Παραδοσιακά, λίγο πριν από τις ευρωεκλογές, τα νομοθετικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) επιδίδονται σε αγώνα δρόμου, προκειμένου να κλείσουν οι πιο σημαντικοί νομοθετικοί φάκελοι που εκκρεμούν. Ένας εκ των πλέον σημαντικών φακέλων πριν την ολοκλήρωση της νομοθετικής περιόδου 2019-2024 αφορούσε τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε., η εφαρμογή των οποίων είχε, με πολύ απλά λόγια, «παγώσει» κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κατόπιν της ενεργοποίησης της λεγόμενης γενικής ρήτρας διαφυγής. Πέρα από τις διαφωνίες τους ως προς το περιεχόμενο των νέων ρυθμίσεων, τα κράτη μέλη είχαν ουσιαστικά χωριστεί σε δύο ομάδες, με ορισμένα εξ αυτών να επιθυμούν την «επιστροφή στην κανονικότητα», νοούμενη ως την επανέναρξη πλήρους εφαρμογής των σχετικών κανόνων, το συντομότερο δυνατόν, και άλλα κράτη μέλη – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας – να θεωρούν αδιανόητη την εκ νέου εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων, χωρίς αυτοί να έχουν πρώτα τροποποιηθεί, προκειμένου οι σχετικοί δημοσιονομικοί στόχοι να καταστούν πιο ρεαλιστικοί. Κοντολογίς, η συσσώρευση χρεών λόγω της πανδημίας καθιστούσε ιδίως τους στόχους απομείωσης του δημοσίου χρέους, όπως αυτοί τίθενται από τους ευρωπαϊκούς κανόνες, εξαιρετικά φιλόδοξους, αν όχι, σε κάποιες περιπτώσεις, αντιπαραγωγικούς.

Tην άνοιξη του 2024, το Συμβούλιο της Ε.Ε. και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατόρθωσαν να φτάσουν σε συμφωνία για την μεταρρύθμιση του πλαισίου δημοσιονομικής και οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, η οποία εκκρεμούσε αρκετό καιρό και έχει αποτελέσει, όπως και το πλαίσιο δημοσιονομικής και οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε., αντικείμενο ενδελεχούς ανάλυσης στη σχετική βιβλιογραφία[1], έχει χαρακτηριστεί – με κάποιο βαθμό υπερβολής – ως η πιο ριζική αναμόρφωση της δημοσιονομικής διακυβέρνησης από την θέσπιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης[2] ή ακόμα και ως η πιο ουσιαστική εξέλιξη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ[3]. Σε κάθε περίπτωση, οι συγκεκριμένοι κανόνες άπτονται του πυρήνα της δημοσιονομικής κυριαρχίας των κρατών μελών – δηλαδή αφορούν την άσκηση μιας αρμοδιότητας η οποία, κάτοι υπόκειται σε ενωσιακούς κανόνες, παραμένει εθνική [βλ. και άρθρα 2 παράγραφος 3 και 5 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)] – και εγείρουν ζητήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης[4]. Οι νέες ρυθμίσεις τέθηκαν σε ισχύ την 30η Απριλίου 2024.

Συγκεκριμένα, τα νομοθετικά όργανα της Ε.Ε. θέσπισαν δύο Κανονισμούς, οι οποίοι τροποποιούν το προληπτικό και το διορθωτικό μέρος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης αντιστοίχως, και μία Οδηγία, η οποία τροποποιεί τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών[5]. Όπως τονίζεται στο προοίμιο των νέων Κανονισμών:

«Το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης θα πρέπει να προσαρμοστεί, προκειμένου να συνεκτιμηθούν καλύτερα η αυξημένη ανομοιογένεια των δημοσιονομικών θέσεων, του δημόσιου χρέους και των οικονομικών προκλήσεων, καθώς και άλλες ευπάθειες σε όλα τα κράτη μέλη. Η υλοποίηση ισχυρών πολιτικών ως απάντηση στην πανδημία της COVID-19 […] είχε ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση των λόγων χρέους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία της μείωσης των λόγων χρέους και των ελλειμμάτων σε συνετά επίπεδα με σταδιακό, ρεαλιστικό, διαρκή και φιλικό προς την ανάπτυξη τρόπο που θα εξασφαλίζει περιθώριο για αντικυκλικές πολιτικές και τη σημασία της αντιμετώπισης των μακροοικονομικών ανισορροπιών, αποδίδοντας παράλληλα τη δέουσα προσοχή στους στόχους απασχόλησης και στους κοινωνικούς στόχους. Συγχρόνως, το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης θα πρέπει να προσαρμοστεί, ώστε να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των μεσοπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ένωση, όπως η επίτευξη δίκαιης ψηφιακής και πράσινης μετάβασης, συμπεριλαμβανομένων των στόχων για το κλίμα που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119 […], η διασφάλιση ενεργειακής ασφάλειας, η υποστήριξη της ανοικτής στρατηγικής αυτονομίας, η αντιμετώπιση των δημογραφικών αλλαγών, η ενίσχυση της κοινωνικής και της οικονομικής ανθεκτικότητας και της συνεχούς σύγκλισης, καθώς και η εφαρμογή της Στρατηγικής Πυξίδας για την Ασφάλεια και την Άμυνα, όλες εκ των οποίων απαιτούν μεταρρυθμίσεις και διαρκή υψηλά επίπεδα επενδύσεων τα επόμενα έτη»[6].

Η παρούσα συμβολή συνοψίζει τα κεντρικά σημεία των νέων ρυθμίσεων, με έμφαση στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ως κεντρικό πυλώνα της μεταρρύθμισης[7] (Ι). Εν συνεχεία, εκθέτει συνοπτικά τις πλέον σημαντικές ρυθμίσεις του νέου πλαισίου δημοσιονομικής διακυβέρνησης για την Ελλάδα (ΙΙ). Καταληκτικά, παραθέτει ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις για τις νέες ρυθμίσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΙΙΙ).

Ι. Οι βασικές ρυθμίσεις του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης

Α. Οι κύριοι στόχοι του νέου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης

«Οι κύριοι στόχοι του νέου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης είναι η ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους και η προώθηση της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης σε όλα τα κράτη μέλη μέσω μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη και επενδύσεων προτεραιότητας»[8]. Το νέο πλαίσιο επιδιώκει, επίσης, να καταστήσει την Ε.Ε. «πιο ανταγωνιστική και καλύτερα προετοιμασμένη για την αντιμετώπιση μελλοντικών προκλήσεων, στηρίζοντας την πρόοδο προς μια πράσινη, ψηφιακή, χωρίς αποκλεισμούς και ανθεκτική οικονομία, και ενισχύοντας συγχρόνως την ικανότητα της Ευρώπης στον τομέα της ασφάλειας»[9]. «Οι μεταρρυθμίσεις επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι το πλαίσιο θα είναι απλούστερο, διαφανέστερο και αποτελεσματικότερο, με μεγαλύτερη οικειοποίηση από τα κράτη μέλη και καλύτερη επιβολή»[10].

Β. Το προληπτικό σκέλος του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης

Το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης εισάγει έναν ενιαίο λειτουργικό δείκτη, τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών, προκειμένου να αξιολογήσει τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τους δημοσιονομικούς κανόνες. Οι καθαρές δαπάνες ορίζονται ως:

«οι κρατικές δαπάνες μετά την αφαίρεση των δαπανών για τόκους, των μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων, των δαπανών για προγράμματα της Ένωσης που καλύπτονται στο σύνολό τους από ενωσιακά κονδύλια, των εθνικών δαπανών για τη συγχρηματοδότηση προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από την Ένωση, των κυκλικών στοιχείων των δαπανών για επιδόματα ανεργίας και των έκτακτων και άλλων προσωρινών μέτρων»[11].

