακών και μεταρρύθμιση ψυχιατρικών ιδρυμάτων διαρκούσαν μερικές φορές δεκαετίες[60].

Μία ενδιάμεση λύση μεταξύ του ελέγχου ασθενούς τύπου και των εντολών διαρθρωτικής μεταρρύθμισης είναι αυτό που η Sturm αποκαλεί «deliberative model of remedial decision-making»[61], δηλαδή ένα διαβουλευτικό μοντέλο λήψης επανορθωτικών αποφάσεων. Το διαβουλευτικό μοντέλο αξιοποιεί τη διαμεσολάβηση για την ανάπτυξη ενός επανορθωτικού μέτρου (remedy) σε υποθέσεις που χρήζουν διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποδίδοντας, κατά τη διαδικασία αυτή, ενισχυμένο ρόλο στο δικαστήριο. Το μοντέλο αυτό, το οποίο φαίνεται να αξιοποιήθηκε στην υπόθεση της πόλης του Γιοχάνεσμπουργκ, που αναλύεται στη συνέχεια, το δικαστήριο ορίζει μία δομημένη διαδικασία διαβούλευσης, καθορίζοντας τις παραμέτρους, τα προς διαβούλευση ζητήματα, τα ενδιαφερόμενα μέρη, τον διαμεσολαβητή, καθώς και τα χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει η διαβούλευση, ώστε να ανταποκρίνεται στα πρότυπα της διαδικασίας, ενημερώνει τους συμμετέχοντες για τα πρότυπα που θα χρησιμοποιήσει για την αξιολόγηση του αποτελέσματος και ορίζει προθεσμίες. Μετά τις διαπραγματεύσεις, τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλουν στο δικαστήριο γραπτή συμφωνία και εξηγήσεις που έχουν εγκρίνει οι ομάδες ενδιαφερομένων. Στη συνέχεια, το δικαστήριο διεξάγει δημόσια ακρόαση και αξιολογεί το θεραπευτικό μέτρο (remedy) ως προς τρία επίπεδα: (1) ως προς την επάρκεια της διαδικασίας, (2) ως προς την ανταπόκριση της επανόρθωσης στις ανησυχίες που διατυπώθηκαν και (3) ως προς την ικανότητα του προτεινόμενου μέτρου να συμβαδίσει με τους υποκείμενους ουσιαστικούς κανόνες. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται αφενός μια πλήρως συμμετοχική διαδικασία και αφετέρου ένα αιτιολογημένο αποτέλεσμα που συνάδει με τους επίμαχους νομικούς κανόνες. Ενώ το δικαστήριο εμπλέκεται πιο άμεσα από ό,τι στο πλαίσιο της αυτόνομης διαμεσολάβησης, η αμεροληψία και η ανεξαρτησία του διατηρούνται με τον περιορισμό του ρόλου του στη διάρθρωση και την αξιολόγηση της διαδικασίας της επανόρθωσης[62].

Η εν λόγω δικαστηριακή μέθοδος φαίνεται να είναι συμβατή προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών[63], ενώ με την κατάλληλη εφαρμογή, το ανωτέρω διαβουλευτικό μοντέλο λήψης επανορθωτικών αποφάσεων μπορεί να εξελιχθεί σε ένα υβριδικό μοντέλο επίλυσης διαφορών που ενσωματώνει τις διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών με την επίσημη δικαστική κρίση, κατά τρόπο που ενισχύει τα χαρακτηριστικά νομιμότητας που προσδιορίζει η Sturm[64], ενώ διευκολύνει τη μη δικαστική ανάπτυξη δημόσιων κανόνων για τα κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα.

VI. Το νομολογιακό παράδειγμα της Νοτίου Αφρικής

Στη δικαστηριακή πρακτική του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Νοτίου Αφρικής μπορούμε να εντοπίσουμε δύο από τα μοντέλα επανορθωτικών μέτρων που παρουσιάστηκαν παραπάνω. Πρώτη χρονικά ακολουθήθηκε η πρακτική του ελέγχου ασθενούς τύπου, δηλαδή της δικαστικής κρίσης με την οποία αναγνωρίζεται η παραβίαση ενός κοινωνικού δικαιώματος, αλλά αντί να προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα αποκατάστασης, αφήνεται ευρύ περιθώριο στην κρατική εξουσία να επανορθώσει τη βλάβη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μοντέλου είναι η γνωστή απόφαση Grootboom[65], η οποία αποτέλεσε ένα σημαντικό ορόσημο, εισάγοντας έναν νέο και καινοτόμο, για την εποχή της, τύπο δικαστικής απόφασης. Στην υπόθεση αυτή, οι ενάγοντες, εξαιρετικά φτωχοί κάτοικοι μιας άτυπης κοινότητας που είχαν εγκαταστήσει πρόχειρα καταλύματα σε ένα δημόσιο γήπεδο αθλητισμού μετά την έξωσή τους από κοντινή ιδιωτική γη, κατέθεσαν αγωγή κατά του Δήμου του Κέιπ Τάουν, ισχυριζόμενοι ότι η παράλειψη του Δήμου να τους παράσχει στέγη παραβίαζε το δικαίωμά τους στην πρόσβαση σε επαρκή στέγαση[66], καθώς και τα δικαιώματα των παιδιών της κοινότητας σε στέγη[67]. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Νοτίου Αφρικής έκρινε ότι η πόλη είχε παραβιάσει το γενικό δικαίωμα στέγασης καθώς, παρά την ανάπτυξη επαρκών προγραμμάτων στέγασης που κάλυπταν μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ανάγκες, δεν υπήρχε πρόβλεψη για τις επείγουσες, βραχυπρόθεσμες ανάγκες, όπως αυτές της κοινότητας Grootboom. Ωστόσο, η δικαστική απόφαση περιορίστηκε στην αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας του στεγαστικού προγράμματος του Δήμου, αφήνοντας την πόλη να αποφασίσει πώς θα διορθώσει το πρόβλημα, χωρίς άμεση δικαστική παρέμβαση. Αυτός ο περιορισμένος ρόλος του δικαστηρίου χαρακτηρίστηκε ως έλεγχος ασθενούς τύπου, για τον λόγο ότι η απόφαση άφησε τη διαμόρφωση της πολιτικής στους πολιτικούς. Ενώ αυτός ο χειρισμός φαίνεται να σέβεται τη διάκριση των εξουσιών, δέχθηκε κριτική για τη «διαδικαστικοποίηση» των κοινωνικών δικαιωμάτων, η οποία δεν τους προσδίδει ουσιαστικό περιεχόμενο[68].