«Ο δείκτης αυτός δεν επηρεάζεται από διακυμάνσεις των εσόδων και των δαπανών για την ανεργία που οφείλονται στην οικονομική συγκυρία»[12]. Εάν τα φορολογικά έσοδα είναι χαμηλότερα ή αν αυξηθούν οι δαπάνες για το επίδομα ανεργίας, οι νέοι κανόνες δεν υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να περικόψουν τις δαπάνες τους για άλλες πολιτικές. Τα κράτη μέλη (ή, ενδεχομένως, μια νέα κυβέρνηση) μπορούν να επιλέξουν να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες, εφόσον αυτή η αύξηση χρηματοδοτείται κατάλληλα[13]. Είναι σημαντικό επίσης να σημειωθεί ότι οι δαπάνες για προγράμματα της Ένωσης που καλύπτονται στο σύνολό τους από ενωσιακά κονδύλια (π.χ. από τους πόρους για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας), καθώς και οι εθνικές δαπάνες για τη συγχρηματοδότηση προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από την Ένωση, δεν συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό των καθαρών δαπανών. Αυτό σημαίνει ότι οι εθνικές δαπάνες για τα εν λόγω προγράμματα μπορούν να αυξηθούν χωρίς να επηρεαστεί η συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, καθώς και ότι τα κράτη μέλη δεν θα έχουν κίνητρο να μειώσουν τις σχετικές δαπάνες, προκειμένου να επιτύχουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους[14].

«Το νέο πλαίσιο θεσπίζει εποπτεία βάσει κινδύνου, η οποία διαφοροποιεί τα κράτη μέλη με βάση τη συγκεκριμένη δημοσιονομική κατάσταση κάθε κράτους»[15]. Η βασική διάκριση έχει να κάνει με το αν το δημόσιο έλλειμμα ή το χρέος υπερβαίνει τις γνωστές τιμές αναφοράς του 3% και του 60% του ΑΕΠ αντιστοίχως[16]. Αναλυτικότερα, για τα κράτη μέλη με δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ ή με δημόσιο έλλειμμα που υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκδίδει μια «πορεία αναφοράς» (reference trajectory) των καθαρών δαπανών για το οικείο κράτος μέλος[17]. Η πορεία αναφοράς θα καλύπτει μια περίοδο προσαρμογής τεσσάρων ετών, η οποία μπορεί να παραταθεί έως και κατά τρία έτη επί τη βάσει αξιόπιστων μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεων του οικείου κράτους μέλους[18]. Η πορεία αναφοράς θα βασίζεται σε ανάλυση επικινδυνότητας και θα διαφοροποιείται για κάθε κράτος μέλος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις διαφορετικές δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη. Η πορεία αναφοράς θα διασφαλίζει ότι, έως το πέρας της περιόδου προσαρμογής, ο προβλεπόμενος λόγος δημόσιου χρέους τίθεται ή διατηρείται σε αξιόπιστα καθοδική πορεία ή παραμένει μεσοπρόθεσμα σε συνετά επίπεδα κάτω του 60% του ΑΕΠ, καθώς και ότι το προβλεπόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα οδηγείται κάτω από το 3% του ΑΕΠ κατά την περίοδο προσαρμογής και διατηρείται κάτω από την εν λόγω τιμή αναφοράς μεσοπρόθεσμα[19]. Θα διασφαλίζει επίσης ότι η προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής δεν είναι οπισθοβαρής, καθώς και ότι, για τα έτη, στα οποία το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται ότι θα υπερβεί την τιμή αναφοράς, η διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών τηρεί ως ενδεικτικό ποσοστό ελάχιστη ετήσια διαρθρωτική προσαρμογή τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ[20].

Ο νέος Κανονισμός θεσπίζει επίσης δύο ασφαλιστικές δικλείδες («συνθήκες διασφάλισης»). Όπως αναφέρεται στο προοίμιο του Κανονισμού 2024/1263:

«Για να βελτιωθεί η προβλεψιμότητα ως προς τα αποτελέσματα του πολυμερούς πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας της Ένωσης και να ενισχυθεί η ίση μεταχείριση των κρατών μελών, η πορεία αναφοράς θα πρέπει να συμμορφώνεται εκ των προτέρων με μία συνθήκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους»[21].

Σύμφωνα με τη «συνθήκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους», η πορεία αναφοράς οφείλει να διασφαλίζει ότι ο προβλεπόμενος λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται κατά ένα ελάχιστο ετήσιο μέσο ποσό (1% του ΑΕΠ εφόσον το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ, 0,5% του ΑΕΠ εφόσον το δημόσιο χρέος παραμένει μεταξύ 60% και 90% του ΑΕΠ)[22]. Επίσης, σύμφωνα με τη «συνθήκη διασφάλισης της ανθεκτικότητας του ελλείμματος», η πορεία αναφοράς οφείλει να διασφαλίζει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα συνεχιστεί, εφόσον χρειάζεται, έως ότου το οικείο κράτος μέλος φτάσει σε επίπεδο ελλείμματος που παρέχει ένα κοινό περιθώριο ανθεκτικότητας σε διαρθρωτικούς όρους ύψους 1,5% του ΑΕΠ σε σχέση με την τιμή αναφοράς 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα[23]. Όπως αναφέρεται σχετικώς στο προοίμιο του Κανονισμού 2024/1263:

«Αυτή η κοινή διασφάλιση ανθεκτικότητας θα πρέπει να εγγυάται τη δημιουργία δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας για αντίξοες συνθήκες και διαταραχές, διευκολύνοντας έτσι την άσκηση αντικυκλικών πολιτικών στο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ένωσης»[24].

Ο νέος Κανονισμός επίσης προβλέπει ότι η ετήσια βελτίωση του διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου για την επίτευξη του απαιτούμενου περιθωρίου οφείλει να είναι 0,4% του ΑΕΠ και ότι αυτή μειώνεται σε 0,25% του ΑΕΠ σε περίπτωση παράτασης της περιόδου προσαρμογής[25].

Για τα κράτη μέλη με δημόσιο έλλειμμα που δεν υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ και με δημόσιο χρέος που δεν υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή απλώς παρέχει, κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους, «τεχνικές πληροφορίες» (technical information) αναφορικά με το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο που είναι αναγκαίο προκειμένου το ονομαστικό έλλειμμα να διατηρείται κάτω από 3% του ΑΕΠ. Οι εν λόγω τεχνικές πληροφορίες οφείλουν επίσης να συνάδουν με τη «συνθήκη διασφάλισης της ανθεκτικότητας του ελλείμματος»[26].

Η νέα διαδικασία δημοσιονομικής εποπτείας ουσιαστικά προσομοιάζει σε εκείνη της έγκρισης των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας[27] και ενσωματώνεται στο υφιστάμενο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί το κεντρικό πλαίσιο για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και των πολιτικών για την απασχόληση των κρατών μελών[28]. Κάθε κράτος μέλος οφείλει να υποβάλει στο Συμβούλιο και την Επιτροπή ένα «εθνικό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σχέδιο». Το εν λόγω σχέδιο «περιέχει τις δημοσιονομικές, μεταρρυθμιστικές και επενδυτικές δεσμεύσεις ενός κράτους μέλους και καλύπτει χρονικό διάστημα τεσσάρων ή πέντε ετών ανάλογα με την κανονική διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου στο εν λόγω κράτος μέλος»[29]. Τα εν λόγω σχέδια ενοποιούν τα «προγράμματα σταθερότητας» (για τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης) και τα «προγράμματα σύγκλισης» (για τα κράτη μέλη εκτός Ευρωζώνης) του παλαιού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης με τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα. «Η ενσωμάτωση των δημοσιονομικών, μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών στόχων σε ένα ενιαίο μεσοπρόθεσμο σχέδιο θα συμβάλει στη δημιουργία μιας συνεκτικής και εξορθολογισμένης διεργασίας»[30]. Η Επιτροπή θα καθοδηγεί τα κράτη μέλη ως προς το περιεχόμενο των σχεδίων και θα πραγματοποιεί τεχνικό διάλογο μαζί τους[31]. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το εθνικό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σχέδιο μπορεί να περιέχει μια πορεία καθαρών δαπανών, η οποία να υπερβαίνει την πορεία αναφοράς που εξέδωσε η Επιτροπή, εφόσον το οικείο κράτος μέλος παραθέτει τεκμηριωμένα και βασιζόμενα σε δεδομένα οικονομικά επιχειρήματα που να εξηγούν τη διαφορά. Το εθνικό σχέδιο οφείλει επίσης να εξηγεί πώς το κράτος μέλος θα διασφαλίσει την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που να ανταποκρίνονται στις κύριες προκλήσεις, οι οποίες προσδιορίζονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, καθώς και να συνάδει με τις δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται στο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας του εν λόγω κράτους μέλους[32]. Οι εθνικές αρχές καλούνται επίσης να προχωρήσουν σε διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών, τους κοινωνικούς εταίρους, τις περιφερειακές αρχές και άλλους σχετικούς stakeholders πριν από την υποβολή του εθνικού σχεδίου και δύνανται να διεξάγουν συζήτηση για το προσχέδιο στο εθνικό κοινοβούλιο, σύμφωνα με το οικείο εθνικό νομικό πλαίσιο[33].

Η Επιτροπή αξιολογεί τα εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια των κρατών μελών[34]. Ειδικότερα, η Επιτροπή εξετάζει για κάθε κράτος μέλος αν η πορεία των καθαρών δαπανών πληροί τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω για την πορεία αναφοράς που διαβιβάζει η Επιτροπή στα κράτη μέλη[35]. Εν συνεχεία, τα εθνικά σχέδια εγκρίνονται από το Συμβούλιο. Αναλυτικότερα, βάσει σύστασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο εκδίδει σύσταση, με την οποία καθορίζει την πορεία των καθαρών δαπανών του οικείου κράτους μέλους και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, εγκρίνει το σύνολο των μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεων, στις οποίες στηρίζεται ενδεχόμενη παράταση της περιόδου προσαρμογής[36]. Το Συμβούλιο, επίσης, δύναται, βάσει σύστασης της Επιτροπής, να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο, εφόσον θεωρεί ότι το εν λόγω σχέδιο δεν πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις που θεσπίζει ο νέος Κανονισμός[37].

Τα κράτη μέλη οφείλουν να υποβάλουν στην Επιτροπή ετήσια έκθεση για την πρόοδό τους, ιδίως σε ό,τι αφορά την πορεία των καθαρών δαπανών και την υλοποίηση ευρύτερων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου[38]. Τα κράτη μέλη μπορούν ασφαλώς να συζητούν την έκθεση προόδου στα εθνικά τους κοινοβούλια και με την κοινωνία των πολιτών, τους κοινωνικούς εταίρους και τους σχετικούς stakeholders[39]. Η Επιτροπή παρακολουθεί την υλοποίηση του εθνικού σχεδίου και, ειδικότερα, της πορείας των καθαρών δαπανών και των μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, στις οποίες στηρίζεται ενδεχόμενη παράταση της περιόδου προσαρμογής, εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί[40]. Σε μία ακόμη καινοτομία του νέου πλαισίου, η Επιτροπή συστήνει λογαριασμό ελέγχου (control account) για την παρακολούθηση των σωρευτικών ανοδικών και καθοδικών αποκλίσεων των παρατηρούμενων καθαρών δαπανών από την πορεία των καθαρών δαπανών που έχει καθορίσει το Συμβούλιο[41].

Τα κράτη μέλη δύνανται και υπό του νέου δημοσιονομικού πλαισίου να αποκλίνουν από τους δημοσιονομικούς τους στόχους (συγκεκριμένα, από την πορεία των καθαρών δαπανών). Ωστόσο, οι σχετικές ρήτρες έχουν τροποποιηθεί και η «ρήτρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» του παλαιού Συμφώνου έχει πλέον καταργηθεί. Το νέο πλαίσιο επιτρέπει αποκλίσεις «σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης στη ζώνη του ευρώ ή στην Ένωση ως σύνολο», υπό τον όρο ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών («γενική ρήτρα διαφυγής»). Οι σχετικές ρυθμίσεις έχουν αναπροσαρμοστεί εν όψει της εμπειρίας της ενεργοποίησης – για πρώτη φορά – της ρήτρας γενικής διαφυγής κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της σχετικής αβεβαιότητας που επακολούθησε ως προς την απενεργοποίησή της. Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων, εναπόκειται στο Συμβούλιο να αποφασίσει, εάν θα ενεργοποιήσει τη συγκεκριμένη ρήτρα. Το Συμβούλιο δύναται να εκδώσει σχετική σύσταση κατόπιν σύστασης της Επιτροπής. Το Συμβούλιο θέτει χρονικό όριο ενός έτους στην εν λόγω απόκλιση και δύναται να χορηγήσει παράταση για πάνω από μία φορά (κάθε φορά για πρόσθετο χρονικό διάστημα έως ενός έτους)[42]. Το νέο πλαίσιο επίσης προβλέπει «εθνικές ρήτρες διαφυγής». Κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους και σύστασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο δύναται να εκδώσει σύσταση, με την οποία επιτρέπει στο κράτος μέλος να αποκλίνει από την πορεία των καθαρών δαπανών του, «όταν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες εκφεύγουν του ελέγχου του κράτους μέλους έχουν σημαντική επίπτωση στα δημόσια οικονομικά του οικείου κράτους μέλους», υπό τον όρο και πάλι ότι η εν λόγω απόκλιση δεν θέτει σε κίνδυνο τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Το Συμβούλιο θέτει χρονικό όριο για την εν λόγω απόκλιση (όχι κατ’ ανάγκην ενός έτους) και δύναται να παρατείνει περισσότερες από μία φορές το διάστημα κατά το οποίο το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να αποκλίνει από την πορεία των καθαρών δαπανών (για πρόσθετο χρονικό διάστημα ενός έτους)[43].

Γ. Το διορθωτικό σκέλος του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης

Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος μπορεί να κινηθεί είτε βάσει του δημοσίου ελλείμματος του κράτους μέλους είτε βάσει του δημοσίου χρέους. Με το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για τις περιπτώσεις υπέρβασης της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα παραμένει αμετάβλητη[44]. Όπως αναφέρεται σχετικώς στην πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής αλλά και στο άρθρο 126 παράγραφος 2 στοιχείο α’ ΣΛΕΕ:

«Το κριτήριο του ελλείμματος πληρούται εάν το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης για το προηγούμενο έτος (2023) και το προβλεπόμενο έλλειμμα για το τρέχον έτος (2024) δεν υπερβαίνουν το 3 % του ΑΕΠ. Αν κάποιο από τα δύο το υπερβαίνει, η Επιτροπή εξετάζει αν ο λόγος του ελλείμματος μειώθηκε σημαντικά και μειωνόταν συνεχώς και αν πλησιάζει την τιμή αναφοράς. Εξετάζει επίσης αν το έλλειμμα που υπερβαίνει την τιμή αναφοράς είναι μόνο έκτακτο και προσωρινό και παραμένει πλησίον της τιμής αναφοράς […]. Οι σχετικοί παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή και το Συμβούλιο κατά το στάδιο πριν από τη λήψη της απόφασης για την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος, i) αν το δημόσιο χρέος δεν υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ ή ii) αν το χρέος υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ, αλλά το έλλειμμα είναι κοντά στο 3 % του ΑΕΠ και η υπέρβαση είναι προσωρινή…»[45].