Παρά τη σπουδαιότητα της απόφασης Grootboom, η αδυναμία της να «αναγκάσει» το κράτος να δράσει, οδήγησε τα δικαστήρια της Νοτίου Αφρικής στην εύρεση δραστικότερων λύσεων. Έτσι, ακολούθησε η λύση των επονομαζόμενων αποφάσεων «εμπλοκής / δέσμευσης» (engagement remedy)[69], στις οποίες το Δικαστήριο διατάσσει το κράτος να διαπραγματευτεί με τους ενάγοντες για την επίτευξη συμφωνίας. Η συγκεκριμένη λύση μοιάζει με το διαβουλευτικό μοντέλο λήψης επανορθωτικών αποφάσεων (deliberative model of remedial decisionmaking) που προτείνει η Sturm[70], το οποίο αναλύθηκε ανωτέρω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νομολογιακής πρακτικής αποτελεί η υπόθεση κατά της πόλης του Γιοχάνεσμπουργκ[71]. Η συγκεκριμένη υπόθεση ξεκίνησε ως μια σειρά αιτήσεων έκτακτης ανάγκης στο Ανώτατο Δικαστήριο του Witwatersrand από την πόλη του Γιοχάνεσμπουργκ για την έξωση περισσότερων από 300 ατόμων από έξι ακίνητα στο κέντρο της πόλης. Η πόλη επεδίωξε αυτές τις εξώσεις στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής ανάπλασης, μια πτυχή της οποίας ήταν ο εντοπισμός, η εκκαθάριση και η τελική ανάπλαση περισσότερων από 200 «κακών» κτιρίων με περίπου 67.000 κατοίκους στο κέντρο της πόλης. Τα επιλεγμένα κτίρια δημιουργούσαν σαφώς επικίνδυνες και ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης για τους διαμένοντες σε αυτά. Παρά τις εύλογες ανησυχίες σχετικά με τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια που παρουσίαζαν τα κτίρια, το πρόγραμμα έξωσης της πόλης ήταν εξωφρενικό. Ο δήμος εφάρμοσε τις εξώσεις καταθέτοντας αιτήσεις με έντυπα, με πολύ σύντομη ειδοποίηση προς τους πραγματικούς ενοίκους και, στις περισσότερες περιπτώσεις, κερδίζοντας την έξωση με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς ακρόαση. Στη συνέχεια, η πόλη έστελνε ομάδες εργατών ντυμένων στα κόκκινα, γνωστών ως «κόκκινα μυρμήγκια», για να κάνουν βίαιη έξωση στους κατοίκους. Το Κέντρο για τα Στεγαστικά Δικαιώματα και τις Εκδιώξεις (COHRE) με έδρα τη Γενεύη δημοσίευσε μια εκτενή έκθεση που περιέγραφε τις καταχρήσεις και περιέγραφε νομικά και πολιτικά επιχειρήματα κατά του προγράμματος[72]. Διάφορες ομάδες οργάνωσαν τους κατοίκους των έξι υπό στόχευση κτιρίων για να αντιταχθούν στις εξώσεις που τους αφορούσαν. Το COHRE είχε συνεργαστεί με το Κέντρο Εφαρμοσμένων Νομικών Μελετών (CALS) για τη σύνταξη της αρχικής έκθεσης που επέκρινε το πρόγραμμα έξωσης, ενώ στη συνέχεια το CALS συντόνισε τη στρατηγική της δικαστικής διαδικασίας. Άλλες ομάδες συμμετείχαν επίσης ενεργά στην προσπάθεια, μεταξύ των οποίων το Community Law Centre, μια ομάδα έρευνας και υπεράσπισης δημοσίου συμφέροντος με έδρα το University of the Western Cape. Αρκετές από αυτές τις ομάδες κατέθεσαν υπομνήματα amicus curiae για την υποστήριξη των κατοίκων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο[73] ήταν εξαιρετικά συμπαθές στα επιχειρήματα των κατοίκων. Απέρριψε την αίτηση έξωσης του δήμου και εξέδωσε μια ευρεία διαταγή με την οποία έκρινε ότι ο δήμος είχε παραβιάσει το άρθρο 26 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη στέγαση[74], επιδιώκοντας αυτές τις εξώσεις χωρίς σχέδιο στέγασης των κατοίκων που εκδιώχθηκαν, όπως απαιτείται από την υπόθεση Grootboom και τη σχετική νομοθεσία. Το δικαστήριο απαγόρευσε επίσης στην πόλη να επιδιώξει την έξωση των κατοίκων και τη διέταξε να εκπονήσει σχέδιο για μετεγκατάστασή τους εντός της περιοχής του κέντρου της πόλης. Στη συνέχεια, η πόλη άσκησε έφεση στο Ανώτατο Εφετείο (Supreme Court of Appeal), το οποίο ανέτρεψε την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, κρίνοντας ότι οι εξώσεις ήταν συνταγματικά επιτρεπτές, αλλά προκαλούσαν μια πολύ πιο περιορισμένη ευθύνη της πόλης να μετεγκαταστήσει τους εκτοπισμένους κατοίκους.

Οι κάτοικοι προσέφυγαν κατά της απόφασης του Ανώτατου Εφετείου στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο την έκανε δεκτή τον Μάιο του 2007. Το δικαστήριο δύο ημέρες μετά την προφορική ακρόαση της 28ης Αυγούστου 2007 εξέδωσε μια αξιοσημείωτη προσωρινή διαταγή, με την οποία ζητούσε από τα μέρη να «εμπλακούν ουσιαστικά μεταξύ τους σε μια προσπάθεια να επιλύσουν τις διαφορές και τις δυσκολίες που προβάλλονται στην παρούσα αίτηση υπό το πρίσμα των αξιών του Συντάγματος, των συνταγματικών και καταστατικών υποχρεώσεων του δήμου και των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των ενδιαφερόμενων πολιτών». Το δικαστήριο διέταξε επίσης τους διαδίκους να καταθέσουν υπεύθυνες δηλώσεις (affidavits) με τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων στο δικαστήριο περίπου ένα μήνα αργότερα. Μετά από αρκετές παρατάσεις τα μέρη κατέληξαν τελικά σε μερικό διακανονισμό που περιελάμβανε το τέλος των βραχυπρόθεσμων προσπαθειών έξωσης και την λήψη από την πόλη συγκεκριμένων μέτρων, όπως καθαριότητας, υπηρεσιών υγιεινής, πρόσβασης σε νερό και λειτουργικές τουαλέτες ώστε να καταστούν τα υπάρχοντα κτίρια ασφαλέστερα και κατοικήσιμα. Προτού μετεγκαταστήσει τους κατοίκους από τα κτίρια που προορίζονταν για ανάπλαση, ο δήμος συμφώνησε να ανακαινίσει πολλά κτίρια στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ. Τέλος, η πόλη συμφώνησε να διαβουλευτεί με τους κατοίκους για την παροχή κατάλληλων μόνιμων λύσεων στέγασης, λαμβάνοντας υπόψη τις ισχύουσες εθνικές, επαρχιακές και δημοτικές πολιτικές στέγασης.