Με το νέο πλαίσιο κανόνων, η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος βάσει δημοσίου χρέους θα επικεντρώνεται σε αποκλίσεις από τα κράτη μέλη με δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ από την πορεία των καθαρών δαπανών, για την οποία έχουν δεσμευτεί και η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Όπως δηλαδή και με το προηγούμενο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τα κράτη μέλη των οποίων το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ δεν υπόκεινται αυτόματα σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Επίσης, υπενθυμίζουμε ότι, όπως προβλέπουν οι Συνθήκες, το οικείο κράτος μέλος πληροί το κριτήριο του δημοσίου χρέους και δεν συντρέχει ζήτημα ενεργοποίησης της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος ακόμα και αν το χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ σε περίπτωση που ο λόγος δημοσίου χρέους «μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό» (άρθρο 126 παράγραφος 2 στοιχείο β’ ΣΛΕΕ). Εδώ έγκειται μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που επιφέρει το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης: καταργείται η λεγόμενη «τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους», η οποία προέβλεπε ότι το δημόσιο χρέος θεωρείται ότι «μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό», κατά την έννοια του άρθρου 126 παράγραφος 2 στοιχείο β’ ΣΛΕΕ, εάν η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς του 60% μειώθηκε κατά την προηγούμενη τριετία σε μέσο ποσοστό ενός εικοστού κατ’ έτος. Ο εν λόγω κανόνας είχε επικριθεί εντόνως ως εξαιρετικά απαιτητικός για τα κράτη μέλη με υψηλό δημόσιο χρέος και έμεινε εν τέλει ανεφάρμοστος. Πλέον, με το νέο πλαίσιο, αρκεί το κράτος μέλος να «τηρεί την πορεία των καθαρών δαπανών όπως ορίζεται από το Συμβούλιο» όταν εγκρίνει το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σχέδιο του κράτους μέλους[46].

Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος η οποία ενεργοποιείται βάσει του δημοσίου χρέους του κράτους μέλους, η Επιτροπή οφείλει να συντάξει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ, όταν το χρέος είναι άνω 60% του ΑΕΠ, οι αποκλίσεις που καταγράφονται στον λογαριασμό ελέγχου του κράτους μέλους υπερβαίνουν ορισμένα αριθμητικά όρια (είτε 0,3% του ΑΕΠ ετησίως είτε 0,6% του ΑΕΠ σωρευτικά) και η δημοσιονομική κατάσταση του κράτους μέλους δεν είναι σχεδόν ισοσκελισμένη ή πλεονασματική[47]. Η δημοσιονομική θέση θεωρείται «σχεδόν ισοσκελισμένη», εάν το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης δεν υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ[48]. Όταν καταρτίζει την έκθεσή της, η Επιτροπή λαμβάνει υπ’ όψιν όλους τους σχετικούς παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 126 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που επηρεάζουν σημαντικά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του συγκεκριμένου κράτους μέλους με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους[49]. Ο νέος Κανονισμός 2024/1264 περιλαμβάνει μια μακρά λίστα σχετικών παραγόντων που πρέπει να ληφθούν σχετικώς υπ’ όψιν.[50] Οι παράγοντες αυτοί συμπεριλαμβάνουν και την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στην άμυνα[51]. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβαίνουν σε ισόρροπη συνολική αξιολόγηση όλων των σχετικών παραγόντων και, ειδικότερα, του βαθμού στον οποίο επηρεάζουν, ως επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, την εκτίμηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια του ελλείμματος και/ή του χρέους. Όταν το κράτος μέλος αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά στο δημόσιο χρέος, αυτό θεωρείται σημαντικός επιβαρυντικός παράγοντας[52].

Κατόπιν της σύνταξης της έκθεσης της Επιτροπής, ακολουθούν τα συνήθη διαδικαστικά βήματα που προβλέπει το άρθρο 126 ΣΛΕΕ. Η οικονομική και δημοσιονομική επιτροπή διατυπώνει γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 4 ΣΛΕΕ[53]. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας πλήρως υπ’ όψιν την εν λόγω γνώμη, και εφόσον κρίνει ότι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει στο Συμβούλιο γνώμη και πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφοι 5 και 6 ΣΛΕΕ[54]. Όταν αποφασίζει ότι πράγματι υφίσταται υπερβολικό έλλειμμα, το Συμβούλιο απευθύνει συστάσεις στο συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 7 ΣΛΕΕ[55]. Με τη σύστασή του, το Συμβούλιο ζητεί επίσης από το κράτος μέλος να εφαρμόσει μια «διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών». Εάν η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος κινήθηκε με βάση το κριτήριο του ελλείμματος, η διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών τηρεί ως ενδεικτικό ποσοστό ελάχιστη ετήσια διαρθρωτική προσαρμογή τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ για τα έτη στα οποία το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται ότι θα υπερβεί το 3%. Εάν η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος κινήθηκε με βάση το κριτήριο του χρέους, η διορθωτική πορεία των καθαρών δαπανών είναι τουλάχιστον εξίσου απαιτητική με την πορεία των καθαρών δαπανών που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και διορθώνει κατά κανόνα τις σωρευτικές αποκλίσεις του λογαριασμού ελέγχου[56]. Οι ίδιες ρυθμίσεις ισχύουν και όταν το Συμβούλιο αποφασίζει να ειδοποιήσει το κράτος μέλος να λάβει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ[57].

Ο νέος Κανονισμός επίσης αναπροσαρμόζει το ύψος των προστίμων που προβλέπονται στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης. Το ύψος του προστίμου ανέρχεται πλέον σε 0,05% της τελευταίας εκτίμησης του ΑΕΠ του προηγούμενου έτους για διάστημα έξι μηνών και καταβάλλεται κάθε έξι μήνες, έως ότου το Συμβούλιο εκτιμήσει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος έλαβε αποτελεσματικά μέτρα, ανταποκρινόμενο στην ειδοποίηση που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 9 ΣΛΕΕ[58].

ΙΙ. Οι επιπτώσεις των νέων ρυθμίσεων για την Ελλάδα

Είναι προφανές ότι, στο μέτρο που επιτρέπει μια πιο σταδιακή απομείωση του δημοσίου χρέους, το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. θα ωφελήσει χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος όπως η Ελλάδα. Σύμφωνα με ανακοινωθέν του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών:

«Με τους υφιστάμενους κανόνες κάθε κράτος-μέλος που έχει χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ είναι υποχρεωμένο να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος του κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού. Στην πράξη αυτό για την Ελλάδα σημαίνει ετήσια μείωση χρέους 4,5%-5% τα επόμενα χρόνια. Με τους νέους κανόνες η απαιτούμενη μείωση χρέους θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κράτους μέλους, ενώ ως ελάχιστο όριο για τα κράτη με υψηλό χρέος (>90% του ΑΕΠ), όπως η Ελλάδα, τίθεται η ετήσια μέση μείωση του χρέους κατά 1%»[59].

Σύμφωνα με την εαρινή έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, «[η] επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων εφεξής, που περιγράφεται στο νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, είναι αναγκαία τόσο λόγω της γεωπολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας διεθνώς, όσο και λόγω των υποχρεώσεων της χώρας μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για τη σταδιακή αποπληρωμή των δανείων των Μνημονίων, ειδικά από το 2026 και μετά»[60]. Επισημαίνεται επίσης ότι «…τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2025 ίσως χρειαστεί να αναθεωρηθούν το φθινόπωρο, προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που θα προκύψουν από το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ ενσωματώνοντας επικαιροποιημένα στοιχεία από την εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2024 που θα λαμβάνονται υπόψη για την σύνταξη του νέου Εθνικού Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Διαρθρωτικού Προγράμματος»[61].

Το νέο πλαίσιο δημοσιονομικής διακυβέρνησης αναγνωρίζει, όπως επισημαίνει σχετικώς η Επιτροπή, ότι «τόσο οι συνετές δημοσιονομικές στρατηγικές όσο και οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι μόνο απαραίτητες, αλλά και αλληλοενισχύονται»[62]. Η δημοσιονομική προσαρμογή καθίσταται πιο σταδιακή για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται να υλοποιήσουν μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που προωθούν τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη σύμφωνα με τις προτεραιότητες της Ένωσης, με αποτέλεσμα τα εν λόγω κράτη μέλη να έχουν έως και τρία έτη παραπάνω προκειμένου να επιτύχουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους[63]. Μπορεί το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο να μην θεσπίζει ένα «χρυσό κανόνα» προκειμένου να προστατεύσει τις δημόσιες επενδύσεις[64] ή να μην εξαιρεί π.χ. τις επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης από τον υπολογισμό των καθαρών δαπανών[65], αλλά εξαιρεί τουλάχιστον τις δαπάνες για προγράμματα της Ένωσης που καλύπτονται στο σύνολό τους από ενωσιακά κονδύλια, καθώς και τις εθνικές δαπάνες για τη συγχρηματοδότηση προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από την Ένωση. Επίσης, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ο Κανονισμός 2024/1263 προσθέτει στη λίστα των παραγόντων που λαμβάνονται υπ’ όψιν, προκειμένου να αξιολογηθεί η συμμόρφωση του κράτους μέλους με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους, την αύξηση των δημοσίων δαπανών για την άμυνα.