Παρά τη συμφωνία σε αυτούς τους αξιοσημείωτους όρους, και οι δύο πλευρές πίεσαν το δικαστήριο να κρίνει κατά πόσο η πόλη συμμορφωνόταν με το άρθρο 26 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη στέγαση και την εντολή της υπόθεσης Grootboom να αναπτύξει ένα σχέδιο που να αντιμετωπίζει τις έκτακτες ανάγκες των κάτοικοι της εν λόγω υπόθεσης. Το Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να ασχοληθεί με τον ευρύτερο ισχυρισμό των κατοίκων ότι η πόλη εξακολουθούσε να μην διαθέτει ολοκληρωμένο σχέδιο στέγασης, όπως απαιτεί η υπόθεση Grootboom. Επικαλούμενο τη δέσμευση της πόλης από τη συμφωνία διακανονισμού να αναπτύξει ένα μακροπρόθεσμο στεγαστικό σχέδιο σε διαβούλευση με τους κατοίκους, το δικαστήριο έκρινε ότι υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύει ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν με καλή πίστη και ότι η μελλοντική δέσμευση θα είναι ουσιαστική και θα οδηγήσει σε ένα λογικό αποτέλεσμα, τονίζοντας, πάντως, παράλληλα ότι, σε αντίθετη περίπτωση, η δικαστική παρέμβαση παραμένει ως ενδεχόμενο.

Στη συνέχεια το δικαστήριο επισημοποίησε την απαίτηση διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, αποκαλώντας την «εμπλοκή». Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι μια σειρά από συνταγματικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης του κράτους να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των κοινοτήτων και των κοινοτικών οργανώσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και τα δικαιώματα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη ζωή απαιτούν τη συμμετοχή των πολιτών στις περιπτώσεις που επηρεάζονται από τις κρατικές πολιτικές. Στη συνέχεια, το δικαστήριο περιέγραψε με πιο συγκεκριμένους όρους τι συνεπάγεται η εμπλοκή, προσδίδοντάς της τέσσερα χαρακτηριστικά: α) να περιλαμβάνει εύλογες λύσεις, β) να αποσκοπεί σε συνολικές και όχι μεμονωμένες λύσεις, γ) φορείς της κοινωνίας των πολιτών να υποστηρίζουν το ευάλωτο μέρος της διαβούλευσης και τέλος δ) να έχει ουσιαστικά χαρακτηριστικά, δηλαδή να επιδιώκει πράγματι να ανευρεθεί μία ικανοποιητική λύση[75].

Η πρακτική της «εμπλοκής» αποδίδει στα δικαστήρια τον ρόλο του καθορισμού της διαδικασίας, μέσω της οποία τα εμπλεκόμενα μέρη (και όχι το δικαστήριο), με τη βοήθεια της κοινωνίας των πολιτών, μπορούν να αναπτύξουν τις πολιτικές που απαιτούνται για την παροχή πρόσβασης σε επαρκή στέγαση[76]. Παρά τη θετική έκβαση της υπόθεσης της πόλης του Γιοχάνεσμπουργκ – καθότι ο Δήμος συμφώνησε να σταματήσει τις εξώσεις βραχυπρόθεσμα και να ανακαινίσει αντί να καταστρέψει πολλά από τα κτίρια της περιοχής –, παραμένουν οι προβληματισμοί αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της πρακτικής της «εμπλοκής», δεδομένης και της αποτυχίας της σε μεταγενέστερες υποθέσεις[77].

VII. Το νομολογιακό παράδειγμα της Κολομβίας

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η νομολογία και η δικαστηριακή πρακτική της Κολομβίας. Το Σύνταγμα της Κολομβίας του1991 – απότοκο των ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών που προηγήθηκαν[78] – περιέχει έναν ευρύ κατάλογο κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς και την πρωτοπόρα διαδικασία των «tutelas», δηλαδή συνταγματικών καταγγελιών, που επιτρέπουν στους πολίτες να προσφύγουν – μέσω μίας ταχείας[79] και μη τυπικής διαδικασίας[80] – κατά πράξεων (από κρατικούς και ενίοτε ιδιωτικούς φορείς), οι οποίες στρέφονται κατά συνταγματικών τους δικαιωμάτων[81]. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι, παρότι, λόγω διαφωνίας ως προς το δέοντα βαθμό αγωγιμότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων, τα τελευταία περιλαμβάνονται σε διαφορετικό κεφάλαιο από το τιτλοφορούμενο «Θεμελιώδη δικαιώματα» και παρότι οι tutelas προορίζονταν για την προστασία μόνο των ατομικών δικαιωμάτων[82], η νομολογία επέκτεινε την εφαρμογή των tutelas και στα κοινωνικά δικαιώματα.

Πιο συγκεκριμένα, με μία από τις πρώτες του αποφάσεις, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Κολομβίας, αποτελούμενο από προοδευτικούς δικαστές, καθιέρωσε ότι υπό τον όρο «θεμελιώδη δικαιώματα», από τον οποίο εξαρτάται η δυνατότητα κατάθεσης και εξέτασης μίας tutela, δεν νοούνται μόνο τα συμπεριλαμβανόμενα στο κεφάλαιο με τον ομώνυμο τίτλο, αλλά ένα ανοιχτό σύνολο διατάξεων που καθορίζονται από το δικαστήριο σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Έτσι, κατέστη εφικτή η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων μέσω των tutelas, ενώ με την αξιοποίηση της θεωρίας της «συνδεσιμότητας», η κατά τα ανωτέρω δικαστική προστασία επεκτάθηκε και σε μία σειρά από δικαιώματα που το δικαστήριο δεν αναγνώριζε μεν τότε ως θεμελιώδη, αλλά θεωρούσε ότι συνδέονται με θεμελιώδη δικαιώματα, όπως της ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας[83].