Ειδικά δε για την περίπτωση της Ελλάδας, ο νέος Κανονισμός 2024/1263 προβλέπει ότι: «Λόγω της ειδικής σύνθεσης του ανεξόφλητου δημόσιου χρέους της Ελλάδας, ένα σημαντικό ποσό αναβαλλόμενων πληρωμών τόκων αναμένεται να καταστεί ληξιπρόθεσμο το 2033. Επομένως, η σχετική έκτακτη αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή της συνθήκης διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους»[66].

Είναι χαρακτηριστικό ότι το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία υποστηρίζει ότι «…ικανοποιήθηκαν οι βασικές προτεραιότητες που είχε θέσει η ελληνική κυβέρνηση, όσον αφορά την ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών, την ειδική πρόνοια για τους τόκους του ελληνικού δημοσίου χρέους το 2033, την προστασία των επενδύσεων και την σταδιακή μείωση του δημοσίου χρέους, ώστε να μην υπονομεύεται η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή»[67]. Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Χατζηδάκης, δήλωσε σχετικώς ότι: «Ένα μακροχρόνιο αίτημα διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων για την εξαίρεση των αμυντικών επενδύσεων από τον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος γίνεται για πρώτη φορά αποδεκτό. Παράλληλα, γίνεται ρητή αναφορά με θετικό τρόπο στο ζήτημα που θα προκύψει το 2033 σε σχέση με τον υπολογισμό των τόκων των δανείων του επίσημου τομέα στο ελληνικό δημόσιο χρέος, απαλλάσσοντας έτσι τη χώρα από ένα πονοκέφαλο ως προς τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ»[68]. Ωστόσο, καίτοι οι σχετικές ρυθμίσεις είναι προφανώς εξαιρετικά σημαντικές, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, στο μέτρο που περιλαμβάνονται στο προοίμιο του σχετικού Κανονισμού (όπως, π.χ. η πρόβλεψη για τους τόκους του δημοσίου χρέους), δεν είναι νομικά δεσμευτικές. Το Δικαστήριο έχει κρίνει σχετικώς ότι «…το προοίμιο πράξεως της Ένωσης δεν είναι νομικώς δεσμευτικό και δεν μπορεί να αποτελέσει βάση ούτε για παρέκκλιση από τις καθαυτό διατάξεις της οικείας πράξεως ούτε για ερμηνεία των διατάξεων αυτών κατά τρόπο προδήλως αντίθετο προς το γράμμα τους…»[69].

ΙΙΙ. Ορισμένες παρατηρήσεις για το νέο πλαίσιο δημοσιονομικής διακυβέρνησης

Όπως εκτίθεται αναλυτικότερα αλλού[70], το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης επιφέρει σημαντικές αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. Σημαντικές διατάξεις, δείκτες μέτρησης και διαδικασίες του προηγούμενου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης καταργούνται, όπως π.χ. οι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι και η διαδικασία σημαντικής απόκλισης στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά και η «τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους» (σ.σ. ο περίφημος κανόνας του 1/20) στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου. Τα «εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια» αποτελούν τον κεντρικό πυλώνα του νέου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης, το οποίο θεσπίζει, όπως είδαμε, εποπτεία βάσει κινδύνου και επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στα κράτη μέλη ανάλογα με τη δημοσιονομική τους κατάσταση και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν ως προς το δημόσιο χρέος τους. To νέο πλαίσιο δημοσιονομικής διακυβέρνησης λαμβάνει υπ’ όψιν «την ανάγκη μείωσης των αυξημένων επιπέδων δημόσιου χρέους, μεταξύ άλλων ως αποτέλεσμα της πανδημίας, με τρόπο ρεαλιστικό, σταδιακό και διατηρήσιμο» και «βασίζεται επίσης στα διδάγματα που αντλήθηκαν από την πολιτική αντίδραση της ΕΕ στη χρηματοπιστωτική κρίση, όπου η έλλειψη επενδύσεων αποτέλεσε εμπόδιο για την ταχεία οικονομική ανάκαμψη»[71].

Καταληκτικά, παραθέτουμε έξι παρατηρήσεις για το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε., οι οποίες είναι αυτοτελείς μεν, αλλά εν πολλοίς αλληλένδετες.

Πρώτον, παρά την διατυπωμένη πρόθεση των νομοθετικών οργάνων της Ένωσης να προχωρήσουν σε «απλούστευση του δημοσιονομικού πλαισίου της Ένωσης» και «αύξηση της διαφάνειας»[72], είναι σαφές ότι το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ένωσης παραμένει εξαιρετικά πολύπλοκο. Μπορεί π.χ. ο περίφημος – και εν τέλει ανεφάρμοστος – κανόνας του 1/20 να καταργήθηκε, αλλά αντικαταστάθηκε από εξαιρετικά πολύπλοκους κανόνες για την πορεία καθαρών δαπανών του κράτους μέλους, οι οποίοι εκτέθηκαν αναλυτικά ανωτέρω. Η εξαιρετικά πολύπλοκη φύση των δημοσιονομικών κανόνων της Ένωσης συνδέεται και με άλλες αδυναμίες του σχετικού πλαισίου, όπως η ανεπαρκής «ιδιοκτησία» των κανόνων από τα κράτη μέλη και η ελλιπής συμμόρφωσή τους αλλά και η αναποτελεσματική επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης[73].

Δεύτερον, το προηγούμενο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ένωσης είχε αποτελέσει αντικείμενο σφοδρής κριτικής λόγω του γεγονότος ότι βασιζόταν σε διαρθρωτικούς δείκτες μέτρησης σε όλα τα στάδια της δημοσιονομικής εποπτείας, οι οποίοι δεν είναι παρατηρήσιμοι και αποτελούν αντικείμενο εκτίμησης[74]. Όπως επισημαίνεται σχετικώς από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, η διαρθρωτική προσπάθεια που απαιτείτo – κατά το προηγούμενο πλαίσιο – από το κράτος μέλος «…εξαρτάται από την εκτίμηση του παραγωγικού κενού, το οποίο λογίζεται ως η διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της δυνητικής παραγωγής. Η δυνητική παραγωγή ορίζεται ως το μέγιστο επίπεδο παραγωγής που μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη δημιουργία πληθωριστικών πιέσεων. Πρόκειται για μη παρατηρήσιμη μεταβλητή και οι εκτιμήσεις χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας»[75]. Επισημαίνεται επίσης ότι «…οι εκτιμήσεις της δυνητικής παραγωγής υπόκεινται σε συχνές και ενδεχομένως σημαντικές αναθεωρήσεις, οι οποίες είναι επίσης πιθανό να επηρεάζουν παλαιότερες εκτιμήσεις. Τα αριθμητικά στοιχεία για την πραγματική παραγωγή … ενδέχεται επίσης να αναθεωρηθούν σημαντικά. Όλα τα προαναφερόμενα έχουν ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση σε τακτική βάση του παραγωγικού κενού, το οποίο ενδέχεται μάλιστα να παρουσιάζει τεράστιες διακυμάνσεις»[76]. Όπως επισημαίνεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, οι συχνές αναθεωρήσεις του δυνητικού ΑΕΠ και του παραγωγικού κενού είχαν ως αποτέλεσμα να υποσκάψουν την αξιοπιστία και την δυνατότητα επιβολής των δημοσιονομικών κανόνων, οι οποίοι βασίζονταν σε κυκλικά προσαρμοσμένες μεταβλητές[77]. Το νέο πλαίσιο επιδιώκει μεν να αντικαταστήσει τους διαρθρωτικούς δείκτες με έναν ενιαίο λειτουργικό δείκτη, τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών, προκειμένου να αξιολογήσει τη συμμόρφωση των κρατών μελών με την απαιτούμενη δημοσιονομική πειθαρχία. Ωστόσο, το διαρθρωτικό ισοζύγιο παραμένει, όπως είδαμε, μία από τις κρίσιμες μεταβλητές στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο. Αυτό συνεπάγεται ότι τα ίδια προβλήματα ως προς τους διαρθρωτικούς δείκτες μέτρησης αναμένεται να ταλανίσουν και το νέο πλαίσιο[78].

Τρίτον, είναι σαφές ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο, ως τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που εφαρμόζουν το πλαίσιο δημοσιονομικής διακυβέρνησης, απολαύουν σημαντικής διακριτικής ευχέρειας και υπό του νέου πλαισίου αναφορικά με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των κρατών μελών με τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους. Είναι χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, το παράδειγμα της ενεργοποίησης της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, η οποία εκτέθηκε αναλυτικά ανωτέρω. Τα πρώτα σημάδια από την εφαρμογή του νέου πλαισίου από την Επιτροπή μάλλον δρουν προς επίρρωση της άποψής μας[79]. Κατά την άποψη του γράφοντος, η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν σημαντικής διακριτικής ευχέρειας και υπό του νέου πλαισίου δημοσιονομικών κανόνων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ελλοχεύει ίσως και ο κίνδυνος αυθαιρεσίας ή άνισης μεταχείρισης των κρατών μελών[80]. Η αλησμόνητη ρήση «c’est la France» του Προέδρου Jean-Claude Juncker προκειμένου να δικαιολογήσει την ευελιξία που είχε επιδείξει η Επιτροπή ως προς την εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων στην περίπτωση της Γαλλίας – σε αντίθεση με άλλες, μικρότερες χώρες – μας έρχεται ευλόγως στο μυαλό[81].

Τέταρτον, η πολυπλοκότητα των νέων κανόνων ενδέχεται να υποσκάψει και την «ιδιοκτησία» τους από τα κράτη μέλη (ή, άλλως, την «εθνική οικειοποίησή» τους)[82]. Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικώς ότι «[η] ενσωμάτωση των δημοσιονομικών, μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών στόχων σε ένα ενιαίο μεσοπρόθεσμο σχέδιο θα … ενισχύσει την εθνική οικειοποίηση καθώς θα παρέχει στα κράτη μέλη μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών όσον αφορά τον καθορισμό της δικής τους πορείας δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεων»[83]. Πέραν της μάλλον αυτονόητης παρατήρησης ότι όλα αυτά μένει να αποδειχτούν στην πράξη, δηλαδή κατά την εφαρμογή των σχετικών κανόνων, δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι η εν λόγω ευελιξία που απολαύουν τα κράτη μέλη οριοθετείται από ένα δαιδαλώδες κοινό πλαίσιο κανόνων, το οποίο θεσπίζει πολύπλοκες προϋποθέσεις για τα δημοσιονομικά τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ένωσης παραμένει αρκετά απαιτητικό και ότι περιέχει αρκετά λεπτομερειακούς κανόνες. O Lucio Pench υποστηρίζει σχετικώς ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων να υποσκάψει την εθνική ιδιοκτησία των μεσοπρόθεσμων σχεδίων, ιδίως από τα κράτη μέλη με υψηλό δημόσιο χρέος[84], ενώ ο Jeromin Zettelmeyer επικρίνει ειδικά την «συνθήκη διασφάλισης της ανθεκτικότητας του ελλείμματος», η οποία οδηγεί σε «μικροδιαχείριση» της δημοσιονομικής προσαρμογής των κρατών μελών και μπορεί να αποδειχτεί δυσεφάρμοστη για ορισμένα κράτη μέλη[85]. Μπορεί η στόχευση του ενωσιακού νομοθέτη για τις «συνθήκες διασφάλισης» να ήταν να δράσουν «ως αντιστάθμισμα στην αύξηση της διακριτικής ευχέρειας που θα έχουν τα κράτη μέλη να καθορίζουν την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής τους»[86], ελλοχεύει, ωστόσο, ο κίνδυνος να έχουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα ή και να αναιρέσουν την εν λόγω διακριτική ευχέρεια.

Πέμπτον, παρά τα όσα υποστηρίζονται περί «ενισχυμένης» ή «καλύτερης» επιβολής του νέου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης[87], δεν προκύπτει επί της αρχής ότι η διαδικασία επιβολής των σχετικών κανόνων έχει αναμορφωθεί ριζικώς. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, πέραν της ενεργοποίησης της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος λόγω δημοσίου χρέους, η οποία πλέον εστιάζει σε αποκλίσεις από την πορεία καθαρών δαπανών, τα διαδικαστικά βήματα παραμένουν εν πολλοίς τα ίδια. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν αποδειχτεί πολλάκις στο παρελθόν διστακτικά στο να προχωρήσουν στα επόμενα βήματα της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, όταν τα κράτη μέλη δεν συμμορφώνονται με τις σχετικές συστάσεις, πολλώ δε μάλλον να τους επιβάλουν τις προβλεπόμενες κυρώσεις[88]. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί από νομικής πλευράς ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να δρουν εντός του υφιστάμενου νομικού πλαισίου και δεν δύνανται να προβούν σε πράξεις που δεν προβλέπονται από τους (νέους) κανόνες. Όπως έκρινε σχετικώς το Δικαστήριο ήδη προ 20ετίας στην εμβληματική για το δίκαιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης υπόθεση Επιτροπή κατά Συμβουλίου:

«Ωστόσο, από το γράμμα και από την οικονομία του συστήματος που καθιερώνει η Συνθήκη προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την εφαρμογή των κανόνων του άρθρου 104 ΕΚ [άρθρο 126 ΣΛΕΕ] και των κανόνων που το ίδιο επέβαλε στον εαυτό του με τον κανονισμό 1467/97. Έτσι, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει μια εναλλακτική διαδικασία, επί παραδείγματι για την έκδοση πράξεως η οποία δεν είναι η απόφαση καθαυτή η προβλεπόμενη σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ή η οποία εκδόθηκε υπό συνθήκες διαφορετικές από αυτές που επιβάλλουν οι εφαρμοστέες διατάξεις»[89].

Σε κάθε περίπτωση, ελλοχεύει ο κίνδυνος, όπως παρατηρείται στη σχετική βιβλιογραφία, οι αυξημένες προϋποθέσεις και εγγυήσεις του νέου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης να οδηγήσουν σε απομείωση της συμμόρφωσης των κρατών μελών, αλλά και να υποσκάψουν την επιβολή των κανόνων από την Επιτροπή και το Συμβούλιο, που απολαύουν, όπως είδαμε, ενός σημαντικού περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας[90]. Η δε επιβολή προστίμων στα κράτη μέλη λόγω μη συμμόρφωσής τους παραμένει εξαιρετικά απίθανη, έστω και αν το ποσό τους έχει πλέον μειωθεί σε ορισμένες περιπτώσεις[91]. Όχι μόνον είναι μάλλον απίθανο τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να προχωρήσουν σε μια τέτοια κίνηση, αλλά τα όποια πρόστιμα θα οδηγούσαν προφανώς σε χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης του κράτους μέλους. Καταληκτικά, συμφωνούμε με τους Fabian Amtenbrink και Jacob de Haan ότι υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι η επιβολή των κανόνων δεν θα είναι το ίδιο αδύναμη, όπως και στο προηγούμενο πλαίσιο δημοσιονομικής διακυβέρνησης[92].