Στη συνέχεια, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Κολομβίας, αξιοποιώντας τα περιλαμβανόμενα στο Σύνταγμα κοινωνικά δικαιώματα, την έννοια του κοινωνικού κράτους δικαίου και τις αρχές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διέπλασσε τον όρο του «vital minimum», δηλαδή ενός ζωτικού ελαχίστου[84], το οποίο διασφαλίζεται μέσω των tutelas. Οι σχετικές υποθέσεις αφορούσαν πρωτίστως το συνταξιοδοτικό σύστημα και το σύστημα υγείας. Ο προσφεύγων στρεφόταν είτε κατά της μη χορήγησης ή του εσφαλμένου υπολογισμού σύνταξης, είτε κατά της μη χορήγησης απαραίτητης φαρμακευτικής αγωγής και το δικαστήριο προέβαινε είτε σε αναγνώριση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή σε ορθό υπολογισμό της σύνταξης είτε στη διαταγή προς τον πάροχο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης να χορηγήσει την αιτούμενη θεραπεία, αντίστοιχα.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, τα δικαστήρια της Κολομβίας αρχικά ακολούθησαν την οδό των απλών θεραπευτικών μέτρων και πιο συγκεκριμένα την εξατομικευμένη επιβολή (individualized enforcement), δηλαδή την ικανοποίηση ενός συγκεκριμένου διαδίκου, όπως αναλύθηκε ανωτέρω. Με αυτό τον τρόπο, το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας έδωσε απτό περιεχόμενο στα συγκεκριμένα κοινωνικά δικαιώματα, διατάσσοντας ευθέως την ικανοποίησή τους σε εξατομικευμένες υποθέσεις. Παρότι οι εν λόγω αποφάσεις συγκαταλέγονται στα επανορθωτικά μέτρα εξατομικευμένης επιβολής και ως εκ τούτου επιφέρουν αποτέλεσμα σε ορισμένα μόνο άτομα, δίχως να μπορούν να αλλάξουν συνολικά μία συνθήκη, στην περίπτωση της Κολομβίας, λόγω των άμεσων συνεπειών αυτών των αποφάσεων και του κόστους στην εκτέλεσή τους, οι αρχές προέβησαν σε αλλαγές στη νομοθεσία. Στην περίπτωση της υγείας, παραδείγματος χάριν, με Κανονισμό του 1997 αναγνωρίστηκε ότι ακόμη και θεραπείες που δεν περιλαμβάνονταν στη σχετική λίστα, μπορούσαν να συνταγογραφηθούν, εάν ήταν απαραίτητες για τη διατήρηση της ζωής ή της υγείας του ασθενούς και το κράτος όφειλε να καλύψει το κόστος για αυτές[85].

Επιπλέον, στη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Κολομβίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα απόφαση του 1999[86], η οποία αναλύεται αμέσως στη συνέχεια, εντοπίζουμε και τη δεύτερη κατηγορία απλών θεραπευτικών μέτρων, την αρνητική εντολή (negative injunction), δηλαδή την κρίση περί αντισυνταγματικότητας ενός νόμου, ο οποίος θίγει το κοινωνικό κεκτημένο. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα στη στέγαση, αποτέλεσε την αιτία για μία από τις μεγαλύτερες, στην ιστορία του, παρεμβάσεις του Δικαστηρίου. Η σοβαρή οικονομική κρίση στο τέλος της δεκαετίας του ’90 οδήγησε σε στεγαστική κρίση[87], η οποία απειλούσε περισσότερους από 200.000 δανειολήπτες με κατάσχεση. Συνεπεία αυτού, οι ιδιοκτήτες και οι ενώσεις ιδιοκτητών ακινήτων άρχισαν να υποβάλλουν αξιώσεις (τόσο μέσω αφηρημένης αναθεώρησης όσο και μέσω tutela) στο Δικαστήριο, το οποίο αποδείχθηκε δεκτικό αυτών[88].

Τον Ιούλιο του 1999, το Δικαστήριο πραγματοποίησε μια ευρεία δημόσια ακρόαση, νομοθετικού τύπου, για το θέμα της στέγασης, στην οποία κάλεσε είκοσι πέντε άτομα να μιλήσουν, μεταξύ των οποίων μέλη ομάδων της κοινωνίας των πολιτών που ασχολούνται με τη στέγαση, τραπεζίτες, ηγέτες εργατικών συνδικάτων, οικονομολόγους, βουλευτές και κυβερνητικούς αξιωματούχους. Στη συνέχεια, τον Σεπτέμβριο του 1999, το Δικαστήριο κατήργησε[89] ολόκληρο το σύστημα UPAC για δομικούς λόγους, κρίνοντας ότι ο νόμος, ο οποίος είχε εκδοθεί από τον Πρόεδρο κατά τη διάρκεια κατάστασης έκτακτης ανάγκης, έπρεπε να εκδοθεί από το Κογκρέσο. Παρά την κριτική που έχει δεχθεί η εν λόγω απόφαση, τόσο ως προς τα πρόσωπα που επωφελούνται όσο και ως προς τα κίνητρα του δικαστηρίου που οδήγησαν στην έκδοσή της[90], δεν γίνεται να μην τονιστεί ότι συνεπεία της απόφασης αυτής, ο Πρόεδρος ανέπτυξε και υπέβαλε νομοσχέδιο στο Κογκρέσο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, το οποίο καθόριζε τις νέες κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση της στέγασης. Το νέο νομοσχέδιο ενσωμάτωσε την προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου, απαγορεύοντας την προπληρωμή και την κεφαλαιοποίηση και συνδέοντας τις πληρωμές των ενυπόθηκων δανείων μόνο με τον ρυθμό του πληθωρισμού. Προχώρησε, επίσης, πέρα από τη νομολογία του Δικαστηρίου, παρέχοντας κεφάλαια για τη διάσωση των σε κίνδυνο ιδιοκτητών κατοικιών και την αναχρηματοδότηση των χρεών τους[91].

Σε μία μεταγενέστερη προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί από τη μαζική νομολογία εξατομικευμένης επιβολής, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Κολομβίας, μέσω της απόφασης T-025/04[92], η οποία αφορούσε την προστασία των δικαιωμάτων των εκτοπισμένων ατόμων και αναλύεται στη συνέχεια, υιοθέτησε τη θεωρία της «αντισυνταγματικής κατάστασης», η οποία λειτουργεί όπως τα διαρθρωτικά μέτρα στις Ηνωμένες Πολιτείες και εντάσσεται στην τέταρτη κατηγορία θεραπευτικών μέτρων (όπως αναλύθηκαν ανωτέρω), δηλαδή στα διαρθρωτικά μέτρα / εντολές διαρθρωτικής μεταρρύθμισης (structural injunctions). Αντί να εκδίδει απόφαση για την εξατομικευμένη αποζημίωση / αποκατάσταση ενός διαδίκου επί μίας tutela, το Δικαστήριο εκδίδει διαρθρωτικές εντολές προς τη διοικητική αρχή, προκειμένου να την αναγκάσει να αλλάξει εν γένει πολιτική σε έναν τομέα. Το Δικαστήριο διατηρεί επίσης εποπτική δικαιοδοσία επί της υπόθεσης για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα[93].

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει, εν προκειμένω, η πρώτη προσπάθεια του Δικαστηρίου να προβεί σε μαζικές εντολές προς τη δημόσια διοίκηση, αναφορικά με τους εσωτερικά εκτοπισμένους, οι οποίοι – λόγω της συνεχιζόμενης εσωτερικής βίας στην Κολομβία – αποτελούσαν το 10% του συνολικού πληθυσμού[94]. Η υπόθεση αφορούσε την ανάγκη προστασίας και βελτίωσης των συνθηκών ζωής των εσωτερικά εκτοπισμένων στην Κολομβία. Οι εκτοπισμένοι ζητούσαν την αναγνώριση των σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, όπως στη στέγαση, την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και την ανθρωπιστική βοήθεια, και την υιοθέτηση μέτρων που θα διασφάλιζαν την πρόσβασή τους σε βασικές υπηρεσίες και προστασία[95]. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν αρχικά να συλλέξει πληροφορίες από την κυβέρνηση, την κοινωνία των πολιτών και τις κυβερνητικές ομάδες παρακολούθησης, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη και ο Γενικός Εισαγγελέας. Με βάση αυτές τις πληροφορίες, εξέδωσε αρκετά λεπτομερείς εντολές προς την κυβέρνηση. Επιπλέον, διοργάνωσε περιοδικά δημόσιες ακροάσεις, στις οποίες ζητούσε τις απόψεις των ομάδων της κοινωνίας των πολιτών, των κυβερνητικών οργανισμών παρακολούθησης και επιχειρούσε να πιέσει την κυβέρνηση. Το Δικαστήριο προσπάθησε να αναπτύξει ένα επαρκές σύνολο στατιστικών δεικτών που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το κράτος για να εκτιμήσει την έκταση του προβλήματος. Εργάστηκε επίσης για τη δημιουργία μιας κρατικής γραφειοκρατίας και ενός συνόλου βασικών προγραμμάτων που θα ανταποκρίνονταν στις άμεσες ανάγκες για επιδοτήσεις σε μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων (στέγαση, υγειονομική περίθαλψη κ.λπ.). Τέλος, επικεντρώθηκε σε μια σειρά πιο εξειδικευμένων προβλημάτων. Για παράδειγμα, πραγματοποίησε δημόσιες ακροάσεις για ιδιαίτερα πληττόμενες ομάδες με ιδιαίτερα προβλήματα (παιδιά, γυναίκες, Αφροκολομβιανοί, ιθαγενείς, ανάπηροι) ενώ στη συνέχεια επικεντρώθηκε στην επέκταση της διοικητικής ικανότητας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο[96].

Η παρέμβαση του Δικαστηρίου σε αυτό το ζήτημα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εν συνεχεία πολιτειακή παρέμβαση για την επίλυση των σχετικών προβλημάτων. Η κυβέρνηση αύξησε δραστικά τον προϋπολογισμό για το ζήτημα των εκτοπισμένων και δημιούργησε ένα δίκτυο πολυάριθμων υπηρεσιών. Επιπλέον, πλέον υφίσταται ένα καλά λειτουργικό σύνολο στατιστικών δεικτών για τη μέτρηση της έκτασης του προβλήματος. Τέλος, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει βελτιώσει την απόλαυση των δικαιωμάτων των εκτοπισμένων σε ορισμένους τομείς με τη δημιουργία λειτουργικών προγραμμάτων επιδότησης για βασικές ανάγκες, όπως η τροφή, η στέγαση και η υγειονομική περίθαλψη[97].

VIII. Αντί επιλόγου

Συμπερασματικά, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι, αν και συχνά παραγκωνίζονται, τα κοινωνικά δικαιώματα δεν υπολείπονται σε κανονιστική πυκνότητα. Ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, κατά τις οποίες συνήθως δέχονται τα πιο έντονα πλήγματα, διαθέτουν ένα επαρκές κανονιστικό περιεχόμενο, ώστε, με σύμμαχο το δικαστή, ο οποίος είναι πρόθυμος να διασφαλίσει τις συνταγματικές επιταγές, να ορθωθούν και να λειτουργήσουν ως ανάχωμα σε επιλογές που πλήττουν την αξιοπρέπεια των πολιτών.

Τα νομολογιακά παραδείγματα της Νοτίου Αφρικής και της Κολομβίας αναδεικνύουν το πλήθος των οδών που έχουν διανοιχθεί από διαφορετικές έννομες τάξεις για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η έμφαση σε «ξένες» προς τις ελληνικές δικαστηριακές επιλογές, επιδιώκει να καταδείξει ότι, αν απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις που δημιουργούν οι καθιερωμένες περί τα κοινωνικά δικαιώματα αντιλήψεις, η συζήτηση περί του τρόπου δικαστικής προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων μπορεί να εμπλουτιστεί από ήδη διαθέσιμα εργαλεία άλλων εννόμων τάξεων. Ειδικότερα δε, ως προς το δικαίωμα στη στέγαση, αυτό αποτελεί «δικαίωμα στα δικαιώματα», αναγκαίο όρο για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και προϋπόθεση για τον σεβασμό της αξίας του κάθε ατόμου. Και αν η πολιτεία ενίοτε «ξεχνά» να συμμορφωθεί με τις συνταγματικές της υποχρεώσεις, οφείλει η δικαστική εξουσία, με θάρρος και αποφασιστικότητα, να της το «υπενθυμίσει». Ας προσδώσουμε, λοιπόν, στα κοινωνικά δικαιώματα τη θέση που τους αρμόζει, την οποία, άλλωστε, τόσο ο συντακτικός όσο και ο κοινοτικός και διεθνής νομοθέτης έχουν επιφυλάξει σε αυτά.

 

[1] Βλ. Σαμαρτζής Α., «Ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική», στο https://nomarchia.gr/%ce%bf-%ce%b4%ce%b9%ce%ba%ce%b1%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82-%ce%ad%ce%bb%ce%b5%ce%b3%cf%87%ce%bf%cf%82-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%ba%ce%bf%ce%b9%ce%bd%cf%89%ce%bd%ce%b9%ce%ba%cf%8e%ce%bd-%ce%b4/ (πρόσβαση: 23.03.2025).