Έκτον, καίτοι οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. είναι εξαιρετικά σημαντικοί, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι δεν αποτελούν πανάκεια, υπό την έννοια ότι δεν μπορούν σε όλες τις περιπτώσεις να επιτύχουν τους στόχους του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. από μόνοι τους. Όπως ορθά επισημαίνεται από το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, η εμπειρία από την εφαρμογή των σχετικών κανόνων κατά τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες οφείλει να μας εμφυσήσει «ένα βαθμό ταπεινότητας» ως προς τις βλέψεις μας[93]. Αφενός, η διάδραση των δημοσιονομικών κανόνων με άλλες ρυθμίσεις του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης, όπως π.χ. με τον Κανονισμό 1176/2011 για την πρόληψη και τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών στα κράτη μέλη[94], είναι πολύ σημαντική[95]. Αφετέρου, η μεταφορά περισσότερων δημοσιονομικών αρμοδιοτήτων σε ενωσιακό επίπεδο και πρωτίστως η δημιουργία ενός μηχανισμού δημοσιονομικής σταθεροποίησης – όποια μορφή κι αν αυτός λάβει –, ο οποίος θα χρηματοδοτείται (και) από κοινό δανεισμό, μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση των δημοσιονομικών εξωτερικοτήτων και εν γένει προκλήσεων στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Είναι σημαντικό, κατά την άποψή μας, η μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε., καίτοι αναγκαία, να μην επισκιάσει άλλες απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για μια βιώσιμη, οικονομικά και κοινωνικά, Οικονομική και Νομισματική Ένωση[96].

 

[1] Βλ., μεταξύ άλλων, Παπαδοπούλου Ρ.-Ε., Ο Συντονισμός των Οικονομικών Πολιτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η Οικονομική Κρίση: Ανατροπές και Μετατοπίσεις στη Θεσμική Αρχιτεκτονική της ΟΝΕ, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017, Χρυσομάλλη Μ., Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση: Οικοδόμηση, Εμβάθυνση, Ζητήματα Δημοκρατίας και Κράτους Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2018, Dermine P., The New Economic Governance of the Eurozone: A Rule of Law Analysis, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 2022, Hinarejos A., «The Commissions Proposed Path to Reform of the European Fiscal Framework», European Law Review 6/2022, σ. 731-732, Hinarejos A., «Economic and Monetary Union» στο Barnard C./ Peers S. (επιμ.), European Union Law, 4η έκδοση, Oxford University Press, Οξφόρδη 2023, κεφ. 19, Markakis M., «The EU Fiscal Rules: Principle, Policy, and Reform Prospects» στο Adamski D./Amtenbrink F./De Haan J. (επιμ.), The Cambridge Handbook of European Monetary, Economic and Financial Market Integration, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 2023, σ. 305-331, Markakis M., «The Commission’s Orientations for Reforming the EU Economic Governance Framework: A Legal Analysis», στο: https://issuu.com/eulawlive/docs/weekend_edition_135 (πρόσβαση: 22.8.2024), σ. 9-14, Amtenbrink F. & De Haan J., «The European Commissions Approach to a Reform of the EU Fiscal Framework: A Legal and Economic Appraisal», European Law Review 4/2023, σ. 422-442, Gortsos C. & Perakis M., «On the Reform of the EU Stability and Growth Pact», Zeitschrift für Europarecht 5/2024, E1-E22.

[2] Pench L., «The New Stability and Growth Pact: Innovation and Continuity in the Light of Next Generation EU», στο  https://rebuildcentre.eu/publication/the-new-stability-and-growth-pact/ (πρόσβαση: 22.8.2024), σ. 27.

[3] Bevilacqua M., «The Reform of the EU Fiscal Rules», στο  https://verfassungsblog.de/the-eu-fiscal-rules/ (πρόσβαση: 22.8.2024).

[4] Βλ. αναλυτικότερα και Markakis M., Kafka C. & Papadopoulou L., «Accountability and Democratic Legitimacy in European Union Economic Governance: From the Euro Crisis to the Pandemic and Beyond», Irish Jurist τόμος 70/2023, σ. 68-110. Οι νέες ρυθμίσεις για τη λογοδοσία και διαφάνεια της δράσης των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αναλύονται σε: Markakis M., «The New EU Economic Governance Framework: Principle, Policy, and Enforcement», European Law Review 5/2024 (επερχόμενη δημοσίευση).

[5] Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1263 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2024, σχετικά με τον αποτελεσματικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και την πολυμερή δημοσιονομική εποπτεία και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου [2024] ΕΕ L2024/1263∙ Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1264 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2024, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος [2024] ΕΕ L2024/1264∙ Οδηγία (ΕΕ) 2024/1265 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2024, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών [2024] ΕΕ L2024/1265.

[6] Κανονισμοί 2024/1263 και 2024/1264, αιτιολογική σκέψη 5 του προοιμίου.

[7] Οι νέες ρυθμίσεις ως προς το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο και τα εθνικά δημοσιονομικά συμβούλια, καθώς και οι προβλέψεις για τους λοιπούς κανόνες του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης, αναλύονται διεξοδικά αλλού: Markakis, «The New EU Economic Governance Framework», ό.π.

[8] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης», στο https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/qanda_24_2391 (πρόσβαση: 22.08.2024), σ. 1.

[9] Ibid, σ. 1.

[10] Ibid, σ. 1.

[11] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 2 παράγραφος 2.

[12] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης», ό.π., σ. 2.

[13] Ibid, σ. 2-3.

[14] Ibid, σ. 3.

[15] Ibid, σ. 3 (δική μας έμφαση).

[16] Βλ. Πρωτόκολλο (αριθ. 12) σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, άρθρο 1.

[17] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 5.

[18] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 14.

[19] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 6 στοιχεία α’-β’.

[20] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 6 στοιχεία γ’-δ’.

[21] Κανονισμός 2024/1263, αιτιολογική σκέψη 19 του προοιμίου.

[22] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 7 παράγραφος 1.

[23] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 8 παράγραφος 1.

[24] Κανονισμός 2024/1263, αιτιολογική σκέψη 20 του προοιμίου.

[25] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 8 παράγραφος 2.

[26] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 9 παράγραφος 3.

[27] Βλ. Κανονισμό (ΕΕ) 2021/241 του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2021 για τη θέσπιση του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας [2021] ΕΕ L57/17, όπως ισχύει. Βλ. αναλυτικά Dermine P., «The Planning Method: An Inquiry into the Constitutional Ramifications of a New EU Governance Technique», Common Market Law Review 4/2024, σ. 959-992.

[28] Κανονισμός 2024/1263, άρθρα 3-4. Βλ. και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης», ό.π., σ. 6.

[29] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 2 παράγραφος 6.

[30] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης», ό.π., σ. 5.

[31] Κανονισμός 2024/1263, άρθρα 9 και 12.

[32] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 13.

[33] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 4 και αιτιολογική σκέψη 23 του προοιμίου.

[34] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 16 παράγραφος 1.

[35] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 16 παράγραφοι 2 και 3.

[36] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 17 παράγραφος 1.

[37] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 18.

[38] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 21 παράγραφοι 1 και 2.

[39] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 21 παράγραφος 5.

[40] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 22 παράγραφος 1.

[41] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 22 παράγραφος 2.

[42] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 25.

[43] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 26.

[44] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης», ό.π., σ. 3.

[45] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Έκθεση που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», στο https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A52024DC0598 (πρόσβαση: 22.8.2024), σ. 2.

[46] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτη υποπαράγραφος, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 1.

[47] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 2 παράγραφος 2 δεύτερη υποπαράγραφος, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 1.

[48] Κανονισμός 2024/1264, αιτιολογική σκέψη 14 του προοιμίου.

[49] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 2 παράγραφος 3 πρώτη υποπαράγραφος, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 1.

[50] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 2 παράγραφος 3 δεύτερη και τρίτη υποπαράγραφοι, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 1.

[51] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο ε’, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 1.

[52] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 2 παράγραφος 4 πρώτη υποπαράγραφος, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 1.

[53] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 3 παράγραφος 1, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 2.

[54] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 3 παράγραφος 2, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 2.

[55] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 3 παράγραφος 3, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 2.