[2] Βλ. Παραρά Π., «Το κοινωνικό δικαίωμα για αξιοπρεπή κατοικία», ΔτΑ, 3/1999, σ. 636, όπου γλαφυρά αποτυπώνεται ότι «μέσα σε μία τρώγλη δεν μπορεί βέβαια να αναπτυχθεί ελεύθερα η προσωπικότητα του ανθρώπου».

[3] Βλ. Στεργίου Α., Κοινωνικά Δικαιώματα. Γι’ έναν κόσμο λιγότερο άνισο, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2023, σ. 243. Βλ. ΣτΕ 359/2018, 848-850/2012.

[4] Βλ. Τσαλπατούρου Α., «Η αποτελεσματικότητα του θεμελιώδους δικαιώματος στη στέγαση, ένα αναδυόμενο νομικό ζήτημα», στο https://nomarchia.gr/%ce%b7-%ce%b1%cf%80%ce%bf%cf%84%ce%b5%ce%bb%ce%b5%cf%83%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%84%ce%b7%cf%84%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b8%ce%b5%ce%bc%ce%b5%ce%bb%ce%b9%cf%8e%ce%b4%ce%bf%cf%85/, (πρόσβαση 23.03.2025).

[5] Απόφαση του γαλλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου 94-359 της 19ης Ιανουαρίου 1995, στο https://www.conseil-constitutionnel.fr/decision/1995/94359DC.htm#:~:text=Tout%20%C3%AAtre%20humain%20qui%2C%20en,6. Βλ. σχετικά Παραράς, «Το κοινωνικό δικαίωμα για αξιοπρεπή κατοικία»,  ό.π., σ. 645 – 647.

[6] Απόφαση του γαλλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου 94-359, ό.π., παρ. 5.

[7] Ibid, παρ. 6.

[8] Οι οποίες, όπως λεπτομερώς ορίζεται στο άρ. 3 παρ. 5 του Διατάγματος αριθ. 2002-120 της 30ής Ιανουαρίου 2002 (βλ. αμέσως επόμενη υποσημείωση), αποτελούνται από τουαλέτα που διαχωρίζεται από την κουζίνα και από το δωμάτιο όπου καταναλώνονται τα γεύματα, και εγκαταστάσεις για πλύσιμο, που περιλαμβάνουν μπανιέρα ή ντους, σχεδιασμένα για να εξασφαλίζουν την ιδιωτικότητα, με ζεστό και κρύο τρεχούμενο νερό και εγκαταστάσεις διάθεσης λυμάτων. Η εγκατάσταση υγιεινής μίας μονόχωρης κατοικίας μπορεί να περιορίζεται σε τουαλέτα εκτός της κατοικίας, υπό την προϋπόθεση ότι βρίσκεται στο ίδιο κτίριο και είναι εύκολα προσβάσιμη.

[9] Διάταγμα αριθ. 2002-120 της 30ής Ιανουαρίου 2002 σχετικά με τα χαρακτηριστικά της αξιοπρεπούς στέγασης, για την εφαρμογή του άρθρου 187 του νόμου περί αστικής αλληλεγγύης και ανανέωσης υπ’ αρ. 2000-1208 της 13ης Δεκεμβρίου 2000, Τμήμα Τρίτο.

[10] Άρθρο 1331-23 του γαλλικού Κώδικα Δημόσιας Υγείας.

[11] Βλ. ΕΔΔΑ, αρ. προσφ. 48939/99, 30.11.2004, Öneryildiz κατά Τουρκίας, παρ. 124-129 & 133-138.

[12] Βλ. ΕΔΔΑ, αρ. προσφ. 59909/00, 26.03.2007, Giacomelli κατά Ιταλίας, παρ. 76, ΕΔΔΑ, αρ. προσφ. 20348/92, 29.09.1996, Buckley κατά Ηνωμένου Βασιλείου, παρ. 76.

[13] Στεργίου, Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 235.

[14] Το άρθρο 3 παρ. 2 της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ (περί απαγόρευσης διακρίσεων) ορίζει ότι «Με την επιφύλαξη των παρ. 3 και 6 του παρόντος, καθώς και του άρθρου 4, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, χαρακτηριστικών ή έκφρασης φύλου εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, και όσον αφορά: (…) δ) την πρόσβαση στη διάθεση και την παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται (συναλλακτικά) στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης της στέγης».

[15] Η αρχή 19 (στέγαση και βοήθεια για τους αστέγους) του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων ορίζει ότι: «α. Παρέχεται πρόσβαση σε καλής ποιότητας κοινωνική κατοικία ή στεγαστική βοήθεια σε όσους την έχουν ανάγκη. β. Τα ευάλωτα άτομα έχουν δικαίωμα σε κατάλληλη βοήθεια και προστασία έναντι της έξωσης. γ. Παρέχονται κατάλληλα καταλύματα και υπηρεσίες στους άστεγους, προκειμένου να προαχθεί η κοινωνική τους ένταξη».

[16] Στεργίου, Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 85.

[17] Idem.

[18] Βλ. Παραράς, «Το κοινωνικό δικαίωμα για αξιοπρεπή κατοικία», ό.π., σ. 643.

[19] ΕΕΚΔ, αρ. προσφ. 27/2004, 07.12.2005, European Roma Rights Centre κατά Ιταλίας, παρ. 35.

[20] ΕΕΚΔ, αρ. προσφ. 15/2003, 08.12.2004, European Roma Rights Center κατά Ελλάδος, παρ. 24.

[21] Απόφαση του γαλλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου 94-359 ό.π.

[22] Idem.

[23] ΕΕΚΔ, αρ. προσφ. 27/2004, ό.π., παρ. 35.

[24] ΕΕΚΔ, αρ. προσφ. 15/2003, ό.π., παρ. 24.

[25] Στεργίου, Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σελ. 233.

[26] Βλ. Ολ ΣτΕ 106/1991.

[27] ΕΕΚΔ, αρ. προσφ. 27/2004, ό.π., παρ. 35.

[28] ΔΠρΠειρ 2192/2006.

[29] Στεργίου Ά., «Άρθρο 21. Το δικαίωμα στη στέγη» στο Βλαχόπουλος, Σ. / Κοντιάδης Ξ. / Τασόπουλος Γ. (επιμ)., Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Syntagmawatch.gr, Ηλεκτρονική έκδοση, Ιούλιος 2023, παρ. 6-7.