[56] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 3 παράγραφος 4, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 2. Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου το 2025, το 2026 και το 2027, να προσαρμόσει το σημείο αναφοράς, ώστε να ληφθεί υπ’ όψιν η αύξηση των πληρωμών τόκων, προκειμένου να μην τεθούν σε κίνδυνο οι θετικές επιπτώσεις του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Κανονισμός 2024/1264, αιτιολογική σκέψη 23 του προοιμίου).

[57] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 5 παράγραφος 1, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο α’.

[58] Κανονισμός 1467/97, άρθρο 12 παράγραφος 1, όπως αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 2024/1264, άρθρο 1 παράγραφος 10.

[59] Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, «Επιτυχία για την Ελλάδα οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ», στο https://minfin.gov.gr/epitychia-gia-tin-ellada-oi-neoi-dimosionomikoi-kanones-tis-ee/ (πρόσβαση: 22.8.2024).

[60] Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, «Εαρινή Έκθεση 2024», στο https://www.hfisc.gr/examiniaies-ektheseis/earini-ekthesi-2024 (πρόσβαση: 23.8.2024), σ. 8.

[61] Ibid, σ. 67.

[62] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης», ό.π., σ. 1.

[63] Κανονισμός 2024/1263, άρθρο 14.

[64] Βλ. αναλυτικότερα, μεταξύ άλλων, Blesse S., Dorn F. & Lay M., «A Targeted Golden Rule for Public Investments? A Comparative Analysis of Possible Accounting Methods in the Context of the Review of the Stability and Growth Pact», στο https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/STUD/2023/741492/IPOL_STU(2023)741492_EN.pdf (πρόσβαση: 22.8.2024).

[65] Βλ. σχετικώς την κριτική του Zettelmeyer J., «Assessing the Ecofin Compromise on Fiscal Rules Reform», στο https://www.bruegel.org/first-glance/assessing-ecofin-compromise-fiscal-rules-reform (πρόσβαση: 22.8.2024).

[66] Κανονισμός 2024/1263, αιτιολογική σκέψη 19 του προοιμίου.

[67] Βλ. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, «Επιτυχία για την Ελλάδα οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ», ό.π.

[68] Ibid.

[69] ΔΕΕ, C-418/18 P (τμήμα μείζονος συνθέσεως), 19.12.2019, Patrick Grégor Puppinck κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 76.

[70] Markakis, «The New EU Economic Governance Framework», ό.π.

[71] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης», ό.π., σ. 1.

[72] Βλ. Κανονισμό 2024/1263, αιτιολογική σκέψη 13 του προοιμίου και Κανονισμό 2024/1264, αιτιολογική σκέψη 8 του προοιμίου.

[73] Βλ. και EU Independent Fiscal Institutions, «EU Fiscal and Economic Governance Review: A Contribution from the Network of Independent EU Fiscal Institutions», στο https://www.euifis.eu/publications/6 (πρόσβαση: 22.8.2024), σ. 4.

[74] Βλ., μεταξύ άλλων, European Fiscal Board, «Annual Report 2019», στο https://commission.europa.eu/publications/2019-annual-report-european-fiscal-board_en (πρόσβαση: 22.8.2024), σ. 74.

[75] Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, «Ειδική έκθεση: Ανάγκη περαιτέρω βελτιώσεων για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος», στο https://www.eca.europa.eu/Lists/ECADocuments/SR16_10/SR_EDP_EL.pdf (πρόσβαση: 22.8.2024), σ. 59.

[76] Ibid, σελ. 60.

[77] European Stability Mechanism, «EU Fiscal Rules: Reform Considerations», στο https://www.esm.europa.eu/publications/eu-fiscal-rules-reform-considerations (πρόσβαση: 22.8.2024), σ. 7.

[78] Βλ. και την κριτική των Amtenbrink & De Haan, «The European Commission’s Approach to a Reform of the EU Fiscal Framework», ό.π., σ. 438∙ Markakis, «The Commission’s Orientations for Reforming the EU Economic Governance Framework», ό.π., σ. 10 υποσημ. 5.

[79] Βλ. π.χ. την περίπτωση της Εσθονίας: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Έκθεση που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ό.π., σ. 8-9.

[80] Βλ. για το προηγούμενο πλαίσιο και Dermine, The New Economic Governance of the Eurozone, ό.π., σ. 192.

[81] Ibid, σ. 190.

[82] Θυμόμαστε σχετικώς και τις συζητήσεις για την «ιδιοκτησία του προγράμματος» κατά τη διάρκεια των μνημονίων.

[83] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης», ό.π., σ. 5.

[84] Pench, «The New Stability and Growth Pact», ό.π., σ. 27.

[85] Zettelmeyer, «Assessing the Ecofin Compromise on Fiscal Rules Reform», ό.π.

[86] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης», ό.π., σ. 2.

[87] Ibid, σ. 1-2.

[88] Βλ. και Keppenne J.-P., «EU Fiscal Governance on the Member States: The Stability and Growth Pact and Beyond» στο Amtenbrink F./Herrmann C. (επιμ.), The EU Law of Economic and Monetary Union, Oxford University Press, Οξφόρδη 2020, σ. 813-849, ιδίως σ. 831.

[89] ΔΕΕ, C-27/04 (ολομέλεια), 13.7.2004, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σκέψη 81.

[90] Pench, «The New Stability and Growth Pact», ό.π., σ. 28.

[91] Τα πρόστιμα που προβλέπονται από τον Κανονισμό (EE) αριθ. 1173/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ [2011] EE L306/1 παραμένουν αμετάβλητα.

[92] Amtenbrink & De Haan, «The European Commission’s Approach to a Reform of the EU Fiscal Framework», ό.π., σ. 442.

[93] European Fiscal Board, «Annual Report 2021», στο https://commission.europa.eu/publications/2021-annual-report-european-fiscal-board_en (πρόσβαση: 22.8.2024), σ. 72.

[94] Κανονισμός (EE) αριθ. 1176/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών [2011] ΕΕ L306/25.

[95] Βλ. και Markakis, «The EU Fiscal Rules», ό.π., σ. 322-323.

[96] Βλ. και Hinarejos A., «Economic Governance and the Pandemic: A Year On», European Law Review 2/2021, σ. 127-128, ιδίως σ. 128∙ Markakis, «The EU Fiscal Rules», ό.π., σ. 306∙ Amtenbrink & De Haan, «The European Commission’s Approach to a Reform of the EU Fiscal Framework», ό.π., σ. 442. Βλ. περαιτέρω για τον μηχανισμό δημοσιονομικής σταθεροποίησης Amtenbrink F. & Markakis M., «Never Waste a Good Crisis: On the Emergence of an EU Fiscal Capacity» στο Hinarejos A./Schütze R. (επιμ.), EU Fiscal Federalism: Past, Present, Future, Oxford University Press, Οξφόρδη 2023, σ. 171-204∙ Amtenbrink F., «The COVID-19 Pandemic and Fiscal Union: The Case for the Establishment of a Permanent Supranational Fiscal Shock Absorption Capaity and Important Lessons to be Learned from SURE and NextGenerationEU», στο  https://zenodo.org/records/10687749 (πρόσβαση: 22.8.2024).

+ posts

Ο Μενέλαος Μαρκάκης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Erasmus University Rotterdam και Επιστημονικός Συντονιστής του Erasmus Center of Economic and Financial Governance, καθώς και Λέκτορας στο Κολλέγιο Worcester της Οξφόρδης. Είναι κάτοχος πτυχίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μεταπτυχιακού και διδακτορικού τίτλου από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Υπήρξε υπότροφος, μεταξύ άλλων, του Πανεπιστημίου Αθηνών, της Ακαδημίας Αθηνών, της Νομικής Σχολής της Οξφόρδης και του νομικού περιοδικού Modern Law Review. Έχει πλήθος δημοσιεύσεων στο δημόσιο και το ευρωπαϊκό δίκαιο στην αγγλική και την ελληνική γλώσσα. Η ειδίκευσή του είναι στο δίκαιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Η μονογραφία του με τίτλο «Accountability in the Economic and Monetary Union: Foundations, Policy, and Governance» εκδόθηκε το 2020 από το Oxford University Press και βραβεύτηκε το 2023 από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο.

Μετάβαση στο περιεχόμενο