[30] ΔΠρΠειρ 2192/2006.

[31] ΕΔΔΑ, αρ. προσφ. 116/1996/735/932, 19.02.1998, Guerra and Others κατά Ιταλίας, παρ. 60.

[32] ΕΕΚΔ, αρ. προσφ. 33/2006, 05.12.2007, International Movement ATD Fourth World κατά Γαλλίας, παρ. 94.

[33] Ibid, παρ. 95.

[34] ΕΕΚΔ, αρ. προσφ. 39/2006, 05.12.2007, European Federation of National Organisations working with the Homeless (FEANTSA) κατά Γαλλίας, παρ. 75.

[35] ΕΕΚΔ, αρ. προσφ. 15/2003, ό.π., παρ. 24.

[36] ΕΕΚΔ, αρ. προσφ. 39/2006, ό.π., παρ. 86.

[37] Ibid, παρ. 161.

[38] ΕΕΚΔ, αρ. προσφ. 15/2003, ό.π., παρ. 25.

[39] ΕΔΔΑ, αρ. προσφ. 66746/01, 27.05.2004, Connors κατά Ηνωμένου Βασιλείου, παρ. 84.

[40] Στεργίου, Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 26.

[41] Idem.

[42] Idem.

[43] Idem.

[44] Ibid, σ. 28.

[45] Ibid, σ. 85.

[46] Idem. Βλ. αναλυτικά, Πούλου Α., «Μέτρα λιτότητας και Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Η δικαστική προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων σε εποχές κρίσης», ΔτΑ, σ. 843 επ.

[47] Βλ. Στεργίου, Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 22, 95.

[48] Ibid, σ. 99.

[49] Ibid, σ. 98-99.

[50] Για τον διαδικαστικό έλεγχο των κοινωνικών δικαιωμάτων ως μέσο δημοκρατικής νομιμοποίησης του δικαστικού ελέγχου, βλ. Πούλου Α., «Μέτρα λιτότητας και Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Η δικαστική προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων σε εποχές κρίσης», ό.π., σ. 870 επ.

[51] Στην άποψη που αντιλέγει ότι το Δημόσιο μπορεί να προσκομίσει και εκ των υστέρων σχετικές μελέτες, μπορούμε να αντιτάξουμε ότι δεν πρόκειται για ζήτημα προς απόδειξη, αλλά η έλλειψη τους συνεπάγεται απουσία ενός ουσιώδους όρου της νομοπαραγωγικής διαδικασίας, ικανού να κλονίσει το κύρος της υπό κρίση διάταξης. Βλ. Στεργίου, Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 57.

[52] Βλ. και τη μειοψηφούσα άποψη της Ολ ΣτΕ 668/12, κατά την οποία η μη αναφορά του νομοθέτη σε ένα όριο, το οποίο ο ίδιος σεβάστηκε κατά τη μείωση των παροχών, κατέστησε τη νομοθέτηση αναιτιολόγητη.

[53] Βλ. Στεργίου, Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 43-44.

[54] Idem.

[55] Landau D., «Improving Remedies for Social Rights», Annuaire International Des Droits De L’Homme, 7/2014, σ. 155-175.

[56] Ibid, σ. 160-162.

[57] Με παραπομπές σε αποφάσεις της Λατινικής Αμερικής.

[58] Constitutional Court of South Africa, αρ. υπ. CCT 11/00, 04.10.2000, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Νοτίου Αφρικής κ.λπ. κατά Grootboom κ.λπ., στο https://www.saflii.org/za/cases/ZACC/2000/19.pdf (πρόσβαση 28.03.2025).

[59] Βλ. Landau, «Improving Remedies for Social Rights», ό.π., σ. 166.

[60] Ibid, σ. 161 – 162.

[61] Sturm S., «A Normative Theory of Public Law Remedies», 79 GEO. L.J., 1355/1991, σ. 1428 – 1431.

[63] Βλ. Gilles M., «An Autopsy of the Structural Reform Injunction: Oops… It’s Still Moving!», 58 U. Miami L. Rev. 143/2003, σ. 155 – 156, 160 – 161.

[64] Sturm S., «A Normative Theory of Public Law Remedies», ό.π., σ. 1436.

[65] Constitutional Court of South Africa, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Νοτίου Αφρικής κ.λ.π. κατά Grootboom κ.λ.π. ό.π. Βλ. επίσης Σαμαρτζής Α., «Ο δικαστικός έλεγχος των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική», ό.π.

[66] Βάσει του άρθρου 26 παράγραφος 2 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «Το κράτος οφείλει να λάβει εύλογα νομοθετικά και άλλα μέτρα, στο πλαίσιο των διαθέσιμων πόρων του, για να επιτύχει τη σταδιακή υλοποίηση του δικαιώματος αυτού».

[67] Βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο γ του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «Κάθε παιδί έχει δικαίωμα (…) (γ) σε βασική διατροφή, στέγη, βασικές υπηρεσίες υγείας και κοινωνικές υπηρεσίες».

[68] Βλ. Ray B., «Extending the Shadow of the Law», ό.π., σ. 816.

[69] Βλ. Landau D., «The Reality of Social Rights Enforcement», Harvard International Law Journal, Vol. 53, 319/ 2012, σ. 198.

[70] Sturm, «A Normative Theory of Public Law Remedies», ό.π., σ. 1428 – 1431.

[71] Constitutional Court of South Africa, αρ. υπ. CCT 24/07, Καταληψίες του Olivia Rd. 51 κατά του Δήμου του Γιοχάνεσμπουργκ, στο https://www.saflii.org/za/cases/ZACC/2008/1.pdf (πρόσβαση 28.03.2025).

[72] Centre on Housing Rights and Evictions (COHRE), «Any Room for the Poor? Forced Evictions in Johannesburg, South Africa», 08.03.2005, σ. 60-64 στο https://issuu.com/cohre/docs/cohre_anyroomforthepoor_forcedevict (πρόσβαση 28.03.2025).

[73] Στο δικαστικό σύστημα της Νοτίου Αφρικής, όπως προκύπτει από τα άρ. 165-169 του Συντάγματος, τα οποία αφορούν τα δικαστήρια και την απονομή της δικαιοσύνης, υποθέσεις οι οποίες εγείρουν οποιοδήποτε συνταγματικό θέμα πρωτοεισάγονται για κρίση στο Ανώτατο Δικαστήριο (High Court, άρ. 169 παρ. 1). Οι αποφάσεις του τελευταίου προσβάλλονται ενώπιον του Ανώτατου Εφετείου (Supreme Court of Appeal, άρ. 168 παρ.3), ενώ το Συνταγματικό Δικαστήριο  πρέπει να επιβεβαιώσει οποιαδήποτε απόφαση ακυρότητας εκδίδεται από το Ανώτατο Εφετείο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Νοτίου Αφρικής ή δικαστήριο με παρόμοιο καθεστώς, πριν η απόφαση αυτή αποκτήσει ισχύ (άρ. 167 παρ. 5). Σημειώνεται ότι το άρ. 167 παρ. 6 του Συντάγματος εισάγει εξαίρεση στο ανωτέρω σχήμα ορίζοντας ότι «6. Η εθνική νομοθεσία ή οι κανόνες του Συνταγματικού Δικαστηρίου πρέπει να επιτρέπουν σε ένα πρόσωπο, όταν αυτό είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και με την άδεια του Συνταγματικού Δικαστηρίου α. να εισαγάγει μία υπόθεση απευθείας στο Συνταγματικό Δικαστήριο- ή β. να καταθέσει έφεση απευθείας στο Συνταγματικό Δικαστήριο από οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο».

[74] Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρ. 26 του νοτιοαφρικανικού Συντάγματος «1. Καθένας έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε επαρκή στέγαση. 2. Το κράτος οφείλει να λαμβάνει εύλογα νομοθετικά και άλλα μέτρα, στο πλαίσιο των διαθέσιμων πόρων του, για να επιτύχει τη σταδιακή υλοποίηση του δικαιώματος αυτού. 3. Κανείς δεν μπορεί να εκδιωχθεί από την κατοικία του ή να κατεδαφιστεί η κατοικία του, χωρίς δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από εξέταση όλων των σχετικών περιστάσεων. Καμία νομοθεσία δεν μπορεί να επιτρέπει αυθαίρετες εξώσεις».

[75] Βλ. Ray B., «Extending the Shadow of the Law», ό.π., σ. 820 επ.

[76] Ibid, σ. 825.

[77] Landau D., «The Reality of Social Rights Enforcement», ό.π., σ.198.

[78] Ibid, σ. 203 – 204.

[79] Οι σχετικές προσφυγές – tutelas έπρεπε να εκδικαστούν και να εκδοθεί απόφαση εντός δέκα ημερών από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εντός είκοσι ημερών από το δευτεροβάθμιο.

[80] Οι tutelas μπορούσαν να υποβληθούν ενίοτε ακόμη και προφορικά.

[81] Landau D., «The Reality of Social Rights Enforcement», ό.π., σ. 205.

[82] Ibid, σ. 206.

[83] Ibid, σ. 207.

[84] C.C., Ιούνιος 24, 1992, Sentencia T-426/92 στο https://www.corteconstitucional.gov.co/relatoria/1992/t-426-92.htm (πρόσβαση 28.03.2025).

[85] Βλ. Landau D., «The Reality of Social Rights Enforcement», ό.π., σ. 215.

[86] C.C., Σεπτέμβριος 16, 1999, Sentencia C-700/99, στο https://www.corteconstitucional.gov.co/relatoria/1999/c-700-99.htm (πρόσβαση 28.3.2025).

[87] Το σύστημα χρηματοδότησης της στέγασης, το οποίο ονομαζόταν UPAC, προσάρμοζε τις πληρωμές υποθηκών που όφειλαν οι ιδιοκτήτες κατοικιών ανάλογα με τα επιτόκια της οικονομίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, λόγω της δράσης της Κεντρικής Τράπεζας και άλλων παραγόντων, το ονομαστικό επιτόκιο έφθασε το τριάντα τρία τοις εκατό (πολύ υψηλότερο από το ποσοστό του πληθωρισμού), γεγονός που προκάλεσε την εκτόξευση των πληρωμών των ενυπόθηκων δανείων στα ύψη και, ως εκ τούτου, προκάλεσε προβλήματα στην αγορά ενυπόθηκων δανείων.

[88] Βλ. Landau D., «The Reality of Social Rights Enforcement», ό.π., σ. 217.

[89] C.C., Σεπτέμβριος 16, 1999, Sentencia C-700/99, ό.π.

[90] Βλ. Landau D., «The Reality of Social Rights Enforcement», ό.π., σ.  217 – 219.

[91] Βλ. Ibid, σ. 217.

[92] C.C., Ιούνιος 17, 2004, Sentencia T-025/2004, στο https://www.corteconstitucional.gov.co/relatoria/2004/T-025-04.htm  (πρόσβαση 28.03.2025).

[93]Βλ. Landau D., «The Reality of Social Rights Enforcement», ό.π., σ. 222 – 223.

[94] Βλ. C.C., Ιούνιος 17, 2004, Sentencia T-025/2004, ό.π. και μεταγενέστερες εντολές του Ειδικού Τμήμα Παρακολούθησης (Sala Especial de Seguimiento – Special Chamber for Monitoring) της Απόφασης Τ-025/04 στο https://www.corteconstitucional.gov.co/relatoria/buscador_new/?searchOption=texto&fini=2004-01-01&ffin=2004-12-31&buscar_por=T-025&accion=search&verform=si&slop=1&buscador=buscador&qu=get_list_all_providencias&maxprov=500&OrderbyOption=des__score&tot_provi_found=1472&tot_provi_show=500# (πρόσβαση 28.03.2025).

[95] Βλ. C.C., Ιούνιος 17, 2004, Sentencia T-025/2004, ό.π.

[96] Landau D., «The Reality of Social Rights Enforcement», ό.π., σ. 224.

[97] Ibid, σ. 226 και τις εκεί παραπομπές στη μελέτη των Rodriguez Garavito & Rodriguez Franco, Cortes y Cambio Social: Como la Corte Constitucional Transformo el Desplazamiento Forzado en Colombia [Courts and Social Change: How the Constitucional Court Transformed Forced Displacement in Colombia], Dejusticia, Bogotá D.C. 2010.

+ posts

Η Μαρίνα Πλάκα-Καραπέτη σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τομέα Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, στην κατεύθυνση Εργατικού Δικαίου, της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Θέμα της διπλωματικής της εργασίας ήταν «Το δικαίωμα στη στέγαση (housing)». Εργάζεται ως δικηγόρος με ιδιαίτερη έμφαση στο προσφυγικό δίκαιο, αρχικά ως νομική σύμβουλος σε Μη Κερδοσκοπική Οργάνωση και πλέον ως απασχολούμενη στην Ύπατη Αρμοστεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. Στο πεδίο ενδιαφερόντων της εμπίπτουν ιδίως τα θεμελιώδη δικαιώματα.

Μετάβαση στο περιεχόμενο